Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 743/2019

Αριθμός     743/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 3450/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών με την παρουσία των διαδίκων, παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 24-10- 2017, δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε επίδοση αντιγράφου της εκκαλουμένης. Επιπλέον κατατέθηκε το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 100 ευρώ, κατ’άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό …………….2017 ηλεκτρονικό παράβολο). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).
  2. Με την από 15-11-2015 (αρ. έκθεσης κατάθεσης ././2015) ανακοπή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, ο ανακόπτων ζητούσε για τους λόγους που αναφέρονται σε αυτή, να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. ../2015 διαταγή απόδοσης της χρήσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη οριστική απόφασή του, απέρριψε τους λόγους της ανακοπής ως μη νόμιμους, επικύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή απόδοσης χρήσης του μίσθιου και επέβαλε σε βάρος του ανακόπτοντος τα δικαστικά έξοδα του καθού η ανακοπή. Κατά της αποφάσεως παραπονείται ο ανακόπτων με την υπό κρίση έφεση του, επικαλούμενος εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε η ανακοπή του να γίνει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη.

ΙΙΙ. Από το άρθρο 574 του Α.Κ. προκύπτει ότι, κατά κανόνα, κάθε μίσθωση είναι έγκυρη, έστω και αν το μίσθιο είναι αλλότριο, δηλαδή αν δεν ανήκει κατά κυριότητα στον εκμισθωτή κατά το χρόνο σύναψης της, διότι η σχέση είναι ενοχική και όχι εμπράγματη και επομένως η κυριότητα δεν είναι στοιχείο κρίσιμο του κύρους της. Από τη διάταξη, όμως, του άρθρου 2 παρ. 1 του α.ν. 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων» κατά την οποία «επί των δημοσίων κτημάτων εν γένει νομεύς θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν ουδεμίαν ενήργησεν επ’ αυτών πράξιν νομής…», σε συνδυασμό προς το άρθρο 23 παρ. 3 του ίδιου νόμου, προκύπτει ότι, κατ’ εξαίρεση του ανώτερου κανόνα, η μίσθωση δημοσίου κτήματος είναι άκυρη (άρθρο 180 του Α.Κ.), όταν συναφθεί από τρίτο μη κύριο και όχι το Δημόσιο. Από την έγκυρη δε ή άκυρη μίσθωση αλλότριου κτήματος δεν θίγονται τα δικαιώματα του κυρίου επί του ακινήτου, που απορρέουν από την κυριότητα ή νομή του, και μπορεί ο κύριος, και ειδικότερα το Δημόσιο, να επιδιώξει την απόδοση του, ασκώντας είτε τη διεκδικητική αγωγή είτε την αγωγή περί νομής είτε να ζητήσει τον καθορισμό αποζημίωσης χρήσεως σε βάρος των κατόχων (Α.Π. 1177 /2010 Χρ.Ι.Δ.2011. 425, Α.Π. 606/ 2009 Χρ.Ι.Δ. 2010.20, Α.Π.1111/ 2006 Ε.Δ.Πολ. 2009.63). Εξάλλου, και ο εκμισθωτής, που παραχώρησε στον μισθωτή τη χρήση του ακινήτου με άκυρη μίσθωση, γιατί το ακίνητο ανήκει στο Δημόσιο δικαιούται να ζητήσει την απόδοση της χρήσης του από τον μισθωτή ή από εκείνον στον οποίο παραχώρησε τη χρήση, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών, σύμφωνα με το άρθρο 647 του Κ.Πολ.Δ., κατά το οποίο, κατά την ειδική αυτή διαδικασία δικάζονται διαφορές από μίσθωση πράγματος, που αναφέρονται στην παράδοση ή απόδοση της χρήσης του μισθίου για οποιονδήποτε λόγο. Από την τελευταία διάταξη, με την οποία επιδιώκεται η ταχύτερη επίλυση των διαφορών που αφορούν την απόδοση της χρήσης του μισθίου για οποιονδήποτε λόγο, προκύπτει ότι κατά την ειδική αυτή διαδικασία δικάζονται οι διαφορές τόσο από έγκυρη, όσο και από άκυρη σύμβαση μίσθωσης, αφού σ’αυτή δεν γίνεται διάκριση και ο πιο πάνω σκοπός εξυπηρετείται και στις δύο περιπτώσεις (ΑΠ. 1327/2000 Ελλ.Δνη 2002.425, ΕφΠειρ 67/2011 προσκομιζόμενη, Ποδηματά σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία Κ.ΠολΔ., τόμος II, 2000, άρθρο 647, αριθ. 6, σελ. 1211).

  1. Εν προκειμένω, ο ανακόπτων και ήδη εκκαλών ιστορούσε με την ανακοπή του, ότι στις 3-11-2015 του κοινοποιήθηκε αντίγραφο εξ απογράφου της υπ’ αριθ. …./2015 διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς με την παρά πόδας από 31-8-2015 επιταγή, με την οποία επιτασσόταν να αποδώσει στο καθ’ ου η ανακοπή τη χρήση μισθίου ακινήτου στην περιοχή Σχιστού Σκαραμαγκά, έκτασης 2.030 τ.μ., που αυτό του είχε εκμισθώσει με έγγραφα ιδιωτικά συμφωνητικά, όπως το εν λόγω ακίνητο εμφαίνεται υπό στοιχεία δ-ν-ξ-ο-λ-ε-δ στο υπ’ αριθ. …./1985 τοπογραφικό διάγραμμα του πρώην Ο.Δ.Ε.Π., ότι κατά τα αναφερόμενα στη προσβαλλόμενη διαταγή αυτός όφειλε μισθώματα για το χρονικό διάστημα από το Μάρτιο του 2003 έως σήμερα, ποσού 625,09 ευρώ μηνιαίως, τα οποία ωστόσο δεν κατέβαλε στο καθού η ανακοπή εκμισθωτή, επειδή είναι πεπεισμένος ότι η έκταση αυτή ανήκει κατά ποσοστό 90% στο Ελληνικό Δημόσιο, άλλως είναι δημοτική έκταση κατά ποσοστό 10%, ότι ειδικότερα το 35% του επιδίκου μισθίου ακινήτου είναι εγγεγραμμένο στους χάρτες της Γενικής Διεύθυνσης Δημόσιας Περιουσίας & Κοινωφελών Περιουσιών ως ανήκον στη δημόσια οδό (παλαιό Λεωφόρος Σχιστού), που διέρχεται έμπροσθεν του ακινήτου αυτού, ότι τμήματα του ΚΑΕΚ ././., έκτασης 287 στρεμμάτων περίπου, στο οποίο περιλαμβάνεται το επίδικο ακίνητο και το οποίο φαίνεται, κατά τα στοιχεία του Κτηματολογίου, να ανήκει στο καθ’ ου η ανακοπή με τίτλο κυριότητας το υπ’ αριθ. 39/14-2-1933 Φ.Ε.Κ., εμπίπτουν εντός του δημοσίου κτήματος με ΑΒΚ …, ότι στο ανωτέρω Φ.Ε.Κ. περιλαμβάνονται επτά διατάγματα διαχωρισμού των περιουσιών Ιερών Μονών στην ελληνική επικράτεια, στα οποία ορίζεται η περιουσία που απομένει σε εκάστη Μονή, ότι στο τέλος εκάστου διατάγματος αναφέρεται ότι τα περιουσιακά στοιχεία που δεν περιλαμβάνονται στον κατάλογο περιέρχονται στο καθ’ ου η ανακοπή, ότι στη σχετική εγγραφή στο Κτηματολόγιο δεν προσδιορίζεται ποια Μονή είχε την επίδικη περιοχή και με ποιον τίτλο, ώστε να ελεγχθεί, με βάση τον αντίστοιχο κατάλογο των διαταγμάτων, ότι η εν λόγω περιοχή δεν παρέμεινε στην κυριότητα κάποιας Μονής, ότι το καθ’ ου η ανακοπή δεν έχει κάποιον τίτλο κυριότητας για το ακίνητο αυτό, που να έχει μεταγράφει στα βιβλία του αρμόδιου Υποθηκοφυλακείου, ενώ περαιτέρω δεν έχει προβεί σε πράξεις νομής επί του επιδίκου, πέραν της σύνταξης ενός τοπογραφικού διαγράμματος το έτος 1985, χωρίς, ωστόσο, να διευκρινίζει με βάση ποια στοιχεία το συνέταξε, ότι το επίδικο ακίνητο, το οποίο είναι μια βραχώδης έκταση, περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο ως αδέσποτο, ότι το έτος 1980 ο πατέρας του ιδίου (ανακόπτοντος) εγκαταστάθηκε στο εν λόγω ακίνητο και προέβη σε πολυδάπανη εκβράχυνση με χρήση δυναμίτη, δημιουργώντας την ατομική του επιχείρηση αμμοβολής, ακολούθως δε, ανήγειρε, με δικές του δαπάνες, τα αναγκαία για την επιχειρηματική δραστηριότητα του οικήματα, διαμόρφωσε το χώρο και έλαβε παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος από τους νόμιμους παρόχους, ότι από το έτος 1985 ο πατέρας του και στη συνέχεια ο ίδιος υπέγραψαν συμφωνητικά μίσθωσης με το καθ’ ου η ανακοπή για την επίδικη έκταση, θεωρώντας ότι αυτό του ανήκει, όπως εξάλλου τον διαβεβαίωσαν σχετικοί εκπρόσωποι του, ότι το καθ’ ου η ανακοπή δεν μπορεί να επικαλεσθεί έκτακτη χρησικτησία σε βάρος του Ελληνικού Δημοσίου και ότι σε περίπτωση απόδοσης της χρήσης του εν λόγω μισθίου ακινήτου στο καθ’ ου η ανακοπή, το οποίο δεν έχει την κυριότητα ούτε τη νομή επί του ακινήτου αυτού, αυτό θα πλουτίσει αδικαιολόγητα είτε σε βάρος της περιουσίας του ιδίου (του ανακόπτοντος) είτε σε βάρος της περιουσίας τρίτου (του Ελληνικού Δημοσίου ή κάποιου Δήμου) στον οποίο ανήκει το ακίνητο αστό, διότι η υπογραφή συμφωνητικού μίσθωσης αποτελεί νόμιμη αιτία πλουτισμού μόνο για την είσπραξη των μισθωμάτων κι όχι για τη χρήση του μισθίου. Περαιτέρω δε δήλωσε, ότι καταγγέλλει την επίδικη σύμβαση μίσθωσης με το καθ’ ου η ανακοπή, επειδή το εν λόγω ακίνητο δεν ανήκει στο τελευταίο, ούτε αυτό προέβη στη μίσθωση του δυνάμει εξουσιοδότησης από τον κύριο, ούτε ενεργεί κατά την εικαζόμενη θέληση και προς το συμφέρον αυτού ως διοικητής αλλότριων. Με βάση τα ανωτέρω, ζητούσε να ακυρωθεί η υπ’ αριθ. …../2015 διαταγή απόδοσης της χρήσης μισθίου του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.
  2. Ωστόσο, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν στη νομική σκέψη της παρούσας απόφασης, η υπό κρίση ανακοπή είναι μη νόμιμη και απορριπτέα ως προς όλους τους λόγους της, γιατί κι αληθείς υποτιθέμενοι οι ισχυρισμοί του ανακόπτοντος, ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει, εν όλω ή εν μέρει, στο Ελληνικό Δημόσιο ή εν μέρει σε κάποιον Δήμο, το καθ’ ου η ανακοπή ως εκμισθωτής, που παραχώρησε τη χρήση του ακινήτου αυτού στον ανακόπτοντα με διαδοχικά συμφωνητικά μίσθωσης, δικαιούται να ζητήσει εν προκειμένω την απόδοση της χρήσης του στο ίδιο, καθόσον, ο ανακόπτων δεν επικαλείται ίδιο δικαίωμα κυριότητας στο μίσθιο, ούτε νομιμοποιείται να προβάλει δικαιώματα τρίτων σε αυτό, οι οποίοι, σε περίπτωση που θεωρούν ότι θίγονται τα δικαιώματα τους, μπορούν να επιδιώξουν οι ίδιοι την προστασία τους ασκώντας τα προβλεπόμενα ένδικα βοηθήματα. Τέλος, επισημαίνεται, ότι κατά τα αναφερόμενα στις προτάσεις του εκκαλούντος-ανακόπτοντος, αυτός με το από 7-6-2018 (αρ. πρωτ. …./11-6-2018) έγγραφο του κάλεσε το Ελληνικό Δημόσιο να παρέμβει στη παρούσα δίκη, προκείμενου να προστατεύσει το δικαίωμα κυριότητας, που -όπως ο εκκαλών διατείνεται- αυτό έχει στο επίδικο. Το Ελληνικό Δημόσιο, ωστόσο, δεν προέβη σε κάποια δικονομική ενέργεια, ούτε άλλως πως προέβαλε δικά του εμπράγματα δικαιώματα στο ακίνητο.
  3. Σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε το ίδιο και απέρριψε τους λόγους της ανακοπής ως μη νόμιμους δεν έσφαλε κατά την εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και οι λόγοι της έφεσης με τους οποίους ο εκκαλών ισχυρίζεται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμοι όπως και η έφεση στο σύνολο της. Περαιτέρω, τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 παρ.2 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της απόφασης, ενώ ως προς το παράβολο, ποσού 100,00 ευρώ, που ο τελευταίος προκατέβαλε κατά την κατάθεση της εφέσεως, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του στο Δημόσιο Ταμείο (άρθρο 495 παρ. 4 εδ. δ ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση με παρόντες τους διαδίκους .

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση και ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ουσίαν.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του με αριθμού ………./ 2017 ηλεκτρονικού παράβολου, ποσού 100 ευρώ.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος, και τα ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  23 Δεκεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ