Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 14/2020

Αριθμός    14      /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  K.D..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι. Η υπό κρίση από 26-4-2016 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης……. έφεση του ενάγοντος και ήδη εκκαλούντος, κατά της υπ’ αρ. 659/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε την από 14-6-2015 αγωγή του ανωτέρω διαδίκου κατά ειδική διαδικασία των  διαφορών για ζημίες από αυτοκίνητο, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, ότι έγινε επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και από την επίδοση της απόφασης έως την άσκηση της έφεσης δεν παρήλθε τριετία(άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ.1 περ. β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος, δεδομένου ότι έχει κατατεθεί το νόμιμο παράβολο (αρ. e-παραβόλου ………….) και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την  ίδια ειδική διαδικασία, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα.

Ο ενάγων και ήδη εκκαλών με την από 14-6-2015 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2015 αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι οι εναγόμενοι, καθένας σε ολόκληρο, υποχρεούνται να του καταβάλουν το ποσό των  73.182 € για αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης από τροχαίο αυτοκινητικό ατύχημα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του   κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της αγωγής ως προς τον πρώτο εναγόμενο και απέρριψε αυτή κατ’ ουσία ως προς την δεύτερη εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο ενάγων και ζητεί, για τους λόγους που αναφέρονται στην έφεσή του, η οποία στρέφεται μόνο κατά της εναγόμενης και ήδη εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρίας και ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η αγωγή του.

ΙΙ. Ο εκκαλών ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και έκρινε ότι αποκλειστικά υπαίτιος του ατυχήματος είναι ο ίδιος. Ο λόγος αυτός είναι ορισμένος (άρθρο 520 παρ.1 ΚΠολΔ), νόμιμος (άρθρα 12 παρ.1, 19 παρ.1 ΚΟΚ και 330 εδ. β ΑΚ) και πρέπει να ερευνηθεί κατ’ ουσία.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, που εξετάστηκε νομότυπα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. πρακτικά δίκης), αξιολογούμενη κατά το λόγο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας του προσώπου, εκ του οποίου προέρχεται και τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 23-1-2015 και περί ώρα 13.30΄ ο ……….. οδηγούσε το με αρ. κυκλ. ……….. ΙΧΕ αυτοκίνητο, το οποίο ανήκει στην ιδιοκτησία του και είχε ασφαλίσει την αστική του ευθύνη για ζημίες που προκαλούνται σε τρίτους από την κυκλοφορία του στην εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρία, επί της οδού Μ. Ασίας με κατεύθυνση προς την οδό Χειμάρας στον Κορυδαλλό Αττικής κινούμενος με κανονική ταχύτητα. Η οδός Μ. Ασίας είναι ασφαλτοστρωμένη, διπλής κατεύθυνσης με μία λωρίδα κυκλοφορίας ανά κατεύθυνση και με μικρή κατωφέρεια προς την οδό Χειμάρας, το πλάτος του οδοστρώματος είναι 6,3 μ. χωρίς διάβαση πεζών και φωτεινούς σηματοδότες, με πεζοδρόμια και από τις δύο πλευρές, επί των οποίων υφίστανται διακεκομμένα μεταλλικά κιγκλιδώματα, οι δε καιρικές συνθήκες ήταν πολύ καλές και η ορατότητα δεν περιοριζόταν από φυσικό ή τεχνητό εμπόδιο. Ο ενάγων βρισκόταν στην άκρη του πεζοδρομίου της οδού Μ. Ασίας στον οικοδομικό αριθμό 33 δεξιά ως προς την κατεύθυνση του εναγόμενου οδηγού και προτιθέμενος να διασχίσει το οδόστρωμα προκειμένου να εισέλθει στην οικία του στην απέναντι πλευρά της οδού Μ. Ασίας έκανε κίνηση για να κατέλθει από το πεζοδρόμιο, ώστε να ελέγξει το οδόστρωμα αν ήταν ελεύθερο από κινούμενα οχήματα σκύβοντας συγχρόνως προς τα εμπρός για καλύτερη ορατότητα, με αποτέλεσμα το όχημα του εναγομένου με το δεξιό καθρέπτη του να προσκρούσει στο σώμα του ενάγοντος, ο τελευταίος να  απωλέσει την ισορροπία του και να επιπέσει στο κιγκλίδωμα του πεζοδρομίου και κατόπιν στο έδαφος και να υποστεί σωματικές βλάβες. Ο εναγόμενος οδηγός, όπως κατέθεσε στις 18-3-2015 στο ΑΤ Κορυδαλλού, είχε αντιληφθεί τον ενάγοντα να κάνει την ανωτέρω κίνηση στην άκρη του πεζοδρομίου πριν κατέλθει στο οδόστρωμα και γι’ αυτό το λόγο δεν έπρεπε να οδηγήσει το όχημά του σχεδόν σε επαφή με το πεζοδρόμιο, δεδομένου ότι είχε ικανό χώρο να διέλθει ασφαλώς, αφού το πλάτος του οδοστρώματος της λωρίδας κυκλοφορίας του ήταν  3,15 μ. Η κατάθεση του ενάγοντος στις 11-3-2015 στο ΑΤ Κορυδαλλού ότι «..έλεγξα αρχικά από αριστερά μου..και αφού διαπίστωσα ότι ήταν ελεύθερος γύρισα και προς τα δεξιά..ενώ βρισκόμουν ακόμη επί του πεζοδρομίου δέχθηκα ένα χτύπημα..από τον καθρέπτη ενός αυτοκινήτου…», δεν είναι πειστική, διότι εάν ήλεγχε το οδόστρωμα από αριστερά του οπωσδήποτε θα είχε αντιληφθεί τον εναγόμενο οδηγό που είχε πλησιάσει σε ικανή απόσταση, αφού μεταξύ των δεν υπήρχε οποιοδήποτε εμπόδιο ούτε και σταθμευμένα οχήματα και μπορούσε να κάνει ένα βήμα πίσω πάνω στο πεζοδρόμιο για να αποφευχθεί το ατύχημα. Από τα πραγματικά αυτά περιστατικά αποδεικνύεται ότι συνυπαίτιοι του ατυχήματος είναι ο ενάγων κατά ποσοστό 20% και ο εναγόμενος οδηγός κατά ποσοστό 80%, ο τελευταίος δε διότι στο ανωτέρω τοπικό σημείο δεν επέδειξε τη σύνεση και την προσοχή που απαιτείται να επιδεικνύει κάθε μέσος συνετός οδηγός βρισκόμενος υπό τις αυτές συνθήκες οδήγησης, ειδικότερα δε διότι οδηγούσε σχεδόν σε επαφή με το πεζοδρόμιο, καίτοι είχε αντιληφθεί τον ενάγοντα πάνω και στην άκρη του πεζοδρομίου με σκοπό να κατέβει στο οδόστρωμα και να κινηθεί κάθετα σ’ αυτό και ήταν δυνατόν, λόγω της θέσης του, να τον κτυπήσει με τον καθρέπτη του οχήματός του (άρθρα 12 παρ.1, 16 παρ.1, 19 παρ.1 ΚΟΚ και 330 εδ.β ΑΚ). Το ατύχημα έγινε καθ’ ο χρόνο ο ενάγων βρισκόταν πάνω στο πεζοδρόμιο, γεγονός που ομολογεί ο εναγόμενος οδηγός με την προαναφερόμενη κατάθεσή του, ήτοι δεν αναφέρει ότι ο ενάγων κατήλθε στο οδόστρωμα και εκεί τον κτύπησε με τον καθρέπτη του οχήματός του, αλλά ότι «..ενώ εβρίσκετο στο πεζοδρόμιο έκανε κίνηση για να κατέβει από το πεζοδρόμιο, ώστε να ελέγξει το δρόμο, σκύβοντας συγχρόνως προς τα εμπρός για καλύτερη ορατότητα. Την στιγμή εκείνη ήλθε σε επαφή με τον πλαϊνό δεξιό καθρέπτη του αυτοκινήτου μου, με αποτέλεσμα να τραυματισθεί…».

Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε ότι αποκλειστικά υπαίτιος του τροχαίου ατυχήματος είναι ο ενάγων, διότι είχε εισέλθει ξαφνικά στο οδόστρωμα χωρίς έλεγχο, με αποτέλεσμα ο εναγόμενος οδηγός να μην έχει χρονικό περιθώριο για να επιχειρήσει αποφευκτικό της σύγκρουσης ελιγμό, εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και πρέπει, κατά το βάσιμο τούτο λόγο, η έφεση να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη, να εξαφανιστεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο τούτο και να ερευνηθεί κατ’ ουσία (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ).

ΙΙΙ. Α) Από τις διατάξεις των άρθρων 297, 298, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται, ότι προϋπόθεση της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, η οποία υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας, δηλαδή όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε και η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνόμενου προσώπου, ήταν κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα. Δεν αποκλείεται, κατ’ αρχήν, η ύπαρξη της αιτιώδους συνάφειας από το γεγονός ότι στο αποτέλεσμα συνετέλεσε και συνυπαιτιότητα του παθόντος, εφόσον δεν διακόπτεται η αιτιώδης συνάφεια. Επίσης, οι έννοιες της υπαιτιότητας και της συνυπαιτιότητας είναι νομικές και, επομένως, η κρίση του δικαστηρίου της ουσίας, ως προς τη συνδρομή ή όχι οικείου πταίσματος του ζημιωθέντος κατά την επέλευση της ζημίας, υπόκειται στον έλεγχο του Αρείου Πάγου, εκφεύγει όμως του αναιρετικού ελέγχου η κρίση ως προς το βαθμό -τη βαρύτητα του πταίσματος και το ποσοστό, κατά το οποίο πρέπει να μειωθεί η αποζημίωση, διότι η κρίση αυτή σχηματίζεται από την αναιρετικά ανέλεγκτη εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων, χωρίς την υπαγωγή τους σε νομική έννοια (ΑΠ 1591/2014, 652/2014, 76/2014). Περαιτέρω, όταν στη γένεση ή την επέλευση της ζημίας από αδικοπραξία συντέλεσε και πταίσμα του ζημιωθέντος κατά την έννοια του άρθρου 330 ΑΚ, το δικαστήριο της ουσίας μπορεί κατά την ελεύθερη κρίση του, αφού σταθμίσει τις περιστάσεις και ιδιαίτερα το βαθμό πταίσματος του ζημιωθέντος και του ζημιώσαντος, ή να μην επιδικάσει αποζημίωση ή να μειώσει το ποσό της (ΑΠ 69/2017, 213/2017, 1273/2013). Εξάλλου, η παράβαση διατάξεων του ΚΟΚ δεν θεμελιώνει αυτή καθεαυτή υπαιτιότητα στην επέλευση αυτοκινητικού ατυχήματος, αποτελεί όμως στοιχείο, η στάθμιση του οποίου από το δικαστήριο της ουσίας κρίνεται σε σχέση με την ύπαρξη αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της  συγκεκριμένης πράξης και του επελθόντος αποτελέσματος (ΑΠ 146/2018, 270/2018, 213/2017). Β)  Aπό τη διάταξη του άρθρου 930 παρ. 3 AK, που ορίζει ότι η αξίωση αποζημίωσης δεν αποκλείεται από το λόγο ότι κάποιος άλλος έχει την υποχρέωση να αποζημιώσει ή να διατρέφει αυτόν που αδικήθηκε, η οποία αποτελεί εκδήλωση της νομοθετικής βούλησης να μην αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος το γεγονός ότι κάποιος άλλος είναι υποχρεωμένος από το νόμο ή από άλλο λόγο να αποζημιώσει ή να διατρέφει τον παθόντα, συνάγεται ότι στην περίπτωση που, εξαιτίας του είδους και της σοβαρότητας του τραυματισμού του τελευταίου, αυτός αδυνατεί να αυτοεξυπηρετηθεί και έχει ανάγκη πρόσληψης αποκλειστικής νοσοκόμου – οικιακής βοηθού, για τη φροντίδα και την εξυπηρέτησή του, έργο το οποίο αναλαμβάνει, με εντατικοποίηση των δυνάμεών του, συγγενικό ή φιλικό του πρόσωπο, το οποίο, με τις προς τον παθόντα υπηρεσίες του, καλύπτει την πιο πάνω ανάγκη πρόσληψης οικιακής βοηθού, θεμελιώνεται αξίωση αποζημίωσης του παθόντος κατά του υπόχρεου. Και τούτο, διότι, όπως προαναφέρθηκε, η μη καταβολή ανταλλάγματος, στην περίπτωση αυτή, δεν μπορεί να αποβεί προς όφελος του ζημιώσαντος. Τέτοια συγγενικά πρόσωπα, κατά την έννοια της εν λόγω διάταξης, μπορεί να είναι και η σύζυγος, οι γονείς, τα πεθερικά ή άλλα στενά συγγενικά, αλλά και φιλικά πρόσωπα. Συνεπώς, ο τραυματισθείς από αδικοπραξία τρίτου, ο οποίος δέχεται τις, αναγκαίως, αυξημένες περιποιήσεις και φροντίδες αυτών, προς αποκατάσταση της υγείας του, δικαιούται να απαιτήσει, από τον υπόχρεο προς αποζημίωση, τουλάχιστον το ποσό που θα ήταν υποχρεωμένος να καταβάλει σε τρίτο πρόσωπο, που θα το προσλάβανε για το σκοπό αυτόν, έστω και αν, στη συγκεκριμένη περίπτωση, δεν κατέβαλε κανένα τέτοιο ποσό στους παραπάνω οικείους του, οι οποίοι, με υπερένταση μερικές φορές των δυνάμεών τους και σε βάρος άλλων ενασχολήσεών τους, ασχολούνται με τη φροντίδα για την αποκατάσταση της υγείας του παθόντος συγγενούς ή φίλου τους (ΑΠ 1207/2017,  1622/2013, 132/2010, 1545/2009, 833/2005).

Από τα προαναφερόμενα αποδεικτικά μέσα αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά γεγονότα: Αμέσως μετά το ατύχημα ο ενάγων με όχημα του ΕΚΑΒ μεταφέρθηκε στο Γενικό Νοσοκομείο Πειραιά ΤΖΑΝΕΙΟ, όπου διαπιστώθηκε ότι είχε υποστεί κάκωση μετώπου με θλαστικό τραύμα υπερόφρυου ΔΕ τόξου, θλαστικό τραύμα έσω επιφάνειας άνω χείλους, κατάγματα τομέων άνω γνάθου, κατάγματα οδόντων και απώλεια μερικής οδοντοστοιχίας, κάκωση ΔΕ κνήμης και ρωγμώδες κάταγμα κάτω πέρατος κνήμης. Προς αποκατάσταση της υγείας του ο ενάγων έφερε μαλακό κολάρο αυχένος και τοποθετήθηκε γυψονάρθηκας μηροκνημοποδικός, υποβλήθηκε δε σε δαπάνες συνολικού ποσού 42 € για αγορά βακτηρίας μασχάλης, ακτινογραφίες και ιατρικές εξετάσεις. Επίσης από το ατύχημα καταστράφηκαν τα γυαλιά του οράσεως, για την αντικατάσταση των οποίων (σκελετός με διπλοεστιακούς φακούς) κατέβαλε 440 €. Το κονδύλιο της βελτιωμένης διατροφής πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμο, διότι η ανάγκη λήψης αυτής δεν προκύπτει από κανένα ιατρικό πιστοποιητικό ή άλλο αξιόπιστο αποδεικτικό στοιχείο. Ο ενάγων για χρονικό διάστημα ενός μηνός, λόγω του είδους του τραυματισμού του  και του χρόνου αποκατάστασης της υγείας του, δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί      και είχε ανάγκη της φροντίδας τρίτου προσώπου, υπηρεσίες που του προσέφερε η σύζυγός του και πρέπει να του επιδικαστεί για την αιτία αυτή το αιτούμενο ποσό 900 € (30 ημ. Χ 30 €/ημ). Έτσι, η περιουσιακή ζημία που υπέστη ο ενάγων από το ατύχημα ανέρχεται συνολικά σε 1.105,60 € (42+ 440 + 900 = 1.382 – 20% συνυπαιτ.=1.105,60). Περαιτέρω, ενόψει των συνθηκών του ατυχήματος, του βαθμού συνυπαιτιότητας του ενάγοντος, της ηλικίας του (65 ετών), του είδους του τραυματισμού του, του σωματικού πόνου που δοκίμασε και της οικονομικής κατάστασής του, ο ενάγων υπέστη ηθική βλάβη, προς αποκατάσταση της οποίας πρέπει να του επιδικαστεί ποσό 2.000 €, το οποίο είναι δίκαιο και εύλογο (άρθρο 932ΑΚ) και ανάλογο με τα ποσά που επιδικάζουν τα δικαστήρια σε παρόμοιες περιπτώσεις.

ΙV. Πρέπει, επομένως, η αγωγή να γίνει εν μέρει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη και να αναγνωρισθεί ότι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία υποχρεούται να καταβάλει στην ενάγοντα 3.105,60 € με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής. Τα δικαστικά έξοδα και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων ανάλογα με την έκταση της νίκης και της ήττας καθενός των μερών (άρθρα 183 και 178 παρ.1 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και ουσιαστικά.

Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 659/2016 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των αυτοκινητικών διαφορών.

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει κατ’ ουσία την από 14-6-2015 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης ……./2015 αγωγή.

Δέχεται εν μέρει την αγωγή.

Αναγνωρίζει ότι η εναγόμενη ασφαλιστική εταιρία υποχρεούται να καταβάλει στον ενάγοντα τρεις χιλιάδες εκατόν πέντε και εξήντα (3.105,60) ευρώ με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

Επιβάλλει σε βάρος της εφεσιβλήτου τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία, μετά την κατανομή τους, καθορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ. Και

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις  8 Ιανουαρίου  2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ