Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 755/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 Αριθμός απόφασης 755 /2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα E.T..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης ανώνυμης ναυτιλιακής εταιρίας κατά της υπ’αριθμ.  1652/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η σε βάρος της ασκηθείσα από 20.12.2016 (με αυξ. αριθμ.εκθ.καταθ…/…/29.12.2016) αγωγή του εφεσιβλήτου, διώκουσα την επιδίκαση σ’αυτόν διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών του, απορρεουσών από μεταξύ τους καταρτισθείσες συμβάσεις παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, σε εκτέλεση των οποίων ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε, υπό την ειδικότητα του ναυτόπαιδα και του ναύτη, σε δύο (2) πλοία, πλοιοκτησίας της, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο χρονικά διαστήματα, και, αφενός μεν αναγνωρίσθηκε η υποχρέωσή της να του καταβάλει, αφετέρου δε υποχρεώθηκε να του καταβάλει, τα επίσης ειδικότερα αναφερόμενα στην ανωτέρω δικαστική απόφαση ποσά, πλέον τόκων από της ημερομηνίας απόλυσής του από το κάθε πλοίο αναφορικά με τις αντίστοιχες αξιώσεις του, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 13.9.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. …./…./13.9.2018), προ πάσης επίδοσης της εκκαλουμένης, αφού τέτοια επίδοση δεν επικαλούνται οι διάδικοι, ούτε άλλωστε προκύπτει οίκοθεν από τα προσκομιζόμενα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αποδεικτικά μέσα, αλλά εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 2.4.2018 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 13.9.2018, όπως προεκτέθηκε, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου), αλλά και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 2.4.2018, όπως έχει επίσης ήδη αναφερθεί, μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], και δε συντρέχει εν προκειμένω άλλος λόγος απαραδέκτου. Πρέπει, επομένως, η ανωτέρω έφεση, η οποία αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993), και με την οποία πλήττονται τα αναφερόμενα στο εφετήριο κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης, που βλάπτουν την εκκαλούσα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση.

Ο ενάγων, Έλληνας ναυτικός, με την ανωτέρω αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως αυτή παραδεκτά περιορίσθηκε (με την εν μέρει μετατροπή του αιτήματός της σε αναγνωριστικό διά προφορικής δήλωσης της πληρεξουσίας του δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, και επίσης περιλήφθηκε, αναλυτικά διατυπωθείσα ως προς τα επιμέρους κονδύλια, τα οποία αφορά, στις κατατεθείσες στον πρώτο βαθμό προτάσεις του) ζήτησε α) ν’υποχρεωθεί η εναγόμενη, πλοιοκτήτρια των υπό ελληνική σημαία επιβατηγών, οχηματαγωγών πλοίων «Δ» και «BS2», να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 21.555,16 ευρώ, και β) ν’αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται η ίδια, υπό την αυτή ως άνω ιδιότητά της, να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 22.633,38 ευρώ, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς του, δικαιούται εξαιτίας της ναυτολόγησης και απασχόλησής του στα ανωτέρω πλοία με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα και του ναύτη στο πρώτο και του ναυτόπαιδα στο δεύτερο τούτων αντίστοιχα, σε εκτέλεση κάθε φορά καταρτισθεισών μεταξύ τους συμβάσεων παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, στο μεν πρώτο των ως άνω πλοίων με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα κατά το χρονικό διάστημα από 2.4.2013 έως 3.5.2016, όταν και απολύθηκε λόγω αλλαγής ειδικότητας, και επαναυτολογήθηκε αυθημερόν ως ναύτης, εργασθείς έκτοτε σ’αυτό μέχρι και τις 2.6.2016, οπότε και απολύθηκε λόγω διακοπής των δρομολογίων του πλοίου, που εντούτοις ουδέποτε επαναλήφθηκαν, πλην των αναφερομένων στο δικόγραφο περιόδων, κατά τις οποίες τελούσε σε άδεια ανάπαυσης, στο δε δεύτερο εξ αυτών με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα για το χρονικό διάστημα από 30.8.2016 έως 27.10.2016, όταν και απολύθηκε, κατά τα αναγραφόμενα στο ναυτικό του φυλλάδιο λόγω μετάθεσης σε άλλο πλοίο της εναγομένης, που όμως δεν έλαβε χώρα εντός ευλόγου χρόνου, όπερ συνεπάγεται ότι η σύμβαση εργασίας του λύθηκε με μονομερή καταγγελία της από τον πλοίαρχο του πλοίου και άνευ της συνδρομής δικού του παραπτώματος, αντί των καθοριζομένων από την εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε. για τα μέλη των πληρωμάτων ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων αποδοχών και όρων, όπως συμφωνήθηκε κατά τη σύναψη των συμβάσεών του, και ειδικότερα να του επιδικασθούν τα χρηματικά ποσά, που, ως προς το πρώτο των ανωτέρω πλοίων, αναφέρονται σε 1) διαφορά της αμοιβής για την παροχή υπερωριακής εργασίας του στο πλοίο αυτό, με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα αρχικά και του ναύτη στη συνέχεια, επί 15 ώρες ημερησίως κατά τα διαλαμβανόμενα στο δικόγραφο Σάββατα και αργίες, αλλά και καθημερινές και Κυριακές, των επίσης εκτιθέμενων χρονικών διαστημάτων, κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε τα ωσαύτως αναλυτικά προσδιοριζόμενα δρομολόγια της ακτοπλοϊκής γραμμής Πειραιάς – Δωδεκάνησα, με αφετηρία το λιμένα του Πειραιά, και επί 10 ώρες ημερησίως κατά τις αναφερόμενες ημέρες  (καθημερινές και Κυριακές, Σάββατα και αργίες) των επίσης διαλαμβανομένων στην αγωγή χρονικών διαστημάτων, κατά τα οποία το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια (ως προς το κονδύλιο αυτό και μόνο το αγωγικό αίτημα παρέμεινε καταψηφιστικό, ενώ άπαντα τα υπόλοιπα κονδύλια παραδεκτά τράπηκαν σε αναγνωριστικά, κατά τα προεκτεθέντα), β) διαφορά του επιδόματος για την πραγματοποίηση από το ως άνω πλοίο κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του σ’αυτό με τις ειδικότητες του ναυτόπαιδα και του ναύτη, κατά τα οποία το πλοίο εκτελούσε δρομολόγια, πλόων, για τους οποίους έχει συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας («άγονης γραμμής»), γ) διαφορά δώρου Πάσχα του έτους 2015, και διαφορές αναλογίας δώρων Χριστουγέννων των ετών 2015 και 2016 και δώρου Πάσχα του έτους 2016,  δ) διαφορά της αμοιβής του για την εκτέλεση από το συγκεκριμένο πλοίο των ειδικότερα προσδιοριζομένων στο δικόγραφο δρομολογίων «εξπρές», υπολογιζομένων με βάση τις επίσης αναφερόμενες στην αγωγή συνολικές ώρες πρόωρης αναχώρησής του από το λιμένα αφετηρίας του (τον Πειραιά), ήτοι προ της συμπλήρωσης 6 ωρών παραμονής του σ’αυτόν, κατά τα ωσαύτως διαλαμβανόμενα στην αγωγή χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία είχε ναυτολογηθεί στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα και του ναύτη αντίστοιχα, ε) αποζημίωση απόλυσής του από το ως άνω πλοίο, καθώς απολύθηκε απ’αυτό λόγω διακοπής των δρομολογίων του και δεν επαναυτολογήθηκε εντός χρονικού διαστήματος 60 ημερών, και στ) αποζημίωση για τις μη χορηγηθείσες σ’αυτόν διανυκτερεύσεις, που ειδικότερα προσδιορίζονται κατ’αριθμό στο δικόγραφο, και δη ξεχωριστά για τα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία εργαζόταν στο πλοίο με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, και με την ειδικότητα του ναύτη αντίστοιχα, ενώ, όσον αφορά το δεύτερο των ανωτέρω πλοίων τα αιτούμενα χρηματικά ποσά ανάγονται σε α) διαφορά αμοιβής για την παροχή απ’αυτόν υπερωριακής εργασίας επί 14 ώρες κάθε ημέρα κατά τα αναφερόμενα στο δικόγραφο Σάββατα, αργίες, αλλά και καθημερινές και Κυριακές, του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, β) διαφορά του επιδόματος Χριστουγέννων του έτους 2016, που αναλογεί στο διάστημα της εργασίας του στο πλοίο αυτό, γ) αποζημίωση απόλυσης της σύμβασης εργασίας του, που λύθηκε στις 27.10.2016 λόγω μετάθεσής του σε άλλο πλοίο της εναγομένης, σύμφωνα με την εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο, που όμως ουδέποτε έλαβε χώρα στη συνέχεια, όπερ, όπως διατείνεται, ισοδυναμεί με μονομερή καταγγελία εκ μέρους του πλοιάρχου της εργασιακής του σύμβασης άνευ δικού του παραπτώματος, και θεμελιώνει αξίωσή του για τη λήψη της προβλεπομένης αποζημίωσης, και δ) αποζημίωση για τις προσδιοριζόμενες στο δικόγραφο διανυκτερεύσεις του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησής του στο συγκεκριμένο πλοίο στους λιμένες αφετηρίες ή προορισμού των δρομολογίων του, που δεν του παρασχέθηκαν, με το νόμιμο τόκο, κυρίως μεν ως προς τα κονδύλια, που απορρέουν από τη σύμβαση ναυτικής εργασίας του στο πλοίο «Δ», από την 2η.6.2016, ημερομηνία της απόλυσής του απ’αυτό, ενώ ως προς τα κονδύλια, που στηρίζονται στη σύμβαση ναυτολόγησής του στο έτερο πλοίο της εναγομένης «BS 2», από την αντίστοιχη ημερομηνία απόλυσής του απ’αυτό, και δη από τις 27.10.2016, άλλως επικουρικώς από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Επί της ανωτέρω αγωγής εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων της δίκης, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ. 1652/2018 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, με την οποία αφού κρίθηκε η αγωγή ως επαρκώς ορισμένη και νόμιμη, και απορρίφθηκαν, τόσο οι περί αοριστίας αυτής αναφορικά με τα κονδύλια, που αφορούν στην αμοιβή του ενάγοντος για την παροχή υπερωριακής εργασίας στα πλοία της εναγομένης, όπου ήταν ναυτολογημένος, προβληθείσες αιτιάσεις της τελευταίας, όσο και οι επίσης προβληθείσες αιτιάσεις της ιδίας περί νόμω αβασίμου των αγωγικών κονδυλίων, που αφορούν στο έτος 2015, διότι, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, κατά το έτος αυτό δεν υπήρχε εν ισχύ Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής εργασίας για τα πληρώματα των ακτοπλοϊκών – επιβατηγών πλοίων, που να τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμογής για τις αντίστοιχες αξιώσεις του ενάγοντος, ακολούθως έγινε εν μέρει δεκτή η αγωγή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και, αφενός μεν, υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 14.609,04 ευρώ, ως προς το οποίο, επιπροσθέτως, η απόφαση κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή,   αφετέρου δε αναγνωρίσθηκε η υποχρέωσή της να του καταβάλει το ποσό των 13.335,80 ευρώ, με το νόμιμο τόκο κατά τις ειδικότερα αναφερόμενες σ’αυτήν διακρίσεις. Σημειωτέον ότι με την ίδια απόφαση απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη η ένσταση της εναγομένης περί καταχρηστικής άσκησης των αγωγικών αξιώσεων, έγιναν δεκτές και από πλευράς ουσιαστικής βασιμότητας, τόσο η ένσταση της ιδίας περί συμψηφισμού των κριθέντων ως οφειλομένων στον ενάγοντα ποσών ως αμοιβή του για την παροχή υπερωριακής εργασίας στα συγκεκριμένα πλοία με τα καταβληθέντα σ’αυτόν από την ανωτέρω εργοδότριά του σε μηνιαία βάση κατά το διάστημα των ναυτολογήσεών του χρηματικά ποσά με την αιτιολογία «έκτακτες αμοιβές», με βάση σχετική συμφωνία τους περιληφθείσα στις εργασιακές του συμβάσεις, όσο και η ένσταση εξόφλησης της εναγομένης διά των καταβληθέντων στον ενάγοντα ποσών έναντι των ποσών, που έγινε δεκτό ότι δικαιούται να λάβει αναφορικά με τα ειδικότερα στην απόφαση διαλαμβανόμενα κονδύλια, ενώ απορρίφθηκε ως κατ’ουσίαν αβάσιμο το κονδύλιο της αποζημίωσης για μη χορηγηθείσες στον ενάγοντα διανυκτερεύσεις, που αφορά στα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του σε αμφότερα τα πλοία της εναγομένης. Κατά της απόφασης αυτής, εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ασκήθηκε από την εναγόμενη, έχουσα προφανές προς τούτο έννομο συμφέρον ως εν μέρει ηττηθείσα πρωτοδίκως διάδικος, η κρινόμενη έφεση, με την οποία η ανωτέρω εκκαλούσα παραπονείται για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο εφετήριο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται α) σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου αναφορικά με την κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί του ορισμένου και της νομικής βασιμότητας της αγωγής και της απόρριψης των προβληθέντων ισχυρισμών της περί αοριστίας του δικογράφου ως προς το κονδύλιο της αμοιβής του ενάγοντος για την παροχή υπερωριακής εργασίας κατά το διάστημα των ναυτολογήσεών του στα πλοία της, αλλά και περί του νόμου αβασίμου αυτών εκ των αγωγικών αξιώσεων, που ανάγονται στο έτος 2015, αφού, όπως διατείνεται, για το εν λόγω έτος δεν είχε συναφθεί, και συνεπώς δεν υπήρχε σε ισχύ Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας, που να ρυθμίζει τις αποδοχές και τους εν γένει όρους εργασίας των πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, όπως ήταν και ο ενάγων, ενώ η αντίστοιχη του έτους 2014 είχε λήξει (σημειωτέον ότι με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτό ότι ως προς τις αξιώσεις του ενάγοντος του έτους 2015 τυγχάνει εφαρμογής η Σ.Σ.Ν.Ε. του προηγουμένου έτους, ήτοι του 2014, οι ρυθμίσεις της οποίας είχαν καταστεί περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας του, κρίση, που επίσης πλήττεται από την εκκαλούσα για κακή εκτίμηση των αποδείξεων), αλλά και επί της απόρριψης ως μη νόμιμης της επίσης προβληθείσας ένστασής της περί καταχρηστικής άσκησης της αγωγής, και β) σε μη ορθή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τις παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί της ουσίας της υπόθεσης, και ειδικότερα επί των κονδυλίων της αμοιβής του ενάγοντος για την παροχή υπερωριακής εργασίας στα πλοία της, όπου είχε ναυτολογηθεί (η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι ο αντίδικός της ουδέποτε εργάσθηκε πέραν των 8 ωρών ημερησίως, ενώ με την πρωτόδικη απόφαση έγινε δεκτό, αφενός μεν ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, κατά τα οποία το πλοίο, στο οποίο ναυτολογήθηκε ο ενάγων με την ονομασία “Δ” εκτελούσε δρομολόγια, ο ανωτέρω εργαζόταν σ’αυτό κάθε ημέρα, των Σαββάτων, των Κυριακών και των αργιών συμπεριλαμβανομένων, αρχικά με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, και στη συνέχεια με την ειδικότητα του ναύτη, επί 12 ώρες, καθώς και ότι κατά τα διαστήματα, κατά τα οποία το εν λόγω πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια δεν απασχολήθηκε πέραν του νομίμου ωραρίου, αφετέρου δε ότι κατά το διάστημα της ναυτολόγησής του στο έτερο πλοίο με την ονομασία “BS2” με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα απασχολείτο καθημερινά επί 11 ώρες), της αμοιβής του για την εκτέλεση από τα πλοία δρομολογίων “εξπρές”, και πλόων “άγονης γραμμής”, των επιδομάτων εορτών, και της αποζημίωση απόλυσης, πλήττοντας τα αντίστοιχα κεφάλαια, και ζητεί την παραδοχή της έφεσής της, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η σε βάρος της ασκηθείσα αγωγή, σωρεύοντας παραδεκτά στο δικόγραφο της έφεσης (άρθρο 914 του ΚΠολΔ) αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση της εγγράφως προαποδεκνυομένης εκτέλεσης της καταψηφιστικής διάταξης της προσβαλλομένης απόφασης, η οποία κηρύχθηκε στο σύνολό της προσωρινά εκτελεστή, και συγκεκριμένα για το ποσό των 14.609,04 ευρώ, διώκοντας, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεσή της οριστικά και κατ’ουσίαν, να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να της επιστρέψει το ποσό των 17.081,98 ευρώ, το οποίο του κατέβαλε σε συμμόρφωση με την ανωτέρω διάταξη του διατακτικού της πρωτόδικης απόφασης κατά κεφάλαιο και τόκους, πλέον τόκων επί του ποσού αυτού από τις 21.5.2018, ημερομηνία της καταβολής.

Κατά το άρθρο 216 παρ.1 του ΚΠολΔ το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα άλλα στοιχεία, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν την αγωγή β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και συνεπάγεται την απόρριψή της ως απαράδεκτης για έλλειψη προδικασίας, η οποία αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής (ΑΠ 1611/2008 Δ.2008.1131, 187/2006 Δ.2006.907). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, που πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και αποδείξει, είναι, κατά το άρθρο 53 του ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον εργοδότη (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή)και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με το είδος ή τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα Σ.Σ.Ν.Ε. (ΑΠ 365/2005 ΕλλΔνη 47.1663, ΑΠ 225/2002, ΕφΠειρ 567/2005, ΕφΠειρ 892/2002, ΜονΕφΠειρ 168/2014, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο του δικογράφου της αγωγής για την καταβολή υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού. Διότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικά με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Εξάλλου, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφοράς αποδοχών για παρασχεθείσα κατά τις καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και τις αργίες υπερωριακή εργασία συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωρίας κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη, η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΕφΠειρ 892/2002 ΠειρΝομ 2002.479), καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΕφΠειρ 1312/1997 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος), ούτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των συγκεκριμένων ημερών, κατά τις οποίες ο ναυτικός απασχολήθηκε υπερωριακά, ούτε ο αριθμός των ημερών αυτών, αλλά αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας, που παρέσχε ο εργαζόμενος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (ΑΠ 1600/2006 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 50/2016, 321/2016, 218/2016, 369/2016, 22/2015, 28/2015, 191/2015, 323/2015, 376/2015, 442/2015, 528/2015, 553/2015, 739/2015, 590/2014, 168/2014 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝΑΥΤΔ 2007.385). Ενόψει των ανωτέρω απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται ο πρώτος λόγος της κρινόμενης έφεσης της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, με τον οποίο η τελευταία επαναφέρει τον πρωτοδίκως απορριφθέντα ισχυρισμό της περί αοριστίας της αγωγής όσον αφορά στα κονδύλια των διαφορών της αμοιβής του ενάγοντος για την παροχή απ’αυτόν υπερωριακής εργασίας στα πλοία της, όπου είχε ναυτολογηθεί και απασχολήθηκε, καθόσον η αγωγή περιέχει όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητα και το ορισμένο αυτής στοιχεία κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 του ΚΠολΔ, όπως αυτά εξειδικεύονται ανωτέρω, και συγκεκριμένα προσδιορίζεται στο αγωγικό δικόγραφο το είδος των πλοίων, δύο (2) τον αριθμό, πλοιοκτησίας της εναγομένης, στα οποία εργάσθηκε ο ενάγων, η χωρητικότητά τους, τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο κάθε πλοίο με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, και με αυτήν του ναύτη στο πρώτο εξ αυτών, καθώς και οι ώρες της απασχόλησης, αλλά, ως εκ περισσού, και της υπερωριακής του απασχόλησης κάθε ημέρα, διότι τούτο ορίζεται από το νόμο, και συνολικά για τα επίδικα χρονικά διαστήματα, ξεχωριστά για το κάθε πλοίο, και για την κάθε ειδικότητα, αλλά και για τα διαστήματα που το πρώτο των πλοίων αυτών εκτελούσε και δεν εκτελούσε δρομολόγια, του συνολικού αριθμού των ωρών υπερωριακής του απασχόλησης, για τις οποίες αιτείται αμοιβής, προσδιοριζομένου ειδικότερα στο δικόγραφο ως το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του αριθμού των ωρών, που αυτός απασχολείτο υπερωριακά κάθε ημέρα, με τον επίσης αναφερόμενο συνολικό αριθμό των καθημερινών, Κυριακών, Σαββάτων και αργιών των επίμαχων χρονικών διαστημάτων, ενώ δεν αποτελούν αναγκαία στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής αναφορικά με τα συγκεκριμένα κονδύλια, η έλλειψη μνείας των οποίων θα καθιστούσε το δικόγραφο αόριστο και απορριπτέο, το είδος των εργασιών, που ο ενάγων εκτελούσε, και η κατανομή τους εντός της ημέρας, οι συνθήκες εργασίας του, τα ειδικότερα καθήκοντά του, ο χρόνος, που απαιτείτο για την εκτέλεση της κάθε εργασίας, ο αριθμός των μελών του πληρώματος του κάθε πλοίου, που επίσης απασχολούντο στην ίδια εργασία, και η συχνότητα της επανάληψής της, καθώς και οι συγκεκριμένες ανάγκες των πλοίων, που επέβαλαν την υπερωριακή του απασχόληση, όπως εκτέθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη και αβάσιμα ισχυρίσθηκε η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα.

Κατά την έννοια του άρθρου 281 ΑΚ το δικαίωμα ασκείται καταχρηστικά και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε της άσκησής του, καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το διάστημα που μεσολάβησε, δημιούργησε στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα, σε τρόπο ώστε η μεταγενέστερη άσκησή του, που θα είχε επαχθείς συνέπειες για τον οφειλέτη, να μη δικαιολογείται επαρκώς και να υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκηση αυτού, αλλά απαιτείται να συντρέχουν και πρόσθετες ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου η επακολουθήσασα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. Στην περίπτωση αυτή η επιχειρούμενη από το δικαιούχο ανατροπή της ως άνω κατάστασης δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάσταχτες συνέπειες για τον οφειλέτη και να θέτει έτσι σε κίνδυνο την οικονομική κατάσταση της επιχείρησής του, αλλ’αρκεί απλώς να έχει δυσμενείς συνέπειες για τα συμφέροντά του (ΟλΑΠ 8/2001 ΕλλΔνη 2001.382, ΑΠ 1023/2011 ΔΕΕ  2011. 895, ΑΠ 90/2009 ΔΕΝ 2009.902). Στην προκείμενη περίπτωση, η εναγόμενη πρωτοδίκως πρότεινε τον ισχυρισμό, τον οποίο, κατόπιν της απόρριψής του ως μη νομίμου, επαναφέρει με λόγο της κρινόμενης έφεσής της ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου, ότι οι επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος ασκούνται κατά κατάχρηση δικαιώματος, διότι αυτός ουδέποτε την όχλησε περί την εξόφληση των επίδικων απαιτήσεων, αντιθέτως ελάμβανε τις οικειοθελείς παροχές της, καθώς και αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης πέραν της νομίμου, χωρίς να εγείρει θέμα άλλων αξιώσεων, παρέλαβε ανεπιφύλακτα όλες τις αναλυτικές αποδείξεις για τα καταβληθέντα χρηματικά ποσά, χωρίς να εκφράσει την παραμικρή αντίρρηση ως προς το ύψος των βασικών ή πρόσθετων αμοιβών, που κατατίθεντο σε τραπεζικό του λογαριασμό, υπέγραφε χωρίς επιφύλαξη τις μηνιαίες καταστάσεις της υπερωριακής του απασχόλησης, ουσιαστικά αναγνωρίζοντας και διαβεβαιώνοντάς την με την υπογραφή των καταστάσεων αυτών ότι δεν υπάρχουν ώρες εργασίας του, που δεν περιλαμβάνονται στα εν λόγω έγγραφα, και, συνακόλουθα, δημιουργώντας της με τις ανωτέρω ενέργειές του την εύλογη πεποίθηση ότι δε θα διεκδικήσει στο μέλλον απαιτήσεις του εκ της εργασίας του στα πλοία της, σε συνδυασμό με το μεγάλο ύψος των αγωγικών αξιώσεων, όπερ, σε περίπτωση παραδοχής της αγωγής, συνεπάγεται τεράστια επιβάρυνσή της σε δυσχερή οικονομική συγκυρία, με δυσβάσταχτες συνέπειες, όχι μόνο για την ίδια, αλλά και για τους εργαζομένους της, και τον άψογο τρόπο που του συμπεριφέρθηκε κατά τα διαστήματα των ναυτολογήσεών του, καταβάλλοντάς του αποδοχές, που υπερβαίνουν τις νόμιμες, για τους λόγους δε αυτούς η κρινόμενη αγωγή πρέπει ν’ απορριφθεί. Καταρχάς ο ισχυρισμός περί παραίτησης του ενάγοντος εκ των αξιώσεών του σε βάρος της εναγομένης, απορρεουσών από τις εργασιακές του συμβάσεις, και αληθής υποτιθέμενος, στερείται εννόμου επιρροής, αφού κάθε παραίτηση του εργαζομένου από τα νόμιμα δικαιώματά του, που πηγάζουν, είτε από το νόμο, είτε από συλλογικές συμβάσεις εργασίας, και καθορίζουν τα κατώτατα όρια προστασίας, είναι άκυρη (βλ. σχετ. ΟλΑΠ 173/1961 ΕΕΔ 20.531, ΑΠ 927/1997 ΔΕΝ 55.854, ΕφΠειρ.901/2002 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εκ του λόγου ότι η συμφωνία η περιορίζουσα τα ως άνω δικαιώματα του εργαζομένου είναι άκυρη από λόγους δημόσιας τάξης, έπεται ότι ο εργαζόμενος αν ασκήσει το δικαίωμά του αυτό, παρά την ύπαρξη συμφωνίας περί παραίτησης, δε δύναται να αποκρουσθεί για το λόγο αυτό διά της προβολής του περί καταχρηστική άσκησης δικαιώματος αυτοτελούς ισχυρισμού του άρθρου 281 του ΑΚ. Σε κάθε περίπτωση η απλή αδράνεια του εργαζομένου, κατά την κρατούσα στη νομολογία άποψη, και αν ακόμη δημιούργησε στον εργοδότη την πεποίθηση ότι ποτέ δεν θα ασκήσει το συγκεκριμένο δικαίωμά του, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα πρόταση, δεν αρκεί για να καταστήσει την επακολουθήσασα άσκησή του καταχρηστική. Κατ’ακολουθίαν τούτων, ο ως άνω ισχυρισμός ελέγχεται ως μη νόμιμος, γιατί και αληθών υποτιθεμένων όσων πραγματικών περιστατικών εκτίθενται από την εναγόμενη, δε συνιστούν καταχρηστική άσκηση των επίδικων αξιώσεων, καθόσον ο ενάγων με την άσκηση της αγωγής του ούτε επέδειξε κακοπιστία, ούτε παραιτήθηκε νόμιμα των οφειλομένων αποδοχών του. Επομένως, ορθώς απορρίφθηκε ως μη νόμιμος ο ισχυρισμός αυτός από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ο σχετικός όγδοος λόγος της έφεσης της εναγομένης, που πλήττει την εκκαλουμένη για την απόρριψη του ως άνω ισχυρισμού, αβάσιμος και απορριπτέος τυγχάνει.

Στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της. Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Άλλως, βέβαια, θα έχει το πράγμα αν οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ και μέλλουσας ακόμα (ΑΠ 692/2014 Α’ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος) ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις, που δε συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017 “Νόμος”, ΑΠ 228/2014, ΔΕΕ 2014/864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος. ΑΠ 225/2002 ΔΕΕ 2003/331 = ΕΕΔ 2003/1166, ΑΠ 443/1999 ΕλλΔνη 1999/1559 = ΔΕΝ 2000/151 = ΕΕΔ 2000/567 = ΕπιθΙΚΑ 2000/203, ΑΠ 332/1997, ΔΕΕ 1997/1104 = ΕΕργΔ 1998/696, ΤριμΕφΠειρ. 720/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΤριμΕφΘεσ. 262/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος,  Γ. Λεβέντης – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σαν να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον στην περίπτωση αυτή τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 567/2004 ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ 6808/1994, ΔΕΝ 1995/665 = ΕπιθΑσφΔ 1995/392). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοσθεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009 ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010 ΔΕΝ 2010/1061, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αρ. 1050α, σελ. 662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση καταρχάς τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων (MονΕφΠειρ 205/2019 Ιστότοπος Εφετείου Πειραιώς).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα της εναγομένης …….., που δόθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται, κατόπιν απομαγνητοφώνησής της, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του,  β) την κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος με πρωτοβουλία του ενάγοντος μάρτυρα ………., η οποία λήφθηκε κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης της εναγομένης να παραστεί, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ../17.3.2017 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή . .., και περιέχεται στην υπ’αριθμ. ……./23.3.2017 ένορκη βεβαίωση, που δόθηκε ενώπιον της Συμβολαιογράφου Σαμοθράκης …….., καθώς και την κατάθεση του εκτός δίκης εξετασθέντος με πρωτοβουλία της εναγομένης μάρτυρα …………, η οποία λήφθηκε μετά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και προσκομίσθηκε σ’αυτό εντός της προθεσμίας της προσθήκης – αντίκρουσης, κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος να παραστεί, με γνωστοποίηση προς τον τελευταίο του εν λόγω γεγονότος διά σχετικής δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου της εναγομένης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά την εκδίκαση της αγωγής, που έχει καταχωρηθεί στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, περιέχεται δε στην υπ’αριθμ. …../3.10.2017 ένορκη βεβαίωση ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., παραδεκτά μάλιστα επαναπροσκομίζεται ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου και λαμβάνεται υπόψη ως νέο αποδεικτικό μέσο σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 529 του ΚΠολΔ, παρότι δε λήφθηκε υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και αποκρούσθηκε, διότι κρίθηκε ότι προσκομίσθηκε ανεπίτρεπτα εντός της προθεσμίας της προσθήκης – αντίκρουσης, καθώς ο ενάγων κατά τη συζήτηση της αγωγής δεν προέβαλε νέους ισχυρισμούς, αφού ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 529 του ΚΠολΔ, θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτοδίκως, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτοδίκως, αλλά ήταν απαράδεκτα, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση κ.λ.π., είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο (ΑΠ 484/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), δ) τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με σύμβαση παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη προφορικά μεταξύ των διαδίκων στον Πειραιά Αττικής στις 2.4.2013, ο ενάγων, απογεγραμμένος Έλληνας ναυτικός, με αριθμό μητρώου ……, προσλήφθηκε από την εναγόμενη, ανώνυμη ναυτιλιακή εταιρία, για να εργασθεί με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό  – οχηματαγωγό πλοίο, πλοιοκτησίας της τελευταίας, με την ονομασία “Δ”, νηολογίου Πειραιώς, με αριθμό ….., κόρων ολικής χωρητικότητας 9.834, με τη συμφωνία ότι εφαρμοστέα τυγχάνει επί της εργασιακής του σύμβασης η εκάστοτε ισχύουσα Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας των Πληρωμάτων Επιβατηγών – Ακτοπλοϊκών Πλοίων. Ο ενάγων εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο με την προαναφερθείσα ειδικότητα μέχρι και τις 11.6.2013, όταν και απολύθηκε στον Πειραιά λόγω “αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο”, και επαναπροσλήθηκε σ’αυτό στον Πειραιά, επίσης προφορικά, αυθημερόν, για αόριστο χρονικό διάστημα, με την ίδια ειδικότητα και με τους ίδιους όρους, στους οποίους περιλαμβάνεται και η εν λόγω συμφωνία περί εφαρμογής επί της σύμβασης εργασίας του των ρυθμίσεων της εκάστοτε ισχύουσας Σ.Σ.Ν.Ε. των μελών των πληρωμάτων των πλοίων της συγκεκριμένης κατηγορίας, όπου και απασχολήθηκε μέχρι και τις 17.8.2013, όταν και απολύθηκε λόγω χορήγησης προς αυτόν αδείας έως και τις 17.9.2013. Επαναναυτολογήθηκε στο ίδιο πλοίο, επίσης προφορικά, στον Πειραιά, για αόριστο χρόνο, με την ίδια ειδικότητα και τους ίδιους εργασιακούς όρους, στους οποίους περιλαμβάνεται και η προδιαληφθείσα ειδικότερη συμφωνία, στις 24.9.2013, και απασχολήθηκε σ’αυτό έκτοτε συνεχώς μέχρι και τις 10.12.2013, όταν και απολύθηκε, επίσης στον Πειραιά, λόγω “αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο”. Επαναπροσλήφθηκε στο ίδιο πλοίο αυθημερόν, για αόριστο χρονικό διάστημα, στις 10.12.2013, στον Πειραιά, προφορικά, με τους ίδιους εργασιακούς όρους και με την ίδια ειδικότητα, και εργάσθηκε σ’αυτό συνεχώς μέχρι και τις 27.3.2014, όταν και απολύθηκε στον Πειραιά, διότι έλαβε άδεια διαρκείας ενός μηνός, ήτοι μέχρι και τις 27.4.2014. Ακολούθως, με σύμβαση παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε επίσης προφορικά μεταξύ των ιδίων διαδίκων στις 3.5.2014 στον Πειραιά, ο ενάγων προσλήφθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο, με την ίδια ειδικότητα, και με τους αυτούς εργασιακούς όρους, και εργάσθηκε σ’αυτό μέχρι και τις 6.6.2014, όταν και απολύθηκε στον Πειραιά, λόγω “αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο”. Επαναπροσλήφθηκε αυθημερόν, επίσης προφορικά, για αόριστο χρόνο, στον Πειραιά, στο αυτό πλοίο, με την ίδια ειδικότητα και με τους ίδιους όρους εργασίας, και απασχολήθηκε σ’αυτό μέχρι και τις 23.8.2014, όταν και απολύθηκε στον Πειραιά, λόγω χορήγησης προς αυτόν αδείας μέχρι και τις 28.8.2014. Ακολούθως στις 31.8.2014 προσλήφθηκε εκ νέου στο ίδιο πλοίο, στον Πειραιά, επίσης προφορικά και για αόριστο χρόνο, προκειμένου να εργασθεί με την ίδια ειδικότητα και με τους αυτούς όρους, όπερ και εγένετο μέχρι τις 11.11.2014, όταν και απολύθηκε στον Πειραιά, λόγω αδείας, που διήρκησε μέχρι τις 11.12.2014. Αποδείχθηκε επίσης ότι στη συνέχεια επαναπροσλήφθηκε από την εναγόμενη στον Πειραιά με την προσκομιζόμενη από 20.12.2014 έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, στο ίδιο πλοίο, με την ίδια ειδικότητα και συμφωνημένο μηνιαίο “κλειστό” μισθό, ποσού 2.080,74 ευρώ μικτά, και την περαιτέρω συμφωνία ότι εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ των πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών  – Επιβατηγών Πλοίων. Εργάσθηκε στο ανωτέρω πλοίο έως και τις 30.4.2015, όταν και απολύθηκε στον Πειραιά, διότι έλαβε άδεια μέχρι και τις 30.5.2014. Ακολούθως, επαναπροσλήφθηκε από την εναγόμενη στο ίδιο πλοίο στις 14.5.2014, με την επίσης προσκομιζόμενη έγγραφη σύμβαση εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε μεταξύ τους στον Πειραιά, προκειμένου να εργασθεί σ’αυτό με την ίδια ειδικότητα, τον αυτό μηνιαίο “κλειστό” μισθό, και όρους, στους οποίους περιλαμβάνεται και η συμφωνία περί εφαρμογής στην ατομική σύμβαση εργασίας του της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ, που αφορά στα μέλη των πληρωμάτων των πλοίων της συγκεκριμένης κατηγορίας, και απασχολήθηκε στο εν λόγω πλοίο συνεχώς μέχρι και τις 2.6.2015, όταν και απολύθηκε στον Πειραιά λόγω “αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο”. Επαναπροσλήφθηκε αυθημερόν για αόριστο χρόνο στο ίδιο πλοίο προφορικά στον Πειραιά, με τους αυτούς όρους και συμφωνίες, που ίσχυαν και στις προηγούμενες ναυτολογήσεις του, και απασχολήθηκε σ’αυτό, με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, συνεχώς μέχρι και τις 18.8.2015, όταν και απολύθηκε, επίσης στον Πειραιά, λόγω χορήγησης προς αυτόν αδείας, διαρκείας έως και τις 18.9.2015. Στις συνέχεια στις 29.9.2015 προσλήφθηκε εκ νέου από την εναγόμενη, με προφορικά καταρτισθείσα μεταξύ τους στον Πειραιά σύμβαση παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργασθεί ως ναυτόπαις στο ίδιο πλοίο της, με τους ίδιους όρους και συμφωνίες, και πράγματι εργάσθηκε σ’αυτό έως και την 1η.12.2015, όταν και απολύθηκε στον Πειραιά λόγω “αντικατάστασης ναυτολογίου και μεταφοράς σε νέο”. Επακολούθησε αυθημερόν στον Πειραιά νέα προφορική ναυτολόγηση του ενάγοντος από την εναγόμενη στο ίδιο πλοίο, για αόριστο χρόνο, με την ίδια ειδικότητα και εργασιακούς όρους, στο οποίο και απασχολήθηκε μέχρι και τις 24.12.2015, όταν και απολύθηκε στον Πειραιά λόγω αδείας του έως και τις 27.12.2015. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων επαναπροσλήφθηκε  στον Πειραιά από την εναγόμενη στις 5.1.2016 προφορικά, για να εργασθεί στο ίδιο πλοίο για αόριστο χρόνο, με την ίδια ειδικότητα και τους αυτούς όρους εργασίας, όπου και απασχολήθηκε συνεχώς μέχρι και τις 3.5.2016, όταν και απολύθηκε στον Πειραιά λόγω αλλαγής ειδικότητας. Στη συνέχεια ο ενάγων, με την προσκομιζόμενη από 3.5.2016 έγγραφη σύμβαση παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που συνήφθη στον Πειραιά μεταξύ των ιδίων διαδίκων, προσλήφθηκε από την εναγόμενη, προκειμένου να εργασθεί στο ίδιο πλοίο, με την ειδικότητα του ναύτη, και συμφωνημένο μηνιαίο “κλειστό” μισθό, ποσού 3.013,67 ευρώ μικτά, και την περαιτέρω συμφωνία ότι εφαρμοστέα τυγχάνει επί της σύμβασης εργασίας του η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ των μελών των πληρωμάτων των ακτοπλοϊκών επιβατηγών πλοίων, και εργάσθηκε έως την 1η.6.2016, όταν και απολύθηκε, επίσης στον Πειραιά, λόγω “κλεισίματος ναυτολογίου”, και ενώ ήδη από 24.5.2006 το πλοίο έπαψε να εκτελεί δρομολόγια. Επαναπροσλήφθηκε αυθημερόν προφορικά στον Πειραιά στο ίδιο πλοίο με τους ανωτέρω όρους, και εργάσθηκε σ’αυτό για μία μόνο ημέρα, ήτοι μέχρι τις 2.6.2016, όταν και απολύθηκε λόγω διακοπής των δρομολογίων του. ‘Απασες οι ανωτέρω ναυτολογήσεις του ενάγοντος στο συγκεκριμένο πλοίο και η διάρκειά τους, οι οποίες δεν αμφισβητούνται από την εναγόμενη, προκύπτουν σαφώς από τις αντίστοιχες εγγραφές στο προσκομιζόμενο αντίγραφο του ναυτικού του φυλλαδίου. Σε όλες τις ατομικές συμβάσεις, που διέπουν την ένδικη σχέση εργασίας του, έγγραφες και προφορικές, συμφωνήθηκε ειδικότερα από τα διάδικα μέρη ότι εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε ισχύουσα κατά περίπτωση ΣΣΝΕ, που αφορά στα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών – Ακτοπλοϊκών Πλοίων, όπως ήταν και αυτό στο οποίο ναυτολογήθηκε, ως ήδη εκτέθηκε, και επίσης σαφώς κατατέθηκε από τον εξετασθέντα στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής μάρτυρα ανταπόδειξης της εναγομένης …………, ο οποίος, όντας ναυτολογημένος στο ίδιο πλοίο κατά το επίμαχο χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος, αρχικά με την ειδικότητα του Υποπλοιάρχου και στη συνέχεια του Υπάρχου, ρητά και κατηγορηματικά βεβαίωσε ότι ανέκαθεν στα πλοία, πλοιοκτησίας της εναγομένης,  εφαρμοζόταν ως προς τους όρους εργασίας και τις αποδοχές των μελών των πληρωμάτων τους η αντίστοιχη Συλλογική Σύμβαση Ναυτικής Εργασίας της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων (προφανώς εννοώντας την εκάστοτε ισχύουσα), όπερ συνέβη και κατά το έτος 2015, κατά το οποίο τέτοια Συλλογική Σύμβαση ουδέποτε καταρτίσθηκε. Η κρίση του παρόντος Δικαστηρίου ότι σε όλες τις συμβάσεις ναυτολόγησης του ενάγοντος περιλήφθηκε τέτοιος όρος, των εξ αυτών προφορικώς καταρτισθεισών συμπεριλαμβανομένων (στις έγγραφες συμβάσεις μνημονεύεται ρητά), επιρρωνύεται, πέραν της ανωτέρω κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, και από το περιεχόμενο του ναυτικού φυλλαδίου του ενάγοντος, στο οποίο παραπλεύρως της λέξης  «μισθός»  αναγράφονται τα κεφαλαία γράμματα «Σ.Σ.», δηλαδή «Συλλογική Σύμβαση», αλλά και από την αντιπαραβολή του περιεχομένου των έγγραφων ατομικών εργασιακών του συμβάσεων με τις μηνιαίες αποδείξεις πληρωμής του,  οι οποίες εκδίδοντο από την εναγόμενη, και στις οποίες αναγράφεται το σύνολο των προς αυτόν καταβληθέντων κάθε μήνα των χρονικών διαστημάτων των ναυτολογήσεών του ποσών, και εκ των οποίων σαφώς προκύπτει ότι, πλέον του συμφωνηθέντος «κλειστού» μηνιαίου μισθού, που ουσιαστικά περιελάμβανε το μισθό ενεργείας της ειδικότητας κυρίως του ναυτόπαιδα, και επ’ολίγον του ναύτη, με τις οποίες ναυτολογήθηκε, το επίδομα Κυριακών, το επίδομα βαριάς και ανθυγιεινής εργασίας, τις αποδοχές αδείας μετά του μηνιαίου αντιτίμου τροφής, και τη μηνιαία αναλογία δώρων εορτών, όμως, ακριβώς όπως αυτά καθορίζονταν από τις εκάστοτε ισχύσασες για τα ως άνω διαστήματα Σ.Σ.Ν.Ε., καθώς και το πάγιο ποσό, που ελάμβανε μηνιαίως ως αμοιβή υπερωριακής απασχόλησης, καταβάλλοντο σ’αυτόν και χρηματικά ποσά, τα οποία ειδικά προβλέπονται ως καταβλητέα για διάφορες αιτίες στα μέλη των πληρωμάτων των πλοίων της συγκεκριμένης κατηγορίας από την αντίστοιχη Σ.Σ.Ν.Ε. (επίδομα έχμασης οχημάτων, αμοιβή για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων «εξπρές» και πλόων «άγονης γραμμής»), όπως επίσης εγένετο και κατά το έτος 2015, που τέτοια σύμβαση δεν είχε συναφθεί και η ισχύς της αμέσως προηγουμένης είχε λήξει, σύμφωνα με τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής του, στις οποίες εμφαίνεται ότι, εκτός από τα εν λόγω επιδόματα, ο ενάγων ελάμβανε κάθε μήνα και άλλα χρηματικά ποσά με την αιτιολογία «λοιπά επιδόματα Σ.Σ.Ε.», και εκ των οποίων ευχερώς συνάγεται το συμπέρασμα ότι το ύψος των ποσών, που του καταβάλλοντο μηνιαίως, υπολογιζόταν κάθε φορά από την εργοδότριά του με βάση τις ρυθμίσεις της Σ.Σ.Ν.Ε. του προηγουμένου έτους, όπερ καταδεικνύει ότι η βούληση των διαδίκων κατά τη σύναψη των εργασιακών συμβάσεων του ενάγοντος ήταν να ρυθμίζεται ο μισθός του τελευταίου σύμφωνα με τους όρους της τελευταίας ισχύσασας ΣΣΝΕ και σε περίπτωση σύναψης νέας η εφαρμογή αυτής. Επομένως, εφόσον στις συμβάσεις εργασίας του ενάγοντος περιλήφθηκε τέτοιος όρος περί εφαρμογής στις εργασιακές του σχέσεις της εκάστοτε ισχύουσας ΣΣΝΕ και όχι συγκεκριμένης ΣΣΝΕ, όπως έγινε και στην από 20.12.2014 έγγραφη σύμβασή του, διαρκούσης της οποίας έληξε η ισχύς της ΣΣΝΕ του έτους 2014, και στις μεταγενέστερες αυτής, που καταρτίσθηκαν εντός του έτους 2015, εφαρμοστέα για τις αξιώσεις του, που αφορούν στο έτος αυτό (2015), κατά το οποίο ουδέποτε συνήφθη τέτοια Σύμβαση, τυγχάνει η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ (του έτους 2014), η οποία τοιουτοτρόπως κατέστη περιεχόμενο των ατομικών συμβάσεων εργασίας του, και κατά το χρόνο σύναψης (8.4.2014), αλλά και κύρωσης της οποίας [24.6.2014 με την υπ’αριθμ. 3525.1.5/01/2014 (ΦΕΚ Β΄ 1664/24.6.2014) απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου] ο ανωτέρω ήταν ναυτολογημένος σε πλοίο της ενάγουσας, μέχρι τη σύναψη νέας, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, ενώ η ιδιότητα των διαδίκων ως μέλη των οργανώσεων, που συμβλήθηκαν στην κατάρτιση της συγκεκριμένης ΣΣΝΕ, ώστε να διέπονται από τις διατάξεις της, του μεν ενάγοντος της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας και της εναγομένης του Συνδέσμου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας αντίστοιχα, ως προς μεν τον ενάγοντα προκύπτει από το γεγονός ότι υπέρ της ως άνω Ομοσπονδίας παρακρατούντο πάντοτε από την εργοδότριά του από τις μηνιαίες αποδοχές του χρηματικά ποσά, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες αποδείξεις πληρωμής του, ως προς δε την εναγόμενη προκύπτει καθώς δεν αμφισβητήθηκε ειδικά από την τελευταία. Κατ’ακολουθίαν τούτων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, έστω και με εν μέρει διάφορη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, κατέληξε στο ορθό συμπέρασμα, δηλαδή ότι οι επίδικες αξιώσεις του ενάγοντος εκ των συμβάσεων εργασίας του στο πλοίο της εναγομένης, που αφορούν στο έτος 2015, ρυθμίζονται από την αντίστοιχη ΣΣΝΕ του προηγουμένου έτους (του έτους 2014) και απέρριψε τις προβληθείσες αιτιάσεις της εναγομένης περί νόμω αβασίμου των αξιώσεων αυτών, ορθά τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε, και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, με τον οποίο επαναφέρεται ο απορριφθείς ισχυρισμός της, απορριπτομένων ως αβασίμων.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 των Σ.Σ.Ν.Ε. των Πληρωμάτων Ακτοπλοΐκών Επιβατηγών Πλοίων των ετών 2013, 2014 και 2016, οι οποίες τυγχάνουν εφαρμοστέες εν προκειμένω κατά το χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, αλλά και στο έτερο πλοίο της εναγομένης, στο οποίο επίσης αυτός ναυτολογήθηκε στη συνέχεια, κατά τα κατωτέρω εκτιθέμενα, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα για όλους τους ναυτικούς που αφορούν, ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους τούτου υπηρεσίας. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ Νόμος,  ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 των εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 των ιδίων Σ.Σ.Ν.Ε. εξευρίσκεται δια της διαίρεσης του μισθού ενεργείας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία, που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας), αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Εν προκειμένω εκ των προαναφερθέντων αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:  Το πλοίο «Δ» κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων σ’αυτό του ενάγοντος, με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα αρχικά και του ναύτη επ’ολίγον στη συνέχεια, πραγματοποιούσε πλόες σε εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής, και συγκεκριμένα εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια, σε γραμμές ενταγμένες στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών, μεγάλης διάρκειας, που συνήθως υπερέβαιναν τις 12 ώρες (συχνά προσέγγιζαν και τις 24 ώρες), και εναλλάσσονταν εντός της εβδομάδας και εντός του έτους, επτά εβδομαδιαίως, με αφετηρία και προορισμό λιμένες διαφόρων νήσων των Δωδεκανήσων (Ρόδο, Αστυπάλαια, Τήλο, Νίσυρο, Κω, Κάλυμνο, Πάτμο, Λέρο, Λειψούς, Σύμη, Καστελόριζο), και άπαξ εβδομαδιαίως με λιμένα αφετηρίας αυτόν του Πειραιά, και με ενδιάμεσες στάσεις σε πολλούς λιμένες των ως άνω νήσων στο κάθε δρομολόγιο, πλην των χρονικών διαστημάτων από 11.6.2015 έως 24.6.2015, από 2.4.2016 έως 22.4.2016 και από 24.5.2016 έως 1.6.2016, κατά τα οποία δεν εκτέλεσε δρομολόγια. Σημειωτέον ότι τα δρομολόγια του πλοίου κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα, που αναλυτικά ανά περιόδους των επίμαχων διαστημάτων και ανά ημέρα της εβδομάδας παρατίθενται στην εκκαλουμένη απόφαση, ουδέποτε αμφισβητήθηκαν από την εναγόμενη, οι δε επ’αυτών παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου δεν πλήττονται ειδικά με λόγο έφεσης, προς τούτο μάλιστα και δεν επαναλαμβάνονται στην παρούσα απόφαση, αφού δεν απαιτείται για την αιτιολόγηση της δικανικής κρίσης επί την εκκληθέντων κεφαλαίων. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα είχαν ναυτολογηθεί και εργάζονταν στο συγκεκριμένο πλοίο ως κατώτερο πλήρωμα καταστρώματος, ένας ναύκληρος, δύο υποναύκληροι, δώδεκα ναύτες, και ένας ναυτόπαις (ο ενάγων), σύμφωνα με τις καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών πληρώματος των περιόδων, που ενδιαφέρουν εν προκειμένω, τις οποίες (καταστάσεις) η ίδια η εναγόμενη επικαλείται και προσκομίζει, και όχι δύο ναυτόπαιδες, όπως αβάσιμα αυτή διατείνεται, προσκομίζοντας προς επίρρωση του ισχυρισμού της το από 8.1.2008 έγγραφο, που αναφέρεται στην οργανική σύνθεση του πληρώματος του συγκεκριμένου πλοίου, και δεν αναιρεί αυτό και μόνο (λόγω και του χρόνου έκδοσής του) την ανωτέρω παραδοχή. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από τους δώδεκα ναύτες του πληρώματος οι εξ αυτών έξι απασχολούντο ανά ζεύγη στις φυλακές της γέφυρας του πλοίου, εναλλασσόμενοι εκ περιτροπής σε δύο τετράωρες βάρδιες εντός του εικοσιτετραώρου, ενώ οι λοιποί έξι (απασχολούντο) ως ημερεργάτες («ντεϊμάνηδες»), ένας δε εξ αυτών στην πρωϊνή βάρδια, εκτελώντας εργασίες απαραίτητες για τον κατάπλου και απόπλου του πλοίου, όπως η πρόσδεση του πλοίου, η πόντιση της άγκυρας, η φορτοεκφόρτωση και έχμαση των οχημάτων στο χώρο στάθμευσης αυτού (γκαράζ), η ασφαλής πρόσδεσή τους και αντίστοιχα η αποδέσμευσή τους πριν την προσέγγιση στο λιμένα προορισμού τους, επιπροσθέτως δε, ενώ το πλοίο βρισκόταν εν πλω, εφόσον ο χρόνος επαρκούσε μεταξύ των λιμένων του δρομολογίου, κυρίως όμως στους λιμένες του Πειραιά και της Ρόδου, στους οποίους προβλεπόταν παραμονή του πλοίου γα περισσότερο χρόνο, συμμετείχαν σε εργασίες καθαρισμού και ευπρεπισμού στους χώρους των καταστρωμάτων και του γκαράζ, σε αποκομιδή των απορριμάτων, και σε διενέργεια μικροσυντηρήσεων. Ο ενάγων, ως ναυτόπαις, ακολουθούσε το ωράριο των ημερεργατών, και εκτελούσε τα ίδια με αυτούς καθήκοντα, συνδράμοντάς τους σε όλες τις εργασίες τους. Ειδικότερα όταν το πλοίο κατέπλεε σε λιμένες συμμετείχε στις εργασίες κατάπλου και στη συνέχεια απόπλου, πρόσδεσης, απόδεσης, φορτοεκφόρτωσης και ασφαλούς έχμασης των οχημάτων στο γκαράζ, επί μισή ώρα προ της άφιξης του πλοίου και επί μισή ώρα μετά την αναχώρησή του από τον κάθε λιμένα (στο λιμένα του Πειραιά οι σχετικές εργασίες διαρκούσαν τρεις ώρες προ του απόπλου), και επιπροσθέτως απασχολείτο και στο χώρο της αποθήκης των αποσκευών και δεμάτων, που βρισκόταν εντός του γκαράζ, ήτοι ενός ανοικτού (μη στεγασμένου χώρου) με μεταλλικά ράφια, όπου οι επιβάτες τοποθετούσαν τις αποσκευές τους, βοηθώντας τους να τις εναποθέσουν και να τις τακτοποιήσουν κατά την επιβίβασή τους, και, αντίστοιχα, να τις παραλάβουν όταν αποβιβάζονταν, εκτελώντας ουσιαστικά καθήκοντα αποθηκάριου, αλλά επίσης συνέδραμε και στο χώρο της «κλειστής» αποθήκης του πλοίου, όπου τοποθετούνταν τα ασυνόδευτα δέματα. Περαιτέρω, ως ναυτόπαις, ενώ το πλοίο βρισκόταν εν πλω μεταξύ των διαφόρων λιμένων του δρομολογίου, εφόσον υπήρχε διαθέσιμος χρόνος, διότι, όπως είναι προφανές, όταν το ημερήσιο δρομολόγιο του πλοίου προέβλεπε αλλεπάλληλες αφίξεις και αναχωρήσεις σε λιμένες νήσων, που απείχαν μικρή απόσταση μεταξύ τους, ο χρόνος στο ενδιάμεσο δεν επαρκούσε, καθώς προείχε η εκτέλεση από το πλήρωμα όλων των απαιτούμενων να διενεργηθούν κατά τον απόπλου και τον κατάπλου του εργασιών, στις οποίες συμμετείχε, κατά τα προεκτεθέντα, αλλά κυρίως στους λιμένες του Πειραιά και της Ρόδου, όπου το πλοίο παρέμενε για μεγαλύτερο χρονικό διάστημα, απασχολείτο μαζί με τους ημερεργάτες σε εργασίες καθαριότητας στους χώρους των καταστρωμάτων, στους εξωτερικούς διαδρόμους, και στις κλίμακες του πλοίου, που χρησιμοποιούντο από τους επιβάτες καθόλη τη διάρκεια του ταξιδιού, καθώς και στο χώρο του γκαράζ, που ρυπαινόταν συνεχώς λόγω των μεταφερομένων οχημάτων, στην αποκομιδή των απορριμάτων, και σε μικροσυντηρήσεις, που απαιτούντο καθημερινά για την προστασία του πλοίου από τη φθορά του θαλάσσιου περιβάλλοντος, καθώς και σε ξυλουργικές, επισκευαστικές και κατασκευαστικές εργασίες, μικρής κλίμακας, που του ανατίθεντο, διότι στο παρελθόν εργαζόταν ως ξυλουργός (ιδίως στους λιμένες του Πειραιά και της Ρόδου, κατά τις ώρες που δεν ελάμβανε χώρα φορτοεκφόρτωση, πραγματοποιείτο από τους ημερεργάτες ναύτες, με τη συνδρομή του ενάγοντος, γενική καθαριότητα  στους χώρους των καταστρωμάτων και των γκαράζ του πλοίου, και εκτελούντο και όλες οι εργασίες συντήρησης, που δε μπορούσαν να διεκπεραιωθούν εν πλω). Σημειωτέον ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα, που εκτείνονται εντός των ετών 2015 και 2016, η επιβατική κίνηση ακόμη και κατά τη χειμερινή περίοδο ήταν ιδιαίτερα αυξημένη λόγω της μεταφοράς με το συγκεκριμένο πλοίο μεγάλου αριθμού προσφύγων από τα νησιά των Δωδεκανήσων προς την ηπειρωτική χώρα, οι οποίοι χρησιμοποιούσαν όλους τους χώρους του πλοίου, ακόμη και τους εξωτερικούς, όταν οι καιρικές συνθήκες το επέτρεπαν, όπερ επέβαλε τη συνεχή εγρήγορση και επαγρύπνηση των μελών του πληρώματος καταστρώματος, που είχαν επιφορτισθεί με το καθήκον να εκτελούν περιπολίες, προκειμένου να ελέγχουν ότι πληρούνται οι απαιτούμενες προϋποθέσεις και προδιαγραφές καθαριότητας και υγιεινής, καθώς και ότι τηρούνται άπαντα τα προβλεπόμενα μέτρα ασφαλείας. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά το χρονικό διάστημα, που ο ενάγων ναυτολογήθηκε στο συγκεκριμένο πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, και αυτό εκτελούσε ακόμη δρομολόγια, ήτοι από 4.5.2014 έως 23.5.2016, είχε επιφορτισθεί με τα ίδια καθήκοντα, που είχε αναλάβει να εκτελεί και ως ναυτόπαις, απασχοληθείς ειδικότερα ως ημερεργάτης με το αυτό, όπως και προηγουμένως, ημερήσιο ωράριο εργασίας, και συγκεκριμένα συμμετείχε, με τους λοιπούς ημερεργάτες, στις εργασίες απόπλου και κατάπλου σε κάθε λιμένα των δρομολογίων του πλοίου, φορτοεκφόρτωσης και έχμασης των οχημάτων στο γκαράζ, αλλά και καθαριότητας, ευπρεπισμού, και συντήρησης όλων των χώρων του. Λόγω του μεγάλου αριθμού των λιμένων, τους οποίους προσέγγιζε το συγκεκριμένο πλοίο σε κάθε ταξίδι του, του ότι ακόμα και τους χειμερινούς μήνες, κατά τους οποίους κατά κανόνα η τουριστική κίνηση είναι μικρή (κατά τους θερινούς μήνες τα προαναφερόμενα νησιά των Δωδεκανήσων παρουσιάζουν μεγάλη τουριστική επισκεψιμότητα), η επιβατική κίνηση ήταν κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σημαντικά αυξημένη, κυρίως λόγω του αριθμού των προσφύγων, που μεταφέρονταν κατά τα προεκτεθέντα, πολλώ δε μάλλον που το εν λόγω πλοίο πάντοτε μετέφερε μεγάλο αριθμό Ι.Χ.Ε. αυτοκινήτων, αλλά και φορτηγών με προμήθειες για όλα τα προαναφερθέντα λιμάνια, καθώς και ασυνόδευτες καρότσες για τον εφοδιασμό των νήσων των δρομολογίων του με προϊόντα προς κάλυψη των αναγκών των κατοίκων τους, δεδομένου ότι στη συγκεκριμένη γραμμή δεν υπήρχε τότε δρομολογημένο άλλο πλοίο, ο ενάγων ήταν υποχρεωμένος εξαιτίας των αυξημένων αναγκών, και παρά την πλήρη οργανική σύνθεση του κατώτερου πληρώματος καταστρώματος, λαμβανομένης, όμως, πάντοτε υπόψη της ναυτολόγησης του ιδίου ως του μοναδικού ναυτόπαιδα, να εργάζεται υπό αμφότερες τις ειδικότητες, με τις οποίες απασχολήθηκε στο πλοίο, υπερωριακά, δηλαδή πέραν του νομίμου οκταώρου. Με βάση όλα τα προεκτεθέντα και ενόψει ιδίως: α) Των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο σε τακτικές ακτοπλοϊκές γραμμές, και εκτελούσε σε καθημερινή βάση πλόες μεγάλης διάρκειας, β) της σταθερής καταβολής σ’αυτόν κάθε μήνα συγκεκριμένων χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, όπως άλλωστε προβλεπόταν και στις συμβάσεις εργασίας του, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του με βάση τις ειδικότητες, με τις οποίες ναυτολογήθηκε και εργάσθηκε, και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του στο συγκεκριμένο πλοίο ανερχόταν σε 12 ώρες. Επομένως, κατά τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του, ο ενάγων απασχολήθηκε καθημερινά στο ανωτέρω πλοίο της εναγομένης υπερωριακά, και δη πέραν των 8 ωρών, που καθορίζονται στο άρθρο 11 των εν προκειμένω εφαρμοστέων Σ.Σ.Ν.Ε. των ετών 2014 και 2015 ως ώρες υποχρεωτικής ημερήσιας εργασίας για όλους τους ναυτικούς, εν πλω και στο λιμάνι, επί 4 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ενώ η δωδεκάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες των συγκεκριμένων χρονικών περιόδων θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, με αποτέλεσμα να δικαιούται της προβλεπομένης στις ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. πρόσθετης αμοιβής, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη.  Tο γεγονός ότι το ως άνω πλοίο τα ένδικα χρονικά διαστήματα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος (αν και με μοναδικό ναυτόπαιδα τον ενάγοντα) δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου ως προς την παρασχεθείσα καθημερινά απ’αυτόν υπερωριακή εργασία, αφού αυτή είναι απότοκος, αφενός της αυξημένης κίνησης στα ανωτέρω νησιά των Δωδεκανήσων, αφετέρου των δρομολογίων εξπρές, που όπως θα εκτεθεί κατωτέρω εκτελούσε το πλοίο, δεδομένου μάλιστα ότι σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 87, 88 και 89 του Κώδικα Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου (ΝΔ 187/1973), η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια του πλοίου κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν συνεπάγεται αυτονοήτως την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι η εναγόμενη, αρνούμενη την επικαλούμενη από τον ενάγοντα ημερήσια διάρκεια της πέραν του νομίμου ωραρίου απασχόλησής του, διατείνεται ότι ο ακριβής αριθμός των ωρών της υπερωριακής του εργασίας κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο συγκεκριμένο πλοίο εντός των ετών 2015 και 2016, προκύπτει σαφώς από τις προσκομιζόμενες από την ίδια και φέρουσες την υπογραφή του, κατόπιν ελέγχου του περιεχομένου τους, «καταστάσεις μηνιαίων υπερωριών πληρώματος», στις οποίες, όπως ισχυρίζεται, έχουν καταχωρηθεί αναλυτικά, τόσο ο συνολικός αριθμός των ωρών, κατά τις οποίες όλα τα μέλη  του πληρώματος εργάσθηκαν υπερωριακά τον αντίστοιχο μήνα, όσο και οι καταβληθείσες για την αιτία αυτή στον καθέναν τους αποδοχές, προσθέτοντας ότι ο ενάγων ουδέποτε εναντιώθηκε στις σχετικές εγγραφές, ούτε διατύπωσε οιαδήποτε επιφύλαξη περί την ορθότητά τους, ή αμφισβήτησε τη γνησιότητα των επ’αυτών τεθεισών υπογραφών του, ούτε, βέβαια, προέβαλε ισχυρισμό περί πλάνης του ή εξαπάτησής του από τους προστηθέντες της κατά την κατάρτιση και χορήγησή τους, και μάλιστα επί μακρόν, δεδομένου ότι απασχολήθηκε σε πλοία της επί σχεδόν τέσσερα (4) χρόνια, αλλά και από τα εκκαθαριστικά σημειώματα αποδοχών του, τα οποία του χορηγούντο στο τέλος κάθε ημερολογιακού μήνα και ανέφεραν λεπτομερώς όλες τις επιμέρους αποδοχές του, και περί των οποίων επίσης ουδόλως διαμαρτυρήθηκε, διεκδικώντας επιπλέον ποσά ως οφειλόμενα εκ της εργασίας του. Όμως, οι συγκεκριμένες εγγραφές στις καταστάσεις των μηνιαίων υπερωριών δεν είναι ακριβείς και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα, όπως βασίμως ισχυρίζεται ο ενάγων, ο οποίος πράγματι εργαζόταν υπερωριακά ως ανωτέρω αναλυτικά εκτίθεται, αναγκαζόμενος να υπογράφει παραπλεύρως των εγγραφών αυτών υπό το φόβο της τυχόν απόλυσής του σε περίπτωση διαμαρτυρίας του (βλ. σχετ. περί αυτού ΕφΠειρ 56/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).  Εξάλλου, η ανεπιφύλακτη παραλαβή και υπογραφή από τον ενάγοντα των μηνιαίων μισθοδοτικών του καταστάσεων δεν ενέχει, χωρίς άλλο, παραίτηση αυτού από τα νόμιμα δικαιώματά του. Ακόμη όμως κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η υπογραφή αυτή ήταν παραίτηση (άφεση χρέους), και πάλι στερείται εννόμου επιρροής, καθώς κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν 2112/1920, 5 παρ. 1 α.ν. του 539/1945, 8 παρ.4 του νδ 4020/1920 και 8 παρ.4 του ν.δ/τος 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δε συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζόμενου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο ελάχιστα όρια των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας, και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 1569/2017, Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του στο συγκεκριμένο πλοίο, όταν αυτό εκτελούσε δρομολόγια, εργαζόταν ημερησίως επί 12 ώρες, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, τόσο κατά το διάστημα, κατά το οποίο ήταν ναυτολογημένος με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, όσο και κατά το διάστημα, κατά το οποίο προσλήφθηκε και εργάσθηκε σ’αυτό με την ειδικότητα του ναύτη, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Δικαιούται, επομένως, ο ενάγων της προβλεπομένης στις εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε. αμοιβής για την παρασχεθείσα υπερωριακή του εργασία, συνολικού ποσού 16.333,88 ευρώ, στο οποίο, κατά παραδοχήν σχετικής ένστασης της εναγομένης, πρέπει να συμψηφισθεί το ποσό των 1.724,34 ευρώ, το οποίο αυτός εισέπραξε κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του ως «έκτακτες αμοιβές», σε εκτέλεση συμφωνίας τους περί συμψηφισμού των εν λόγω ποσών με τυχόν αξιώσεις του από υπερωριακή του απασχόληση, που περιλήφθηκε στις εργασιακές του συμβάσεις, με αποτέλεσμα να δικαιούται πλέον το υπόλοιπο ποσό των 14.609,04 ευρώ. Σημειωτέον ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του ύψους της οφειλομένης στον ενάγοντα αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση στο εν λόγω πλοίο της εναγομένης, και ειδικότερα οι παραδοχές του, που αναφέρονται στον τρόπο υπολογισμού του χρηματικού ποσού, το οποίο τελικά έγινε δεκτό ότι δικαιούται να λάβει για τη συγκεκριμένη αιτία, δεν πλήττονται ειδικά από την εναγόμενη με την έφεσή της, αλλά μόνον οι παραδοχές, που αφορούν στη διάρκεια της ημερήσιας εργασίας του στο πλοίο αυτό, ούτε βέβαια προσβάλλεται η πρωτόδικη κρίση επί της ουσιαστικής βασιμότητας της προβληθείσας από την ίδια ένστασης συμψηφισμού της ως άνω αγωγικής αξίωσης με καταβληθέντα στον ενάγοντα χρηματικά ποσά. Αποδείχθηκε επίσης από τα αυτά αποδεικτικά μέσα ότι, με έγγραφη σύμβαση παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας, που καταρτίσθηκε μεταξύ των διαδίκων στον Πειραιά, στις 30.8.2016, ο ενάγων προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε αυθημερόν για αόριστο χρόνο με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, στο υπό ελληνική σημαία, επιβατηγό/οχηματαγωγό πλοίο με την ονομασία «BS2», με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ….., κόρων ολικής χωρητικότητας 16.172,24 ευρώ, επίσης πλοιοκτησίας της εναγομένης, με την περαιτέρω συμφωνία ότι στην εργασιακή του σύμβαση εφαρμοστέα τυγχάνει η εκάστοτε ισχύουσα Σ.Σ.Ν.Ε., που ρυθμίζει τα των αποδοχών και των όρων εργασίας των μελών των πληρωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων, και απασχολήθηκε σ’αυτό συνεχώς μέχρι και τις 27.10.2016, όταν και απολύθηκε λόγω μετάθεσης, σύμφωνα με την αντίστοιχη εγγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο, όπερ επίσης δεν αμφισβητήθηκε από την εναγόμενη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το εν λόγω πλοίο, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησης σ’αυτό του ενάγοντος, εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια μεγάλης διάρκειας, που κατά κανόνα υπερέβαιναν κατά πολύ τις 12 ώρες, σε γραμμή ενταγμένη στο γενικό δίκτυο ακτοπλοϊκών συγκοινωνιών. Συγκεκριμένα κατά το χρονικό διάστημα από 30.8.2016 έως 5.9.2016 πραγματοποίησε δρομολόγια, που εναλλάσονταν εντός της εβδομάδας, με αφετηρία κυρίως το λιμένα της Θήρας και με ενδιάμεσες στάσεις και προορισμό λιμένες νήσων των Δωδεκανήσων (Κω, Ρόδου και Καρπάθου) ενώ α) μία φορά αναχώρησε από το λιμένα της Κω με προοορισμό τον Πειραιά και ενδιάμεση στάση το λιμένα της Θήρας, β) μία φορά απέπλευσε από το λιμένα της Θήρας με προορισμό το λιμένα του Πειραιά, από τον οποίο αναχώρησε στη συνέχεια με προορισμό τη Μύκονο και ενδιάμεση στάση τη Σύρο, και στον οποίο επέστρεψε με ενδιάμεση στάση στον ίδιο λιμένα, γ) μία φορά αναχώρησε από το λιμένα του Πειραιά με προορισμό τη Μύκονο και ενδιάμεση στάση τη Σύρο και επέστρεψε στον Πειραιά από τη Μύκονο και πάλι μέσω Σύρου, και δ) μία φορά εκτέλεσε το δρομολόγιο Θήρα – Πειραιάς. Κατά το χρονικό διάστημα από 6.9.2016 έως 27.10.2016 το συγκεκριμένο πλοίο εκτελούσε καθημερινά δρομολόγια με λιμένα αφετηρίας τρεις φορές την εβδομάδα αυτόν της Θήρας, και προορισμό την Κάρπαθο, με ενδιάμεσες στάσεις τους λιμένες της Κω και της Ρόδου, από την οποία επέστρεφε στην Κω μέσω Καρπάθου, τρεις φορές την εβδομάδα εκτελούσε το δρομολόγιο Θήρα – Πειραιάς, ενώ άπαξ εβδομαδιαίως αναχωρούσε από το λιμένα του Πειραιά με προορισμό το λιμένα της Θήρας, στον οποίο κατέπλεε την επόμενη ημέρα. Σημειωτέον ότι τα δρομολόγια του συγκεκριμένου πλοίου, όπως αυτά υπό μορφήν πινάκων αναφέρονται στο αγωγικό δικόγραφο, δεν αμφισβητήθηκαν από την εναγόμενη, ενώ ούτε η επ’αυτών κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, με την οποία ουσιαστικά υιοθετήθηκαν οι σχετικοί αγωγικοί ισχυρισμοί (μάλιστα υπό την αυτή μορφή παρατίθενται τα δρομολόγια και στην εκκαλουμένη), πλήττεται ειδικά με λόγο έφεσης από την ανωτέρω διάδικο. Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων, ως ναυτόπαις στο εν λόγω πλοίο, είχε επιφορτισθεί ακριβώς με τα ίδια καθήκοντα με αυτά, που είχε αναλάβει να εκτελέσει όταν είχε ναυτολογηθεί με την ίδια ειδικότητα και στο έτερο πλοίο της εναγομένης με την ονομασία «Δ», και συγκεκριμένα συνέδραμε τους ημερεργάτες ναύτες του πλοίου στις εργασίες απόπλου και κατάπλου σε κάθε λιμένα των δρομολογίων του, φορτοεκφόρτωσης και έχμασης των μεταφερομένων οχημάτων στο χώρο του γκαράζ, αλλά και καθαριότητας, ευπρεπισμού, και συντήρησης όλων των χώρων του πλοίου, ακολουθώντας το ημερήσιο ωράριο εργασίας τους. Λαμβανομένων υπόψη των παραμέτρων, που ήδη εκτέθηκαν και για το έτερο πλοίο, στο οποίο επίσης εργάσθηκε ο ενάγων, και επιπροσθέτως, των δρομολογίων, που εκτελούσε το συγκεκριμένο πλοίο, κατά τη διάρκεια των οποίων προσέγγιζε συγκριτικά μικρότερο αριθμό λιμένων σε κάθε δρομολόγιο, και της περιόδου του έτους, κατά την οποία ο ενάγων απασχολήθηκε σ’αυτό (που ως επί το πλείστον συμπίπτει με τη φθινοπωρινή περίοδο), και το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι ο ανωτέρω ήταν υποχρεωμένος, εξαιτίας των αυξημένων αναγκών, και προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, να εργάζεται υπερωριακά σε καθημερινή βάση, ήτοι πέραν του νομίμου οκταώρου, καθώς και ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του ανερχόταν σε 11 ώρες, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών της επίμαχης περιόδου. Επομένως, κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του στο συγκεκριμένο πλοίο ο ενάγων απασχολήθηκε καθημερινά σ’αυτό υπερωριακά, και δη πέραν των 8 ωρών, που καθορίζονται στο άρθρο 11 της εν προκειμένω εφαρμοστέας Σ.Σ.Ν.Ε. του έτους 2016 ως ώρες υποχρεωτικής ημερήσιας εργασίας για όλους τους ναυτικούς, εν πλω και στο λιμάνι, επί 3 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, ενώ η ενδεκάωρη εργασία του κατά τα Σάββατα και τις αργίες της επίδικης περιόδου θεωρείται εξ ολοκλήρου υπερωριακή, με αποτέλεσμα να δικαιούται της προβλεπομένης στις ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. πρόσθετης αμοιβής, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη. Σημειωτέον ότι, όσον αφορά τον αρνητικό της αγωγής ισχυρισμό της εναγομένης περί ανεπιφύλακτης υπογραφής και παραλαβής από τον ενάγοντα των «καταστάσεων μηνιαίων υπερωριών πληρώματος» του συγκεκριμένου πλοίου, καθώς και των μηνιαίων αποδείξεων πληρωμής των αποδοχών του, που του χορηγούντο ανελλιπώς από την ανωτέρω κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο πλοίο αυτό, όπερ, όπως διατείνεται, καταδεικνύει ότι ο ενάγων ουδέποτε εργάσθηκε υπερωριακά σε αμφότερα τα πλοία της, αφού ουδόλως διαμαρτυρήθηκε επί των σχετικών εγγραφών αναφορικά με τις ώρες υπερωρίας του και τις αναλογούσες σ’αυτές αμοιβές, ισχύουν τα όσα έχουν ήδη αναφερθεί για τα αντίστοιχα έγγραφα, που αφορούσαν στο έτερο πλοίο της ιδίας, στο οποίο επίσης ο ενάγων ναυτολογήθηκε και απασχολήθηκε κατά το παρελθόν. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του επίσης δέχθηκε ότι ο ενάγων κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του στο συγκεκριμένο πλοίο, εργαζόταν ημερησίως επί 11 ώρες, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τον τρίτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων. Δικαιούται, επομένως, ο ενάγων της προβλεπομένης στην εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. αμοιβής για την παρασχεθείσα υπερωριακή του εργασία, συνολικού ποσού 1.804,44 ευρώ, στο οποίο, κατά παραδοχήν σχετικής ένστασης της εναγομένης, πρέπει να συμψηφισθεί το ποσό των 665,13 ευρώ, το οποίο αυτός εισέπραξε κατά τη διάρκεια της ναυτολόγησής του ως «έκτακτες αμοιβές», σε εκτέλεση συμφωνίας τους περί συμψηφισμού των εν λόγω ποσών με τυχόν αξιώσεις του από υπερωριακή του απασχόληση, που περιλήφθηκε στην εργασιακή του σύμβαση, με αποτέλεσμα να δικαιούται πλέον το υπόλοιπο ποσό των 1.139,31 ευρώ. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του ύψους της οφειλομένης στον ενάγοντα αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση στο εν λόγω πλοίο της εναγομένης, και ειδικότερα οι παραδοχές του, που αναφέρονται στον τρόπο υπολογισμού του χρηματικού ποσού, το οποίο έγινε τελικά δεκτό ότι δικαιούται να λάβει για τη συγκεκριμένη αιτία, δεν πλήττονται ειδικά από την εναγόμενη με την έφεσή της, αλλά μόνον οι παραδοχές, που αφορούν στη διάρκεια της ημερήσιας εργασίας του στο πλοίο αυτό, ούτε βέβαια προσβάλλεται η πρωτόδικη κρίση επί της ουσιαστικής βασιμότητας της προβληθείσας από την ίδια ένστασης συμψηφισμού της ως άνω αγωγικής αξίωσης με τα από πλευράς της καταβληθέντα στον αντίδικό της, διαρκούσης της ναυτολόγησής του, χρηματικά ποσά ως «έκτακτες αμοιβές».

Από τη διάταξη του άρθρου 14 των Σ.Σ.Ν.Ε. των ετών 2014 και 2016, σε συνδυασμό προς εκείνες των παραγράφων 1, 2, 3 και 7 της υπ’ αριθμ. 70109/8008/14.12.1982 Αποφάσεως του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας «περί των προϋποθέσεων χορηγήσεως επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα προς τους δικαιούμενους ναυτικούς» (ΦΕΚ Β΄ 1/7.1.1982) προκύπτει ότι οι ως άνω ναυτικοί δικαιούνται επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα ίσων προς ένα μηνιαίο μισθό και μισθό 15 ημερών, αντιστοίχως, εάν η σχέση εργασίας διήρκησε καθ’όλο το διάστημα από 1ης Μαΐου μέχρι 31ης Δεκεμβρίου και από 1ης Ιανουαρίου μέχρι 30ης Απριλίου αντιστοίχως, ή 2/25 του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο δεκαεννεαήμερο χρονικό διάστημα και 1/15 του ημίσεως του μηνιαίου μισθού ανά έκαστο οκταήμερο χρονικό διάστημα, αντιστοίχως ή ανάλογο κλάσμα επί χρονικού διαστήματος μικρότερου του δεκαεννεαημέρου ή του οκταημέρου, εάν η σχέση εργασίας δε διήρκησε καθόλο το ως άνω διάστημα, αντιστοίχως. Επίσης, για τον υπολογισμό των προαναφερθέντων επιδομάτων εορτών λαμβάνεται υπόψη ο πραγματικά καταβαλλόμενος μισθός τη 10η Δεκεμβρίου και τη 15η ημέρα πριν από το Πάσχα, αντιστοίχως, δηλαδή το σύνολο των τακτικών αποδοχών του ναυτικού, στις οποίες περιλαμβάνονται ο μισθός και κάθε άλλη παροχή, εφόσον καταβάλλεται από τον εργοδότη ως συμβατικό η νόμιμο αντάλλαγμα της εργασίας που του παρέχει ο ναυτικός, τακτικώς, κάθε μήνα ή περιοδικώς, κατ’επανάληψη και καθ’ορισμένα διαστήματα του χρόνου. Μάλιστα, ως τέτοιες, προσδιορίζονται ενδεικτικά στην ως άνω Υπουργική Απόφαση: α) Η προσαύξηση της νόμιμης και τακτικής αμοιβής της εργασίας κατά τις Κυριακές, εφόσον δίδεται στο μισθωτό σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα για την παροχή της εργασίας του κατά τις ημέρες αυτές τακτικά κάθε μήνα, β) η αμοιβή που καταβάλλεται από τον εργοδότη στον μισθωτό για νόμιμη υπερωριακή εργασία. Εφόσον η πρόσθετη αυτή αμοιβή για την παροχή υπερωριακής εργασίας δεν καταβάλλεται υπό μορφή επιδόματος παγίως και τακτικώς κατά μήνα, υπολογίζεται κατά μέσο όρο, αν κατά τα κρίσιμα χρονικά διαστήματα καταβάλλεται τακτικώς, γ) το επίδομα αδείας και οι λοιπές τακτικές παροχές (βλ. ΕφΠειρ 131/2016, 117/2016, 73/2016, 51/2016, 371/2016 και 200/2016, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Η εκκαλούσα με τον τέταρτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της ισχυρίζεται, αφενός μεν ότι η αγωγική αξίωση, που αφορά σε διαφορές επιδομάτων εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) του ενάγοντος και αναλογεί στα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο «Δ» εντός του έτους 2015, θα έπρεπε ν’απορριφθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως νόμω αβάσιμη, διότι κατά το έτος αυτό δεν είχε συναφθεί  Σ.Σ.Ν.Ε., που να ρυθμίζει τις αποδοχές και τους όρους εργασίας των μελών των πληρωμάτων των πλοίων της συγκεκριμένης κατηγορίας, αντίθετα, εσφαλμένα, με την εκκαλουμένη απόφαση το κριθέν ως οφειλόμενο για την αιτία αυτή ποσό υπολογίσθηκε με βάση  την αντίστοιχη Σ.Σ.Ν.Ε. του προηγουμένου έτους (του 2014), που έγινε δεκτό ότι τυγχάνει εφαρμογής και εν προκειμένω παρά τη λήξη της ισχύος της στις 31.12.2014 και μέχρι τη σύναψη νέας, αφετέρου δε ότι για τον προσδιορισμό των τακτικών αποδοχών του ενάγοντος, και συνακόλουθα την εξεύρεση του προς αυτόν οφειλομένου ποσού για αναλογία των επιδομάτων εορτών των ετών 2015 και 2016, που αφορούν στα διαστήματα των ναυτολογήσεών του σε αμφότερα τα πλοία της, α) λήφθηκε υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής του για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, πλην, όμως, όπως αυτός υπολογίσθηκε με βάση τις, κατόπιν μη ορθής εκτίμησης των αποδείξεων συναχθείσες, παραδοχές πως ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί 4 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και επί 12 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ενώ ήταν ναυτολογημένος στο πλοίο «Δ», και επί 3 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, και επί 11 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ενώ ήταν ναυτολογημένος στο πλοίο «BS2», ενώ θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι αυτός ουδέποτε εργάσθηκε στα πλοία της πέραν του νομίμου ωραρίου, και β) εσφαλμένα συνυπολογίσθηκε και το επίδομα αδείας, που αναλογεί στα επίμαχα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σε αμφότερα τα πλοία της, διότι δεν πρόκειται περί παροχής, που καταβάλλεται πάγια και σταθερά ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του εργαζομένου, αλλά η καταβολή της εξαρτάται από τη λόγω συνθηκών εργασίας χορήγηση ή μη της εν λόγω αδείας από την εργοδότρια εταιρία. Με το ανωτέρω περιεχόμενο ο λόγος αυτός απορριπτέος τυγχάνει στο σύνολό του ως αβάσιμος, διότι, όπως έχει ήδη εκτεθεί, ορθώς έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι επί των αξιώσεων του ενάγοντος, που ανάγονται στο έτος 2015, μεταξύ δε αυτών και των δώρων εορτών του ως άνω έτους, εφαρμοστέα τυγχάνει η αντίστοιχη Σ.Σ.Ν.Ε. του προηγουμένου έτους (του 2014), και απορρίφθηκαν οι περί νομικής αβασιμότητας των αξιώσεων αυτών προβληθείσες αιτιάσεις της εναγομένης, ότι ο ενάγων απασχολήθηκε στα πλοία της εργοδότριάς του με το προπαρατεθέν ημερήσιο ωράριο εργασίας ως ναυτόπαις και ως ναύτης, και, συνεπώς, ότι πράγματι εργάσθηκε υπερωριακά τις καθημερινές, τις Κυριακές, τα Σάββατα και τις αργίες των επίμαχων χρονικών διαστήματων κατά τις ήδη αναφερθείσες ώρες, με αποτέλεσμα ορθά για τον προσδιορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του και, συνακόλουθα, την εξεύρεση των χρηματικών ποσών, τα οποία δικαιούται να λάβει ως επιδόματα εορτών, που αναλογούν στις συγκεκριμένες περιόδους των ναυτολογήσεών του στα πλοία της εναγομένης κατά τα έτη 2015 και 2016, κυρίως με μην ειδικότητα του ναυτόπαιδα, και επ’ολίγον, και με την ειδικότητα του ναύτη, να ληφθεί υπόψη ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής του για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, ο οποίος υπολογίσθηκε με βάση τις ορθές παραδοχές περί της διάρκειας της πραγματικής ημερήσιας υπερωριακής του απασχόλησης στα εν λόγω πλοία, ενώ, επιπροσθέτως, επίσης ορθά, συνυπολογίσθηκε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές της κάθε ειδικότητάς του για τον προσδιορισμό του ποσού των οφειλομένων επιδομάτων εορτών το επίδομα αδείας, όπως αναφέρθηκε στην προηγηθείσα μείζονα σκέψη, με την περαιτέρω επισήμανση ότι κατά τα λοιπά ο τρόπος υπολογισμού των ποσών, που με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε δεκτό ότι του οφείλονται για τις αιτίες αυτές, δεν πλήττεται από την εναγόμενη ειδικά με την ένδικη έφεσή της.

Από τις διατάξεις του άρθρου 33 των εν προκειμένω εφαρμοστέων, ως εκ της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων μερών, σε συνδυασμό με τους χρόνους των ένδικων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων των ετών 2014 (ΦΕΚ Β΄ 1664/24.6.2014) και 2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016), που είναι πανομοιότυπες κατά περιεχόμενο, συνάγεται ότι προκειμένου περί πλοίου, το οποίο εκτελεί κυκλικά ταξίδια και προς εξυπηρέτηση καθορισμένου δρομολογίου αποπλέει από τον αφετήριο λιμένα ή από το λιμένα προορισμού προ της παρέλευσης εξαώρου από του κατάπλου (παρ.3), ή έχει τακτικές καθημερινές αναχωρήσεις από το λιμένα της αφετηρίας, υπό την προϋπόθεση ότι δεν εκτελεί κατά κύριο λόγο ημερινούς πλόες (από 7ης πρωινής μέχρι 23ης νυκτερινής – ημερόπλοιο) ή δεν είναι πλοίο τοπικών γραμμών, το οποίο δεν εκτελεί δρομολόγια κατά τις νυκτερινές ώρες (23.00 – 07.00), ή δεν επεκτείνει τα δρομολόγιά του κατά τις ώρες αυτές, οι ναυτικοί, οι οποίοι διέπονται από τις διατάξεις της ως άνω συλλογικής σύμβασης, δικαιούνται αμοιβής ίσης προς το πηλίκο του συνόλου των ωρών των προώρων αναχωρήσεων μέχρι της συμπλήρωσης εξαώρου από του κατάπλου ανά εβδομάδα δια του αριθμού 8 ή τον αριθμό των πέραν των πέντε δρομολογίων του πλοίου καθ` εβδομάδα (παρ. 5), αντιστοίχως, επί το 1/30ό ή 1/60ό ή 1/120ό του συνόλου των μηνιαίων αποδοχών (παρ. 7), εάν το κυκλικό ταξίδι διαρκεί τουλάχιστον 12 ώρες ή τουλάχιστον 6 ώρες ή μέχρι 6 ώρες αντίστοιχα. (ΕφΠειρ 377/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Η εκκαλούσα/εναγόμενη με τον πέμπτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του οι περί νόμω αβασίμου των αναγομένων στο έτος 2015 αγωγικών αξιώσεων, μεταξύ δε αυτών και της αιτουμένης αμοιβής του ενάγοντος για την εκτέλεση από το πλοίο «Δ» δρομολογίων «εξπρές» κατά το έτος 2015, προβληθείσες αιτιάσεις της, και υπολογίσθηκε το κονδύλιο αυτό σύμφωνα με τα προβλεπόμενα στην αντίστοιχη Σ.Σ.Ν.Ε. του προηγουμένου έτους (του 2014), της οποίας, όμως, η ισχύς είχε λήξει, και, συνεπώς, δεν τυγχάνει εφαρμοστέα εν προκειμένω, καθώς και ότι επίσης εσφαλμένα, αφενός μεν για τον προσδιορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του και, συνακόλουθα, για την εξεύρεση του ποσού της οφειλομένης αμοιβής του για την προαναφερθείσα αιτία, συνυπολογίσθηκε ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής του για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, πλην, όμως, όπως αυτός υπολογίσθηκε με βάση τις, κατόπιν μη ορθής εκτίμησης των αποδείξεων συναχθείσες, παραδοχές πως ο ενάγων απασχολήθηκε υπερωριακά επί 4 ώρες κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές και επί 12 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες, ενώ ήταν ναυτολογημένος στο εν λόγω πλοίο με αμφότερες τις ειδικότητες, αρχικά του ναυτόπαιδα, και στη συνέχεια του ναύτη, ενώ, όπως διατείνεται, θα έπρεπε να γίνει δεκτό ότι αυτός ουδέποτε εργάσθηκε πέραν του νομίμου ωραρίου, αλλά και το ποσό του επιδόματος αδείας του, αφετέρου δε και σε κάθε περίπτωση, κατά παράβαση των οριζομένων στην οικεία Σ.Σ.Ν.Ε., ο υπολογισμός του αριθμού των δρομολογίων «εξπρές», που εκτέλεσε το ως άνω πλοίο, με βάση τον οποίο προσδιορίσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η αντίστοιχη πρόσθετη αμοιβή, που έγινε δεκτό ότι δικαιούται να λάβει ο ενάγων, έγινε συνολικά για το ένδικο χρονικό διάστημα, και όχι, ως έδει, σε εβδομαδιαία βάση. Με το ανωτέρω περιεχόμενο ο λόγος αυτός απορριπτέος τυγχάνει στο σύνολό του ως αβάσιμος, διότι, όπως έχει ήδη εκτεθεί, ορθώς έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι επί των αξιώσεων του ενάγοντος, που ανάγονται στο έτος 2015, μεταξύ δε αυτών και της αμοιβής του για την εκτέλεση από το συγκεκριμένο πλοίο δρομολογίων «εξπρές» κατά το έτος αυτό, εφαρμοστέα τυγχάνει η αντίστοιχη Σ.Σ.Ν.Ε. του προηγουμένου έτους (του 2014), και απορρίφθηκαν οι περί νομικής αβασιμότητας των εν λόγω αξιώσεων προβληθείσες αιτιάσεις της εναγομένης, ενώ, επίσης ορθά α) κρίθηκε ότι ο ενάγων απασχολήθηκε στο συγκεκριμένο πλοίο της εργοδότριάς του με το προπαρατεθέν ημερήσιο ωράριο εργασίας, και, συνεπώς, ότι όντως εργάσθηκε υπερωριακά κατά τις αριθμητικά προσδιοριζόμενες καθημερινές, Κυριακές, Σάββατα και αργίες των επίμαχων χρονικών διαστήματων κατά τις ήδη αναφερθείσες ώρες, με αποτέλεσμα ορθά για τον προσδιορισμό των τακτικών μηνιαίων αποδοχών του και, συνακόλουθα, για την εξεύρεση των χρηματικών ποσών, τα οποία δικαιούται να λάβει ως αμοιβή για την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων «εξπρές» της ένδικης περιόδου, λήφθηκε υπόψη ο μέσος όρος της μηνιαίας αμοιβής του για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, όπως αυτός υπολογίσθηκε με βάση τις ορθές παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί της διάρκειας της πραγματικής ημερήσιας υπερωριακής απασχόλησής του στο εν λόγω πλοίο, και β) συνυπολογίσθηκε στις τακτικές μηνιαίες αποδοχές του ενάγοντος για τον προσδιορισμό του ποσού της ως άνω αμοιβής του και το ποσό του επιδόματος της αδείας του (βλ. σχετ. ΕφΠειρ 55/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), ενώ κατά τα λοιπά δεν πλήττεται με την έφεση ο τρόπος υπολογισμού των μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτός περιλήφθηκε στην εκκαλούμενη απόφαση. Τέλος, στην εκκαλουμένη απόφαση, αφού έγινε δεκτό ότι, κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο πλοίο «Δ» με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, το πλοίο αυτό εκτελούσε λιγότερα από πέντε κυκλικά δρομολόγια την εβδομάδα, διαρκείας εκάστου άνω των 12 ωρών, καθώς και ότι κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα το πλοίο αναχώρησε από το λιμένα αφετηρίας του (τον Πειραιά) πρόωρα, δηλαδή προ της συμπλήρωσης έξι ωρών από τον κατάπλου του σ’αυτό, και αναφέρθηκαν οι ώρες πρόωρης αναχώρησής του κατά τις εκτιθέμενες ημερομηνίες της επίμαχης περιόδου (ειδικότερα έχει περιληφθεί στην απόφαση πίνακας με κάθετες στήλες, στην πρώτη των οποίων παρατίθεται η συγκεκριμένη ημερομηνία, στη δεύτερη η ώρα άφιξης του πλοίου στο λιμένα του Πειραιά, στην τρίτη η ώρα αναχώρησης, και στην τέταρτη οι ώρες πρόωρης αναχώρησης κατά την ημέρα αυτή), παραδοχές, που δεν πλήττονται από την εναγόμενη με την έφεσή της, στη συνέχεια α) για την εξεύρεση του αριθμού των δρομολογίων «εξπρές», που πραγματοποίησε το συγκεκριμένο πλοίο κατά τα ένδικα διαστήματα, με βάση τον οποίο υπολογίσθηκε η αναλογούσα σ’αυτά αμοιβή του ενάγοντος, αθροίσθηκαν οι συνολικές ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου από το λιμένα αφετηρίας του (και δη τον Πειραιά) όλης της επίδικης περιόδου και, ακολούθως, το άθροισμα διαιρέθηκε διά του αριθμού 8, το δε πηλίκο της διαίρεσης έγινε δεκτό ότι συνιστά το συνολικό αριθμό των δρομολογίων «εξπρές» του πλοίου ολοκλήρου του κρίσιμου διαστήματος, και β) το 1/30 των μηνιαίων τακτικών αποδοχών αποδοχών του (με βάση την μη εκκληθείσα παραδοχή της εκκαλουμένης ότι η διάρκεια εκάστου κυκλικού ταξιδιού του πλοίου, δηλαδή μετάβαση στο λιμένα ή τους λιμένες προορισμού και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας, είναι μεγαλύτερη των 12 ωρών), που προβλέπεται στην εφαρμοστέα Σ.Σ.Ν.Ε. ως το ποσό της αμοιβής του για κάθε τέτοιο δρομολόγιο, πολλαπλασιάσθηκε με τον κατά τα ανωτέρω προκύψαντα συνολικό αριθμό των δρομολογίων «εξπρές», το δε αποτέλεσμα της αριθμητικής αυτής πράξης έγινε δεκτό ότι συνιστά συνολικά την αμοιβή, που ο ενάγων δικαιούται για όλα τα πραγματοποιηθέντα δρομολόγια αυτού του είδους (3.146,91 ευρώ). Από  το ανωτέρω ποσό αφαιρέθηκε το ήδη καταβληθέν προς αυτόν για τη συγκεκριμένη αιτία ποσό των 1.036,37 ευρώ, κατά παραδοχήν σχετικής ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, και, συνακόλουθα, του επιδικάσθηκε το υπόλοιπο ποσό των 2.110,54 ευρώ. Στη συνέχεια ακριβώς με τον ίδιο τρόπο υπολογίσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και η αμοιβή του ενάγοντος για την εκτέλεση από το συγκεκριμένο πλοίο δρομολογίων «εξπρές» κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο υπήρξε ναυτολογημένος στο ίδιο πλοίο με την ειδικότητα του ναύτη, και κρίθηκε ότι ανέρχεται στο συνολικό ποσό των 232,20 ευρώ, εκ των οποίων, επίσης κατά παραδοχήν σχετικώς προβληθείσας ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, αφαιρέθηκε το ήδη  καταβληθέν σ’αυτόν για τη συγκεκριμένη αιτία ποσό των 232,20 ευρώ, με αποτέλεσμα να του επιδικασθεί το υπόλοιπο ποσό των 131,56 ευρώ. Σημειωτέον ότι οι παραδοχές του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του αριθμού των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου κατά τις συγκεκριμένες ημερομηνίες του χρονικού διαστήματος της ναυτολόγησης του ενάγοντος σ’αυτό ως ναύτη, που επίσης παρατέθηκαν στην εκκαλούμενη υπό μορφή πίνακα σε στήλες, δεν αμφισβητήθηκαν από την εναγόμενη με την έφεσή της, ενώ κατά τα λοιπά δεν πλήττεται από την τελευταία ούτε ο τρόπος υπολογισμού των μηνιαίων αποδοχών του, όπως αυτός περιλήφθηκε στην πρωτόδικη απόφαση και αφορά τη χρονική αυτή περίοδο. Και ναι μεν, σύμφωνα με τα οριζόμενα στις εν προκειμένω εφαρμοστέες ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. (άρθρο 33 αυτών), ο αριθμός των δρομολογίων «εξπρές», για τις οποίες ο ναυτικός δικαιούται της προβλεπόμενης στην ίδια διάταξη πρόσθετης αμοιβής, υπολογίζεται σε εβδομαδιαία βάση, και συγκεκριμένα προκύπτει, αφού αθροισθούν οι ώρες πρόωρης αναχώρησης του πλοίου, δηλαδή προ της συμπλήρωσης 6 ωρών από την άφιξή του στο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού του, ανά εβδομάδα, και το άθροισμα διαιρεθεί διά του αριθμού 8, το δε πηλίκο της διαίρεσης αυτής συνιστά τον αριθμό των δρομολογίων «εξπρές» της συγκεκριμένης εβδομάδας, ενώ το άθροισμα των επιμέρους πηλίκων, ήτοι του αριθμού των δρομολογίων «εξπρές» εκάστης εβδομάδας του επιδίκου χρονικού διαστήματος, αποτελεί το συνολικό αριθμό των εν λόγω δρομολογίων του διαστήματος αυτού, για τον οποίο και θα υπολογισθεί η οφειλόμενη αμοιβή του ναυτικού, πλην όμως και ο αναφερόμενος στην αγωγή τρόπος υπολογισμού του αριθμού των δρομολογίων εξπρές, που εκτέλεσε το συγκεκριμένο πλοίο κατά τις κρίσιμες χρονικές περιόδους της ναυτολόγησης του ενάγοντος σ’αυτό, ο οποίος υιοθετήθηκε και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, και με βάση τον οποίο υπολογίσθηκε η οφειλόμενη στον ενάγοντα αμοιβή, ως το πηλίκο της διαίρεσης του συνολικού αριθμού των ωρών πρόωρης αναχώρησης του πλοίου από το λιμένα του Πειραιά καθόλη την επίδικη χρονική περίοδο διά του αριθμού 8, είναι εξίσου ορθός και δόκιμος, ως εάν ο αριθμός των δρομολογίων αυτών υπολογιζόταν με τον προεκτεθέντα τρόπο σε εβδομαδιαία βάση και αθροίζονταν ακολούθως τα επιμέρους πηλίκα, ήτοι ο αριθμός των δρομολογίων εκάστης εβδομάδας του επίμαχου διαστήματος, διότι μαθηματικά καταλήγει στο ίδιο ακριβώς αριθμητικό αποτέλεσμα, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εκκαλούσα με το τελευταίο σκέλος του πέμπτου λόγου της υπό κρίση έφεσης απορριπτομένων ως αβασίμων.

Το άρθρο 7 των εν προκειμένω εφαρμοστέων, ως εκ της συμφωνίας μεταξύ των διαδίκων μερών, σε συνδυασμό με τους χρόνους των ένδικων ναυτολογήσεων του ενάγοντος, ΣΣΕ Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων των ετών 2014 (ΦΕΚ Β΄ 1664/24.6.2014) και 2016 (ΦΕΚ Β΄ 2796/5.9.2016), που είναι πανομοιότυπες κατά περιεχόμενο, που τιτλοφορείται «Επίδομα γραμμών Δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων)», ορίζει ότι: «1. Σε ολόκληρο το πλήρωμα περιλαμβανομένου του Πλοιάρχου και του Α΄ Μηχανικού που εργάζεται σε πλοία πού δραστηριοποιούνται σε γραμμές για τις οποίες έχει συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας (αγόνων), χορηγείται ειδικό επίδομα εκ ποσοστού 7 % (επτά τοις εκατό) επί του μισθού ενεργείας της παραγρ. 1 του άρθρου 1 για απασχόληση στις γραμμές αυτές επί 30 ημέρες. Για απασχόληση επί ολιγότερων των 30 ημερών καταβάλλεται αναλογία.» Με τον έκτο λόγο της κρινόμενης έφεσής της η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του οι περί νόμω αβασίμου των αναγομένων στο έτος 2015 αγωγικών αξιώσεων, μεταξύ δε αυτών και της αιτουμένης αμοιβής του ενάγοντος για την εκτέλεση από το πλοίο «Δ», στο οποίο είχε ναυτολογηθεί με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα αρχικά και του ναύτη στη συνέχεια, πλόων άγονης γραμμής κατά το έτος 2015, προβληθείσες αιτιάσεις της, και κρίθηκε ότι το κονδύλιο αυτό στηρίζεται στην αντίστοιχη Σ.Σ.Ν.Ε. του προηγουμένου έτους (του 2014), της οποίας, όμως, η ισχύς είχε λήξει, και, συνεπώς, δεν τυγχάνει εφαρμοστέα εν προκειμένω, καθώς και ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις, αφενός μεν δέχθηκε ότι το εν λόγω πλοίο εκτελούσε τέτοιους πλόες και τις 7 ημέρες της εβδομάδας, ενώ κάτι τέτοιο ουδόλως συνέβαινε, αφετέρου δε απέρριψε την περί πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης της εν λόγω αξίωσης προβληθείσα ένστασή της. Επί του λόγου αυτού λεκτά τα κάτωθι: Όπως έχει ήδη εκτεθεί, ορθώς έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ότι επί των αξιώσεων του ενάγοντος, που ανάγονται στο έτος 2015, μεταξύ δε αυτών και της αμοιβής του για την εκτέλεση από το συγκεκριμένο πλοίο δρομολογίων άγονης γραμμής κατά το έτος αυτό, εφαρμοστέα τυγχάνει η αντίστοιχη Σ.Σ.Ν.Ε. του προηγουμένου έτους (του 2014), και απορρίφθηκαν οι περί νομικής αβασιμότητας των εν λόγω αξιώσεων προβληθείσες αιτιάσεις της εναγομένης. Επιπροσθέτως, όπως συνάγεται από τις προσκομιζόμενες συμβάσεις ανάθεσης δημόσιας υπηρεσίας του Υπουργείου Ναυτιλίας, το πλοίο της εναγομένης εκτελούσε τέτοιους πλόες καθημερινά κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα ενώ, περαιτέρω, σύμφωνα με τα οριζόμενα στην ανωτέρω διάταξη, για το υπολογισμό του επιδόματος, που δικαιούται το πλήρωμα, το οποίο εργάζεται σε πλοία, που δραστηριοποιούνται σε γραμμές, για τις οποίες έχει συναφθεί σύμβαση δημόσιας υπηρεσίας (άγονες), λαμβάνεται υπόψη ο αριθμός των ημερών της απασχόλησης του ναυτικού κατά την εκτέλεση των εν λόγω δρομολογίων από το πλοίο, και όχι ο αριθμός των δρομολογίων αυτών, ανέρχεται δε το συγκεκριμένο επίδομα σε ποσοστό 7% επί του μισθού ενεργείας του ναυτικού για κάθε 30 ημέρες απασχόλησής του σε τέτοιες γραμμές, διαφορετικά επί απασχόλησής του λιγότερες ημέρες ο ναυτικός δικαιούται να λάβει της αντίστοιχης αναλογίας. Επομένως, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι ο ενάγων δικαιούται του αντίστοιχου επιδόματος, ισόποσου με το 7% του μισθού ενεργείας του ανά 30νθήμερο των επίδικων χρονικών διαστημάτων απασχόλησής του σε άγονες γραμμές (οι παραδοχές περί του ύψους του μισθού ενεργείας του, όπως καθορίζεται στις ανωτέρω Σ.Σ.Ν.Ε. των επίμαχων περιόδων, κατά τις οποίες αυτός απασχολήθηκε στο πλοίο «Δ» με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, και ακολούθως με αυτήν του ναύτη, δεν πλήττονται με την έφεση), υπολογίζοντάς το επίσης με ορθό τρόπο, και αφαιρώντας από το τοιουτοτρόπως προκύψαν χρηματικό ποσό τα ήδη καταβληθέντα προς αυτόν ποσά για την ως άνω αιτία από την εναγόμενη, κατά παραδοχήν σχετικής ένστασης της τελευταίας, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων απ’αυτήν με το τελευταίο σκέλος του έκτου λόγου της έφεσής της, όπου το επίδομα αυτό υπολογίζεται με εσφαλμένο τρόπο, απορριπτομένων ως αβασίμων.

Η διάταξη του άρθρου 27 της  Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2016, που τυγχάνει εν προκειμένω εφαρμοστέα κατά η λύση της σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος στο πλοίο «Δ» στις 2.6.2016,  ορίζει ότι “σε κάθε περίπτωση διακοπής των πλόων για οποιοδήποτε λόγο, πέραν των 60 ημερών, καταβάλλεται στο πλήρωμα σε περίπτωση απόλυσής του αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές 22 ημερών”. Από τη διάταξη αυτή, η οποία έχει εκδοθεί κατ’εξουσιοδότηση νόμου και επέχει ισχύ νόμου, κατισχύει δε των συναφών διατάξεων των άρθρων 173 παρ. 1α και 174 παρ.3 του Κώδικα Δημόσιου Ναυτικού Δικαίου (ΝΔ 187/1973) επειδή η διάταξη αυτή είναι νεότερη, προκύπτει ότι σε περίπτωση που ναυτικός απολυθεί από την εργασία του σε επιβατικό/ακτοπλοϊκό σκάφος λόγω διακοπής των πλόων για οποιοδήποτε λόγο και δεν επαναυτολογηθεί μέσα σε προθεσμία 60 ημερών από της “προσωρινής” απόλυσής του, η ανυπαίτια και χωρίς τη θέληση του ναυτικού λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας θεωρείται “οριστική” υπό την έννοια ότι είναι πλέον αδιάφορο εάν επαναπροσληφθεί ή όχι, με αποτέλεσμα να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές αυτού 22 ημερών (ΕφΠειρ 23/2014, ΕφΠειρ 329/2003 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, συμφωνία ως προς την ευχέρεια του πλοιοκτήτη να μεταθέτει τον ναυτικό σε άλλο πλοίο δεν μπορεί να αποτελέσει μέρος της συμβάσεως ναυτολόγησης, αφού η τελευταία γίνεται για ορισμένο πλοίο, πλην όμως ισχύει ως αυτοτελής συμφωνία, σύμφωνα με την αρχή της ελευθερίας των συμβάσεων κατ` άρθρο 361 του ΑΚ. Η συμφωνία αυτή έχει την έννοια ότι με αυτή προσυμφωνήθηκε η λύση της σύμβασης ναυτολόγησης, προκειμένου ο αντισυμβαλλόμενος ναυτικός να ναυτολογηθεί σε άλλο συγκεκριμένο πλοίο της αντισυμβαλλόμενης πλοιοκτήτριας που να συγκεντρώνει και τις υπόλοιπες με τη συμφωνία αυτή προσδιοριζόμενες ιδιότητες. Η απόλυση που γίνεται με βάση τη συμφωνία αυτή, για να μετατεθεί ο ναυτικός σε άλλο πλοίο θεωρείται ότι γίνεται με αμοιβαία συναίνεση, οπότε δεν οφείλεται αποζημίωση κατ` άρθρο 75 του ΚΙΝΔ, υπό την προϋπόθεση, βεβαίως, ότι με τη μετάθεση αυτή ο πλοιοκτήτης δε μπορεί μονομερώς να επιφέρει βλαπτική μεταβολή των συνθηκών της ναυτικής εργασίας του εργαζομένου ναυτικού (ΟλΑΠ 25/1998 ΕλλΔνη 1998.798, ΕφΠειρ 117/2007 ΕΝΔ 2007.406, ΕφΠειρ 210/2006 ΠειρΝομ 28.453, ΕφΠειρ 168/1998 ΕΝΔ 1998.485, ΕφΠειρ 63/1996 Νομ. Ναυτ. Τμήματος Εφ Πειρ 1996 – 97 σελ. 348, Αν. Βενάρδο Το Δίκαιο της Ναυτικής Εργασίας, σελ.31, 58, 67). Πάντως η περί μετάθεσης του ναυτικού σε άλλο πλοίο σχετική δήλωση του πλοιοκτήτη, πρέπει να είναι σαφής και ορισμένη, να προσδιορίζει δηλαδή με σαφήνεια τα στοιχεία της ναυτολόγησής του στο άλλο πλοίο όπως τον ακριβή χρόνο που θα λάβει αυτή χώρα, το λιμάνι στο οποίο ευρίσκεται το άλλο πλοίο και τον προσδιορισμό αυτού (ΕφΠειρ 185/2012 ΕΝΑΥΤΔ 2012. 397, ΕφΠειρ 117/2007 ΕφΠειρ 168/1998 ο.π, ΕφΠειρ 10/1996 Νομολογ. Ναυτικ. Τμήματος Εφετ. Πειρ. 1996-1997 σελ. 303, ΕφΠειρ 63/1996 Νομολ. Ναυτ. Τμήματος Εφετ. Πειρ. 1996-97 σελ. 348). Στην προκειμένη περίπτωση, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ο ενάγων στις 2.6.2016 απολύθηκε από το πλοίο «Δ», στο οποίο είχε ναυτολογηθεί με την ειδικότητα του ναύτη στις 3.5.2016, λόγω διακοπής των δρομολογίων του, σύμφωνα με τη σχετική αναγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο, που δεν αμφισβητήθηκε από την εναγόμενη, και δεν επαναναυτολογήθηκε από την τελευταία εντός εξήντα (60) ημερών, ει μη μόνον μετά την παρέλευση του εξηκονθημέρου, και δη στις 30.8.2016, στο έτερο πλοίο της με την ονομασία «BS2» με την ειδικότητα του ναυτόπαιδα, με αποτέλεσμα η ανυπαίτια και χωρίς τη θέλησή του λύση της σύμβασης ναυτικής εργασίας του να θεωρείται “οριστική”, υπό την έννοια ότι είναι πλέον αδιάφορο εάν επαναπροσλήφθηκε στη συνέχεια ή όχι, και να του οφείλεται αποζημίωση ίση προς τις αποδοχές του 22 ημερών, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, και ορθά κρίθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που και αυτό δέχθηκε με την εκκαλουμένη απόφασή του ότι ο ενάγων δικαιούται της ως άνω προβλεπόμενης αποζημίωσης απόλυσης, και του επιδίκασε για την αιτία αυτή το ποσό των 3.350,89 ευρώ, ο τρόπος υπολογισμού του ύψους του οποίου δεν πλήττεται ειδικά με την ένδικη έφεση. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων απολύθηκε από το έτερο πλοίο της εναγομένης, στο οποίο ναυτολογήθηκε στη συνέχεια, στις 27.10.2016 «λόγω μετάθεσης», σύμφωνα με τη σχετική αναγραφή στο ναυτικό του φυλλάδιο, η οποία, όμως, στην πραγματικότητα ουδέποτε υλοποιήθηκε, χωρίς δική του υπαιτιότητα, πολλώ δε μάλλον που η περί μετάθεσής του σε άλλο πλοίο σχετική δήλωση της εναγομένης έδει να είναι σαφής και ορισμένη, να προσδιορίζει δηλαδή με σαφήνεια τα στοιχεία της ναυτολόγησής του στο άλλο πλοίο, όπως τον ακριβή χρόνο που θα λάβει αυτή χώρα, το λιμάνι στο οποίο θα ευρίσκεται το άλλο πλοίο και τον προσδιορισμό αυτού, όπερ ουδόλως αποδείχθηκε ότι πράγματι συνέβη στην κρινόμενη περίπτωση. H εναγόμενη, που δεν αμφισβητεί τη λύση της ένδικης σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος, ισχυρίζεται ότι ο τελευταίος δε δικαιούται αποζημίωσης απόλυσης λόγω της άρνησής του να δεχθεί τη ναυτολόγησή του σε άλλο πλοίο της. Όμως, και ανεξαρτήτως των όσων αναφέρθηκαν, μόνη η επικαλούμενη από την εναγόμενη απόκρουση της μετάθεσης του ενάγοντος σε άλλο πλοίο της, χωρίς επίκληση από αυτήν και άλλων περιστατικών, όπως τυχόν συμφωνία μεταξύ τους, με βάση την οποία αυτή είχε δικαίωμα να τον μεταθέσει σε άλλο πλοίο της, ουδεμία επιρροή ασκεί στη λύση της σύμβασης ναυτολόγησης, αφού ήδη η ένδικη σύμβαση λύθηκε με καταγγελία του πλοιάρχου και χωρίς πταίσμα του ενάγοντος (βλ.  σχετ. ΟλΑΠ 25/1998 ΕΝΔ 26.263). Συνεπώς, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο επιδίκασε στον ενάγοντα αποζημίωση απόλυσης και στην περίπτωση αυτή, η οποία (αποζημίωση), σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 75 εδαφ. τελευταίο και 76 εδαφ.α΄του ΚΙΝΔ, ισούται με τις πάσης φύσης πάγιες και σταθερές αποδοχές του δεκαπέντε (15) ημερών κατά το χρόνο της απόλυσής του, και συγκεκριμένα του επιδίκασε το ποσό των 1.940,40 ευρώ, ο τρόπος υπολογισμού του ύψους του οποίου δεν πλήττεται ειδικά με την ένδικη έφεση. Επομένως, άπαντα τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εναγόμενη αναφορικά με τις επιδικασθείσες στον ενάγοντα από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αποζημιώσεις λόγω της λύσης των συμβάσεων ναυτολόγησής του στα δύο πλοία της με τον τελευταίο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, πρέπει ν’απορριφθούν ως αβάσιμα.

Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ελλείψει άλλου λόγου έφεσης προς έρευνα, ν’απορριφθεί στο σύνολό του το ένδικο μέσο, και, συνακόλουθα και η σωρευόμενη στο δικόγραφο αυτού αίτηση της εκκαλούσας περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης κατάσταση. Τέλος, λόγω της ήττας της εκκαλούσας, πρέπει να επιβληθεί σε βάρος της η δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε απ’αυτόν σχετικό αίτημα με τις προτάσεις του, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της έφεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν την από 12.9.2018  (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ././13.9.2018 και ././13.9.2018) έφεση κατά της υπ’αριθμ. 1652/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, καθώς και τη σωρευόμενη στο δικόγραφο της έφεσης αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης κατάσταση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τη δικαστική δαπάνη του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ