Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 19/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Καταγγελία σύμβασης εργασίας. Η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης, λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική. Η καταγγελία, όμως, αυτή παραμένει το έσχατο μέσο αντιμετωπίσεως των προβλημάτων της επιχειρήσεως.

 

Αριθμός        19/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Κ.Δ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 4610/2015 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών (άρθρα 663 επ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 30-09-2014 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. ../../2014) αγωγής της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι δεν προκύπτει από κάποιο στοιχείο η επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 και 591 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο ένατο του άρθρου 1 παρ. 2 του ν. 4335/2015). Επομένως, πρέπει, η υπό κρίση έφεση, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 παρ.1, και 591 παρ. 7 του ΚΠολΔ, όπως το τελευταίο ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015).

Με την ανωτέρω αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα εξέθεσε ότι προσελήφθη από το εναγόμενο Ίδρυμα, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, για να εργασθεί ως υπάλληλος – γραμματέας, και στη συνέχεια τοποθετήθηκε στο τμήμα της διεύθυνσης επικοινωνίας και εκδηλώσεων του εργοδότη της (εναγομένου ιδρύματος), με καθήκοντα βοηθού της διευθύνσεως, εργαζόμενη επί πενθήμερο, με καθεστώς πλήρους απασχόλησης και μικτές μηνιαίες αποδοχές ποσού 2.117,15 ευρώ. Ότι, κατά το Σεπτέμβριο του 2013, καταργήθηκε το ανωτέρω τμήμα (διεύθυνση) του εναγομένου, και ότι της αφαιρέθηκαν μονομερώς καθήκοντα, παρά τη σχετική διαμαρτυρία της. Ότι για την αφαίρεση καθηκόντων της αυτών, κατά το Φεβρουάριο του 2014, προσέφυγε ενώπιον της αρμόδιας Υπηρεσίας της Επιθεώρησης Εργασίας. Ότι, στις 10-03-2014, μετακινήθηκε στο τμήμα της διεύθυνσης παιδικής προστασίας του εναγομένου, χωρίς όμως να της ανατεθούν επίσημα τα αντίστοιχα καθήκοντα, και ότι κατ’ εντολή της διευθύντριας αυτού εκτελούσε εργασίες που ήταν συναφείς με διοικητικές υπηρεσίες, και εργασίες που αναλάμβανε με δική της πρωτοβουλία και σε συνεννόηση με τη διευθύντρια, ενώ το εργασιακό περιβάλλον της είχε επιδεινωθεί. Ότι εν τέλει, κατά τον Ιούλιο του έτους 2014, το εναγόμενο της γνωστοποίησε ότι επίκειται μείωση των αποδοχών της, σε ποσοστό 21%, και ότι πριν προλάβει να εκδηλώσει το εάν συναινεί στη μείωση αυτή, στις 2-7-2014, το εναγόμενο κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της, με ταυτόχρονη καταβολή της σχετικής αποζημίωσης. Ότι η ανωτέρω μείωση που της προτάθηκε ήταν μεγαλύτερη από τη μείωση που προτάθηκε σε άλλους υπαλλήλους του τμήματος της διεύθυνσης παιδικής προστασίας. Ότι, κατά την ίδια χρονική περίοδο, προσελήφθησαν από το εναγόμενο κάποιοι άλλοι υπάλληλοι με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Επίσης, εξέθεσε ότι, κατά το Φεβρουάριο του 2014, το εναγόμενο προέβη σε γραπτή επίπληξη προς αυτήν για απουσία της από συγκεκριμένες εκδηλώσεις, αν και η απουσία της αυτή ήταν δικαιολογημένη και ότι αυτή (ενάγουσα) είχε προτείνει προς το εναγόμενο να αναλάβει τη διοργάνωση της πασχαλινής πανήγυρης (παζαριού) αυτού (εναγομένου), αλλά η πρότασή της αγνοήθηκε από το τελευταίο. Ακόμη, ανέφερε ότι, μετά την απόλυση της, το εναγόμενο της απέστειλε επιστολή με την οποία της καταλόγιζε συγκεκριμένες, πλην όμως αβάσιμες πράξεις και παραλείψεις, με σκοπό προσβολής της τιμής και της αξιοπρέπειάς της, προκειμένου να δικαιολογήσει την παράνομη απόλυσή της, το οποίο αποτελεί και ένδειξη της γενικότερης εχθρικής στάσης του εναγομένου. Τέλος, η ενάγουσα ισχυρίσθηκε ότι η απόλυσή της έγινε εκδικητικά λόγω της προηγούμενης προσφυγής της στην Υπηρεσία της Επιθεώρησης Εργασίας, και ότι μάλιστα το εναγόμενο είχε ήδη αποφασίσει αυτήν, από το Φεβρουάριο του 2014, ότι δεν υφίστατο αντικειμενικός λόγος που να δικαιολογεί την απόλυσή της, η οποία δεν οφειλόταν στην πραγματικότητα σε οικονομικοτεχνικούς λόγους, καθόσον το εναγόμενο- εφεσίβλητο είχε προβεί σε σχετικά διαχειριστικά σφάλματα, άλλως ότι η απόλυση της ήταν το επαχθέστερο μέτρο, κατά παράβαση της αρχής της αναλογικότητας. Βάσει των προαναφερθέντων, η ενάγουσα ζήτησε, κατόπιν μερικού περιορισμού του αιτήματός της από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ανωτέρω καταγγελίας της σύμβασης εργασίας της, να υποχρεωθεί το εναγόμενο να την απασχολεί με τους ίδιους μισθολογικούς και εν γένει εργασιακούς όρους, όπως αυτοί είχαν διαμορφωθεί πριν από την ανωτέρω καταγγελία, με την απειλή χρηματικής ποινής ποσού 300 ευρώ για κάθε ημέρα καθυστέρησης στη σχετική συμμόρφωση του εναγομένου, και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλει το ποσό των 19.054,35 ευρώ ως μισθούς υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από τον Ιούλιο του έτους 2014 έως το Μάρτιο του έτους 2015, καθώς και να αναγνωρισθεί ότι οφείλει να της καταβάλει το ποσό των 2.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την ηθική βλάβη που, κατά τους ισχυρισμούς της, υπέστη κατά τα ανωτέρω, με το νόμιμο τόκο από τότε που έκαστο ως άνω ποσό κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω αγωγή ως ουσιαστικώς αβάσιμη, με την αιτιολογία ότι η καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας ήταν έγκυρη. Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονείται η εκκαλούσα – ενάγουσα με την κρινόμενη έφεση της, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή  του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ως άνω αγωγή της να γίνει δεκτή στο σύνολό της, κατά ειδικότερα εκτιθέμενα στην έφεση.

Ι. Από τις διατάξεις των άρθρων 118 αρ. 4, 520 παρ. 1 και 522  του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικόγραφο της εφέσεως πρέπει, μεταξύ των άλλων, να περιέχει τους λόγους αυτής και σχετικό αίτημα. Όσον αφορά στο αίτημα της εφέσεως, αυτό υφίσταται, παραδεκτώς, εάν ζητείται η εξαφάνιση ή η μεταρρύθμιση της εκκαλούμενης αποφάσεως ως προς όλες ή μερικές από τις διατάξεις της, σχετικώς με το αιτητικό της αγωγής, ανταγωγής κ.λπ. Επίσης, ως προς τους λόγους της εφέσεως αυτοί συνίστανται σε ορισμένες αιτιάσεις κατά της εκκαλούμενης αποφάσεως που αναφέρονται είτε σε παραδρομές του εκκαλούντος, είτε σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστή. Στα τελευταία ανάγεται και η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων, η οποία επαρκώς προσδιορίζεται από τη μνεία ότι εξ αυτής οδηγήθηκε το δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το Εφετείο εξαιτίας του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως (άρθρο 522 του ΚΠολΔ) επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, κατ’ άρθρον 534 του ΚΠολΔ  (βλ. ΑΠ 202/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 574/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1213/2013 ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 92/2019 εις ιστοσελίδα Εφετείου Πειραιώς, Β. Βαθρακοκοίλη  «Η έφεση» σελ. 279, 281, Χ. Τριανταφυλλίδη εις Κυριάκου Οικονόμου «Η έφεση» σελ. 158). Στην προκείμενη περίπτωση, το εφεσίβλητο υποστηρίζει ότι οι λόγοι εφέσεως τυγχάνουν αόριστοι, διότι δεν αποδίδεται συγκεκριμένη πλημμέλεια στην εκκαλούμενη απόφαση, δεν εξειδικεύεται ποια είναι η νομική διάταξη που παραβιάστηκε και με ποιο τρόπο, και δεν προσδιορίζεται ποιες είναι οι πλημμέλειες στην εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, και ποια αποδεικτικά μέσα ελήφθησαν ή δεν ελήφθησαν υπόψη από την εκκαλούμενη απόφαση, και ότι η εκκαλούσα όλως γενικώς και αορίστως αναφέρει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση εσφαλμένως, άλλως πλημμελώς, εκτίμησε τα αποδεικτικά μέσα και το νόμο, χωρίς όμως να εξηγεί και να προσδιορίζει με σαφήνεια τις πλημμέλειες και τους λόγους για τους οποίους η κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου τυγχάνει ανακριβής και κατά ποιόν τρόπο θα είχε αχθεί σε διαφορετικό συμπέρασμα. Σύμφωνα, όμως, με τις προεκτεθείσες (υπό στοιχείο ΙΙ) σκέψεις, η πλημμελής εκτίμηση των αποδείξεων, ως λόγος εφέσεως, επαρκώς προσδιορίζεται από τη μνεία ότι εξαιτίας αυτής το Δικαστήριο οδηγήθηκε σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, χωρίς να είναι αναγκαία η εξειδίκευση των σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το Εφετείο λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως επανεκτιμά από την αρχή την ουσία της υποθέσεως και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού, κατ’ άρθρο 534 του ΚΠολΔ. Άλλωστε, στην προκείμενη περίπτωση, η έφεση περιλαμβάνει συγκεκριμένες αιτιάσεις, αναφορικά με διάφορα σημεία του αποδεικτικού πορίσματος της εκκαλουμένης, για το οποίο παραπονείται η εκκαλούσα, καθώς και τη νομική διάταξη, που αυτή θεωρεί ότι παραβιάστηκε, δηλαδή το άρθρο 281 του ΑΚ, κατά συνέπεια, οι λόγοι της εφέσεως είναι επαρκώς ορισμένοι και παραδεκτοί, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού του εφεσίβλητου.

ΙΙ. Από τις διατάξεις των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του ν. 2112/1920 και 1 και 5 του ν. 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής, αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 του ΑΚ, δηλαδή της μη υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη και ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, η υπέρβαση δε των ορίων αυτών, εφόσον είναι προφανής, καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Ειδικότερα, η εκ μέρους του εργοδότη καταγγελία της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας θεωρείται καταχρηστική, όταν υπαγορεύεται από κίνητρα ξένα προς το σκοπό, για τον οποίο έχει προβλεφθεί, ως δικαίωμα. Αυτό μπορεί να συμβεί σε περιπτώσεις, κατά τις οποίες η καταγγελία γίνεται από εμπάθεια, μίσος ή διάθεση εκδίκησης, ύστερα από προηγηθείσα νόμιμη, αλλά μη αρεστή στον εργοδότη, συμπεριφορά του εργαζόμενου. Η καταγγελία όμως δεν είναι καταχρηστική όταν οφείλεται σε διακοπή της αρμονικής συνεργασίας μεταξύ αυτού και του εργαζομένου, που προήλθε από αντισυμβατική συμπεριφορά ή από πλημμελή εκτέλεση των καθηκόντων του τελευταίου, καθώς και όταν οφείλεται σε πραγματική και ηθελημένη ανάρμοστη συμπεριφορά του εργαζομένου προς τον εργοδότη ή τους νομίμους εκπροσώπους του ή προς συναδέλφους ή προς τους συναλλασσομένους με την επιχείρηση του εργοδότη, αφού στην περίπτωση αυτή διαταράσσεται η εύρυθμη λειτουργία της επιχείρησης και κλονίζεται η μεταξύ των μερών σχέση εμπιστοσύνης, που πρέπει να διέπει τη λειτουργία της σύμβασης (βλ. ΑΠ 1889/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1683/2012 ΝΟΜΟΣ). Επίσης δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι’ αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την περίπτωση άσκησης αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι’ αυτήν ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε κάποια εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ. Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (βλ. ΑΠ 114/2019, 166/2018, 1173/2017, 1458/2017, 769/2016 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, επί απολύσεων που οφείλονται σε οικονομοτεχνικούς λόγους – όπως μεταξύ άλλων, είναι η αναδιοργάνωση των υπηρεσιών της επιχειρήσεως και η μείωση του προσωπικού για λόγους οικονομίας που επιβάλλεται από συγκεκριμένες οικονομικές συνθήκες, τις οποίες η επιχείρηση αντιμετωπίζει – η απόφαση (επιλογή) του εργοδότη να ανταπεξέλθει με τον τρόπο αυτό στη διαφαινόμενη οικονομική κρίση της επιχειρήσεως δεν ελέγχεται από τα δικαστήρια από πλευράς σκοπιμότητας ή αναγκαιότητας. Η στάθμιση αυτή ανήκει στον εργοδότη, που έχει υπόψη του όλα τα στοιχεία της επιχείρησης του και της αγοράς.  Η καταγγελία όμως της σύμβασης εργασίας  παραμένει το έσχατο μέσο αντιμετωπίσεως των προβλημάτων της επιχειρήσεως και τα δικαστήρια, με ευρεία χρήση του ελέγχου της καταχρηστικής ασκήσεως του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη, μπορούν να ελέγξουν αν η καταγγελία ήταν αναπόφευκτη ή θα ήταν δυνατή για τον εργοδότη η επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού (στα πλαίσια της ανέλεγκτης αποφάσεώς του για αναδιάρθρωση των υπηρεσιών της επιχειρήσεως) με τη λήψη άλλων ηπιότερων μέτρων, όπως η απασχόληση του μισθωτού σε άλλη θέση ή η μερική απασχόληση, ακόμη και με τη χρήση της λεγόμενης τροποποιητικής καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, ήτοι της τροποποιήσεως των όρων εργασίας, εφόσον γίνεται αποκλειστικώς με σκοπό την παραμονή του εργαζομένου στην επιχείρηση, δηλαδή τη διατήρηση της θέσης εργασίας του. Στην τελευταία περίπτωση (τροποποιητικής καταγγελίας), εάν ο εργαζόμενος απορρίψει την τροποποίηση των όρων της εργασίας του, την οποία του πρότεινε ο εργοδότης, τότε η καταγγελία της σύμβασης εργασίας, η οποία επακολουθεί ως συνέπεια αυτής της αρνήσεώς του, είναι, κατ’ αρχήν, έγκυρη και δεν είναι καταχρηστική (βλ. ΑΠ 944/2005 ΔΕΕ 2005 422, ΑΠ 96/2004 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 1199/2002 ΕΕργΔ 2004 470, ΑΠ 902/1998 ΕλλΔνη 40 607, ΕφΑθ 2664/2007 ΔΕΕ 2007 1353, ΕφΠειρ 780/2007 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΕφΑθ 647/2001 ΕλλΔνη 2002 810, Ι. Ληξουριώτη «ΑΤΟΜΙΚΕΣ ΕΡΓΑΣΙΑΚΕΣ ΣΧΕΣΕΙΣ» εκδ. 3η σελ. 654). Όμως ο κανόνας αυτός δεν είναι απαρέγκλιτος, υπό την έννοια ότι, εάν η προτεινόμενη τροποποίηση των εργασιακών όρων στην πραγματικότητα υποκρύπτει άλλους σκοπούς, αποτελεί δηλαδή τη μόνη εργοδοτική διέξοδο για τη μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας του εργαζομένου, την οποία μόνον επιθυμεί ο εργοδότης, ο οποίος, μέσω της προτεινομένης τροποποιήσεως των εργασιακών όρων, χρησιμοποιεί την απειλουμένη απόλυση λόγω δήθεν οικονομοτεχνικών λόγων, προκειμένου να εξαναγκάσει τον εργαζόμενο να την αποδεχθεί (την μονομερή βλαπτική μεταβολή), τότε αυτή είναι καταχρηστική και συνεπώς άκυρη (βλ. ΑΠ 1431/2002 ΕΕργΔ 2003 267, Απ 850/ 1996 ΕΕργΔ 1998 892, ΕφΑθ 647/2011 ο.π., Δ. Ζερδελή ΔΕΝ 49 σελ. 161, Στ. Βλαστό «ΑΤΟΜΙΚΟ ΕΡΓΑΤΙΚΟ ΔΙΚΑΙΟ» παρ. 1261 σελ. 1458 επ.). Εξάλλου, στην τροποποιητική καταγγελία ο μισθωτός έχει εναλλακτικά τις εξής δυνατότητες: α) να αποδεχθεί την πρόταση τροποποίησης και να συνεχίσει την παροχή της εργασίας του με τους νέους όρους, β) να αποκρούσει την τροποποίηση, οπότε η σύμβαση εργασίας λύεται, και να ζητήσει τη νόμιμη αποζημίωση και γ) να θεωρήσει την καταγγελία της σύμβασης εργασίας ως καταχρηστική (κατ’ άρθρο 281 ΑΚ). Περαιτέρω, εάν στο πλαίσιο λειτουργίας της συμβάσεως εργασίας αορίστου χρόνου προβλέπεται πειθαρχικός έλεγχος των εργαζομένων, το δικαίωμα του εργοδότη για καταγγελία δεν καταλύεται, διότι εξυπηρετεί διαφορετικό σκοπό και είναι ανεξάρτητο από την πειθαρχική διαδικασία, ακόμη και αν στο πλαίσιο αυτής μπορεί να επιβληθεί ποινή οριστικής παύσης, που εκτελείται με καταγγελία της συμβάσεως (πρβλ. ΑΠ 184/2015 ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, και στην περίπτωση αυτή, η άσκηση του δικαιώματος της καταγγελίας, κατά παράλειψη της πειθαρχικής διαδικασίας ελέγχεται ως προς την υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 του ΑΚ. Ως εκ τούτου, ερευνάται εάν, υπό συγκεκριμένες περιστάσεις, η επιλογή της καταγγελίας, που έχει ως συνέπεια για τον εργαζόμενο την απώλεια της θέσεως εργασίας, αντί της επιβολής άλλης, ηπιότερης πειθαρχικής ποινής, βρίσκεται μέσα στα όρια της ορθής εφαρμογής της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 παρ. 1 του Συντάγματος). Εάν αυτό δεν συμβαίνει, η διενέργεια της καταγγελίας έρχεται σε αντίθεση προς την καλή πίστη, οπότε, εφόσον η αντίθεση αυτή είναι προφανής, καθίσταται απαγορευμένη (βλ. ΑΠ 769/2016 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, εαν η καταγγελία της συμβάσεως εργασίας από τον εργοδότη συντελέστηκε υπό συνθήκες παράνομης και υπαίτιας προσβολής της προσωπικότητας του εργαζομένου ή τέτοιες οι οποίες συνιστούν αδικοπραξία, ο εργοδότης μπορεί να υποχρεωθεί να καταβάλει στο μισθωτό και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, κατά τις συνδυασμένες διατάξεις των άρθρων 57, 59, 281, 299, 330, 914, 932 του ΑΚ και  5 παρ. 1 του ισχύοντος Συντάγματος (βλ. ΑΠ 161/1997 ΔΕΝ 53 763, ΕφΑθ 764/2008 ΕΕΔ 2010 1438, ΕφΠατρ 578/2008 ΑχαΝομ 2009 525, ΕφΑθ 1322/2006 ΕλλΔνη 2007 1120). Ωστόσο, επί νόμιμης και έγκυρης καταγγελίας της σύμβασης εργασίας εκ μέρους του εργοδότη δεν οφείλεται χρηματική ικανοποίηση, αφού από τέτοια καταγγελία δεν προσβάλλεται κατ’ επέκταση παράνομα και υπαίτια η προσωπικότητα του εργαζομένου (βλ. ΕφΠειρ 311/2016 ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαμ 8/2010 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, στο άρθρο 656 εδ. α΄ του ΑΚ (όπως αντικαταστάθηκε από με το άρθρο 61 του ν. 4139/2013) ορίζεται ότι  «Αν ο εργοδότης έγινε υπερήμερος ως προς την αποδοχή της εργασίας ο εργαζόμενος έχει δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική απασχόλησή του, καθώς και το μισθό για το διάστημα που δεν απασχολήθηκε». Από τη διάταξη αυτή συνάγεται ότι, επί υπερημερίας του εργοδότη ως προς την αποδοχή της εργασίας, περίπτωση που συντρέχει μεταξύ άλλων και επί δικαστικής αναγνωρίσεως της ακυρότητας προηγηθείσας καταγγελίας της συμβάσεως εργασίας, ο εργαζόμενος αποκτά άμεσο δικαίωμα να απαιτήσει την πραγματική του απασχόληση, χωρίς να χρειάζεται να επικαλεσθεί και αποδείξει, εφόσον ασκεί το εν λόγω δικαίωμα δικαστικώς, πρόσθετα περιστατικά, τα οποία σε συγκεκριμένη υπόθεση καθιστούν καταχρηστική ή προσβλητική την άρνηση του εργοδότη να αποδέχεται την εργασία του, μετά την απαγγελία της ακυρότητας της καταγγελίας (βλ. ΑΠ 769/2016 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, τα οποία νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, καθώς και την υπ’ αριθ. …../04-05-2015 ένορκη βεβαίωση, η οποία συντάχθηκε, με την επιμέλεια του εναγομένου – εφεσιβλήτου, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς, …………, κατόπιν νομίμου κλητεύσεως της ενάγουσας- εκκαλούσας (βλ. την υπ’ αριθ. ….΄/30-04-2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς …………), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Την 1η Νοεμβρίου 2001, η ενάγουσα – εκκαλούσα (η οποία είναι απόφοιτη μέσης εκπαίδευσης), προσελήφθη, βάσει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, από το εναγόμενο – εφεσίβλητο Ίδρυμα με την επωνυμία «…….» (δυνάμει της υπ’ αριθ. …./29-10-2001 αποφάσεως  του Διοικητικού Συμβουλίου του), για να εργασθεί σε αυτό ως υπάλληλος γραφείου (γραμματέας). Σημειωτέον ότι το εναγόμενο είναι νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου (ίδρυμα) με αντικείμενο την παροχή φιλοξενίας, φροντίδας, συναισθηματικής υποστήριξης και εκπαιδευτικών δυνατοτήτων σε κορίτσια ηλικίας άνω των έξι ετών, που προέρχονται από οικογένειες με σοβαρά κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα. Στις 17-9-2003, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/2003 αποφάσεως του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του εναγομένου ιδρύματος, η ενάγουσα τοποθετήθηκε στο Τμήμα της Διεύθυνσης Επικοινωνίας και Εκδηλώσεων αυτού, όπου απασχολήθηκε (ως υπάλληλος γραφείου), με καθήκοντα υπεύθυνης τεχνικής υποστήριξης – δημιουργικού. Στη συνέχεια, όμως, στις 17-9-2013, η διοίκηση του εναγομένου αποφάσισε την κατάργηση του ανωτέρω Τμήματος, δηλαδή της Διεύθυνσης Επικοινωνίας και Εκδηλώσεων, στο πλαίσιο της γενικότερης πολιτικής μείωσης των δαπανών λειτουργίας του. Ειδικότερα, από τους απολογισμούς των ετών 2011, 2012 και 2013 του εναγομένου ιδρύματος, προέκυψε σημαντικός περιορισμός των εσόδων του ανωτέρω Τμήματος (Διεύθυνσης) του,  καθόσον, κατά τα τρία αυτά έτη, τα έσοδα των σχετικών εκδηλώσεων υπολείπονταν των δαπανών της λειτουργίας του. Μάλιστα, ήδη από την 27-6-2013, η διοίκηση του εναγομένου είχε σχεδιάσει τη μεταβολή της προαναφερθείσας Διεύθυνσης σε «γραφείο», με έναν μόνον υπάλληλο, με ταυτόχρονη πρόβλεψη διατήρησης των θέσεων εργασίας, και απασχόληση των υπαλλήλων της Διεύθυνσης αυτής, σε άλλες υπηρεσίες του Ιδρύματος, αναλόγως με τις ανάγκες αυτού και τις ικανότητες τους. Έτσι, με την κατάργηση του Τμήματος της Διεύθυνσης αυτής, η σύμβαση εργασίας της ενάγουσας  δεν καταγγέλθηκε από το εναγόμενο, ούτε μειώθηκαν οι αποδοχές της, αλλά αυτή συνέχισε να απασχολείται, έστω και χωρίς να έχει ενταχθεί επισήμως σε άλλο τμήμα, με συγκεκριμένα καθήκοντα αναλαμβάνοντας την εκτέλεση εργασιών σχετικώς με τις διάφορες εκδηλώσεις του ιδρύματος, οι οποίες προηγουμένως αποτελούσαν αρμοδιότητες της ως άνω καταργηθείσας Διεύθυνσης, αφού, πλέον αυτές (εκδηλώσεις) διοργανώνονταν από το Τμήμα της Διεύθυνσης Παιδικής Προστασίας του εναγομένου ιδρύματος, όπως η χριστουγεννιάτικη εορταγορά αυτού. Επίσης, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, καθώς και η συνάδελφός της ………… (μάρτυρας απόδειξης), διαμαρτυρήθηκαν εντόνως κατά της απόφασης του Δ.Σ. του εναγομένου ιδρύματος να καταργήσει το Τμήμα της Διεύθυνσης Επικοινωνίας και Εκδηλώσεων. Μάλιστα, αυτές με σειρά επιστολών που απέστειλαν ζητούσαν, εύλογα μεν, να πληροφορηθούν τα αίτια της απόφασης αυτής, αγόμενες όμως, μέχρι του σημείου να αμφισβητούν εντόνως το κύρος και την ορθότητα των αποφάσεων του Δ.Σ. του εναγομένου ιδρύματος, τόσο ως προς το ζήτημα της κατάργησης του Τμήματος της ανωτέρω Διεύθυνσης, όσο και ως προς το ζήτημα της κατάργησης της έκδοσης σχετικού ημερολογίου, αμφισβήτηση που περιήλθε και σε γνώση τρίτων, όπως των μελών της «Εφορείας Κυριών» του εναγομένου ιδρύματος.  Επιπλέον, στις 23-10-2013, κατά τη συνάντηση των εθελοντριών του εναγομένου, η ενάγουσα ενημέρωσε η ίδια αυτές (εθελόντριες) σχετικώς με την κατάργηση του Τμήματος της Διεύθυνσης Επικοινωνίας και Εκδηλώσεων, ενώ το ζήτημα αυτό δεν άπτονταν των καθηκόντων της και συνιστά παράβαση της υποχρέωσης τήρησης εχεμύθειας σχετικώς με την εσωτερική λειτουργία του εναγομένου ιδρύματος, και αμφισβήτηση των αποφάσεων του Δ.Σ. αυτού προς τρίτους.  Σημειωτέον ότι για την ανωτέρω συμπεριφορά της ενάγουσας, η οποία αφορά στο τελευταίο περιστατικό, επιβλήθηκε σ’ αυτήν (ενάγουσα) η πειθαρχική ποινή της επίπληξης, με την από 29-10-2013 απόφαση του Δ.Σ. του εναγομένου ιδρύματος, χωρίς, όμως, να διενεργηθεί για τον ίδιο λόγο καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, διότι το εναγόμενο απέβλεπε στα προσόντα και στην εμπειρία της ενάγουσας, και είχε την πεποίθηση ότι μπορούσε να αναστραφεί η ανωτέρω αρνητική κατάσταση που είχε δημιουργηθεί. Κατόπιν, στις 27-11-2013, η διοίκηση του εναγομένου ιδρύματος ανέθεσε στην ενάγουσα (και στη συνάδελφό της ….. .), τα καθήκοντα της συνδρομής του προσωπικού του Τμήματος της Διεύθυνσης Παιδικής Προστασίας στη διοργάνωση της Χριστουγεννιάτικης εορταγοράς αυτού (ιδρύματος). Πλην όμως, η συνεργασία της ενάγουσας με τη Διευθύντρια του Τμήματος αυτού (Διεύθυνσης Παιδικής Προστασίας), ………., δεν υπήρξε αρμονική, όπως καταδεικνύεται από σειρά διαμαρτυριών και επιστολών προς το Δ.Σ. του εναγομένου ιδρύματος, με εκατέρωθεν κατηγορίες για άρνηση συνεργασίας από τη μία πλευρά και έλλειψη καθοδήγησης από την άλλη πλευρά. Ακολούθως, κατά τα τέλη του Ιανουαρίου 2014, με αφορμή την κατάρτιση του απολογισμού της ανωτέρω εκδήλωσης της χριστουγεννιάτικης εορταγοράς, η ενάγουσα, από κοινού με την προαναφερθείσα συνάδελφό της, απέστειλαν τρεις επιστολές προς τη διοίκηση του Ιδρύματος, την ………., και τη ……….., κατηγορώντας αυτές, ότι τις υπονομεύουν έναντι του Δ.Σ. του εναγομένου. Επίσης, στις 31 Ιανουαρίου 2014, η ενάγουσα και η προαναφερθείσα συνάδελφός της προσέφυγαν στην αρμόδια Υπηρεσία της Επιθεώρησης Εργασίας, διαμαρτυρόμενες για μονομερή βλαπτική μεταβολή των όρων εργασίας τους, λόγω αφαίρεσης του ως άνω αντικειμένου της εργασίας τους. Παρόλα αυτά, το εναγόμενο εξακολούθησε να επιθυμεί την παροχή της εργασίας της ενάγουσας, και τη συνεργασία της με τις …….. και ……….., για τη διοργάνωση της πασχαλινής εορταγοράς. Κατά τον ίδιο χρόνο, η διοίκηση του εναγομένου ιδρύματος επέβαλε στην ενάγουσα την πειθαρχική ποινή της επίπληξης, λόγω της απουσίας της από σημαντικές κοινωνικές εκδηλώσεις αυτού (ιδρύματος),  απουσία που κατά την ενάγουσα ήταν δικαιολογημένη, χωρίς, όμως, και πάλι να διενεργηθεί καταγγελία της σύμβασης εργασίας της. Μάλιστα, στις 11 Μαρτίου 2014, το Δ.Σ. του εναγομένου ιδρύματος, ενέκρινε τη μετακίνηση της ενάγουσας στο Τμήμα της Διεύθυνσης Παιδικής Προστασίας στη θέση της ειδικής γραμματέως, ο δε χώρος που της παραχωρήθηκε για την εκτέλεση της εργασίας της, χρησιμοποιούνταν προηγουμένως ως αποθήκη, διαμορφώθηκε όμως, σε γραφείο, κατάλληλο για την παροχή αυτής. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω μετακίνηση της ενάγουσας είναι δικαιολογημένη, δεδομένου ότι το Τμήμα της Διεύθυνσης Παιδικής Προστασίας ανέλαβε πλέον τη διοργάνωση των εκδηλώσεων του εναγομένου ιδρύματος, αντικείμενο στο οποίο η ενάγουσα είχε εμπειρία, η οποία μπορούσε να αξιοποιηθεί. Επιπλέον, κατά τη μετακίνηση αυτή της ενάγουσας δεν υπήρξε κάποια μείωση στις αποδοχές της. Συνεπώς, είναι αβάσιμος ο ισχυρισμός της ενάγουσας, περί του ότι η μετακίνησή της στο τμήμα της ανωτέρω Διεύθυνσης αποτελεί βλαπτική μεταβολή των όρων της εργασίας της, καθώς και ότι αυτή διενεργήθηκε καταχρηστικώς, λόγω της προηγούμενης διένεξης της με τη Διευθύντρια ……….  Πλην, όμως, το εναγόμενο ίδρυμα, αντιμετώπιζε οικονομικά προβλήματα, οφειλόμενα στην πρόσφατη οικονομική κρίση, η οποία προκάλεσε τη μείωση των εσόδων του από σχετικές συμβάσεις μισθώσεως και από τους τραπεζικούς τόκους, όπως προκύπτει από τη σύγκριση των αντίστοιχων στοιχείων των ετών 2011, 2012 και 2013, με αποτέλεσμα το εναγόμενο να αδυνατεί να ανταποκριθεί στα λειτουργικά του έξοδα. Για το λόγο αυτό, το Δ.Σ. του εναγομένου, στις 28-1-2014, ανέθεσε στην ελεγκτική εταιρία «……….», την κατάρτιση μελέτης σχετικώς με την περιγραφή των θέσεων εργασίας του, την αξιολόγηση του οργανογράμματος του και την πρόταση για νέα οργάνωση και εφαρμογή συστήματος αξιολόγησης. Επίσης, στις 10-3-2014, το εναγόμενο ίδρυμα απέστειλε ερώτημα προς την αρμόδια Υπηρεσία του Υπουργείου Εργασίας (Τμήμα Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας), προκειμένου να διερευνήσει τη δυνατότητα μονομερούς αναπροσαρμογής της μισθοδοσίας του προσωπικού του, με σκοπό τη μείωση του κόστους εργασίας. Η προαναφερθείσα Υπηρεσία, με την υπ’ αριθ. πρωτ. ./../26-3-2014 απάντησή της στο ερώτημα αυτό, παρείχε στο εναγόμενο ίδρυμα την άδεια μείωσης των αποδοχών του προσωπικού του. Έτσι, κατά το Μάιο του 2014, το εναγόμενο προέβη σε πρόταση προς κάποια μέλη του προσωπικού του περί μειώσεως των αποδοχών τους, και προς κάποια (μέλη) σε καταγγελία των συμβάσεων εργασίας τους, χωρίς όμως να περιλαμβάνεται σ’ αυτά η ενάγουσα. Στη συνέχεια, την 1η Ιουλίου 2014,  το εναγόμενο, με το υπ’ αριθ. …/1-7-2014 έγγραφο του, πρότεινε στην ενάγουσα τη μείωση των μικτών αποδοχών της από το ποσό των 2.117,15 ευρώ, στο ποσό των 1.673,72 ευρώ. Επίσης, κατά την ίδια ημέρα (1-7-2014), η ενάγουσα, αφού παρέλαβε (με ρητή επιφύλαξη της), το ανωτέρω έγγραφο, αρνήθηκε, προφορικά, να δεχθεί την πρόταση για τη μείωση αυτή, απευθυνόμενη προς τούτο στους διοικούντες το εναγόμενο ίδρυμα (βλ. την κατάθεση του μάρτυρα ………..), μάλιστα, την άρνησή της αυτή επανέλαβε και με την υπό κρίση αγωγή, δηλώνοντας ότι θα αποδεχόταν τη μείωση εάν αυτή ήταν μικρότερη. Κατόπιν, στις 2-7-2014, λόγω της άρνησης της ενάγουσας να δεχθεί την ανωτέρω πρόταση περί μειώσεως των αποδοχών της, το εναγόμενο ίδρυμα προέβη στην καταγγελία της σύμβασης εργασίας της, με σχετικό έγγραφο που της επιδόθηκε με δικαστικό επιμελητή, στις 3-7-2014, συγχρόνως καταβλήθηκε σ’ αυτήν ως αποζημίωση το συνολικό ποσό των 22.023,90 ευρώ.

Περαιτέρω, από τα προαναφερθέντα αποδεικνύεται ότι η ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας, στις 2-7-2014, οφείλεται αποκλειστικώς σε οικονομοτεχνικούς λόγους του εναγόμενου ιδρύματος, στο πλαίσιο της γενικότερης αναδιάρθρωσης των υπηρεσιών του, περιορισμού των λειτουργικών του εξόδων, εν γένει μείωσης των αποδοχών του προσωπικού του και σε λύση των συμβάσεων εργασίας μέρους του προσωπικού του. Μάλιστα, το ανωτέρω ποσοστό της μείωσης των αποδοχών της ενάγουσας, που προτάθηκε σ’ αυτήν, δεν ήταν δυσανάλογο, αλλά τελούσε σε συνάρτηση με τις εν γένει οικονομικές συνθήκες, το ύψος του μισθού της, τα προσόντα της και τη θέση εργασίας της στο εναγόμενο ίδρυμα. Αντιθέτως, δεν αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας οφείλεται σε εκδικητικούς σκοπούς, λόγω της προηγούμενης προσφυγής της στην Υπηρεσία της Επιθεώρησης Εργασίας, διότι, όπως προαναφέρθηκε, το εναγόμενο επεδίωξε τη διατήρηση της ενάγουσας στη θέση εργασίας της, με τη μετακίνηση αυτής (ενάγουσας) στο Τμήμα της Διεύθυνσης Παιδικής Προστασίας, με την ίδια ειδικότητα και μισθό που αυτή ελάμβανε και προηγουμένως. Σημειωτέον ότι η ύπαρξη των προαναφερθέντων οικονομικοτεχνικών λόγων, δεν αναιρείται εκ του γεγονότος ότι προσελήφθησαν στη συνέχεια άλλοι υπάλληλοι σε διαφορετικές θέσεις εργασίας, καθόσον αυτοί δεν είχαν την ίδια ειδικότητα ούτε τις ίδιες απολαβές με την ενάγουσα, και κάλυπταν διαφορετικές ανάγκες του εναγόμενου ιδρύματος, ενώ δεν αποδείχθηκε ότι διενεργήθηκε η πρόσληψη κάποιου ως γραμματέα, μετά την απόλυση της ενάγουσας. Άλλωστε, πριν προχωρήσει στην ανωτέρω καταγγελία το εναγόμενο διερεύνησε και άλλους τρόπους διατήρησης της θέσης εργασίας της ενάγουσας, προτείνοντας σ’ αυτήν την ανωτέρω μείωση των αποδοχών της, η οποία όμως αποκρούστηκε από αυτήν. Επομένως, ενόψει του ότι, κατά τα ως άνω, η εν λόγω καταγγελία της σύμβασης εργασίας της ενάγουσας αποτελούσε το έσχατο μέσο αντιμετωπίσεως των προαναφερθέντων προβλημάτων λειτουργίας του εναγομένου ιδρύματος, αυτή είναι έγκυρη. Ως εκ τούτου, η καταγγελία αυτή επέφερε τη λύση της ένδικης σύμβασης εργασίας και το εναγόμενο, ως μη υπερήμερο ως προς την αποδοχή των υπηρεσιών της ενάγουσας, δεν οφείλει πλέον σε αυτή μισθούς υπερημερίας, για το μετέπειτα της καταγγελίας χρονικό διάστημα. Κατ’ επέκταση, από την καταγγελία αυτή δεν προσβλήθηκε παρανόμως και υπαιτίως η προσωπικότητα της ενάγουσας και δεν δικαιούται αυτή να αξιώσει σχετική  χρηματική ικανοποίηση. Συνεπώς η αγωγή, σύμφωνα και με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), είναι απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, όσα δε αντίθετα ισχυρίζεται η εκκαλούσα κρίνονται απορριπτέα ως κατ’ ουσίαν αβάσιμα, καθώς και οι αντίστοιχοι λόγοι της έφεσής της.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω αγωγή, ως ουσιαστικώς αβάσιμη, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και την εκτίμηση των αποδείξεων. Επομένως, πρέπει, η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολο της ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη. Εξάλλου, τα δικαστικά έξοδα, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολο τους μεταξύ των διαδίκων, λόγω του ότι η ερμηνεία των σχετικών κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν ήταν ιδιαιτέρως δυσχερής (άρθρα 179 και 183 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικώς και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την έφεση.

Συμψηφίζει τη δικαστική δαπάνη των διαδίκων για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά στις 9-1-2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ