Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 749/2019

Αριθμός  749/2019

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ελένη Κούφη, Πρόεδρο Εφετών,   Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα E.T..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

    Ι. Ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου εκκρεμούν οι : α) από 23-10-2017 (αρ. έκθ. καταθ. ././2017) έφεση, β) από 9-10-2018 ανακοίνωση δίκης – προσεπίκληση σε παρέμβαση (αρ. εκθ. κατ. ./2018) και γ) από 15-10-2018 (αρ. εκθ. καταθ. ././2018) πρόσθετη υπέρ του εφεσιβλήτου παρέμβαση, που πρέπει να συνεκδικασθούν με σκοπό τη διευκόλυνση και επιτάχυνση της δίκης (άρθρα 246, 285, 524 παρ. 1 εδάφ. α΄ ΚΠολΔ). Η από  23-10-2017 (αρ. έκθ. καταθ. ././2017) έφεση κατά της με αριθμό 478/2016 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (αρ. 511, 513 § 1 ΚΠολΔ), που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, με την παρουσία των διαδίκων, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση δικογράφου της στις 27-10-2017 στη γραμματεία του δικαστηρίου που εξέδωσε την προσβαλλομένη απόφαση – αρ. 495 § 1 ΚΠολΔ), δηλαδή εντός της από το άρθρο 518 παρ. 2 ΚΠολΔ οριζόμενης προθεσμίας, καθόσον δεν προέκυψε επίδοση της εκκαλουμένης, ενώ κατατέθηκε και το νόμιμο παράβολο, συνολικού ποσού 150 ευρώ, κατ΄ άρθρο 495 παρ. 4 ΚΠολΔ (βλ. το με αριθμό …../2017 e-παράβολo Ελλ. Δημοσίου). Συνεπώς, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρα 532, 533 παρ. 1 ΚΠολΔ). Περαιτέρω, ο … ., στον οποίο έχουν περιέλθει εν μέρει μέσω δημόσιου πλειστηριασμού και εν μέρει μέσω αγοράς τα εταιρικά μερίδια που κατείχε ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος στην εταιρία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «………..», τα δικαιώματα της οποίας ο ενάγων και ήδη εκκαλών ασκεί πλαγιαστικά με την αγωγή του (άρθρο 26 ν. 3190/1955) άσκησε το πρώτον ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου, με ιδιαίτερο δικόγραφο (αρ. εκθ. κατ ./../2018) πρόσθετη παρέμβαση υπέρ του εφεσίβλητου.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 80 ΚΠολΔ, αν σε δίκη που εκκρεμεί μεταξύ άλλων τρίτος έχει έννομο συμφέρον να νικήσει κάποιος διάδικος, έχει δικαίωμα, μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης να ασκήσει πρόσθετη παρέμβαση για να τον υποστηρίξει. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι πρόσθετη παρέμβαση μπορεί να ασκηθεί το πρώτον και ενώπιον του Αρείου Πάγου. Περαιτέρω, από την παραπάνω διάταξη και τον συνδυασμό αυτής με τη διάταξη του άρθρου 68 του ιδίου Κώδικα, προκύπτει ότι απαραίτητη προϋπόθεση για την άσκηση πρόσθετης παρέμβασης είναι η ύπαρξη έννομου συμφέροντος, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται στο δικόγραφο της παρέμβασης, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 81 παρ. 1 εδ. β` ΚΠολΔ. ‘Εννομο συμφέρον προς παρέμβαση υφίσταται όταν με αυτήν μπορεί να προστατευθεί δικαίωμα του παρεμβαίνοντος ή να αποτραπεί η δημιουργία σε βάρος του νομικής υποχρέωσης. Πρέπει, όμως, αυτά να απειλούνται από τη δεσμευτικότητα ή την εκτελεστότητα της απόφασης που θα εκδοθεί, είτε να υπάρχει κίνδυνος προσβολής τους από τις αντανακλαστικές συνέπειές της. Απαιτείται η έκβαση της δίκης στην οποία παρεμβαίνει, να θίγει από την άποψη του πραγματικού και νομικού ζητήματος τα έννομα συμφέροντά του (Ολ. ΑΠ 28/2007), ενώ οι δυσμενείς συνέπειες στα έννομα συμφέροντα του διαδίκου πρέπει να ανακύπτουν από το διατακτικό και όχι από τις αιτιολογίες. (ΕφΠειρ 38/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Στη προκείμενη περίπτωση ο κατά τα άνω προσθέτως παρεμβάς ζητεί να απορριφθεί η αγωγή, επειδή τα αναφερόμενα σε αυτή είναι ψευδή και ο εναγόμενος ουδέν ποσό υπεξαίρεσε από το ταμείο της εταιρίας, δίχως περαιτέρω να εκθέτει συγκεκριμένως κατά ποιο τρόπο η έκβαση της δίκης δύναται να επηρεάσει τα έννομα συμφέροντά του. Ως εκ τούτου η ως άνω πρόσθετη παρέμβαση που ασκήθηκε υπέρ του εφεσίβλητου, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη.

ΙΙΙ. Το άρθρο 26 §§ 1, 2 του Ν. 3190/1955 “περί Εταιρειών Περιορισμένης Ευθύνης” ορίζει ότι : «1. Οι διαχειρισταί ευθύνονται εις αποζημίωσιν, εφόσον δε ενήργησαν από κοινού εις ολόκληρον, έναντι της εταιρίας, εκάστου των εταίρων και των τρίτων δια παραβάσεις του παρόντος νόμου και του καταστατικού ή δια πταίσματα περί την διαχείρησιν αυτών. 2. Η κατά την προηγουμένην παράγραφον αξίωσις των κατ’ ιδίαν εταίρων και των τρίτων δύναται ν’ ασκηθεί εφόσον η συνέλευσις των εταίρων απέρριψε πρότασιν περί εγέρσεως αγωγής εκ μέρους της εταιρίας, ή εφόσον δεν ελήφθη απόφασις της συνελεύσεως εντός ευλόγου χρόνου.». Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι οι διαχειριστές της ΕΠΕ ευθύνονται σε αποζημίωση, αν δε ενήργησαν από κοινού εις ολόκληρον, απέναντι στην εταιρία, στους εταίρους και στους τρίτους για παραβάσεις του νόμου, του καταστατικού ή για πταίσματα κατά τη διαχείριση. Στην περίπτωση αυτή, η συνέλευση των εταίρων μπορεί να αποφασίσει τη μη απαλλαγή των υπαιτίων από την ευθύνη ή και την ενάσκηση των αξιώσεων της εταιρίας κατ’ αυτών για αποζημίωση με την άσκηση κατ’ εκείνων της εταιρικής αγωγής (άρθρο 14 § 2 στοιχ. β’ και δ’ Ν. 3190/1955). Δύναται όμως η συνέλευση και όταν ο διαχειριστής ζημίωσε υπαιτίως την εταιρία, να τον απαλλάξει από κάθε ευθύνη για αποζημίωση, να παραιτηθεί από τις εναντίον του αξιώσεις ή να αποφασίσει τη μη ενάσκηση της εταιρικής αγωγής. Όταν όμως δεν αποκαθίσταται η ζημία της εταιρικής περιουσίας, τελικώς ζημιώνονται εμμέσως οι εταίροι, αλλά ενδεχομένως και οι εταιρικοί δανειστές, σε περίπτωση κατά την οποίαν η εταιρική περιουσία δεν επαρκεί για την ικανοποίησή τους. Ο Ν. 3190/1955 έλαβε υπόψη το συμφέρον των προσώπων αυτών και με τις διατάξεις του άρθρου 26 επεξέτεινε την ευθύνη των διαχειριστών απέναντι στους εταίρους, αλλά και τους τρίτους. Βεβαίως, η ευθύνη των διαχειριστών απέναντι στα ως άνω πρόσωπα έχει επικουρικό χαρακτήρα, ενεργοποιείται δηλαδή μόνον εφόσον δεν ασκηθεί η εταιρική αγωγή από την εταιρία. Έτσι, εφόσον η συνέλευση των εταίρων αποφασίσει τη μη έγερση κατά των διαχειριστών τής εταιρικής αγωγής ή δεν λάβει απόφαση εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, κάθε εταίρος, αλλά και κάθε τρίτος μπορούν να ασκήσουν την εταιρική αγωγή με αίτημα την καταβολή αποζημιώσεως στην εταιρία, ως μη δικαιούχοι διάδικοι. Το ίδιο συμβαίνει και στην περίπτωση κατά την οποίαν η συνέλευση απάλλαξε από κάθε ευθύνη τους διαχειριστές, οι οποίοι εζημίωσαν υπαιτίως την εταιρία ή παραιτήθηκε από τις αξιώσεις της εταιρίας για αποζημίωση.

Περαιτέρω, ο νόμος προστατεύει και τον εξερχόμενο ή τον αποκλειόμενο της εταιρίας εταίρο (άρθρο 33 § 3 εδ. β’ Ν. 3190/1955), καθόσον ο ίδιος, μέχρις ότου καταβληθεί σε αυτόν η αξία της μερίδας συμμετοχής του στην εταιρία, διατηρεί την εταιρική ιδιότητά του. Μετά από την καταβολή της εν λόγω αξίας, ο αποκλειόμενος παύει πλέον να θεωρείται εταίρος, πλην όμως αυτός δύναται να ενταχθεί στην κατηγορία των “τρίτων”, δανειστών της εταιρίας, εάν έχει κατ’ αυτής απαιτήσεις οι οποίες προκύπτουν από κέρδη παρελθόντων ισολογισμών, τα οποία δεν έχουν καταβληθεί ακόμη στους εταίρους και στο μέτρο κατά το οποίο δεν συνυπολογίσθηκαν και δεν ήτο δυνατόν να συνυπολογισθούν στην αξία της μερίδας συμμετοχής, όταν αυτή προσδιορίσθηκε από το δικαστήριο και ως εκ τούτου έχει και αυτός έννομο συμφέρον να ασκήσει πλαγιαστικώς την εταιρική αγωγή (Ευ. Περάκης, το δίκαιο της ΕΠΕ, άρθρο 33 παρ. 135, σελ. 740, ΑΠ 1141/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΛαρ 156/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Tέλος, στο άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3190/1955 ορίζεται ότι : “…έκαστος εταίρος μετέχει της Εταιρείας μόνον δια μίας μερίδος συμμετοχής και δια πλειόνων δε εταιρικών μεριδίων, αποτελούντων την μερίδα συμμετοχής του, αν η εισφορά αυτού είναι πολλαπλασία του κατά το καταστατικόν ελαχίστου ποσού της μερίδος συμμετοχής”, στο δε άρθρο 12 του Νόμου αυτού ότι : «1. ‘Εκαστος εταίρος έχει δικαίωμα μιας τουλάχιστον ψήφου εν τη συνελεύσει. Εάν έχη πλείονα εταιρικά μερίδια ο αριθμός των ψήφων είναι ανάλογος του αριθμού αυτών.» και «2. Το δικαίωμα ψήφου δεν δύναται να ασκηθή υπό του εταίρου προκειμένου περί λήψεως αποφάσεων αναφερομένων εις την απαλλαγήν αυτού από της ευθύνης ή εις την έγερσιν αγωγής κατ’ αυτού κατά την διάταξιν του άρθρου 14 παρ. 2 του παρόντος Νόμου.». Επίσης, στο άρθρο 13 του παραπάνω Νόμου ορίζεται ότι : “Μη ορίζοντος άλλως του παρόντος Νόμου αι αποφάσεις της συνελεύσεως λαμβάνονται διά πλειονοψηφίας πλέον του ημίσεος του όλου αριθμού των εταίρων, εκπροσωπούντων πλέον του ημίσεος του όλου εταιρικού κεφαλαίου, ενώ κατά το άρθρο 14 του νόμου αυτού ότι : “1 Η συνέλευσις των εταίρων είναι το ανώτατον όργανον της Εταιρείας και δικαιούται να αποφασίζη επί πάσης εταιρικής υποθέσεως των αποφάσεων αυτής υποχρεουσών και απόντας ή διαφωνούντος εταίρους. 2. Η Συνέλευσις των εταίρων είναι μόνη αρμόδια να αποφασίζη : α)……δ) Περί εγέρσεως αγωγής κατά των οργάνων της εταιρείας ή των κατ’ ιδίαν εταίρων δι’ αξιώσεις της εταιρείας κατ’ αυτών επί αποζημιώσει απορρέουσας εκ πράξεων ή παραλείψεων κατά την σύστασιν ή κατά την λειτουργείαν της Εταιρείας …”. Από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων συνάγεται ότι η συνέλευση των εταίρων είναι το ανώτατο όργανο της εταιρείας και δικαιούται να αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση, οι δε αποφάσεις της, που λαμβάνονται διά πλειονοψηφίας πλέον του ημίσεος του όλου αριθμού των εταίρων, εκπροσωπούντων πλέον του ημίσεος του όλου εταιρικού κεφαλαίου είναι υποχρεωτικές και για τους απόντες ή διαφωνούντες εταίρους. Για τη λήψη δε απόφασης σχετικά με την έγερση ή μη αγωγής εναντίον εταίρου, απαγορεύεται στον εταίρο αυτόν η συμμετοχή του στην ψηφοφορία και στην άσκηση του δικαιώματος ψήφου. Σε περίπτωση όμως, όπου είναι δύο τα μέλη της εταιρείας και καθένα απ’ αυτά έχει ποσοστό συμμετοχής στο εταιρικό κεφάλαιο 50%, δεν μπορεί να αξιωθεί η τήρηση της πιο πάνω διάταξης, που προβλέπει τη χορήγηση άδειας της Γενικής Συνέλευσης για την άσκηση αγωγής εναντίον του ενός εταίρου. Και αυτό διότι θα ήταν άσκοπη η εκ μέρους του ενός εταίρου, εκπροσωπούντος το 50%, προσφυγή στη Γενική Συνέλευση, αφού εκεί ο μεν εταίρος, ο φερόμενος ως υπόχρεος σε αποζημίωση, που εκπροσωπούσε το 50% του εταιρικού κεφαλαίου δεν είχε δικαίωμα ψήφου, από δε τη συμμετοχή και ψήφο του άλλου εταίρου, που εκπροσωπούσε το υπόλοιπο 50% του εταιρικού κεφαλαίου, δεν θα μπορούσε να σχηματιστεί η απαιτούμενη από τον νόμο πλειοψηφία (ΑΠ 1315/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙV. Με την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2014 αγωγή του ο ενάγων και ήδη εκκαλών εξέθετε, ότι με τον αντίδικό του εναγόμενο και ήδη εφεσίβλητο συνέστησαν με την με αριθμό …/3-12-2007 συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιά . …, την εταιρία με την επωνυμία «………..» και αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τη σύνταξη σχεδίων και μελετών απαραιτήτων για τη ναυπήγηση, μετασκευή, ανακατασκευή πλοίων ή σκαφών και την ανάληψη και εκτέλεση πάσης φύσης μελετών και επίβλεψη σε πλοία, ότι στο εταιρικό κεφάλαιο της ως άνω εταιρίας έκαστος εξ αυτών συμμετείχε κατά ποσοστό 50%, ενώ αμφότεροι ορίστηκαν από κοινού συνδιαχειριστές της, ότι κατά το έτος 2009 αποφασίστηκε η αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου στο ποσό των 228.200,00 ευρώ, ότι προς τούτο συντάχθηκε η με αριθμό …/19-5-2009 συμβολαιογραφική πράξη της ως άνω συμβολαιογράφου, ότι με τη με αριθμό …/14-1-2008 πράξη της ιδίας συμβολαιογράφου αυτός παρείχε στον εναγόμενο την πληρεξουσιότητα να εκπροσωπεί μόνος του την εταιρία, ότι στη συνέχεια, λόγω της εκ μέρους του τελευταίου κακοδιαχείρισης των εταιρικών θεμάτων, προέβη σε ανάκληση του πληρεξουσίου δυνάμει της με αριθμό …../5-11-2010 πράξης της ως άνω συμβολαιογράφου, ότι ακολούθως αυτός ζήτησε από τον εναγόμενο να του παραδώσει τα λογιστικά στοιχεία της εταιρίας για να ενημερωθεί για την οικονομική της κατάσταση, και ότι από την εξέταση των στοιχείων που του παραδόθηκαν προέκυψε ότι ο εναγόμενος υπεξαίρεσε σταδιακά από την εταιρία κατά το χρονικό διάστημα από 31-1-2008 έως 29-9-2010 το συνολικό ποσόν των 1.398.157,98 ευρώ. Ζητούσε δε, μετά από παραδεκτό περιορισμό του αγωγικού αιτήματος με τις προτάσεις του, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στην εταιρία το ποσό των 463.664,71 ευρώ, που υπεξαίρεσε από το ταμείο της τμηματικά κατά το έτος 2010, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα, με τον νόμιμο τόκο από τον χρόνο υπεξαίρεσης κάθε επιμέρους ποσού, άλλως από την επίδοση της αγωγής, καθώς και να απειληθεί σε βάρος του προσωπική κράτηση διάρκειας ενός έτους ως μέσο αναγκαστικής εκτέλεσης της εκδοθησομένης απόφασης. Η αγωγή αυτή είναι επαρκώς ορισμένη και παραδεκτά ασκείται από τον ενάγοντα υπό την εταιρική του ιδιότητα, στρεφόμενη κατά του συνδιαχειριστή της εναγομένου, ενώ δεν απαιτείται, λόγω του διμελούς χαρακτήρα της ΕΠΕ, και σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, η προηγουμένη λήψη απόφασης για την έγερση της αγωγής της συνέλευσης των εταίρων της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του την απέρριψε ως ενεργητικά ανομιμοποίητη, επειδή έκρινε ότι ο ενάγων ως συνδιαχειριστής της ΕΠΕ δεν νομιμοποιείται να ασκήσει πλαγιαστικά τις εταιρικές αξιώσεις για αποζημίωση, έσφαλε ως προς την εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και ο σχετικός λόγος της εφέσεως πρέπει να γίνει δεκτός ως ουσιαστικά βάσιμος, ακολούθως δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, και αφού κρατηθεί η υπόθεση και δικαστεί από το Δικαστήριο τούτο (ΚΠολΔ 535), να κριθεί ότι η αγωγή είναι παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 26 του Ν. 3190/1955, 346 ΑΚ και 176 ΚΠολΔ και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι έχει καταβληθεί το αναλογούν τέλος δικαστικού ενσήμου (βλ. τα υπ’ αριθμ. …./4-12-2015 και …./2019 e-παράβολο ελληνικού Δημοσίου σε συνδυασμό με την από 16-12-2019 απόδειξη πληρωμής της ALPHA BANK ).

  1. V. Από τις καταθέσεις των μαρτύρων, που εξετάστηκαν ενόρκως ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα που νόμιμα προσκομίζονται με επίκληση από τους διαδίκους αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Οι διάδικοι με την με αριθμό …/3-12-2007 συμβολαιογραφική πράξη της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., συνέστησαν την εταιρία με την επωνυμία «………..» και αντικείμενο, μεταξύ άλλων, τη σύνταξη σχεδίων και μελετών απαραιτήτων για τη ναυπήγηση, μετασκευή, ανακατασκευή πλοίων ή σκαφών και την ανάληψη και εκτέλεση πάσης φύσης μελετών και επίβλεψη σε πλοία, με αρχικό κεφάλαιο ποσού 18.000 ευρώ, στο οποίο συμμετείχαν κατά ποσοστό 50% έκαστος, αμφότεροι δε ορίστηκαν συνδιαχειριστές της, ενεργώντας από κοινού. Ωστόσο, με τις με αριθμό …….. και ../14-1-2008 πράξεις της ιδίας συμβολαιογράφου αυτοί παρείχαν εκατέρωθεν ο ένας στον άλλο την πληρεξουσιότητα να εκπροσωπεί ο καθένας μόνος του την εταιρία ενώπιον της Τράπεζας Κύπρου, όπου η εταιρία τηρούσε αλληλόχρεο λογαριασμό και ενώπιον οιασδήποτε άλλης τράπεζας, να καταθέτει και να αναλαμβάνει χρήματα από τους τραπεζικούς της λογαριασμούς, να αποδέχεται, εκδίδει, οπισθογραφεί αξιόγραφα, να αναλαμβάνει υποχρεώσεις σχετικές με τα εκάστοτε πιστωτικά κεφάλαια της εταιρίας και γενικά να κινεί ή κλείνει τους λογαριασμούς, που αυτή τηρεί. Ακολούθως δε, προς εξασφάλιση της ρευστότητας της εταιρίας τους οι διάδικοι αποφάσισαν την αύξηση του εταιρικού κεφαλαίου σε 228.000 ευρώ, προς τούτο δε συνετάγη με αριθμό ……./19-5-2009 συμβολαιογραφική πράξη της ως άνω συμβολαιογράφου. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το έτος 2010 και ενώ μέχρι τότε η μεταξύ τους συνεργασία εξελισσόταν ομαλά, ο εναγόμενος και ήδη εφεσίβλητος ενημέρωσε τον ενάγοντα και ήδη εκκαλούντα, που βρισκόταν στη Πορτογαλία επιβλέποντας την εκτέλεση ενός έργου που είχε αναλάβει η εταιρία, ότι η τελευταία παρουσίαζε σημαντική οικονομική ζημία που έπρεπε να καλυφθεί άμεσα. Ο ενάγων θορυβημένος επέστρεψε άμεσα στην Ελλάδα και ζήτησε από τον εναγόμενο να του παραδώσει τα σχετικά οικονομικά στοιχεία της εταιρίας, ώστε να σχηματίσει ιδία αντίληψη της κατάστασης, ενώ παράλληλα προέβη και σε ανάκληση του χορηγηθέντος προς αυτόν πληρεξουσίου  του  δυνάμει της με αριθμό ……/5-11-2010 πράξης της ως άνω συμβολαιογράφου. Ο εναγόμενος συναινώντας στο αίτημα του του παρέδωσε τις περιοδικές δηλώσεις των ετών 12/2007-09/2010, τις εκκαθαριστικές δηλώσεις ετών 2008-2009, τα αντίγραφα φορολογικών δηλώσεων Ε1 και Ε3 οικ. ετών 2008-2009, τους ισολογισμούς χρήσης ετών  2008-2009, το γενικό ημερολόγιο ετών 12/2007 έως 09/2010, το ισοζύγιο γεν-αναλ. καθολικών 30-9-2010, καθώς και τις τηρούμενες από τον ίδιο ανεπίσημα καρτέλες γενικών εξόδων και πληρωμών για το αντίστοιχο χρονικό διάστημα. Ο ενάγων ισχυρίζεται ότι από τη μελέτη και αντιπαραβολή των ως άνω εγγράφων προέκυψε πλήθος ατασθαλιών εκ μέρους του εναγομένου στα πλαίσια της εκ μέρους του διαχείρισης των εταιρικών θεμάτων και για τον λόγο αυτό ο ίδιος αποφάσισε να εξέλθει από την ΕΠΕ, ασκώντας προς τούτο την με αριθμό κατάθεσης ……/2011 αίτησή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία ζήτησε περαιτέρω και τον προσδιορισμό της αξίας της εταιρικής του μερίδας στο ποσό των 1.000.000,00 ευρώ. Επί της αίτησης αυτής εκδόθηκε αρχικά η με αριθμό 5468/2011 μη οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, προκειμένου να προσδιοριστεί η αξία της εταιρικής περιουσίας και συνακολούθως της εταιρικής μερίδας ενός εκάστου των τότε και νυν διαδίκων κατά τον χρόνο συζήτησης της αίτησης. Σε εκτέλεση της ως άνω απόφασης συντάχθηκε η με αριθμό …./2012 έκθεση λογιστικής πραγματογνωμοσύνης του ορισθέντος με την ως άνω απόφαση πραγματογνώμονα ………., σύμφωνα με την οποία η αξία της εταιρικής περιουσίας το έτος 2011 ήταν αρνητική κατά το ποσό των 280.336,17 ευρώ. Ακολούθως, η υπόθεση εισήχθη εκ νέου προς συζήτηση ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, το οποίο με τη με αριθμό 751/2014 οριστική απόφασή του, επέτρεψε την έξοδο του ενάγοντος από την ΕΠΕ, ενώ απέρριψε το αίτημα για καταβολή της αξίας της εταιρικής του συμμετοχής, επειδή έκρινε ότι αυτή ήταν μηδενική, σύμφωνα και με το πόρισμα της εν λόγω έκθεσης πραγματογνωμοσύνης. Κατά της απόφασης αυτής και ως προς το απορριπτικό της σκέλος ο ενάγων άσκησε την από 10-10-2014 (αρ. εκθ. καταθ …./2014) έφεση του, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμεί εισέτι ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Ως εκ τούτου αυτός συνεχίζει να διατηρεί την εταιρική ιδιότητα. Ήδη δε με την ένδικη αγωγή του ο ενάγων ισχυρίζεται ότι ο εναγόμενος, ως διαχειριστής της ΕΠΕ, κατά το χρονικό διάστημα από 31-1-2008 έως 29-9-2010 υπεξαίρεσε από την περιουσία της το συνολικό ποσό των 1.398.157,98 ευρώ. Ειδικότερα, αυτός διατείνεται ότι ο εναγόμενος εμφάνιζε εικονικές άλλως διογκωμένες δαπάνες της εταιρίας με σκοπό να συγκαλύψει την κερδοφορία της και να παρουσιάσει την οικονομική της κατάσταση ως ζημιογόνα. Λόγω όμως της αδυναμίας συναγωγής ασφαλών συμπερασμάτων μόνο από τα αποδεικτικά στοιχεία που προσκόμισαν οι διάδικοι και του ότι για τα παραπάνω ζητήματα απαιτούνται ειδικές γνώσεις λογιστικής επιστήμης, ώστε να σχηματιστεί πλήρης δικανική πεποίθηση για αυτά, που θεμελιώνουν την αγωγική αξίωση, το Δικαστήριο κρίνει ότι είναι αναγκαίο να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης της έφεσης, προκειμένου να διαταχθούν συμπληρωματικές αποδείξεις και ειδικότερα η διενέργεια λογιστικής πραγματογνωμοσύνης, όπως ορίζεται στο διατακτικό, ώστε να καταλήξει σε ασφαλή κρίση επί της ουσίας της υπόθεσης (άρθρα 107, 254 παρ. 1, 368 παρ. 1, 524 παρ. 1  ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ  με την παρουσία των διαδίκων τις : α) από 23-10-2017 (αρ. έκθ. καταθ. ././2017) έφεση, β) από 9-10-2018 ανακοίνωση δίκης (αρ. εκθ. κατ. ./2018) και γ) από 15-10-2018  (αρ. εκθ. καταθ. ././2018) πρόσθετη υπέρ του εφεσιβλήτου παρέμβαση,

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τύπους και κατ’ ουσίαν την κρινόμενη έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την υπ’ αριθμ. 478/2016 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 8-10-2014 (αρ. εκθ. κατ. ./2014) αγωγή.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επανάληψη της συζήτησης, προκειμένου να διενεργηθεί πραγματογνωμοσύνη, που θα διεξαχθεί με τη φροντίδα του επιμελέστερου των διαδίκων.

ΔΙΟΡΙΖΕΙ πραγματογνώμονα τον ………., οικονομολόγο – λογιστή, κάτοικο Χαλανδρίου Αττικής, ……… τηλ. …., που περιλαμβάνεται στον κατάλογο των πραγματογνωμόνων που τηρείται στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου. Ο τελευταίος θα δώσει τον όρκο του πραγματογνώμονα ενώπιον του μέλους αυτού του Δικαστηρίου Σοφίας Καλούδη, Εφέτη, που ορίζεται ως Εισηγητής Δικαστής, και σε περίπτωση κωλύματός της ενώπιον του νομίμου αναπληρωτή της μέσα σε προθεσμία είκοσι (20) ημερών από  τη νόμιμη επίδοση της απόφασης προς αυτόν. Στη συνέχεια, αφού λάβει γνώση των ισχυρισμών των διαδίκων, των αναγκαίων στοιχείων από τον φάκελο της δικογραφίας, των εμπορικών βιβλίων και λοιπών λογιστικών στοιχείων της εταιρίας με την επωνυμία «…………», σε συνδυασμό και με τις προσκομιζόμενες καρτέλες δαπανών που τηρούσε ο εναγόμενος, καθώς και κάθε άλλο στοιχείο που είτε του δοθεί από τους διαδίκους, είτε αυτός το κρίνει πρόσφορο, να αποφανθεί με αιτιολογημένη έκθεση του : α) περί του παθητικού της ανωτέρω εταιρείας κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2010 έως 30-9-2010 και δη περί των πραγματικών δαπανών και υποχρεώσεων αυτής, με ειδική αναφορά σε έκαστο εκ των ποσών που αναφέρονται ως δαπάνες αυτής – σύμφωνα με το γενικό ημερολόγιο και τις τηρούμενες ανεπίσημα καρτέλες του εναγόμενου -, στις σελίδες 153 έως 170 της ένδικης αγωγής, καθώς και β) περί του ενεργητικού της εταιρίας κατά το αντίστοιχο χρονικό διάστημα, και εάν διαπιστώνεται απόκρυψη πραγματικών εταιρικών κερδών σε σχέση με τα επίσημα οικονομικά στοιχεία της εταιρίας, λαμβάνοντας υπόψη του εάν είναι αναγκαίο και στοιχεία προηγούμενων ετών. Η έκθεση πραγματογνωμοσύνης πρέπει να κατατεθεί στη Γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου μέσα σε προθεσμία τριών (3) μηνών από την ημέρα που ο πραγματογνώμον θα ορκιστεί.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 26 Σεπτεμβρίου 2019.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                 Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω λήξεως της

αποσπάσεώς της

και αναχωρήσεώς της,

ο αρχαιότερος της

συνθέσεως Εφέτης,

Ιωάννης Αποστολοπουλος.

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 24 Δεκεμβρίου  2019, με άλλη σύνθεση, λόγω λήξεως της αποσπάσεώς της και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,  Ελένης Κούφη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη, Σοφία Καλούδη και Νικόλαο Κουτρούμπα,  Εφέτες, και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Ο  ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ