Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 28/2020

Αριθμός       28 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Κ.Δ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη από 16-12-2015 και υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2015 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3028/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της υπ’ αριθμ. 3857/2015 διορθωτικής αυτής αποφάσεως του ιδίου Δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την τακτική διαδικασία, αρμόδια φέρεται προς συζήτηση στο Δικαστήριο τούτο (άρθρ. 19 Κ.Πολ.Δ., όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με την παρ. 2 του άρθρου 4 του ν. 3994/2011, έχει δε ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, αφού  από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ούτε παρήλθε διετία από τη δημοσίευσή της έως την άσκηση αυτής (έφεσης) σύμφωνα με τα άρθρα 495 παρ.1, 498, 511, 513 παρ.1, 516 παρ.1, 517,  518 παρ. 2, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015  και 591 παρ.1 Κ.Πολ.Δ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρ.533 παρ.1 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής έχει  κατατεθεί  από  την εκκαλούσα, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 4, όπως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 του ν. 4055/2012, το νόμιμο παράβολο, όπως προκύπτει  από τη με ημερομηνία 17-12-2015 πράξη κατάθεσης παραβόλων του αρμόδιου Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Ο ανακόπτων και ήδη εφεσίβλητος, ………., με την από 31-1-2013 και υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. …../2013 ανακοπή, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της ανωνύμου τραπεζικής εταιρείας με την επωνυμία «…………» και ήδη εκκαλούσας, ζήτησε, για τους αναφερόμενους σ’ αυτή λόγους, να ακυρωθεί η υπ’ αριθμ. ……/2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλει στην καθ’ ης το ποσό των 21.302,06 ευρώ πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων, για απαίτηση που απορρέει από την υπ’ αριθμ. …….. πιστωτική κάρτα GoldMastercard, καθώς και η από 4-1-2013 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 3028/2015 απόφασή του, όπως αυτή διορθώθηκε, με την υπ’ αριθμ. 3857/2015 απόφασή του, ως προς τον αριθμό της ανακοπτόμενης διαταγής πληρωμής, δέχθηκε τυπικά και ως βάσιμη κατ’ ουσίαν την ανακοπή και ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και την από 4-1-2013 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας Α΄εκτελεστού απογράφου της εν λόγω διαταγής πληρωμής. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται η καθ’ ης η ανακοπή, με την υπό κρίση έφεσή της, για τους λόγους που αναφέρονται σ’ αυτή και ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, προκειμένου να απορριφθεί η ανακοπή και επικυρωθούν η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και η από 4-1-2013 επιταγή προς πληρωμή.

Σύμφωνα με την ΠΔ/ΤΕ υπ’ αριθμ. 2286/28-1-1994, που εκδόθηκε κατ’ εξουσιοδότηση  του άρθρου 1 του Ν. 1266/1982, σχετικώς με τα καταναλωτικά δάνεια και τα χρεωστικά υπόλοιπα λογαριασμών πιστωτικών δελτίων, τα επιτόκια καθορίζονται ελεύθερα από τα πιστωτικά ιδρύματα με την επιφύλαξη όμως των διατάξεων περί ελαχίστων ορίων επιτοκίων χορηγήσεων που τυχόν ισχύουν. Τα τραπεζικά επιτόκια είναι σήμερα κατά κανόνα ελευθέρως διαπραγματεύσιμα και το ισχύον γι’ αυτά καθεστώς δεν συνοδεύεται από τη θέσπιση ανωτάτων ορίων. Η επέμβαση του νομοθέτη περιορίζεται στη ρύθμιση των εξωτραπεζικών μόνο επιτοκίων. Εξάλλου, τα εξωτραπεζικά επιτόκια, παρά τον περιορισμό τους στις εξωτραπεζικές συναλλαγές, δεν παύουν να έχουν γενικότερη κοινωνικοοικονομική σημασία και να αφορούν και τις τραπεζικές σχέσεις. Ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος στην ελεύθερη διαμόρφωση των τραπεζικών επιτοκίων είναι η συμπίεσή τους κάτω από τα όρια των εξωτραπεζικών. Έτσι, η συμφωνία για επιτόκια που υπερβαίνουν τα ανώτατα αυτά όρια δεν παύει να απαγορεύεται από το νόμο (ΑΚ 281). Ενόψει των ανωτέρω, γενικός όρος που επιτρέπει στην τράπεζα να καθορίζει τον εκάστοτε συμβατικό τόκο με τον οποίο θα χρεώνεται ο λογαριασμός του πελάτη στις περιπτώσεις των τμηματικών εξοφλήσεων (καταβολών σε δόσεις) είναι καταχρηστικός και συνεπώς άκυρος λόγω αντιθέσεώς του στο άρθρο 2 παρ. 7 περ. ια του Ν. 2251/1994 όταν δεν καθορίζονται κριτήρια ειδικά εκ των προτέρων και εύλογα για τον καταναλωτή-πελάτη (ΑΠ 1219/2001 ΔΕΕ 2001.1128, ΕφΑθ 5253/2003 ΑρχΝ 2004.201).

Στην προκείμενη περίπτωση με τον υπό στοιχεία II.1 λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι η απαίτηση της καθ’ ης που προέκυψε από την μεταξύ τους σύμβαση τραπεζικής πίστωσης, δυνάμει της οποίας του χορηγήθηκε η υπ’ αριθμ. ………….. πιστωτική κάρτα GoldMastercard, περιλαμβάνει ποσά από πιστωτικούς τόκους που υπολογίστηκαν καθ’ υπέρβαση των δικαιοπρακτικών τόκων κατά τα ποσοστά που αναγράφονται και συνεπώς η απαίτηση της καθ’ ης είναι μη νόμιμη και δεν γεννήθηκε ποτέ εφόσον έχει υπολογιστεί με βάση παράνομους και άκυρους όρους καθώς και παράνομο επιτόκιο, γεγονός που καθιστά αυτή (απαίτηση) μη νόμιμη, αβέβαιη και ανεκκαθάριστη.  Ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι πλήρως ορισμένος, αφού αναφέρονται σ’ αυτή το συμβατικό επιτόκιο της καθ΄ης και το αντίστοιχο εξωτραπεζικό επιτόκιο για τα επίδικα χρονικά διαστήματα, καθώς και το ποσοστό επιβάρυνσης του ανακόπτοντος με μεγαλύτερο επιτόκιο και νόμιμος στηριζόμενος στις προαναφερόμενος διατάξεις. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε τα ίδια, ορθά ερμήνευσε  και εφάρμοσε το νόμο και οι περί του αντιθέτου συναφείς λόγοι της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι.

Κατά τη διάταξη της παρ. 3 του άρθρου 1 του ν. 128/1975 «επιβάλλεται από το έτος 1976 εισφορά, βαρύνουσα τα πάσης φύσεως εν Ελλάδι λειτουργούντα πιστωτικά ιδρύματα, περιλαμβανόμενης και της Τράπεζας της Ελλάδος υπέρ του εν τη παραγράφω 1 του παρόντος άρθρου λογαριασμού, ανερχόμενη εις ποσοστό ένα (1) επί τοις χιλίοις ετησίως επί του ετησίου ύψους εντός εκάστου ημερολογιακού έτους μηνιαίων υπολοίπων των χορηγούμενων υπ’ αυτών πάσης φύσεως δανείων ή πιστώσεων, περιλαμβανομένων και των πιστώσεων προς Τράπεζας, ως και προς το Δημόσιον, πλην των εντόκων γραμματίων. Η εισφορά αυτή οφείλεται πέραν των δυνάμει της από 19 Μαρτίου 1962 μεταξύ των Τραπεζών συμβάσεως, ως αύτη ετροποποιήθη και συνεπληρώθη μεταγενεστέρως, συμφωνηθεισών εισφορών». Από τη διάταξη αυτή, ούτε προβλέπεται ρητά ως συμβατικά δυνατή, αλλά ούτε και απαγορεύεται η συμβατική μετακύλιση της εισφοράς που θεσπίζεται με τον νόμο αυτό. Η ρυθμιστική ισχύς του ως άνω νόμου εξαντλείται στον καθορισμό του υπόχρεου, έναντι του Δημοσίου, προσώπου στα πλαίσια της έννομης σχέσης που ιδρύεται με τη σχετική διάταξη και αφορά, επομένως, αποκλειστικά την (κάθετη) σχέση μεταξύ κράτους και πιστωτικών ιδρυμάτων και όχι την (οριζόντια) σχέση μεταξύ πιστωτικών ιδρυμάτων και δανειοληπτών. Η μετακύλιση στον πιστούχο της εισφοράς του ν. 128/1975 με συμβατικό όρο δεν αντίκειται στη διάταξη του άρθρου 1 παρ. 3 του ν. 128/1975, με την οποία καθορίζονται μεν, ως υπόχρεοι για την καταβολή της (εισφοράς), τα πιστωτικά ιδρύματα και όχι οι δανειολήπτες χωρίς, όμως, να απαγορεύεται από αυτήν ή από κάποια άλλη διάταξη η συμβατική μετακύλισή της στους τελευταίους. Έτσι, η μετακύλιση της εν λόγω εισφοράς στους δανειολήπτες, εφόσον δεν απαγορεύεται, επιτρέπεται με βάση την αρχή της ιδιωτικής αυτονομίας, στο πλαίσιο του ελεύθερου καθορισμού των εξωτραπεζικών επιτοκίων (ΑΠ 330/2010, ΑΠ 35/2011 www.areiospagos.gr, ΑΠ 570/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Είναι επομένως δυνατή η συμβατική ανάληψη εκ μέρους τρίτου προσώπου της υποχρέωσης προς καταβολή της ανωτέρω εισφοράς, η οποία έχει το χαρακτήρα απλής υπόσχεσης ελευθερώσεως. Η εισφορά αυτή αποτελεί μέρος του ετήσιου πραγματικού επιτοκίου και, επομένως, νόμιμα ανατοκίζεται (ΕφΘεσ 1224/2017 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 16/2016 ΕλΔνη 2016. 1419, ΕφΘεσ 1034/2013 Αρμ 2014. 623).

Με τον υπό στοιχείο (II. 2) λόγο της ανακοπής του, ο ανακόπτων ισχυρίζεται ότι στην ένδικη σύμβαση χορήγησης πιστωτικής κάρτας δεν υπήρξε καμία απολύτως συμφωνία μεταξύ αυτού και της καθ’ ης για την μετακύλιση της εισφοράς του Ν.128/1975 σε βάρος του, πολλώ δε περισσότερο ειδική συμφωνία η οποία να αναφέρει την αιτία της (της μετακύλισης αυτής). Συνεπώς τα κονδύλια των τόκων, κατά το μέρος που εμπεριέχουν την εισφορά αυτή, είναι μη νόμιμα, οι δε καταβολές του έχουν πιστωθεί σε αναληθές ποσό τόκων. Είναι επομένως και για τον λόγο αυτό μη εκκαθαρισμένη και βεβαία η χρηματική απαίτηση για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής και ως εκ τούτου πρέπει να ακυρωθεί. Και ο λόγος αυτός της ανακοπής είναι πλήρως ορισμένος, αφού αναφέρεται το ποσοστό των τόκων, που επιβλήθηκε στην ως άνω εισφορά και νόμιμος στηριζόμενος στις προαναφερόμενες διατάξεις. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση έκρινε τα ίδια, ορθά ερμήνευσε  και εφάρμοσε το νόμο και οι περί του αντιθέτου συναφείς λόγοι της εφέσεως πρέπει να απορριφθούν ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι.

Από την κατάθεση της μάρτυρος του ανακόπτοντος, που εξετάσθηκε ενόρκως στο ακροατήριο του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά αυτού και τα έγγραφα τα οποία επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της από 28-6-1993 συμβάσεως χορήγησης πιστωτικής κάρτας, που καταρτίσθηκε, στον Πειραιά, μεταξύ του ανακόπτοντος και της καθ’ ης η ανακοπή Τράπεζας, η δεύτερη εξέδωσε και χορήγησε στον πρώτο την υπ’ αριθμ. …….. πιστωτική κάρτα Mastercard, η οποία με την από 12-1-2004 επιστολή της μετατράπηκε στην υπ’ αριθμ. ………. πιστωτική κάρτα GoldMastercard, με πιστωτικό όριο 19.100 ευρώ, με την οποία παρασχέθηκε στον ανακόπτοντα το δικαίωμα να προβαίνει σε αγορές καταναλωτικών αγαθών και  ανάληψη μετρητών, εντός του συμφωνηθέντος πιστωτικού ορίου. Με την από 1-4-2012 εξώδικη δήλωση-πρόσκληση- καταγγελία, που επιδόθηκε στον ανακόπτοντα την 6-4-2012, η καθ’ης, επειδή ο τελευταίος δεν κατέβαλε τις ελάχιστες μηνιαίες καταβολές, κατήγγειλε την ως άνω σύμβαση και γνώρισε στον ανακόπτοντα το χρεωστικό υπόλοιπο του λογαριασμού που τηρήθηκε στα πλαίσια της εν λόγω συμβάσεως. Ακολούθως, κατόπιν της από 4-10-2012 αιτήσεως της καθ’ ης, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη υπ’ αριθμ. …./2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκε ο ανακόπτων να της καταβάλει το ποσό των 21.302.06 ευρώ, εντόκως από 1-5-2012, πλέον δικαστικής δαπάνης. Αντίγραφο εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού της διαταγής πληρωμής, με την από 4-1-2013 παρά πόδας επιταγή προς πληρωμή,  επιδόθηκε στον ανακόπτοντα στις 15-1-2013. Σύμφωνα με την προαναφερόμενη επιταγή προς πληρωμή ο ανακόπτων επιτάσσεται να καταβάλλει στην καθ’ ης: 1) 21.302.06 ευρώ για επιδικασθέν κεφάλαιο, 2) 300 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, 3) 5,15 ευρώ για έξοδα απογράφου, 4)80 ευρώ για αντιγραφικά δικαιώματα και σύνταξη της επιταγής, ήτοι συνολικά 21.687,21 € νομιμότοκα, με βάση το εκάστοτε ισχύον ισχύον επιτόκιο πιστωτικών καρτών (Γενικό επιτόκιο) της Τράπεζας προσαυξημένο κατά 2,5 εκατοστιαίες μονάδες, από την 1-5-2012, ήτοι την επομένη της τελευταίας ημερομηνίας υπολογισμού των τόκων μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, πλέον λοιπών εξόδων, άλλως πλέον 15 € για την τυχόν στο μέλλον σύνταξη εντολής προς τον αρμόδιο δικαστικό επιμελητή για εκτέλεσης της διαταγής. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι κατά το χρόνο κατάρτισης, μεταξύ των διαδίκων, της συμβάσεως χορήγησης πιστωτικής κάρτας το επιτόκιο καθορίστηκε από την καθ’ ης ως κυμαινόμενο με αρχικό ποσοστό που δεν κατονομάζεται στην σύμβαση. Κατά δε το χρόνο καταγγελίας της εν λόγω σύμβασης το επιτόκιο αγορών της επίδικης πιστωτικής κάρτας της καθ’ ης ανερχόταν τουλάχιστον σε 16% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι σε 16,6% και το αντίστοιχο επιτόκιο αναλήψεων μετρητών σε τουλάχιστον 17,5% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι σε 18,1%, ενώ το επιτόκιο υπερημερίας (συμβατικό συν 2,5%) ανερχόταν για τις αγορές σε 19,1% και για την ανάληψη μετρητών σε 20,6%. Επομένως στις 6-4-2012, που καταγγέλθηκε από την καθ’ ης η μεταξύ τους σύμβαση, ο ανακόπτων κλήθηκε να καταβάλει συμβατικό επιτόκιο αγορών μεγαλύτερο του εξωτραπεζικού κατά 9,85% (16,6% -6,75%), συμβατικό επιτόκιο ανάληψης μετρητών μεγαλύτερο του εξωτραπεζικού κατά 11,35% (18,1% – 6,75%), το δε συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας υπερέβαινε το αντίστοιχο δικαιοπρακτικό κατά 10,35% για αγορές (19,1% – 8,75) και κατά 11,85% για ανάληψη μετρητών (20,6% – 8,75%). Η καθ’ ης η ανακοπή, καθόλη τη διάρκεια της σύμβασης δεν ενημέρωνε τον ανακόπτοντα για τα επιτόκια, ούτε για τα κριτήρια επιβολής και διακύμανσης, ούτε δημοσιοποιούσε αυτά με κάποιο τρόπο, όπως με ανάρτηση στην επίσημη ιστοσελίδα της, ώστε να μπορεί ο κάθε πελάτης να παρακολουθεί την διακύμανσή τους. Ο μόνος τρόπος πληροφόρησης ήταν κατόπιν ειδικής αιτήσεως του εκάστοτε πελάτη και μόνον εφόσον αυτή εγκρινόταν, από την καθ’ης. Εξάλλου, όσον αφορά τα επιτόκια αγορών αποδείχθηκε ότι: 1) Από  12-3-2006 έως 20-6-2006, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 14,75% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 6,85%, 2) Από 21-6-2006 έως 30-8-2006, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 15% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 15,6%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 8,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 6,85%, 3) Από 1-9-2006 έως 18-10-2006, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 15,25% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 15,85%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 9%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 6,85%, 4)Από 19-10-2006 έως 30-12-2006, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 15,5% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 16,1%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 9,25%, ώστε επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 6,85%, 5) Από 1-1-2007 έως 30-1-2007, το συμβατικό επιτόκιο της καθής ήταν 15,75% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 16,35%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 9,5%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 6,85%, 6) Από 1-4-2008 έως 30-7-2008 το συμβατικό επιτόκιο της καθ΄ης ήταν 16,5 % συν 0,65% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 17,1%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 10%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 7,1%, 7) Από 1-12-2008 έως 15-3-2009, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 16%
συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 16,6%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 8,1%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 8,5%, 8) Από  16-3-2009 έως 11-9-2009, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 15,5% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 16,1%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 7,17%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 8,93%, 9) Από 15-1-2010 έως 14-2-2010, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 15,52% συν 0,6% η εισφορά του Ν.128/1975, ήτοι 16,12%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 6,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 9,37%, 10) Από 15-2-2010 έως 14-3-2010, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 15,48%συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/197-5, ήτοι 16,08%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 6,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 9,33%, 11) Από 15-3-2010 έως 14-4-2010, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 15,46% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 16,06%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 6,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 9,31%, 12) Από 15-4-2010 έως 14-5-2010,      το συμβατικό επιτόκιο της καθ΄ης ήταν 15,45% συν 0,6% η εισφορά του Ν.128/1975, ήτοι 16,05%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 6,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 9,3%, 13) Από 15-11-2010 έως 14-12-2010, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 15,82% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 16,42%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 6,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 9,67%, 14) Από 15- 12-2010 έως 14-1-2011, το συμβατικό επιτόκιο της καθής ήταν 15,87% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 16,47%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 6,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 9,72%, 15) Από 15-1-2011 έως 14-2-2011, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 15,85% συν 0,6% η εισφορά του Ν.128/1975, ήτοι 16,45%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 6,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 9,7%, 16) Από 15-2-2011 έως 14-3-2011, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 15,83% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 16,43%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 6,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 9,68%, 17) Από 15-3-2011 έως 14-4-2011, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 15,93% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 16,53%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 7%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 9,53%, 18) Από 15-5-2011 έως 14-6-2011, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 16,17% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 16,77%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 7%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 9,77%, 19) Από 15-8-2011 έως 14-9-2011, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 16,46% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 17,06%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 7,25%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 9,81%. Σημειωτέον ότι η καθ’ ης δεν αμφισβητεί τα ως άνω επιτόκια. Περαιτέρω, όσον αφορά τα συμβατικά επιτόκια στις αναλήψεις μετρητών αποδείχθηκε ότι:1) Από 1-12-2008 έως 15-3-2009, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 17% συν 0,6% η εισφορά, του Ν. 128/1975, ήτοι 17,6%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 8,1%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 9,5%, 2) Από 16-3-2009 έως 11-9-2009, το συμβατικό επιτόκιο της καθ΄ης ήταν 17% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 17,6%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 7,17%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 10,43%, 3) Από 15-1-2010 έως 14-2-2010, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 17,02% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 17,62%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 6,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 10,87%, 4)Από 15-2-2010 έως 14-3-2010, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 16,98% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 17,58%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 6,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 10,83%, 5) Από 15-3-2010 έως 14-4-2010, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 16,96% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 17,56%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 6,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 10,81%, 6)Από 15-4-2010 έως 14-5-2010, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 16,95% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 17,55%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 6,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 10,8%, 7) Από 15-11-2010 έως 14-12-2010, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 17,32% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 17,92%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 6,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 11,17%, 8) Από 15-12-2010 έως 14-1-2011, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 17,37% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 17,97%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 6,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 11,22%, 9)Από 15-1-2011 έως 14-2-2011, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 17,35% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 17,95%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 6,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 11,2%, 10)Από 15-2-2011 έως 14-3-2011 το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 17,33% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 17,99%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 6,75%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 11,24%, 11) Από 15-3-2011 έως 14-4-2011, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 17,43% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 18,03%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 7%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 11,03%, 12)Από 15-5-2011 έως 14-6-2011, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 17,67% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 18,27%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 7%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 11,27%, 13)Από 15-8-2011 έως 14-9-2011, το συμβατικό επιτόκιο της καθ’ ης ήταν 17,96% συν 0,6% η εισφορά του Ν. 128/1975, ήτοι 18,56%, ενώ το αντίστοιχο εξωτραπεζικό ήταν 7,25%, ώστε ο ανακόπτων επιβαρυνόταν με επιτόκιο μεγαλύτερο της τάξης του 11,31%.  Σημειωτέον ότι τα ως άνω επιτόκια δεν αμφισβητεί η καθ’ ης η ανακοπή. Από τα παραπάνω προκύπτει επιβάρυνση του ανακόπτοντα από μη νόμιμους τόκους, κατά το μέρος που τα συμβατικά επιτόκια της πιστωτικής του κάρτας υπερέβαιναν, κατά τα προαναφερόμενα, τα αντίστοιχα εξωτραπεζικό, ήτοι κατά ποσοστιαίο μέσο όρο της τάξεως του 8,6% για τις αγορές και του 10,9% για τις αναλήψεις μετρητών και ως εκ τούτου η ένδικη απαίτηση δεν είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη. Περαιτέρω, από τους αναλυτικούς λογαριασμούς που εξέδωσε η καθ’ ης Τράπεζα, προκύπτει ότι αυτή ενσωμάτωνε παράνομα στο εκάστοτε εφαρμοσθέν επιτόκιο υπολογισμού των τόκων και την εισφορά του ν. 128/75 μετακυλίοντάς την στον ανακόπτοντα, αυξάνοντας έτσι το ποσοστό του επιτοκίου υπολογισμού των τόκων, η οποία όμως εισφορά, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη δεύτερη νομική σκέψη, βαρύνει την ίδια την Τράπεζα, καθόσον δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε συμφωνία μεταξύ αυτής και του ανακόπτοντος για την μετακύλιση της εισφοράς του Ν. 128/1975 σε βάρος του τελευταίου. Η καθ’ ης μετακύλισε την εισφορά αυτή στον ανακόπτοντα και τα ποσά αυτής ενσωματώθηκαν στο ανεξόφλητο κεφάλαιο, με αποτέλεσμα να υπολογιστούν σ’ αυτά τόκοι. Η χρέωση, όμως, του λογαριασμού του ανακόπτοντα με τα ποσά αυτά είναι παράνομη, και επομένως άκυρη, ενώ η ενσωμάτωση στην ένδικη απαίτηση παράνομων κονδυλίων την καθιστά επίσης αβέβαιη και μη εκκαθαρισμένη. Επομένως το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλουμένη απόφαση κατέληξε στην ίδια κρίση και δέχθηκε τους υπό στοιχεία ΙΙ.1 και 11.2 ως άνω λόγους της ανακοπής ως κατ’ ουσίαν βάσιμους και ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και την από 4-1-2013 επιταγή προς πληρωμή παρά πόδας αντιγράφου εξ απογράφου πρώτου εκτελεστού αυτής,  δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων και οι περί του αντιθέτου σχετικοί λόγοι της  εφέσεως πρέπει να απορριφθού ως κατ’ ουσίαν αβάσιμοι. Συνεπώς πρέπει να απορριφθεί η έφεση ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη, καταδικασθεί η εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας (άρθρ. 176, 183, 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.)  και να διαταχθεί, κατ’ άρθρο 495 παρ. 4 Κ.Πολ.Δ. η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο των  παραβόλων, που καταβλήθηκαν.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και απορρίπτει κατ’ ουσίαν την από 16-12-2015 και με αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2015 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3028/2015 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και της υπ’ αριθμ. 3857/2015 διορθωτικής αυτής αποφάσεως του ιδίου Δικαστηρίου.

Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων, που κατατέθηκαν,  στο Δημόσιο Ταμείο.

Καταδικάζει την εκκαλούσα στα δικαστικά έξοδα του εφεσιβλήτου του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   10 Ιανουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ