Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 36/2020

Αριθμός              36 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

    Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή,  Ελένη Τοπούζη, Εφέτη, που ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα, Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Η από 19.7.2018 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/…./…./9.10.2018 έφεση κατά της με αριθμό 1253/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  το οποίο δίκασε κατ΄αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών  διαφορών και δη των διαφορών από αμοιβές  (άρθρ. 614 παρ. 5 επ.  ΚΠολΔ) ασκήθηκε σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της δεν απαιτείται η προκατάθεση παραβόλου, δεδομένου ότι η σχετική υποχρέωση   δεν ισχύει στις διαφορές του άρθρου 614 αριθμ.5 ΚΠολΔ, ως η προκείμενη (άρθρο 495 παρ.3εδ.τελ.ΚΠολΔ) πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο του λόγου της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

    Ι. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 63 του Ν. 4194/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) περί καθορισμού αμοιβής με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης ορίζεται ότι: “1. Η αμοιβή, σε περίπτωση μη ύπαρξης έγγραφης συμφωνίας, καθορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της δίκης ως εξής: i. Η αμοιβή για τη σύνταξη κύριας αγωγής ορίζεται με βάση την αξία του αντικειμένου της αγωγής όπως παρακάτω: α) 2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ. β) 1,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 200.001 ευρώ μέχρι 750.000 ευρώ. γ) 1% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 750.001 ευρώ μέχρι 1.500.000 ευρώ. δ) 0,5% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 1.500.001 ευρώ μέχρι 3.000.000 ευρώ. ε) 0,3% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 3.000.001 ευρώ μέχρι 6.000.000 ευρώ. στ) 0,2% όταν η αξία του αντικειμένου της αγωγής ανέρχεται από το ποσό των 6.000.001 ευρώ μέχρι 12.000.000 ευρώ”. Επίσης, κατά το άρθρο 68 του ίδιου ως άνω νόμου για τη σύνταξη προτάσεων κατά την πρώτη συζήτηση της υπόθεσης, η αμοιβή του δικηγόρου του εναγόμενου είναι ίση με την αμοιβή της παραγράφου 1 του άρθρου 63 του Κώδικα και του δικηγόρου του ενάγοντος ορίζεται στο μισό της αμοιβής αυτής (ΑΠ 1014/2019, ΑΠ 1444/2018, ΕφΠειρ 500/2016, ΕφΠειρ 684/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος), ενώ, κατά το άρθρο  75 (παρ.1), εάν οι αναφερόμενες στα προηγούμενα άρθρα πράξεις και εργασίες έγιναν κατόπιν εντολής περισσοτέρων του ενός εντολέων, σε περίπτωση μη ύπαρξης γραπτής συμφωνίας, η αμοιβή του δικηγόρου αυξάνεται κατά 5% για καθέναν των πέραν του ενός από αυτούς. Σε καμία περίπτωση η αμοιβή αυτή δεν μπορεί να υπερβεί το διπλάσιο.

ΙΙ. Εξάλλου,  κατά το άρθρο 522 ΚΠολΔ, με την άσκηση της έφεσης, η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους. Η διάταξη αυτή αποτελεί έκφραση της αρχής της συζήτησης. Με την έφεση η υπόθεση μεταβιβάζεται στο Εφετείο στα όρια που καθορίζονται από αυτή και τους προσθέτους λόγους προς έλεγχο της ορθότητας της πρωτόδικης απόφασης υπό τον περιορισμό του άρθρου 536 ΚΠολΔ, κατά το οποίο το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση. Ετσι το αντικείμενο της δευτεροβάθμιας δίκης οριοθετείται από τους λόγους έφεσης και διαγράφεται η έκταση της έρευνας της απόφασης. Με την έφεση μεταβιβάζεται μόνο το κεφάλαιο που πλήττεται μ αυτή, το δε Εφετείο στερείται εξουσίας εξέτασης κατά το μέρος που δεν πλήττεται με την έφεση, εκτός αν ασκηθεί αντέφεση από τον εφεσίβλητο (ΑΠ 2312/2009, ΕΑ 4734/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος, Β.Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ.2015, σελ.340,).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 28.6.2016 και με αριθμό κατάθεσης ……../19.7.2016 αγωγή τους που άσκησαν οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εξέθεταν ότι η εναγόμενη  και ήδη εφεσίβλητη ανώνυμη εταιρία ήγειρε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά την, από 17.09.2012 και με αριθμό κατάθεσης …/2012,  αγωγή κατά αυτών και του …….., με την οποία ζητούσε να υποχρεωθούν άπαντες, αλληλεγγύως και εις ολόκληρον ευθυνόμενοι, να της καταβάλουν το συνολικό ποσό των 3.790.146,32 ευρώ,  ως αποζημίωση θετικής και αποθετικής ζημίας που επήλθε σε αυτήν συνεπεία της εκ μέρους αυτών, ως εκ προσυμφώνου πωλητών, αντισυμβατικής και υπαίτιας άρνησης να συμπράξουν στην κατάρτιση της οριστικής σύμβασης. Ότι η αγωγή αυτή προσδιορίσθηκε να συζητηθεί κατά τη δικάσιμο της 24.01.2014, οπότε αναβλήθηκε για τη δικάσιμο της 28.11.2014, προκειμένου να συνεκδικασθεί με την παρεμπίπτουσα αγωγή περί επίδειξης εγγράφων, που είχαν ασκήσει οι ίδιοι κατά της εναγομένης. Ότι προ εικοσαημέρου της ως άνω ορισθείσας δικασίμου οι  ίδιοι κατέθεσαν εμπροθέσμως και νομοτύπως προτάσεις αφενός ως εναγόμενοι της κύριας αγωγής και αφετέρου ως παρεμπιπτόντως ενάγοντες, ενώ κατά τη δικάσιμο αυτή η συζήτηση των αγωγών αναβλήθηκε , λόγω αποχής των δικηγόρων από την άσκηση των καθηκόντων τους, για τη δικάσιμο της 30.10.2015. Ότι κατά την τελευταία ως άνω δικάσιμο η εναγομένη, με δήλωση των πληρεξουσίων δικηγόρων της καταχωρισθείσα στα οικεία πρακτικά συνεδρίασης παραιτήθηκε μερικώς εκ του δικογράφου της αγωγής και δη  α) του κονδυλίου για δαπάνες εκπόνησης μελετών, έκδοσης αδειών και λοιπές δαπάνες, ποσού 470.000 ευρώ β) του κονδυλίου διαφυγόντων κερδών, ποσού 3.037.703 ευρώ και γ) μέρους του κονδυλίου της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, ποσού 30.000 ευρώ, ήτοι συνολικά εχώρησε απ αυτούς παραίτηση από την αγωγή για το ποσό των 3.537.703 ευρώ,  ενώ κατά τα λοιπά εκδόθηκε οριστική απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου που δέχθηκε, εν μέρει, την αγωγή κατ’ ουσίαν. Ότι, ήδη, η εναγομένη άσκησε εναντίον τους την, από 25.04.2016 (γεν. αρ. κατ. ../2016, ειδ. αρ. κατ. …/2016), αγωγή ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, με την οποία επαναφέρει τα κονδύλια εκ των οποίων παραιτήθηκε ερειδόμενα στην ίδια ιστορική και νομική βάση. Με βάση το ανωτέρω ιστορικό και επικαλούμενοι ότι δεν είχε καταρτιστεί με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους έγγραφη συμφωνία για την αμοιβή του, οι ενάγοντες ζητούσαν να υποχρεωθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης, ήτοι στην αμοιβή του πληρεξουσίου Δικηγόρου τους για τη σύνταξη των προτάσεων που κατατέθηκαν σε χρόνο προγενέστερο της παραίτησης, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην αγωγή,  την οποία  (δικαστική δαπάνη) ζητούσαν να επιμερισθεί σε έκαστον απ αυτούς  κατά το ποσοστό της συγκυριότητάς τους επί του ακινήτου, στο οποίο αφορούσε η ενοχική μεταξύ τους διαφορά της εναντίον τους αγωγή και συγκεκριμένα ζητούσαν α) να εκκαθαρισθούν – προσδιορισθούν τα καταβλητέα έξοδα στο ποσό των 25.649,52 ευρώ  για τον πρώτο και στο ποσό των 7.633,17 ευρώ για τον δεύτερο β)   να αναγνωρισθεί ότι έχουν δικαίωμα να αρνηθούν να απαντήσουν στην, από 25.04.2016, αγωγή της εναγομένης εναντίον τους, μέχρις ότου καταβληθεί σε αυτούς η ως άνω δικαστική τους δαπάνη και, τέλος, να καταδικασθεί η εναγομένη στην καταβολή της δικαστικής τους δαπάνης. Επί της αγωγής αυτής, που συζητήθηκε αντιμωλία των διαδίκων στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, το οποίο αφού έκρινε ότι η αγωγή είναι καθ όλα ορισμένη και νόμιμη, πλην του υπό στοιχ.β αιτήματός της, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ αυτήν, έκανε εν μέρει δεκτή την αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της. Ειδικότερα  έκρινε ότι οι ενάγοντες δικαιούνται να λάβουν τη δικαστική δαπάνη που κατέβαλαν για την αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου τους και δη κατά τα επί λέξει αναφερόμενα στην εκκαλουμένη « για την εκ μέρους του κατάθεση  προτάσεων, η οποία, ενόψει του ότι δεν υπήρχε ως προς αυτή έγγραφη συμφωνία μεταξύ τους, πρέπει να προσδιορισθεί σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 63 παρ.1 εδ.ε του Ν.4194/2013  (Κώδικας περί Δικηγόρων), ήτοι σε ποσοστό 0,3% επί του αντικειμένου της αγωγής, κατά το οποίο εχώρησε παραίτηση και συνεπώς στο ποσό των [ (470.000+3.037.703+30.000=) 3.537.703Χ0,3%=]10.613,11 ευρώ, αυξημένο κατά ποσοστό 5%, με βάση το  άρθρο 75 του ως άνω Κώδικα, δεδομένου ότι η εν λόγω εργασία έγινε για λογαριασμό δύο εντολέων, ήτοι στο ποσό των 11.143,76 ευρώ. Επισημαίνεται δε ότι εφόσον η εναγόμενη με την ως άνω αγωγή της ζητούσε την εις ολόκληρον καταβολή των εν λόγω κονδυλίων από τους εναγόμενους, η δικαστική δαπάνη θα προσδιορισθεί με βάση το αίτημα αυτό και όχι επιμεριζόμενη με τον τρόπο που διαλαμβάνεται στην αγωγή». Με τις σκέψεις αυτές και αφού απέρριψε τις πρωτοδίκως ασκηθείσες από την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη ενστάσεις της καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος και συμψηφισμού, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην εκκαλουμένη, έκανε εν μέρει δεκτή την κρινόμενη αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της και υποχρέωσε την εναγόμενη να καταβάλει στους ενάγοντες για την ως άνω αιτία το ποσό των 11.143,76 ευρώ, καταδικάζοντας την εναγόμενη επιπροσθέτως σε μέρος της δικαστικής δαπάνης των εναγόντων, το οποίο όρισε στο ποσό των 100 ευρώ. Οι νικήσαντες εν μέρει ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες με το μοναδικό λόγο της έφεσής τους, καθ ο μέρος και μόνο θα εξετασθεί η ένδικη υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο, αφού αυτό, ενόψει και της προηγηθείσας νομικής σκέψης (υπό στοιχ.ΙΙ) , στερείται εξουσίας εξέτασης κατά το μέρος που δεν πλήττεται με την έφεση, εκτός αν ασκηθεί αντέφεση από τον εφεσίβλητο, περίπτωση που δεν συντρέχει εν προκειμένω, παραπονούνται  κατά της απόφασης αυτής, για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, μόνο ως προς τον άνω εφαρμοσθέντα απ αυτήν τρόπο  υπολογισμού της επιδικασθείσας υπέρ τους δικαστικής δαπάνης  για  την αιτούμενη αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου τους  για τη σύνταξη  απ αυτόν των αναφερόμενων στην αγωγή κατατεθεισών προτάσεων. Συγκεκριμένα ισχυρίζονται ότι ναι μεν η εκκαλουμένη α) ορθά έθεσε ως βάση υπολογισμού της αγωγικής απαίτησης αμφοτέρων το ποσό των 3.537.703 ευρώ, που αποτελεί την αξία του αντικειμένου της δίκης  β) ορθά επίσης έκρινε, κατά τα προαναφερόμενα, ότι λόγω της υπάρξεως πλειόνων εντολέων του αυτού πληρεξουσίου δικηγόρου, το ποσό που θα προέκυπτε ως δικηγορική αμοιβή, κατ εφαρμογή του άρθρου 75 του Κώδικα περί Δικηγόρων, έπρεπε να προσαυξηθεί κατά ποσοστό 5%, λανθασμένα, όμως, εφάρμοσε το ποσοστό του 0,3% στο σύνολο του ποσού των 3.537.703 ευρώ (αντικειμένου της αγωγής),  ενώ, σύμφωνα με τον Κώδικα περί Δικηγόρων έπρεπε να εφαρμόσει τον ως άνω συντελεστή μόνο κατά το τμήμα αυτού από τα 3.00.001 έως τα 3.537.703 ευρώ, καθώς, σύμφωνα με τους εκκαλούντες, κατά τα αναγραφόμενα στην έφεσή τους, η αμοιβή του πληρεξουσίου δικηγόρου τους για τη σύνταξη των προτάσεων που κατέθεσε, έπρεπε να υπολογισθεί από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κλιμακωτά επί του ως άνω ποσού  (αντικειμένου της αγωγής) και δη ως εξής:  μέχρι το ποσό των 200.000 ευρώ 2% (ποσό παραιτήσεως 200.000Χ2%=4.000),   από  200.001 έως 750.000 1,5% (549.999 ποσό παραιτήσεως Χ1,5%=8.249,98),  από 750.001 έως 1.500.000 1% ( 749.999 ποσό παραιτήσεωςΧ1%=7499,99), από 1.500.001 ευρώ μέχρι 3.000.000 ευρώ 0,5 % ( ποσό παραιτήσεως 1.4999.999Χ0,5%=7.499,99) και από 3.000.001 έως 3.537.703 0,3% ( ποσό παραιτήσεως 537.702Χ0,3%=1613,10), ήτοι συνολικά 28.863,06 ευρώ, προσαυξημένο κατά ποσοστό 5%, ως ορθώς δέχτηκε και εκκαλουμένη, ήτοι συνολικά 30.306,2 ευρώ, ενόψει, όμως, του ότι με την αγωγή τους αιτήθηκαν μόνο το ποσό των 25.649,52 ευρώ, έπρεπε η εκκαλουμένη, αν εφάρμοζε σωστά το νόμο, για την ως άνω αιτία,  να τους επιδικάσει το προαναφερόμενο ποσό των 25.649,52 ευρώ και όχι μόνο ποσό των 11.143,76 που είναι κατά πολύ μικρότερο αυτού που δικαιούνται. Ενόψει, όμως, των προαναφερομένων στη μείζονα σκέψη της παρούσας  (υπό στοιχ.Ι) οι εκκαλούντες δικαιούνται  να λάβουν  ως δικαστικά έξοδα, λόγω μη ύπαρξης σχετικής έγγραφης συμφωνίας με τον πληρεξούσιο δικηγόρο τους, που ήταν κοινός και για τους δύο, τα ακόλουθα ποσά: α) για τη σύνταξη των προτάσεών του ποσοστό 0,3% επί της αξίας του αντικειμένου της διαφοράς  (3.537.073 ευρώ ) που υπερέβαινε το ποσό των 3.000.001 ευρώ όχι όμως αυτό των 6.000.000 ευρώ, ήτοι (3.537.073 Χ 0,3%=) 10.613,11 ευρώ, προσαυξημένο κατά ποσοστό 5%, με βάση το άρθρο 75 του Κώδικα περί Δικηγόρων, αφού η εν λόγω εργασία έγινε για λογαριασμό δύο εντολέων, ήτοι το συνολικό ποσό των 11.143,76 ευρώ, ως ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο και δη τις σχετικές διατάξεις των άρθρων 63 παρ.1, 68 παρ.1 και 3 και 75 του Ν.4193/2013 (Κώδικας Δικηγόρων) έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (ως προς τον ως άνω ορθό τρόπο υπολογισμού βλ. ad hoc ΑΠ 1014/2019, ΕφΠειρ 684/2015,  όπ.α), επιδικάζοντας στους ενάγοντες για την ως άνω αιτία το προαναφερόμενο ποσό, τα δε ως άνω υποστηριζόμενα από τους εκκαλούντες με το μοναδικό λόγο της έφεσής τους είναι αβάσιμα και απορριπτέα και συνακόλουθα η ένδικη έφεση πρέπει να απορριφθεί  ως  ουσιαστικά αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα, τέλος, της εφεσίβλητης, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος των εκκαλούντων,  λόγω της ήττας τους στη δίκη(άρθρα 106,176, 183,191 παρ.2  ΚΠολΔ), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της με αριθμ. 1253/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εκκαλούντων τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης,  για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας,  τα οποία ορίζει σε πεντακόσια  (500) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά,  στις 14.1.2020,  απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

   Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ