Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 723/2019

Αριθμός απόφασης 723/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Ελένη Κούφη, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη – Εισηγητή και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 16.10.2017 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2017 και Ε.Α.Κ. …/2017 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά για προσδιορισμό δικασίμου με Γ.Α.Κ. ../2017 και Ε.Α.Κ. …/2017) έφεση της εκκαλούσας κατά της 3590/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που δικάζοντας κατά την τακτική διαδικασία την από 7.12.2015 και με αριθμό κατάθεσης ……../2015 αγωγή λογοδοσίας του εφεσίβλητου δέχθηκε αυτή, έχει ασκηθεί νόμιμα κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ και εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ, καθώς η προσβαλλόμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 20.7.2017, χωρίς να προκύπτει από κάποιο στοιχείο ότι ακολούθησε επίδοση αυτής, η δε έφεση ασκήθηκε στις 16.10.2017, ήτοι πριν την παρέλευση διετίας. Επομένως, η ως άνω έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ εισάγεται ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου για να δικαστεί με την τακτική διαδικασία, με τις αποκλίσεις των άρθρων 473-477 του ΚΠολΔ, όπως και στον πρώτο βαθμό, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί κατ’ άρθρο 495 παρ. 3Α στοιχ. γ’ του ΚΠολΔ το με κωδικό ……. e- παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών, ποσού 150 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. το συνημμένο στην έφεση αντίγραφο του παραπάνω παραβόλου και την από 15.10.2017 βεβαίωση της ALPHABANK – AlphaWebBanking για την επιτυχή εκτέλεση πληρωμής e- Παράβολο – Πληρωμή).

Με την προαναφερόμενη από 7.12.2015 (με Γ.Α.Κ. …/2015 και αριθμό κατάθεσης …/2015) αγωγή του εφεσίβλητου κατά της εκκαλούσας, ο πρώτος υποστήριξε ότι τυγχάνει ομόρρυθμος εταίρος με ποσοστό συμμετοχής 25% στην ιδρυθείσα το έτος 2001 και εδρεύουσα στον Πειραιά ομόρρυθμη κατασκευαστική εταιρία με την επωνυμία «…………….. ……» και με διακριτικό τίτλο “…………», στην οποία διαχειρίστρια με ποσοστό συμμετοχής 50% τυγχάνει η εναγόμενη (ήδη εκκαλούσα), δεύτερη σύζυγος του πατέρα του μέχρι το έτος 2013 και τρίτος συνεταίρος με ποσοστό 25%, ο υιός της από προηγούμενο γάμο . ………………. Ότι στην εταιρία αυτή ο ενάγων συμμετείχε ενεργά, πλην όμως με προφορική συμφωνία με την εναγόμενη ορίσθηκε αντί της εκταμίευσης μερισμάτων προς αυτόν ως εταίρου, να δηλωθούν τα μερίσματα εικονικά στην εφορία και αντ’ αυτών να λάβει εκείνος την κυριότητα ενός εκ των διαμερισμάτων που θα κατασκευάζονταν από την εταιρεία αξίας 160.000 ευρώ, για τη μελλοντική οικογενειακή του αποκατάσταση. Ότι ωστόσο και ενώ ο ενάγων εμπιστεύθηκε την εναγόμενη στις παραπάνω προφορικές διαβεβαιώσεις της λόγω του μεταξύ τους οικογενειακού δεσμού, όταν κλονίσθηκε ο γάμος της με τον πατέρα του, αυτή, από τον Αύγουστο του 2013, παρότι της ζητήθηκε από τον ενάγοντα να λύσουν την εταιρεία τους και να εκπληρώσει την προς αυτόν υποχρέωση να του μεταβιβάσει ένα διαμέρισμα που θα αντιστοιχούσε στην αξία των μερισμάτων από τις πωλήσεις της εταιρείας και στην εργασία του, δίσταζε να του απαντήσει και ότι εντέλει διέκοψε κάθε επικοινωνία μαζί του, αρνούμενη την παραπάνω υποχρέωσή της και εκποιώντας όλα τα εναπομείναντα διαμερίσματα και περιουσιακά στοιχεία της εταιρείας. Ότι, ακολούθως, στις 2.12.2013 ο ενάγων με εξώδικη δήλωσή του ζήτησε από την εναγόμενη λογοδοσία και αιτήθηκε τόσο από αυτήν, όσο και από τον λογιστή της εταιρείας, να λάβει γνώση των εταιρικών βιβλίων, πλην όμως ο δικηγόρος της εναγόμενης τον ενημέρωσε ότι τα εταιρικά βιβλία είχαν κατασχεθεί από το Σ.Δ.Ο.Ε., κάτι που η εν λόγω υπηρεσία σε απάντησή της προς τον ενάγοντα, τον Αύγουστο του 2014, αρνήθηκε. Ότι επιπλέον ο ενάγων αιτήθηκε δικαστικά τα παραπάνω στοιχεία με την υποβολή αιτήσεως επίδειξης εγγράφων κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο όμως απέρριψε την αίτηση για τυπικούς λόγους. Ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων επικαλούμενος την αδυναμία του να ασκήσει το νόμιμο δικαίωμά του γνώσης των πεπραγμένων της διαχείρισης σχετικά με τις πραγματικές αξίες των ακινήτων της εταιρείας που πωλήθηκαν και τα πραγματικά έσοδα από τα μερίσματα και τις εισροές των χρημάτων που διακινούσε η εναγόμενη ως διαχειρίστρια της εταιρίας, καθώς και την αδυναμία του να μελετήσει ο ίδιος τα εταιρικά βιβλία, ζητούσε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, : Α) να του παράσχει λογοδοσία σχετικά με τη διαχείριση της παραπάνω εταιρείας με την κατάθεση εκ μέρους της αναλυτικής κατάστασης, στην οποία να συμπεριλαμβάνονται όλα τα επιμέρους κονδύλια δαπανών και εσόδων κατά αιτία και ποσό σχετικά με τη διενεργηθείσα από την εναγόμενη διαχείριση για το χρονικό διάστημα από την 20.12.2001 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, Β) να του παράσχει με δικές του δαπάνες, προκειμένου να ασκήσει το δικαίωμα ελέγχου, αντίγραφα από τα έγγραφα που αφορούν στις εργασίες της ανωτέρω εταιρείας από συστάσεώς της μέχρι την άσκηση της αγωγής, ήτοι από : 1) τα λογιστικά βιβλία εσόδων – εξόδων επί Β’ κατηγορίας τηρουμένων βιβλίων του Κ.Φ.Α.Σ., 2) το γενικό και αναλυτικό καθολικό, βιβλίο απογραφών – ισολογισμών επί τηρήσεως βιβλίων Γ’ κατηγορίας, 3) το μητρώο παγίων στοιχείων της εν λόγω εταιρείας, 4) αντίγραφα των συμβολαίων πώλησης ή μεταβίβασης διαμερισμάτων, όπως αυτά περιγράφονται στο βιβλίο εσόδων – εξόδων, 5) αντίγραφα εξοφλητικών αποδείξεων για τα παραπάνω συμβόλαια, 6) αντίγραφα τιμολογίων που τυχόν έχουν εκδοθεί προς πελάτες αντί συμβολαίων, 7) κατάσταση ανά μήνα και έτος του/των τραπεζικών λογαριασμού/ών όψεως της εν λόγω εταιρίας από συστάσεώς της, 8) αντίγραφα φορολογικών δηλώσεων του νομικού προσώπου ανά έτος, συνοδευόμενα από το έντυπο Ε3 από συστάσεως της εταιρείας, 9) αντίγραφα καταστάσεων συμφωνητικών της εταιρείας που έχουν συναφθεί με εργολάβους ανά έτος από συστάσεώς της, 10) αντίγραφα αποδείξεων καταβολής ή εξόφλησης μερισμάτων στους εταίρους της εταιρείας από συστάσεώς της, Γ) να απειληθεί κατά της εναγόμενης διαχειρίστριας προσωπική κράτηση διάρκειας μέχρι ενός έτους και χρηματική ποινή 50.000 ευρώ για κάθε παραβίαση της απόφασης και Δ) να καταδικαστεί η εναγόμενη στην καταβολή της δικαστικής του δαπάνης.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού έκρινε την αγωγή παραδεκτή και νόμιμη σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 303, 304, 754, 755 ΑΚ, 473 έως 477, 946 παρ.1, 1047, 176 ΚΠολΔ, δέχθηκε αυτή ως προς το αίτημα λογοδοσίας και υποχρέωσε την εναγόμενη εντός δύο μηνών από την έκδοση της απόφασης να καταθέσει στη γραμματεία του παραπάνω Δικαστηρίου, λογαριασμό περιέχοντα κατά αιτία και ποσό την αντιπαράθεση των εισπράξεων και εσόδων, καθώς και τυχόν εξόδων από τη διαχείριση που διεξήγαγε από συστάσεως της εταιρείας «…………….. ..» από την 20.12.2001 μέχρι και την άσκηση της αγωγής με συνημμένα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά. Επίσης υποχρέωσε την εναγόμενη, με απόφαση προσωρινά εκτελεστή, να παράσχει στον ενάγοντα, ως ομάδα πραγμάτων και με δικές του δαπάνες, αντίγραφα από τα λογιστικά βιβλία εσόδων – εξόδων Β’ κατηγορίας, αντίγραφα των συμβολαίων πώλησης ή μεταβίβασης των διαμερισμάτων, ως απόδειξη της εκάστοτε διενεργηθείσας αγοραπωλησίας, αντίγραφα των φορολογικών δηλώσεων του νομικού προσώπου, συνοδευόμενα από το έντυπο Ε3, που αφορούν στην παραπάνω ομόρρυθμη εταιρεία, για όλα τα έτη λειτουργίας της και μέχρι την άσκηση της αγωγής. Τέλος, απειλήθηκε κατά της εναγομένης για κάθε παράβαση της απόφασης προσωπική κράτηση ενός μηνός και χρηματική ποινή 10.000 ευρώ και καταδικάσθηκε αυτή στην καταβολή της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος ποσού 1.000 ευρώ. Ήδη με την υπό κρίση έφεση, η εκκαλούσα – εναγομένη παραπονείται για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση και να απορριφθεί η από 7.12.2015 αγωγή του εφεσιβλήτου, καταδικαζόμενου αυτού στα δικαστικά της έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

Ειδικότερα, με τον πρώτο λόγο της έφεσής της η εκκαλούσα υποστηρίζει ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που απέρριψε την προβληθείσα από την ίδια ένσταση καταχρηστικής άσκησης της αγωγής εκ μέρους του εφεσίβλητου, την οποία επαναφέρει προς κρίση ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου. Ότι συγκεκριμένα η αγωγή περί λογοδοσίας και παράδοσης εγγράφων ασκήθηκε καταχρηστικά, αφού επί δώδεκα ολόκληρα χρόνια, δηλαδή από την ίδρυση της εταιρίας «…………….. …» έως τον Δεκέμβριο του έτους 2013, ο ενάγων δεν άσκησε κανένα απολύτως από τα υποτιθέμενα εταιρικά δικαιώματά του, ποτέ δεν συμμετείχε στη λήψη οποιασδήποτε εταιρικής απόφασης, ποτέ δεν ζήτησε να ελέγξει έστω και ένα από τα παραστατικά της εν λόγω εταιρίας, ποτέ δεν ασχολήθηκε με τις εισπράξεις αυτής, ούτε διαμαρτυρήθηκε ότι δήθεν δεν λαμβάνει τα κέρδη του. Ακόμη ότι ο ενάγων ουδέποτε ασχολήθηκε με τα εταιρικά πράγματα έως το 2013, ούτε ζήτησε να ασκήσει τον παραμικρό έλεγχο. Ότι με δεδομένη αυτή τη συμπεριφορά του εύλογα δημιουργήθηκε στην εναγόμενη η πεποίθηση όλα αυτά τα χρόνια ότι ο ενάγων δεν επιθυμούσε και δεν επιθυμεί να ελέγξει το παραμικρό και ότι πλήρως γνωρίζει ότι δεν έχει ουσιαστικό δικαίωμα ελέγχου, αφού η συμμετοχή του ήταν εικονική, ότι άλλως σιωπηρά παραιτήθηκε από το δικαίωμά του αυτό και εύλογα δημιούργησε σε εκείνη την πεποίθηση ότι δεν επιθυμεί τον έλεγχο αυτό. Ότι τώρα, δεκαπέντε ολόκληρα χρόνια μετά και ενώ η εταιρία δεν έχει ουσιαστική δραστηριότητα, το να υποχρεωθεί η εναγόμενη να αναζητήσει οικονομικά στοιχεία που άρχονται από το 2001 είναι ένα δυσβάστακτο και άδικο βάρος. Ότι αν πραγματικά ήθελε ο ενάγων, μπορούσε να το ζητάει ετησίως, δηλαδή να ζητάει να λογοδοτεί η εναγόμενη στο τέλος κάθε χρήσης, όταν αυτή ολοκληρωνόταν, ενώ τώρα που το «θυμήθηκε» και άσκησε την αγωγή του δώδεκα χρόνια μετά από την ίδρυση της εταιρίας, είναι προδήλως καταχρηστικό να αξιώνει να υποχρεωθεί εκείνη σε λογοδοσία από συστάσεως της εταιρίας και να του παραδώσει τέτοιο όγκο εγγράφων. Και ότι κατόπιν όλων των ανωτέρω έπρεπε να απορριφθεί η υπό κρίση αγωγή ως καταχρηστική, αφού η συμπεριφορά του ενάγοντος όλα αυτά τα χρόνια καταδείκνυε ακριβώς το αντίθετο, ότι δηλαδή δεν τον ενδιαφέρουν οι εταιρικές υποθέσεις και ότι δεν πρόκειται να ασκήσει κανένα σχετικό δικαίωμα.

Σχετικά με τον παραπάνω λόγο έφεσης σημειώνονται τα εξής : Κατά το άρθρο 281 ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, το δικαίωμα θεωρείται ότι ασκείται καταχρηστικά όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου που προηγήθηκε ή η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, ή οι περιστάσεις που μεσολάβησαν, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γένεση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Τούτο συμβαίνει, ιδίως, όταν από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του. Μόνη δε η αδράνεια του δικαιούχου ή του δικαιοπαρόχου του για μακρό χρόνο και πάντως μικρότερο απ΄ αυτόν της παραγραφής, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μετέπειτα άσκηση του δικαιώματος, ακόμη και όταν δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπλέον ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από τη συμπεριφορά των μερών και σε αιτιώδη μεταξύ τους συνάφεια ευρισκόμενες, με βάση τις οποίες, καθώς και την αδράνεια του δικαιούχου, η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και περιστάσεις και διατηρήθηκε για μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΟλΑΠ 2/2019 στην ΤΝΠ Νόμος). Στην προκείμενη περίπτωση ο παραπάνω ισχυρισμός της εκκαλούσας περί καταχρηστικής άσκησης του δικαιώματος του εφεσίβλητου να ζητήσει λογοδοσία και να υποχρεωθεί εκείνη να παράσχει αντίγραφα των εγγράφων που σχετίζονται με τη διαχείριση της προαναφερόμενης εταιρίας τυγχάνει απορριπτέος ως μη νόμιμος, όπως ορθά έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφενός γιατί στηρίζεται στη φερόμενη αδράνεια του ενάγοντος να ασκήσει επί μακρό χρόνο τα εταιρικά δικαιώματα λογοδοσίας και ελέγχου των βιβλίων της εταιρίας, που δεν αρκεί από μόνη της, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στην προεκτεθείσα νομική σκέψη, χωρίς κάποια θετική συμπεριφορά του ενάγοντος, για να στοιχειοθετήσει καταχρηστική άσκηση δικαιώματος, αφετέρου γιατί με την επίκληση εικονικότητας της συμμετοχής του ενάγοντος στην εταιρία κατ’ άρθρο 138 ΑΚ ουσιαστικά η εκκαλούσα – εναγόμενη αρνείται την εταιρική ιδιότητα αυτού και την εντεύθεν δυνατότητά του να ασκήσει δικαιώματα όπως τα ένδικα, που προϋποθέτουν την ιδιότητα του εταίρου, ενώ για να προβληθεί ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος προϋποτίθεται ότι ο ενιστάμενος δέχεται καταρχήν την ύπαρξη του δικαιώματος του αντιδίκου του.

Περαιτέρω και ενόψει της εκτίμησης των αποδείξεων απ’ αυτό το Δικαστήριο, πρέπει να σημειωθεί ότι βασίμως η εκκαλούσα παραπονείται με τον τρίτο λόγο έφεσης ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα δεν έλαβε υπόψη του τις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά με αριθμούς ./23.2.2017 και ./23.2.2017 ένορκες βεβαιώσεις των . …………….. και . …………….. αντίστοιχα, που εκείνη ως εναγόμενη προσκόμισε, με την αιτιολογία ότι ήταν άνω των τριών που επέτρεπε ο νόμος και άρα υπεράριθμες, καίτοι κατά τον χρόνο εκδίκασης της υπόθεσης, ήτοι στις 17.3.2017, ήταν σε ισχύ το άρθρο 422 παρ.3 του ΚΠολΔ, όπως είχε προστεθεί με το άρθρο 1 άρθρο δεύτερο παράγραφος 3 του ν. 4335/2015, με έναρξη ισχύος την 1.1.2016, που όριζε ότι «δεν επιτρέπεται η λήψη ένορκων βεβαιώσεων πάνω από πέντε (5) για κάθε διάδικο και τρεις (3) για την αντίκρουση», δηλαδή επέτρεπε τη λήψη υπόψη από το Δικαστήριο που δίκαζε κατά την τακτική διαδικασία πέντε ένορκων βεβαιώσεων, όσες εν προκειμένω προσκόμισε η εναγόμενη. Επισημαίνεται ότι ο ν. 4335/2015 δεν περιέχει ειδική μεταβατική διάταξη που να καλύπτει το ζήτημα των ενόρκων βεβαιώσεων. Για την τακτική διαδικασία ειδική πρόβλεψη περιέχει το άρθρο ένατο παρ. 1 αναφορικά μόνο με τις διατάξεις των άρθρων 237 και 238 ΚΠολΔ, οι οποίες ρυθμίζουν σχετικά με την υποβολή των ισχυρισμών και την προσαγωγή των αποδεικτικών μέσων, καθώς και την συζήτηση και οι οποίες ορίζονται ως εφαρμοστέες για τις κατατιθέμενες από 1-1-2016 αγωγές. Κατά τα λοιπά, ελλείψει αντίθετης ειδικής μεταβατικής διάταξης, εφαρμοστέες για τις διενεργούμενες μετά την 1-1-2016 διαδικαστικές πράξεις είναι κατ’ εφαρμογή του άρθρου ένατου παρ. 4 του ν. 4335/2015, που ορίζει ότι : «Κατά τα λοιπά, εφόσον δεν ορίζεται διαφορετικά σε επιμέρους διατάξεις, η ισχύς του νόμου αυτού αρχίζει από 1.1.2016», σε συνδυασμό με τον κανόνα της άμεσης εφαρμογής του νέου δικονομικού δικαίου, όπως εκφράζεται στα άρθρα 12 και 21 εδ. β’ ΕισΝΚΠολΔ, οι νέες τροποποιημένες διατάξεις. Επομένως ως προς τον αριθμό των ένορκων βεβαιώσεων που λαμβάνονται υπόψη μετά την 1-1-2016 εφαρμοστέα είναι ανεξαρτήτως του χρόνου κατάθεσης της αγωγής, προς υποστήριξη ή απόκρουση της οποίας προσκομίζεται η ένορκη βεβαίωση, το άρθρο 422 παρ. 3 του ΚΠολΔ (βλ. Ευγενίας Τσιώρα, Εφαρμογή του ν. 4335/2015 στην τακτική και τις ειδικές διαδικασίες – Ζητήματα διαχρονικού δικαίου – Επισκόπηση νομολογίας, Αρμ 2018, σελ. 1615 επ., ιδίως σελ. 1629, υποσημείωση 93). Το γεγονός βέβαια ότι θα ληφθούν υπόψη οι προαναφερόμενες μη ληφθείσες πρωτοδίκως δύο ένορκες βεβαιώσεις που προσκόμισε τότε και ήδη επαναπροσκομίζει η εκκαλούσα, δεν σημαίνει ότι άνευ τινός άλλου θα εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, καθώς αν το παρόν Δικαστήριο οδηγηθεί με βάση την εκτίμηση όλων των προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων στο ίδιο αποδεικτικό πόρισμα με εκείνο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, ο σχετικός λόγος έφεσης που αφορά στην εκτίμηση των αποδείξεων θα απορριφθεί ως αλυσιτελής.

Επίσης, ο τέταρτος λόγος έφεσης με τον οποίο η εκκαλούσα παραπονείται επειδή το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη τις προσκομισθείσες από τον εφεσίβλητο ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά δοθείσες υπ’ αριθμ. ./2.3.2017 κι ./2.3.2017 ένορκες βεβαιώσεις των …………….. . και …………….. ., καίτοι αυτές (οι βεβαιώσεις) διενεργήθηκαν εκπρόθεσμα στις 2.3.2017, καθόσον η προθεσμία για την προσθήκη – αντίκρουση επί των προτάσεων είχε ήδη λήξει την 1.3.2017 (15 ημέρες πριν τη συζήτηση της υπόθεσης πρωτοδίκως), αλυσιτελώς κατ’ άρθρο 68 ΚΠολΔ προβάλλεται, καθώς ήδη ο εφεσίβλητος – ενάγων επικαλείται με τις προτάσεις του στον δεύτερο βαθμό και προσκομίζει τις παραπάνω ένορκες βεβαιώσεις, χωρίς να προκύπτει ότι τα εν λόγω αποδεικτικά μέσα που προσάγονται παραδεκτά το πρώτον ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου δεν είχαν προσκομισθεί πρωτοδίκως από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια του εφεσίβλητου-ενάγοντος. Συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 529 του ΚΠολΔ «1. Στην κατ’ έφεση δίκη επιτρέπεται να γίνει επίκληση και προσαγωγή νέων αποδεικτικών μέσων… 2. Το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να αποκρούσει τα αποδεικτικά μέσα που προσάγονται πρώτη φορά σ’ αυτό ως απαράδεκτα, αν κατά την κρίση του ο διάδικος δεν τα είχε προσκομίσει στην πρωτόδικη δίκη από πρόθεση στρεψοδικίας ή από βαριά αμέλεια». Επομένως, κατά κανόνα η προσκομιδή νέων αποδεικτικών μέσων στο εφετείο είναι παραδεκτή (βλ. ΑΠ 12/2005, ΕλλΔνη 2005, σελ. 752). Ως νέα αποδεικτικά μέσα, κατά την έννοια της πιο πάνω διάταξης της παραγράφου 1 του άρθρου 529 ΚΠολΔ, θεωρούνται είτε αυτά που δεν υποβλήθηκαν καθόλου πρωτοδίκως, είτε αυτά που υποβλήθηκαν μεν πρωτοδίκως, αλλά ήταν απαράδεκτα, όπως λ.χ. εκπρόθεσμα ή χωρίς επίκληση ή χωρίς νόμιμη σήμανση κ.λ.π., είναι δε αδιάφορο αν το πρωτοβάθμιο δικαστήριο αποφάνθηκε ρητά για το απαράδεκτο των εν λόγω αποδεικτικών μέσων ή αντιπαρήλθε σιωπηρά το τελευταίο (ΑΠ 484/2019 στην ΤΝΠ Νόμος, Μιχαήλ και Άντα Μαργαρίτη, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2018, σελ. 859). Αλυσιτελής, λοιπόν, τυγχάνει ο τέταρτος λόγος έφεσης, καθώς οι ως άνω ένορκες βεβαιώσεις λαμβάνονται νομίμως υπόψη από το παρόν Δικαστήριο.

Ακόμη, με τον δεύτερο λόγο έφεσης η εκκαλούσα – εναγόμενη παραπονείται για εσφαλμένη λήψη υπόψη δήθεν ομολογίας της, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση δέχεται ότι : «…συμφωνήθηκε μεταξύ του ενάγοντα και των γονέων του, ήτοι του πατέρα του και της εναγομένης, γεγονός που δεν αμφισβητείται ειδικά από την εναγομένη, να μην εισπράττει αυτός κάθε χρόνο τα εταιρικά κέρδη που αναλογούν στη συμμετοχή του, αλλά αυτά να δηλώνονται εικονικά από το λογιστή της εταιρίας και ως πραγματική αντιπαροχή της εταιρικής του συμμετοχής να του μεταβιβασθεί στο μέλλον ένα διαμέρισμα για την οικογενειακή του αποκατάσταση, συμφωνία που η εναγομένη δεν αρνείται. Εκ των ανωτέρω αποδειχθέντων συνάγεται ότι η εταιρική σχέση υπήρξε ενεργή(ς) και από την εταιρική συμμετοχή του ενάγοντα η οποία δεν ήταν εικονική, δημιουργήθηκαν δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτού έναντι της εταιρίας…». Ότι δεν μπορεί να συναχθεί από τις προτάσεις της ομολογία της σχετικά με την ανάληψη υποχρέωσής της προς μεταβίβαση διαμερίσματος στον εφεσίβλητο – ενάγοντα αντί των μερισμάτων από τη συμμετοχή του στην ένδικη εταιρία, καθώς με αυτές είχε τονίσει ότι δεν υφίσταται καν το ουσιαστικό δικαίωμά του περί απόληψης κερδών, το οποίο αυτός επικαλείται και της συνακόλουθης επίδειξης βιβλίων και λογοδοσίας εκ μέρους της, καθόσον η συμμετοχή του στην εταιρία ήταν εικονική. Ότι όταν εκείνη αρνείται το όλον, δηλαδή όταν αρνείται ότι ο εφεσίβλητος – ενάγων είχε οποιοδήποτε δικαίωμα από την εταιρική συμμετοχή, λόγω της εικονικότητας της συμμετοχής του, δεν ήταν απαραίτητο να αρνηθεί κάθε ειδικότερο ισχυρισμό του περί συμφωνίας να του μεταβιβασθεί κάποιο διαμέρισμα. Ο προβαλλόμενος με τον παραπάνω λόγο έφεσης ισχυρισμός της εκκαλούσας περί εσφαλμένης συναγωγής εκ μέρους του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ομολογίας της, λόγω μη ειδικής αμφισβήτησης από αυτή της συμφωνίας περί μεταβίβασης στον εφεσίβλητο διαμερίσματος αντί της λήψης μερισμάτων από τη συμμετοχή του ως ομορρύθμου εταίρου στην παραπάνω εταιρία, είναι βάσιμος. Κατ’ άρθρο 261 ΚΠολΔ : «Κάθε διάδικος οφείλει να απαντά με σαφήνεια γενικά ή ειδικά για την αλήθεια ή όχι των πραγματικών ισχυρισμών του αντιδίκου του. Εφόσον δεν αμφισβητήθηκε η αλήθεια κάποιου πραγματικού ισχυρισμού, απόκειται στο δικαστή να κρίνει σε συνδυασμό με την τυχόν γενική άρνηση και το σύνολο των ισχυρισμών των διαδίκων, αν συνάγεται ομολογία ή άρνηση.» Εν προκειμένω, ο πρωτοδίκως προβληθείς ισχυρισμός της εκκαλούσας που περιέχεται στις κατατεθείσες στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 24.2.2017 προτάσεις της (σελίδες 13 και 14) ότι η συμμετοχή του εφεσίβλητου – ενάγοντος στην εταιρία ήταν εικονική και ότι επομένως κανένα εταιρικό δικαίωμα ελέγχου των βιβλίων και απόληψης κερδών δεν είχε, αποκλείει τη συναγωγή συμπεράσματος ότι η εναγομένη ομολογεί εμμέσως με τις προτάσεις της ότι ο ενάγων είχε δικαίωμα απόληψης μερισμάτων υπό τη μορφή μεταβίβασης σε αυτόν κάποιου από τα διαμερίσματα που θα κατασκεύαζε η εταιρία. Επομένως, το εάν υπήρχε τέτοια συμφωνία θα κριθεί από το παρόν Δικαστήριο από την εκτίμηση των προσκομιζόμενων αποδεικτικών μέσων και όχι με συναγωγή ομολογίας εκ μέρους της εκκαλούσας – εναγομένης από τις προτάσεις της στον πρώτο βαθμό. Αν πάντως αποδειχθεί η μη εικονικότητα της συμμετοχής του εφεσίβλητου – ενάγοντος στην παραπάνω εταιρία και άρα ότι αυτός είχε το δικαίωμα λήψης μερισμάτων, καθώς και το δικαίωμα να ζητήσει λογοδοσία και παράδοση αντιγράφων των εγγράφων διαχείρισης της εταιρίας, ο σχετικός λόγος έφεσης θα απορριφθεί ως αλυσιτελής.

Περαιτέρω, από την εκτίμηση των ένορκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, ………….., που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από τις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά δοθείσες υπ’ αριθμ. . και ../2.3.2017 ένορκες βεβαιώσεις των . …………….. και . …………….. αντίστοιχα, που ελήφθησαν επιμελεία του εφεσιβλήτου κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της εκκαλούσας (βλ. τη με αριθμό ../24.2.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….) και λαμβάνονται παραδεκτά υπόψη από το παρόν Δικαστήριο ως νέα αποδεικτικά μέσα σύμφωνα με το άρθρο 529 παρ. 1 ΚΠολΔ, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, από τις ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά δοθείσες υπ’ αριθμ. ……../17.1.2017 ένορκες βεβαιώσεις αντίστοιχα των ………., που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζει ο εφεσίβλητος και ελήφθησαν στο πλαίσιο άλλης δίκης μεταξύ των διαδίκων και δη στο πλαίσιο συζήτησης των υπ’ αριθμ. ../2015 και ../2016 αιτήσεων για τη λύση της εταιρίας (βλ. την υπ’ αριθμ. …/11.1.17 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω  δικαστικού επιμελητή) και εκτιμώνται ως έγγραφα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, από τις προσκομιζόμενες με επίκληση από την εκκαλούσα δοθείσες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιά υπ’ αριθμ. ../13.5.2016 και ./13.5.2016 ένορκες βεβαιώσεις των …… και . …………….. αντίστοιχα κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του εφεσιβλήτου (βλ. την υπ’ αριθμ. …/9.5.2016 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά …….) και τις υπ’ αριθμ. ../23.2.2017, ../23.2.2017 και ../23.2.2017 ένορκες βεβαιώσεις των ………… αντίστοιχα, κατόπιν νομότυπης κλήτευσης του εφεσιβλήτου (βλ. την υπ’ αριθμ. …/20.2.2017 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή) και από όλα τα έγγραφα που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, μη λαμβανομένης υπόψη της προσκομιζόμενης από τον εφεσίβλητο από 1.3.2017 υπεύθυνης δήλωσης του άρθρου 8 του ν. 1599/1986 του . …………….., η οποία αποτελεί ανεπίτρεπτο αποδεικτικό μέσο, αφού ελήφθη με σκοπό να χρησιμοποιηθεί ως μαρτυρία στην παρούσα δίκη κατά παρέκκλιση των διατάξεων για τη λήψη ένορκων βεβαιώσεων και μαρτυρικών καταθέσεων στο ακροατήριο (βλ. ΑΠ 109/2004, 431/2002 στην ΤΝΠ Νόμος), τέλος δε από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 ΚΠολΔ) αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος ……. είναι πολιτικός μηχανικός, απόφοιτος του Τ.Ε.Ι. Πολιτικών Δομικών Έργων Πειραιά και η εναγόμενη και ήδη εκκαλούσα . …………….. είναι αρχιτέκτονας και υπήρξε σύντροφος επί πολλά έτη και στη συνέχεια σύζυγος του πατέρα του πρώτου, . …………….., που επίσης αρχικά ήταν ελεύθερος επαγγελματίας πολιτικός μηχανικός και ακολούθως διορίστηκε στο Δημόσιο ως μηχανικός εφαρμογής, ενώ ο ……. είναι υιός της εναγομένης από προηγούμενο γάμο, πλέον απόφοιτος αρχιτέκτονας μηχανικός. Λόγω της επί σειράς ετών προσωπικής επαγγελματικής ενασχόλησης των παραπάνω συζύγων και γονέων στον κλάδο των τεχνικών έργων και κατασκευών και τη βούληση των τέκνων τους να αναπτύξουν επαγγελματική δραστηριότητα στον ίδιο κλάδο, αποφασίσθηκε και συστάθηκε στις 20.12.2001, ομόρρυθμη εταιρία, κεφαλαίου 2.000.000 δραχμών, με την επωνυμία «………» και τον διακριτικό τίτλο “……….», με τη συμμετοχή των διαδίκων και του υιού της εναγομένης . …………….., με έδρα ιδιόκτητο κατάστημα της εναγομένης επί της οδού . …………….. αρ. .. Σκοπός των συμβαλλομένων κατά τη σύσταση της εταιρίας ήταν αφενός να αξιοποιήσουν τις γνώσεις και την πείρα της εναγομένης στον κατασκευαστικό τομέα, αφετέρου να ασχοληθούν τα παραπάνω τέκνα των διαδίκων με τις κατασκευές, σύμφωνα με το αντικείμενο των σπουδών τους, ώστε να προετοιμαστεί σταδιακά μια διάδοχη κατάσταση. Στην ανωτέρω προσωπική εταιρία συμμετείχαν στο κεφάλαιο, στα κέρδη και στις τυχόν ζημίες με ποσοστό 50% η εναγόμενη και με ποσοστό 25% τόσο ο ενάγων όσο και ο . …………….., ενώ, όπως ήταν αναμενόμενο, τη χρηματική εισφορά που αναλογούσε στα τέκνα κατέβαλαν οι γονείς και συγκεκριμένα για λογαριασμό του ενάγοντα την κατέβαλε ο πατέρας του. Διαχειρίστρια της εταιρίας ορίσθηκε με το καταστατικό η εναγομένη, η οποία εκπροσωπούσε την εταιρία, αναλάμβανε υποχρεώσεις και εισέπραττε χρήματα για λογαριασμό της, δηλαδή προέβαινε σε εισπράξεις και δαπάνες, οι οποίες κατά το ποσοστό συμμετοχής των άλλων εταίρων ήταν μια ξένη γι’ αυτήν υπόθεση. Δεν αποδείχθηκε το προβαλλόμενο κατ’ ένσταση από την εναγομένη ότι η συμμετοχή του ενάγοντος στην εταιρία ήταν εικονική υπό την έννοια του άρθρου 138 εδ. 1 του ΑΚ, δηλαδή ότι η δήλωση βούλησής του περί συμμετοχής του στην εταιρία ως ομορρύθμου εταίρου δεν έγινε στα σοβαρά παρά μόνο φαινομενικά και ότι άρα ήταν άκυρη, με αποτέλεσμα να μην έχει αυτός εταιρικά δικαιώματα, μεταξύ των οποίων και εκείνο της λογοδοσίας και της παράδοσης αντιγράφων των εγγράφων που αφορούν στη διαχείριση της εταιρίας. Αντίθετα η ίδια η εναγομένη, σε ανύποπτο χρόνο, χορήγησε στον ενάγοντα την προσκομιζόμενη από αυτόν σε αντίγραφο από 15.6.2004 βεβαίωση, σύμφωνα με την οποία : «Η κάτωθι υπογραφόμενη . …………….. Αρχιτέκτων – Μηχανικός ως διευθυντής, διαχειριστής και εκπρόσωπος της εταιρείας «….», που εδρεύει στο Πειραιά και ασχολείται με την μελέτη και κατασκευή τεχνικών έργων, βεβαιώνω ότι ο κος …….. σαν μέλος της πιο πάνω εταιρείας, εργάζεται ως τεχνικός στην κατασκευή οικοδομικών έργων, στο χρονικό διάστημα 2002 – 2004». Η εν λόγω εταιρία, όπως τούτο γίνεται δεκτό από αμφότερους τους διαδίκους, δραστηριοποιήθηκε κατά τον χρόνο λειτουργίας της και μέχρι το έτος 2013, στην ανέγερση τριών οικοδομών σε ακίνητα στην οδό …. αρ… στη Νίκαια, στην οδό …………….. αρ. . στο Κερατσίνι και στην οδό …………….. αρ. .. στη Νεάπολη Νίκαιας. Σύμφωνα με τους μάρτυρες του εφεσίβλητου, αυτός συμμετείχε ενεργά υπό την εταιρική του ιδιότητα στις δύο πρώτες από τις τρεις πολυκατοικίες. Η . …………….., που ήταν οικοπεδούχος στο ακίνητο που δόθηκε ως αντιπαροχή στην οδό …………….. αρ. . στο Κερατσίνι και κουμπάρα της εναγομένης, αναφέρει στην υπ’ αριθμ. ./2017 ένορκη βεβαίωση, σχετικά με τα καθήκοντα που είχε αναλάβει ο ενάγων στο συγκεκριμένο έργο, ότι «…Καθόλη τη διάρκεια των ετών κατασκευής του έργου, συνεργάστηκα ως πελάτισσα πλέον της εταιρείας και οικοπεδούχος του έργου με τον εταίρο . …………….., η εργασία του οποίου ήταν συνεχής και καθοριστική σε όλες τις φάσεις του έργου. Συγκεκριμένα τον έβλεπα να επισκέπτεται διαρκώς ως επιβλέπων το έργο τόσο στις διαδικασίες της κατεδάφισης του προηγούμενου κτίσματος, όσο και κατά την επίβλεψη της κατασκευής της νέας οικοδομής. Παράλληλα, η δια ζώσης επαφή που είχα τόσο με τον ίδιο όσο και με την …………….. ., μου επέτρεπαν να γνωρίζω πως ήταν ο . ……………… αυτός που φρόντιζε για τις απαραίτητες διαδικασίες έκδοσης της οικοδομικής άδειας, καθώς με αυτόν συνεργαζόμουν προσωπικά για όλα τα απαραίτητα και ήταν αυτός που επιμελείτο κάθε αναγκαία εργασία και για τον λόγο αυτόν πηγαινοερχόταν στις Δημόσιες Υπηρεσίες και συνεννοείτο με όλα τα συνεργεία και τους μάστορες…». Η μαρτυρία της αυτή ανατρέπει το πανομοιοτύπως αναφερόμενο για τον ενάγοντα στις προσκομιζόμενες από την εναγομένη υπ’ αριθμ. … και ./23.2.2017 ένορκες βεβαιώσεις των εργαζομένων στην ίδια οικοδομή . …………….., πλακά και . …………….., σιδερά μπετόν, ότι : «Στο εργοτάξιο, λοιπόν, της οδού …………….. ήταν τότε ολοφάνερο ότι ερχόταν πρωτίστως για να μαθαίνει τη δουλειά, αφού ούτε κατά διάνοια δεν είχε τις γνώσεις που απαιτούνταν για να κατευθύνει τις εργασίες της ανέγερσης». Επιπρόσθετα, οι μαρτυρίες των εν λόγω ενόρκως βεβαιωσάντων δεν κρίνονται πειστικές, καθώς δεν εκθέτουν πραγματικά περιστατικά που να στηρίζουν την κρίση τους ότι η συμμετοχή του εφεσίβλητου στην παραπάνω οικοδομή ήταν αυτή του μαθητευομένου, ούτε ποια ήταν δουλειά που αυτός είχε αναλάβει να φέρει σε πέρας στην οικοδομή και δεν ήταν σε θέση να εκπληρώσει λόγω έλλειψης των αναγκαίων γνώσεων. Αντίθετα, η προαναφερόμενη . …………….. αναφέρει στην πιο πάνω ένορκη βεβαίωση συγκεκριμένες ενέργειες στις οποίες προέβαινε ο ενάγων σχετικά με την εκτέλεση του έργου, ούτως ώστε να μην καταλείπεται αμφιβολία ότι ο ρόλος του ήταν ουσιαστικός σε διαφορετικά στάδια του έργου, ώστε με την παροχή των υπηρεσιών του να συνδράμει στην εκπλήρωση του σκοπού της ένδικης εταιρίας. Αλλά και η ίδια η εναγομένη στον δεύτερο λόγο της έφεσής της (σελίδα 3, τελευταία παράγραφος) παραδέχεται για τον εφεσίβλητο ότι : «…ως προς τη συμμετοχή στις εργασίες της εταιρίας, σημειώνω ότι σε ένα και μόνο εργοτάξιο της εταιρίας απασχολήθηκε και αμείφθηκε κανονικά για την εργασία του αυτή. Ειδικότερα απασχολήθηκε στο εργοτάξιο της πολυκατοικίας που ανήγειρε η εταιρία στο Κερατσίνι και επί της οδού …………….. αρ. . κατά το χρονικό διάστημα από το Νοέμβριο του 2003 έως το Σεπτέμβριο του 2004, δηλ. μόλις για δέκα περίπου μήνες…», χωρίς όμως περαιτέρω να προσδιορίζει τη φύση της απασχόλησης του ενάγοντος, δηλαδή αν ήταν απλός εργαζόμενος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας, με ποια ειδικότητα απασχολήθηκε και σε μια τέτοια περίπτωση ποια ήταν η αμοιβή του, ώστε να κριθεί αν ενεργούσε ως εταίρος στην ως άνω ομόρρυθμη εταιρία. Αντίθετα μάλιστα η εναγομένη στην από 9.12.2013 εξώδικη διαμαρτυρία της προς τον ενάγοντα, πριν ξεκινήσει η παρούσα δίκη, χαρακτηρίζει την απασχόλησή του στο εργοτάξιο της παραπάνω οικοδομής, ως «συμμετοχή στα εταιρικά πράγματα» (βλ. πρώτη σελίδα, σειρά 15 της ως άνω εξώδικης διαμαρτυρίας : «Άλλωστε, ως προς τη συμμετοχή σας στα εταιρικά πράγματα, σημειώνω ότι σε ένα και μόνο εργοτάξιο της εταιρίας απασχοληθήκατε και αμειβόσασταν κανονικά για την εργασία σας αυτή»), χαρακτηρισμός που δεν συνάδει με την νυν υποστηριζόμενη εκδοχή της εικονικής συμμετοχής του ενάγοντος στην εταιρία. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο ενάγων προσέφερε τις υπηρεσίες του ως ομόρρυθμος εταίρος της ομόρρυθμης εταιρίας «…………….. …» και κατά την ανέγερση της οικοδομής στην οδό … αρ. .. στο Κερατσίνι, το έτος 2004, όπως τούτο βεβαίωσε στα πλαίσια άλλης δίκης με την υπ’ αριθμ. ./2017 ένορκη βεβαίωσή του, ο τεχνίτης καλουπατζής . …………….., που απασχολήθηκε εκεί για την κατασκευή του ξυλοτύπου της στατικής μελέτης και για τη διαμόρφωση περιβάλλοντος χώρου για την κατασκευάστρια εταιρία, ο οποίος βεβαιώνει τη συνεχή παρουσία του ενάγοντος ως επιβλέποντα εκ μέρους της τεχνικής εταιρίας, που την εκπροσωπούσε σε οποιεσδήποτε αποφάσεις κατασκευαστικής φύσεως και συντονισμού. Ιδίως, αναφέρει ότι ο ενάγων του έδινε τις απαραίτητες οδηγίες κατά την εκτέλεση των έργων, ότι προέβαινε σε πληρωμές των εργαζομένων εκ μέρους της εταιρίας, εξηγούσε αρχιτεκτονικά σχέδια και φρόντιζε για τα ένσημα του Ι.Κ.Α. Τα ίδια καταθέτουν σχετικά με την παρουσία του ενάγοντος στην παραπάνω οικοδομή και τις οδηγίες που τους παρείχε, στις υπ’ αριθμ. ../2017 και ../2017 ένορκες βεβαιώσεις τους οι τεχνίτες τοποθέτησης τούβλων …….. , που ανέλαβαν την εκτέλεση εργασιών εσωτερικής και εξωτερικής τοιχοποιίας στην εν λόγω οικοδομή τον Δεκέμβριο του 2002. Οι προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα υπ’ αριθμ. ., . και ./2017 ένορκες βεβαιώσεις των . …………….., αλουμινά, . …………….., τεχνίτη εργασιών μόνωσης και . …………….., σιδερά μπετόν, που εργάσθηκαν κατά την ανέγερση της οικοδομής στην οδό ……, οι οποίοι υποστηρίζουν ότι δεν είχαν δει εκεί τον ενάγοντα δεν αναιρούν τις πιο πάνω αντίθετες ένορκες βεβαιώσεις, καθώς η ανέγερση μίας οικοδομής, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, γίνεται σταδιακά και δεν συνυπάρχουν όλοι οι τεχνίτες μαζί, οπότε είναι δυνατό, εφόσον ο ενάγων δεν βρισκόταν καθημερινά στο εργοτάξιο, κάποιοι τεχνίτες να διαπίστωσαν εκεί την παρουσία του κατά τη διάρκεια κάποιων ημερών και κάποιοι άλλοι να μην τον είχαν δει. Μάλιστα η ίδια η εναγομένη στη σελίδα 11 των προτάσεών της επί της από 13.1.2016 αγωγής της κατά του πατέρα του ενάγοντος ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αναφέρει ότι : «Ο γιος του εναγομένου ακολούθησε εμένα ως εκπαιδευόμενος για 10 μήνες μόνο στην πρώτη οικοδομή στην οδό ……», οπότε αν οι ως άνω ενόρκως βεβαιώσαντες μάρτυρες εργάζονταν τακτικά στην οικοδομή δεν εξηγείται πώς δεν είδαν εκεί τον ενάγοντα. Εξάλλου σχετικά με την υποχρέωση ή μη λογοδοσίας προς τον ενάγοντα εκ μέρους της εναγομένης, ως διαχειρίστριας της παραπάνω εταιρίας, πρέπει να σημειωθεί ότι στην από 9.12.2013 εξώδικη διαμαρτυρία της προς εκείνον, σε απάντηση της από 2.12.2013 εξώδικης δήλωσης αυτού με την οποία ζητούσε λογοδοσία, η εναγομένη δεν αρνείται τα σχετικά εταιρικά δικαιώματα του ενάγοντος, αλλά διαλαμβάνει τα εξής : «Ακόλουθα σημειώνω ότι σύμφωνα με τις διατάξεις του Αστικού Κώδικα ο εταίρος έχει δικαίωμα ελέγχου των βιβλίων, χωρίς, όμως, να προβλέπεται δικαίωμα να λαμβάνετε αντίγραφα αυτών και μάλιστα κατά τη γενικόλογη διατύπωση του εξωδίκου σας. Και γι’ αυτό το θέμα, όμως, σας καλώ να επικοινωνήσετε με τον πληρεξούσιο δικηγόρο μου» (βλ. τρίτη παράγραφος στη δεύτερη σελίδα της από 9.12.2013 εξώδικης διαμαρτυρίας). Στην ίδια εξώδικη διαμαρτυρία πουθενά δεν γίνεται λόγος για εικονική συμμετοχή του ενάγοντος στην εταιρία, αλλά επισημαίνεται ότι : «…στο καταστατικό της εταιρίας εύκολα εντοπίζονται ρυθμίσεις και συμφωνίες που καταδεικνύουν ότι δεν επρόκειτο εντέλει για μια εταιρία με ισότιμους ως προς τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις εταίρους». Τις ρυθμίσεις αυτές επικαλείται η εναγομένη με τον δεύτερο λόγο της έφεσής της. Πρόκειται για το 7ο άρθρο του από 20.12.2001 συμφωνητικού σύστασης της επίδικης εταιρίας κατά το οποίο : «…Οι εταίροι εισέρχονται στην εταιρεία ως ομόρρυθμα μέλη…δικαιούμενοι μόνο μηνιαίων απολήψεων το ύψος των οποίων θα είναι ανάλογο των κερδών της εταιρείας και κατόπιν της σύμφωνης γνώμης της …………….. .» και για το 11ο άρθρο σύμφωνα με το οποίο : «Κάθε μεταξύ των εταίρων διαφορά θα λύνεται με την απόφαση της …………….. ., η οποία θα είναι υποχρεωτικά αποδεκτή από τους υπόλοιπους εταίρους». Εντούτοις, από τις παραπάνω διατάξεις προκύπτει ότι την πρωτοκαθεδρία στη λήψη των αποφάσεων σε θέματα που αφορούν στην ως άνω ομόρρυθμη εταιρία θα την είχε η εναγομένη, κάτι αναμενόμενο, αφού η ίδια ήταν φθασμένη επαγγελματίας στον κατασκευαστικό τομέα, ενώ ο ενάγων, όπως και ο υιός της, ήταν ακόμη σπουδαστής και βρισκόταν στην αρχή της σταδιοδρομίας του. Τούτο, όμως, δεν σημαίνει ότι αυτοί συμμετείχαν στην εταιρία εικονικά, όπως ισχυρίζεται η εναγομένη, αλλά ότι δεν ήταν ισότιμα στην εταιρεία μέλη, όπως και η ίδια υποστηρίζει τόσο στην έφεσή της, όσο και στην προαναφερόμενη εξώδικη διαμαρτυρία της προς τον ενάγοντα. Άλλωστε και η συμμετοχή των ομορρύθμων εταίρων στο κεφάλαιο της ομόρρυθμης εταιρίας και στις κερδοζημίες της ήταν ανισομερής, με την εναγομένη να συμμετέχει με ποσοστό 50%, ενώ κάθε ένα από τα δύο άλλα ομόρρυθμα μέλη συμμετείχε με ποσοστό μόλις 25%. Περαιτέρω, το γεγονός ότι ο ενάγων δεν ασχολήθηκε με την τρίτη και τελευταία οικοδομή στην οδό …………….. αρ. . στη Νεάπολη Νίκαιας, στην οποία δραστηριοποιήθηκε η ομόρρυθμη εταιρία «…………….. ……» από τον Μάιο του 2008 έως και τον Ιούλιο του 2011, καθώς είχε αναλάβει παράλληλα καθήκοντα ως συμβασιούχος διδάσκων στο Τμήμα Πολιτικών Μηχανικών ΤΕ και ΤΕΙ Πειραιώς, δεν σημαίνει ότι η συμμετοχή του στην εταιρία ήταν εικονική, ούτε άλλωστε ο νόμος προβλέπει ότι η μη συμμετοχή ενός εταίρου σε ορισμένη δραστηριότητα της εταιρίας τον καθιστά εκ των υστέρων εικονικό εταίρο, αλλά γεννά, ενδεχομένως, λόγο αποκλεισμού του ή λύσης της εταιρίας, κάτι που δεν αφορά την παρούσα υπόθεση. Περαιτέρω αποδείχτηκε ότι η παραπάνω εταιρία λειτούργησε σύμφωνα με τον σκοπό της μέχρι το έτος 2013, όπως και η οικογένεια που είχαν δημιουργήσει ο πατέρας του ενάγοντος και η εναγομένη, οι δε εταιρικές σχέσεις βασίσθηκαν στην αμοιβαία εμπιστοσύνη και σε προφορικές συμφωνίες, όπως συχνά συμβαίνει με τις οικογενειακές εταιρίες, χωρίς να ανακύψουν προβλήματα επικοινωνίας μεταξύ των εταίρων και χωρίς κάποιος από αυτούς να ζητήσει, παρότι είχε τη δυνατότητα, να ελέγξει τη διαχείριση της εναγομένης, η οποία διατηρούσε στην έδρα της εταιρίας και το προσωπικό της γραφείο. Τη λογιστική οργάνωση της εταιρίας αλλά και την υποβολή της προσωπικής φορολογικής δήλωσης του ενάγοντος είχε αναλάβει ο λογιστής …………., μάρτυρας ανταπόδειξης στον πρώτο βαθμό, καθ’ υπόδειξη της εναγομένης, με την οποία διατηρούσε φιλική σχέση επί πολλά χρόνια πριν. Όπως προεκτέθηκε, η εταιρία δραστηριοποιήθηκε στην ανέγερση τριών οικοδομών, εκ των οποίων στις δύο πρώτες στην οδό … αρ. .. στη Νίκαια και στην οδό …………….. αρ. …. στο Κερατσίνι, ο ενάγων, που ήταν 22 ετών κατά τη σύσταση της εταιρίας, είχε ενεργό συμμετοχή, με την εκπόνηση κατασκευαστικών μελετών, με την επίβλεψη στα εργοτάξια και με τη διεκπεραίωση των απαιτούμενων εργασιών σε δημόσιες υπηρεσίες, όπως για την έκδοση αδειών οικοδόμησης, υπό την αποφασιστική καθοδήγηση πάντα της εναγομένης. Τις υπηρεσίες του αυτές τις προσέφερε ως εταίρος, σύμφωνα με τη σχετική υποχρέωσή του από το άρθρο 7 της σύστασης της ομορρύθμου εταιρίας, άνευ αμοιβής και όχι ως εργαζόμενος με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας. Επίσης αποδείχθηκε ότι εκ μέρους της εταιρίας γίνονταν οι πληρωμές των λογαριασμών κινητής τηλεφωνίας των εταίρων, ενώ από τις προσκομιζόμενες από αμφότερους τους διαδίκους αποδείξεις καταβολής ασφαλιστικών εισφορών διμήνου υπέρ του Ο.Α.Ε.Ε. που αφορούν στον ενάγοντα αποδεικνύεται ότι αυτές κατέβαλε κατά βάση ο ενάγων και κάποιες φορές η εταιρία για λογαριασμό εκείνου. Κρίνοντας ομοίως το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε παρά τις αιτιάσεις της εναγομένης με τον έκτο λόγο της έφεσής της ότι αγνοήθηκε η κατάθεση του μάρτυρα και λογιστή της στο ακροατήριο, ο οποίος βεβαίωσε χωρίς την παραμικρή αμφιβολία ότι τις ασφαλιστικές εισφορές του ενάγοντος τις πλήρωνε η εταιρία. Ο ενάγων προσκομίζει σε φωτοτυπημένα αντίγραφα τις βεβαιώσεις εισφορών του στον Ο.Α.Ε.Ε. και τις αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής μέσω ΕΛΤΑ για διάφορα δίμηνα και δη για το 2ο του 2002, το 5ο του 2003, το 2ο του 2004, το 6ο του 2005, το 6ο του 2005, το 4ο του 2006, το 3ο του 2009, τους 9ο-10ο μήνες του 2010, το 3ο του 2011, το 4ο του 2012 και το 6ο του 2013, ενώ η εναγομένη προσκομίζει αντίστοιχες αποδείξεις πληρωμής διμήνων του 6ου του 2003, του 6ου του 2008 και του 6ου του 2008. Η εκ μέρους της εναγομένης προσκομιδή εκτυπωμένης κατάστασης πληρωμένων αποδείξεων ασφαλισμένου Ο.Α.Ε.Ε. δεν οδηγεί σε αποδεικτικό πόρισμα ότι οι αναγραφόμενες εισφορές έχουν πληρωθεί από την ως άνω ομόρρυθμη εταιρία. Ούτε η κατάθεση στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου του λογιστή της εταιρίας και προσωπικού φίλου της εναγομένης . …………….. ότι τις εισφορές του ενάγοντος τις πλήρωνε πάντα η εταιρία μπορεί να δικαιολογήσει το ότι ο ίδιος ο ενάγων κατέχει τις αποδείξεις πληρωμής των ΕΛΤΑ για λογαριασμό του Ο.Α.Ε.Ε. για τα προαναφερόμενα δίμηνα. Σε κάθε περίπτωση, ο σχετικός λόγος έφεσης κρίνεται και αλυσιτελής, αφού εάν γίνει δεκτό ότι όλες τις εισφορές του ενάγοντος προς τον Ο.Α.Ε.Ε. κατά τον χρόνο λειτουργίας της εταιρίας τις πλήρωνε η εταιρία, γεννάται ένδειξη ότι η εταιρία αποδεχόταν να πληρώνει τις υποχρεώσεις του ενάγοντος προς τον ασφαλιστικό του Οργανισμό, αναγνωρίζοντας σχετική δική της υποχρέωση έναντι του ενάγοντος, κάτι που δεν θα συνέβαινε αν η συμμετοχή του στην εταιρία ήταν εικονική και επομένως άκυρη, μη παράγουσα έννομα αποτελέσματα και δη υποχρεώσεις και απαιτήσεις μεταξύ του εικονικού εταίρου και της εταιρίας. Ακολούθως, εντός του παραπάνω πλαισίου λειτουργίας της εταιρίας συμφωνήθηκε μεταξύ του ενάγοντος και της εναγομένης, εκείνος να μην εισπράττει κάθε χρόνο τα εταιρικά κέρδη που αναλογούσαν στη συμμετοχή του αλλά αυτά να δηλώνονται εικονικά από τον λογιστή της εταιρίας και ως πραγματική αντιπαροχή της εταιρικής του συμμετοχής να του μεταβιβασθεί στο μέλλον ένα διαμέρισμα για την οικογενειακή του αποκατάσταση. Σχετικά με τη συμφωνία αυτή κατέθεσε μετά λόγου γνώσεως στην υπ’ αριθμ. ./2017 ένορκη βεβαίωσή του ο πατέρας του ενάγοντος και πρώην σύζυγος της εναγομένης ……… Επιπλέον, η εναγομένη στην από 9.12.2013 εξώδικη διαμαρτυρία της προς τον ενάγοντα σε απάντηση της από 2.12.2013 εξώδικης δήλωσής του στην οποία αυτός μεταξύ άλλων παραπονείτο ότι δεν είχε λάβει τα αναλογούντα στη συμμετοχή του στην εταιρία μερίσματα, δεν αρνήθηκε τη μη είσπραξη από αυτόν μερισμάτων, αλλά περιορίσθηκε να απαντήσει ότι : «Ως προς την ενημέρωσή σας για τα οικονομικά δεδομένα της εταιρίας, σημειώνω ότι πάντοτε είχατε πλήρη εικόνα αυτών, λαμβάνετε δε τα αντίστοιχα παραστατικά και καταχωρούσατε πάντοτε στις φορολογικές σας δηλώσεις τα ποσά που αναλογούσαν στα μερίσματα (κέρδη) από την κατά τα ανωτέρω συμμετοχή σας». Επομένως, από την εταιρική σχέση που υπήρξε ενεργή και από την εταιρική συμμετοχή του ενάγοντος, η οποία δεν ήταν εικονική, δημιουργήθηκαν δικαιώματα και υποχρεώσεις αυτού έναντι της εταιρίας, παρά τα αντίθετα υποστηριζόμενα με τον δεύτερο λόγο έφεσης της εναγομένης που κρίνονται ουσία αβάσιμα. Περαιτέρω, το έτος 2013, κλονίσθηκαν οι προσωπικές σχέσεις της εναγομένης και του τότε συζύγου της, πατέρα του ενάγοντος, γεγονός που οδήγησε στη λύση του γάμου τους, με επακόλουθη συνέπεια να διαταραχθούν και οι εταιρικές σχέσεις με τον ενάγοντα. Τον Αύγουστο του 2013, ο ενάγων ζήτησε από την εναγομένη να τηρήσουν την προφορική συμφωνία για τη μεταβίβαση σε αυτόν του διαμερίσματος και η εναγομένη δεν το αρνήθηκε, πλην όμως δεν ανταποκρίθηκε, οπότε στις 4.12.2013 εκείνος, ανησυχώντας λόγω της πώλησης όλων των διαμερισμάτων της εταιρικής περιουσίας και της ανάρτησης πωλητηρίου της έδρας της εταιρίας, ζήτησε από την εναγομένη με εξώδικο να διευθετηθούν τα μεταξύ τους ζητήματα, διαμαρτυρόμενος για την αναβλητικότητά της. Συγχρόνως της ζήτησε να λογοδοτήσει για τα πεπραγμένα της διαχείρισής της και ο ίδιος να λάβει γνώση των λογιστικών βιβλίων και στοιχείων, όπως είχε δικαίωμα, στα οποία δεν είχε πρόσβαση λόγω μεταφοράς της έδρας της εταιρίας, χωρίς όμως κάποιο από τα αιτήματά του να ικανοποιηθεί. Στις 9.12.2013, η εναγομένη με εξώδικο αυτής, παρέπεμψε τον ενάγοντα να επικοινωνήσει με τον δικηγόρο της, ο οποίος τον ενημέρωσε ότι τα εταιρικά βιβλία στο πλαίσιο ελέγχου κατείχε το Σ.Δ.Ο.Ε. από το οποίο, στη συνέχεια, ο ενάγων ζήτησε να λάβει γνώση, χωρίς όμως αποτέλεσμα. Ακολούθως, στις 5.5.2014, ο ενάγων αιτήθηκε μέσω εξώδικης δήλωσης να λάβει γνώση των βιβλίων της εταιρίας από τον λογιστή αυτής και έλαβε, ομοίως, ως απάντηση ότι αυτά τα κατείχε το Σ.Δ.Ο.Ε. στο πλαίσιο έρευνας εταιρικών υποθέσεων του πατέρα του. Εντέλει, στις 3.6.2014, ο ενάγων υπανυπέβαλε προς το Σ.Δ.Ο.Ε. αναλυτική αίτηση για να λάβει γνώση των εμπορικών βιβλίων της εταιρίας και εκείνο στις 30.7.2014 του απάντησε ότι δεν κατείχε έως τότε κανένα από τα αιτούμενα στοιχεία για την εν λόγω εταιρία. Εκ των ανωτέρω αποδείχθηκε ότι η εναγομένη, με πείρα στην κατασκευαστική αγορά και πλήρη γνώση του νομικού μορφώματος της ομόρρυθμης εταιρίας, κατέστη συνεταίρος διαχειρίστρια από το έτος 2001 στην εταιρία «…………….. …», με αντικείμενο την κατασκευή οικοδομών, ενεργώντας σειρά πληρωμών και εισπράξεων και συνομολογώντας συμφωνίες προς εκπλήρωση του εταιρικού σκοπού, έχοντας συνεταίρο με ποσοστό συμμετοχής 25% στα κέρδη και τις ζημίες τον ενάγοντα. Ο τελευταίος, ως υιός του τότε συζύγου της, απασχολήθηκε στην εταιρία και λόγω οικογενειακού δεσμού δικαιολογημένα επέδειξε πολύχρονη εμπιστοσύνη στα πεπραγμένα της διαχείρισης, ποτέ δεν μελέτησε τα βιβλία της εταιρίας, πλην όμως το γεγονός αυτό δεν αναιρεί την εταιρική του ιδιότητα και όλα τα συνυφασμένα με αυτή δικαιώματα και υποχρεώσεις και μάλιστα το δικαίωμα να ζητήσει λογοδοσία και να λάβει γνώση των βιβλίων και των εγγράφων που σχετίζονται με τη διαχείριση της εταιρίας. Αυτός, εύλογα δεν γνωρίζει πλέον την έκταση του δικαιώματος ή της υποχρέωσής του έναντι της εταιρίας, γνώση που είναι πρόσφορη στη διαχειρίστρια εναγομένη, η οποία κατέχει τα εμπορικά βιβλία της εταιρίας και διενήργησε τις διαχειριστικές πράξεις. Σε ό,τι αφορά το είδος των βιβλίων που τηρούνταν από την εταιρία, αποδείχθηκε ιδίως από την εξέταση του μάρτυρα της εναγομένης λογιστή .. …………….., του πλέον αρμόδιου λόγω της ιδιότητάς του ως λογιστή της εταιρίας, ότι η εταιρία δεν τηρούσε αναλυτικό και καθολικό βιβλίο απογραφών -ισολογισμών διότι δεν τηρεί βιβλία Γ’ κατηγορίας και ότι δεν υπάρχουν στην κατοχή της αντίγραφα των εξοφλητικών πράξεων, οι οποίες συντάσσονται ως μονομερείς δικαιοπραξίες ενώπιον συμβολαιογράφου από τον αγοραστή που εξόφλησε το τίμημα. Επιπρόσθετα, ο ίδιος κατέθεσε ότι δεν εκδόθηκε από την εταιρία ούτε ένα τιμολόγιο, γιατί δεν έχει θεωρηθεί τέτοιο και ότι δεν υπάρχει τραπεζικός λογαριασμός όψεως, διότι η εταιρία, τηρώντας τα βιβλία Β’ κατηγορίας δεν υποχρεούται να τηρεί ταμείο, όπως επίσης ότι λόγω του οικογενειακού δεσμού των εταίρων δεν υπάρχουν αντίγραφα καταβολής ή εξόφλησης μερισμάτων, καθώς επίσης ότι δεν υπάρχουν αντίγραφα συμφωνητικών με εργολάβους. Εντούτοις, αποδείχθηκε ότι υπάρχουν τα λογιστικά βιβλία εσόδων – εξόδων Β’ κατηγορίας, αντίγραφα των συμβολαίων πώλησης ή μεταβίβασης των διαμερισμάτων, ως απόδειξη της εκάστοτε πραγματοποιηθείσας αγοραπωλησίας, αντίγραφα των φορολογικών δηλώσεων του νομικού προσώπου, συνοδευόμενα από το έντυπο Ε3. Ενόψει των ανωτέρω, αποδείχθηκε ότι η εναγομένη είναι δοσίλογη ως διαχειρίστρια έναντι του δεξίλογου συνεταίρου ενάγοντος, ο οποίος δικαιολογημένα δεν γνωρίζει τα ανεπίσημα ή επίσημα έγγραφα, στα οποία έχουν αποτυπωθεί τα οικονομικά στοιχεία της εταιρίας, είτε ως προς το παθητικό, είτε ως προς το ενεργητικό της. Ορθά, λοιπόν, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, παρά τα αντιθέτως προβαλλόμενα με την υπό κρίση έφεση, έκρινε ουσία βάσιμη την αγωγή λογοδοσίας και υποχρέωσε την εναγομένη να καταθέσει στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, λογαριασμό περιέχοντα κατά αιτία και ποσό την αντιπαράθεση των εισπράξεων και εσόδων, καθώς και τυχόν εξόδων από τη διαχείριση που εκείνη διεξήγαγε από συστάσεως της παραπάνω εταιρίας την 20.12.2001 μέχρι την άσκηση της αγωγής, με συνημμένα τα απαιτούμενα δικαιολογητικά και υποχρέωσε την εναγόμενη να παράσχει στον ενάγοντα ως ομάδα πραγμάτων και με δικές του δαπάνες αντίγραφα από τα λογιστικά βιβλία εσόδων -εξόδων Β’ κατηγορίας, αντίγραφα των συμβολαίων πώλησης ή μεταβίβασης των διαμερισμάτων, ως απόδειξη της εκάστοτε διενεργηθείσας αγοραπωλησίας, αντίγραφα των φορολογικών δηλώσεων του νομικού προσώπου, συνοδευόμενα από το έντυπο Ε3, που αφορούν στην παραπάνω εταιρία για όλα τα έτη της λειτουργίας της μέχρι την άσκηση της αγωγής, με απειλή – ορθότερα με καταδίκη κατ’ άρθρο 946 παρ. 1 ΚΠολΔ – κατά της εναγομένης για κάθε παράβαση της εκδοθησόμενης απόφασης, προσωπικής κράτησης ενός μηνός και χρηματικής ποινής 10.000 ευρώ.

Περαιτέρω, με τον πέμπτο λόγο έφεσης, η εναγομένη αιτιάται την εκκαλούμενη απόφαση γιατί τη διέταξε : «…εντός δύο (2) μηνών από την έκδοση της παρούσης να καταθέσει στη γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου λογαριασμό…». Ότι σε κάθε περίπτωση, η σχετική διάταξη ήταν προδήλως εσφαλμένη και υποχρέωσε την εναγομένη στα αδύνατα, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση δημοσιεύθηκε στις 20.7.2017, πλην όμως στο πολιτικό αρχείο πήγε στις 13.9.2017, δηλαδή μόλις μία εβδομάδα πριν τη συμπλήρωση της δίμηνης προθεσμίας που εσφαλμένα έθεσε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με αποτέλεσμα η εναγομένη μόνο από τότε να μπορεί να λάβει γνώση του διατακτικού και να είναι ανθρωπίνως αδύνατο να μπορεί εντός μόλις μίας εβδομάδας να συγκεντρώσει και να υποβάλει τα έγγραφα που το Δικαστήριο έκρινε ότι απαιτούνταν δύο μήνες για να συγκεντρώσει. Ότι το ορθό θα ήταν κατά το συνήθως συμβαίνον να ορισθεί η σχετική προθεσμία από την επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης και όχι από τη δημοσίευση αυτής. Κατόπιν τούτου, η εναγομένη ζητεί, επικουρικά και δη για την περίπτωση που το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι χρειάζεται λογοδοσία, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση και να ορισθεί να υλοποιηθεί η λογοδοσία εντός διαστήματος δύο μηνών από την επίδοση σ’ εκείνη της κατ’ έφεση απόφασης. Ο σχετικός λόγος έφεσης τυγχάνει αλυσιτελής, καθώς η εκκαλούσα δεν έχει στερηθεί της δυνατότητας να καταθέσει λογοδοσία και αντίγραφα των παραπάνω εγγράφων διαχείρισης. Κατά το άρθρο 474 ΚΠολΔ : «Η απόφαση που διατάζει λογοδοσία ή παράδοση καταλόγου των στοιχείων ομάδας αντικειμένων ορίζει προθεσμία μέσα στην οποία ο λογαριασμός ή ο κατάλογος πρέπει να κατατεθεί με τα δικαιολογητικά στη γραμματεία του δικαστηρίου». Ο νομοθέτης αφήνει την ευχέρεια στο δικαστήριο να αποφασίσει σχετικά με την έναρξη της προθεσμίας για λογοδοσία και συγκεκριμένα αν θα ορισθεί αυτή από τη δημοσίευση της απόφασης ή από την επίδοση αυτής. Επίσης κατ’ άρθρο 475 παρ. 1 του ίδιου Κώδικα : «Για την κατάθεση του λογαριασμού ή του καταλόγου συντάσσεται έκθεση. Τα έγγραφα αυτά και τα δικαιολογητικά αποτελούν στοιχεία του φακέλου της δικογραφίας». Τέλος, κατ’ άρθρο 477 του ΚΠολΔ : «1. Αν δεν κατατεθούν μέσα στην προθεσμία που όρισε η απόφαση ο λογαριασμός ή ο κατάλογος, η απόφαση γίνεται οριστική ως προς την υποχρέωση λογοδοσίας ή την υποβολή του καταλόγου. 2. Αν ζητήθηκε κατά το άρθρο 473 να καταβληθεί ορισμένο έλλειμμα και το έλλειμμα πιθανολογείται, το δικαστήριο με την απόφαση που διατάζει τη λογοδοσία μπορεί να καταδικάσει τον εναγόμενο, για την περίπτωση που δεν θα καταθέσει εμπρόθεσμα το λογαριασμό ή τον κατάλογο με τα δικαιολογητικά, να καταβάλει το κατά την κρίση του έλλειμμα. Το δικαστήριο μπορεί, αν το κρίνει αναγκαίο, να διατάξει απόδειξη για το πιθανό έλλειμμα». Στην προκειμένη περίπτωση, στην ένδικη αγωγή λογοδοσίας δεν σωρεύεται αίτημα καταβολής του καταλοίπου, ούτε αίτημα καταβολής του εικαζόμενου ελλείμματος, οπότε αποτέλεσμα της άπρακτης παρέλευσης της προθεσμίας από τη δημοσίευση της εκκαλούμενης απόφασης που έταξε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για την κατάθεση λογαριασμού λογοδοσίας και παράδοση των πιο πάνω αναφερόμενων εγγράφων είναι ότι η σχετική απόφαση καθίσταται πλέον οριστική και είναι δυνατή η προσβολή της με έφεση, ακόμη δε επέρχεται η προσωρινή εκτελεστότητα της απόφασης και ενεργοποίηση της καταδίκης της εναγομένης σε προσωπική κράτηση και χρηματική ποινή. Εντούτοις τα παραπάνω μέσα εκτέλεσης κατατείνουν στην έστω και εκπρόθεσμη λογοδοσία εκ μέρους της εναγομένης και παράδοσης των σχετικών εγγράφων, ήτοι πράξεων που δεν μπορούν να γίνουν από τρίτους, η δε τυχόν, έστω, εκπρόθεσμη λογοδοσία και δη μετά την παρέλευση του διμήνου που έταξε η εκκαλούμενη απόφαση, δεν τυγχάνει άκυρη εκ του νόμου, αλλά ικανοποιεί το ασκηθέν με την αγωγή εταιρικό δικαίωμα του ενάγοντος και εφόσον πραγματοποιηθεί μαζί με την παράδοση αντιγράφων των παραπάνω εγγράφων αδρανοποιείται η σε βάρος της εναγομένης διαδικασία της αναγκαστικής εκτέλεσης. Ειδικότερα δεν καθιερώνεται από το άρθρο 477 ΚΠολΔ σύστημα οιονεί χρονικού αποκλεισμού σε ότι αφορά την επιχείρηση της πράξης καταθέσεως του λογαριασμού λογοδοσίας. Το πραγματικό νόημα του άρθρου αυτού είναι ότι συνδέει τη μη εμπρόθεσμη κατάθεση του λογαριασμού με την οριστικοποίηση της πρωτόδικης απόφασης και άρα, το εκκλητό της, όχι όμως και ότι επιβάλλει οποιοδήποτε είδος έκπτωσης του δοσίλογου από την αυτονόητη ευχέρειά του να εκτελέσει την καταδικαστική σε βάρος του απόφαση για την κατάθεση του λογαριασμού, εκούσια ή υπό την απειλή της εκτελεστότητάς της, σε οποιοδήποτε χρονικό σημείο της διαγνωστικής ή εκτελεστικής διαδικασίας (βλ. γνωμοδότηση Πελαγίας Γεσίου – Φαλτσή, Ζητήματα των ειδικών διατάξεων για τη λογοδοσία, Δίκη 1997, σελ. 1273, Κιτσικόπουλο, ΠολΔικ VI, άρθρα 695-716, αρ.143-146, σελ. 6246). Επομένως, δεν μπορεί να επικαλεσθεί η εναγομένη ότι παρήλθε το μεγαλύτερο μέρος της προθεσμίας που είχε τάξει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για την κατάθεση του λογαριασμού λογοδοσίας, χωρίς αυτή να λάβει εγκαίρως γνώση για να εκπληρώσει τις παραπάνω υποχρεώσεις της, αφού αυτή μπορούσε και εξακολουθεί να δύναται να συμμορφωθεί στο παραπάνω διατακτικό της απόφασης, κάτι που όμως δεν πράττει, επειδή αρνείται ότι έχει τις σχετικές εταιρικές υποχρεώσεις έναντι του ενάγοντος.

Τέλος, με τον έβδομο λόγο έφεσης η εναγομένη παραπονείται ότι έσφαλε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που την υποχρέωσε να καταβάλει ως δικαστική δαπάνη στον ενάγοντα το υπέρογκο ποσό των 1.000 ευρώ και ότι ως εκ τούτου πρέπει να διορθωθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Ότι με δεδομένο ότι ο εφεσίβλητος ζητούσε να του παραδώσει αντίγραφα από δέκα διαφορετικές κατηγορίες βιβλίων και στοιχείων και ότι τελικά υποχρεώθηκε να του παραδώσει μόλις τρεις, είναι σαφές ότι υπήρξε εν μέρει νίκη και ήττα των διαδίκων και ότι ως εκ τούτου, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όφειλε να συμψηφίσει τη δικαστική δαπάνη και ότι ως προς το σημείο αυτό πρέπει να διορθωθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Σχετικά με τον παραπάνω λόγο έφεσης σημειώνεται ότι ως προς το δεύτερο σκέλος του τυγχάνει νόμω αβάσιμος, δεδομένου ότι η παράδοση των δικαιολογητικών αποτελεί, εν προκειμένω, παρεπόμενο αίτημα σε σχέση με το κύριο αίτημα της ένδικης αγωγής που είναι η λογοδοσία, οπότε, εφόσον διατάσσεται αυτή, θεωρείται ότι η αγωγή γίνεται δεκτή, ακόμη κι αν το Δικαστήριο κρίνει ότι δεν υφίστανται όλα τα αιτούμενα να επισυναφθούν έγγραφα και διατάσσει την παράδοση ορισμένων μόνο από αυτά, δεδομένου μάλιστα ότι ο μη διαχειριστής εταίρος δεν μπορεί να γνωρίζει με ακρίβεια τα βιβλία και τα έγγραφα που τηρεί ο διαχειριστής της ομόρρυθμης εταιρίας για τις ανάγκες λειτουργίας της. Επομένως, το γεγονός ότι δεν διατάχθηκε με την εκκαλουμένη στα πλαίσια της λογοδοσίας, η παράδοση όλων των εγγράφων που ζητούσε ο ενάγων, αλλά κάποιων μόνο από αυτά, δεν σημαίνει ότι η αγωγή έγινε εν μέρει δεκτή και ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο όφειλε να συμψηφίσει τη δικαστική δαπάνη, όπως αβάσιμα υποστηρίζει η εναγομένη. Περαιτέρω, ως προς τον υπολογισμό των δικαστικών εξόδων του νικήσαντος ενάγοντος από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο πρέπει να λεχθούν τα εξής : Σύμφωνα με το άρθρο 190 παρ. 1 ΚΠολΔ : «Για τον προσδιορισμό και την εκκαθάριση του ποσού των εξόδων που πρέπει να αποδοθούν, κάθε διάδικος πρέπει να επισυνάψει στη δικογραφία, έως την συζήτηση στο ακροατήριο, κατάλογο των εξόδων και να φέρει, έως το τέλος της συζήτησης, τις παρατηρήσεις του για τον κατάλογο εξόδων που έχει υποβάλει ο αντίδικός του», ενώ κατ’ άρθρο 191 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα : «Αν δεν υποβληθεί ο κατάλογος εξόδων, το δικαστήριο προχωρεί στην εκκαθάρισή τους, αν έχει υποβληθεί αίτημα για την επιδίκασή τους», ενώ με το άρθρο 189 παρ. 1 ΚΠολΔ ορίζεται ενδεικτικά ποια έξοδα αποδίδονται στον νικήσαντα διάδικο και συγκεκριμένα προβλέπεται ότι : «1. Αποδίδονται μόνο τα δικαστικά και εξώδικα έξοδα που ήταν απαραίτητα για τη διεξαγωγή και υπεράσπιση της δίκης και ιδίως α) τα τέλη χαρτοσήμου για τη σύνταξη των αποφάσεων, των δικογράφων, των δικαστικών εκθέσεων και των άλλων εγγράφων της δίκης και για την ενέργεια των διαδικαστικών πράξεων, β) το τέλος δικαστικού ενσήμου, γ) η αμοιβή των δικηγόρων ή άλλων δικαστικών πληρεξουσίων και των δικαστικών υπαλλήλων, σύμφωνα με τις διατιμήσεις που ισχύουν, δ) τα ποσά που καταβάλλονται στους μάρτυρες για έξοδα και αποζημίωση, καθώς και στους πραγματογνώμονες για έξοδα και αμοιβή, σύμφωνα με τις διατιμήσεις που ισχύουν, ε) τα ποσά που καταβλήθηκαν για την προσαγωγή άλλων αποδεικτικών μέσων, καθώς και τα έξοδα ταξιδιού και αλληλογραφίας που κατέβαλε ο διάδικος για να εμφανιστεί στη δίκη». Στην προκειμένη περίπτωση δεν υποβλήθηκε κατάλογος εξόδων από τον νικήσαντα ενάγοντα, πλην όμως αυτός ζήτησε να καταδικασθεί η εναγομένη στα δικαστικά του έξοδα, οπότε στη σχετική εκκαθάριση οφείλει, κατά τα ανωτέρω, να προβεί αυτεπαγγέλτως το Δικαστήριο. Ως προς την οφειλόμενη αμοιβή του πληρεξούσιου δικηγόρου του ενάγοντος ορίζεται στο άρθρο 63 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων (ν. 4194/2013) ότι : «Εάν το αντικείμενο της δίκης δεν αποτιμάται σε χρήμα η αμοιβή υπολογίζεται με βάση το Παράρτημα Ι του Κώδικα», η δε αγωγή λογοδοσίας με την οποία δεν ζητείται και ορισμένο κατάλοιπο έχει αντικείμενο μη αποτιμητό σε χρήμα (βλ. Νίκα σε Κεραμέα/Κονδύλη/Νίκα, Ερμηνεία ΚΠολΔ Ι, έκδοση 2000, άρθρο 18, σελ. 62), οπότε κατά το παράρτημα Ι του παραπάνω Κώδικα, η αμοιβή του δικηγόρου του ενάγοντος για αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου κατά την τακτική διαδικασία ορίζεται για την άσκησή της σε 117 ευρώ, για παράσταση στα 139 ευρώ και για τις κατατεθείσες προτάσεις στα 117 ευρώ. Οφείλονται τα επικολληθέντα στην αγωγή μεγαρόσημα υπέρ ΤΑΧΔΙΚ συνολικού ποσού 2 ευρώ και στις προτάσεις συνολικού ποσού 3 ευρώ. Δεν οφείλονται, όμως, οι κατ’ άρθρο 61 παρ. 2 του Κώδικα Δικηγόρων εισφορές κατά το Παράρτημα ΙΙΙ και δη αντίστοιχα υπέρ ΤΕΑΔ, Ταμείου Πρόνοιας και Δικηγορικού Συλλόγου για την αγωγή, για την παράσταση και για τις προτάσεις, οι οποίες βαρύνουν τον δικηγόρο και όχι τον διάδικο (βλ. Βασιλ. Βαθρακοκοίλη, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, Τόμος Α’, έκδοση 1996, σελ. 1051, ΕφΑθ 2069/68, Αρμ 23, σελ. 128). Επίσης, οφείλεται αμοιβή δικαστικού επιμελητή για την επίδοση της αγωγής στην εναγομένη και δη εν προκειμένω από τον δικαστικό επιμελητή …… σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …../8-12-2015 έκθεση επίδοσης ποσού 23 ευρώ βάσει της Υ.Α. 2/54638/0022/2008 του Υφυπουργού Οικονομίας και Οικονομικών και του Υπουργού Δικαιοσύνης, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση του άρθρου 50 του ν. 2318/1995 και αμοιβή δικαστικού επιμελητή για επίδοση της από 24.2.2017 κλήσης -γνωστοποίησης εξέτασης μαρτύρων για λήψη ένορκων βεβαιώσεων στις 2.3.2017 σύμφωνα με την υπ’ αριθμ. …./24.2.2017 έκθεση επίδοσης του ίδιου ως άνω δικαστικού επιμελητή ποσού 35 ευρώ, βάσει της Υ.Α. 76297/30.10.2015 των Υπουργών Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και Οικονομικών που ίσχυσε εν τω μεταξύ, καθώς και από ένα μεγαρόσημο των 2 ευρώ υπέρ ΤΑΧΔΙΚ, που επικολλήθηκαν σε κάθε μία από τις ένορκες βεβαιώσεις των …… και …. …………….., συνολικού ποσού 4 ευρώ. Τέλος, οφείλονται τα έξοδα χάρτου και μελάνης για την εκτύπωση των δικογράφων και των προσκομισθέντων αποδεικτικών μέσων, υπολογιζόμενα στο ποσό των 20 ευρώ, καθώς και η αποζημίωση και τα έξοδα του εμφανισθέντος μάρτυρος του ενάγοντος ……….. , υπολογιζόμενη στο ποσό των 50 ευρώ. Αποδεικνύεται, λοιπόν, ότι η συνολική δικαστική δαπάνη του ενάγοντος που όφειλε να καλύψει η εναγομένη ως ηττηθείσα κατά την έκβαση της δίκης κατ’ άρθρο 176 σε συνδυασμό με το άρθρο 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ ανέρχεται στο ποσό των 510 ευρώ. Επομένως, η εκκαλούμενη απόφαση που υπολόγισε τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος στο ποσό των 1.000 ευρώ και καταδίκασε την εναγομένη να του καταβάλει το εν λόγω ποσό, έσφαλε ως προς την εκτίμηση του ύψους τους. Συνεπώς, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη μόνο ως προς τη διάταξη των δικαστικών εξόδων και αφού κρατήσει το Δικαστήριο αυτό κατά τούτο την υπόθεση και τη δικάσει κατά το παραπάνω αίτημα, πρέπει να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας ποσού 510 ευρώ, απορριπτομένων όλων των άλλων λόγων εφέσεως, μάλιστα αυτών που αφορούν στη μη τήρηση δικονομικών κανόνων απόδειξης στον πρώτο βαθμό ως αλυσιτελών. Γενομένης εν μέρει δεκτής της έφεσης και δη μόνο ως προς το κονδύλιο των δικαστικών εξόδων, πρέπει να καταδικασθεί η εκκαλούσα στο μεγαλύτερο μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσίβλητου για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν αιτήματός του και δη στο ποσό των 400 ευρώ, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 183, 178 παρ.1 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. Λόγω της εν μέρει νίκης της καταθέσασας το με κωδικό ………… e- παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών εκκαλούσας πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του σε αυτήν κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση κατά της υπ΄ αριθμ. 3590/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Δέχεται και κατ’ ουσίαν την έφεση ως προς το κεφάλαιο των δικαστικών εξόδων.

Εξαφανίζει την υπ΄ αριθμ. 3590/2017 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία εφαρμοζομένων και των ειδικών περί λογοδοσίας διατάξεων των άρθρων 473 – 477 ΚΠολΔ, ως προς το αμέσως παραπάνω κεφάλαιο.

Κρατεί και δικάζει κατά τούτο την υπόθεση.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος για τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της εναγόμενης και ορίζει αυτά στο ποσό των πεντακοσίων δέκα (510) ευρώ.

Επιβάλλει μέρος των δικαστικών εξόδων του εφεσιβλήτου για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος της εκκαλούσας και ορίζει αυτά στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή του με κωδικό . ……….. e- παράβολου του Υπουργείου Οικονομικών ποσού εκατόν πενήντα (150) ευρώ στην εκκαλούσα.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  10 Οκτωβρίου 2019.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω λήξεως της

αποσπάσεώς της

και αναχωρήσεώς της,

ο αρχαιότερος της

συνθέσεως Εφέτης,

Ιωάννης Αποστολόπουλος.

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την  11η Δεκεμβρίου 2019, με άλλη σύνθεση, λόγω λήξεως της αποσπάσεώς της και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,  Ελένης Κούφη, αποτελουμένη από τους Δικαστές,  Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη, Νικόλαο Κουτρούμπα και Δημήτριο Καβαλάρη,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Τριανταφυλλιά Λαμπροπούλου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ