Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 21/2020

Αριθμός  21/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Ελένη Κούφη, Πρόεδρο Εφετών,   Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη και Σοφία Καλούδη, Εφέτη-Εισηγήτρια   και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Με την από 22-10-2018 κλήση νόμιμα εισάγεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, μετά την έκδοση της με αριθμό 367/2015 απόφασης του Ειρηνοδικείου Πειραιώς επί της από 14-2-2011 (αρ.εκθ.καταθ………/15-2-2011) αγωγής εφεσιβλήτου, η υποβληθείσα με τις από 22-3-2012 προτάσεις του κατά τη συζήτηση της με αριθμό κατάθεσης …./2008 έφεσης κατά της με αριθμό 5189/2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, δηλαδή πριν την έκδοση της ήδη αναιρεθείσας με αριθμό 95/2009 προηγούμενης απόφασης του Δικαστηρίου αυτού επί της ως άνω εφέσεως, η συζήτηση της οποίας είχε ανασταλεί με την με αριθμό 634/2012 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου μέχρι την περάτωση της δίκης επί της ανωτέρω αγωγής του εφεσιβλήτου ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 169 Κ.Πολ.Δ το δικαστήριο ύστερα από αίτηση του εναγομένου ή του διαδίκου εναντίον του οποίου ασκήθηκε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο μπορεί να υποχρεώσει σε εγγυοδοσία τον ενάγοντα ή το διάδικο που άσκησε κύρια παρέμβαση ή ένδικο μέσο για τα έξοδα της διαδικασίας, που γίνεται στο ίδιο δικαστήριο, αν αυτό κρίνει, ότι υπάρχει προφανής κίνδυνος αδυναμίας να εκτελεστεί η ενδεχόμενη καταδίκη του διαδίκου αυτού στα έξοδα του αντιδίκου. Περαιτέρω κατά τη διάταξη του άρθρου 171 εδ. β του ίδιου κώδικα, το δικαστήριο δεν προχωρεί στη συζήτηση του ενδίκου μέσου, ώσπου να κατατεθεί η εγγύηση, που διέταξε σχετικά με το ένδικο αυτό μέσο. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι για την επιβολή της προβλεπόμενης εγγύησης, απαιτείται κατ` αρχήν αίτηση του εναγομένου, καθού η κύρια παρέμβαση ή το ένδικο μέσο, η οποία προκειμένου για τη συζήτηση ένδικου μέσου υποβάλλεται με τις προτάσεις κατά την πρώτη συζήτηση επί ποινή απαραδέκτου (άρθρο 263 περ. γ Κ.Πολ.Δ) και περαιτέρω η συνδρομή προφανούς κινδύνου ότι ενδεχόμενη καταδίκη του αιτούντος την παροχή έννομης προστασίας στα έξοδα δεν θα καταστεί δυνατό να εκτελεσθεί. Κριτήριο επομένως της υποχρέωσης εγγυοδοσίας είναι η προφανής οικονομική αδυναμία του επιτιθέμενου διαδίκου ανεξάρτητα από τις πιθανότητες ουσιαστικής κρίσεως της διαφοράς υπέρ του ενός ή του άλλου μέρους. Τέλος προφανής είναι ο κίνδυνος όταν καθίσταται έκδηλος από τα υπάρχοντα στοιχεία, χωρίς να απαιτείται η διεξαγωγή προς τούτο απόδειξης (ΑΠ1876/2009, 990/08 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ 650/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Εν προκειμένω, ο καθ’ ού η αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση ζήτησε με τις προτάσεις του να υποχρεωθεί ο αιτών σε εγγυοδοσία για τα δικαστικά έξοδα της προκείμενης δίκης, γιατί υπάρχει έκδηλη οικονομική αδυναμία και προφανής αφερεγγυότητά του, ώστε να καθίσταται αδύνατη η εκτέλεση της εκδοθησόμενης απόφασης κατά τη διάταξη της ενδεχόμενης καταδίκης του στα δικαστικά έξοδα. Η αίτηση αυτή, η οποία τυγχάνει νόμιμη, στηριζόμενη στη προαναφερθείσα διάταξη του άρθρου 169 ΚΠολΔ, είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη. καθόσον από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι δεν αποδείχθηκε ότι ο αιτών στερείται της οικονομικής δυνατότητας να καταβάλει τα δικαστικά έξοδα, που τυχόν θα του επιβληθούν για την παρούσα δίκη.

  1. IV. Περαιτέρω, ο καθ’ ού η ένδικη αίτηση ζητά κατ’ άρθρο 295 παρ. 2 ΚΠολΔ να ανασταλεί η πρόοδος της δίκης μέχρις ότου του καταβληθούν τα έξοδά του από προηγούμενες δίκες επί τριών αγωγών που ο αιτών είχε ασκήσει σε βάρος του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς με το αυτό περιεχόμενο, από τις οποίες παραιτήθηκε, καθώς και επί της προηγουμένως υποβληθείσας ίδιας αίτησης με τις από 6-10-2011 προτάσεις του ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, συνολικού ποσού 1.990 ευρώ.
  2. V. Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα προέκυψε ότι ο αιτών άσκησε ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς κατά του καθ’ ού την από 12-1-2011 (αρ. έκθ. κατάθ. ……/17-2011) αγωγή του, με την οποία ζητούσε την απόδοση του καταβληθέντος, σε εκτέλεση της αναιρεθείσας με αριθμό 95/2009 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου, ποσού 10.473,80 ευρώ, από την οποία ακολούθως παραιτήθηκε πριν τη συζήτησή της με την από 1-2-2011 (αρ. έκθ. Κατάθ. ../../2011) όμοια αγωγή του ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που επιδόθηκε στον καθού στις 4-2-2011 (βλ. σχετική επισημείωση της δικ. επιμελήτριας στο πρωτοδικείο Πειραιώς, ………), από την οποία ομοίως παραιτήθηκε πριν τη συζήτησή της με την άσκηση της νεότερης από 14-2-2011 αγωγής του ενώπιον του ιδίου Δικαστηρίου (αρ. έκθ. κατάθεσης ……../2011) με το ίδιο περιεχόμενο και αίτημα, που επιδόθηκε στον εκκαλούντα στις 29-3-2011 (βλ. τη με αριθμό …./29-3-2011 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ….. .). Για τις ανωτέρω αγωγές δεν αποδείχθηκε ότι ο καθ’ ού  η αίτηση υποβλήθηκε σε οιαδήποτε έξοδα και ως εκ τούτου δεν συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 295 παρ. 2 ΚΠολΔ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο καθ΄ ού. Περαιτέρω προέκυψε, ότι εκκρεμούσης της τελευταίας ως άνω αγωγής, επαναφέρθηκε προς νέα συζήτηση με την από 12-11-2010 κλήση του καθ’ ού η αίτηση η έφεση αυτού ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου κατά της με αριθμό 5189/2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Κατά την αρχικώς ορισθείσα δικάσιμο για συζήτηση αυτής στις 6-10-2011 ο τότε εφεσίβλητος και νυν αιτών με τις προτάσεις του υπέβαλε εκ νέου αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στη προτέρα κατάσταση με το αυτό περιεχόμενο, όπως και με όλα τα προηγούμενα δικόγραφα. Με τη με αριθμό 672/2011 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης, η οποία συζήτηση προσδιορίστηκε για τη δικάσιμο της 22ης-3-2012, οπότε ο εφεσίβλητος κατέθεσε νέες προτάσεις και υπέβαλε την (νυν ένδικη) αίτηση κατ’ άρθρο 581 παρ. 3 ΚΠολΔ, που ήδη επαναφέρεται προς κρίση σύμφωνα με τα, στο ως άνω υπό στοιχείο Ι της παρούσας, αναφερόμενα. Επί της ως άνω εφέσεως εκδόθηκε η με αριθμό 634/2012 απόφαση του Δικαστηρίου αυτού, που την έκανε δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση και απέρριψε την αγωγή ως ουσιαστικά αβάσιμη, ενώ διέταξε την αναστολή λόγω εκκρεμοδικίας της υποβληθείσας με τις προτάσεις του εφεσιβλήτου ως άνω αίτησης, μέχρι την περάτωση της δίκης επί της εκκρεμούσης ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (……./2011) όμοιας αγωγής του. Ήδη  δε, επί της αγωγής αυτής έχει εκδοθεί η με αριθμό 367/2015 απόφαση του Ειρηνοδικείου Πειραιώς, που την απέρριψε ως απαράδεκτη, ελλείψει αρμοδιότητας. Κατά της τελευταίας αυτής απόφασης ο εκκαλών άσκησε την από 11-11-2016 έφεσή του (ΓΑΚ/ΕΑΚ/………./2016) ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, από την οποία τελικώς παραιτήθηκε με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του στο ακροατήριο του ανωτέρω Δικαστηρίου (βλ. τα με αριθμό 525/24-9-2018 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς). Σύμφωνα, επομένως, με τα προεκτεθέντα, ο αιτών δεν παραιτήθηκε από τις ως άνω αιτήσεις περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα κατάσταση [με τις από 6-10-2011 προτάσεις ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου και της αγωγής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιώς (……./2011)], αλλά αντιθέτως επ’ αυτών εκδόθηκαν σχετικές αποφάσεις και συνεπώς ούτε για αυτές συντρέχει περίπτωση εφαρμογής της διάταξης του άρθρου 295 παρ. 2 ΚΠολΔ. Συνακόλουθα, το ερειδόμενο στην εν λόγω διάταξη αίτημα του καθ’ ού για αναστολή της προόδου της δίκης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμο.
  3. VI. Κατά το άρθρο 579 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ., αν προαποδεικνύεται εκούσια ή αναγκαστική εκτέλεση της απόφασης που αναιρέθηκε, ο Άρειος Πάγος, αν υποβληθεί αίτηση με το αναιρετήριο ή με τις προτάσεις ή με αυτοτελές δικόγραφο, που κατατίθεται στη γραμματεία του έως την παραμονή της συζήτησης, διατάζει με την αναιρετική απόφαση την επαναφορά των πραγμάτων στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την εκτέλεση. Η διάταξη αυτή έχει εφαρμογή και στο δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με το άρθρο 581 παρ. 3 του ίδιου Κώδι­κα. Με την αίτηση επαναφοράς μπορεί να ζητηθεί η απόδοση των καταβληθέντων από τον αναιρεσείοντα στον αναιρεσίβλητο χρηματικών ποσών του κεφαλαίου, των τόκων και των δικαστικών εξόδων, καθώς και η επί του αθροίσματος αυτών καταβολή νόμιμων τόκων, οφειλομένων, όμως, μόνο από την επίδοση της διατάσσουσας την επαναφορά των πραγμάτων απόφασης, γιατί από του χρόνου της επίδοσης αυτής καθίσταται, κατ` άρθρο 340 Α.Κ., υπερήμερος ο αναιρεσίβλητος. Αντίθετα δεν μπορούν να ζητηθούν τα καταβληθέντα έξοδα της έκδοσης απογράφου και αντιγράφου της προς εκτέλεση απόφασης, της σύνταξης επιταγής προς εκτέλεση, της εντολής για τη διενέργεια αυτής κ.λ.π., διότι η διάταξη του άρθρου 579 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ. κατά την αληθινή της έννοια, επιτρέπει την απόδοση μόνον εκείνων που η παροχή τους διατάχθηκε από την αναιρεθείσα απόφαση και όχι επομένως και των εξόδων της μετέπειτα επιχειρηθείσας αναγκαστικής εκτέλεσης αυτής, τα οποία οφείλονται από τον καθού η εκτέλεση όχι βάσει της απόφασης αυτής, αλλά από τον νόμο (932 Κ.Πολ.Δ.) (AΠ 1749/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

VΙΙ. Εν προκειμένω, με την ένδικη αίτηση, όπως προεκτέθηκε, ζητείται η επαναφοράτων πραγμάτων στην προ της εκτέλεσης της αναιρεθείσας με αριθμό 95/2009 απόφασης του Δικαστηρίου τούτου κατάσταση και συγκεκριμένα ο αιτών ζητεί να υποχρεωθεί ο καθ’ ού η αίτηση να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 10.473,80 ευρώ, που ο ίδιος του κατέβαλε ενόψει της απειλούμενης εις βάρος του αναγκαστικής εκτέλεσης της αναιρεθείσης αποφάσεως και ειδικότερα τα ποσά των : 1) 9.400 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, 2) 400,32 ευρώ για τέλη απογράφου και Ο.ΓΑ, 3) 650 ευρώ για έξοδα και δικαιώματα έκδοσης, λήψης και επικύρω­σης του επιδοθέντος φωτοαντιγράφου εκ του απογράφου, σύνταξης και παραγγελίας προς επίδοση της από 27-2-2009 επιταγής προς πληρωμή και τέλος, 4) 23,48 ευρώ για τόκους υπερημερίας επί των ανωτέρω ποσών, από την επομένη της επίδοσης της επιταγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, δηλαδή από τις 28-2-2009 μέχρι τις 4-3-2009, και δη νομιμότοκα από 4-3-2009, οπότε το ως άνω ποσό καταβλήθηκε στον καθού, άλλως από 1-11-2010, οπότε δημοσιεύθηκε η με αριθμό 1484/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου, άλλως από 4-11-2010, οπότε ο καθού έλαβε γνώση της αναιρετικής απόφασης και του προσέφερε την επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη. Η αίτηση αυτή, σύμφωνα με τα ανωτέρω, είναι νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 579 παρ.2 και 581 παρ. 3 ΚΠολΔ, εκτός του αιτήματος : α) για καταβολή των εξόδων εκτέλεσης, διότι, σύμφωνα με όσα προαναφέρθηκαν, τα εν λόγω ποσά δεν επιδικάστηκαν με την αναιρεθείσα απόφαση, ώστε να είναι αποδοτέα, αλλά αποτελούν έξοδα της αναγκαστικής εκτέλεσης της που οφείλονται από τον νόμο, και β) για επιδίκαση τόκων από προγενέστερο της επίδοσης της απόφασης αυτής χρόνο, διότι πριν από την έκδοση της περί επαναφοράς των πραγμάτων απόφασης, δεν υπάρχει απαίτηση για επιστροφή των καταβληθέντων δυνάμει εκτελεστής απόφασης και έτσι, κατά τα άρθρα 340, 345 και 346 ΑΚ, απαιτείται επίδοση της προκείμενης απόφασης, ώστε να επέλθει όχληση (βλ. ΑΠ 7810/2019, ΕφΑθ 1900/2017 ΤΝΠ).

VIII. Από τα προσκομιζόμενα έγγραφα αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά : Με την υπ’ αριθμ. 5189/2007 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς έγινε μερικώς δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη η από 30-4-2003 και με αριθμό κατάθεσης …../2003 αγωγή του ήδη αιτούντος …….. κατά του καθού η αίτηση ……….., και επιδικάστηκε σε αυτόν το ποσό των 20.000 ευρώ, πλέον νόμιμων τόκων, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητάς του από τον τελευταίο, κατά τα ειδικότερα σε αυτή αναφερόμενα, ενώ η καταψηφιστική της διάταξη κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή για το ποσό των 10.000 ευρώ. Ο ως άνω εναγόμενος και νυν καθ΄ ου η αίτηση, συμμορφούμενος με το διατακτικό της εν λόγω απόφασης, κατέβαλε στον ενάγοντα και νυν αιτούντα το ανωτέρω ποσό των 10.000 ευρώ, ακολούθως δε άσκησε κατ’ αυτής την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2008 έφεση, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθμ. 95/2009 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, που την έκανε δεκτή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν και εξαφάνισε την εκκαλούμενη απόφαση, περαιτέρω δε, διέταξε και την επαναφορά των πραγμάτων στην προηγούμενη κατάσταση, υποχρεώνοντας τον εφεσίβλητο – ενάγοντα να αποδώσει στον εκκαλούντα – εναγόμενο το ποσό των 10.000 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της από 16-1-2008 έφεσής του, ενώ επέβαλε σε βάρος του εφεσιβλήτου και τα δικαστικά έξοδα του εκκαλούντος και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, συνολικού ποσού 9.400 ευρώ. Στη συνέχεια, με την από 27-2-2009 επι­ταγή προς πληρωμή, ο τότε εφεσίβλητος επιτάχθηκε να καταβάλει στον εκκαλούντα το ποσό των 10.000 ευρώ, που ο τελευταίος του είχε καταβάλει σε εκτέλεση της πρωτόδικης απόφασης και τους αντίστοιχους τόκους υπερημερίας, ποσού 1.120 ευρώ, καθώς και τα κάτωθι ποσά : 1) 9.400 ευρώ για επιδικασθείσα δικαστική δαπάνη, 2) 400,32 ευρώ για τέλη απογράφου και Ο.ΓΑ, 3) 650,00 ευρώ για έξοδα και δικαιώματα έκδοσης, λήψης και επικύρω­σης του επιδοθέντος φωτοαντιγράφου εκ του απογράφου, σύνταξης και παραγγελίας προς επίδοση της από 27-2-2009 επιταγής προς πληρωμή και 4) 23,48 ευρώ για τόκους υπερημερίας επί των ανωτέρω ποσών, από την επομένη της επίδοσης της επιταγής μέχρι την ολοσχερή εξόφληση, δηλαδή από τις 28-2-2009 μέχρι τις 4-3-2009. Ο εφεσίβλητος, συμμορφούμενος με την ως άνω επιταγή προς πληρωμή, στις 4-3-2009 κατέβαλε στον εκκαλούντα με κατάθεση στον λογαριασμό που τηρεί στην Τράπεζα ALPHABANK (Κατάστημα …..) με αριθμό …………., το συνολικό ποσό των 21.595 ευρώ (βλ. το προσκομιζόμενο με επίκληση παραστατικό της ALPHABANK – TUN: ………….). Ωστόσο, ακολούθως η ως άνω με αριθμό 95/2009 εκτελεσθείσα απόφαση του Δικαστηρίου τούτου αναιρέθηκε δυνάμει της με αριθμό 1484/2010 απόφασης του Αρείου Πάγου, που δέχθηκε τη σχετική αίτηση αναίρεσης που άσκησε ο εφεσίβλητος κατά της με αριθμό 95/2009 απόφασης. Ήδη δε ο τελευταίος με την εκκρεμούσα ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου αίτησή του, που ασκήθηκε κατά τα αναλυτικά αναφερόμενα στο υπό στοιχείο V της παρούσας, ζητεί την επιστροφή του εν λόγω ποσού. Ο καθ΄ ού η αίτηση με τις προτάσεις του ισχυρίζεται όλως αορίστως ότι έχει εξοφλήσει το ως άνω ποσό, δίχως ωστόσο να αποδεικνύει τον ισχυρισμό του, που για αυτό το λόγο πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, ενώ περαιτέρω προβάλει και την ένσταση της καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος (άρθρο 281 ΑΚ), ισχυριζόμενος ότι ο αιτών είναι υπαίτιος για τη δημιουργία των δικαστικών αυτών εξόδων, επειδή άσκησε σε βάρος του αβάσιμη αγωγή, ενώ επιπλέον έχει συνομολογήσει επανειλημμένως ότι του οφείλει μεγάλα χρηματικά ποσά. Η ως άνω ένσταση τυγχάνει μη νόμιμη και απορριπτέα, διότι η επαναφορά των πραγμάτων συναρτάται με την ακύρωση ή μεταρρύθμιση του τίτλου και όχι με την ύπαρξη δικαιώματος του οφειλέτη (βλ. Β. Βαθρακοκοίλη, ΚΠολΔ, 1997, άρθρο 914, παρ. 5, σελ. 189), ενώ η οφειλή εκ μέρους του αιτούντος χρηματικών ποσών στον καθού η αίτηση δεν καθιστά άνευ ετέρου καταχρηστική την ένδικη αίτηση. Μετά ταύτα, η υπό κρίση αίτηση πρέπει να γίνει δεκτή και ως κατ’ ουσία βάσιμη και να υποχρεωθεί ο καθ’ ου να καταβάλλει στον αιτούντα το ποσό των 9.400 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της απόφασης αυτής. Τέλος, ο καθού η αίτηση πρέπει να καταδικασθεί στα δικαστικά έξοδα του αιτούντος, λόγω της ήττας του (άρθρο 176 ΚΠολΔ), κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με την παρουσία των διαδίκων την αίτηση περί επαναφοράς των πραγμάτων στη προτέρα κατάσταση, που υποβλήθηκε με τις από 22-3-2012 προτάσεις του εφεσίβλητου …….., κατά τη συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου της με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2008 έφεσης κατά της με αριθμό 5189/2007 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ ό,τι κρίθηκε απορριπτέο.

ΔΕΧΕΤΑΙ κατά τα λοιπά την αίτηση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον καθού η αίτηση να καταβάλει στον αιτούντα το ποσό των εννέα χιλιάδων τετρακοσίων ευρώ (9.400 ευρώ), με τον νόμιμο τόκο από την επίδοση της απόφασης αυτής. Και

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον καθού η αίτηση στα δικαστικά έξοδα του αιτούντος και ορίζει αυτά στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις 5 Δεκεμβρίου 2019.

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                    Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής,

λόγω λήξεως της

αποσπάσεως κα

αναχωρήσεώς της,

ο αρχαιότερος της

συνθέσεως Εφέτης,

Ιωάννης Αποστολόπουλος.

 

 

Δημοσιεύθηκε δε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, την 9η Ιανουαρίου 2020, με άλλη σύνθεση, λόγω λήξεως της αποσπάσεώς της και αναχωρήσεως της Προέδρου Εφετών,   Ελένης Κούφη, αποτελουμένη από τους Δικαστές, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Προεδρεύοντα Εφέτη, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά και Σοφία Καλούδη, Εφέτες, και με Γραμματέα την Ελένη Τσίτου, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Π ΠΡΟΕΔΡΕΥΩΝ                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ