Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 10/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

ΕΙΔΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ ΤΩΝ

ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

 

Ανακοπή καθ’ ης η εκτέλεση από κατάσχεση απαίτησης εις χείρας τρίτου. Ακύρωση της κατάσχεσης, λόγω ακυρότητας της απαίτησης, επειδή η σύμβαση μεταξύ της Α.Ε., που επέβαλε την κατάσχεση (εργοδότριας) και της οφειλέτριας εταιρείας (εργολάβου), ελεγχόταν από μέλος του Δ.Σ. της πρώτης, χωρίς ρητή άδεια της γενικής συνέλευσης της Α.Ε. (άρθρο 23α §§2, 5 του ν. 2190/1920). Δεν θεωρείται ως έγκριση  η απαλλαγή των μελών του Δ.Σ. από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, αφού αυτή δεν είναι ειδική και ρητή. Θέσπιση της ως άνω διάταξης για την πρόληψη ενδεχομένων καταχρήσεων εκ μέρους των ιθυνόντων προσώπων της ανώνυμης εταιρείας, τα οποία ασκούν έλεγχο αυτής και διαχειρίζονται την περιουσία της και όχι για την αποκατάσταση των τεχνικών προβλημάτων λειτουργίας της. Έννοια τρέχουσας συναλλαγής. Δεν συνιστά τέτοια εκείνη που, βάσει του αντικειμένου της, δεν εμπίπτει στις συμβάσεις που καταρτίζονται στο       πλαίσιο της καθημερινής δράσης της εταιρείας, ήτοι αυτών που οι όροι της δεν είναι οι συνήθεις όροι των συμβάσεων που η εταιρεία συνάπτει με τους λοιπούς συναλλασσόμενους μ’ αυτήν. Απορρίπτει έφεση.

 

Αριθμός Απόφασης    10 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΑ

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτη, ο οποίος ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιά και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.  Νόμιμα φέρεται για συζήτηση, με την από 13.12.2018 κλήση της εφεσίβλητης, η από 27.11.2018 έφεση, μετά τον ορισμό νέας συντομότερης δικασίμου, κατ’ άρθρο 226 §5 του Κ.Πολ.Δ., από την αρχικά ορισθείσα (δικάσιμο) της  5.12.2019.

ΙΙ.  Η από 27.11.2018 έφεση της καθ’ ης η ανακοπή – εταιρείας “………….”, κατά της οριστικής απόφασης 4671/2018 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 937 §3 και 614 επ. του Κ.Πολ.Δ., όπως ίσχυσαν με το ν. 4335/2015, εφόσον η επίδοση της επιταγής προς εκτέλεση έλαβε χώρα  μετά την 1.1.2016, κατά το άρθρο ένατο παρ. 3 του ως άνω νόμου) και  έκανε  δεκτή την από 30.8.2017 ανακοπή, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στην εφεσίβλητη, στις 29.10.2018, όπως προκύπτει από την επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, ……….. και  η έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 28.11.2018 (άρθρα 495, 511, 513  §1β, 516 §1, 517 και 518 §1 του Κ.Πολ.Δ.). Περαιτέρω, αρμοδίως φέρεται (η έφεση) για συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 §2 του ν. 3994/2011), ενώ έχει κατατεθεί       το σχετικό παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ, κατ’ άρθρο 495 §4 του Κ.Πολ.Δ., όπως προκύπτει από το με αριθμό ……. ηλεκτρονικό παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, σε συνδυασμό με  την σχετική βεβαίωση εξόφλησης αυτού. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 §1 Κ.Πολ.Δ.).

ΙΙΙ.  Η ανακόπτουσα και ήδη εφεσίβλητη – εταιρεία “……….”, με την από 30.8.2017 ανακοπή της ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ’ αυτήν λόγους, την ακύρωση της από 14.7.2017 κατάσχεσης εις χείρας τρίτου, για   το ποσό των 31.611,82 ευρώ, στρεφόμενη κατά της καθ’ ης – εκκαλούσας      και κατά της τρίτης (………). Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο (Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιά), με την εκκαλούμενη 4671/2018 οριστική απόφασή του, αφού απέρριψε την ανακοπή καθ’ ο μέρος στρεφόταν κατά της ως άνω τρίτης, ως απαράδεκτη, λόγω έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης, την έκανε δεκτή        ως προς την πρώτη καθ’ ης και ακύρωσε την ως άνω έκθεση κατάσχεσης. Ήδη, κατά της εκκαλουμένης, παραπονείται η τελευταία, με την έφεσή της,  για τον διαλαμβανόμενο σ’ αυτήν λόγο, που ανάγεται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω ανακοπή και ως προς αυτήν.

ΙV.  Στη διάταξη του άρθρου 23α του ν. 2190/1920 (Συμβάσεις της εταιρείας με μέλη του διοικητικού συμβουλίου), όπως αντικαταστάθηκε με        το άρθρο 33 του ν. 3604/2007 “Αναμόρφωση και τροποποίηση του κωδικοποιημένου νόμου 2190/1920 περί ανωνύμων εταιρειών και άλλες διατάξεις” (ΦΕΚ Α 189) και εφαρμόζεται στην προκειμένη περίπτωση, ως      εκ του χρόνου κατάρτισης της επίδικης σύμβασης (25.10.2013), ορίζεται ότι :  §1. α) Με την επιφύλαξη των διατάξεων που εκάστοτε διέπουν τις συναλλαγές πιστωτικών και χρηματοδοτικών ιδρυμάτων με πρόσωπα τα οποία έχουν ειδική σχέση με αυτά, καθώς και του άρθρου 16α του παρόντος νόμου, δάνεια της εταιρείας προς τα πρόσωπα της παραγράφου 5 του παρόντος άρθρου απαγορεύονται και είναι απολύτως άκυρα. Η απαγόρευση του προηγούμενου εδαφίου ισχύει και για την παροχή πιστώσεων προς τα πρόσωπα αυτά με οποιονδήποτε τρόπο ή την παροχή εγγυήσεων ή ασφαλειών υπέρ αυτών προς τρίτους. β) Κατ’ εξαίρεση, η παροχή εγγύησης ή άλλης ασφάλειας    υπέρ των προσώπων της παρ. 5 επιτρέπεται μόνο εφόσον: αα) η εγγύηση ή η ασφάλεια υπηρετεί το εταιρικό συμφέρον, ββ) η εταιρεία έχει δικαίωμα αναγωγής κατά του πρωτοφειλέτη ή του προσώπου υπέρ του οποίου παρέχεται η ασφάλεια, γγ) προβλέπεται ότι οι λαμβάνοντες την εγγύηση ή την ασφάλεια θα ικανοποιούνται μόνο μετά την πλήρη εξόφληση ή τη συναίνεση όλων των πιστωτών, με απαιτήσεις που είχαν ήδη γεννηθεί κατά το χρόνο     της υποβολής σε δημοσιότητα, σύμφωνα με την επόμενη περίπτωση γ´ και   δδ) ληφθεί προηγουμένως άδεια της γενικής συνέλευσης, η οποία όμως       δεν παρέχεται, εάν στην απόφαση αντιτάχθηκαν μέτοχοι εκπροσωπούντες τουλάχιστον το ένα δέκατο (1/10) του εκπροσωπούμενου στη συνέλευση μετοχικού κεφαλαίου ή το ένα εικοστό (1/20), εάν πρόκειται για εταιρείες με μετοχές εισηγμένες σε χρηματιστήριο. Το διοικητικό συμβούλιο υποβάλλει στη γενική συνέλευση έκθεση για τη συνδρομή των προϋποθέσεων της παρούσας υποπαραγράφου. γ) Η απόφαση της γενικής συνέλευσης, που λαμβάνεται σύμφωνα με την προηγούμενη υποπερίπτωση δδ`, η οποία περιέχει τα βασικά στοιχεία της εγγύησης ή της ασφάλειας, και ιδίως το ύψος και τη διάρκεια τους, καθώς και την έκθεση του διοικητικού συμβουλίου, υπόκειται στη δημοσιότητα του άρθρου 7β. Η ισχύς της εγγύησης ή της ασφάλειας αρχίζει μόνο από τη δημοσιότητα αυτή.   §2. Απαγορεύεται και είναι άκυρη         η σύναψη οποιωνδήποτε άλλων συμβάσεων της εταιρείας με τα πρόσωπα      της παρ. 5 χωρίς ειδική άδεια της γενικής συνέλευσης. Η απαγόρευση αυτή      δεν ισχύει, προκειμένου για πράξεις που δεν εξέρχονται των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της εταιρείας με τρίτους. Επί εταιρείας με κινητές αξίες εισηγμένες σε οργανωμένη αγορά η απαγόρευση: α) ισχύει για τα συνδεδεμένα με αυτήν πρόσωπα, όπως αυτά ορίζονται στο ΔΛΠ 24 και   β) προκειμένου για πράξεις που αποτιμώνται σε τουλάχιστον 10% του ενεργητικού της, ισχύει ακόμη και αν οι πράξεις αυτές δεν εξέρχονται των ορίων των τρεχουσών συναλλαγών της εταιρίας με τρίτους.   §3. Η άδεια της γενικής συνέλευσης κατά την προηγούμενη παρ. 2 δεν παρέχεται, εάν στην απόφαση αντιτάχθηκαν μέτοχοι εκπροσωπούντες τουλάχιστον το ένα τρίτο (1/3) του εκπροσωπούμενου στη συνέλευση μετοχικού κεφαλαίου.  §4. Η άδεια της παρ. 2 μπορεί να παρασχεθεί και μετά τη σύναψη της σύμβασης, εκτός εάν στην απόφαση αντιτάχθηκαν μέτοχοι που εκπροσωπούν τουλάχιστον το ένα εικοστό (1/20) του εκπροσωπούμενου στη συνέλευση μετοχικού κεφαλαίου.   §5. Οι απαγορεύσεις των παρ. 1 και 2 ισχύουν για     τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου, τα πρόσωπα που ασκούν έλεγχο επί       της εταιρείας, τους συζύγους και τους συγγενείς των προσώπων αυτών        εξ αίματος ή εξ αγχιστείας μέχρι του τρίτου βαθμού, καθώς και τα νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από τους ανωτέρω. Ένα φυσικό ή νομικό πρόσωπο θεωρείται ότι ασκεί έλεγχο επί της εταιρείας, εάν συντρέχει μια   από τις περιπτώσεις της παρ. 5 του άρθρου 42ε. Το καταστατικό μπορεί να επεκτείνει την εφαρμογή του παρόντος άρθρου και σε άλλα πρόσωπα, όπως ιδίως στους γενικούς διευθυντές και διευθυντές της εταιρείας. Οι συμβάσεις της παρ. 1 επιτρέπονται, εφόσον συνάπτονται μεταξύ ή παρέχονται υπέρ νομικών προσώπων που υπόκεινται σε ενοποίηση μεταξύ τους σύμφωνα     με τα άρθρα 90 έως 109, υπό τις προϋποθέσεις των παρ. 2, 3 και 4.    §6. Οι απαγορεύσεις των παρ. 1 και 2 ισχύουν και στις συμβάσεις που συνάπτουν τα πρόσωπα της παρ. 5 με νομικά πρόσωπα ελεγχόμενα από την εταιρεία κατά την έννοια της παρ. 5 του άρθρου 42ε ή με ομόρρυθμες ή ετερόρρυθμες εταιρείες, στις οποίες ομόρρυθμο μέλος είναι η εταιρεία, καθώς και στις συμβάσεις εγγυήσεων ή ασφαλειών που παρέχονται από τα πρόσωπα αυτά.  §7. Συμβάσεις της παρ. 2, που συνάπτονται μεταξύ του μοναδικού μετόχου και της εταιρείας, την οποία αυτός εκπροσωπεί, καταχωρίζονται στα πρακτικά της γενικής συνέλευσης ή του διοικητικού συμβουλίου ή καταρτίζονται εγγράφως επί ποινή ακυρότητας. Η διάταξη του προηγούμενου εδαφίου     δεν εφαρμόζεται στις τρέχουσες συναλλαγές της εταιρείας. Οι διατάξεις αυτές θεσπίσθηκαν για την πρόληψη ενδεχομένων καταχρήσεων εκ μέρους των ιθυνόντων προσώπων της ανώνυμης εταιρείας, τα οποία ασκούν έλεγχο αυτής και διαχειρίζονται την περιουσία της. Εξάλλου, εφόσον η έγκριση που προβλέπεται από την προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 23α §2 του ν. 2190/1920 χαρακτηρίζεται ως ειδική, είναι πρόδηλο ότι χρειάζεται να είναι ρητή, δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ως έγκριση κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης η έγκριση του ισολογισμού του έτους κατά το οποίο έλαβε χώρα        η απαγορευμένη σύμβαση (Α.Π. 791/2015 και Α.Π. 1512/2011 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”). Εξάλλου, στην έννοια της “τρέχουσας συναλλαγής” της εταιρείας μετά των πελατών της, όρος που χρησιμοποιείται στο νόμο      όχι κυριολεκτικώς αλλά προς δήλωση του συνήθως συμβαίνοντος, θεωρείται εκείνη που, βάσει του αντικειμένου της, εμπίπτει στις συμβάσεις που καταρτίζονται στα πλαίσια της καθημερινής δράσης της εταιρείας, ήτοι       αυτή που οι όροι της είναι οι συνήθεις όροι των συμβάσεων που η εταιρεία συνάπτει με τους λοιπούς συναλλασσόμενους μ’ αυτήν. Άρα σύμβαση,          το αντικείμενο της οποίας διαφέρει από εκείνο των συμβάσεων που καταρτίζονται στα πλαίσια της καθημερινής δράσης της εταιρείας ή που,        κατά το περιεχόμενό της, υπερβαίνει το συνηθισμένο για τη συγκεκριμένη περίπτωση μέτρο, όπως αυτό προσδιορίζεται από τη δραστηριότητα της εταιρείας, την οικονομική της ευρωστία και τα ειθισμένα στις συναλλαγές        για συμβάσεις του αυτού είδους, εξέρχεται από τα όρια της τρέχουσας συναλλαγής και είναι άκυρη, αν δεν υπάρχει η αξιούμενη από το ως άνω άρθρο ειδική έγκριση της γενικής συνέλευσης (Α.Π. 1245/2018 και Α.Π. 791/2015  αμφότερες στην  Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”).

  1. Στην προκείμενη περίπτωση, από την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα ανταπόδειξης, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, την ένορκη βεβαίωση ……../15.11.2017 ενώπιον της Συμβολαιογράφου Κομοτηνής ……………, που προσκομίζει και επικαλείται η ανακόπτουσα – εφεσίβλητη μετά από νομότυπη κλήτευση της καθ’ ης – εκκαλούσας, με δήλωσή της που καταχωρίστηκε στα πρακτικά του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, στις 10.11.2017 [(Α.Π. 49/2012 στην ιστοσελίδα www.areiospagos.gr και Α.Π. 1910/2006 Νο.Β. 2007, σελ. 937) (οι ένορκες βεβαιώσεις που προσκομίζει η εκκαλούσα λαμβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκμήρια, εφόσον δόθηκαν στο πλαίσιο άλλων δικών μεταξύ των διαδίκων         – Α.Π. 438/2018 και Α.Π. 736/2016 αμφότερες στην Τ.Ν.Π. «Νόμος»)], καθώς και απ’ όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν νόμιμα, είτε προς άμεση είτε προς έμμεση απόδειξη (σημειωτέον ότι η τυχόν αναφορά πιο κάτω ορισμένων από τα έγγραφα αυτά είναι απλώς ενδεικτική, αφού δεν παραλείφθηκε κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς – Α.Π. 1001/2012 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ” και Α.Π. 1628/2003 Ελλ.Δ/νη 2004, σελ. 724), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά :  Δυνάμει της από 26.3.2013 σύμβασης αγοραπωλησίας μετοχών, που καταρτίστηκε μεταξύ της εταιρείας με την επωνυμία “………….”, εκπροσωπούμενης από τον ………… και της εταιρείας με την επωνυμία “……….”, εκπροσωπούμενης από τον ………, η τελευταία απέκτησε από την πρώτη, που είχε το σύνολο των μετοχών της εφεσίβλητης  – εταιρείας με την επωνυμία “…………..”, το μοναδικό περιουσιακό στοιχείο αυτής, ήτοι ένα φωτοβολταϊκό σταθμό, επί εδάφους, ισχύος 498,18 KW, στην περιοχή …. του Δήμου …… του νομού Καρδίτσας. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι δυνάμει της από 25.10.2013 σύμβασης έργου, που συνάφθηκε ανάμεσα στην πρώτη καθ’     ης – εκκαλούσα και στην ανακόπτουσα – εφεσίβλητη, η πρώτη ανέλαβε τις ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις και επιδιόρθωση των panels, την τοποθέτηση inventers και τη διεξαγωγή εργασιών συντήρησης και γειώσεων, τις θεμελιακές εγκαταστάσεις, επιδιορθώσεις και τη γενικότερη συντήρηση        στον ως άνω φωτοβολταϊκό σταθμό, εκδόθηκε, δε, το τιμολόγιο ./30.10.2013, ποσού 30.750 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου του Φ.Π.Α. Το τιμολόγιο αυτό παραλήφθηκε από τον …………, αναγράφηκε ότι δεν εξοφλήθηκε και στη συνέχεια, μ’ αυτό, ως έγγραφο, εκδόθηκε η διαταγή πληρωμής …/2017 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών. Στις 26.6.2017, η διαταγή πληρωμής αυτή επιδόθηκε στην ανακόπτουσα, με επιταγή προς πληρωμή, ποσού 31.611,82 ευρώ και στις 14.7.2017, η εκκαλούσα προέβη σε κατάσχεση εις χείρας τρίτου (της ……)  του ποσού αυτού, με το από ίδια ημερομηνία κατασχετήριο έγγραφο. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στο Διοικητικό Συμβούλιο της εργοδότριας Α.Ε. (εφεσίβλητης), που εκλέχθηκε δυνάμει του από 8.1.2013 πρακτικού της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της και καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ με ΚΑΚ ……/9.4.2013, συμμετείχε ο ……., ως Πρόεδρος  και Διευθύνων Σύμβουλος, στον οποίο ανατέθηκε και η εκπροσώπηση της εταιρείας, σύμφωνα με την …/4.2.2014 ανακοίνωση του ΓΕΜΗ. Το νέο Διοικητικό Συμβούλιο της ανωτέρω ανώνυμης εταιρείας διορίστηκε με το  από 2.3.2015 πρακτικό της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων της, που καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ με ΚΑΚ ………./7.12.2015. Εξάλλου, και στο Διοικητικό Συμβούλιο της εργολάβου Α.Ε. (εκκαλούσας), που εκλέχθηκε δυνάμει του από 5.12.2012 πρακτικού της γενικής συνέλευσης των μετόχων της και καταχωρήθηκε στο ΓΕΜΗ με ΚΑΚ ……/28.6.2013, συμμετείχε επίσης ο ……., ως Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος, με θητεία έως τις 5.12.2017, στον οποίο ανατέθηκε και η εκπροσώπηση της εταιρείας, σύμφωνα με την ……/13/1.10.2014 ανακοίνωση του ΓΕΜΗ. Επομένως, κατά το χρόνο σύναψης της ως άνω σύμβασης, ανάμεσα στην εργοδότρια (Α.Ε. – εφεσίβλητη) και στην εργολάβο (Α.Ε. – εκκαλούσα), μέλος του Δ.Σ., τόσο της πρώτης, όσο και της δεύτερης, ήταν ο …… .. Κατά συνέπεια, σύμφωνα με όσα ορίζονται στη μείζονα σκέψη, η από 25.10.2013 σύμβαση απαγορευόταν και ήταν άκυρη, αφού, σύμφωνα με τις παρ. 2 και 5 του άρθρου 23α του ν. 2190/1920, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 33 του ν. 3607/8.8.2007, έλαβε χώρα μεταξύ ανώνυμης εταιρείας (εργοδότριας – εφεσίβλητης) και νομικού προσώπου (εργολάβου – εκκαλούσας), που ελεγχόταν από το ίδιο μέλος του Δ.Σ. της πρώτης ανώνυμης εταιρείας (εργοδότριας – εφεσίβλητης). Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι η επίδικη σύμβαση δεν υπογράφηκε από το πρόσωπο αυτό (……….), αλλά από άλλο (……….), αφού σκοπός του νομοθέτη είναι η απαγόρευση σύναψης συμβάσεων, με νομικά πρόσωπα που ελέγχονται από μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ανώνυμης εταιρείας και μάλιστα, όχι μόνο συμβάσεις δανείων, εγγύησης ή άλλης ασφάλειας υπέρ των μελών αυτού (Δ.Σ. της Α.Ε.), αλλά οποιωνδήποτε συμβάσεων. Εξάλλου, δεν αποδείχθηκε ότι για την πιο πάνω σύμβαση, για την οποία εκδόθηκε το ως άνω τιμολόγιο, που επιτάσσεται να πληρώσει η εφεσίβλητη, υπήρξε ρητή άδεια της γενικής συνέλευσης της τελευταίας, δεν μπορεί δε να θεωρηθεί ως έγκριση αυτής η απαλλαγή των μελών του Δ.Σ. από τη Γενική Συνέλευση των μετόχων, στις 12.2.2015, αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρονται στη μείζονα σκέψη, αυτή δεν είναι ειδική και ρητή. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκρινε όμοια, έστω και με διαφορετική εν μέρει αιτιολογία, που αντικαθίσταται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και είναι αβάσιμος ο μοναδικός λόγος της έφεσης, κατά        το πρώτο σκέλος του. Σημειωτέον ότι για την ίδια αιτία η ανακόπτουσα  άσκησε ανακοπή κατά της διαταγής πληρωμής …./2017 του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, λόγος ο οποίος επίσης έγινε δεκτός,         με την απόφαση 12/2019 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία ακύρωσε την ως άνω διαταγή πληρωμής. Κατά της απόφασης αυτής έχει ασκηθεί έφεση, η οποία δεν έχει ακόμη συζητηθεί, ωστόσο, εφόσον δεν υπάρχει ακόμη δεδικασμένο επί του ζητήματος αυτού και επιτρέπεται η παράλληλη επίκληση του ίδιου λόγου, τόσο κατά της διαταγής πληρωμής όσο και κατά της ανακοπής της αναγκαστικής εκτέλεσης (Α.Π. 792/2015 Τ.Ν.Π. “ΝΟΜΟΣ”, Α.Π. 3/2015 Ελλ. Δ/νη 2003, σελ. 963 και Εφ.Αθ. 7369/2004 Νο.Β. 2005, σελ. 1447), δεν κωλύεται η εξέταση της υπό κρίση έφεσης. Περαιτέρω, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα, δεν αποδείχθηκε ότι η ανωτέρω σύμβαση αφορούσε σε τρέχουσα συναλλαγή, αφού, σύμφωνα και με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, ο όρος αυτός χρησιμοποιείται στο νόμο,   όχι κυριολεκτικά, αλλά προς δήλωση του συνήθως συμβαίνοντος, διότι τέτοια (συναλλαγή) θεωρείται εκείνη που, βάσει του αντικειμένου της, εμπίπτει στις συμβάσεις που καταρτίζονται στο πλαίσιο της καθημερινής δράσης της εταιρείας, ήτοι αυτών που οι όροι της είναι οι συνήθεις όροι των συμβάσεων που η εταιρεία συνάπτει με τους λοιπούς συναλλασσόμενους μ’ αυτήν.  Τέτοιες συμβάσεις της εφεσίβλητης, ως παραγωγού ηλεκτρικού ρεύματος, ήταν εκείνες, που συνάπτονταν με την εταιρεία …………. Αντίθετα, συμβάσεις, όπως η επίδικη (ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις και επιδιόρθωση panels, τοποθέτηση inventers και διεξαγωγή εργασιών συντήρησης και γειώσεων, θεμελιακές εγκαταστάσεις, επιδιορθώσεις και γενικότερη συντήρηση), δεν αποδείχθηκε ότι καταρτίζονταν στα πλαίσια της   καθημερινής και συνήθως συμβαίνουσας δραστηριότητας της εταιρείας,      αλλά η ως άνω σύμβαση αφορούσε σε έκτακτο περιστατικό, έστω και          εάν μέσω αυτού εξυπηρετούνταν η τελευταία. Άλλωστε, δεν αποδείχθηκε        η ύπαρξη σταθερής και μόνιμης συνεργασίας μεταξύ των δύο ανωνύμων εταιρειών (εκκαλούσας και εφεσίβλητης). Τέλος, ο ισχυρισμός της εκκαλούσας, πως η εκτέλεση της από 25.10.2013 σύμβασης έργου, για          την οποία εκδόθηκε το από 30.10.2013 τιμολόγιο, έγινε προς όφελος της εφεσίβλητης – ανώνυμης εταιρείας (αποκατάσταση τεχνικών προβλημάτων αυτής) και, κατά συνέπεια, δεν τέθηκαν σε κίνδυνο τα συμφέροντά της, δεν ευσταθεί, διότι, σκοπός της διάταξης του άρθρου 23α του ν. 2190/1920, είναι η πρόληψη ενδεχομένων καταχρήσεων εκ μέρους των ιθυνόντων προσώπων της ανώνυμης εταιρείας, τα οποία ασκούν έλεγχο αυτής και διαχειρίζονται        την περιουσία της και όχι η αποκατάσταση των τεχνικών προβλημάτων λειτουργίας της και μάλιστα, μέσω άκυρων συμβάσεων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, κρίνοντας όμοια, δέχθηκε, ότι η από 25.10.2013 σύμβαση έργου, για την οποία εκδόθηκε το τιμολόγιο …./30.10.2013 ήταν άκυρη, κατ’ άρθρο 23α παρ. 1, 2  και 5 του ν. 2190/1920, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 180 του Α.Κ. και, αφού έκανε      δεκτό τον σχετικό πρώτο λόγο της ανακοπής, ακύρωσε το από 14.7.2017 κατασχετήριο έγγραφο εις χείρας τρίτου, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, που αντικαθίσταται μ’ αυτήν της παρούσας (άρθρο 534 του Κ.Πολ.Δ.), ορθά εφάρμοσε το νόμο και πρέπει ν’ απορριφθεί και ως προς το δεύτερο σκέλος του, ο μοναδικός λόγος της έφεσης, ως αβάσιμος.

VΙ.   Κατ’ ακολουθίαν των ανωτέρω, εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος προς έρευνα, πρέπει να απορριφθεί η υπό κρίση έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου των εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε από την εκκαλούσα και να καταδικαστεί     η τελευταία, λόγω της ήττας της, στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης της εφεσίβλητης, κατά παραδοχή του σχετικού νόμιμου αιτήματός της (άρθρα     69 §1, 68 §1, 63 §1 στοιχ. i περ. α του ν. 4194/2013, 176, 183 και 191 §2        του Κ.Πολ.Δ.), για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, όπως ορίζεται ειδικότερα  στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 27.11.2018 και        με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 έφεση, κατά της οριστικής απόφασης 4671/2017 του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διατάσσει την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του κατατεθέντος από       την εκκαλούσα παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που αναφέρεται στο σκεπτικό.  Και

Καταδικάζει την εκκαλούσα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων      της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει  στο ποσό των εξακοσίων πενήντα (650) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη, δημόσια συνεδρίαση, στο ακροατήριό του, στις 8 Ιανουαρίου 2020, χωρίς   την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Ο   ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                               Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ