Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 3/2020

Αριθμός    3/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από το Δικαστή  Γεώργιο Βερούση, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες από 15-5-2017 (γεν. αριθ. καταθ. …./2017 και ειδ. αριθ. καταθ. …../2017) έφεση της ενάγουσας της από 19-2-2016  (αριθ. εκθ. καταθ. …/…/2016) αγωγής και από 18-5-2019 (γεν. αριθ. καταθ. …../2017 και ειδ. αριθ. καταθ. …./2017) έφεση του ενάγοντος των από 18-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……../2015) και από 28-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …………./2015) αγωγών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 2408/2016 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου το οποίο συνεκδίκασε αντιμωλία των διαδίκων τις παραπάνω αγωγές κατά την ειδική διαδικασία των 663 επ. του Κ.Πολ.Δ. έχουν ασκηθεί στις 16-5-2017 και στις 19-5-2017 αντίστοιχα, νομότυπα και εμπρόθεσμα καθόσον η εκκαλουμένη επιδόθηκε στην εκκαλούσα της από 15-5-2017 (γεν. αριθ. καταθ. ../2017 και ειδ. αριθ. καταθ. …/2017) έφεσης στις 19-4-2017 (βλ. υπ. αριθμ. …..΄/19-4-2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών ………….) και επίσης δεν έχει παρέλθει διετία από τη δημοσίευση της απόφασης (άρθρα 495 παρ. 1 και 2, 511, 513 παρ. 1 β΄ 516 παρ. 1,  517 εδ. α΄, 518 παρ. 2 και 520 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.). Κατ΄ακολουθία των ανωτέρω οι εφέσεις είναι παραδεκτές, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και αφού διαταχθεί η συνεκδίκασή τους, να εξεταστούν περαιτέρω ως προς τη βασιμότητα των λόγων τους  με την ίδια διαδικασία κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ.).

Με το άρθρο 1 παρ.5 του ν. 3833/2010 “Προστασία της εθνικής οικονομίας – Επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης”, όπως η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με την παρ.5 του άρθρου 90 του ν. 3842/2010, ορίζεται ότι “οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα [επιδόματα] των εργαζομένων, χωρίς εξαίρεση, σε Νομικά Πρόσωπα Ιδιωτικού Δικαίου (ΝΠΙΔ), που ανήκουν στο Κράτος, σε ΝΠΔΔ ή σε ΟΤΑ ή επιχορηγούνται τακτικά από τον Κρατικό Προϋπολογισμό σε ποσοστό τουλάχιστον 50% του προϋπολογισμού τους ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005 (ΦΕΚ 314 Α), μειώνονται κατά ποσοστό επτά τοις εκατό (7%). Τα επιδόματα των Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας μειώνονται κατά ποσοστό τριάντα τοις εκατό (30%), αντίστοιχα. Από τη μείωση του πρώτου εδαφίου της παραγράφου αυτής εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας τους και τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους. Οι διατάξεις της παραγράφου αυτής, καθώς και της παρ.4 κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής συμβάσεως εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας”. Κατά δε την παρ.6 του ίδιου άρθρου του ν. 3833/2010, όπως και η παράγραφος αυτή τροποποιήθηκε με την παρ.5 του άρθρου 90 του ν. 3842/2010 “οι διατάξεις της προηγούμενης παραγράφου έχουν εφαρμογή και για τα αιρετά όργανα ΟΤΑ, τους διοικητές, υποδιοικητές, προέδρους, αντιπροέδρους των ΝΠΔΔ, τους προέδρους, αντιπροέδρους και τα μέλη των ανεξάρτητων διοικητικών αρχών, καθώς και τους προέδρους, αντιπροέδρους, διευθύνοντες συμβούλους και εκτελεστικά μέλη διοικητικού συμβουλίου (ΔΣ) των ΝΠΙΔ, που ανήκουν στο Κράτος, σε ΝΠΔΔ ή σε ΟΤΑ ή επιχορηγούνται τακτικά από τον κρατικό προϋπολογισμό σε ποσοστό τουλάχιστον 50% του προϋπολογισμού τους ή είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005”. Επακολούθησε ο ν. 3845/2010 “Μέτρα για την εφαρμογή του μηχανισμού στήριξης της ελληνικής οικονομίας από τα κράτη – μέλη της Ζώνης του ευρώ και το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο”, με την παρ.4 του άρθρου 3 του οποίου ορίζεται ότι “οι πάσης φύσεως τακτικές αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής συμβάσεως εργασίας, η διαιτητική απόφαση, ή με ατομική σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα [επιδόματα], των εργαζομένων, χωρίς εξαίρεση, στους φορείς του πρώτου εδαφίου της παρ.5 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010, όπως τροποποιήθηκε και ισχύει, μειώνονται κατά ποσοστό τρία τοις εκατό (3%). Από τη μείωση του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση ή την υπηρεσιακή εξέλιξη, καθώς και τα συνδεόμενα με το ανθυγιεινό ή το επικίνδυνο της εργασίας τους και τον μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών τους”. Οι προπαρατεθείσες διατάξεις, όπως προκύπτει και από τις αιτιολογικές εκθέσεις των ως άνω νόμων 3833/2010 και 3845/2010 θεσπίστηκαν για την προστασία και την προαγωγή του γενικότερου δημόσιου συμφέροντος ενόψει της δημοσιονομικής κρίσης που αντιμετώπισε η χώρα. Στο πλαίσιο αυτό, ψηφίστηκαν διατάξεις, όπως οι ανωτέρω, που αφορούν την περικοπή των μισθολογικών δαπανών για όλους τους απασχολούμενους στο Δημόσιο, στα ΝΠΔΔ και στους ΟΤΑ, με σχέση εργασίας δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, καθώς και για το προσωπικό των ΝΠΙΔ, που είτε ανήκουν στο Κράτος, είτε επιχορηγούνται τακτικά από τον κρατικό προϋπολογισμό, είτε είναι δημόσιες επιχειρήσεις κατά την έννοια των παραγράφων 1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005, με οποιαδήποτε σχέση και αν απασχολούνται και με οποιονδήποτε τρόπο και αν αμείβονται οι εργαζόμενοι αυτοί. Ειδικότερα, με το άρθρο 1 του ν. 3833/2010 και το τρίτο άρθρο του ν. 3845/2010 προβλέφθηκε η μείωση των αποδοχών των υπηρετούντων με οποιαδήποτε σχέση εργασίας στον ευρύτερο δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των εταιριών του ν. 3429/2005, τόσο του Κεφαλαίου Α’ όσο και του Κεφαλαίου Β’, εφόσον στην τελευταία περίπτωση η συμμετοχή του Ελληνικού Δημοσίου στο μετοχικό κεφάλαιο δεν υπολείπεται του 50%, ανεξαρτήτως τυχόν αντίθετης συμφωνίας. Από τα ανωτέρω μέτρα δεν εξαιρέθηκε ούτε ο Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ούτε η πολιτική ηγεσία και οπωσδήποτε κανένα από τα όργανα διοίκησης των αναφερομένων ΝΠΔΔ και ΝΠΙΔ. Από το γράμμα και το πνεύμα των εν λόγω νομοθετημάτων συνάγεται ότι σκοπός του νομοθέτη ήταν να περικοπούν, κατά τα οριζόμενα ποσοστά, οι αποδοχές όλων όσων αμείβονται από το δημόσιο και τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, προκειμένου να μειωθεί η μισθολογική δαπάνη του δημοσίου, προς αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, ανεξάρτητα από τη σχέση με την οποία οι απασχολούμενοι συνδέονται με αυτό (σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, δημοσίου ή ιδιωτικού δικαίου, αμειβόμενης εντολής κλπ.), ακόμη και αν υπάρχει οποιαδήποτε αντίθετη γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή συμφωνία. Η αληθής αυτή έννοια των ως άνω διατάξεων προκύπτει και από τη διάταξη του άρθρου 21 παρ.6 του ν. 3867/2010, κατά το οποίο “δεν εξαιρούνται από τις διατάξεις του άρθρου 1 παρ.5 του ν. 3833/2010 φορείς του ευρύτερου δημόσιου τομέα που διέπονται από ειδικά καθεστώτα, όπως οι ανώνυμες εταιρείες, οι οποίες έχουν ιδρυθεί βάσει των διατάξεων του άρθρου πρώτου του ν. 1955/1991”, οι οποίες κατά την παρ.2 του πρώτου άρθρου του εν λόγω νόμου λειτουργούν σύμφωνα με τους κανόνες της ιδιωτικής οικονομίας, δεν υπάγονται στην κατηγορία των οργανισμών και επιχειρήσεων του ευρύτερου δημόσιου τομέα και δεν εφαρμόζονται σ’ αυτές οι διατάξεις, που διέπουν εταιρείες που άμεσα ή έμμεσα ανήκουν στο Δημόσιο. Άλλωστε, στις περιπτώσεις που ο νομοθέτης ήθελε να εξαιρέσει κατηγορίες απασχολουμένων, υπό οιαδήποτε μορφή, τούτο το έπραξε ρητά, όπως συνέβη με την παρ.8 του άρθρου 1 του ν. 3833/ 2010, κατά την οποία “οι ρυθμίσεις των παρ.5, 6 και 7 δεν εφαρμόζονται στις εταιρείες που υπάγονται στο Κεφάλαιο Β’ του ν. 3429/2005, μεταξύ των οποίων οι ανώνυμες εταιρείες των οποίων οι μετοχές έχουν εισαχθεί προς διαπραγμάτευση σε οργανωμένη αγορά (χρηματιστήριο) και συμμετέχουν στο μετοχικό τους κεφάλαιο με οποιοδήποτε ποσοστό συμμετοχής το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα της παρ.2 του άρθρου 1 του ν. 3429/2005, εφόσον το Δημόσιο ή τα νομικά πρόσωπα των παρ.1, 2 και 3 του άρθρου 1 του ίδιου νόμου κατέχουν μόνα ή από κοινού ποσοστό του μετοχικού κεφαλαίου μικρότερο του πενήντα τοις εκατό (50%), καθώς και στις Τράπεζες”, με το άρθρο 6 του ν. 3872/2010, σύμφωνα με το οποίο “από τις διατάξεις των παρ.2 και 5 του άρθρου 1 του ν. 3833/2010 περί μείωσης αποδοχών και επιδομάτων και της παρ.1 του άρθρου 3 του ίδιου νόμου περί απαγόρευσης συνομολόγησης, χορήγησης ή καταβολής με οποιονδήποτε τρόπο αυξήσεων, καθώς και από τις διατάξεις των παρ.1, 4 και 6 του άρθρου 3 του ν. 3845/2010 περί μείωσης αποδοχών και επιδομάτων, εξαιρείται αναδρομικά και αντιστοίχως, από 1-1-2010 και από 1-6-2010, το ναυτικό προσωπικό της Πλοηγικής Υπηρεσίας” και με το τελευταίο εδάφιο της παρ.18 του τρίτου άρθρου του ν. 3845/2010, που προστέθηκε με το άρθρο 45 παρ.5 του ν. 3943/2011, με το οποίο εξαιρέθηκαν της εφαρμογής των διατάξεων των προηγουμένων εδαφίων της παραγράφου αυτής οι απασχολούμενοι σε νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου, τα οποία είναι ερευνητικοί και τεχνολογικοί φορείς που επιχορηγούνται και εποπτεύονται από το κράτος, καθώς και τα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου ΟΠΕΚΕΠΕ, ΚΕΕΛΠΝΟ, ΚΕΘΕΑ και ΟΚΑΝΑ. Αντίθετη ερμηνεία των διατάξεων αυτών δεν μπορεί να συναχθεί από τις παρ.17, 18, 19 και 21 του άρθρου τρίτου του ν. 3845/2010, που προστέθηκαν με το άρθρο 2 του ν. 3899/2010 και ορίζουν μεταξύ άλλων: “17. Οι πάσης φύσεως αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα, που καταβάλλονται στους απασχολούμενους με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, καθώς και στους απασχολούμενους με σύμβαση έμμισθης εντολής, των φορέων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Α’ του ν. 3429/2005, όπως τροποποιείται και ισχύει κατά την έναρξη ισχύος της παραγράφου αυτής, απαγορεύεται από 1-1-2011 να υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, το ποσό των τεσσάρων χιλιάδων (4.000) ευρώ […]. 18. Οι πάσης φύσεως αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές γενικά, καθώς και τα με οποιαδήποτε άλλη ονομασία οριζόμενα και από οποιαδήποτε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρο συλλογικής σύμβασης εργασίας, διαιτητική απόφαση ή με σύμβαση εργασίας ή συμφωνία προβλεπόμενα, που καταβάλλονται στους απασχολούμενους με οποιαδήποτε σχέση εργασίας, καθώς και στους απασχολούμενους με σύμβαση έμμισθης εντολής, των φορέων που υπάγονται στο πεδίο εφαρμογής του Κεφαλαίου Α’ του ν. 3429/2005, όπως τροποποιείται και ισχύει κατά την έναρξη ισχύος της παραγράφου αυτής, μειώνονται, από 1-1-2011, κατά ποσοστό δέκα τοις εκατό (10%). Από τη μείωση του προηγούμενου εδαφίου εξαιρούνται τα επιδόματα που συνδέονται με την οικογενειακή κατάσταση, καθώς και με το ανθυγιεινό ή επικίνδυνο της εργασίας. Εξαιρούνται, επίσης, τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, Πάσχα και αδείας, εφόσον τα επιδόματα αυτά έχουν καθοριστεί σύμφωνα με τις διατάξεις της παρ.6 του άρθρου αυτού. Η μείωση του πρώτου εδαφίου διενεργείται εφόσον οι πάσης φύσεως αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις και αμοιβές, συμπεριλαμβανομένων και των επιδομάτων που εξαιρούνται κατά τα οριζόμενα στα δύο προηγούμενα εδάφια, υπερβαίνουν κατά μήνα, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, τα χίλια οκτακόσια (1.800) ευρώ. Αν με την εφαρμογή της διατάξεως του πρώτου εδαφίου οι πάσης φύσεως αποδοχές, επιδόματα, αποζημιώσεις ή αμοιβές γενικά, υπολείπονται του ορίου του προηγούμενου εδαφίου, η μείωση περιορίζεται στο όριο των χιλίων οκτακοσίων (1.800) ευρώ […]. 19. Το σύνολο των μειώσεων που επέρχεται με την εφαρμογή των διατάξεων των παραγράφων 17 και 18 δεν επιτρέπεται να υπερβεί κατά μήνα, υπολογιζόμενο σε δωδεκάμηνη βάση, το είκοσι πέντε τοις εκατό (25%) των πάσης φύσεως αποδοχών, επιδομάτων, αποζημιώσεων και αμοιβών γενικά που θα καταβάλλονταν μηνιαίως, υπολογιζόμενες σε δωδεκάμηνη βάση, χωρίς την εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Αν οι μειώσεις υπερβαίνουν το ποσοστό αυτό, το όριο του πρώτου εδαφίου της παρ.17 αυξάνεται μέχρι του ποσοστού αυτού. 21. Οι διατάξεις των παρ.17 έως και 20 κατισχύουν κάθε γενικής ή ειδικής διάταξης ή ρήτρας ή όρου συλλογικής ή κλαδικής ή επιχειρησιακής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας. Κάθε γενική ή ειδική διάταξη ή ρήτρα ή όρος συλλογικής ή κλαδικής ή επιχειρησιακής σύμβασης εργασίας, διαιτητικής απόφασης ή ατομικής σύμβασης εργασίας ή συμφωνίας που καθορίζει αποδοχές και πρόσθετες αμοιβές ή απολαβές οι οποίες υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια που ορίζονται στις παρ.17 και 19, καταργείται. Αποδοχές, πρόσθετες αμοιβές ή απολαβές που υπερβαίνουν τα ανώτατα όρια αυτά αναπροσαρμόζονται αυτοδίκαια στο αντίστοιχο όριο”. Με τις εν λόγω διατάξεις θεσπίσθηκαν ανώτατα και κατώτατα συνολικά όρια μηνιαίων αποδοχών, όπως αυτές διαμορφώνονται με τις επιβληθείσες νόμιμα μειώσεις, των αναφερομένων σ’ αυτές κατηγοριών εργαζομένων, μεταξύ των οποίων και αυτοί που απασχολούνται με σύμβαση έμμισθης εντολής, χωρίς να συνάγεται από αυτές ότι δεν υπάγεται η κατηγορία αυτή των απασχολουμένων. (βλ. ενδεικτικά για άλλες κατηγορίες απασχολουμένων με τη μορφή αυτή ΑΠ 1160/1998, 1393/1998), στις ρυθμίσεις των ως άνω διατάξεων των ν. 3833/2010 και 3845/2010 (ΑΠ 1147/2015). Περαιτέρω με τις διατάξεις του ν. 2932/2001 και υπό τον τίτλο “Ελεύθερη παροχή υπηρεσιών στις θαλάσσιες ενδομεταφορές, σύσταση Γενικής Γραμματείας Λιμένων και Λιμενικής Πολιτικής, μετατροπή Λιμενικών Ταμείων σε ανώνυμες εταιρείες και άλλες διατάξεις” έγινε προσπάθεια ορθολογικής αναμορφώσεως του πλαισίου διεξαγωγής των θαλασσίων εσωτερικών μεταφορών και των σχετικών προς αυτές εθνικών υποδομών, με στόχο την οικονομική ανάπτυξη μέσα από την εξασφάλιση ελεύθερου και υγιούς ανταγωνισμού. Με το άρθρο δεύτερο παρ.1 του νόμου αυτού ορίσθηκε ότι οι σχετικές δραστηριότητες τελούν υπό την εποπτεία του Κράτους, η οποία ασκείται (κατά κύριο λόγο) από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας. Με το άρθρο εικοστό πρώτο του ίδιου νόμου, μια σειρά από Λιμενικά Ταμεία, τα οποία είτε αυτοτελώς είτε συγχωνευμένα με άλλα λειτουργούσαν ως ΝΠΔΔ, διασπάσθηκαν (όπου αυτό κρίθηκε αναγκαίο) και μετατράπηκαν σε ανώνυμες εταιρίες. Σύμφωνα με το άρθρο εικοστό πρώτο παρ. 5 του ίδιου νόμου, κάθε Οργανισμός Λιμένος είναι ανώνυμη εταιρία κοινής ωφέλειας με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος και τελεί υπό την εποπτεία του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας. Η λειτουργία εκάστης εταιρίας της μορφής αυτής, της οποίας το μετοχικό κεφάλαιο αποτελείται από μία μετοχή που ανήκει στο Ελληνικό Δημόσιο, διέπεται από τις διατάξεις του ν. 2932/2001 και του Καταστατικού της, το οποίο, με ενιαίο και ομοιόμορφο τρόπο για όλες, εγκρίθηκε με το άρθρο εικοστό δεύτερο του ίδιου νόμου και με τον τρόπο αυτό απέκτησε, επίσης, ισχύ ουσιαστικού νόμου. Οι λοιπές, γενικές διατάξεις περί ανωνύμων εταιριών [όπως αυτές του κ.ν. 2190/1920 (ΦΕΚ 144 Α), του β.δ. 14/19-1-1939 (ΦΕΚ 24 Α) και του α.ν. 2344/1940 (ΦΕΚ 154 Α), που αναφέρονται ειδικά στην παρ.5 του άρθρου 21 του ν. 2932/2001], έχουν μόνο συμπληρωματική ισχύ. Από τα παραπάνω συνάγεται ότι ο “Οργανισμός Λιμένος Πειραιά ΑΕ”, αν και νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με εταιρική μορφή, στην πραγματικότητα αποτελεί κρατικό φορέα, δια μέσου του οποίου ασκείται η εκάστοτε κυβερνητική πολιτική στον τομέα των θαλασσίων, εσωτερικών μεταφορών και των σχετικών προς αυτές εθνικών υποδομών, στη γεωγραφική περιοχή της ευθύνης του. Γι’ αυτό και υπάγεται στο δημόσιο τομέα, ως “νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου δημόσιου χαρακτήρα, που επιδιώκει κοινωφελείς ή άλλους δημόσιους σκοπούς”, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 51 περ. γ’ του ν. 1892/1990. Περαιτέρω, στο άρθρο 14 του Καταστατικού εκάστου Οργανισμού Λιμένος, το οποίο, όπως αναφέρθηκε, έχει ισχύ ουσιαστικού νόμου, ορίζεται ότι η γενική συνέλευση της ανώνυμης εταιρίας αποτελείται από τον μοναδικό μέτοχο αυτής, ήτοι το Ελληνικό Δημόσιο, που εκπροσωπείται από τους Υπουργούς Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας. Στο άρθρο 7 του Καταστατικού, ορίζεται ότι όργανα διοίκησης της εταιρίας είναι α) το διοικητικό συμβούλιο, β) ο διευθύνων σύμβουλος και γ) το συμβούλιο διεύθυνσης. Στο άρθρο 8 του Καταστατικού, ορίζεται ότι το διοικητικό συμβούλιο έχει δεκατρία μέλη, από τα οποία τέσσερα, μεταξύ των οποίων και ο διευθύνων σύμβουλος, ορίζονται ως εκπρόσωποι του Ελληνικού Δημοσίου από τον Υπουργό Εμπορικής Ναυτιλίας και έτερα δύο εκπροσωπούν τον μοναδικό μέτοχο, ήτοι και πάλι το Ελληνικό Δημόσιο. Στο άρθρο 11 παρ.1 του ίδιου Καταστατικού ορίζεται ότι ο διευθύνων σύμβουλος είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της εταιρίας, ότι η διάρκεια της θητείας του είναι ανεξάρτητη από εκείνη των υπολοίπων μελών και ότι η ιδιότητά του δεν είναι ασυμβίβαστη με την ιδιότητα του προέδρου του διοικητικού συμβουλίου. Ακόμη, με γενικό τρόπο, ορίζεται ότι ο διευθύνων σύμβουλος προΐσταται όλων των υπηρεσιών της εταιρίας, διευθύνει το έργο της, λαμβάνει τις αναγκαίες αποφάσεις μέσα στα πλαίσια των διατάξεων που διέπουν τη λειτουργία της εταιρίας, του συμβολαίου διαχείρισης, των εγκεκριμένων προγραμμάτων και προϋπολογισμών και του στρατηγικού και επιχειρησιακού σχεδίου. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ.2 του καταστατικού, ο διευθύνων σύμβουλος προσλαμβάνεται για χρονικό διάστημα πέντε ετών μετά από δημόσια προκήρυξη της θέσης [όπως ίσχυε πριν από την αντικατάσταση του σχετικού εδαφίου με την παρ.13β του άρθρου 35 του ν. 3274/2004], που γίνεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Εθνικής Οικονομίας και Εμπορικής Ναυτιλίας. Τα ελάχιστα απαιτούμενα προσόντα για την κατάληψη της θέσης του διευθύνοντος συμβούλου είναι πτυχίο ΑΕΙ της ημεδαπής ή αλλοδαπής και επαγγελματική εμπειρία στον δημόσιο ή ιδιωτικό τομέα. Τα ιδιαίτερα προσόντα του και η διαδικασία επιλογής ορίζονται με την προκήρυξη της θέσης, ήτοι προσδιορίζονται εκάστοτε με διακριτική ευχέρεια των αρμοδίων υπουργών. Η πρόσληψή του γίνεται με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας και η αμοιβή του καθορίζεται με κοινή απόφαση των Υπουργών Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ.4 του καταστατικού, ο διευθύνων σύμβουλος, ενδεικτικώς, α) υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο τις προτάσεις και εισηγήσεις που απαιτούνται για την πραγματοποίηση των σκοπών, που ορίζονται στο Καταστατικό και προβλέπονται στο επιχειρησιακό και στρατηγικό σχέδιο, καθώς και στο συμβόλαιο διαχείρισης, β) αποφασίζει την κατάρτιση συμβάσεων αντικειμένου μέχρι του ποσού εκείνου που ορίζει με απόφασή του το διοικητικό συμβούλιο, γ) εκτελεί τις αποφάσεις του διοικητικού συμβουλίου, δ) αποφασίζει για τα θέματα προσωπικού της εταιρίας, σύμφωνα με τις ρυθμίσεις του Γενικού Κανονισμού Προσωπικού της εταιρίας, των συμβατικών υποχρεώσεων και των υποχρεώσεων που προκύπτουν από το συμβόλαιο διαχείρισης, ε) λαμβάνει όλα τα απαραίτητα μέτρα για την αναβάθμιση και αξιοποίηση του προσωπικού, προτείνοντας στο διοικητικό συμβούλιο, για έγκριση, την κατάρτιση των αναγκαίων κατά την κρίση του νέων κανονισμών προσωπικού, οργανογραμμάτων, προγραμμάτων εκπαίδευσης και επιμόρφωσής του, στ) υποβάλλει στο διοικητικό συμβούλιο τις προτάσεις και εισηγήσεις για την έκδοση των αναγκαίων κανονισμών και τιμολογίων. Πέραν αυτών, ασκεί οποιαδήποτε άλλη αρμοδιότητα του αναθέτει, εκάστοτε, το διοικητικό συμβούλιο. Σύμφωνα με το άρθρο 11 παρ.5 του καταστατικού, ο διευθύνων σύμβουλος, όταν ελλείπει, απουσιάζει ή κωλύεται, αναπληρώνεται στα καθήκοντά του από άλλο μέλος του διοικητικού συμβουλίου ή από έναν από τους γενικούς διευθυντές ή διευθυντές της εταιρίας, που ορίζεται με απόφαση του διοικητικού συμβουλίου, μετά από πρόταση του ιδίου. Τέλος, στο άρθρο 11 παρ.3 του καταστατικού ορίζεται ότι με απόφαση του Υπουργού Εμπορικής Ναυτιλίας, η σύμβαση του διευθύνοντος συμβούλου μπορεί να καταγγελθεί και ο διορισμός του να ανακληθεί, αν συντρέχει σπουδαίος λόγος. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται ότι ο διευθύνων σύμβουλος έχει κυρίαρχο ρόλο στην εταιρία και υπόκειται μόνο στο διοικητικό συμβούλιο αυτής, στο οποίο, όμως, σε κάθε περίπτωση συμμετέχει, ενδέχεται δε και να προεδρεύει. Και ότι το εκάστοτε πρόσωπο του διευθύνοντος συμβούλου επιλέγεται από τον αρμόδιο Υπουργό, ύστερα από δημόσια προκήρυξη μεν, αλλά χωρίς τον εκ του νόμου προκαθορισμό συγκεκριμένων κριτηρίων και ιδιαίτερη διαδικασία αξιολόγησης από ανεξάρτητη αρχή, ήτοι χωρίς τήρηση της αυστηρής διαδικασίας του άρθρου 103 παρ.7 εδ. α’ του Συντάγματος, από την οποία απόκλιση επιτρέπεται μόνο για τους “μετακλητούς” υπαλλήλους του άρθρου 103 παρ.5 του Συντάγματος. Κατόπιν αυτών, ως το σημαντικότερο προσόν για την επιλογή του διευθύνοντος συμβούλου αναδεικνύεται η εμπιστοσύνη της εποπτεύουσας πολιτικής ηγεσίας προς το πρόσωπό του και η προσδοκία αυτής ότι ο επιλεγόμενος θα αναδειχθεί ικανός για την προώθηση της εκάστοτε κυβερνητικής πολιτικής στον τομέα της ευθύνης του. (ΟλΑΠ 7/2015, ΟλΑΠ, πλειοψ., 5/2014, ΟλΑΠ, πλειοψ., 6/2014).

Στην προκειμένη περίπτωση με την από 18-12-2017 (αριθ. εκθ. καταθ…………./2015) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ο εκκαλών ισχυρίστηκε ότι η εναγομένη, η οποία είχε αρχικώς ιδρυθεί ως Ν.Π.Δ.Δ., μετατράπηκε με το νόμο 2688/1999 σε ανώνυμη εταιρεία κοινής ωφέλειάς με σκοπό την εξυπηρέτηση του δημοσίου συμφέροντος, η οποία δραστηριοποιείται στη διοίκηση και εκμετάλλευση του Λιμένος Πειραιώς ή και άλλων λιμένων. Ότι το έτος 2003 εισήχθει στο Χρηματιστήριο Αθηνών και στη συνέχεια, δυνάμει των με αριθμούς 195/27-10-2011 και 206/25-4-2012 αποφάσεων της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (ΔΕΑΑ), που εκδόθηκαν κατά τη μνημονιακή περίοδο και συγκεκριμένα στο πλαίσιο του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής της περιόδου 2011-2015, μεταβιβάστηκαν και περιήλθαν στην ανώνυμη .εταιρεία ΤΑΙΠΕΔ οι μετοχές της εναγομένης, οι οποίες ανήκαν στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου και αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 74% περίπου του μετοχικού της κεφαλαίου. Ότι μετά την κατά τα άνω μεταβίβαση στο ΤΑΙΠΕΔ του συνόλου της πλειοψηφίας του μετοχικού της κεφαλαίου που κατείχε το Δημόσιο, η εναγομένη αποκόπηκε από τον έλεγχο του Δημοσίου, έπαψε να συνιστά δημόσια επιχείρηση κι ως εκ τούτου δεν εμπίπτει στο πεδίο εφαρμογής των διατάξεων που διέπουν τις εταιρείες που ανήκουν άμεσα ή έμμεσα στο Δημόσιο. Ότι δυνάμει της από 18-11-2009 και με αριθμό …./2009 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου που καταρτίστηκε εγγράφως μεταξύ των διαδίκων, προσλήφθηκε από την εναγομένη για να παρέχει την εργασία του υπό την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου, ενώ ταυτόχρονα εκλέχθηκε και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της. Ότι για την παραπάνω εργασία του συμφωνήθηκε να του καταβάλλεται ως μηνιαίος μισθός το ποσό των 5.400 ευρώ ο οποίος προσαυξανόμενος από τα επιδόματα των ΣΣΕ καθώς και από τα επιδόματα που δίνονταν βάσει παλαιότερων αποφάσεων του ΔΣ σε Διευθύνοντες Συμβούλους, είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 10.841,20 ευρώ. Ότι μετά τη δημοσίευση των νόμων 3833/2010 και 4024/2011, η εναγομένη προέβη από το έτος 2010 μονομερώς και αντισυμβατικά, άλλως κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμο σε μείωση του ως άνω καταβαλλόμενου μισθού του, προκειμένου να εναρμονίζεται αυτό με τις διατάξεις των ως άνω νόμων και να μην υπερβαίνει το μισθό του Γενικού Γραμματέα Υπουργείου. Ότι ειδικότερα ο μηνιαίος μισθός του περικόπηκε από την 1-3-2010 στο ποσό των 5.981,40 ευρώ, από 1-6-2010 στο ποσό των 5.856,08 ευρώ, από 1-9-2012 στο ποσό των 5.000 ευρώ και από 1-1-2013 στο ποσό των 4.750 ευρώ. Ότι την 18-12-2012, καθ’ υπόδειξη της νομικής υπηρεσίας της εναγομένης, επέλεξε να υπαχθεί στις διατάξεις της παρ; 9. του άρθρου 6 του Ν. 2469/1997 ώστε να λαμβάνει από την 1-1-2013 μόνο το ήμισυ του συμβατικού μηναίου μισθού του, αλλά στο ακέραιο τις συντάξεις που δικαιούνταν. Ζητούσε δε, επικαλούμενος ότι οι διατάξεις των νόμων 3833/2010, 4093/2012, 2592/1998, 2469/1997 και 4024/2011 δεν έχουν εφαρμογή στην εργασιακή σχέση μεταξύ των  διαδίκων, α) να αναγνωρισθεί ότι δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωσή του οι διατάξεις των άρθρων 2 του Ν. 3833/2010 , 27 του Ν. 4024/2011, 6 παρ. 9 του Ν.2469/1997 και 8 παρ. 14 του Ν. 2592/1998, όπως τροποποιήθηκαν και ισχύουν, β) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ ως μέρος της διαφοράς μεταξύ καταβληθεισών και καταβλητέων αποδοχών για το διάστημα από 1-3-2010 έως 22-6-2015 (ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του) και γ) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εναγομένης να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 335.278,44 ευρώ ως υπόλοιπο μέρος της διαφοράς μεταξύ καταβληθεισών και καταβλητέων αποδοχών για το ίδιο ως άνω χρονικό διάστημα και επικουρικά. Επικουρικά ζητούσε για την περίπτωση που κριθεί ότι ο συμβατικός του μισθού ανήλθε από την 1-1-2013 στο ποσό των 5.420,60 ευρώ, για την ίδια ως άνω αιτία, α) να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει το ποσό των 20.000 ευρώ και β) να αναγνωρισθεί η υποχρέωσή της να του καταβάλει επιπλέον το ποσό των 172.660,44 ευρώ, άπαντα τα παραπάνω ποσά με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους τμηματική απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση. Επιπλέον ζητούσε η απόφαση που θα εκδοθεί να κηρυχθεί, ως προς την καταψηφιστική της διάταξη προσωρινά εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στην δικαστική του δαπάνη. Περαιτέρω ο ίδιος ως άνω ενάγων, με την από 18-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ………./2015) αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά ισχυρίστηκε ότι στις 18-11-2009 και δυνάμει της με αριθμό ……/2009 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου που συνήφθει μεταξύ των διαδίκων, προσλήφθηκε από την εφεσίβλητη για να παρέχει την εργασία του με την ιδιότητα του Διευθύνοντος Συμβούλου και ταυτόχρονα εκλέχθηκε και Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της. Ότι για την εργασία, του ως Διευθύνων Σύμβουλος είχε συμφωνηθεί να του καταβάλλεται ο μηνιαίος μισθός του ποσού των 5.400 ευρώ, ο οποίος, προσαυξανόμενος από τα επιδόματα της ΣΣΕ, αλλά και από τα επιδόματα που δίνονταν βάσει παλαιότερων· αποφάσεων του Δ.Σ. σε Διευθύνοντες Συμβούλους, είχε διαμορφωθεί στο ποσό των 10.841,20 ευρώ. Ότι επιπλέον του ως παραπάνω συμβατικού μισθού η εφεσίβλητη του κατέβαλε μηνιαίως, σύμφωνα με τη σύμβαση εργασίας που είχαν υπογράψει, το ποσό των 1.236,41 ευρώ για τη χρήση κινητού τηλεφώνου, επιβατικού αυτοκινήτου, ασφάλιση ζωής και ιατροφαρμακευτική περίθαλψη, με αποτέλεσμα οι συνολικές τακτικές αποδοχές του να ανέρχονται μηνιαίως στο ποσό των 12.077,61 ευρώ. Ότι μετά τη δημοσίευση των νόμων 3833/2010 και 4024/2011 η εφεσίβλητη κατ΄εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή τους προέβει σε μονομερώς και αντισυμβατικώς σε μείωση του παραπάνω καταβαλλόμενου μισθού του, προκειμένου να εναρμονίζεται αυτός με τις διατάξεις των παραπάνω νόμων και να μην υπερβαίνει το μισθό του Γενικού Γραμματέα Υπουργείου. Ότι ειδικότερα ο μισθός του περικόπηκε από 1-3-2010 στο ποσό των 5.981,40 ευρώ, από 1-6-2010 στο ποσό των 5.856,08 ευρώ, από 1-9-2012 στο ποσό των 5.000 ευρώ και από 1-1-2013 στο ποσό των 4.750 ευρώ, ενώ η εφεσίβλητη, παρά τις ως άνω περικοπές, εξακολουθούσε να του καταβάλει όλες τις λοιπές αποδοχές του που, αφορούσαν παροχές σε είδος. Ότι στις 18-12-2012, μετά από υπόδειξη της νομικής υπηρεσίας της εφεσίβλητης, επέλεξε να υπαχθεί στις διατάξεις της παρ. 9 του άρθρου 6 του Ν. 2469/1997, ήτοι να λαμβάνει από 1-1-2013 μόνο το ήμισυ του συμβατικού μηναίου μισθού του, αλλά στο ακέραιο τις συντάξεις που δικαιούτο. Ότι στις 22-6-2015, κατά τη διάρκεια της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων όταν ετέθη εκ νέου το θέμα της αμοιβής του και ο εκκαλών διαμαρτυρήθηκε για τις περικοπές του μισθού του, ο πλειοψηφών μέτοχος όλως αιφνιδίως αποφάσισε την εκλογή νέου ΔΣ και τον ορισμό του νέου Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου ως Διευθύνοντος Συμβούλου, ανακαλώντας τον από τη θέση στην οποία είχε εκλεγεί και καταγγέλλοντας απροειδοποίητα τη σύμβαση εργασίας του, χωρίς να του καταβάλει την αποζημίωση απόλυσης που συμβατικά είχαν ορίσει. Ότι η παραπάνω καταγγελία της εργασιακής σχέσης υπό τις περιστάσεις που συνέβει και συγκεκριμένα ενώπιον των μετόχων κατά τη Γενική Συνέλευση και χωρίς καμία αιτιολογία, προσέβαλε την προσωπικότητά του, αφήνοντας σαφείς υπόνοιες περί κακής εκ μέρους του διαχείρισης των υποθέσεων της εφεσίβλητης.  Ότι η απαξιωτική προς το πρόσωπό του συμπεριφορά της εφεσίβλητης συνεχίστηκε με την επίδοση της από 5-11-2015 εξώδικης δήλωσης- πρόσκλησης, με την οποία υπονοούσε ότι ο εκκαλών είχε λάβει αποδοχές υπέρτερες των νομίμων και τον καλούσε εντός συγκεκριμένης προθεσμίας να τις επιστρέψει, χωρίς να του προσδιορίζει ούτε το ακριβές ποσό, ούτε το λόγο που όφειλε να προβεί στην ως άνω επιστροφή. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή του επικαλούμενος ότι οι διατάξεις των νόμων 3833/2010 και 4024/2011 δεν τυγχάνουν εφαρμογής στην περίπτωση τη εφεσίβλητης και στο Διευθύνοντα Σύμβουλο αυτής, α) να υποχρεωθεί η εφεσίβλητη να του καταβάλει ως μέρος της συμβατικής αποζημίωσης απόλυσης το ποσό των 20.000 ευρώ και β) να αναγνωριστεί η υποχρέωση της εφεσίβλητης να του καταβάλει ως υπόλοιπο μέρος της συμβατικής αποζημίωσης απόλυσης το ποσό των 134.996 ευρώ, άλλως το ποσό των 65.431,63 ευρώ, άλλως το ποσό των 56.825,60 ευρώ. Επικουρικά, στην περίπτωση που κριθεί ότι δεν δικαιούται τη συμβατική αποζημίωση απόλυσης, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει ως μέρος της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης το ποσό των 20.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί η υποχρέωση αυτής να του καταβάλει ως υπόλοιπο μέρος της νόμιμης αποζημίωσης απόλυσης το ποσό των 22.271,65 ευρώ, άλλως το ποσό των 3.299,53 ευρώ, άλλως το ποσό των 952,42 ευρώ. Όλα δε τα παραπάνω  ποσά ζητούσε να του καταβληθούν με το νόμιμο τόκο από την 22-6-2015, ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης εργασίας του και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Επιπλέον, ζητούσε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση της εφεσίβλητης να του καταβάλει το ποσό των 30.000 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη- και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την ολοσχερή εξόφληση. Τέλος, ζητούσε να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή ως προς την καταψηφιστική της διάταξη και να καταδικασθεί η εφεσίβλητη στην δικαστική του δαπάνη.  Επίσης, με την από 19-2-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. ………./2016) αγωγή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η εκκαλούσα ισχυρίστηκε ότι είναι δημόσια επιχείρηση,  υπαγόμενη στο Κεφάλαιο Β’ του Ν.3429/2005, καθόσον το έτος 2003 εισήχθη στο Χρηματιστήριο Αθηνών και το Δημόσιο κατείχε την πλειοψηφία των μετοχών της. Ότι ακολούθως με τις με αριθμούς 195/2011 και 206/2012 αποφάσεις της Διυπουργικής Επιτροπής Αναδιαρθρώσεων και Αποκρατικοποιήσεων (ΔΕΑΑ), μεταβιβάστηκε η πλειοψηφία του μετοχικού της κεφαλαίου που αντιστοιχούσε σε ποσοστό 74,138% από το Δημόσιο στο ΤΑΙΠΕΔ. Ότι η κατά τα άνω μεταβίβαση στο ΤΑΙΠΕΔ δεν ασκεί ουδεμία επιρροή στο χαρακτήρα της ως δημόσιας επιχείρησης αφού το ΤΑΙΠΕΔ συστάθηκε μεν ως Ν.Π.Ι.Δ και συγκεκριμένα ως ανώνυμη εταιρεία πλην όμως το μετοχικό του κεφάλαιο καλύπτεται εξoλoκλήρoυ από το Δημόσιο, οι μετοχές του είναι αμεταβίβαστες, ενώ προβλέπεται ότι σε περίπτωση  αύξησης του μετοχικού του κεφαλαίου τις μετοχές αναλαμβάνει εξολοκλήρου το Δημόσιο. Ότι δυνάμει της με αριθμό 223/10-11-2009 απόφασης του Διοικητικού της Συμβουλίου επιλέχθηκε ο εφεσίβλητος ως Διευθύνων Σύμβουλος αυτής, ενώ συγχρόνως ορίσθηκε Πρόεδρος του Διοικητικού της Συμβουλίου. Ότι ακολούθως καταρτίσθηκε μεταξύ των, διαδίκων η με αριθμό …../2009 σύμβαση, στην οποία συμπεριλήφθηκαν οι σχετικοί όροι συνεργασίας και ορίσθηκε ότι ο μηνιαίος μισθός του εφεσίβλητου θα ανέρχονταν στo ποσό των 5.400 ευρώ, ο οποίος προσαυξανόμενος από τα επιδόματα της ΣΣΕ, αλλά και από τα επιδόματα που χορηγούνταν βάσει παλαιότερων αποφάσεων του ΔΣ σε Διευθύνοντες Συμβούλους διαμορφώθηκε τελικώς στο ποσό των 10.841 ευρώ . Ότι εν τω μεταξύ εκδόθηκαν οι νόμοι 3833/2010 και 4024/2011, στο πεδίο εφαρμογής των οποίων εμπίπτει η εκκαλούσα η οποία ακολούθως μείωσε το μισθό του εφεσίβλητου, προκειμένου να εναρμονιστεί αυτός με τις διατάξεις των ως άνω νόμων και να, μην υπερβαίνει το μισθό του Γενικού Γραμματέα Υπουργείου. Ότι ειδικότερα ο μισθός του περικόπηκε από 1-3-2010 στο ποσό των 5.981,40 ευρώ, από 1-6-2010 στο ποσό των 5.856,08 ευρώ, από 1-9-2012 στο ποσό των 5.000 ευρώ και από 1-1-2013 στο ποσό των 4.750 ευρώ. Ότι κατά την ανωτέρω αναπροσαρμογή του μισθού του εναγομένου -δεν λήφθηκαν υπόψιν, κατ’ ορθή εφαρμογή του νόμου, οι καταβαλλόμενες σε αυτόν συντάξεις, τις –οποίες ο εναγόμενος λάμβανε από το μεν ΙΚΑ λόγω γήρατος από την 1-1-2011 και από το Γενικό Λογιστήριο του Κράτους λόγω της κατά το παρελθόν βουλευτικής του θητείας από την 1-8-2010. Ότι λόγω της μη εφαρμογής του ανωτέρω επιβαλλόμενου τρόπου υπολογισμού της μισθοδοσίας του εφεσιβλήτου, ήτοι της .σωρευτικής περικοπής του μισθού και των συντάξιμων αποδοχών του προς το σκοπό της προσαρμογής στο πλαφόν του Ν.3833/2010, η εκκαλούσα του κατέβαλε αχρεωστήτως ως υπερβάλλον το ποσό των συντάξεων που έλαβε κατά το οποίο ποσό ο εφεσίβλητος κατέστη αδικαιολογήτως πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία σε βάρος της περιουσίας της. Ζητούσε δε με την παραπάνω αγωγή της να υποχρεωθεί ο εναγόμενος με απόφαση προσωρινά εκτελεστή να της, καταβάλει το συνολικό ποσό των 263.133,38 ευρώ που, αντιστοιχεί στις αχρεωστήτως καταβληθείσες αποδοχές του για το διάστημα από 1-6-2010 έως 22-6-2015 (ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασής του, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε επιμέρους απαίτηση κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση καθώς και να καταδικαστεί στην δικαστική της δαπάνη

Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του συνεκδίκασε τις παραπάνω αγωγές, απέρριψε ως νομικά αβάσιμες τις από 28-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ………./2015) και από 19-2-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. ………./2016) αγωγές και συμψήφισε στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων ενώ έκανε εν μέρει δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη την από 18-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ………../2015) αγωγή, υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλλει στον ενάγοντα το ποσό των 20.000 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την 23-6-2015, ημερομηνία καταγγελίας της σύμβασης, αναγνώρισε την υποχρέωση της εναγομένης να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 10.479,13 ευρώ με το νόμιμο τόκο από την ίδια ως άνω ημεροχρονολογία και επέβαλε σε βάρος της εναγομένης τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος τα οποία όρισε στο ποσό των 1.000 ευρώ  κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται με τις κρινόμενες εφέσεις οι διάδικοι των προαναφερόμενων αγωγών για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου όσον αφορά τις αγωγές που απορρίφθηκαν και επιπλέον για κακή εκτίμηση των αποδείξεων όσον αφορά την αγωγή που έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη και ζητούν ο μέν εκκαλών να γίνουν δεκτές ως κατ΄ουσίαν βάσιμες οι ασκηθείσες απ΄αυτόν αγωγές η δε εκκαλούσα να γίνει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη η αγωγή η οποία έγινε εν μέρει δεκτή και να γίνει δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη η ασκηθείσα από την τελευταία, αγωγή. Όμως σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη, όσον αφορά την από 18-12-2017 (αριθ. εκθ. καταθ. ………/2015) αγωγή, η αμοιβή του εκκαλούντος με την ιδιότητα του διευθύνοντος συμβούλου και του Προέδρου του Διοικητικού Συμβουλίου της εφεσίβλητης, υπάγονταν στις διατάξεις των νόμων 3833/2010 και 4024/2011 δεδομένου ότι η παραχώρηση της εφεσίβλητης στο ΤΑΙΠΕΔ επήλθε μετά την εφαρμογή των παραπάνω νόμων όταν δηλαδή η αμοιβή του εκκαλούντα είχε ήδη μειωθεί και συνεπώς οι αξιώσεις του για την αμοιβή του σύμφωνα με τους όρους της αρχικής σύμβασης είναι μη νόμιμες . Περαιτέρω όσον αφορά την από 19-2-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. ………../2016) αγωγή της εκκαλούσας, είναι απορριπτέα ω μη νόμιμη καθόσον, κατά τα εκτιθέμενα στο δικόγραφο της αγωγής, ο εφεσίβλητος ακολούθησε τη νόμιμη διαδικασία ώστε να λαμβάνει την μειωμένη αμοιβή του από την εκκαλούσα από την 1-1-2013, πλην όμως ο τελικός υπολογισμός της δεν πραγματοποιήθηκε από τον ίδιο αλλά από τα αρμόδια όργανα της εκκαλούσας. Τέλος όσον αφορά την από 18-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. …………/2015) αγωγή από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα που εξετάστηκε στο ακροατήριο του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, τις με αριθμούς …/2016 και …/2016 ένορκες βεβαιώσεις ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της από 18-11-2009 σύμβασης που συνήφθει μεταξύ των διαδίκων ο εκκαλών προσλήφθηκε από την εφεσίβλητη για να παρέχει την εργασία του ως διευθύνων σύμβουλος και με όρο της παραπάνω σύμβασης συμφωνήθηκε ότι σε περίπτωση καταγγελίας της (της σύμβασης) η εφεσίβλητη θα του κατέβαλε ως αποζημίωση το ποσό που θα αντιστοιχούσε στην αμοιβή δύο μηνών για κάθε έτος εργασίας του λαμβάνοντας ως βάσει τις αποδοχές του κατά τον χρόνο της καταγγελίας. Περαιτέρω αποδεικνύεται ότι η παραπάνω σύμβαση καταγγέλθηκε στις 22-6-2015 και η πραγματικά οφειλόμενη αμοιβή του όπως θα διαμορφώνονταν μετά την 1-1-2013 ανέρχονταν στο ποσό των 2.375 ευρώ. Συνεπώς το συνολικό ποσό που έπρεπε να λάβει ως αποζημίωση κατά τον ανωτέρω χρόνο (22-6-2015) ανέρχονταν σε 30.479,13 ευρώ. Από τα παραπάνω αποδεικτικά μέσα δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε υπαιτιότητα του εκκαλούντος στην καταγγελία της παραπάνω σύμβασης όπως επίσης δεν αποδείχθηκε οποιαδήποτε προσβολή της προσωπικότητάς του κατά τον χρόνο της καταγγελίας ώστε ο τελευταίος να δικαιούται χρηματικής ικανοποίησης λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη. Ενόψει των παραπάνω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του έκρινε τα ίδια απορρίπτοντας ως μη νόμιμες τις από 28-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ………/2015) και από 19-2-2016 (αριθ. εκθ. καταθ. ………../2016) αγωγές και κάνοντας εν μέρει δεκτή ως κατ΄ουσίαν βάσιμη την από 18-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ………./2015) αγωγή δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση  των  αποδείξεων και τα αντιθέτως υποστηριζόμενα με τις εφέσεις είναι απορριπτέα ως κατ΄ουσίαν αβάσιμα. Συνεπώς πρέπει να απορριφθούν οι κρινόμενες εφέσεις ως κατ΄ουσιαν αβάσιμες και να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας λόγω της δυσχερούς ερμηνείας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων από 15-5-2017 (γεν. αριθ. καταθ. …./2017 και ειδ. αριθ. καταθ. …./2017) έφεση της ενάγουσας της από 19-2-2016  (αριθ. εκθ. καταθ. ………/2016) αγωγής και από 18-5-2019 (γεν. αριθ. καταθ. …/2017 και ειδ. αριθ. καταθ. …/2017) έφεση του ενάγοντος των από 18-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ……../2015) και από 28-12-2015 (αριθ. εκθ. καταθ. ………./2015) αγωγών ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά κατά της με αριθμό 2408/2016 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ουσίαν τις εφέσεις .

Συμψηφίζει στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας .

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 2 Ιανουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτού λόγω

μεταθέσεώς του και

αναχωρήσεως, ο

Πρόεδρος του Τριμελούς

Συμβουλίου Δ/νσεως του

Εφετείου Πειραιώς,

Αντώνιος Πλακίδας,

Πρόεδρος Εφετών