Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 719/2019

Αριθμός     719/2019

ΤΟ   ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Αθανάσιο Θεοφάνη, Εφέτη και Μαρία Κωττάκη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Τ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Kατά μεν τη διάταξη του άρθρου 579 παρ.1 ΚΠολΔ “αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε και η διαδικασία πριν από την απόφαση αυτή ακυρώνεται μόνον εφόσον στηρίζεται στην παράβαση, για την οποία έγινε δεκτή η αναίρεση”, κατά δε τη διάταξη του άρθρου 581 παρ. 2 του ίδιου κώδικα, “στο δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση συζητείται μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση”. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 580 παρ. 3 του ΚΠολΔ, “αν ο Άρειος Πάγος αναιρέσει την απόφαση για οποιονδήποτε άλλο λόγο, εκτός από εκείνους που αναφέρονται στις παρ. 1 και 2 (δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων, των σχετικών με την αρμοδιότητα) παραπέμπει την υπόθεση για περαιτέρω εκδίκαση σε άλλο δικαστήριο, ισόβαθμο και ομοειδές προς εκείνο, το οποίο εξέδωσε την απόφαση που αναιρέθηκε ή και στο ίδιο, αν είναι δυνατή η σύνθεσή του από άλλους δικαστές”. Από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι  οι διάδικοι ενώπιον του δικαστηρίου της παραπομπής προτείνουν όποιους ισχυρισμούς μπορούσαν να προτείνουν και κατά τη συζήτηση που εκδόθηκε η απόφαση που αναιρέθηκε (ΑΠ 852/1987, ΑΠ 738/2012- “Nόμος”).

ΙΙ. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 08.01.2019 κλήση (ΓΑΚ …../2019, ΕΑΚ …../2019)  της εκκαλούσας-ενάγουσας, νομίμως φέρεται προς συζήτηση η από 22.03.2011 (αριθ. εκθ. κατ. …../2011) έφεσή της κατά της υπ΄αριθ. 259/2011 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που δίκασε την ένδικη διαφορά αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, μετά τη δημοσίευση της υπ΄αριθ.1534/2018 αποφάσεως του Αρείου Πάγου, η οποία αναίρεσε την εκδοθείσα επί της ανωτέρω εφέσεως υπ΄αριθ. 501/2013 απόφαση του παρόντος δικαστηρίου και παρέπεμψε την υπόθεση σε αυτό για περαιτέρω εκδίκαση. Η έφεση ασκήθηκε  κατά   τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη.  Επομένως, πρέπει να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το  παραδεκτό και  βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), μη εφαρμοζομένων των διατάξεων του Ν. 4335/2015 ως εκ του χρόνου καταθέσεως της εφέσεως (1.4.2011).

ΙΙΙ. Με την από 10.12.2008 (αριθ.κατ.δικ……./2008) αγωγή της, η  ενάγουσα και ήδη καλούσα-εκκαλούσα εξέθεσε ότι στις 2-11-2007 δυνάμει του σε αυτή αναφερομένου συμβολαίου ασφάλισε στην εναγομένη, κατά κινδύνων θαλάσσιας μεταφοράς,  το φορτίο (χύδην ορυκτός περλίτης) που μετέφερε από τη Μήλο στη Βαρκελώνη με το πλοίο “SII”, το οποίο (φορτίο)  κατά τη μεταφορά του βράχηκε από εισροή στο πλοίο θαλασσίων υδάτων, με αποτέλεσμα να καταστραφεί μέρος αυτού, να επέλθει έτσι ο ασφαλισμένος κίνδυνος και να υποστεί η ενάγουσα την περιγραφόμενη ζημία, την οποία η εναγομένη αρνείται να αποκαταστήσει παρά τη σχετική όχλησή της, όπως τα προηγούμενα εξειδικεύονται στην αγωγή. Ζήτησε δε μετά παραδεκτή τροπή (πρωτοδίκως) του αιτήματος σε αναγνωριστικό να αναγνωρισθεί ότι η εναγομένη υποχρεούται να της καταβάλει  ως αποζημίωσή της συνολικό ποσό  174.719,79 ευρώ,  (ποσό 129.190 ευρώ για την αξία του θαλασσοβρεγμένου περλίτη, ποσό 15.349,04 ευρώ για το κόστος  εκφορτώσεως αυτού,  ποσό 500 ευρώ για το κόστος καθαρισμού του κύτους του πλοίου από τη διαβραχείσα ποσότητα, ποσό 107 ευρώ για σακκούλες, ποσό 4.650 ευρώ για την απομάκρυνση από την προκυμαία της Βαρκελώνης της βρεγμένης ποσότητας περλίτη η οποία είχε καταλάβει 60 τμ περίπου, ποσό 1.072,02 ευρώ για το κόστος  παραμονής του θαλασσοβρεγμένου περλίτη στην ανωτέρω προκυμαία επί 17 ημέρες,  ποσό 503,48 ευρώ για το κόστος καθαρισμού της ανωτέρω προκυμαίας, ποσό 2.800 ευρώ για το κόστος φορτώσεως σε φορτηγό και ζυγίσεως της ανωτέρω ποσότητας, ποσό 19.004,45 ευρώ για το κόστος μεταφοράς στον τόπο καταστροφής και για το κόστος καταστροφής του φορτίου και ποσό 1.543,80 ευρώ για λιμενικά τέλη επί του φορτίου), νομιμοτόκως από την επέλευση του ασφαλισμένου κινδύνου (27-12-2007) άλλως από την αναγγελία επελεύσεως αυτού (2-1-2008) άλλως από την όχληση της εναγομένης (24-1-2008) άλλως από την επίδοση της αγωγής και να καταδικασθεί στη δικαστική δαπάνη.  Η εκκαλουμένη έκρινε την αγωγή νόμιμη, ερειδομένη επί των σε αυτή αναφερομένων διατάξεων του αγγλικού δικαίου και ακολούθως την απέρριψε  κατ’ ουσίαν με την αιτιολογία ότι στο ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο ως “ασφαλιζόμενος” αναγραφόταν άλλη εταιρεία και δη η ισπανική εταιρεία “……………” και όχι η ενάγουσα, καταδίκασε δε την ενάγουσα στη δικαστική δαπάνη της εναγομένης ποσού 1.000 ευρώ. Κατά της ανωτέρω οριστικής αποφάσεως, η ενάγουσα και ήδη καλούσα-εκκαλούσα άσκησε την υπό κρίση έφεση παραπονούμενη για κακή εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζήτησε την εξαφάνισή της και την απόρριψη της αγωγής. Επ’ αυτής δημοσιεύθηκε η προαναφερόμενη και ήδη αναιρεθείσα υπ’ αριθ 501/2013 απόφαση αυτού του δικαστηρίου που απέρριψε την έφεση ως απαράδεκτη με την αιτιολογία ότι έλειπε η διαδικαστική προϋπόθεση της ιδιότητας της διαδίκου στο πρόσωπο της εκκαλούσας, για το λόγο ότι από τη σύγκριση του δικογράφου της εφέσεως με εκείνο της αγωγής δεν προέκυπτε ότι η επωνυμία της εκκαλούσας ταυτιζόταν με την επωνυμία της ενάγουσας. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως η ενάγουσα άσκησε αναίρεση, η οποία έγινε δεκτή με την προαναφερθείσα 1534/2018 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε ότι “ενάγουσα στην προκειμένη περίπτωση είναι η εταιρία με την επωνυμία ………. και διακριτικό τίτλο ……..  και έδρα την …………., Barcelona, Espana και από παραδρομή στα δικόγραφα ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ανεγράφη ως επωνυμία  ………..”. Η ίδια απόφαση έκρινε επίσης ότι “άλλη εταιρία με την επωνυμία …………. δεν υφίσταται εγεγραμμένη στο Ισπανικό Εμπορικό Μητρώο”.

ΙV. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 25 εδ. α΄ ΑΚ, οι ενοχές που προέρχονται από σύμβαση ρυθμίζονται, κατ’ αρχήν, από το δίκαιο, στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέρη έχουν υποβληθεί (ΟλΑΠ 46/1987 ΕΕΝ 1987.864, ΑΠ 1459/2014 – “Νόμος”) ενώ η υποβολή των μερών σε ορισμένο δίκαιο μπορεί να γίνει με ρητή ή σιωπηρή δήλωση της βουλήσεώς τους. Εξάλλου, ταυτόσημη και ομοειδής σε περιεχόμενο ρύθμιση με την ανωτέρω διάταξη (25 εδ. α΄ ΑΚ) προβλέπεται και από τη Σύμβαση της Ρώμης έτους 1980  «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές» (άρθρο 3 αυτής), η οποία κυρώθηκε στην Ελλάδα με το Ν.1792/1988 και είναι εφαρμοστέα στην υπό κρίση περίπτωση ως εκ του χρόνου συνάψεως (2.11.2007) της ένδικης ασφαλιστικής συμβάσεως, δεδομένου ότι ο Κανονισμός (ΕΚ) 593/2008 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης της 17ης Ιουνίου 2008 «για το εφαρμοστέο δίκαιο στις συμβατικές ενοχές (Ρώμη Ι)», που αντικατέστησε τη Σύμβαση της Ρώμης, εφαρμόζεται κατά το άρθρο 28 του Κανονισμού αυτού, για τις συμβάσεις που συνάπτονται μετά τις 17-12-2009. Ωστόσο, τόσο οι διατάξεις της Συμβάσεως της Ρώμης όσο και του ανωτέρω Κανονισμού, δεν εφαρμόζονται στις ασφαλιστικές συμβάσεις που καλύπτουν κινδύνους εντοπιζόμενους στα εδάφη των κρατών μελών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Στην προκειμένη περίπτωση, όπως αποδεικνύεται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο σε νόμιμη μετάφραση από την αγγλική στην ελληνική γλώσσα ένδικο ασφαλιστήριο συμβόλαιο, υπάρχει ρητή συμβατική υπαγωγή της ένδικης ασφαλιστικής συμβάσεως στις διατάξεις και ρυθμίσεις του αγγλικού ουσιαστικού δικαίου, όπως άλλωστε συνομολογούν αμφότερα τα διάδικα μέρη. Το σχετικό με τη θαλάσσια ασφάλιση αγγλικό ουσιαστικό δίκαιο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό Νόμο «Περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906» (γνωστό ως «Marine Insurance Act 1906 – M.I.A. 1906»), στο Κοινό Δίκαιο (Common Law), εφ’ όσον οι διατάξεις αυτού δεν προσκρούουν σε ρητή διάταξη του ως άνω Νόμου και στην Αγγλική Πρακτική (English Ρractice), όπως ερμηνεύεται από τα αγγλικά Δικαστήρια (νομολογία) και τους άγγλους νομικούς συγγραφείς και ερμηνευτές του δικαίου, σε συνδυασμό, μεταξύ άλλων, και με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου  Ασφαλιστών για Ασφάλιση Φορτίων (Institute Cargo Clauses) οι οποίες με ρητή πρόβλεψη ενσωματώθηκαν στο κύριο σώμα του μεταξύ των διαδίκων καταρτισθέντος ασφαλιστηρίου και αποτέλεσαν περιεχόμενο και αναπόσπαστο τμήμα αυτού. Επίσης, σημαντικό ρόλο διαδραματίζουν τα συναλλακτικά ήθη, τα οποία ρυθμίζουν πολλά θέματα, για τα οποία δεν υπάρχει ρητή πρόβλεψη στο νόμο, σε βαθμό, μάλιστα, τέτοιο, ώστε αυτά να επικρατούν και όταν ακόμη υπάρχει έμμεση ρύθμιση από το νόμο.  Σύμφωνα με το περιεχόμενο των διατάξεων των κατωτέρω αναφερομένων άρθρων του Μ.Ι.Α. 1906 που ρυθμίζει τις θαλάσσιες ασφαλίσεις και έχουν σχέση με την επίδικη διαφορά, ορίζονται τα εξής : 1) Η σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως αποτελεί σύμβαση, με την οποία ο ασφαλιστής αναλαμβάνει να αποζημιώσει τον ασφαλισμένο κατά τρόπο και σε έκταση, που συμφωνείται με αυτήν κατά ναυτικών κινδύνων, δηλαδή κινδύνων που είναι συναφείς με τη ναυτική περιπέτεια (ορισμός ναυτικής ασφαλίσεως – άρθρο 1 Μ.Ι.Α. 1906), 2) ασφαλιστικό συμφέρον έχει κάθε πρόσωπο που έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια. Ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν, και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλισμένου περιουσιακού στοιχείου ή δύναται να ζημιωθεί από την απώλεια, ζημία ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (ορισμός ασφαλιστικού συμφέροντος – άρθρο 5 παρ. 1 και 2 Μ.Ι.Α. 1906), 3) ειδικά ένα πρόσωπο έχει συμφέρον στη ναυτική περιπέτεια, όταν τελεί σε οποιαδήποτε έννομη ή πραγματική σχέση με την περιπέτεια ή με οποιοδήποτε περιουσιακό στοιχείο, που εκτίθεται σε κίνδυνο κατ’ αυτήν και εκ του γεγονότος αυτού αυτός δύναται να ωφεληθεί από την ασφάλεια ή προσήκουσα άφιξη του ασφαλίσιμου περιουσιακού στοιχείου ή δέσμευσή του ή δύναται να γεννηθεί στο πρόσωπό του ευθύνη σε σχέση με αυτό (πότε το συμφέρον οφείλει να υφίσταται – άρθρο 6 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906), 4) το ασφαλιστήριο δύναται να είναι αποτιμημένο ή μη αποτιμημένο. Αποτιμημένο είναι το ασφαλιστήριο, το οποίο προσδιορίζει τη συμφωνημένη αξία του ασφαλισμένου πράγματος, ενώ με την επιφύλαξη των διατάξεων του νόμου και εν απουσία απάτης η προσδιορισμένη με το ασφαλιστήριο αξία αποτελεί πλήρη απόδειξη μεταξύ του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου της ασφαλιστέας αξίας του πράγματος, για το οποίο σκοπείται η ασφάλιση, ανεξαρτήτως του αν πρόκειται περί ολικής ή μερικής απώλειας (αποτιμημένο ασφαλιστήριο – άρθρο 27 Μ.Ι.Α. 1906), 5) με την επιφύλαξη των διατάξεων του παρόντος νόμου και εφ’ όσον το ασφαλιστήριο δεν προβλέπει διαφορετικά, ο ασφαλιστής ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο αλλά, υπό την επιφύλαξη των προρρηθέντων, δεν ευθύνεται για οποιαδήποτε απώλεια μη έχουσα ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο. Ο ασφαλιστής δεν ευθύνεται για απώλειες αποδιδόμενες στην εκ προθέσεως (εκ δολίας ενεργείας) ανάρμοστη συμπεριφορά του ασφαλισμένου αλλά, εκτός εάν το ασφαλιστήριο προβλέπει διαφορετικά, ευθύνεται για κάθε απώλεια που έχει ως έγγιστα προκληθεί από ασφαλισμένο κίνδυνο, ακόμη και αν η απώλεια δεν είχε επισυμβεί χωρίς τη μη προσήκουσα ή αμελή συμπεριφορά του πλοιάρχου ή του πληρώματος, 6) η απώλεια μπορεί να είναι είτε ολική είτε μερική. Οποιαδήποτε άλλη απώλεια, πλην της ολικής, όπως αυτή παρακάτω ορίζεται, αποτελεί μερική απώλεια. Μια ολική απώλεια μπορεί να είναι είτε μια πραγματική απώλεια είτε μια τεκμαρτή ολική απώλεια (άρθρο 56 παρ. 1 – 2 Μ.Ι.Α.), 7) Το ποσόν, το οποίο ο ασφαλισμένος δύναται να λάβει ως αποζημίωση για απώλεια από το ασφαλιστήριο, με το οποίο αυτός έχει ασφαλισθεί, στην περίπτωση μη αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της ασφαλιστέας αξίας ή στην περίπτωση αποτιμημένου ασφαλιστηρίου κατά την πλήρη έκταση της αξίας που έχει ασφαλισθεί με το ασφαλιστήριο, καλείται το μέγεθος (ύψος) της αποζημιώσεως (άρθρο 67 παρ. 1 Μ.Ι.Α. 1906). Κατά το δίκαιο αυτό, επί συμβάσεως ναυτικής ασφαλίσεως, η έννοια της οποίας δίνεται στην παρ. 1 του ως άνω νόμου και αφορά την κάλυψη του ασφαλισμένου κατά του κινδύνου απωλειών, οι οποίες είναι συναφείς με τη θαλάσσια περιπέτεια, ο ασφαλιστής, σε περίπτωση επελεύσεως του κινδύνου υποχρεούται σε αποζημίωση του ασφαλισμένου. Εξάλλου, το περιεχόμενο κάθε συμβάσεως ασφαλίσεως προσδιορίζεται από το ασφαλιστήριο, τα παραρτήματά του, όπως αυτά τροποποιούνται κατά κανόνα και συμπληρώνονται από συνήθως επισυναπτόμενους τυπικούς όρους με τη μορφή ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για ασφάλιση Φορτίων κ.λπ., άπαντα δε τα ανωτέρω απαρτίζουν την ασφαλιστική σύμβαση ως ενιαίο όλο. Περαιτέρω, το Αγγλικό Δίκαιο διαλαμβάνει περιπτώσεις κατά τις οποίες ο ασφαλιστής είτε δεν δεσμεύεται από την ασφαλιστική σύμβαση είτε απαλλάσσεται από τις υποχρεώσεις του από την ασφάλιση. Η πρώτη ομάδα κανόνων που ρυθμίζει τέτοιες περιπτώσεις είναι αυτοί του γενικού δικαίου των συμβάσεων που ισχύουν σε κάθε σύμβαση, οι περιλαμβανόμενοι στη δεύτερη ομάδα δε, προβλέπονται από το ασφαλιστικό δίκαιο και ισχύουν ειδικώς επί των συμβάσεων ασφαλίσεως. Ειδικότερα, οι τελευταίοι διακρίνονται: 1) Στους κανόνες των άρθρων 17 έως 21 Μ.Ι.Α. 1906, που αφορούν στην αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως, που πρέπει να διέπει την ασφαλιστική σύμβαση και τις προσυμβατικές δηλώσεις και παρέχουν στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αποστεί της συμβάσεως (to avoid the contract) στην περίπτωση που ο ασφαλισμένος ή ο αντισυμβαλλόμενος παραβούν την αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως και τα σχετικά προς τις προσυμβατικές δηλώσεις ασφαλιστικά βάρη και 2) Στους κανόνες περί warranties των άρθρων 33 έως 211 του Μ.Ι.Α 1906, των οποίων η αθέτηση απαλλάσσει τον ασφαλιστή της ευθύνης του από την ασφαλιστική σύμβαση. Ειδικότερα, σχετικά με τους ανωτέρω κανόνες, πρέπει να λεχθούν τα ακόλουθα: Α) Όσον αφορά στην πρώτη ομάδα κανόνων, στο άρθρο 17 του Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι «η ναυτική ασφάλιση βασίζεται επί της αρχής της υπέρτατης καλής πίστεως και αν η υπέρτατη καλή πίστη δεν τηρηθεί από οποιονδήποτε των συναλλασσομένων, η σύμβαση δύναται να ακυρωθεί από το άλλο μέρος». Η έννοια της «υπέρτατης καλής πίστεως» εκτείνεται πολύ πέρα από την έννοια του δόλου και συγκεκριμένα έχει ως αφετηρία απλώς την αποσιώπηση ή απόκρυψη ενός ουσιώδους περιστατικού ή την λανθασμένη ή πεπλανημένη δήλωση ή, σε επίγνωση του ασφαλισμένου, τη μη τήρηση ορισμένων βασικών προϋποθέσεων, αδιάφορα αν αυτές οι εσφαλμένες απεικονίσεις έγιναν με δόλια πρόθεση, από απλή αμέλεια, εκ παραδρομής ή από αδιαφορία (βλ. ΕφΠειρ 143/2015 – “Νόμος”). Περαιτέρω, στο άρθρο 18 του νόμου Μ.Ι.Α. 1906 ορίζεται ότι: «1) Ο ασφαλιζόμενος οφείλει να αποκαλύψει στον ασφαλιστή, πριν ολοκληρωθεί το συμβόλαιο, οποιοδήποτε ουσιώδες περιστατικό που είναι γνωστό σε αυτόν και ο ασφαλιζόμενος θεωρείται ότι είναι γνώστης όλων των περιστατικών που κατά την κανονική πορεία των εργασιών, θα έπρεπε να του ήταν γνωστά. Αν ο ασφαλιζόμενος παραλείψει να προβεί σε τέτοια αποκάλυψη, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο, 2) Κάθε περιστατικό θεωρείται ουσιώδες, εφόσον μπορεί να επηρεάσει ένα συνετό ασφαλιστή στον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή στην απόφασή του να αναλάβει τον κίνδυνο… 4) Κατά πόσον ένα περιστατικό συγκεκριμένο, το οποίο δεν ανακοινώθηκε, είναι ή όχι ουσιώδες, κρίνεται κατά περίσταση». Σύμφωνα δε, με το άρθρο 20 του νόμου Μ.Ι.Α. 1906, «1) Οποιαδήποτε ουσιώδης απεικόνιση που δίνεται από τον ασφαλιζόμενο ή τον πράκτορά του στον ασφαλιστή, κατά τη διαπραγμάτευση του συμβολαίου και πριν αυτό οριστικοποιηθεί, πρέπει να είναι αληθής. Εάν είναι αναληθής, ο ασφαλιστής έχει τη δυνατότητα να ακυρώσει το συμβόλαιο, 2) Η απεικόνιση είναι ουσιώδης, εφόσον θα επηρέαζε την κρίση ενός συνετού ασφαλιστή ως προς τον προσδιορισμό του ασφαλίστρου ή ως προς την ανάληψη του κινδύνου». Τόσο δε η παράλειψη ανακοινώσεως (non disclosure), που αναφέρεται στο άρθρο 18 του Μ.Ι.Α. 1906, όσο και η αναληθής απεικόνιση (mistepresentation) του άρθρου 20 του Μ.Ι.Α. 1906, οι οποίες αμφότερες είναι αρχές που απορρέουν και έχουν τις ρίζες τους στην «υπέρτατη καλή πίστη», έχουν ως συνέπεια, σε περίπτωση παραβάσεών τους, ότι καθιστούν τη σύμβαση ακυρώσιμη κατά την απόλυτη διακριτική ευχέρεια του βλαπτόμενου μέρους και συγκεκριμένα του ασφαλιστή, ο οποίος δικαιούται να αποστεί του συμβολαίου (βλ. Arnould`s Law of Marine Insurance 16 ™ ed (1981) P. 438, Α.Π.308/2009, Α.Π.1657/2006 ΕΝΔ 37.118 και ΕλλΔνη 49.1383, αντιστοίχως, ΕφΠειρ 480/2014, ΕφΠειρ.530/2011 – “Νόμος”,  Εφ.Πειρ.890/2003 ΕΝΔ 31.372). Επιπροσθέτως, πρέπει να σημειωθεί ότι και για τον μετά την κατάρτιση της συμβάσεως χρόνο εξακολουθεί να ισχύει η υποχρέωση του άρθρου 17 Μ.Ι.Α. 1906 και διατηρείται έτσι ενεργό το καθήκον του ασφαλισμένου για μετασυμβατική (post contractual) επίδειξη της υπέρτατης καλής πίστεως προς τον ασφαλιστή σε σχέση με κάθε ζήτημα, για το οποίο απαιτείται ο ασφαλισμένος να παρέχει πληροφορίες προς τον ασφαλιστή, ιδίως δε όπου υπάρχει περίπτωση επίτασης του κινδύνου. Έτσι, ο ασφαλισμένος υπόκειται στο καθήκον της υπέρτατης καλής πίστεως και κατά το χρόνο υποβολής στοιχείων της ζημιάς προς τον σκοπό υποβολής απαίτησης της αποζημιώσεως και για το λόγο αυτό επιβάλλεται η από τον ασφαλισμένο πλήρης και ολοκληρωμένη επίδειξη των εγγράφων του πλοίου καθώς και άλλων ουσιωδών εγγράφων (βλ. Essential Law “Marine Insurance Legislation” by Robert Merkin, ed 2000, σελ. 15 και 16), Β) ΄Οσον αφορά στη δεύτερη ομάδα κανόνων, οι όροι αυτοί ονομάζονται εγγυήσεις (warranties). Το άρθρο 33 του «Marine Insurance Act 1906» δίδει τον ακόλουθο ορισμό για το τι σημαίνει «warranty»: «warranty», για τους σκοπούς των επομένων άρθρων που αναφέρονται εις «warranties», σημαίνει υποσχετική εγγύηση (promissory warranty), δηλ. εγγύηση, δια της οποίας ο ασφαλισμένος αναλαμβάνει την ευθύνη ότι ένα συγκεκριμένο πράγμα θα γίνει ή δεν θα γίνει, ή ότι κάποιος όρος θα πληρωθεί ή δια του οποίου ο ασφαλισμένος καταφάσκει ή αρνείται την ύπαρξη μιας ορισμένης καταστάσεως πραγμάτων. «Warranty» μπορεί να έχει συμφωνηθεί ρητώς ως «συμφωνηθείσα εγγύηση» (express warranty) ή να εξυπακούεται (implied warranty) και υπό την έννοια του άρθρου 33 επ. Μ.Ι.Α. αποτελεί ουσιώδη όρο της ασφαλιστικής συμβάσεως, προς το περιεχόμενο του οποίου απαιτείται πάντοτε ακριβής, αυστηρή και κατά γράμμα συμμόρφωση. Η μη συμμόρφωση ελευθερώνει τον ασφαλιστή από κάθε ευθύνη εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως. Από τα εκτεθέντα προκύπτει ότι ο όρος «warranty», διατηρεί στο ασφαλιστικό δίκαιο έννοια διαφορετική από εκείνη που επικράτησε στο γενικό δίκαιο των συμβάσεων. Στο ασφαλιστικό δίκαιο και στο δίκαιο της θαλάσσιας ασφαλίσεως ειδικότερα «warranty» σημαίνει «condition». Αποτελεί ακριβέστερα ιδιαίτερο είδος «condition» που απαντά στις ασφαλιστικές συμβάσεις και του οποίου η παράβαση παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί τη δέσμευση εκ της ασφαλιστικής συμβάσεως (ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29.225, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165). Η επέλευση της αυστηρής αυτής έννομης συνέπειας δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση συνετέλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επέλευση της ζημίας, ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση ήρθη ενδεχομένως προ πάσης ζημίας (ad hoc ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165, βλ. και Arnould’s «Law of Marine Insurance and Average» 16th ed. 1981 παρ. 683, Colinvaux «The law of insurance» 3rd ed. , παρ. 181). Μόνη η παράβαση, καθ’ εαυτή, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παραβάσεως (βλ. ΕφΠειρ 85/2001 ΕΝΔ 29.225, ΕφΠειρ 996/1999 ΕΝΔ 29.165), το βάρος δε της αποδείξεως φέρει ο ασφαλιστής. Εξάλλου, οι ως άνω εγγυήσεις (warranties) μπορούν να δημιουργηθούν με μία ποικιλία τρόπων, όταν δε η ασφάλιση ξεκινάει με την συμπλήρωση πρότασης ασφαλίσεως από τον ασφαλιζόμενο ή για λογαριασμό του, είναι σύνηθες να εγγυάται ο ασφαλιζόμενος, δυνάμει ρήτρας «βάσης της σύμβασης» («Basis of the contract» clause), που περιέχεται στην πρόταση, ότι οι απαντήσεις του είναι αληθείς. Η συνέπεια τέτοιας δήλωσης είναι να μετατρέψει όλες τις απαντήσεις του ασφαλισμένου στη σύμβαση σε εγγυήσεις (βλ. Colinvaux & Merkins Insurance Contract Law τόμος 1 ας παρ. Α – 0654). Η λέξη  δηλαδή «εγγύηση» (warranty) σημαίνει υποσχετική εγγύηση και υποδηλώνει συμβατική δέσμευση, με βάση την οποία ο ασφαλισμένος, είτε αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμβεί ή να μη συμβεί ένα συγκεκριμένο γεγονός ή να πληρωθεί ένας όρος, είτε βεβαιώνει ή αρνείται την ύπαρξη ορισμένων γεγονότων (παρ. 33 (1)). Η «εγγύηση», όπως παραπάνω ορίσθηκε, δύναται να είναι ρητή (express  warranty) ή εξυπακουομένη (implied warranty), αποτελεί δε προϋπόθεση (condition) ισχύος της ασφαλιστικής σύμβασης, με την οποία πρέπει να συμμορφώνεται ο ασφαλισμένος, είτε αυτή είναι ουσιώδες στοιχείο του κινδύνου είτε όχι. Σε περίπτωση μη συμμορφώσεώς του με τον όρο αυτό και εφόσον δεν υπάρχει α) αντίθετη πρόβλεψη στο ασφαλιστήριο ή β) παραίτηση του ασφαλιστή από το δικαίωμα επικλήσεως της μη συμμορφώσεως, ο ασφαλιστής, από την ημερομηνία της παραβάσεως της εγγυήσεως, απαλλάσσεται της ευθύνης προς αποζημίωση (ΕφΠειρ. 671/2010, – “Νόμος”, ΕφΠειρ.85/2001- “Νόμος”, Χρ. Στυλιανέα «Αι δηλώσεις εγγυήσεως (warranty) εις την Ναυτικήν Ασφάλισιν»  ΕΝΔ 4,55). Η επέλευση της αυστηρής αυτής έννομης συνέπειας δεν εξαρτάται από το αν η μη συμμόρφωση συνετέλεσε καθ’ οιονδήποτε τρόπο στην επέλευση της ζημίας ούτε επηρεάζεται από το αν η παράβαση ήρθη ενδεχομένως προ πάσης ζημίας. Αναφέρεται,  συγκεκριμένως, ότι καμία αιτία, οσονδήποτε επαρκής, κανένα κίνητρο, οσονδήποτε αγαθό, καμία ανάγκη,  οσονδήποτε αναπόφευκτη, δεν δικαιολογεί μη συμμόρφωση προς ρητή εγγύηση. Εξαιρέσεις από τον γενικό αυτό κανόνα προβλέπονται στο άρθρο 34 το οποίο ορίζει τα εξής : 1. Μη συμμόρφωση προς μία εγγύηση δικαιολογείται, όταν, λόγω αλλαγής των συνθηκών, η εγγύηση παύει να είναι εφαρμοστέα στις συνθήκες της συμβάσεως ή όταν η συμμόρφωση προς την εγγύηση καθίσταται παράνομη δυνάμει οποιουδήποτε μεταγενέστερου νόμου. 2.Όταν μια εγγύηση παραβιάζεται, ο ασφαλισμένος δεν μπορεί να προβάλει την άμυνα ότι έγινε επανόρθωση της παραβιάσεως και συμμόρφωση προς την εγγύηση πριν από τη ζημία. 3.Ο ασφαλιστής μπορεί να παραιτηθεί από την επίκληση παραβιάσεως της εγγυήσεως. Μόνη η παράβαση, καθ’ εαυτήν, παρέχει στον ασφαλιστή το δικαίωμα να αρνηθεί την ευθύνη από την ασφαλιστική σύμβαση, έτσι ώστε ο ασφαλιστής να ελευθερώνεται από την ημερομηνία της παραβάσεως (ΑΠ 1584/2011, – “Νόμος”, ΕφΠειρ. 182/2008 αδημοσίευτη, ΕφΠειρ 204/2014 – “Νόμος”). Τέλος, στο ζήτημα αν ο αντιπρόσωπος δεσμεύει έναντι των τρίτων το πρόσωπο για λογαριασμό του οποίου ισχυρίζεται ότι ενεργεί, δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις της Σύμβασης της Ρώμης, κατ’ άρθρο 1 παρ. 2 εδ. στ’ αυτής . Το ζήτημα αυτό ρυθμίζεται, σύμφωνα με γενικώς αποδεκτή σχετική γενική αρχή του ιδιωτικού διεθνούς δικαίου από το δίκαιο στην περιοχή της οποίας επιχείρησε ο αντιπρόσωπος τη δικαιοπραξία, για την οποία του δόθηκε η πληρεξουσιότητα (ΑΠ 1187/2000, ΑΠ 777/2015 – “Νόμος”). Εκ τούτου παρέπεται ότι τα γενικότερα ζητήματα που αναφύονται από την αντιπροσώπευση ρυθμίζονται σύμφωνα με τα προαναφερόμενα και εν προκειμένω από το ελληνικό δίκαιο αφού στην Ελλάδα καταρτίστηκε η ένδικη ασφαλιστική σύμβαση.

  1. Η υπό κρίση αγωγή, με το αναφερόμενο ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙΙ περιεχόμενο και αίτημα, παρίσταται επαρκώς ορισμένη ενόψει του ότι αναφέρεται σε αυτή ο τόπος και χρόνος συνάψεως μεταξύ των διαδίκων της ένδικης ασφαλιστικής συμβάσεως, το ασφαλισμένο φορτίο, η συμφωνηθείσα αξία αυτού, ο ασφαλισμένος κίνδυνος, η ημερομηνία και ο τρόπος επελεύσεώς του και η εξ αυτού ζημία που ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι υπέστη, όλα δε τα άλλα στοιχεία που κατά τους ισχυρισμούς της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης λείπουν από το δικόγραφο της αγωγής και την καθιστούν αόριστη, είτε δεν αφορούν άμεσα την ένδικη σύμβαση ασφαλίσεως (όπως πχ  το τιμολόγιο αγοράς του περλίτη από την ενάγουσα, το  μεταξύ ποίων, έναντι ποίου ναύλου  και πότε ακριβώς συνήφθη η σύμβαση θαλάσσιας μεταφοράς του περλίτη από τη Μήλο στη Βαρκελώνη) είτε αποτελούν ζητήματα αποδείξεως (όπως πχ οι ειδικότεροι όροι της ένδικης ασφαλιστικής συμβάσεως, οι αποδείξεις καταβολής των ποσών που ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι κατέβαλε και αποτελούν μέρος της περαιτέρω ζημίας της, με ποιο τρόπο οχλήθηκε η εναγομένη). Η αγωγή είναι νόμιμη, ερειδομένη επί των σχετικών με τη σύμβαση θαλασσίας (ναυτικής) ασφαλίσεως διατάξεων για φορτία του αγγλικού δικαίου, στο οποίο αμφότερα τα διάδικα μέρη συνομολογούν ότι υπάγεται η ένδικη σύμβαση και ειδικότερα στις Ρήτρες του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για Φορτία (Β) 1.1.82 (Institute Cargo Clauses B1.82) και στον αγγλικό  νόμο “περί θαλασσίας ασφαλίσεως του 1906” , γνωστού ως “ MARINE INSURANCE ACT 1906-M.I.A 1906” (μη εφαρμοζομένου, ως εκ του χρόνου συνάψεως της ενδίκου συμβάσεως, του μεταγενέστερου αγγλικού νομοθετήματος Marine Insurance Act 2015, το οποίο ισχύει από τον Αύγουστο του 2016), όπως οι ειδικότερες προβλέψεις αυτού (εφαρμοστέου αγγλικού δικαίου) εκτίθενται ανωτέρω υπό στοιχείο ΙΙΙ.  Ειδικά δε ως προς το ζήτημα της αντιπροσώπευσης εφαρμοστέο είναι το ελληνικό δίκαιο, σύμφωνα με όσα ανωτέρω εκτίθενται και ειδικότερα οι διατάξεις  των  άρθρων 361,211, 214, 215 ΑΚ.
  2. Aπό την εκτίμηση α) των ενόρκων μαρτυρικών καταθέσεων που περιέχονται στα μετ’ επικλήσεως και σε νομίμως επικυρωμένο αντίγραφο ταυτάριθμα της εκκαλουμένης πρακτικά δημόσιας συνεδριάσεως του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, β) της υπ’ αριθ. …../2010 ενόρκου βεβαιώσεως ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …………., που με επίκληση επαναπροσκομίζει η εκκαλούσα-ενάγουσα και ελήφθη κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της εφεσίβλητης-εναγομένης (βλ. …../17.2.2010 έκθεση επιδόσεως της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς . …..) καθώς και γ) όλων ανεξαιρέτως των νομίμως μετ΄επικλήσεως προσκομιζομένων από τους διαδίκους εγγράφων, σε μερικά από τα οποία ενδεικτικώς μόνο γίνεται μνεία κατωτέρω, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα ισπανική εταιρεία με την επωνυμία “………….” (……….) και τον διακριτικό τίτλο  …. (….), εδρεύει στην …………. Barcelona, Espana και αντικείμενο εργασιών έχει , μεταξύ άλλων, το εμπόριο ορυκτών υλών. Περί τα τέλη Οκτωβρίου 2007,  η ενάγουσα αγόρασε από την εδρεύουσα στην Κηφισιά Αττικής εταιρεία με την επωνυμία “……….”  900 μετρικούς τόννους ορυκτού περλίτη χύδην, στην τιμή των  39,50 ευρώ ανά μετρικό τόννο και συνολικά αντί τιμήματος 114.550 ευρώ, εκδόθηκε δε το υπ’ αριθ. ………/5.11.2007 τιμολόγιο. Το προϊόν συμφωνήθηκε παραδοτέο στον αγοραστή δηλαδή στην ενάγουσα “free on board” (FOB) στη Μήλο, όπου και φορτώθηκε, στις 5.11.2007 στο υπό σημαία παναμά φορτηγό πλοίο “SII”, έτους κατασκευής 1973, με προορισμό τη Βαρκελώνη Ισπανίας, εκδοθείσης της σχετικής φορτωτικής (bill of lading) που υπέγραψε ο πλοίαρχος του εν λόγω πλοίου …………  Από το σημείο αυτό και ενόψει του ανωτέρω όρου FOB ο κίνδυνος μεταβιβάστηκε στην αγοράστρια δηλαδή την ενάγουσα. Η ενάγουσα προκειμένου να μεταφέρει τα φορτία ορυκτών που προμηθευόταν συνεργαζόταν με την εταιρία “………..”, η οποία αντικείμενο εργασιών έχει, μεταξύ των άλλων, τη θαλάσσια μεταφορά φορτίων ναυλώνοντας πλοία τρίτων τα οποία στη συνέχεια υπεκναυλώνει στους ενδιαφερόμενους. Στην προκειμένη περίπτωση, η ανωτέρω εταιρεία είχε αναλάβει τη μεταφορά του ανωτέρω φορτίου με το προαναφερόμενο πλοίο, του οποίου ήταν ναυλώτρια και το οποίο υπεκναύλωσε στην ενάγουσα. Προηγουμένως, στις 31.10.2007, η εταιρεία με την επωνυμία “. …………..”, που δραστηριοποιείται ως ασφαλιστικός σύμβουλος – πράκτορας στην ελληνική ασφαλιστική αγορά ενεργώντας για λογαριασμό της εταιρείας αυτής (“……….”), διαβίβασε μέσω ηλεκτρονικού ταχυδρομείου προς την εναγομένη “………..”, που ήδη συγχωνεύθηκε με απορρόφηση από την ανώνυμη ασφαλιστική εταιρεία “………….”, έγγραφη προσφορά κλάδου μεταφορών, που αφορούσε έρευνα αγοράς για την εκ μέρους της εναγομένης ασφάλιση μεταφοράς δύο διαφορετικών φορτίων (τσιμέντου και περλίτη χύδην), η δε ασφάλιση του περλίτη αφορούσε θαλάσσια μεταφορά του από τη Μήλο στη Βαρκελώνη με το πλοίο SII.  Αυθημερόν, η εναγομένη απέστειλε με ηλεκτρονικό μήνυμα προς την . …., τους όρους και τις προϋποθέσεις υπό τους οποίους θα ασφάλιζε τη θαλάσσια μεταφορά των παραπάνω φορτίων. Ακολούθως συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, της ενάγουσας εκπροσωπουμένης από την προαναφερόμενη …….. που ενεργούσε για λογαριασμό της (ενάγουσας), η ένδικη υπ’ αριθ. …../2.11.2007 σύμβαση , με την οποία η εναγομένη ασφάλισε τη μεταφορά με το προαναφερόμενο πλοίο από τη Μήλο στη Βαρκελώνη, απροσδιόριστης (στο συμβόλαιο) ποσότητας ορυκτού περλίτη χύμα με “ασφαλισμένη αξία” 180.000 ευρώ και αντί ασφάλιστρου  540,02 ευρώ. Ως “ασφαλισμένη αξία” νοείται ότι μεταξύ ασφαλιστή και ασφαλισμένου συμφωνήθηκε και αποτιμήθηκε ότι η αξία του ασφαλισμένου φορτίου ανέρχεται σε 180.000 ευρώ.   Η έννοια της “ασφαλισμένης” άλλως “αποτιμημένης” (valued) αξίας είναι, κατά το προαναφερθέν εφαρμοστέο αγγλικό δίκαιο, ότι σε περίπτωση ολικής απώλειας (καταστροφής) του  φορτίου, ο ασφαλιστής θα καταβάλει το συμφωνηθέν ποσό (στην προκειμένη περίπτωση 180.000 ευρώ) ανεξάρτητα από την αξία του φορτίου κατά το χρόνο της απωλείας του ενώ σε περίπτωση μερικής απώλειας (καταστροφής) η αποζημίωση μειώνεται αναλόγως. Ενόψει του ότι πρόκειται για θαλάσσια μεταφορά σύμφωνα με την επικρατούσα πρακτική, στην αξία του ασφαλισμένου φορτίου περιλαμβάνεται και ο ναύλος μεταφοράς, ιδίως όταν το φορτίο ασφαλίζεται από τον αγοραστή του (όπως εν προκειμένω) αφού ο ναύλος μεταφοράς αποτελεί για τον αγοραστή μέρος της αξίας του φορτίου. Στην ανωτέρω σύμβαση συμφωνήθηκε ρητώς ότι αυτή καλύπτει απώλεια ή ζημία στο ασφαλιζόμενο φορτίο “ευλόγως οφειλόμενη” μεταξύ άλλων σε εισροή θαλασσίου, λιμναίου ή ποτάμιου ύδατος σε πλοίο, προβλέφθηκαν δε διάφορες εξαιρέσεις,  μεταξύ άλλων και ότι σε καμία περίπτωση η ασφάλεια δεν κάλυπτε απώλεια, ζημία ή δαπάνη που προκαλείται από αναξιοπλοΐα του  πλοίου  ή ακαταλληλότητα αυτού για την ασφαλή μεταφορά του ασφαλισμένου αντικειμένου όταν ο  ασφαλισμένος ή οι προστηθέντες του γνωρίζουν αυτή την αναξιοπλοΐα ή ακαταλληλότητα κατά το χρόνο που το ασφαλισμένο αντικείμενο φορτώνεται στο πλοίο. ‘Οταν το προαναφερόμενο πλοίο κατέπλευσε στη Βαρκελώνη, στις 20.12.2007, διαπιστώθηκε ότι σημαντικό μέρος του φορτίου  ευρισκόμενο στα υπ΄αριθ. 1 και 2 κύτη είχε διαβραχεί με θαλάσσιο νερό που εισέρευσε σε αυτά εξαιτίας σφοδρής θαλασσοταραχής. Ειδικότερα, κατά τον πλού, το πλοίο αντιμετώπισε σφοδρή θαλασσοταραχή ανοιχτά της νήσου Σαρδηνίας, εισέρρευσε θαλάσσιο νερό  από τα καπάκια των αμπαριών νο 1 και νο 2 και το πλοίο έλαβε  προς τα δεξιά κλίση δεκαπέντε μοιρών, κατέπλευσε δε στο λιμένα Κάλιαρι της Σαρδηνίας όπου και παρέμεινε προκειμένου να διενεργηθεί έλεγχος από την ομάδα Ελέγχου Κράτους Λιμένος σύμφωνα με το Μνημόνιο των Παρισίων. Ο έλεγχος κατέδειξε ότι τα διπύθμενα ήταν πληρωμένα με θαλασσινό νερό και τα καλύμματα στα ανοίγματα των κυτών του άνευ υδατογενούς προστασίας.  Έγινε έλεγχος της καταστάσεως των διπυθμένων και  ευρέθησαν πολλά ελαττώματα (συνολικά 54) στα δομημένα τμήματα της ατράκτου και 43 από αυτά κρίθηκαν σοβαρά και οδήγησαν στην απαγόρευση απόπλου του πλοίου. Περαιτέρω, οι δεξαμενές έρματος με αριθμούς 4C και 2C ευρέθησαν με οπές από τις οποίες είχε εισρεύσει θαλασσινό νερό και πραγματοποιήθηκε προσωρινή επισκευή από τοπικό δύτη.  Επίσης, τα ανοίγματα των κυτών ευρέθησαν να μην προσφέρουν στεγανοποίηση ως προς την είσοδο του θαλασσινού νερού.  Οι τροχοί και τα κλείστρα βρέθηκαν  σπασμένα σε διάφορα τμήματα, στο μηχανοστάσιο ο υδατοστεγής φράκτης (μπουλμές) βρέθηκε να έχει ρήγματα και οπές προς το κυρίως κατάστρωμα πλησίον του χώρου διαμονής του πληρώματος κι ευρέθησαν αρκετές οπές στο κυρίως κατάστρωμα στο δρόμο του άνω τμήματος του μηχανοστασίου και προς το κυρίως κατάστρωμα. Εξαιτίας των ανωτέρω, απαγορεύθηκε ο απόπλους και το πλοίο παρέμεινε στο Κάλιαρι επί 33 ημέρες προκειμένου να διενεργηθούν οι απαραίτητες προσωρινές επισκευές ώστε να επιτραπεί η συνέχιση του πλού προς Βαρκελώνη, στην οποία τελικά, το πλοίο έφθασε με καθυστέρηση ενός μηνός. Εκεί, διενεργήθηκε επιθεώρηση από την ισπανική εταιρεία …………. και διαπιστώθηκε ότι η βρεγμένη ποσότητα περλίτη  ανερχόταν σε 2.060.900 κιλά και ότι διασώθηκαν σε καλή κατάσταση 839.100 κιλά. Η ζημία γνωστοποιήθηκε αμελλητί στην εναγομένη ήδη από τις 2 Ιανουαρίου 2008 και ακολούθως με αλληλουχία ηλεκτρονικής αλληλογραφίας της γνωστοποιήθηκε η αποζημίωση που αξίωνε η ενάγουσα, συνολικού ύψους 174.572.73 ευρώ και από τι ειδικότερα απαρτιζόταν αυτή. Η εναγομένη ουδέποτε κατέβαλε οποιοδήποτε ποσό παρόλο που δεν αμφισβήτησε τη βλάβη του φορτίου, επικαλούμενη καταρχήν ότι το προαναφερόμενο πλοίο ήταν αναξιόπλοο, διότι σε χρόνο προγενέστερο της ένδικης συμβάσεως είχε υποστεί παρόμοια βλάβη στα κύτη του μετά από προσάραξη στον λιμένα Δικελί της Τουρκίας κι ότι αυτά δεν στεγανοποιήθηκαν με αποτέλεσμα να καταστεί ακατάλληλο για τη μεταφορά του ένδικου φορτίου, γεγονός που η ενάγουσα γνώριζε δια της αντιπροσώπου της …….. που ναύλωνε το εν λόγω πλοίο προκειμένου να εκτελεί θαλάσσιες μεταφορές αλλά της το απέκρυψε και το οποίο εάν η εναγομένη γνώριζε δεν θα είχε προβεί στην ένδικη ασφάλιση. Ειδικότερα, ισχυρίζεται κατ’ ένσταση η εναγομένη ότι η προαναφερόμενη συμπεριφορά της ενάγουσας συνιστά παράβαση της αρχής της υπέρτατης καλής πίστεως που διέπει την ένδικη ασφαλιστική σύμβαση αλλά και παράβαση ρητώς συνομολογηθέντος όρου του ένδικου συμβολαίου και ζητεί την απόρριψη της αγωγής για το λόγο αυτό. Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι το πλοίο SII, κατασκευής έτους 1973, στις 20.3.2007  απέπλευσε έμφορτο από το λιμένα Dikili Τουρκίας με προορισμό τη Γένοβα Ιταλίας μεταφέροντας 2.880 μετρικούς τόνους ορυκτού περλίτη κυριότητας της εταιρείας ……….., τη σχετική δε σύμβαση ναυλώσεως είχε συνάψει η εταιρεία ………….   Σε απόσταση πέντε (5) ναυτικών μιλίων από το Δικελί, το εν λόγω πλοίο προσάραξε στα αβαθή και προκλήθηκε ρήγμα στο υπ’ αριθ. 2 κύτος αυτού, με αποτέλεσμα να υπάρξει εισροή θαλασσινού νερού  μέσω των διπυθμένων προς τα κύτη του και να διαβραχεί το φορτίο. Παρέμεινε προσαραγμένο εκεί για μεγάλο χρονικό διάστημα και τελικά κατέπλευσε έμφορτο στον Πειραιά, στις  29.4.2007, όπου και διατάχθηκε η απαγόρευση απόπλου έως ότου αποκατασταθούν οι βλάβες του. Τελικά, ματαιώθηκε η μεταφορά του φορτίου στην Ιταλία και το πλοίο μεταφέρθηκε στις 8.10.2007 στο ναυπηγείο  “………… “  στο Πέραμα, ανελκύθηκε και παρέμεινε εκεί μέχρι τις 31.10.2007 όταν και καθελκύθηκε. Επ’ αυτού πραγματοποιήθηκαν εκτεταμένες εργασίες επισκευής. Εξασφάλισε δε αυτό το υπ’ αριθ…….. πιστοποιητικό κλάσεως για το κύτος και τη μηχανή του από το  ……….. με ισχύ έως την 6.2.2008. Το προαναφερόμενο συμβάν, κατά το χρόνο συνάψεως της ένδικης ασφαλιστικής συμβάσεως, ήταν γνωστό στην ……….., η οποία συνεβλήθη στην ένδικη ασφαλιστική σύμβαση για λογαριασμό της ενάγουσας δηλαδή ως αντιπρόσωπός της και συνεπώς η γνώση των περιστατικών αυτών που έχουν επίδραση στη δικαιοπραξία κρίνονται από το πρόσωπό του αντιπροσώπου δηλαδή από την …………. (214 ΑΚ). Της ήταν δε γνωστό το γεγονός αυτό, γιατί η ίδια είχε ναυλώσει το ανωτέρω πλοίο για τη μεταφορά του περλίτη από την Τουρκία στην Ιταλία τον Μάρτιο του 2007,  η ίδια είχε ασφαλίσει το μεταφερόμενο φορτίο στην εταιρεία …. για λογαριασμό της εταιρείας . ….. και μετά το ανωτέρω ατύχημα ήρθε σε διαπραγματεύσεις με την τελευταία προκειμένου να συμβιβαστούν για τη ζημία που αυτή  (κυρία του φορτίου) υπέστη εξαιτίας της διαβροχής του φορτίου και της ματαιώσεως της μεταφοράς του στην Ιταλία.  Μεταξύ των όσων συμφωνήθηκαν ήταν να καταβάλει η εταιρεία . .. στην εταιρεία ……. ποσό 50.000 ευρώ από τις μελλοντικές εισπράξεις των ναύλων του πλοίου SII, το οποίο και της κατέβαλε από το ναύλο που εισέπραξε από την ένδικη μεταφορά, όπως κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου ο μάρτυρας αποδείξεως απαντώντας στις σχετικές ερωτήσεις του πληρεξουσίου δικηγόρου της εναγομένης. ‘Ομως, η προαναφερόμενη εταιρεία, συμβαλλόμενη στο ένδικο ασφαλιστήριο ως εκπρόσωπος της ενάγουσας, δεν γνωστοποίησε το ανωτέρω γεγονός στην εναγομένη πριν την κατάρτιση της ένδικης ασφαλιστικής συμβάσεως, όπως είχε υποχρέωση σύμφωνα με τη ρηθείσα αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως. Η δε εναγομένη σίγουρα δεν θα προέβαινε στην κατάρτιση της ένδικης ασφαλιστικής συμβάσεως εάν γνώριζε τα προαναφερθέντα, αξιοσημείωτο δε είναι το γεγονός ότι η ένδικη ζημία προκλήθηκε κατά τον ίδιο ακριβώς τρόπο που είχε προκληθεί και η αμέσως προηγούμενη ζημία. Σύμφωνα με όλα αυτά, η πρόκληση της ένδικης ζημίας προδήλως οφείλεται στην αναξιοπλοΐα του πλοίου και στην ακαταλληλότητά του να μεταφέρει με ασφάλεια το ασφαλισμένο φορτίο, με αποτέλεσμα να εξαιρείται η κάλυψη της ζημίας σύμφωνα με τον προαναφερόμενο ρητό όρο του ασφαλιστικού συμβολαίου, η δε παράβαση εκ μέρους της ασφαλισμένης ενάγουσας, δια της αντιπροσώπου της, της  πηγάζουσας από την αρχή της υπέρτατης καλής πίστεως υποχρεώσεώς της κατά την κατάρτιση της ένδικης συμβάσεως ασφαλίσεως να γνωστοποιήσει το ως άνω  προηγούμενο και εντελώς πρόσφατο σε σχέση με το χρόνο καταρτίσεως της ένδικης ασφαλιστικής συμβάσεως περιστατικό στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, η οποία ωθήθηκε να συνάψει την ένδικη σύμβαση ασφαλίσεως  αγνοώντας αυτό (περιστατικό), επέφερε την ακυρότητα της συμβάσεως και την απαλλαγή της εναγομένης από την ευθύνη της προς καταβολή της αποζημιώσεως της, αλλ’ ακόμα κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η σύμβαση ήταν έγκυρη, η εναγομένη απαλλάσσεται από την υποχρέωσή της προς αποζημίωση γιατί πληρώθηκε ο προαναφερόμενος όρος εξαιρέσεως από την ασφάλιση.  Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ότι η ενάγουσα έχει ασκήσει ενώπιον των ισπανικών δικαστηρίων αγωγή αποζημιώσεως της ένδικης ζημίας κατά της κυρίας του πλοίου, εταιρείας των νήσων Μάρσαλ με την επωνυμία ……………, η οποία εκκρεμεί προς έκδοση αποφάσεως.
  • Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως βάσιμη και κατ΄ουσίαν, κατά τον μοναδικό λόγο της, με τον οποίο παραπονείται η εκκαλούσα ότι έσφαλε η εκκαλουμένη που απέρριψε την αγωγή κρίνοντας ότι αυτή (εκκαλούσα) δεν είχε συμβληθεί με την εναγομένη και ήδη εφεσίβλητη στην ένδικη ασφαλιστική σύμβαση. Στη συνέχεια, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και δικασθεί κατ΄ουσίαν η αγωγή, πρέπει αυτή να απορριφθεί ως κατ΄ουσίαν αβάσιμη κατ’ αποδοχή της ενστάσεως της εναγομένης περί απαλλαγής της από την ευθύνη προς αποζημίωση και να συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας λόγω του ότι οι εφαρμοστέοι κανόνες δικαίου ήταν δυσερμήνευτοι (179 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

-Δικάζει κατ΄αντιμωλία των διαδίκων.

-Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ουσίαν.

-Εξαφανίζει την υπ’ αριθ. 259/2011 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

-Κρατεί και δικάζει την από 10.12.2008 (αριθ.κατ.δικ. …../2008) αγωγή.

-Απορρίπτει αυτή (αγωγή).

-Συμψηφίζει μεταξύ των διαδίκων τη δικαστική δαπάνη αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις    24 Οκτωβρίου 2019.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 10η Δεκεμβρίου 2019, με άλλη σύνθεση, λόγω προαγωγής και αναχωρήσεως του Εφέτη, Αθανασίου Θεοφάνη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη και Μαρία Δανιήλ,    Εφέτες, και με Γραμματέα την Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ