Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 9/2020

Αριθμός     9/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Αικατερίνη Κοκόλη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα   Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Η κρινόμενη από 24-2-2018 (αρ. καταθ……./2018) έφεση του ηττηθέντος ανακόπτοντος κατά της υπ΄ αρ. 5053/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α του ΚΠολΔ, αντιμωλία των διαδίκων, αρμοδίως και παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/25-7-2011) και έχει ασκηθεί νομοτύπως και εμπροθέσμως(άρθρα 495 παρ. 1, 496 παρ. 1, 498 παρ. 1, 499, 511, 513 παρ. 1 στ. β΄, 516 παρ. 1, 517 εδ. α΄, 518 και 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, είναι παραδεκτή και πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ), εφόσον για το παραδεκτό αυτής (εφέσεως) κατατέθηκε από τον εκκαλούντα παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ (βλ. το e- ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό: ……/2018 και την από 26-2-2018 εξόφληση της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ), κατ΄ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ.

Με την από 17-2-2014 (αρ. καταθ. ……/2014) ανακοπή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και συζητήθηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την 21-10-2016, ο ανακόπτων, ήδη εκκαλών, ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ΄ αυτήν (ανακοπή) λόγους, την ακύρωση της υπ΄ αρ. …../2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε μετά από αίτηση της καθ΄ ης η ανακοπή, ήδη εφεσίβλητης, και με την οποία διατάχθηκε αυτός να καταβάλει στην τελευταία το ποσό των 78.557,77 ευρώ, για απαίτηση προερχόμενη από σύμβαση τοκοχρεολυτικού δανείου και η από 23-1-2014 επιταγή προς πληρωμή, που συντάχθηκε παρά πόδας της παραπάνω διαταγής πληρωμής. Επίσης, ο ανακόπτων ζήτησε να καταδικασθεί η καθ΄ ης η ανακοπή στην πληρωμή των δικαστικών του εξόδων. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη υπ΄ αρ. 5053/2017 οριστική απόφασή του, που εκδόθηκε, όπως προαναφέρθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, μεταξύ άλλων, αφού έκρινε ότι η σώρευση στο υπό κρίση δικόγραφο της ανακοπής του άρθρου 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ κατά της διαταγής πληρωμής και της ανακοπής του άρθρου 933 του ΚΠολΔ κατά της επιταγής προς εκτέλεση είναι παραδεκτή, καθώς επίσης ότι οι ως άνω ανακοπές (του άρθρου 632 παρ. 1 του ΚΠολΔ και του άρθρου 933 του ΚΠολΔ) πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω ως προς το παραδεκτό, νόμω και ουσία βάσιμο των λόγων τους, απέρριψε την ανακοπή κατά της υπ΄ αρ. ……/2014 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, επικύρωσε την ως άνω υπ΄ αρ. …../2014 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, απέρριψε την ανακοπή κατά της από 23-1-2014 επιταγής προς πληρωμή και επέβαλε σε βάρος του ανακόπτοντος τα δικαστικά έξοδα της καθ΄ ης η ανακοπή, τα οποία όρισε στο ποσό των 1.600 ευρώ. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται με την προαναφερόμενη έφεση ο ηττηθείς ανακόπτων και με τους διαλαμβανόμενους σ΄ αυτή (έφεση) λόγους ζητεί να γίνει δεκτή η έφεση, να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και να γίνουν δεκτά όλα τα αιτήματα της ένδικης ανακοπής.

Τοκοχρεωλυτικό δάνειο είναι εκείνο, του οποίου η απόδοση συμφωνήθηκε να γίνει σε τοκοχρεωλυτικές δόσεις, δηλαδή σε δόσεις που να περιλαμβάνουν τμήμα του κεφαλαίου και μέρος των τόκων, με την προϋπόθεση ότι και τα δύο μέρη ορίζονται για όλες τις δόσεις κατ΄ ενιαίο τρόπο, αλλά όχι αναγκαίως και κατ΄ ίσα ποσοστά (βλ. Γεωργιάδη – Σταθόπουλου: Αστικός Κώδιξ, τόμος Δ΄, σελ. 234, Καυκά: Ειδικό Ενοχικό Δίκαιο, εκ. 5η, στο άρθρο 806, σελ. 234, Μάζη: Εμπράγματη εξασφάλιση τραπεζών και ανωνύμων εταιριών, εκ. 1993, αρ. 47, σελ. 48). Όταν, όμως, ο δανειστής έχει το δικαίωμα, σύμφωνα με τους όρους του τοκοχρεωλυτικού δανείου, να καταγγείλει τη σχετική σύμβαση πρόωρα αν δεν πληρωθούν οι δόσεις, τότε όλες οι οφειλόμενες δόσεις του δανείου γίνονται απαιτητές. Με την καταγγελία, επομένως, η σύμβαση του δανείου ως τοκοχρεωλυτικού λύεται και ενεργοποιείται ο συμβατικός όρος που παρέχει στο δανειστή το δικαίωμα να αξιώσει την άμεση πληρωμή από τον οφειλέτη ολόκληρου του οφειλόμενου κεφαλαίου, καθώς και τόκων υπερημερίας από της καταγγελίας. Επομένως, το δάνειο είναι τοκοχρεωλυτικό υπό την αίρεση της εμπρόθεσμης και προσήκουσας καταβολής των τοκοχρεωλυτικών δόσεων. ΄Οταν, όμως, η αίρεση πληρωθεί και καταγγελθεί το δάνειο, τότε δεν οφείλονται πλέον δόσεις, αλλά ολόκληρο το μέχρι τότε ανεξόφλητο κεφάλαιο (ΑΠ 637/1997 ΔΕΕ 1998.294, ΕφΘεσ 110/2008, ΕφΑθ 4272/2001 ΕλλΔνη 2001.1366). Ακολούθως, από το Ν. 128/1975, στον οποίο ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με το νόμο αυτό, γίνεται δεκτό, ότι η μετακύλιση της εισφοράς στους δανειολήπτες επιτρέπεται, με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας και, εφόσον δεν απαγορεύεται από άλλη διάταξη, ως τέτοιας νοούμενης της θέσπισης ανωτάτου ορίου επιτοκίου, το οποίο θα υπερέβαινε η εισφορά αυτή και μόνο αν δεν υπήρχε αντίθετη ρύθμιση. Επομένως, ο υπολογισμός του ποσοστού της εισφοράς του Ν. 128/1975 για τον καθορισμό του επιτοκίου είναι νόμιμος, γιατί δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του Ν. 128/1975, η οποία καθιερώνει απαγορευτικό κανόνα δικαίου κατ΄ άρθρο 174 του ΑΚ, ούτε σε άλλον απαγορευτικό κανόνα δικαίου. Η επιβολή της εισφοράς αυτής στο δανειολήπτη μπορεί να ελεγχθεί μόνο από άποψη διαφάνειας, ιδίως όταν επιβάλλεται χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο (ΑΠ 430/2005, ΕφΠειρ 37/2016, ΕφΠειρ 369/2015, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 492/2010, ΕφΑθ 1558/2007). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 626 παρ. 1του ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή του με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζεται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη ανακοπή ασκήθηκε πριν την 1-1-2016, προϋπόθεση για την έκδοση διαταγής πληρωμής είναι η εκ μέρους του δικαιούχου της απαιτήσεως υποβολή αιτήσεως, η οποία κατατίθεται στη Γραμματεία του Δικαστηρίου και συντάσσεται έκθεση κάτω από αυτήν. Κατά την παράγραφο 2 του ίδιου άρθρου, το δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) τα οριζόμενα στα άρθρα 118 και 119 παρ. 1του ΚΠολΔ, β) αίτηση (αίτημα) εκδόσεως διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή χρεογράφων με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους των οποίων ζητείται η καταβολή, ενώ, σύμφωνα με τη διάταξη της παραγράφου 3 του αυτού άρθρου, στην αίτηση πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσόν της. Προς τούτο, πρέπει να αναφέρεται η έννομη σχέση από την οποία απορρέει η απαίτηση και δεν αρκεί απλή παραπομπή στα επισυναπτόμενα έγγραφα. Απαιτείται σχετικώς να εκτίθενται στην αίτηση τα πραγματικά εκείνα περιστατικά, τα οποία εξατομικεύουν την απαίτηση από απόψεως αντικειμένου, είδους και τρόπου γενέσεώς της, και τα οποία, υπαγόμενα σε κανόνες ουσιαστικού δικαίου, να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 54/1990 ΕλλΔνη 32.62, ΕφΔωδ 7/2017, ΕφΘεσ 110/2008). Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 623, 624, 626 παρ. 2 και 3, στοιχ. γ΄, 627 εδ. γ΄, 630 στοιχ. δ΄ και 631 του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το άρθρο τέταρτο του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α 87/23-7-2015) και εφαρμόζονται εν προκειμένω σύμφωνα με το άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015, καθόσον η ένδικη ανακοπή, όπως προαναφέρθηκε, ασκήθηκε πριν την 1-1-2016, προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν είναι δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη από πλήρες αιτιολογικό, απαιτείται, εκτός από άλλα στοιχεία, να αναφέρει απλώς την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται το είδος της δικαιοπραξίας, από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση, έστω και συνοπτικά, αρκεί να μη δημιουργείται καμία αμφιβολία από ολόκληρο το περιεχόμενό της, ως προς την αιτία της πληρωμής, και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αιτία αυτή (ΑΠ 1579/2013, ΑΠ 1094/2006, ΕφΔωδ 7/2017, ΕφΑθ 1159/2012 ΔΕΕ 2012.676, ΕφΑθ 4784/2007 ΔΕΕ 2008.206). Επομένως, στην αίτηση για την έκδοση της διαταγής πληρωμής βάσει ληφθέντος δανείου, που συμφωνήθηκε να εξοφληθεί σε τοκοχρεολυτικές δόσεις και το οποίο έχει καταστεί στο σύνολό του ληξιπρόθεσμο, σύμφωνα με σχετικό όρο της δανειακής συμβάσεως, αρκεί να αναφέρεται η έγγραφη, μεταξύ των διαδίκων, σύμβαση παροχής τοκοχρεολυτικού δανείου με τον προαναφερόμενο όρο, η συμφωνία περί αναγωγής του αποσπάσματος των βιβλίων της Τράπεζας σε έγγραφο αποδείξεως της απαιτήσεως και του ύψους αυτής, το οριστικό κλείσιμο ή η καταγγελία της συμβάσεως, το ύψος του οριστικού καταλοίπου, καθώς και το απόσπασμα κινήσεως του λογαριασμού, δίχως να είναι ανάγκη να εμπεριέχονται στο περιεχόμενο της αίτησης τα επιμέρους κονδύλια χρεοπιστώσεων του λογαριασμού κινήσεως, εφόσον αυτά εκτίθενται στο συνημμένο στην αίτηση αντίγραφο ή απόσπασμα του λογαριασμού (ΑΠ 1234/2012, ΑΠ 370/2012 ΧΡΙΔ 2012.609, ΑΠ 1850/2011, ΑΠ 35/2011, ΑΠ 1512/2006). Περαιτέρω η ειδική συμφωνία ότι η οφειλή του πιστούχου προς την πιστώτρια Τράπεζα, που θα προκύψει από τα αποστελλόμενα σ΄ αυτόν μηχανογραφικά εκκαθαριστικά σημειώματα (μηνιαίοι λογαριασμοί) θα αποδεικνύεται από τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της ως Τράπεζας, που τηρούνται με μηχανογραφικό σύστημα, είναι όχι καταχρηστική, αλλά ως δικονομική σύμβαση, έγκυρη. Το απόσπασμα αυτό, στο οποίο αποτυπώνεται η κίνηση, το κλείσιμο του λογαριασμού και το κατάλοιπο, επέχει θέση αποδεικτικού μέσου με ισχύ ιδιωτικού εγγράφου, το αντίγραφο δε αυτού έχει αποδεικτική δύναμη ίση με το πρωτότυπο, εφόσον η ακρίβεια τούτου βεβαιώνεται από αρμόδια αρχή ή Δικηγόρο και δεν μπορεί να προσδώσει την αποδεικτική αυτή δύναμη η βεβαίωση της ακρίβειας του αντιγράφου από τον αρμόδιο υπάλληλο της πιστώτριας Τράπεζας. Στην περίπτωση όμως, των μηχανογραφικώς τηρουμένων εμπορικών βιβλίων, η εκτύπωση του αποσπάσματος των βιβλίων αυτών, που περιέχονται σε ηλεκτρονική μορφή εντός του υπολογιστή, με τη σχετική βεβαίωση της γνησιότητας της εκτύπωσης από τον υπάλληλο της Τράπεζας, που ενήργησε την εκτύπωση, αποτελεί το πρωτότυπο έγγραφο, που έχει εις χείρας της η Τράπεζα προς απόδειξη του περιεχομένου του εξαχθέντος από τον ηλεκτρονικό υπολογιστή αποσπάσματος των βιβλίων της (ΑΠ 1094/2006, ΑΠ 1022/2003, ΑΠ 1117/2002). Επομένως, μπορεί να αποτελέσει περιεχόμενο γενικού όρου συναλλαγών (ΓΟΣ) κατά την έννοια του άρθρου 2 του Ν. 2251/1994 και μάλιστα μονομερώς προδιατυπωμένου από την καθ΄ ης Τράπεζα στη σύμβαση, αφού δεν επηρεάζει το βάρος αποδείξεως, ούτε αποκλείει ή περιορίζει υπέρμετρα τη δυνατότητα του ανακόπτοντος, ως πιστούχου καταναλωτή, για απόδειξη (ΑΠ 1116/1996 ΕλλΔνη 38.1141, ΑΠ 1468/1995 ΕλλΔνη 38.1573). Το τελευταίο θα ανατρεπόταν μόνο εάν η ανωτέρω συμφωνία συνοδευόταν και από τον επιπρόσθετο όρο, ότι ο ανακόπτων ως πιστούχος δεν δικαιούται να αμφισβητήσει το περιεχόμενο των αποσπασμάτων. Με βάση λοιπόν τη συμφωνία αυτή, τα αποσπάσματα των εμπορικών βιβλίων της Τράπεζας, που διαφορετικά δεν θα είχαν αποδεικτική δύναμη, αποτελούν primafacie αποδεικτικό μέσο (έγγραφο), με βάση το οποίο μπορεί να εκδοθεί διαταγή πληρωμής (άρθρα 623 και 624 του ΚΠολΔ). Συνεπώς, ο πιστούχος έχει δικαίωμα να αμφισβητήσει τα ειδικότερα κονδύλια που περιέχονται στα αποσπάσματα, πράγμα που μπορεί να γίνει με ανακοπή, κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ, όταν εκδόθηκε διαταγή πληρωμής (ΑΠ 430/2005). Η άρνηση όμως εκ μέρους του οφειλέτη της απαιτήσεως είναι αόριστη εάν δεν περιέχει ισχυρισμούς που ανάγονται στα κατ΄ ιδίαν κονδύλια του λογαριασμού, διότι δεν αρκεί η γενική αμφισβήτησή τους (ΑΠ 491/1994 ΕλλΔνη 36.1239, ΕφΑθ 1646/2006, ΕφΑθ 5900/2006). Ακολούθως, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 111 παρ. 2,  216 παρ. 1 και 2, 217, 583, 585, 632 και 633 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι οι λόγοι ανακοπής κατά διαταγής πληρωμής πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, μπορούν δε να αφορούν είτε την τυπική ακυρότητα της διαταγής πληρωμής, με την έννοια ότι δεν τηρήθηκαν οι όροι και οι διατυπώσεις που απαιτούνται, σύμφωνα με τα άρθρα 623 επ. του ΚΠολΔ, για την έκδοση έγκυρης διαταγής πληρωμής, είτε την ουσιαστική ακυρότητα αυτής (διαταγής πληρωμής), με την έννοια ότι ο ανακόπτων αμφισβητεί την ύπαρξη της οφειλής του, προβάλλοντας ανατρεπτικές ή διακωλυτικές της γεννήσεως της απαιτήσεως του καθ΄ ου η ανακοπή ενστάσεις. Στην αντίθετη περίπτωση, οι λόγοι αυτοί απορρίπτονται ως αόριστοι (ΑΠ 2073/2007 ΕλλΔνη 49.424, ΑΠ 916/2002 ΕλλΔνη 2003.1297, ΑΠ 758/2002, ΑΠ 309/1999, ΕφΑθ 1587/2013 ΔΕΕ 2013.792, ΕφΑθ 1159/2012, ΕφΘεσ 2788/2009, ΕφΘεσ 317/2009, Στεφ. Πανταζόπουλου: Η ανακοπή κατά Διαταγής Πληρωμής, έκδοση 2001, σελ. 147 με τις εκεί παραπομπές). Συγκεκριμένα, εάν αμφισβητούνται επιμέρους κονδύλια της επιδικαζόμενης με τη διαταγή πληρωμής απαίτησης, για να είναι ορισμένο το δικόγραφο της ανακοπής πρέπει να αναφέρεται σε αυτό ποιο ακριβώς ποσό από την επιδικαζόμενη με τη διαταγή πληρωμής απαίτηση αμφισβητείται από τον ανακόπτοντα και δεν αρκεί η γενική αμφισβήτηση του ορθού υπολογισμού της απαίτησης (πρβλ. ΕφΑθ 227/2012, ΕφΑθ 5900/2006 ΔΕΕ 2007.327). Ο οφειλέτης δε σε βάρος του οποίου εκδόθηκε δια­ταγή πληρωμής, έχει τη δυνατότητα, να ισχυριστεί και να αποδείξει, με ανακοπή του κατά το άρθρο 632 του ΚΠολΔ, ότι το ποσό της απαίτησης, όπως αυτή προσδιορί­σθηκε από τον δανειστή, δεν είναι το νόμιμο, δηλαδή εκείνο, που προκύπτει ως οφειλόμενο σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του νόμου και περαιτέρω ότι ενόψει των κα­ταβολών που τυχόν επικαλείται δεν οφείλεται κανένα πλέον ποσό ή οφείλεται μικρότε­ρο εκείνου που δηλώνει ο δανειστής. Για τη θεμελίωση του σχετικού λόγου της ανακοπής δεν αρκεί η αμφισβήτηση του ύψους της απαίτησης, αλλά θα πρέπει να αναφέρονται όλα τα στοιχεία από τα οποία προκύπτει, σύμφωνα με το νόμο, μικρότερη ή και μηδενική οφειλή (ΑΠ 488/2017, ΑΠ 1670/2014, ΑΠ 1543/2014, ΑΠ 1095/2014). Εξάλλου νέοι λόγοι ανακοπής, εφόσον δεν έχουν συμπεριληφθεί στο δικόγραφο της ανακοπής, δεν μπορούν να προταθούν από τον ανακόπτοντα, το πρώτον, κατά τρόπο διάφορο του οριζομένου στο άρθρο 585 παρ. 2 εδ. β΄ του ΚΠολΔ.

Με τους πρώτο και τρίτο λόγους ανακοπής, κατ΄ εκτίμηση του δικογράφου αυτής, ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι υφίσταται ακυρότητα της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, λόγω μη απόδειξης της απαίτησης και του ποσού της από τα προσκομισθέντα έγγραφα, καθόσον η σύμβαση χορήγησης τοκοχρεολυτικού δανείου που αποτέλεσε την αιτία για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής περιέχει όρους προδιατυπωμένους, οι οποίοι είναι άκυροι ως παράνομοι και καταχρηστικοί και ότι παράνομα και καταχρηστικά η καθ΄ ης εξέδωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και επέσπευσε πράξεις αναγκαστικής εκτέλεσης εναντίον του για κατάλοιπο που περιλαμβάνει όχι μόνο τυχόν καθυστερημένες δόσεις αλλά και άληκτες και του επέβαλε και την καταβολή απαγορευμένων εξόδων δανείου, με αποτέλεσμα η απαίτηση που ενσωματώνουν οι προσβαλλόμενες πράξεις να είναι παράνομη και αντιτιθέμενη στην υπ΄ αρ. Ζ1-798/2008 απόφαση του Υπουργού Ανάπτυξης, όπως αυτή τροποποιήθηκε με την υπ΄αρ. Z1-21/2011 υπουργική απόφαση, με την οποία επιβλήθηκε η απαγόρευση αναγραφής των Γενικών Όρων Συναλλαγών που έχουν κριθεί καταχρηστικοί με αμετάκλητες δικαστικές αποφάσεις επί αγωγών ενώσεων καταναλωτών, σε συμβάσεις που συνάπτουν τα πιστωτικά ιδρύματα με τους καταναλωτές, καθώς επίσης αντίκεινται στις διατάξεις του Ν. 2251/1994. Ειδικότερα ότι είναι καταχρηστικοί, αντιτίθενται στην ως άνω υπουργική απόφαση και στις διατάξεις του Ν. 2551/1994 οι όροι της ως άνω συμβάσεως με τους οποίους ορίζεται ότι: α) «Σε περίπτωση μη ολοσχερούς εξόφλησης τριών συνεχών μηνιαίων δόσεων η δανείστρια δικαιούται να καταγγείλει τη σύμβαση και να καταστήσει απαιτητό και το μη ληξιπρόθεσμο κεφάλαιο του δανείου και να το χρεώνει με τόκους υπερημερίας…» (όρος 7 εδ. γ΄), «Σε περίπτωση μη ολοσχερούς εξόφλησης δύο μηνιαίων δόσεων, η δανείστρια δικαιούται επίσης να καταγγείλει τη σύμβαση και να καταστήσει το δάνειο ληξιπρόθεσμο και απαιτητό» (όρος 9 εδ. β΄) και «Ο οφειλέτης βαρύνεται και επιρρίπτονται σε αυτόν όλες οι δαπάνες που συνδέονται με την παρούσα σύμβαση…» (όρος 6). Ότι ειδικότερα η καθ΄ ης η ανακοπή έκανε χρήση των όρων 7 και 9 της σύμβασης που της επιτρέπουν να την καταγγείλει και να κλείσει τους λογαριασμούς οποτεδήποτε και κατά την απόλυτη κρίση της, καθώς και του όρου 6 περί παράνομης χρέωσης εξόδων που παραπέμπουν σε αόριστο τίμημα, που είναι, όπως προαναφέρθηκε, καταχρηστικοί και συνεπώς άκυροι, καθόσον είναι αντίθετοι στις διατάξεις του Ν. 2251/1994.Ότι για τους ως άνω αναφερόμενους λόγους η απαίτηση της καθ΄ ης είναι μη εκκαθαρισμένη. Με αυτό το περιεχόμενο οι ανωτέρω λόγοι ανακοπής είναι απορριπτέοι, πρωτίστως, ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας και ανεπίδεκτοι δικαστικής εκτίμησης, μη δυνάμενοι να θεμελιώσουν το αίτημα ακύρωσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Τούτο δε ενόψει και του ότι σύμφωνα με το εκτιθέμενο περιεχόμενο των ως άνω όρων που αφορούν οι δυο πρώτοι από αυτούς (ΓΟΣ 7 και 9) την καταγγελία της σύμβασης και ο τρίτος από αυτούς (ΓΟΣ 6) τη χρέωση των εξόδων και δεδομένου ότι δεν επιφυλάσσουν στην καθ΄ ης η ανακοπή δικαίωμα μονομερούς λύσεως της συμβάσεως, χωρίς ορισμένο και σπουδαίο λόγο, και δεν καθιστούν αόριστο το τίμημα αντίστοιχα, θα έπρεπε, γεγονός που δεν συμβαίνει εν προκειμένω, ο ανακόπτων να εκθέτει το σύνολο των ειδικών συνθηκών κατά τη σύναψη της συμβάσεως και όλες τις υπόλοιπες ρήτρες αυτής, όπως, επίσης, και εάν οι όροι αυτοί επιβλήθηκαν, χωρίς να ικανοποιηθούν οι απαιτήσεις διαφάνειας και ιδίως χωρίς προηγούμενη επαρκή ενημέρωση του ανακόπτοντος ή κατά τρόπο κεκαλυμμένο, αφού ως μέτρο ελέγχου της διατάραξης της ισορροπίας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων των συμβαλλομένων μερών χρησιμεύει κάθε φορά το ενδοτικό δίκαιο που ισχύει, για τη συγκεκριμένη σύμβαση. Χωρίς αυτά τα στοιχεία δεν μπορεί να ελεγχθεί η καταχρηστικότητα των ανωτέρω όρων ως ΓΟΣ. Συγκεκριμένα δεν εκτίθεται στους ως άνω λόγους της ένδικης ανακοπής η ιστορική βάση εκ της συγκεκριμένης σχέσεως, διαπραγματεύσεως και κατάρτισης της συμβάσεως μεταξύ του ανακόπτοντος και της καθ΄ ης, δεν εξειδικεύεται ο τρόπος ενσωμάτωσης των ως άνω όρων στην επικαλούμενη σύμβαση τοκοχρεωλυτικού δανείου που αυτός (ανακόπτων) συνομολόγησε με την καθ΄ ης η ανακοπή και ποιες είναι οι συνέπειες της ύπαρξης των εν λόγω όρων (ΓΟΣ 7, 9 και 6) στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλόμενου ποσού, ήτοι ο ανακόπτων δεν προσδιορίζει επακριβώς ποια ποσά προσβάλλει ως ακύρως και καταχρηστικώς χρεωθέντα σ΄ αυτόν, ήτοι τα επιπλέον ποσά με τα οποία επιβαρύνθηκε παράνομα και ποιο τελικά είναι το ποσό που από αυτά τα κονδύλια οφείλει, ώστε να κριθεί η βασιμότητα των εν λόγω ισχυρισμών του, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση που οι λόγοι ήθελε κριθούν ουσιαστικά βάσιμοι, της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος, οπότε όμως, η εκτέλεση θα συνεχιζόταν νόμιμα για τα υπόλοιπα επιτασσόμενα ποσά. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, και απέρριψε τους ως άνω πρώτο και τρίτο λόγους της ένδικης ανακοπής, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε ως προς αυτούς και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τους σχετικούς λόγους της εφέσεως.

Με τον δεύτερο λόγο ανακοπής του, ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι είναι άκυρη η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, διότι η απαίτηση της καθ΄ης η ανακοπή περιλαμβάνει (δυνάμει των ΓΟΣ 15 και 7 της συμβάσεως) παράνομα τόκους επί της εισφοράς του Ν. 128/1975, οι οποίοι δεν αποτυπώνονται στην κίνηση του λογαριασμού που προσκομίστηκε για την έκδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και συνεπώς η απαίτηση της καθ΄ ης εις βάρος του δεν είναι εκκαθαρισμένη. Με αυτό το περιεχόμενο ο ανωτέρω λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος, πρωτίστως, ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας και ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης, μη δυνάμενος να θεμελιώσει το αίτημα ακύρωσης της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής. Τούτο δε διότι ο ανακόπτων δεν επικαλείται τις συνέπειες της ύπαρξης των εν λόγω όρων(ΓΟΣ 15 και 7) στην εξέλιξη της επίδικης σύμβασης και στη διαμόρφωση του τελικά οφειλόμενου ποσού, δεδομένου ότι η ύπαρξή του δεν επιφέρει γενική ακυρότητα της σύμβασης, αλλά μόνον του μέρους στο οποίο επιδρά, ήτοι ο ανακόπτων δεν προσδιορίζει είτε τα συγκεκριμένα ποσά, με τα οποία επιβαρύνθηκε η επιτασσόμενη απαίτηση από τον, παράνομο κατά τον ισχυρισμό του, ανατοκισμό της εισφοράς του Ν. 128/1975, ώστε να κριθεί η βασιμότητα του εν λόγω ισχυρισμού του, είτε το νόμιμο ύψος της οφειλής του, όπως αυτό θα ήταν αν δεν είχε λάβει χώρα ο εν λόγω ανατοκισμός, με αποτέλεσμα να μην είναι εφικτός ο λογιστικός έλεγχος του νόμιμου ύψους του επιδικασθέντος με τη διαταγή πληρωμής ποσού και η ακύρωση, σε περίπτωση που ο λόγος ήθελε κριθεί ουσιαστικά βάσιμος, της διαταγής πληρωμής κατά το αντίστοιχο μέρος, οπότε όμως, η εκτέλεση θα συνεχιζόταν νόμιμα για τα υπόλοιπα επιτασσόμενα ποσά. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του, έκρινε όμοια, και απέρριψε τον ως άνω δεύτερο λόγο της ένδικης ανακοπής, έστω και με ελλιπή αιτιολογία, ορθά κατ΄ αποτέλεσμα έκρινε ως προς αυτόν και δεν έσφαλε. Συνεπώς, αφού συμπληρωθεί η ελλιπής αιτιολογία της εκκαλουμένης με αυτή της παρούσας απόφασης (άρθρο 534 του ΚΠολΔ), πρέπει να απορριφθούν ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμα τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με το σχετικό λόγο της εφέσεως. Εξάλλου η αοριστία των προαναφερόμενων λόγων ανακοπής δεν μπορεί να θεραπευτεί με παραπομπή σε άλλα έγγραφα ή δικόγραφα ή με διενέργεια πραγματογνωμοσύνης. Κατ΄ ακολουθίαν των ανωτέρω, και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος εφέσεως προς έρευνα, (το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της έφεσης περιορίζεται στις διατάξεις της πρω­τόδικης απόφασης που πλήττονται με αυτή), πρέπει η έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ΄ ουσίαν αβάσιμη. Τέλος, το Δικαστήριο, λόγω της ήττας του εκκαλούντος, πρέπει να διατάξει την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε για το παραδεκτό της εφέσεως, με το e- ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό: ……./2018και την από 26-2-2018 εξόφληση της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ, και να καταδικασθεί ο εκκαλών, επίσης λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος της τελευταίας (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ΄ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ΄ ουσίαν την από 24-2-2018 (αρ. καταθ. ……../2018) έφεση κατά της υπ΄ αρ. 5053/2017 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 643 και 591 παρ. 1 περ. α του ΚΠολΔ.

Διατάσσει την εισαγωγή του παραβόλου, ποσού εκατό (100) ευρώ, που κατατέθηκε με το e- ΠΑΡΑΒΟΛΟ με κωδικό: ……./2018 και την από 26-2-2018 εξόφληση της ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ,στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσότων400 ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 7 Ιανουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ