Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 750/2019

Λήμμα

Μετενέργεια συλλογικών συμβάσεων ναυτικής εργασίας – Δρομολόγια εξπρές – Αποζημίωση απόλυσης – επίδομα άγονης γραμμής – επίδομα εορτών – έννοια τακτικών αποδοχών στον υπολογισμό των ανωτέρω

 

Αριθμός     750/2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες με αριθμούς …………./4.2.2019 και ………../22.3.2019 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 3798/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 3 και 621 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015) αντιμωλία των διαδίκων επί της με αριθμό ………../2016 αγωγής, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση των δικογράφων αυτών στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, και εμπροθέσμως, αφού δεν γίνεται επίκληση επίδοσης της εκκαλουμένης απόφασης, ενώ δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 όπως ίσχυε πριν το ν. 4335/2015 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Ακολούθως οι προαναφερόμενες εφέσεις πρέπει να γίνουν δεκτές κατά το τυπικό τους μέρος και να ερευνηθούν περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012, συνεκδικαζόμενες, λόγω της προφανούς συνάφειας αυτών αφού πλήττουν την ίδια απόφαση (άρθρα 246, 524 και 591 ΚΠολΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση, με τη με αριθμό ……………../2016 ασκηθείσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αγωγή της η ενάγουσα εξέθετε ότι δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίστηκαν στον Πειραιά, τους αναφερόμενους στην αγωγή χρόνους προσλήφθηκε από την εναγομένη, πλοιοκτήτρια του, υπό ελληνική σημαία, με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……., Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου, με το όνομα «Δ», κ.ο.χ. 9.834 και ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο, με την ειδικότητα της Θαλαμηπόλου. Ότι για την εργασία της στο πλοίο αυτό συμφωνήθηκε να αμείβεται με τις προβλεπόμενες από την εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων μηνιαίες αποδοχές. Ότι, όλο το διάστημα της ναυτολόγησής της εργαζόταν υπερωριακώς και μάλιστα τουλάχιστον επί 15 ώρες, κατά μέσον όρο, καθημερινά, κατόπιν σχετικής εντολής του Πλοιάρχου αυτού, χωρίς να λαμβάνει τη νόμιμη προς τούτο αμοιβή και ότι επίσης της οφείλεται διαφορά επί της αμοιβής για τους πλόες «άγονης γραμμής», καθώς και για τα δρομολόγια εξπρές που πραγματοποίησε το πλοίο κατά το ένδικο διάστημα, αποζημίωση για μη χορηγηθείσες διανυκτερεύσεις, διαφορές επί των επιδομάτων εορτών και, τέλος, αποζημίωση απόλυσης, καθώς η τελευταία σύμβαση εργασίας της λύθηκε την 22.03.2016 λόγω αδείας έως την 22.04.2016, οπότε η εναγομένη αδικαιολογήτως δεν την επαναυτολόγησε στο πλοίο της, παρά το γεγονός ότι η ίδια κατά την ημέρα λήξης της αδείας της έθεσε τις υπηρεσίες της στη διάθεσή της. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό, η ενάγουσα, αιτήθηκε να υποχρεωθεί η εναγομένη με προσωρινά εκτελεστή απόφαση να της καταβάλει για διαφορά αμοιβής υπερωριακής εργασίας το συνολικό ποσό των 17.612,97€, για διαφορά αμοιβής πλόων άγονης γραμμής το συνολικό ποσό των 548,11 €, για διαφορά επί της αμοιβής για εξπρές δρομολόγια το συνολικό ποσό των 2.927,57€, για αποζημίωση λόγω μη χορηγηθεισών διανυκτερεύσεων το συνολικό ποσό των 421,04€, για διαφορά επί των δώρων εορτών το συνολικό ποσό των 4.828,35€ και για αποζημίωση απόλυσης το ποσό των 3.028,43€, όλα δε τα ανωτέρω νομιμότοκα από απόλυσή της από το πλοίο, την 22.03.2016, άλλως από την επίδοση της αγωγής, έως την οριστική εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδίκασε την υπόθεση κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 αρ.3, 621επ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικ. από άρθρο 1 άρθρο τέταρτο του Ν. 4335/2015, ΦΕΚ Α’87/23.07.2015), έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα προς εκδίκαση της υπόθεση που είχε ναυτικό χαρακτήρα (άρθρα 7,8,9, 10, 12, 13, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 33,621 του Κ.Πολ.Δ. και άρθρο 51 παρ.3Α του ν. 2.172/1993), την έκρινε ορισμένη και νόμιμη μόνο ως προς τα δεδουλευμένα του έτους 2016 και λοιπά αιτήματα καθώς την απέρριψε ως νομικά αβάσιμη ως προς όλα τα αγωγικά αιτήματα του έτους 2015 κρίνοντας ότι τότε δεν υφίστατο ενεργής συλλογική σύμβαση ναυτικής εργασίας για τους εργαζόμενους στην κατηγορία του πλοίου της εναγομένης εργοδότριας και σε επάλληλη αιτιολογία ανέφερε ότι η αγωγή ως προς την υπερωριακή απασχόληση δεν ανέγραφε ότι οι εκτιθέμενες σε αυτή αμοιβές ήταν ο ειθισμένος μισθός. Έκρινε νόμιμα τα υπόλοιπα αγωγικά κοδύλια με έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 648, 653, 655 ΑΚ, 1, 2, 53, 54, 72επ., 82, 84 του ΚΙΝΔ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» σε συνδυασμό με την από 16.06.2016, Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/72672/2016 ΥΑ (ΦΕΚ Β’2796/05.09.2016) και στη συνέχεια την έκανε δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα με προσωρινά εκτελεστή απόφαση υπόλοιπο υπερωριακής αμοιβής, διαφορά πλοών άγονης γραμμής, διαφορά αμοιβής για την εκτέλεση δρομολογίων εξπρές και διαφορά επιδόματος εορτών Πάσχα και συνολικά το ποσό των 2.199,55 ευρώ. Κατά την απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη αμφότερα τα διάδικα μέρη με τις προαναφερόμενες ασκηθείσες εφέσεις τους για εσφαλμένη ερμηνεία νόμου και κακή εκτίμηση αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνιση της προκειμένου: α) η μεν ενάγουσα εκκαλούσα να γίνει δεκτή στο σύνολο η αγωγή της β) η δε εναγόμενη εκκαλούσα προκειμένου να απορριφθεί η αγωγή στο σύνολο της, ενώ σωρεύει και αίτημα επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση αφού η εκκαλουμένη απόφαση ήταν προσωρινά εκτελεστή και εκτελέστηκε.

Όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της ιστορικής της βάσεως, που πρέπει ο ενάγων να αποδείξει, είναι κατά τη διάταξη του άρθρου 53 ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολογήσεως, η παροχή από τον ναυτικό της εργασίας του στον εργοδότη (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η σ.σ.ν.ε. που αρμόζει (ΜονΕΠ 168/2014 α΄ δημοσίευση στην τ.ν.π. Νόμος). Για την κατ`άρθρο 216§1 ΚΠολΔ πληρότητα του δικογράφου της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφοράς αποδοχών για παρασχεθείσα κατά τις καθημερινές, τα Σάββατα, τις Κυριακές και τις αργίες εργασία συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, δεν είναι απαραίτητο να αναφέρονται οι συγκεκριμένες ημέρες και ο αριθμός αυτών, αλλά αρκεί να αναφέρεται ο αριθμός των ωρών εργασίας που παρέσχε ο εργαζόμενος κατά το ένδικο διάστημα (Μον ΕΠ 168/2014 δημ. νόμος.). Ούτε αποτελεί  αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής να αναφέρεται σ` αυτήν ο χρόνος, από τον οποίο αρχίζει η υπερωρία κάθε ημέρας, αφού αυτός ορίζεται από τον νόμο, ούτε η ανάγκη η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της ως και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΕφΠειρ 140/2004 ΕΝΔ 32, 114, ΕφΠειρ 120 892/2002 ΕΝΔ 30.437, ΜονΕΠ 168/2014 οπ.π.). Επομένως ο πρώτος λόγος της με αριθμό ……./2019 εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα εργοδότρια παραπονείται για αοριστία του δικογράφου της αγωγής ως προς το αίτημα περί υπερωριακής εργασίας, διότι δεν συγκεκριμενοποιούνται στο δικόγραφο οι ανάγκες του πλοίου που την επέβαλαν, ούτε συγκεκριμενοποιούνταν τα καθήκοντα κατά τη διάρκεια αυτής της υπερωριακής απασχόλησης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Με το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 3276/1944, ο οποίος εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε, κατά το άρθρο 8 της υπό τον αριθμό 21/1945 Συντακτικής Πράξεως, στο υπό τον αριθμό 172/6.7.1943 φύλλο του τεύχους Α` της Εφημερίδος της Κυβερνήσεως, ορίζεται ότι: “δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινομένων ελευθέρως υπό του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών, καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολεμικά επιδόματα, την αποταμίευσιν, ως και τας πάσης φύσεως προσθέτους εκ της συμβάσεως ναυτολογίας αμοιβάς, ων ο εργάτης θαλάσσης θα δικαιούται αναλόγως προς τον βαθμόν, την ειδικότητα και την κατηγορίαν εις την οποίαν το πλοίον ανήκει”. Εξάλλου, με το άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου Α.Ν. ορίζεται ότι: “συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφ’ όσον ήθελον κυρωθή δι’ αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν υφισταμένας εργοδοτικάς ή εργατικάς οργανώσεις, ως και άπαντας εν γένει τους Ελληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι: 1) ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας εξουσιοδοτήθηκε, όπως με απόφασή του, η οποία έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξεως και χρήζει, για το λόγο αυτό, δημοσιεύσεως στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνει την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, και σε μέλη οργανώσεων, οι οποίες δεν έχουν συμβληθεί ή και σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή σε τρίτους, 2) η ισχύς της συλλογικής συμβάσεως, που κυρώθηκε, για να δεσμεύονται οι τρίτοι, αρχίζει γι` αυτούς από της κυρώσεως, έστω και αν η επικυρούμενη συλλογική σύμβαση καθορίζει χρόνο ενάρξεως της ισχύος της προγενέστερο, γιατί η κανονιστική διοικητική πράξη ορίζει για το μέλλον, εκτός αν υπάρχει νομοθετική, για το λόγο αυτό, εξουσιοδότηση. Από την προπαρατεθείσα όμως διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, που ορίζει ότι οι κυρούμενες συλλογικές συμβάσεις δεσμεύουν τους τρίτους “κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν”, δεν συνάγεται ότι παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επεκτάσεως των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίζεται, με αυτήν, η χρονική διάρκεια της δεσμεύσεως των τρίτων, η οποία αρχίζει από της επεκτάσεως και συνεχίζεται μέχρι λήξεως της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής συμβάσεως και 3) Οι επεκτεινόμενες συλλογικές συμβάσεις καταλαμβάνουν και αποτελούν περιεχόμενον εκείνων των ατομικών συμβάσεων, που υφίσταντο και δεν είχαν λυθεί κατά το χρόνο ενάρξεως της ισχύος τους (ΜΕφΠειρ 546/2016 ΕΝΔ 44, 323, ΜΕφΠ 83/2016 ΕΝΔ 44, 283, δημ νομος). Βέβαια είναι έγκυρος ο όρος ατομικής σύμβασης εργασίας για μισθό κατά παραπομπή σε ΣΣΕ ή ΔΑ, που δεν είναι δεσμευτικές για τους συμβαλλομένους (ΕφΠειρ 12/2011 ΕΝΑΥΤΔ 2011/406, ΕΕΜΠΔ 2012/365).  Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της αγωγής η εκκαλούσα ενάγουσα ναυτολογήθηκε στο ένδικο πλοίο την 03.02.2015 και απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» την 10.03.2015, επαναπροσλήφθηκε την 02.04.2015 και απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» την 11.06.2015, επαναπροσλήφθηκε την 25.06.2015 και απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» την 31.10.2015, επαναπροσλήφθηκε την 01.12.2015 και απολύθηκε «αμοιβαία συναινέσει» την 10.12.2015. Στην ατομική σύμβαση εργασίας της ορίστηκε κλειστός μισθός και προβλέφθηκε ότι ο βασικός μισθός ορίζεται από την εκάστοτε ισχύουσα σύμβαση εργασίας της κατηγορίας που υπάγεται το πλοίο. Στις 8.4.2014 υπογράφηκε από τους νομίμους εκπροσώπους α) του συνδέσμου επιχειρήσεων επιβατηγού ναυτιλίας και β) της πανελλήνιας ναυτικής ομοσπονδίας και κλαδικών οργανώσεων της δύναμης της που αναφέρονται στο προοίμιο της σύμβασης η συλλογική σύμβαση εργασίας πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων 2014 που κυρώθηκε με τη με αριθμό ΥΑ 3525.1.5/01/2014 Ν &Α (ΦΕΚ β 1664/24.6.2014) και ορίστηκε ότι η ισχύς της αρχίζει την 1.1.2014 και λήγει την 31.12.2014. Επίσης 16.6.2016 υπογράφηκε από τον Πρόεδρο και το Γενικό Γραμματέα του συνδέσμου επιχειρήσεων επιβατηγού ναυτιλίας και την πανελλήνια Ναυτική Ομοσπονδία και τις υπαγόμενες στην ΠΝΟ κλαδικές επαγγελματικές οργανώσεις η συλλογική σύμβαση εργασίας πληρωμάτων ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων του έτους 2016 που κυρώθηκε με τη με αριθμό ΥΑ 2242.5-1.5/72672/2016 (φεκ β’ 2796/5.9.2016) της οποίας η ισχύς ορίστηκε ότι αρχίζει την 1.1.2016 και λήγει την 31.12.2016. Επομένως όλο το έτος 2015 δεν υφίστατο ισχύουσα ΣΣΝΕ για τα πλοία αυτής της κατηγορίας και επομένως θα έπρεπε σύμφωνα με το άρθρο 1 παρ. 34 του Ν.2412/1996 (Α` 123) που ορίζει ότι : «Η εξουσιοδότηση της παραγράφου 2 του άρθρου 5 του α.ν. 3276/1944 καταργείται. Τα θέματα που αναφέρονται στη διάταξη αυτή ρυθμίζονται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας» με κοινή υπουργική απόφαση να είχαν οριστεί οι βασικοί μισθοί των εργαζόμενων ναυτικών στα πλοία αυτής της κατηγορίας (βλ και Καμβύση Ναυτεργατικό Δίκαιο β’ έκδοση 1994, 455 με αναφορά στην καταργημένη διάταξη που είχε ως εξής : παρ. 2. “Εις ην περίπτωσιν αι οικείαι οργανώσεις εργοδοτών και εργατών θαλάσσης καλούμεναι υπό του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας δεν ήθελον ορίσει και αποστείλει εγκαίρως αντιπροσώπους των προς σύναψιν συλλογικής συμβάσεως, ή συνερχόμενοι ούτοι δεν ήθελον συμφωνήσει προς σύναψιν τοιαύτης, παρέχεται εις τον Υπουργόν Εμπορικής Ναυτιλίας μετ` εξουσιοδότησιν του Υπουργικού Συμβουλίου] το δικαίωμα, όπως καθορίζη δι`αποφάσεώς του παν θέμα εκ των αναγραφομένων εις το άρθρ. 1 παρ. 1 και 2 του παρόντος Νόμου ζητημάτων των δυναμένων να ρυθμίζωνται διά συλλογικών συμβάσεων”). Στη συγκεκριμένη περίπτωση επομένως το διάστημα ναυτολόγησης της εκκαλούσας ενάγουσας δεν υφίστατο ισχύουσα συλλογική σύμβαση που να ορίζει το βασικό μισθό της όπως ισχυρίστηκε αυτή με την αγωγή της. Αντίθετα ορίστηκε «κλειστός μισθός» αλλά τέτοιος ισχυρισμός δεν εμπεριέχεται στο δικόγραφο της αγωγής ώστε να μπορεί το Δικαστήριο να υπολογίσει το ωρομίσθιο και ακολούθως την υπερωριακή αμοιβή ως είδος ειθισμένου μισθού, ούτε ισχυρίστηκε ενάγουσα εκκαλούσα, όπως θα μπορούσε ότι συμφωνήθηκε για το έτος 2015 να εφαρμόζεται η μη ισχύουσα σσνε του έτους 2014. Ακολούθως κρίνοντας το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ως νομικά αβάσιμη την αγωγή της για το διάστημα ναυτολόγησης της το 2015, καθόσον δεν ήταν εν ισχύ σύμβαση της στις 31.12.2014 οπότε και έληγε η ισχύς της σσνε του 2014 ορθά το νόμο ερμήνευσε και τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρονται στον πρώτο λόγο της με αριθμό ……../2016 εφέσεως είναι απορριπτέα ως αβάσιμα.

Από την εκτίµηση των προσκομιζόμενων ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ενόρκων βεβαιώσεων δηλαδή τη με αριθμό ……/2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά του συνταξιούχου ναυτικού και εργαζόμενου κατά το παρελθόν στην εναγομένη πλοιοκτήτρια με την ίδια ειδικότητα με την ενάγουσα ……………., την οποία προσκομίζει μετ’επικλήσεως η ήδη εκκαλούσα ενάγουσα και τη με αριθμό …../2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …………. του εργαζόμενου μέχρι το 2016 στην πλοιοκτήτρια ………. οι οποίες δόθηκαν μετά από προηγούμενη κλήτευση του άλλου διάδικου μέρους όπως βεβαιώθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση και δεν αμφισβητήθηκε ειδικά, οι οποίες παραδεκτά λαμβάνονται υπόψη, καθόσον τα πρόσωπα που είναι διάδικοι σε υπόθεση παρόμοια με την εκδικαζόμενη δε θεωρούνται εξαιρετέοι μάρτυρες, υπό την έννοια της διάταξης του άρθρου 400 παρ. 3 ΚΠολΔ (βλ. Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα ερμηνεία ΚΠολΔ, υπό το άρθρο 400 αριθμ. 10, ΕφΠειρ 257/2014 αδημ.), από την εκτίμηση όλων των εγγράφων, τα οποία οι διάδικοι επικαλούνται και προσκοµίζουν, είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά µέσα είτε για να χρησιµεύσουν για συναγωγή δικαστικών τεκµηρίων, για µερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς όµως να παραλειφθεί κανένα για την ουσιαστική διάγνωση της παρούσας διαφοράς δεδομένου ότι κατά την προκείµενη διαδικασία λαμβάνονται υπόψη και αποδεικτικά µέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόµου (άρθρο 671 § 1 ΚΠολΔ), από όσα οι διάδικοι συνοµολογούν σχετικά με το διάστημα ναυτολόγησης την ειδικότητα και τις συμφωνηθείσες αποδοχές της ναυτικού και τέλος από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ), πλήρως αποδείχθηκαν κατά την ουσιαστική κρίση του παρόντος Δικαστηρίου τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Δυνάμει συμβάσεως ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε στον Πειραιά, την 02.02.2016, μεταξύ της ενάγουσας και της εναγομένης πλοιοκτήτριας του, υπό ελληνική σημαία, με αριθμό νηολογίου Πειραιά ……., Ε/Γ-Ο/Γ πλοίου, με το όνομα «Δ», κ.ο.χ. 9.834,37, η ενάγουσα προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε στο ως άνω πλοίο, στο οποίο ναυτολογείτο ήδη από το έτος 2011 με διαδοχικές συμβάσεις εργασίας με την ειδικότητα της Θαλαμηπόλου, αντί κλειστού μικτού μηνιαίου μισθού 2.778,35€, παράλληλα δε προβλέφθηκε η εφαρμογή στη σύμβαση εργασίας της των όρων και συμφωνιών της εκάστοτε ισχυουσών ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων. Με την ως άνω ειδικότητα η ενάγουσα εργάσθηκε στο ένδικο πλοίο έως και την 22.03.2016, οπότε απολύθηκε λόγω αδείας. Κατά το ανωτέρω χρονικό διάστημα η σύμβαση εργασίας της διεπόταν από τους όρους της ΣΣΝΕ Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους  2016, σύμφωνα με ρητό συμβατικό όρο. Στο παραπάνω πλοίο όπως προκύπτει από το προσκομιζόμενο σχετικό 13 ήταν ναυτολογημένοι συνολικά 19 θαλαμηπόλοι, 7 επίκουροι, 1 αρχιθαλαμηπόλος και 1 προϊστάμενος αρχιθαλαμηπόλος, κατά τη χρονική περίοδο από 1 Απριλίου έως 20 Σεπτεμβρίου προστίθεντο, λόγω της αυξημένης επιβατικής κίνησης, δύο ακόμη θαλαμηπόλοι, ενώ κατά την περίοδο από 1η Νοεμβρίου έως 31 Μαρτίου η ως άνω οργανική σύνθεση σε θαλαμηπόλους και επίκουρους μειωνόταν κατά το 1/3. Η ενάγουσα εργαζόταν κυρίως είτε στο κεντρικό μπαρ επί δώδεκα ώρες, είτε στο πίσω μπαρ για 14 ώρες όπως αναφέρει ο απασχολούμενος με την ίδια ειδικότητα στο παρελθόν ………. που γνωρίζει επακριβώς τις συνθήκες εργασίας στο πλοίο της εναγομένης είχε δε ασκήσει αγωγή αιτούμενος υπερωριακή αμοιβή για απασχόληση 13,5 ωρών ημερησίως. Αντιθέτως η κατάθεση του εργαζόμενου μέχρι το 2016 στην πλοιοκτήτρια, ……………, ο οποίος καταθέτει περί εννιάωρης απασχόλησης δεν κρίνεται πειστική διότι αυτός αόριστα αναφέρει τα συνηθισμένα ωράρια στο πόστο του μπαρ, του σαλονιέρη και του σελφ σέρβις και στη συνέχεια παραδέχεται ότι το ωράριο δεν ήταν σταθερό και εξαρτιόταν από το πρόγραμμα που έβγαζαν οι προϊστάμενοι και το δρομολόγιο του πλοίου. Εξάλλου όταν οι θαλαμηπόλοι δεν είχαν εργασία στα μπαρ απασχολούνταν ανά δυο σε εργασίες καθαριότητας των καμπίνων και υποδοχή των πελατών. Να σημειωθεί ότι αποτελεί κοινό πασίδηλο ότι το έτος 2016 υφίσταντο ροές προσφύγων – μεταναστών στα νησιά του ανατολικού Αιγαίου και των Δωδεκανήσων με αποτέλεσμα η κίνηση σε αυτά τα πλοία να είναι αυξημένη καθ’όλη τη διάρκεια του έτους και όχι μόνο τους καλοκαιρινούς μήνες και επομένως επειδή εκείνη τη χρονιά δεν είχαν προβλεφθεί οι έκτακτες αυτές συνθήκες ώστε να μη μειωθεί ο αριθμός των θαλαμηπόλων η εργασία της ενάγουσας ανερχόταν πράγματι στις 13 ώρες ημερησίως. Εξάλλου η ανάγκη για πραγματοποίηση υπερωριών προκύπτει και από την πρόβλεψη για τον τρόπο αμοιβής υπερωριών σε δύο σημεία στην ατομική σύμβαση εργασίας της ενάγουσας, αφού ρητά ορίστηκε ότι περιλαμβάνεται στον κλειστό μισθό και τυχόν αμοιβή για υπερωριακή απασχόληση και ότι κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες. Επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι σε αυτόν τον αριθμό ωρών ανερχόταν η ημερήσια απασχόληση της ενάγουσας λαμβάνοντας υπόψη τις συνθήκες, τις περιστάσεις, την χρονική περίοδο, τη φύση και το αντικείμενο της εργασίας της και τα διδάγματα της κοινής πείρας, κατά την οποία αυτή ήταν ναυτολογημένη, και ότι ακολούθως αυτή έπρεπε να λάβει για την απασχόληση της τα Σάββατα και τις αργίες το διάστημα από 2.2.2016 έως και 22.3.2016 το ποσό των 1.044,16 ευρώ και τις 42 καθημερινές και Κυριακές το ποσό 1.757,70 ευρώ, και ακολούθως ότι υφίστατο υπόλοιπο 1.405,71 ευρώ, δεχόμενο ότι η υπερωριακή αυτή απασχόληση δεν μπορούσε να καλυφθεί από τη συμφωνία περί «κλειστού μισθού» και ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε τα όσα περί του αντιθέτου αναφέρουν αμφότερα τα διάδικα μέρη με τους σχετικούς (2ος σε κάθε δικόγραφο) λόγους εφέσεως τους κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα, όπως και τα συναφή τμήματα των υπόλοιπων λόγων εφέσεως που έχουν ως έρεισμα ότι εσφαλμένως υπολογίστηκε η υπερωριακή αμοιβή για το παραπάνω διάστημα.

Εάν συμφωνήθηκε μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικά και παγίως στον ναυτικό κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου υπό της οικείας ΣΣΕ μισθού και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας, της δραστηριότητος και του ζήλου τούτου στην εκτέλεση των καθηκόντων του, άνευ προβλέψεως «καταλογισμού» αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσόν αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτου, ελευθέρως ανακλητή ή δυναμένη μονομερώς να καταλογισθεί προς άλλες αξιώσεις του ναυτικού, απορρέουσες από τη σύμβαση (ΑΠ 1077/1986 ΕΝΔ 1987, 260, ΕφΠειρ 179/1986 ΕΝΔ 1987,168), υπό τις παρακάτω αναφερόμενες προϋποθέσεις. Ειδικότερα αυτό το «επιμίσθιο» μπορεί να συμψηφισθεί προς μεταγενέστερες αυξήσεις των προβλεπομένων από τις σχετικές συλλογικές συμβάσεις αποδοχών, μόνον τότε όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση περί του καταλογισμού των μελλοντικών αυξήσεων στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές (ΕφΠειρ 526/2012 ΕΝΔ 40, 381). Τέτοια περίπτωση θεωρείται ότι προκύπτει όταν συμφωνήθηκε μισθός ανώτερος του νομίμου ως κλειστός μισθός, δηλαδή όταν συμφωνηθεί αμοιβή του ναυτικού με πάγιο μηνιαίο μισθό. Η έννοια του κλειστού μισθού περιλαμβάνει και τη συμφωνία ότι οι υπέρτερες αποδοχές καταλογίζονται στα τυχόν ήδη καταβαλλόμενα ή και μελλοντικά επιδόματα, χωρίς ανάγκη ειδικού καθορισμού τους. Στο κλειστό αυτό μισθό περιλαμβάνονται ο βασικός μισθός και τα επιδόματα ή άλλες παροχές, που προβλέπονται από τη σχετική ναυτική συλλογική σύμβαση εργασίας, είναι έγκυρη (άρθρο 361 ΑΚ), με την προϋπόθεση, ότι οι παραπάνω νόμιμες αποδοχές δεν είναι μεγαλύτερες από τον «κλειστό» μισθό που συμφωνήθηκε. Διαφορετικά, αν ο μισθός αυτός δεν καλύπτει το σύνολο των ελάχιστων νόμιμων αποδοχών, η συμφωνία αυτή δεν είναι έγκυρη και ο ναυτικός δικαιούται ν` αξιώσει τη διαφορά (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003,345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002,1314, ΕφΠειρ 391/2009 ΕΝΔ 2009,283, ΕφΠειρ 429/2008 ΕΝΔ 2008,284, ΕφΠειρ 30/2008 ΕΝΔ 2008,106, Καμβύση Ναυτεργατικό Δίκαιο β’ έκδοση 1994, 202επ). Βέβαια το ανωτέρω «επιμίσθιο» πρέπει να καταβάλλεται τακτικά και παγίως, ώστε να υπολογισθεί στον καταλογισμό (ΕφΠειρ 568/2009 ΕΝΔ 2009,267). Άλλως, εάν δηλαδή δεν συμφωνήθηκε κάτι τέτοιο, με τρόπο ορισμένο και ειδικό, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει την δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό, περιορίζοντας έτσι μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1089/1987 ΕΝΔ 1988,114, ΕφΠειρ 640/2009 ΕΝΔ 2010,39, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009,276). Αντιθέτως όταν δεν εξειδικεύονται οι αποδοχές που καλύπτει ο κλειστός μισθός και υπάρχει κενό στη σύμβαση εργασίας ή γεννιέται αμφιβολία για την έννοια των βουλήσεων που δηλώθηκαν, τότε ανακύπτει θέμα ερμηνείας της σύμβασης κατ’άρθρα 173 και 200 του ΑΚ (ΕφΠειρ 185/2012 ΕΝΔ 40, 397). Στη συγκεκριμένη περίπτωση όπως αποδεικνύεται από την προσκομιζόμενη μετ’επικλήσεως ατομική σύμβαση εργασίας της ορίστηκε ότι αυτή θα λαμβάνει κλειστό μικτό μισθό ύψους 2.778,35 ευρώ ο οποίος διεκρινίστηκε ρητά ότι θα περιλαμβάνει βασικό μισθό, επίδομα Κυριακών, επίδομα Σαββάτων και αργιών, επίδομα αδείας και τροφοδοσίας, επίδομα υπερωριών, τυχόν επίδομα εταιρίας, καθώς και όλα τα διάφορα επιδόματα που προβλέπονται από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας. Επιπλέον ορίστηκε ως συμπληρωματικός όρος ότι κάθε ποσό που καταβάλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση. Κρίνοντας επομένως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι τα ποσά 188,28 ευρώ και 144,75 ευρώ που έλαβε η ενάγουσα ως έκτακτη αμοιβή το παραπάνω διάστημα πρέπει να συμψηφιστούν με την αξίωση της για υπερωριακή αμοιβή (μετά την υποβολή σχετικής ενστάσεως εκ μέρους της πλοιοκτήτριας) ορθά το νόμο ερμήνευσε και ο σχετικός τρίτος λόγος εφέσεως της ναυτικού περί του αντιθέτου είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Από το ίδιο αποδεικτικό υλικό αποδείχθηκε ότι έως και 22.3.2016 για το πλοίο πλοιοκτησίας της εναγομένης είχαν εγκριθεί επιδοτούμενα δρομολόγια δυνάμει της με αριθμό ………../30.10.2015 (ΑΔΑ : …………) σύμβασης ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας (σχετ. 3). Η πλοιοκτήτρια δεν απέδειξε το ισχυρισμό της ότι τα δρομολόγια αυτά δεν πραγματοποιήθηκαν αφού δεν προσκομίστηκε ούτε το ημερολόγιο του πλοίου και συνεπώς ο πέμπτος λόγος της εφέσεως της με τον οποίο παραπονείται ότι εσφαλμένα επιδικάστηκε στην ενάγουσα για το διάστημα ναυτολόγησης της του μήνες Φεβρουάριο και Μάρτιο του 2016 το συνολικό ποσό των 81,31 ευρώ κρίνεται απορριπτέος ως αβάσιμος, ενώ εκ περισσού να αναφερθεί ότι ο υπολογισμός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έγινε μηνιαίως σε 7% επί του μισθού ενεργείας (1.157,99 χ 7% =) 81,05 χ 1,67 μήνες =135,35 από το οποίο αφαιρέθηκε το ποσό που είχε λάβει και ανερχόταν σε 54,04 ευρώ.

Περαιτέρω σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 3 της από Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων έτους 2016, το οποίο άρθρο τιτλοφορείται “Δρομολόγια Εξπρές”, ορίζεται ότι, σε κάθε περίπτωση κατά τον καθορισμό, την έγκριση και την εκτέλεση των δρομολογίων, πρέπει να προνοείται, από την αρμόδια υπηρεσία του ΥΕΝ και από τους πλοιοκτήτες, η παραμονή των πλοίων στο λιμάνι αφετηρίας τουλάχιστον έξι (6) ώρες πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο, προκειμένου να παρασχεθεί στον πλοίαρχο και το πλήρωμα ο αναγκαίος χρόνος ανάπαυσης καθώς και προετοιμασίας του πλοίου για το επόμενο δρομολόγιο (παρ. 1). Αν κατ` εξαίρεση αυτό δεν καθίσταται δυνατόν ή αποφασίζεται και εκτελείται έκτακτο δρομολόγιο, καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα πρόσθετη αμοιβή, όπως καθορίζεται στις επόμενες παραγράφους αυτού του άρθρου (παρ. 2). Κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου τέτοια δρομολόγια (Express) για τα οποία καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα του πλοίου, η κατά τη παρ. 7 πρόσθετη αμοιβή, θεωρούνται εκείνα για την εκτέλεση των οποίων το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού, κατά περίπτωση, πριν περάσουν τουλάχιστον έξι (6) ώρες από τον κατάπλου του πλοίου στο αντίστοιχο λιμάνι αφετηρίας ή προορισμού. Για τον υπολογισμό της πρόσθετης αυτής αμοιβής, αθροίζονται οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου εβδομαδιαίως, δηλαδή προ της συμπληρώσεως 6 ωρών από της αφίξεως στο λιμάνι και το άθροισμα διαιρείται διά του αριθμού 8, το δε πηλίκον αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων, για τα οποία καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή. ‘Ομως, σύμφωνα με τη παρ. 5 του ίδιου άρθρου, ειδικά προκειμένου περί πλοίων τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή για τα πέραν των 5 δρομολογίων κάθε εβδομάδα, ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα, του, κατά την προαναφερθείσα παρ. 2 προσδιορισμού. Για την πρόσθετη αυτή απασχόληση καταβάλλεται στον πλοίαρχο και το πλήρωμα αμοιβή υπολογιζόμενη ως εξής: Εφόσον η διάρκεια του κυκλικού ταξιδιού (δηλαδή μετάβαση στο λιμάνι ή τους λιμένας προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7α). Εάν είναι μικρότερη των 12 ωρών είναι ίση προς το ήμισυ της, ως άνω προβλεπόμενης (παρ. 7β). Από τις διατάξεις αυτές, προκύπτει, καθόσον αφορά την προβλεπόμενη απ` αυτές πρόσθετη αμοιβή ότι αυτή καταβάλλεται εφόσον σε κάθε δρομολόγιο το πλοίο δεν παραμείνει τουλάχιστον έξι ώρες στο λιμάνι αφετηρίας πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο. Κατά τη σαφή δε έννοια της παρ. 1 του άρθρου αυτού, δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση δε εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Με τη διάταξη δε της παρ. 3 του ίδιου άρθρου δίδεται δυνατότητα παραμονής του πλοίου, στο λιμένα προορισμού, για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1 αυτού, οπότε στην περίπτωση αυτή δρομολόγιο για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7 θεωρείται εκείνο, για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν έξι τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Εξ άλλου, όπως προκύπτει από την παρ. 5 του ίδιου άρθρου, πρόσθετη επίσης αμοιβή καταβάλλεται για τα πέραν των πέντε δρομολογίων κάθε εβδομάδα, προκειμένου περί πλοίων, τα οποία έχουν τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμάνι αφετηρίας, “ανεξάρτητα από το αποτέλεσμά του, κατά την παρ. 2 προσδιορισμού”. Δηλαδή, κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, οι ναυτικοί που εργάζονται σε πλοία που εκτελούν καθημερινώς και περισσότερα από πέντε (5) (κυκλικά) δρομολόγια την εβδομάδα (δηλαδή 6, 7 …) είτε παραμένουν στο λιμάνι 6 ώρες, είτε όχι, λαμβάνουν την πρόσθετη αμοιβή που προβλέπεται στην παρ. 7, για τον καθορισμό της οποίας, δεν γίνεται ο υπολογισμός που προβλέπεται από την προαναφερθείσα παρ. 4 του άρθρου αυτού, αλλά εφόσον η διάρκεια του κάθε δρομολογίου (κυκλικού ταξιδιού) είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών, η πρόσθετη αυτή αμοιβή είναι ίση προς το 1/30 των συνολικών μηνιαίων αποδοχών για κάθε δρομολόγιο, εφόσον δε είναι μικρότερη των 12 ωρών, είναι ίση προς το ήμισυ αυτής, κατά τα προεκτεθέντα. Δηλαδή, αν εκτελούν 6 τακτικά δρομολόγια την εβδομάδα διάρκειας μεγαλύτερης των 12 ωρών το καθένα, λαμβάνουν ως πρόσθετη αμοιβή το 1/30 των ως άνω αποδοχών, αν δε εκτελούν 7 τακτικά δρομολόγια τα 2/30 αυτών. Αν όμως εβδομαδιαίως εκτελούν μόνο πέντε (5) δρομολόγια Express ή λιγότερα των πέντε, τότε έχει εφαρμογή η παρ. 4 του ως άνω άρθρου, οπότε η δικαιουμένη για την εκτέλεση δρομολογίων “Express” πρόσθετη αμοιβή υπολογίζεται κατά το διαγραφόμενο από την παράγραφο αυτή τρόπο, κατά τον οποίον το προκύπτον πηλίκον από τη διαίρεση του αθροίσματος των ωρών πρόωρης αναχωρήσεως του πλοίου, δια του αριθμού 8, αποτελεί τον αριθμό των δρομολογίων αυτών. Τακτικά θεωρούνται τα δρομολόγια εκείνα, κατά τα οποία, το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι αφετηρίας σε προκαθορισμένη για κάθε ημέρα ώρα, σε εκτέλεση τακτικού δρομολογίου, χωρίς να ασκεί επιρροή, για το χαρακτηρισμό του δρομολογίου ως τακτικού, η ύπαρξη τυχόν καθυστερήσεων, κατά την εκτέλεσή του. Εξάλλου, κατά τη σαφή έννοια της παρ. 1 του πιο πάνω άρθρου, ως δρομολόγιο νοείται το ταξίδι του πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής. Δηλαδή το δρομολόγιο αρχίζει με τον απόπλου του πλοίου από το λιμάνι αφετηρίας προς το λιμάνι (ή τα λιμάνια) προορισμού και λήγει με τον κατάπλου στο λιμάνι αφετηρίας. Η υποχρέωση εξάωρης παραμονής του πλοίου στο λιμάνι αφετηρίας ορίζεται σαφώς ότι πρέπει να γίνεται μία και μοναδική φορά σε κάθε δρομολόγιο και συγκεκριμένα στο λιμάνι αφετηρίας “πριν από τον απόπλου για το επόμενο δρομολόγιο”. Η παραπάνω έννοια του δρομολογίου ταυτίζεται με εκείνη η οποία δίδεται και με το άρθρο 1 του Π.Δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, στο οποίο, το μεν δρομολόγιο νοείται ως “το κατά ημέρα και ώρα ιδιαίτερο ταξίδι προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής”, ο δε λιμένας αφετηρίας ως “ο λιμήν ή το σημείο εκκινήσεως και επανόδου του επιβατηγού πλοίου κατά την εκτέλεση του δρομολογίου του”. Η διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 33 της πιο πάνω Σ.Σ.Ν.Ε. δεν εισάγει διαφορετική ρύθμιση από εκείνη της παρ. 1, με την έννοια ότι το πλοίο πρέπει να παραμείνει 6 ώρες τόσο στο λιμάνι αφετηρίας όσο και στο λιμάνι προορισμού. Δίδεται, όμως, η δυνατότητα, με τη διάταξη αυτή, παραμονής του πλοίου επί εξάωρο για τους σκοπούς που αναφέρονται στην παρ. 1, είτε στο λιμάνι αφετηρίας είτε στο λιμάνι προορισμού, οπότε, στη δεύτερη περίπτωση, δρομολόγιο, για το οποίο θα καταβληθεί η πρόσθετη αμοιβή της παρ. 7, θεωρείται εκείνο για την εκτέλεση του οποίου το πλοίο αποπλέει από το λιμάνι προορισμού πριν περάσουν 6 τουλάχιστον ώρες από τον κατάπλου στο λιμάνι αυτό. Το ότι η αμοιβή που προβλέπεται στο άρθρο αυτό καταβάλλεται μόνο στην περίπτωση κατά την οποία το πλοίο δεν παρέμεινε στο λιμάνι επί 6 ώρες σε κάθε πλήρες ταξίδι του προκύπτει και από τον αναφερόμενο στην παρ. 7 τρόπο υπολογισμού της αμοιβής, όπου ο υπολογισμός γίνεται ανάλογα με την πλήρη διάρκεια του ταξιδιού, δηλαδή από την αναχώρηση του πλοίου έως την επιστροφή του (Εφ.Πειρ.716/2011 ΕΝΔ 2012.107, Εφ.Πειρ.34/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Πειρ.768/2005 αδημ. σε νομικό τύπο). Τέλος, με τη διάταξη της παρ. 6 του ίδιου άρθρου 33 ορίζεται ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις δεν ισχύουν και δεν εφαρμόζονται σε ημερόπλοια, καθώς και σε πλοία δευτερευουσών και τοπικών γραμμών, εκτός εάν τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυχτερινές ώρες, δηλαδή 23.00 μέχρι 7.00 ώρας. Από το περιεχόμενο της διατάξεως αυτής, προκύπτει σαφώς, ότι μ` αυτήν εισάγεται, κατ` αρχή, εξαίρεση, όσον αφορά τα ημερόπλοια, επί των οποίων, συμφωνήθηκε με την ως άνω ΣΣΝΕ να μην ισχύουν και να μην εφαρμόζονται οι προαναφερθείσες διατάξεις για καταβολή πρόσθετης αμοιβής, σε περίπτωση εκτελέσεως δρομολογίων “Express”. Ως ημερόπλοια νοούνται τα πλοία, που εκτελούν ημερινούς πλόες. Σύμφωνα δε με το άρθρο 1 του Κανονισμού “περί ενδιαιτήσεως και καθορισμού αριθμού επιβατών των επιβατηγών πλοίων”, ως ημερινοί πλόες νοούνται οι εκτελούμενοι μεταξύ των ωρών 05.00 έως 22.00 κατά τη θερινή περίοδο και των οποίων η συνολική διάρκεια δεν υπερβαίνει τις 12 ώρες. ‘Ομως, και για τα ημερόπλοια, κατά το τελευταίο εδάφιο της παρ. 6 του άρθρου 33 εισάγεται εξαίρεση της ως άνω εξαιρέσεως, σύμφωνα με την οποία και επί των πλοίων αυτών έχουν εφαρμογή όλες οι προαναφερθείσες διατάξεις, εφόσον όμως τα πλοία αυτά εκτελούν δρομολόγια ή επεκτείνουν τα δρομολόγιά τους τις νυκτερινές ώρες, δηλαδή από 23.00 μμ μέχρι 07.00 ημ, όπως ειδικότερα ορίζεται με τη ΣΣΝΕ αυτή. Επομένως, καταβάλλεται πρόσθετη αμοιβή και στους απασχολουμένους στα ημερόπλοια, τα οποία όμως εκτελούν τα παραπάνω δρομολόγια (Express) μόνον τις νυκτερινές ώρες ή επεκτείνουν τα δρομολόγια τους αυτά, τις ώρες αυτές δηλαδή 23.00 μέχρι 07.00 ώρας (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 1056/1997 Νομολ. Ναυτ. Τμήματος ΕφΠειρ 1996-1997, σελ. 27, ΕφΠειρ 1055/2000, ΕφΠειρ 1056/ 2000, ΕφΠειρ 1206/2000, ΕφΠειρ 207/2001 αδημ).

Το διάστημα ναυτολόγησης της ενάγουσας το έτος 2016 το πλοίο πλοιοκτησίας της εναγομένης εκτελούσε τα παρακάτω δρομολόγια όπως δεν αμφισβητήθηκε: Τη Δευτέρα αναχωρούσε από τη Ρόδο στις 7 το πρωί και αφού διερχόταν από το Καστελόριζο στις 10.40, πάλι τη Ρόδο στις 14.40, την Τήλο στις 18.10, τη Νίσυρο στις 19.40, την Κω στις 21.20 και την Κάλυμνο στις 22.50 αναχωρούσε από την Κάλυμνο στις 23.10. Την Τρίτη αναχωρούσε από την Αστυπάλαια στη 1.50 έφθανε στον Πειραιά (που θεωρείται το λιμάνι αφετηρίας στις 10.20 και αναχωρούσε από εκεί στις 15.00 (δηλαδή μια ώρα και 20 λεπτά νωρίτερα πριν την πάροδο εξαώρου). Την Τετάρτη αναχωρούσε από τους Λειψούς στη 1.00, έφθανε 1.55. στη Λέρο και αναχωρούσε 2.10, έφθανε Κάλυμνο 3.50 και αναχωρούσε 4,10, έφθανε Κω 5.10 και αναχωρούσε 5.40, έφθανε Σύμη στις 8.00 και αναχωρούσε 8.15, έφθανε Ρόδο 9.40 και αναχωρούσε στις 15.00, έφθανε Συμη 16.25 και αναχωρούσε 16.40, έφθανε Κω στις 18.55 και αναχωρούσε 19.25, έφθανε Κάλυμνο 20.25 και αναχωρούσε 20.45, έφθανε Λέρο 22.30 και αναχωρούσε 22.45, έφθανε Λειψούς 23.40 και αναχωρούσε 23.55. Την Πέμπτη έφθανε Πάτμο στις 00.45 και αναχωρούσε στη 1.00 και έφθανε στον Πειραιά 9.40 και αναχωρούσε 15.00 (δηλαδή είκοσι λεπτά νωρίτερα πριν την πάροδο του εξαώρου). Την Παρασκευή έφθανε στην Κάλυμνο στη 1.00 και αναχωρούσε 1.20, στην Κω 2.20 και αναχωρούσε 2.50, στη Νίσυρο 4.10, έφθανε στην Τήλο στις 5.40 και αναχωρούσε στις 6.00, στη Σύμη στις 7.30 και αναχωρούσε 7.45, στη Ρόδο 9.10 και αναχωρούσε στις 10.00, στο Καστελόριζο στις 13.40 και αναχωρούσε στις 14.00, στη Ρόδο στις 17.40 και αναχωρούσε στις 19.00, στη Σύμη στις 20.25 και αναχωρούσε στις 20.40, στην Τήλο στις 22.10 και αναχωρούσε στις 22.30 και στη Νίσυρο στις 23.40 και αναχωρούσε 23.59. Το Σάββατο έφθανε στην Κω στη 1.20 και αναχωρούσε στη 1.50, στην Κάλυμνο στις 2.50 και αναχωρούσε στις 3.10 και τελικά στον Πειραιά στις 13.10 και αναχωρούσε στις 17.00 (δηλαδή δυο ώρες και δέκα λεπτά πριν την πάροδο εξαώρου). Την Κυριακή έφθανε στην Αστυπάλαια στη 1.30 και αναχωρούσε στη 1.50, στην Κάλυμνο στις 4.10 και αναχωρούσε στις 4.40, στην Κω στις 5.40 και αναχωρούσε στις 6.00, στη Νίσυρο στις 7.20 και αναχωρούσε στις 7.40, στην Τήλο στις 8.50 και αναχωρούσε στις 9.10 και στη Ρόδο στις 11.15. Αν αθροιστούν οι ώρες πρόωρης αναχώρησης 1,33 + 0,33 + 2,16 από το λιμάνι του Πειραιά το άθροισμα αυτό 3,82 θα διαιρεθεί : 8 = 0,4775 που είναι εβδομαδιαίως ο αριθμός δρομολογίων για τον οποίο πρέπει να καταβληθεί η έκτακτη αυτή αμοιβή και για τις 50 ημέρες ναυτολόγησης το έτος 2016 δηλαδή τις 7,14 εβδομάδες η αμοιβή είναι για 3,41 δρομολόγια και επειδή οι συνολικές αποδοχές της ενάγουσας ανέρχονταν σε [1.157,99€ (βασικός μισθός) + 254,76€ (επίδομα Κυριακών) + 35,22€ (επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 417,72€ (επίδομα αδείας μετά τροφής) + 576,30€ (τροφοδοσίας) + 81,05€ (μέση μηνιαία αμοιβή για τους πλόες άγονης γραμμής) 1.681,12 (μέση υπερωριακή αμοιβή: 2.801,86€ συνολική υπερωριακή αμοιβή περιόδου: 50 ημέρες Χ 30 ημέρες) =] 4.204,16 € : 30 = 140,14 χ 3,41 δρομολόγια = 477,87 ευρώ. Να σημειωθεί ότι από τις διατάξεις των άρθρων 648, 649, 653 ΑΚ και 1 της 95/1949 Διεθνούς Συμβάσεως για την προστασία του ημερομισθίου, που κυρώθηκε με το ν. 3248/1955, συνάγεται ότι, στη σχέση εργασίας, ως μισθός θεωρείται κάθε παροχή, την οποία καταβάλλει, σύμφωνα με το νόμο ή τη σύμβαση, ο εργοδότης ως αντάλλαγμα της εργασίας, που παρέχεται σ`αυτόν από τον εργαζόμενο. Ως εκ τούτου, οι πρόσθετες παροχές που δίδονται στον εργαζόμενο, όχι ως αντάλλαγμα της εργασίας του, αλλά για άλλους λόγους, δεν έχουν το χαρακτήρα μισθού, εκτός αν ορίζεται, ειδικώς, το αντίθετο σε κανονιστική διάταξη ή στην ατομική σύμβαση εργασίας. Μεταξύ των εργοδοτικών παροχών, που δεν είναι μισθολογικές, περιλαμβάνονται και εκείνες που εξυπηρετούν λειτουργικές ανάγκες της επιχείρησης, που εξασφαλίζουν, δηλαδή ή διευκολύνουν τις συνθήκες της απασχόλησης του μισθωτού προς όφελος του εργοδότη. Οι παροχές αυτές μπορεί να επιβάλλονται από το νόμο ή να έχουν συμφωνηθεί ρητώς ή σιωπηρώς με την ατομική σύμβαση εργασίας ή να είναι οικειοθελείς μονομερείς παροχές του εργοδότη, αλλά δεν αποτελούν μισθό, ακόμη και όταν παρέχουν κάποια ωφέλεια στον εργαζόμενο, εφόσον κύρια και βασική αιτία χορηγήσεώς τους είναι η εξυπηρέτηση των λειτουργικών αναγκών της επιχείρησης του εργοδότη (ΑΠ 699/2015 δημ. νόμος, ΑΠ 774/2003 δημ. νόμος). Επομένως ούτε τα επιδόματα εορτών ούτε το επιμίσθιο περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές με βάση τις οποίες υπολογίζεται η αμοιβή για τα δρομολόγια εξπρές όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα με τον τέταρτο λόγο εφέσεως που κρίνεται αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί. Επειδή από τις μισθοδοτικές καταστάσεις προκύπτει ότι η ενάγουσα έλαβε για την παραπάνω αιτία το συγκεκριμένο διάστημα το ποσό των 122,61 + 120,17 = 242,78 ευρώ της οφείλεται για την παραπάνω αιτία το ποσό των 235,09 ευρώ και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού λόγου εφέσεως της πλοιοκτήτριας εταιρίας (τέταρτος λόγος τρίτο σκέλος) θα πρέπει να εξαφανιστεί κατά το κεφάλαιο της αυτό η εκκαλουμένη απόφαση που επιδίκασε για την παραπάνω αιτία το ποσό των 294,08 ευρώ. Να σημειωθεί ότι επειδή ο ναυτικός δικαιούται πέντε μέρες αδείας μηνιαίως ορθώς συνυπολογίστηκαν από την εκκαλουμένη στις μηνιαίες τακτικές αποδοχές οι αποδοχές αδείας και συνεπώς το δεύτερο σκέλος του προαναφερόμενου λόγου εφέσεως κρίνεται απορριπτέο.

Να σημειωθεί στο σημείο αυτό αναφορικά με το επίδομα εορτών Πάσχα ότι οι ναυτικοί δικαιούνται μισθό 15 μερών, εάν η σχέση εργασίας διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου αντιστοίχως, ή 1/15 ημίσεος μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δεν διήρκεσε καθ’ όλο το διάστημα και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ής Απριλίου. Επιπλέον να λεχθεί ότι λαμβάνεται υπόψη ο μισθός που καταβαλλόταν την 15η ημέρα προ του Πάσχα και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβαλλόταν ή έπρεπε να καταβληθεί από την εργοδότρια ως συμβατικό ή νόμιμο αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας τακτικά κάθε μήνα ή κατ’ επανάληψη περιοδικά σε ορισμένα χρονικά διαστήματα, δηλαδή το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας, η υπερωριακή αμοιβή, το επίδομα αδείας (και συνεπώς κρίνεται απορριπτέο το δεύτερο σκέλος του τρίτου λόγου εφέσεως της πλοιοκτήτριας), η αποζημίωση μη πραγματοποιήσεως αδείας, καθώς και οι λοιπές τακτικές παροχές μεταξύ των οποίων είναι και η τροφοδοσία είτε παρέχεται σε χρήμα είτε αυτουσίως, ενώ το επιμίσθιο δεν συνυπολογίζεται γιατί δεν αποτελεί τακτική αποδοχή και επιπλέον στις τακτικές αποδοχές δεν συγκαταλέγεται η πρόσθετη αμοιβή για δρομολόγια «ΕΞΠΡΕΣ» (Εφ Πειρ 46/2011  ΕΝΔ 2011.97, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝΔ 2009.276, ΕφΠειρ 34/2008 ΕΝΔ 2008.290), όπως αβάσιμα ισχυρίζεται η ναυτικός με τον πέμπτο λόγο εφέσεως. Συνεπώς με αποδοχές (1.157,99€ (βασικός μισθός) + 254,76€ (επίδομα Κυριακών) + 35,22€ (επίδομα ανθυγιεινής εργασίας + 417,72€ (επίδομα αδείας μετά τροφής) + 576,30€ (τροφοδοσίας) + 81,05€ (μέση μηνιαία αμοιβή για τους πλόες άγονης γραμμής) 1.681,12 (μέση υπερωριακή αμοιβή: 2.801,86€ συνολική υπερωριακή αμοιβή περιόδου: 50 ημέρες Χ 30 ημέρες) =) 4.204,16 € όπως υπολογίστηκαν παραπάνω και για 6,25 οκταήμερα (50:8) επί του 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού δηλαδή 140,14 ευρώ δικαιούται 875,87 ευρώ και επειδή έλαβε 428,18 ευρώ πρέπει να πάρει για την αιτία αυτή το ποσό των 447,69 ευρώ και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού πέμπτου λόγου εφέσεως της ναυτικού ως προς τον εσφαλμένο υπολογισμό θα πρέπει να εξαφανιστεί ως προς το κεφάλαιο αυτό η εκκαλουμένη απόφαση.

Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 16 της ως άνω Σ.Σ.Ν.Ε. κάθε πλοιοκτήτης υποχρεούται να ρυθμίζει την υπηρεσία των πλοίων του κατά τέτοιο τρόπο ώστε να εξασφαλίζεται μία φορά το μήνα κατά τους μήνες Ιούλιο έως και Σεπτέμβριο και δύο φορές το μήνα κατά τους υπόλοιπους μήνες, η διανυκτέρευση των μελών του πληρώματος στο λιμάνι αφετηρίας ή στο λιμάνι προορισμού του δρομολογίου του πλοίου, κατά την επιθυμία του ναυτικού και εφόσον τούτο είναι δυνατόν. Σε περίπτωση που για λόγους ασφαλείας του πλοίου ή για οποιοδήποτε άλλο λόγο δεν καθίσταται δυνατή η διανυκτέρευση, καταβάλλεται στο ναυτικό για κάθε μη παρεχομένη διανυκτέρευση αποζημίωση ίση με ένα ημερομίσθιο, δηλαδή το 1/22 του μισθού ενεργείας. Για την παρεχόμενη ως άνω άδεια διανυκτερεύσεως θα γίνεται από τον Πλοίαρχο μνεία στο ημερολόγιο του πλοίου που θα επικυρώνεται από την Λιμενική Αρχή. Στην προκείμενη περίπτωση, δεν προσκομίστηκε το ημερολόγιο από το οποίο να προκύπτει η χορήγηση των τεσσάρων διανυκτερεύσεων και συνεπώς στην ενάγουσα ναυτικό οφείλεται για την αιτία αυτή το ποσό των 1.157,99: 22 = 52,63 χ 4 = 210,52 ευρώ και συνεπώς κατά παραδοχή του σχετικού έκτο λόγου εφέσεως της ναυτικού συμπληρώνεται το διατακτικό της εκκαλουμένης που δέχθηκε στην ουσία στο σκεπτικό της το αγωγικό αίτημα αλλά δεν επιδίκασε το σχετικό ποσό.

Από το συνδυασμό των άρθρων 39, 53, 72 του ΚΙΝΔ και 105 παρ. 2 του ΚΔΝΔ, προκύπτει ότι ο πλοίαρχος που καταρτίζει το πλήρωμα έχει το δικαίωμα να καταγγείλει τη σύμβαση ναυτολογήσεως κάθε μέλους αυτού για λογαριασμό του πλοιοκτήτη οποτεδήποτε, είτε η σύμβαση είναι αορίστου είτε ορισμένου χρόνου, χωρίς να τηρήσει προθεσμία ούτε να επικαλεσθεί λόγο που να δικαιολογεί (στην ορισμένου χρόνου σύμβαση) την πρόωρη απόλυση μέλους του πληρώματος, το οποίο (μέλος του πληρώματος) δικαιούται να λάβει μόνον την αποζημίωση που ορίζεται στα άρθρα 75 παρ. 3 και 76 του ΚΙΝΔ, εκτός αν η καταγγελία δικαιολογείται από παράπτωμα αυτού (βλ. ΕφΘεσ 1115/2009 Αρμ 2009 1217, ΕφΠειρ 276/2005 ΕΝαυτΔ 2005 92, ΕφΠειρ 246/2005 ΕΝαυτΔ 2005 452). Επίσης, σύμφωνα με το άρθρο 76 εδ. α΄ του ΚΙΝΔ, η κατά τις διατάξεις του προηγούμενου άρθρου αποζημίωση συνίσταται σε ποσό ίσο προς το μισθό δέκα πέντε (15) ημερών. Στην προκείμενη περίπτωση, όπως προεκτέθηκε, στις 22.3.2016 ο πλοίαρχος του ένδικου πλοίου χορήγησε στον ενάγοντα άδεια ανάπαυσης, μετά τη λήξη της οποίας, η ενάγουσα προσήλθε για να αναλάβει υπηρεσία, πλην όμως, η εναγομένη δεν προέβη στην επαναυτολόγησή της, στην οποία τελικά προέβη σε άλλο πλοίο (το KRITI I) στις 4.7.2016, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη ατομική καρτέλα ναυτικού (σχετ. 19).  Έτσι, η ενάγουσα, λόγω της ως άνω λύσεως της σύμβασης ναυτικής εργασίας της (χωρίς τη συναίνεση της), έχει δικαίωμα λήψεως της προβλεπόμενης στο άρθρο 76 του ΚΙΝΔ αποζημιώσεως, η οποία ανέρχεται σε ποσό ίσο προς το μισθό δεκαπέντε ημερών και υπολογίζεται βάσει του συνόλου των τακτικών μηνιαίων αποδοχών της κατά τον τελευταίο πριν από την απόλυσή της μήνα υπό καθεστώς πλήρους απασχολήσεως. Η εναγομένη προέβη στην ως άνω απόλυση της ενάγουσας και όχι στη χορήγηση αδείας διάρκειας αντίστοιχης με το χρονικό διάστημα που είχε τη βούληση να μην την ναυτολογήσει, επιλέγοντας την οικονομικώς συμφέρουσα γι’ αυτήν ενέργεια, αφού σε περίπτωση που χορηγείτο σ’ αυτήν η προαναφερθείσας διάρκειας άδεια, η ενάγουσα θα είχε δικαίωμα λήψεως πλήρως των αποδοχών της για το χρονικό διάστημα αυτής. Συνεπώς δικαιούται κατά παραδοχή του σχετικού εβδόμου λόγου εφέσεως το ποσό των 4.204,16 : 30 χ 15 = 2.102,08 ευρώ. Προφανώς και η προσφυγή στο δικαστήριο του ευάλωτου μέρους της εργασιακής σχέσης (ήτοι του εργαζόμενου) δεν συνιστά κατάχρηση δικαιώματος και δεν είναι αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, (βλ. ΑΠ 1518/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 563/2003 ΝοΒ 2004 24).Μετά από αυτά και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς εξέταση θα πρέπει να γίνουν εν μέρει δεκτές αμφότερες οι εφέσεις και στη συνέχεια να εξαφανιστεί στο σύνολο της για το ενιαίο της εκτέλεσης η εκκαλουμένη απόφαση (ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48,1507, Σ.Σαμουήλ «Η έφεση» έκδ. Ε΄σελ. 430-431 παρ. 1143) αφού εφόσον όταν εξαφανίζεται ολικά ή εν μέρει η εκκαλούμενη απόφαση, εξαφανίζεται και το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων, ολικά και στις δύο περιπτώσεις, στην μεν πρώτη ως αναγκαίο επακόλουθο της εξαφανίσεως της αποφάσεως, στη δε δεύτερη εν όψει της αναγκαιότητος ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της αποφάσεως (ΑΠ 192/1998 ΕλΔ 39.825), και το παρόν δικαστήριο να κρατήσει την υπόθεση και να τη δικάσει στην ουσία της (άρθρο 535 παρ.1 του ΚΠολΔ) τη με αριθμό 10761/5530/2016 αγωγή η οποία έχει κατά προεκτεθέντα νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 340, 341, 345, 648, 653, 655 ΑΚ, 1, 2, 53, 54, 72επ., 82, 84 του ΚΙΝΔ, άρθρο μόνο της Υ.Α. 70109/8008 (Εμπορικής Ναυτιλίας) της 14.12.81/7.1.82 «Προϋποθέσεις χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα στους δικαιουμένους ναυτικούς» σε συνδυασμό με την από 16.06.2016, Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων, που κυρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2242.5-1.5/72672/2016 ΥΑ (ΦΕΚ Β’2796/05.09.2016) και ακολούθως και εφόσον με την εκκαλουμένη βεβαιώνει και δεν αμφισβητείται ότι καταβλήθηκε το προσήκον τέλος δικαστικού ενσήμου θα πρέπει να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη η με αριθμό …………/2016 αγωγή και ειδικότερα να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.405,71 + 81,31 + 235,09 + 447,69 + 210,52 + 2.102,08 = 4.482,40 ευρώ. Όλα τα παραπάνω οφείλονται εντόκως από την αποναυτολόγηση (άρθρο 341 του ΑΚ) πλην της διαφοράς επιδόματος εορτών Πάσχα που καθίσταται απαιτητό μετά τις 30.4.2016 και επομένως εδώ οφείλεται αφότου επιδόθηκε η αγωγή (άρθρο 346 ΑΚ) με δεδομένο ότι ως προς αυτό το Δικαστήριο δεν δεσμεύεται από την αρχή της μη χειροτέρευσης διότι το κεφάλαιο αυτό εξαφανίστηκε και η υπόθεση αναδικάστηκε ως προς αυτό (βλ. άρθρο 536 παρ. 2 του ΚΠολΔ). Το σωρευόμενο αίτημα περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση (άρθρο 915 του ΚΠολΔ) κρίνεται απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο διότι το τελεσιδίκως επιδικασθέν είναι μείζον του καταβληθέντος σε εκτέλεση της προσωρινά εκτελεστής διάταξης της εκκαλουμένης. Μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας βαρύνει μετά την υποβολή σχετικού αιτήματος την εναγομένη λόγω της εν μέρει ήττας της κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων τις με αριθμό ………/4.2.2019 και ………./22.3.2019 εφέσεις κατά της οριστικής με αριθμό 3798/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών (άρθρο 614 παρ. 3 και 621 του ΚΠολΔ, όπως ισχύουν μετά το ν. 4335/2015) αντιμωλία των διαδίκων επί της με αριθμό …………./2016 αγωγής

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριτπέο στο σκεπτικό

Δέχεται τυπικά αυτές και εν μέρει κατ’ ουσίαν

Εξαφανίζει τη με αριθμό 3798/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

Κρατεί και δικάζει κατ’ουσίαν την υπόθεση επί της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……………/2016  αγωγής

Δέχεται κατά ένα μέρος την αγωγή

Υποχρεώνει την εναγομένη να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τετρακοσίων ογδόντα δύο ευρώ και σαράντα λεπτών του ευρώ (4.482,40) με το νόμιμο τόκο ως εξής: ως προς το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων τριάντα τεσσάρων ευρώ και εβδομήντα ενός λεπτών του ευρώ (4034,71) εντόκως από τις 23.3.2016 και ως προς το ποσό των τετρακοσίων σαράντα επτά ευρώ και εξήντα εννέα λεπτών του ευρώ (447,69) εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση

Επιβάλει στην εναγομένη ένα μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας δηλαδή το ποσό των χιλίων διακοσίων (1200) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  27 Δεκεμβρίου 2019, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ