Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 754/2019

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΚΟΥΣΙΑ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 Αριθμός  απόφασης :   754/ 2019

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Στο Δικαστήριο αυτό εκκρεμούν α)  η από 25.8.2017  (αριθ. κατ. ………/2017) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, β)  η από η από 25.8.2017  (αριθ. κατ. ……../2017) έφεση του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο»  κατά της υπ’  αριθ. 3536/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, οι οποίες πρέπει να συνεκδικασθούν, καθώς πλήττουν την ίδια απόφαση, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ενώπιον του οποίου εκκρεμούν, από τη συνεκδίκαση αυτών και των άνω πρόσθετων παρεμβάσεων, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ.). Εξάλλου από τις με αρ.  … και … Β/31.8.2017 εκθέσεις επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς . … προκύπτει ότι ακριβές αντίγραφο των άνω εφέσεων αντίστοιχα,  με πράξη καταθέσεως και ορισμό δικασίμου για την δικάσιμο της 16.11.2017 επιδόθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα προς την εφεσίβλητη (άρθρο 128 ΚΠολΔ)  Κατά την δικάσιμο αυτή οι  υποθέσεις αναβλήθηκαν  με επισημείωση στο πινάκιο για την συνεδρίαση που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας και συνεπώς αφού η εφεσίβλητη δεν εμφανίστηκε, ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο Δικηγόρο κατά την εκφώνηση των υποθέσεων  στη σειρά του πινακίου  θα πρέπει να δικασθεί ερήμην, η συζήτηση όμως θα πρέπει να συνεχισθεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο  764 § 2 ΚΠολΔ).

Οι κρινόμενες εφέσεις α)  από 25.8.2017  (αριθ. κατ. ………/2017) έφεση του Ελληνικού Δημοσίου, β)  από 25.8.2017  (αριθ. κατ. ………/2017) έφεση του ΝΠΔΔ με την επωνυμία «Παλαιό Εκκλησιαστικό Ταμείο κατά της με αριθ. 3536/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που δίκασε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας έχουν ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλούμενης απόφασης, Σημειωτέον ότι για το παραδεκτό της άσκησης των εφέσεων  δεν απαιτείται η καταβολή παραβόλου, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το Δημόσιο και ΝΠΔΔ, κατά το άρθρο 19  §  1 του Κωδ. Δ/τος της 26-6/10.7.1944 σε συνδυασμό με άρθρο 36 ΠΔ 28/1931 (ΦΕΚ α’ 239/1931) απαλλάσσεται της προκαταβολής των τελών της δίκης, μεταξύ των οποίων και το εν λόγω παράβολο (βλ. Μιχάλης και Άντα Μαργαρίτη, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, έκδοση 2018, άρθρο 495, αρ. 19, σελ. 849765).

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 79, 80, 747 και 752 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, είναι δυνατή η άσκηση κυρίας ή πρόσθετης παρέμβασης, εφόσον βέβαια συντρέχει,  η διαδικαστική προϋπόθεση της ύπαρξης έννομου συμφέροντος κατά το άρθρο 68 του ίδιου Κώδικα στο πρόσωπο του παρεμβαίνοντος. Ειδικότερα, ενώ στη δίκη της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος αναφέρεται στη θετική ή αρνητική διάγνωση του επίδικου δικαιώματος, στις περιπτώσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το έννομο συμφέρον του παρεμβαίνοντος συνίσταται στην παραδοχή ή απόρριψη της αίτησης αναφορικά με το ζητούμενο ρυθμιστικό μέτρο. Στην τελευταία αυτή δίκη, εφόσον η παρέμβαση του τρίτου επιδιώκει την απόρριψη της αίτησης, με την οποία ανοίχθηκε η δίκη, ή τη ρύθμιση του επίδικου αντικειμένου κατά τρόπο διαφορετικό, από εκείνον που ζητείται με την αίτηση, πρόκειται για κύρια παρέμβαση (ΑΠ 1020/2018, ΑΠ 208/2017, ΑΠ 148/2014, ΑΠ 632/2013 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΤριμΕφΑθ 1743/2017, ΤριμΕφΠατρ 9/2017 ό.π.).   Εξάλλου όριο του παραδεκτού της κύριας παρέμβασης είναι η ύπαρξη εκκρεμούς δίκης και η ολική ή μερική αντιποίηση του αντικειμένου της αρχικής δίκης, χωρίς να επιτρέπεται η υπέρβασή του και επομένως το αίτημα της κύριας παρέμβασης δεν μπορεί να είναι διάφορο ή να επεκτείνεται πέραν του αιτήματος της αγωγής ή (επί εκούσιας δικαιοδοσίας) αίτησης (ΑΠ 1379/2002 ΝοΒ 2003.466, ΑΠ 718/1998, Εφ.Αθ. 7703/1993 Ελλ.Δ/νη 37 (1996) 433,  Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ Ερμην. Νομ. Ανάλυση κατ’ άρθρο υπό άρθρο 79 παρ. 2, 4 και 7).  Όμως η κυρία παρέμβαση, με την οποία ο παρεμβαίνων αιτείται κάτι διαφορετικό ή επιπλέον από το αντικείμενο της δίκης, στην οποία παρεμβαίνει, εφόσον έχει τα νόμιμα στοιχεία αυτοτελούς αγωγής (ή αίτησης), υπάγεται στην ίδια διαδικασία κατά την οποία διεξάγεται η δίκη αυτή και έχει ασκηθεί  στον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας μέχρι την πρώτη συζήτηση της αρχικής αγωγής, μπορεί να ισχύσει ως αυτοτελής αγωγή ή αίτηση, συνεκδικαζόμενη  με την κύρια αγωγή, κατ’ άρθρον 246 ΚΠολΔ ή και χωρίς αυτή. Άλλωστε  η διαδικαστική πορεία της κύριας παρέμβασης δεν εξαρτάται από αυτή της αγωγής ή της αίτησης, καθώς εφόσον ασκηθεί στα πλαίσια της εκκρεμοδικίας,  σε περίπτωση ματαίωσης της συζήτησης, παραίτησης του ενάγοντος από το δικόγραφο ή το δικαίωμα ως προς την αγωγή,  μπορεί να δικασθεί αυτοτελώς (ΕφΠατρ 179/2013, ΕφΘεσ 442/2010 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΠατρ 1027/2008, ΕφΠατρ 31/2006, ΕφΛαρ 139/2005 ΤΝΠ Νόμος, Βαθρακοκοίλης ΕρμΚΠολΔ υπό άρθρο 79 αρ. 6,7,8 12).  Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 παρ. 1, 2 και 3 του Ν. 2664/1998 προκύπτει ότι στην περίπτωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου, όταν με την ανακριβή εγγραφή φέρεται το ακίνητο ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», όποιος ισχυρίζεται ότι έχει εγγραπτέο στο Κτηματολόγιο δικαίωμα, ασκεί αίτηση ή κύρια παρέμβαση ενώπιον του κτηματολογικού δικαστή της τοποθεσίας του ακινήτου και μέχρις ότου ορισθεί αυτός στο μονομελές πρωτοδικείο της τοποθεσίας του ακινήτου, που δικάζει κατά τη διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, προκειμένου να ζητήσει τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής. Αντικείμενο της δίκης αυτής είναι η διαπίστωση της ύπαρξης του σχετικού εγγραπτέου δικαιώματος του αιτούντος και η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής σύμφωνα με αυτή τη διαπίστωση, χωρίς τη διάγνωση κανενός αμφισβητούμενου δικαιώματος, αφού η εγγραφή «αγνώστου ιδιοκτήτη» δεν ενέχει τέτοια αμφισβήτηση, αλλά ακριβώς την έλλειψη του υπάρχοντος δικαιώματος. Συνακόλουθα, δεν μπορεί να ζητηθεί με την αίτηση αυτή ή την κυρία παρέμβαση η αναγνώριση δικαιώματος, που προσβάλλεται με την ανακριβή πρώτη εγγραφή στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου ώστε να περιληφθεί αντίστοιχη διάταξη στην απόφαση που θα εκδοθεί, καθώς αντικείμενο της δίκης, που ανοίγεται, δεν είναι η αυθεντική διάγνωση του δικαιώματος που αμφισβητείται, ανεξαρτήτως του ότι ελέγχεται ως προϋπόθεση (προδικαστικό ζήτημα) η ύπαρξη συγκεκριμένου δικαιώματος για τη ζητούμενη διόρθωση ανακριβούς πρώτης εγγραφής, χωρίς όμως να καλύπτεται με ισχύ δεδικασμένου. Γι’ αυτό άλλωστε η προαναφερόμενη διάταξη (άρθρο 6 § 3, όπως ισχύει) αναφέρεται μόνο στη διόρθωση της πρώτης εγγραφής και όχι στην αναγνώριση δικαιώματος που προσβάλλεται με την εγγραφή αυτή, όπως προβλέπει η διάταξη του άρθρου 6 § 2 του ίδιου νόμου στο πλαίσιο της αμφισβητούμενης δικαιοδοσίας (ΑΠ 74/2015, ΑΠ 1342/2015, ΑΠ 1364/2014  ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο εξέθετε  στην κύρια παρέμβαση του ότι η καθ’ ής η κύρια παρέμβαση άσκησε ενώπιον του δικαστηρίου τούτου την από 4-9-2009 (αριθ. έκθ. κατάθ. ……./5-11-2009) αίτηση της, την οποία ενσωματώνει στο δικόγραφο της κύριας παρέμβασης του. Ότι η κυρίως παρεμβαίνουσα εξέθετε στην αίτησή της ότι είχε καταστεί συγκύρια  με παράγωγο τρόπο, κατά ποσοστό ½ εξ αδιαιρέτου με το υπ’ αριθ. …../18-5-1962 συμβόλαιο αγοραπωλησίας του  συμβολαιογράφου Πειραιά . …,  που μεταγράφηκε  νόμιμα, του ακινήτου που αναφέρει αναλυτικώς στην αίτησή της κείμενο στην στη θέση «……………..» επί της διασταύρωσης των οδών … (πρώην ………) και φέρει τον αριθμό … και … (πρώην ……….) του Δήμου Κερατσινίου. Ότι μετά την υπαγωγή του ως άνω ακινήτου στο σχέδιο πόλης η αιτούσα – καθ’ ής η κύρια  παρέμβαση και η μητέρα της …….., συγκυρία κατά το άλλο ποσοστό εξ αδιαιρέτου προέβησαν στη σύνταξη οριζόντιας ιδιοκτησίας και διανομής ανεγερθέντων κτισμάτων και των μελλοντικών ορόφων με το υπ’ αριθ. …/25-1-1982 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Πειραιά ……….., που έχει μεταγραφεί νόμιμα και η αιτούσα-  καθ’ ής η κύρια παρέμβαση έλαβε στην αποκλειστική κυριότητα, νομή και κατοχή της τον πρώτο (υπέρ το ισόγειο) όροφο της διώροφης οικοδομής και το δικαίωμα ανέγερσης του τρίτου ορόφου με  ποσοστό επί του οικοπέδου συνιδιοκτησίας για κάθε  οριζόντια ιδιοκτησίας  25% εξ αδιαιρέτου (25 + 25) , η δε μητέρα της   τον ισόγειο όροφο  και το δικαίωμα ανέγερσης του δεύτερου ορόφου με αντίστοιχα ποσοστά εξ αδιαιρέτου  επί του οικοπέδου. Ότι κατά την διαδικασία της κτηματογράφησης της περιοχής, υπό ΚΑΕΚ ………..  δηλώθηκε  η ισόγεια οριζόντια ιδιοκτησία με εσφαλμένο ποσοστό  εξ αδιαιρέτου  125/1000 (και όχι το 250/1000, όπως είναι το ορθό), φερόμενη στην επικαρπία της ……. και την ψιλή κυριότητα του … ., το δε λοιπό ποσοστό συνιδιοκτησίας καταχωρίστηκε με ΚΑΕΚ ./.. και με την ένδειξη «αγνώστου ιδιοκτήτη». Με βάση αυτά τα πραγματικά περιστατικά ζήτησε να αναγνωριστεί αποκλειστική κυρία των ως άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών, που βρίσκονται επί του προαναφερόμενου οικοπέδου, ήτοι: α) του πρώτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, επιφάνειας 81,40 τ.μ. ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 250/1000 εξ αδιαιρέτου και β) του μελλοντικού τρίτου υπέρ το ισόγειο ορόφου, που θα έχει ποσοστό συνιδιοκτησίας στο όλο οικόπεδο 250/1000 εξ αδιαιρέτου, λαμβάνοντας αυτοτελές ΚΑΕΚ και να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, ώστε οι ως άνω επίδικες οριζόντιες ιδιοκτησίες να μην εμφανίζονται ως «αγνώστου ιδιοκτήτη», αλλά ότι ανήκουν στην κυριότητα της και να διορθωθεί το ποσοστό συγκυριότητας της επί του οικοπέδου, επί του οποίου βρίσκεται η οριζόντια ιδιοκτησία με ΚΑΕΚ …/../…, ώστε από το αναγραφόμενο 875/1000 να αφαιρεθεί αυτό που αφορά στις επίδικες οριζόντιες ιδιοκτησίες, ήτοι 500/1000. Το Ελληνικό Δημόσιο εξέθετε επιπλέον στην κύρια παρέμβασή του,  ότι  το   προαναφερόμενο ακίνητο (οικόπεδο) εμπίπτει εντός του καταγεγραμμένου δημοσίου κτήματος με ΑΒΚ ….,  εκτάσεως 1.000 τμ., το οποίο αποτελεί τμήμα ευρύτερου με εμβαδόν 10.000 στρεμμάτων, καταγεγραμμένου ανέκαθεν ως δημόσιο κτήμα, γνωστό με το όνομα «………» ή «…..», εντός του οποίου περιλαμβάνονταν οι θέσεις «…», «……………..», «. ….», «……….» και «……………..», που περιήλθε σε αυτό  δικαιώματι  πολέμου, καθώς ανήκε στο έκταση, που ανήκε στο τουρκικό δημόσιο, κατελήφθη και δημεύτηκε από το ίδιο (το ελληνικό δημόσιο) ως διάδοχο αυτού, άλλως ανήκε  σε  άγνωστους οθωμανούς κι εγκαταλείφθηκε από αυτούς μετά δε την απελευθέρωση της Ελλάδος  νεμόταν αυτό διαρκώς μέχρι τον χρόνο άσκησης της αγωγής ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, καθώς η έκταση ήταν άγονη βραχώδης επικλινής και χρησιμοποιείτο ανέκαθεν ως βοσκότοπος. Ότι επικουρικώς η έκταση αυτή περιλαμβανόταν ανέκαθεν σε δημόσια δασική έκταση, καθώς καλυπτόταν με κυρίαρχα δασικά φυτά, θάμνους πρίνους, ενώ ουδέποτε αναγνωρίστηκε ως ιδιωτικό δάσος. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να απορριφθεί η αίτηση της αιτούσας να αναγνωρισθεί το ίδιο ως αποκλειστικό κύριο επί του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ …………. και των οριζοντίων ιδιοκτησιών με ΚΑΕΚ …. και ……….., να διαταχθεί η διόρθωση της αρχικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, να διαταχθεί η καθ’ ής η κύρια παρέμβαση και κάθε τρίτος που έλκει δικαιώματα από αυτήν να του αποδώσει το ακίνητο και να καταδικαστεί η καθ’ ής η παρέμβαση στην δικαστική του δαπάνη.   Εξάλλου το  δεύτερο εκκαλούν  κυρίως  παρεμβαίνον ΝΠΔΔ με την επωνυμία  «ΠΑΛΑΙΟ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΟ ΤΑΜΕΙΟ” αφού επισύναπτε στην από 3-1-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης, …/19-1-2012 κύρια παρέμβασή του την αίτηση,  ισχυρίστηκε ότι το ακίνητο – οικόπεδο που αναφέρεται σ΄αυτή αίτηση  εμπίπτει στην ευρύτερη περιοχή που έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα με Α.Β.Κ. …, που έχει έκταση 10.000 στρεμμάτων και είναι γνωστή με την ονομασία «……..» ή «….», όπως αυτό περιγράφει και έκταση και όρια περιλαμβανόταν στην περιουσία της   διαλυθείσας Ιεράς  Μονής του …….., της οποίας η περιουσία περιήλθε σε αυτό κατά το β.δ. της 19.8/23-9-1833. ¨Οτι η άνω μονή  κατείχε και νεμόταν το ευρύτερο αυτό ακίνητο στρεμμάτων, ενεργώντας επ’ αυτού τις αναφερόμενες στο υπό κρίση δικόγραφο υλικές πράξεις φυσικής εξουσίασης, συνεχώς και αδιαλείπτως με διάνοια κυρίου, καλή πίστη και με την πεποίθηση, ότι δεν βλάπτει δικαιώματα τρίτων μέχρι το έτος 1836, οπότε και διαλύθηκε με το προαναφερθέν Βασιλικό Διάταγμα κι έκτοτε τις πράξεις νομής της οποίας συνέχισε το εκκαλούν ΝΠΔΔ κι είχε απέκτησε την έκταση αυτή  με τα προσόντα της τακτικής και της έκτακτης χρησικτησίας. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε και αυτό  να απορριφθεί η αίτηση της αιτούσας να αναγνωρισθεί το ίδιο ως αποκλειστικό κύριο επί του γεωτεμαχίου με ΚΑΕΚ ./.. και των οριζοντίων ιδιοκτησιών με ΚΑΕΚ ./.. και ./…, να διαταχθεί η διόρθωση της αρχικής εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά, να διαταχθεί η καθ’ ής η κύρια παρέμβαση και κάθε τρίτος που έλκει δικαιώματα από αυτήν να του αποδώσει το ακίνητο και να καταδικαστεί η καθ’ ής η παρέμβαση στην δικαστική του δαπάνη. Όπως προκύπτει από το αίτημά τους, οι κύριες παρεμβάσεις έχουν ευρύτερο αίτημα από την αίτηση, καθώς οι κυρίως παρεμβαίνοντες ζητούν τη διόρθωση των πρώτων εγγραφών σε ολόκληρο το γεωτεμάχιο και  των καταγεγραμμένων  στο ΚΑΕΚ χωριστών   ιδιοκτησιών,  ενώ  η αιτούσα μόνο αναφορικά με τις οριζόντιες ιδιοκτησίες σε ποσοστό 500/1000 που αφορούν την ίδια με τη δημιουργία χωριστού  (εν μέρει) ΚΑΕΚ.  Οι άνω κύριες παρεμβάσεις με αυτό το ευρύτερο αίτημα μπορούσαν να θεωρηθούν ως αυτοτελείς αιτήσεις, εφόσον υπάγονται στην ίδια διαδικασία, ασκήθηκαν έως την πρώτη συζήτηση στον πρώτο βαθμό και για το παραδεκτό τους τηρήθηκε η προδικασία  της εγγραφής στο κτηματολογικό γραφείο (βλ. το με αρ. ….. και ../2.2.2012 Πιστοποιητικά καταχώρησης εγγραπτέας πράξης, αντίστοιχα).  Δεν ήταν νόμιμες όμως  κατά το μέρος που οι κυρίως παρεμβαίνοντες ζητούσαν   τη διόρθωση της  πρώτης εγγραφής σε ολόκληρο το οικόπεδο/γεωτεμάχιο και στην άλλη καταγεγραμμένη στο ΚΑΕΚ χωριστή ιδιοκτησία, δεδομένου ότι ως προς αυτές  υπήρχαν γνωστοί ιδιοκτήτες (συγκύριοι), ώστε να μην είναι δυνατή η διόρθωση της πρώτης εγγραφής με την παρούσα διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, αλλά με την αμφισβητούμενη διαδικασία στα πλαίσια της αγωγής του άρθρου 6 § 2 του ν.2664/1998.  Μη νόμιμα ήταν επίσης τα αιτήματα αναγνώρισης κυριότητας και απόδοσης του ακινήτου που προσιδιάζουν  σε αναγνωριστική/διεκδικητική αγωγή και όχι αίτησης του άρθρου 6 § 3 του ν. 2664/1998 (βλ. ΑΠ 208/2017 ο.π.). Οι άνω κύριες παρεμβάσεις όμως ήταν νόμιμες ως προς  το αίτημα διόρθωσης της πρώτης  εγγραφής αναφορικά με την με αρ. ΚΑΕΚ ./. χωριστή οριζόντια ιδιοκτησία που αποδιδόταν σε  «άγνωστο ιδιοκτήτη»  και  ποσοστό 875/1000 στο οικόπεδο,  που συνιστούσε  αντικείμενο δίκης  εν μέρει ευρύτερο από την αίτηση (καθώς η  αιτούσα ισχυριζόταν συγκυριότητα  στο οικόπεδο κατά ποσοστό 500/1000 ζητώντας την διόρθωση της πρώτης εγγραφής αναφορικά με τις οριζόντιες ιδιοκτησίες που αναλογούσαν στο ποσοστό της αυτό). Στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η υπόθεση επί της κύριας αίτησης δεν εισήχθη καθόλου προς συζήτηση, καθώς ματαιώθηκε (βλ. πρακτικά της πρωτοβάθμιας δίκης) όμως  το Δικαστήριο   με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε τις άνω κύριες παρεμβάσεις, που συζητήθηκαν χωριστά, ως απαράδεκτες, εκτιμώντας ότι το αντικείμενό τους ήταν διάφορο σε σχέση με αυτό της αίτησης. H  απόφασή του αυτή ήταν, ενόψει των όσων προεκτέθηκαν εσφαλμένη, αφού ήταν δυνατή η εκδίκαση αυτών τόσο εντός των ορίων  της αμφισβήτησης του αντικειμένου της κύριας δίκης, όσο και για το εν μέρει ευρύτερο αντικείμενο, χωρίς να επηρεάζεται η  διαδικαστική τους πορεία από   αυτή της κυρίας αίτησης. Κατόπιν αυτών κατά παραδοχή του σχετικού πρώτου λόγου των εφέσεων  θα  πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 535 ΚΠολΔ),  να διακρατηθούν οι κύριες παρεμβάσεις από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθούν ως προς την νομική και ουσιαστική τους βασιμότητα.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των από 3 Φεβρουαρίου 4/16 Ιουνίου και 19 Ιουνίου/1 Ιουλίου 1830 Πρωτοκόλλων του Λονδίνου και ιδίως με το άρθρο 5 του πρώτου από αυτά, του μοναδικού άρθρου του δεύτερου και του άρθρου 1 του τρίτου, με τα οποία αναγνωρίστηκε η ανεξαρτησία του Ελληνικού Κράτους και ρυθμίστηκαν οι σχέσεις του Ελληνικού Δημοσίου στο μέλλον, ως προς τις τέως ιδιοκτησίες των Οθωμανών στην Ελλάδα, σε συνδυασμό με την από 3 Ιουλίου 1832 Συνθήκη της Κ. περί διαρρυθμίσεως των Ελληνικών συνόρων, με την οποία αναγνωρίστηκε η ύπαρξη της Ελλάδας ως ανεξάρτητου Κράτους, το Ελληνικό Δημόσιο απέκτησε την κυριότητα, με βάση το κυριαρχικό δικαίωμα, όλων των κτημάτων των Οθωμανών, τα οποία κατέλαβε και δήμευσε διαρκούντος του πολέμου, καθώς και εκείνων τα οποία κατά το χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους μέχρι τότε κυρίους τους Οθωμανούς, οι οποίοι αποχώρησαν από τις χώρες αυτές που ήδη αποτέλεσαν το Ελληνικό Κράτος και δεν εξουσιάζονταν από αυτούς (ΑΠ 73/2018, ΑΠ 638/2016 ΤΝΠ ΔΣΑ, ΕφΑθ 8339/2000 Δνη 2001.458, ΕφΑθ 1182/1990 Δνη 1991.1015, Δωρή, Τα Δημόσια Κτήματα, εκδ. 1980, τόμος Α, σελ. 434,). Ειδικότερα, στο Ελληνικό Δημόσιο περιήλθαν ως εθνική γη (δικαιώματι πολέμου) οι ακόλουθες γαίες της ηπειρωτικής Ελλάδας: α) Οι εξουσιαζόμενες, πριν από την επανάσταση, από το Σουλτάνο εκτάσεις, β) οι εκτάσεις που ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες, πλην δημευθείσες, ήτοι καταληφθείσες και κατεχόμενες στρατιωτικά από το Ελληνικό Έθνος κατά την 3-2-1830, γ) οι ανήκουσες σε ιδιώτες Οθωμανούς, πλην εγκαταλειφθείσες και μη δεσποζόμενες από αυτούς κατά την 3-2-1830, εφόσον την εγκατάλειψη τους επακολούθησε κατάληψη τους από το Ελληνικό Δημόσιο και δ) οι μη κατειλημμένες μέχρι  τις 21-7-1837 εκτάσεις, ως αδέσποτες, δυνάμει του άρθρου 15 του Ν. περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων (Π. Κασίμη, Εθνικοί Γαίαι εν Κιτσικ. Πανδέκτης Α.Δ τόμ. Α σελ. 703, Αγ. Σταυρόπουλου αυτόθι, τόμ. Γ, σελ. 2436, Γνωμοδότηση Ν.Σ. Κράτους 293/1952, Αρχ.Ν. Η σελ. 598, ΑΠ 404/1958 ΝοΒ 6, 1122, Εφ.Θεσ. 209/1958 ΑρχΝ Ε, σελ. 121, ΠΠρΑΘ 12147/1980 ΑρχΝ 1983, 365). Με βάση τις ανωτέρω ρυθμίσεις θεσπίστηκε “αμάχητο τεκμήριο κυριότητας” υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου. Ανάλογο αμάχητο τεκμήριο θέσπιζε και το αρθρ. 1 του β.δ. της 3/15 Δεκεμβρίου 1833 “περί ορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα Εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834 για χορτολιβαδικές εκτάσεις (………., Δημόσια Κτήματα στις Κυκλάδες – Εμβέλεια κανόνων που εισάγουν καθεστώς προνομιακής μεταχείρισης των εμπράγματων αξιώσεων του Δημοσίου με τη θέσπιση τεκμηρίων κυριότητας υπέρ αυτού (γνμδ,) ΧρΙΔ Γ/2003.753). Στην προκείμενη περίπτωση οι   κύριες παρεμβάσεις είναι νόμιμες, καθώς στηρίζονται στις διατάξεις που μόλις προαπαρατέθηκαν και σ΄αυτές των άρθρων   8 παρ. 1 Κωδ. (7.39), 9 παρ. 1 Πανδ. (50.14), 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), 6 Πανδ. (23.3) 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1) και 7 παρ.3 Πανδ. (23.3) του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, και  άρθρο 51 ΕισΝΑΚ (χρησικτησία κατά το βυζαντινορωμαϊκό Δίκαιο) και ΒΔ 21-6/3-7-1837 νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων»,  ΒΔ της 25-9/7-10-1833, σε συνδυασμό με το ΒΔ 1-13/12/1834,το άρθρο 972 του ΑΚ και 6 § 3 του ν. 2664/1998. Πρέπει να  ερευνηθούν περαιτέρω   ως προς την ουσιαστική τους βασιμότητα.

Από την εκτίμηση των εγγράφων που προσκομίστηκαν αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Το επίδικο οικόπεδο,  όπου έχει καταγραφεί η  χωριστή οριζόντια ιδιοκτησία  με ποσοστό συνιδιοκτησίας 875/1000 με αρ.  ΚΑΕΚ …….., που αποδίδεται σε άγνωστο ιδιοκτήτη,    βρίσκεται στην οδό ………. στο Κερατσίνι Αττικής. Το οικόπεδο αυτό περιλαμβάνεται στην ευρύτερη έκταση επιφάνειας 1.000 στρεμμάτων περίπου (912.790,50 τμ.) η οποία έχει καταγραφεί ως δημόσιο κτήμα με αρ. ΑΒΚ .. στη θέση «……………..», όπως η θέση του οικοπέδου αποτυπώνεται  την μηχανικό ………….., στο από 11.1.2012 απόσπασμα του από 16-5-2008 κτηματολογικού διαγράμματος, που συνέταξαν οι μηχανικοί ΤΥ ……… αγρονόμος τοπογράφος μηχανικός και ……….. πολιτικός μηχανικός και θεωρήθηκε  την 11.1.2012 από τον προϊστάμενο του Τεχνικού Τμήματος της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά μηχανικό …………., κατόπιν της υπ’ αρ. …/9.1.2012 εντολής του τμήματος Δημοσίων Κτημάτων της Κτηματικής Υπηρεσίας Πειραιά. Η έκταση αυτή καταγράφηκε  ως δημόσιο κτήμα την 1-8-1981 με βάση την υπ’ αρ. Δ 1718/588/13-3-1979 διαταγή του Υπουργού Οικονομικών και κατόπιν της υπ’ αρ. 38/23.6.1972 γνωμοδότησης του Γνωμοδοτικού Συμβουλίου Δημοσίων Κτημάτων, όπως το δημόσιο αυτό κτήμα αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ -Ε- Ζ- Η- Θ- Ι- Κ- Λ- Μ- Ν- Ξ- Ο- Π- Ρ- Σ- Τ- Υ- Φ- Χ- Ψ- Ω- Α’- Β’- Γ’- Δ’- Ε’- Ζ’-Η’- Θ’- Ι’- Κ’- Λ’- Μ’- Ν’- Ξ’- Ο’- Π’- Ρ’- Σ’- Α’ στο από 30-12-1971 τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού ………. και στη συνέχεια συντάχθηκε το από 11-3-1982 πρωτόκολλο κατάληψης δημοσίου κτήματος. Σύμφωνα, εξάλλου, με το από 3-7-1981 πρακτικό καθορισμού ορίων τοποθεσιών του δήμου Πειραιώς, η τοποθεσία «…..» οριζόταν ανατολικά με … (νυν περιοχή …) και δρόμο ….,  δυτικά με όριο Αθηνών (βουνό ελαιών και δάσος), βόρεια με όριο Αθηνών (βουνό ….) και νότια με θέσεις …. και …. (τρία πηγάδια) μέχρι τον δρόμο προς Σαλαμίνα. Η ανωτέρω έκταση αποτελεί τμήμα της ευρύτερης περιοχής γνωστή με την ονομασία «…..», συνολικής επιφάνειας 10.000 στρεμμάτων περίπου, της οποίας τα σύνορα,  ήταν ανατολικά κτήμα …. και κτήμα …, δυτικά κτήματα της Μονής …. βόρεια λιβάδι της Μονής ….  και νότια κτήματα παραχωρηθέντα στον ………… Η περιοχή του «…» περιλαμβάνει τις επιμέρους τοποθεσίες «…. ή … ή (….)», «. …», «. ..» και «…………….. ή …». Το λιβάδιο   «….» είχε συμπεριληφθεί στις δημόσιες γαίες από το έτος 1890 και είχε καταγραφεί με αύξοντα αριθμό … στον γενικό πίνακα εθνικών και εκκλησιαστικών κτημάτων με τα προαναφερθέντα όρια (… ή κτήμα … Μονής …-λιβάδι ……-.. ………..). Επρόκειτο για περιοχή  κυρίως βουνώδη, βραχώδη και επικλινή, ακατάλληλη για συστηματική καλλιέργεια, και λόγω αυτής ακριβώς της μορφολογίας της υπαγόταν στις δημόσιες γαίες, που επί τουρκοκρατίας ανήκαν κατά κυριότητα στο οθωμανικό δημόσιο (μεβάτ-νεκρές γαίες). Συνεπώς, μετά τους αγώνες περί ανεξαρτησίας του Ελληνικού Έθνους, δυνάμει της συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, η εν λόγω έκταση περιήλθε στο ελληνικό δημόσιο ως διάδοχο του τουρκικού κράτους. Έκτοτε, το Ελληνικό Δημόσιο κατείχε την ανωτέρω περιοχή διανοία κυρίου συνεχώς και αδιαλείπτως ενεργώντας με τα νόμιμα όργανα του όλες τις πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση και στον προορισμό της, όπως εκμισθώσεις προς τρίτους, χαρτογραφήσεις, κατεδαφίσεις αυθαιρέτων, αναδασώσεις, παραχωρήσεις, εκδόσεις πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής, φύλαξη επιτήρηση, εποπτεία και αποκρούσεις κάθε είδους επεμβάσεων τρίτων επ’ αυτής. Συγκεκριμένα, το Ελληνικό Δημόσιο όλη την περιοχή του «……….», εκμίσθωνε σε τρίτους, χαρακτηρίζοντας την ως «εθνική έκταση» ή «εθνικό λειβάδιο» (βλ. ενδεικτ. την  από  την υπ’ αρ. 3740/1888 αρχική διακήρυξη δημοπρασίας επταετούς ενοικίασης χορτονομής του οικονομικού εφόρου Πειραιώς, τις υπ’ αρ. ./1888, ./1888,  ./1889 ./19-1-1896, ./10-6-1896 επαναληπτικές διακηρύξεις δημοπρασίας  επταετούς ή πενταετούς ενοικίασης χορτονομής, την από 7-3-1901 προσφορά του ……… με εγγυητή τον ……. προς τον οικονομικό έφορο Πειραιώς και  την από 12-1-1923 αίτηση του ………,  όπου αναφέρει ότι υπήρξε ενοικιαστής του «δημοσίου λιβαδίου ‘……» κατά τα έτη 1906-1911). Επίσης, με επιμέλεια του Ελληνικού Δημοσίου συντάχθηκαν τοπογραφικά διαγράμματα της παραπάνω περιοχής και ακόμα  το Ελληνικό Δημόσιο προέβαινε ήδη από του έτους 1881 σε παραχωρήσεις τμημάτων της άνω περιοχής σε ιδιώτες, όπως προκύπτει από τον επικαλούμενο και προσκομιζόμενο κατάλογο 202 παραχωρητηρίων της κτηματικής υπηρεσίας Πειραιώς, που αναφέρονται στην περιοχή «…». Παράλληλα  την  παραπάνω ευρύτερη περιοχή του «…..», τη φύλαττε, την επέβλεπε και την επιτηρούσε διαρκώς δια των αρμοδίων οργάνων του, αποτρέποντας κάθε αυθαίρετη και χωρίς δικαίωμα πράξη, που επιχειρούσαν τρίτοι επ’ αυτής (βλ. ενδεικτικά τα από 20-1-1888,  9-12-1888,  23-1-1888,  22-8-1894, 14-3-1894 ,29-9-1894, 26-11-1896,10-3-1899 έγγραφα του οικονομικού εφόρου προς  αστυνομικές αρχές και  Υπουργείο Οικονομικών). Με βάση τα παραπάνω το Ελληνικό Δημόσιο νεμόταν και κατείχε την ευρύτερη έκταση του «….», συμπεριλαμβανομένου του δημοσίου κτήματος με ΑΒΚ .. και συνακόλουθα του επίδικου ακινήτου, με τα προσόντα, που παρατέθηκαν ανωτέρω, ήτοι με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση ότι δεν προσβάλει δικαίωμα κυριότητας άλλου, ενεργώντας όλες τις πράξεις νομής και κατοχής, που άρμοζαν στη φύση και τον προορισμό της, κατά το χρονικό διάστημα από την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους από τους Τούρκους μέχρι και την 11-9-1915, και συνεπώς είχε γίνει κύριος αυτού, κατά το χρονικό αυτό σημείο με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας. Εξακολούθησε και μετά την άνω ημερομηνία να νέμεται την έκταση του «…..» με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, καθώς προέβαινε  σε διακηρύξεις δημοπρασιών για την εκμίσθωση της (βλ.  ενδεικτ. το υπ’ αρ. …/26-4-1926 έγγραφο του Οικονομικού Εφόρου Πειραιά με το οποίο υποβλήθηκαν τα πρακτικά πενταετούς ενοικίασης της χορτονομής, το από 16-11-1931 πρωτόκολλο παράδοσης της χορτονομής, τα από 3-10-1937 πρακτικά δημοπρασίας περί ενοικιάσεως της βοσκής και τα  από 14-12-1939 και  20-11-1950 ενοικιαστήρια  για βοσκή προβάτων και καταστάσεις βεβαιώσεων μισθωμάτων των χρήσεων 1946, 1951-1952 και 1952- 1953) του λειβαδίου «….» της Διευθύνσεως Δημοσίων Κτημάτων), έδινε εντολές για τοπογράφηση της, λάμβανε  μέτρα κατά των καταπατητών  (βλ. ενδεικτικά το με αρ. …../28-7-1928 έγγραφο της Δ/νσης Κτημάτων της Αεροπορικής Άμυνας προς το κτηματικό γραφείο Πειραιώς για τον καθορισμό ορίων μεταξύ των ενοικιαστών,  το με αρ. πρωτ. …/2-7-1934 έγγραφο της Διοίκησης δημοσίων κτημάτων του Υπουργείου Οικονομικών, το με αρ. πρωτ. …/12-6-1936 έγγραφο της Δ/νσης Δασών προς τον Δασάρχη Αναδασώσεων, το με αρ. πρωτ. Δ …/1948 έγγραφο της Δ/νσης Δημόσιας περιουσίας προς τον αστυνομικό σταθμό Αμφιάλης, το με αρ. πρωτ. Σ …/1253/7-1-1963 έγγραφο της Δ/νσης δημοσίων κτημάτων προς τη νομαρχία Πειραιά).  Επίσης, το Ελληνικό Δημόσιο προχώρησε σε κήρυξη της εν λόγω περιοχής ως δημόσιας δασικής αναδασωτέας έκτασης με την υπ’ αρ. 108424/13-9-1934 απόφαση του Υπουργού Γεωργίας,  προέβη σε έκδοση πρωτοκόλλων διοικητικής αποβολής σε βάρος ιδιωτών για κατάληψη τμημάτων του δημοσίου κτήματος στη θέση «……………..» και πιο συγκεκριμένα των υπ’ αρ. ../13-11-1979, …/6-9-1980, ../29-10-1980, ../16-1-1981, …/16-1-1981, …/10-2-1981, …/25-11-1981, …/25-11-1981, …/3-6-1982 πρωτοκόλλων,  υπέβαλε μήνυση για παράνομη κατάληψη δημόσιας δασικής έκτασης (βλ. το υπ’ αρ. πρωτ. …/15-11-1979 έγγραφο του δασαρχείου Πειραιώς προς την Εισαγγελία Πλημμελειοδικών Πειραιώς), προέβη σε κατεδάφιση διαφόρων κατασκευών εντός της περιοχής αυτής, και  παραχώρησε τμήματα της ίδιας έκτασης είτε κατά κυριότητα είτε κατά χρήση σε διάφορους δημόσιους φορείς, όπως τους δήμους Νικαίας και Κερατσινίου για λόγους δημόσιας ωφέλειας (βλ. το από 13-6-1984 παραχωρητήριο προς τους δήμους Νικαίας και Κερατσινίου καθώς και την Δ/416/21-2-1994 απόφαση του νομάρχη Πειραιώς για παραχώρηση προς τον ΟΣΚ). Ακόμα  προέβη σε δικαστικές ενέργειες για την προστασία των δικαιωμάτων του στην εν λόγω περιοχή (βλ. με αρ. ../1989 και …/2000 διατάξεις του Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς)και περιφρουρούσε τμήματα της ίδιας έκτασης (βλ. με αρ. πρωτ. 200241/44/7-4-1977 έγγραφο του Υπουργείου Γεωργίας προς την Επιθεώρηση Δασών Αττικής και Νήσων με θέμα προστασία της δημόσιας δασικής έκτασης στη θέση ……………..- .. και το υπ’ αρ. πρωτ. …/8-10-1979 έγγραφο του δασαρχείου Πειραιώς προς τον Προϊστάμενο της Εισαγγελίας Πρωτοδικών Πειραιώς, στο οποίο αναφέρεται ότι αποφασίστηκε η περίφραξη της θέση «……………..» Νίκαιας και ζητείται η συνδρομή του ΙΑ αστυνομικού τμήματος Νίκαιας).  Σημειώνεται  ότι η σημερινή κατάσταση της έκτασης των 912, στρεμμάτων (βλ. την από 15.11.1977 έκθεση ιδιοκτησιακής έρευνας  προϊσταμένου Δ/νσης Δασών Αττικής), είναι η εξής : 420 στρέμματα αποτελούν οικισθείσα περιοχή, από την οποία 296 στρέμματα ενταγμένα στο σχέδιο πόλης, 42 στρέμματα  έχουν καταληφθεί παρανόμως, 25 στρέμματα είναι προς παραχώρηση στην Γ.Γ. Αθλητισμού, 280 στρέμματα είναι εντός σχεδίου, χωρίς να καταληφθούν  και 280 στρέμματα λοιπές δασικές εκτάσεις (βλ. την από 27-5-2003 τεχνική έκθεση έρευνας ομάδας εργασίας έρευνας ιδιοκτησιακού καθεστώτος … – …………….. και την από 8-10-2003 συμπληρωματική στην ως άνω τεχνική έκθεση). Εξάλλου εκκλησιαστικά ακίνητα υπήρχαν στις θέσεις .., ……….., όχι όμως στη θέση «……………..». Την περιουσία της  ήδη διαλυμένης μονής Αγίου …, η οποία έχει περιέλθει στο δεύτερο εκκαλούν – κυρίως παρεμβαίνον, που εξακολουθεί να υφίσταται (ΒΔ της 25-9/7-10-1833, σε συνδυασμό με το ΒΔ 1-13/12/1834, ΦΕΚ 41/21-12-1834, βλ. την με αρ. ../1975 Γνωμοδότηση του ΝΚΣ)     κτηματογράφησε ο γεωμέτρης ……….., όμως  δεν   βρέθηκε το διάγραμμα που απεικονίζει στη θέση «……………..», ούτε υπάρχουν διαγράμματα για τις θέσεις «……………..», και «….».   Είναι γεγονός ότι σε ορισμένα δημόσια  έγγραφα που προσκομίζει το δεύτερο κυρίως παρεμβαίνον (βλ.  τις  με  αρ. 2790/16-9-1900, 1734/1911, 9970/1915  διακηρύξεις του Οικονομικού Εφόρου Πειραιώς για διενέργεια δημοπρασίας ενοικιάσεως χορτονομής) γίνεται αναφορά στην περιοχή «…» και …………….. ως εκκλησιαστική περιουσία όμως αυτό δεν σημαίνει χωρία άλλο  ότι ανήκε στην περιουσία της Μονής του Αγίου … και στη συνέχεια στο δεύτερο κυρίως παρεμβαίνον, καθώς οι υπηρεσίες του νεοσύστατου ελληνικού κράτους αντιμετώπιζαν την δημόσια και εκκλησιαστική ακίνητη περιουσία ως ένα ενιαίο σύνολο. Λόγω της μη ανεύρεσης του διαγράμματος του ……… για τη θέση …………….. (γειτονικής με τη θέση ……………..) δεν μπορεί να τεκμηριωθεί  κατ’ έκταση περιουσία της μονής Αγίου …..  στη θέση αυτή (βλ. την προαναφερόμενη από 27.5.2003 έκθεση έρευνας και την από 8.10.2003 συμπληρωματική αυτής).   Ακόμα  η περιμετρικά  του δημοσίου κτήματος ΒΚ … στη θέση «……………..» έκταση απαλλοτριώθηκε το 1927 για την δημιουργία του προσφυγικού συνοικισμού Κοκκινιάς, ενώ αυτό απέμεινε εκτός απαλλοτρίωσης διότι αποτελούσε βουνό, γεγονός που ενισχύει την άποψη ότι η εν λόγω περιοχή  μηδενικής αξίας επί τουρκοκρατίας περιήλθε στο Ελληνικό Δημόσιο ως διάδοχο του οθωμανικού Δημοσίου. Σημειώνεται τέλος ότι το επίδικο οικόπεδο βρίσκεται στην οδό ……………..  απέχοντας  23 μ. από ιδιοκτησία που φέρεται ότι ανήκει την ………» ….», η αγωγή της οποίας κατά του Ελληνικού Δημοσίου απορρίφθηκε τελεσιδίκως με την με αρ. 489/2006 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, όπως και η κύρια παρέμβαση του  Π.Ε.Τ. (το οποίο δεν άσκησε και έφεση επί της πρωτοβάθμιας απόφασης). Συνεπώς, οι όποιες πράξεις νομής έγιναν στην περιοχή «……………..», όπου και το επίδικο ακίνητο, δεν προκύπτει ότι  έγιναν από το κυρίως παρεμβαίνον, αλλά από το εναγόμενο ελληνικό Δημόσιο, που ενεργούσε για λογαριασμό του θεωρώντας την εν λόγω έκταση ως ανήκουσα στην δική του ιδιοκτησία και έχουσα χαρακτήρα δημοσίου κτήματος. Κατόπιν αυτών αφού αποδεικνύεται το επικαλούμενο εγγραπτέο δικαίωμα κυριότητας του κυρίως παρεμβαίνοντος  Ελληνικού Δημοσίου επί του οικοπέδου  επί   του οποίου έχει ανεγερθεί η  επίδικη οριζόντια ιδιοκτησία με ποσοστό συνιδιοκτησίας 875/1000, που αποδίδεται σε άγνωστο ιδιοκτήτη, ενώ αντίθετα δεν αποδεικνύεται η ύπαρξη τέτοιου δικαιώματος του κυρίως παρεμβαίνοντος  ΝΠΔΔ, θα πρέπει να γίνει δεκτή  ως ουσιαστικά βάσιμη η κύρια παρέμβαση/ αίτηση του Ελληνικού Δημοσίου και  να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη η αντίστοιχη αίτηση/κύρια παρέμβαση του δευτέρου κυρίως παρεμβαίνοντος. Περαιτέρω να   διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στο Κτηματολογικό βιβλίο του Κτηματολογικού γραφείου Κερατσινίου, όπως ορίζεται στο διατακτικό.  Σε βάρος της καθ’ ής η αίτηση πρέπει να επιδικασθούν τα δικαστικά έξοδα του κυρίως παρεμβάντος/αιτούντος κατά το παρεπόμενο αίτημά του, μειωμένα όμως  με δεδομένη την ιδιαίτερη δυσχέρεια των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ). Τέλος για την περίπτωση ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας κατά της παρούσας πρέπει να ορισθεί το προκαταβλητέο παράβολο (άρθρα 501 και 764 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ  τις α) από 25.8.2017  (αριθ. κατ. ……./2017) και  β)  από 25.8.2017  (αριθ. κατ. ………/2017) εφέσεις κατά της με αρ. 3536/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην της εφεσίβλητης.

ΟΡΙΖΕΙ παράβολο ασκήσεως ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και κατ’ ουσίαν τις εφέσεις.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη υπ’  αριθμ. 3536/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την υπόθεση.

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ τις α) από 1-1-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/23-1-2012  και β) από 13-1-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./19-1-2012 κύριες παρεμβάσεις – αιτήσεις.

ΔΕΧΕΤΑΙ την  από 1-1-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/23-1-2012 αίτηση/ κύρια παρέμβαση.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  την διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα Κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς για την ιδιοκτησία με αριθμό ΚΑΕΚ ………., που φέρεται ότι ανήκει σε άγνωστο ιδιοκτήτη με ποσοστό 875/1000 εξ αδιαιρέτου επί του γεωτεμαχίου ΚΑΕΚ ………., ώστε αντί της εσφαλμένης αυτής ένδειξης, να αναγράφεται ως ιδιοκτήτης το Ελληνικό Δημόσιο.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την  από 1-1-2012 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …/19-1-2012 κύρια παρέμβαση – αίτηση.

Επιβάλλει σε βάρος της καθ’ ής η αίτηση  τα δικαστικά έξοδα του αιτούντος, των δύο βαθμών δικαιοδοσίας,  τα οποία ορίζει στο ποσό των  τετρακοσίων πενήντα  (450)  ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του, χωρίς την παρουσία των κυρίως παρεμβάντων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 31.12.2019.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ