Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 27/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός απόφασης  27/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από την Δικαστή Ελένη Νικολακοπούλου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  1. I. Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 74, 516 και 517 εδ. α` του ΚΠολΔ συνάγεται, ότι η έφεση πρέπει να απευθύνεται κατά των αντιδίκων του εκκαλούντος στην πρωτόδικη δίκη, όχι δε και κατ΄ εκείνων που διετέλεσαν ομόδικοι αυτού, οι οποίοι υφίστανται την ίδια με αυτόν βλάβη από την εκκαλουμένη απόφαση. Κατ` εξαίρεση, η έφεση μπορεί παραδεκτώς να απευθύνεται και κατά των ομοδίκων του εκκαλούντος ή κατά κάποιου από αυτούς, αν η εκκαλούμενη απόφαση περιέχει επιβλαβή διάταξη για κάποιον από τους ομοδίκους και υπέρ άλλου και παράγει δεδικασμένο μεταξύ αυτών, ή απέρριψε την αίτηση που υπέβαλε κάποιος ομόδικος κατ΄ άλλου ομοδίκου. Αυτό μπορεί να συμβεί, όταν η διαδικασία επιτρέπει την ανάπτυξη αντιδικίας μεταξύ των ομοδίκων για την προάσπιση αντιθέτων συμφερόντων τους (π.χ. στη δίκη διανομής). (ΟλΑΠ 24/1997, ΟλΑΠ 15/1996, 16/1996, ΑΠ 25/2015, ΑΠ 642/2007, ΑΠ 629/2007, ΑΠ 1036/2006, ΕφΑθ 7175/2013, ΕφΠειρ 223/2013, ΕφΠατρ 226/2012, ΕφΑθ 4397/2010, ΕφΘεσ 481/2010, ΕφΛαμ 77/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Σ. Σαμουήλ, Η Έφεση, έκδοση 5η, παρ. 338). Το απαράδεκτο αυτό της έφεσης λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο (άρθρα 68, 73 και 532 ΚΠολΔ).
  2. II. Η κρινόμενη από 12.1.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου ………./15.1.2018 και προσδιορισμού στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου ………/18.1.2018 έφεση του εκκαλούντος-αιτούντος, που στρέφεται κατά της υπ’αριθμ.1818/2017 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων και κατά την εκουσία δικαιοδοσία και απέρριψε, ένεκα αοριστίας, την από 16.12.2016 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ………/19.12.2016 αίτηση του εκκαλούντος, . …….., ομού με τους . …….. και …….., ήδη εφεσιβλήτους, σε βάρος της καθ’ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας, ήδη εφεσίβλητης, περί κήρυξης της ακυρότητας απόφασης της γενικής συνέλευσης της, υπέρ της οποίας άσκησε πρωτοδίκως προφορικά πρόσθετη παρέμβαση ο ……….., νυν εφεσίβλητος, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, εφόσον προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης στον εκκαλούντα στις 15.12.1017 με σχετική επισημείωση επί του σώματος αυτής, της δικαστικής επιμελήτριας ……….., που προσκομίζεται μετ’επικλήσεως από τον εκκαλούντα, το δε πρωτότυπο του δικογράφου της εφέσεως κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 15.1.2018 [άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 496, 498, 499, 500, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1, 520 παρ.1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ], αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και παραδεκτά ασκείται από τον εκ των ηττηθέντων στον πρώτο βαθμό αιτούντων, εκκαλούντα και νόμιμα στρέφεται κατά της αντιδίκου τους, καθ’ης η αίτηση ναυτικής εταιρείας και του προσθέτως παρεμβαίνοντος υπέρ αυτής, πλην όμως, καθόσον στρέφεται κατά των λοιπών αιτούντων και ομοδίκων του στον πρώτο βαθμό, . …….. και …….., ομοίως ηττηθέντων ομού με τον εκκαλούντα, χωρίς η εκκαλουμένη να περιλαμβάνει διάταξη υπέρ αυτών, που να βλάπτει τον εκκαλούντα και χωρίς να προκύπτει δεδικασμένο μεταξύ των ομοδίκων, πρέπει να απορριφθεί, ως απαράδεκτη και να καταδικασθεί ο εκκαλών, λόγω της ήττας του, στην πληρωμή των δικαστικών εξόδων των, ως άνω, δεύτερου και τρίτου των εφεσίβλητων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του οικείου αιτήματος τούτων (άρθρα 106, 183, 176 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας. Επομένως, πρέπει η ένδικη έφεση να γίνει εν μέρει τυπικά δεκτή, ως προς τους λοιπούς, αφού επιπλέον για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012 και αντικαταστάθηκε εκ νέου το άρθρο από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015), ενώ δεν είναι εγγραπτέα στην μερίδα της καθ’ης-εφεσίβλητης εταιρείας στο Μητρώο Ναυτικών Εταιρειών, απορριπτομένου του σχετικού ισχυρισμού του προσθέτως παρεμβαίνοντος, ως αβασίμου και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω εκουσία διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532 και 533 § 1 ΚΠολΔ.

III. Οι αιτούντες, . ………, . …….., ήδη εκκαλών και . ……, εξέθεσαν στην από 16.12.2016 αίτηση τους, ότι τυγχάνουν μέτοχοι της καθ’ης ναυτικής εταιρείας, ήδη πρώτης εφεσίβλητης, διατηρώντας αντιστοίχως την κυριότητα 113, 1.568 και 554 μετοχών, που αντιστοιχούν σε ποσοστό 2,51%, 34,84 και 12,32 του μετοχικού κεφαλαίου ανερχομένου σε 4.500.000 ευρώ και διαιρεμένου σε 4.500 ανώνυμες μετοχές ονομαστικής αξίας εκάστης 1000 ευρώ και ότι με απόφαση της  Έκτακτης Επαναληπτικής Γενικής Συνέλευσης των μετόχων στις 26.7.2016 τηρουμένων των νόμιμων διατυπώσεων εξελέγησαν οι δύο πρώτοι τούτων και η ……….., μη διάδικος στην παρούσα δίκη, μέλη του διοικητικού συμβουλίου, που συγκροτήθηκε αυθημερόν σε σώμα με την εκλογή του πρώτου τούτων, . …….., ως Προέδρου του διοικητικού συμβουλίου και νομίμου εκπροσώπου της καθ’ης εταιρείας, του δευτέρου, ………, νυν εκκαλούντος, ως αντιπροέδρου του διοικητικού συμβουλίου και της ………., ως γραμματέα, τα δε σχετικά πρακτικά στις 27.9.2016 καταχωρήθηκαν νομότυπα στα οικεία βιβλία της Υπηρεσίας Μητρώου Ναυτικών Εταιρειών (Υ.Μ.Ν.Ε.) του Υπουργείου Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής και ότι στις 7.12.2016 κοινοποιήθηκε στον πρώτο αιτούντα εξώδικη δήλωση του ………, προσθέτως παρεμβαίνοντος, ήδη εφεσιβλήτου, ότι με την ίδια ημερομηνία απόφαση της Γενικής Συνέλευσης των μετόχων για την εκλογή νέου διοικητικού συμβουλίου και συγκρότησης του σε σώμα, εξελέγη αυτός, ως Πρόεδρος και νόμιμος εκπρόσωπος της εταιρείας, ο ………., ως αντιπρόεδρος και ο ……….., ως γραμματέας/ταμίας, το δε ενσωματωμένο στην αίτηση σχετικό πρακτικό, που έχει κατατεθεί προς έλεγχο στην ανωτέρω Υ.Μ.Ν.Ε., δεν έχει ακόμη καταχωρηθεί στα οικεία βιβλία. Περαιτέρω, επικαλούμενοι ότι η ανωτέρω απόφαση  είναι άκυρη για τους αναφερόμενους λόγους και συγκεκριμένα, διότι κατά παράβαση του νόμου και της εταιρικής σύμβασης: 1) ουδέποτε ελήφθη απόφαση του διοικητικού συμβουλίου για την σύγκληση της εν λόγω έκτακτης γενικής συνέλευσης, ούτε υπογράφηκε από τον πρώτο των αιτούντων, Πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου ή τον νόμιμο αναπληρωτή του, η σχετική πρόσκληση των μετόχων, 2) οι δηλούντες, ως παραστάντες ή αντιπροσωπευθέντες, δεν είχαν δικαίωμα συμμετοχής σ’αυτήν, καθόσον δεν είχαν καταθέσει προηγουμένως τις μετοχές τους σε κάποια τράπεζα, ούτε τις προσκόμισαν στην συνέλευση, αφού δεν τις είχαν ακόμα παραλάβει, αλλά επέκειτο να τις παραλάβουν από 19.12.2016 έως και 21.12.2016, σύμφωνα με την από 6.12.2016 εξώδικη πρόσκληση του πρώτου αιτούντος με την ιδιότητα του Προέδρου, 3) άλλα άτομα δηλώνουν ότι παρευρέθησαν στην εν λόγω γενική συνέλευση με την από 7.12.2016 εξώδικη δήλωση τους και άλλα αναγράφονται στο πρακτικό συνεδρίασης της, που κατατέθηκε  στην Υ.Μ.Ν.Ε., ενώ δεν έλαβε χώρα γενική συνέλευση στην έδρα της εταιρείας διότι η θύρα ήταν κλειστή, 4) φέρεται ότι ενήργησε, ως γραμματέας κατ’αυτήν και συνέταξε το οικείο πρακτικό, άτομο που δεν πληρούσε τις αναγκαίες προϋποθέσεις και 5) δεν υπήρξε η προβλεπομένη απαρτία, καθόσον ο μόνος παραστάς, ………., εφεσίβλητος, εκπροσωπούσε ποσοστό μόλις 34,84% του μετοχικού κεφαλαίου, ενώ δεν προσκόμισε ειδική εξουσιοδότηση των μετόχων, που φέρεται ότι αντιπροσώπευε, καθώς και έγγραφο βεβαίας χρονολογίας, ζητούν να κηρυχθεί η ακυρότητα της από 7.12.2016 έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων της καθ’ης εταιρείας και να καταδικασθεί αυτή στα δικαστικά τους έξοδα.

  1. IV. Επί της ως άνω αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία, αφού κρίθηκε ότι τα προσδιοριστικά στοιχεία του εννόμου συμφέροντος των αιτούντων δεν καθίστανται σαφή καταλειπομένης αοριστίας σχετικά με τα ζητήματα, που αφορούν, τόσο στο ακριβές συμφέρον των αιτούντων προς άσκηση της υπό κρίση αίτησης, όσο και στη νόμιμη εκπροσώπηση της εταιρείας και ειδικότερα, με το σκεπτικό ότι από τα εκτιθέμενα περιστατικά δεν καθίσταται σαφές εάν οι δύο πρώτοι αιτούντες ασκούν την κρινόμενη αίτηση και υπό την ιδιότητα των μελών του διοικητικού συμβουλίου αμφισβητώντας την εκπροσώπηση της καθ’ης εταιρείας από το διοικητικό συμβούλιο, που εξελέγη δυνάμει της από 7.12.2016 πληττόμενης απόφασης της έκτακτης γενικής συνέλευσης ή μόνο υπό την ιδιότητα των μετόχων εκπροσωπούντων το 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου της εταιρείας, αποδεχόμενοι την εκλογή του, ακολούθως απέρριψε την αίτηση.

Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ήδη με την ένδικη έφεση του ο δεύτερος εκ των ηττηθέντων αιτούντων για τους αναφερομένους λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, όπως και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού, ζητεί την τυπική και ουσιαστική παραδοχή της εφέσεως του, την εξαφάνιση της εκκαλουμένης αποφάσεως, την αναδίκαση της αίτησης από το Δικαστήριο τούτο και την εν συνόλω παραδοχή της.

  1. V. Με βάση τις διατάξεις του Ν. 959/1979 διαμορφώθηκε ένας νέος τύπος ανώνυμης εταιρίας με ειδικό εμπορικό σκοπό, ήτοι την κυριότητα και εκμετάλλευση ή διαχείριση ελληνικών εμπορικών πλοίων. Παρόλο που είναι μια μορφή ανώνυμης εταιρίας εμφανίζει μεγάλες αποκλίσεις από τον τύπο αυτής κατά τον Ν. 2190/1920, οι οποίες έγιναν σκοπίμως από τον Έλληνα νομοθέτη προκειμένου η ναυτική εταιρία να είναι ελκυστική για τους Έλληνες πλοιοκτήτες (Α. Κιάντου-Παμπούκη, 2003, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος 1, εκδ. Σάκκουλα, σελ. 168-169). Η αυτονομία αυτή επιβεβαιώνεται και από το άρθρο 59 του Ν. 959/1979, που αποκλείει την εφαρμογή των διατάξεων περί αστικής εταιρίας (ΑΚ 742-784), του άρθρου 76 ΑΚ περί εκκαθάρισης των νομικών προσώπων, των άρθρων 18-64 του Εμπορικού Κώδικα και του Ν. 2190/1920 περί Ανωνύμων Εταιριών. Παρόλη, όμως, την ιδιαιτερότητα της ναυτικής εταιρίας, αναπόφευκτη για την ερμηνεία, καθώς και για τη συμπλήρωση νομοθετικών κενών του Ν. 959/1979, είναι η προσφυγή σε έννοιες και διατάξεις τόσο του Ν. 2190/1920 περί ΑΕ, όσο και του ΑΚ, δεδομένου ότι ο θεσμός της ναυτικής εταιρίας δεν κείται εκτός του όλου δικαιϊκού συστήματος (Αλ. Καλαντζή, Ναυτική Εταιρία, 1990, Νομική Βιβλιοθήκη, σελ. 136-137). Η ναυτική Εταιρία αποτελεί ιδιαίτερο τύπο εταιρίας και όχι παραλλαγή της ανώνυμης, όπως επιβεβαιώνει το άρθρο 59 του Ν.959/1979, πλην όμως, ο τελευταίος από τη φύση των πραγμάτων δεν είναι ένα κείμενο πλήρες που προβλέπει τα πάντα για τη ναυτική εταιρία. Το άρθρο 59 απαγορεύει προφανώς την αναλογία νόμου και όχι την αναλογία δικαίου, την οποία άλλωστε δεν μπορεί να αποκλείσει (Α. Κιάντου-Παμπούκη, Η Ναυτική Εταιρία και η σχέση της με την Ανώνυμη Εταιρία, σε τόμο Ναυτική Εταιρία-Σύγχρονα Ζητήματα, του Τμήματος Ναυτιλίας και Επιχειρηματικών Υπηρεσιών Σχολής Επιστημών της Διοίκησης του Πανεπιστημίου Αιγαίου, επιμέλεια Κ. Παμπούκη, 2003, εκδ. Σάκκουλα, σελ. 17-27, ΕπισκΕμπΔ 2003/653, Τουντόπουλου Β., Παρατηρήσεις στην απόφαση ΜΠρΑλεξ 129/2002, ΕΕΔ 2002/400-401, Σαρλή, Ο νέος θεσμός της ναυτικής εταιρίας και η ελληνική εμπορική ναυτιλία, ΠειρΝομ 1979/536, Αλ. Καλαντζή, Ναυτική Εταιρία, κατ’ άρθρο ερμηνεία Ν. 959/1979, έκδ. 1990, Νομική Βιβλιοθήκη, άρθρο 59, αριθ. 2, σελ. 136 και 142, Απ. Γεωργιάδη, Γενικές αρχές του Αστικού Δικαίου, εκδ. 3η, 2002, Κεφ. 6, αριθ. 23 επ., ΕφΑθ 7335/1986 ΕλλΔ/νη 1987, 158, ΠΠρΠειρ 905/1994 ΕΕΔ 1994/636, 640). Ειδικότερα, εκ των άρθρων 5 και 26 του Ν. 959/1979 συνάγεται ότι η ναυτική εταιρία πρόκειται περί κεφαλαιουχικής ένωσης στηριζόμενης στην περιουσιακή συμβολή των εταίρων και ο εταιρικός δεσμός εκφράζεται διά των μετοχών στις οποίες διαιρείται το μετοχικό κεφάλαιο. Η κτήση της μετοχής κατά κυριότητα προσδίδει στον κομιστή την ιδιότητα του μετόχου (ΑΠ 275/1997 ΕΕμπΔ 1997, 735), από την οποία απορρέουν τα οριζόμενα από το νόμο δικαιώματα, το σημαντικότερο, από τα οποία είναι να συμμετέχει ο μέτοχος στη διοίκηση της εταιρίας, ως δικαιούχος ψήφου στη Γενική Συνέλευση (ΓΣ), αναλόγως του ποσοστού που αντιπροσωπεύει. Σύμφωνα με το άρθρο 28 εδ. α` του Ν. 959/1979, η ΓΣ των μετόχων είναι το ανώτατο όργανο της εταιρίας και αποφασίζει για κάθε εταιρική υπόθεση, στο δε άρθρο 29 ορίζονται περιοριστικά τα θέματα για τα οποία είναι αποκλειστικά αρμόδια να αποφασίζει η ΓΣ των μετόχων της. Η ΓΣ των μετόχων στη ναυτική εταιρία κατέχει την ίδια θέση όπως και στην ΑΕ (άρθρο 33 του Ν. 2190/1920). Η απόφαση της είναι η έκφραση της βούλησης του οργάνου που προκύπτει από μια ψηφοφορία. Τα μέλη του οργάνου-μέτοχοι δηλώνουν τη βούληση τους αναφορικά με τις υποθέσεις της εταιρίας διά της ψήφου τους και από τις κατ’ ιδίαν δηλώσεις βούλησης των μελών σχηματίζεται συλλογικά η κοινή βούληση, που λογίζεται όχι ως βούληση των ψηφισάντων ούτε ως βούληση του συνόλου των μετόχων, αλλά ως η βούληση του νομικού προσώπου της ναυτικής εταιρίας στις προς τα έσω σχέσεις τους. Η σημασία δηλαδή της ΓΣ των μετόχων για τη διοίκηση, τη διαχείριση και την εν γένει ζωή της εταιρίας είναι σπουδαία και αποφασιστική. Οι αποφάσεις της ΓΣ της ναυτικής εταιρίας για να αναγνωριστούν από το δίκαιο πρέπει πρώτα να πληρούν ορισμένες προϋποθέσεις, θετικές και αρνητικές, τυπικές κι ουσιαστικές, που αναγράφονται στο νόμο και στο καταστατικό της. Εάν λείπει μία εξ αυτών, τότε πρόκειται περί ελαττωματικών αποφάσεων, οι οποίες δεν παράγουν, υπό όρους, τα επιδιωκόμενα έννομα αποτελέσματα. Βεβαίως, αξίζει να επισημανθεί ότι προκειμένου να γίνεται λόγος για ελαττωματικές αποφάσεις πρέπει καταρχήν αυτές να είναι υπαρκτές (υποστατές), καθώς οι ανύπαρκτες αποφάσεις παραμένουν «εσαεί» ανύπαρκτες για το δίκαιο (Ελ.Λεβαντή, Το δίκαιο των Εμπορικών Εταιριών, τόμος Γ`, Ανώνυμες Εταιρίες, εκδ. Σάκκουλα, 1989, σελ. 985, Ν. Ρόκα, Εμπορικές Εταιρίες, εκδ. Σάκκουλα, 1996, σελ. 136). Η ιδιαιτερότητα της ναυτικής εταιρίας έγκειται στο γεγονός ότι, παρόλο που στην ανώνυμη εταιρία του Ν. 2190/1920 (πλην εξαιρέσεων π.χ. άρθρο 32 παρ. 3 μετά το Ν. 3604/2007), προκειμένου να είναι νομικά υπαρκτή μία απόφαση της ΓΣ, πρέπει να έχει λάβει χώρα συγκέντρωση των μετόχων σε ορισμένο χώρο σύσκεψη τους και ψηφοφορία (ΜΠρΛαρ 139/1988, ΕΕμπΔ 1988/619), στη ναυτική εταιρία δεν αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση τούτο για τη νομική ύπαρξη της απόφασης της ΓΣ των μετόχων της. Σύμφωνα με το άρθρο 33 παρ. 2 του Ν.959/1979, η προσυπογραφή πρακτικού από όλους τους μετόχους ή τους αντιπροσώπους τους ισοδυναμεί με απόφαση της ΓΣ (παρ. 3 άρθρου 33). Η λήψη απόφασης για την προσυπογραφή πρακτικού αναπληροί κατά πάντα τη συνεδρίαση και τις διατυπώσεις σύγκλησης της ΓΣ (Στ. Κιντή, Ο Νόμος περί της Ναυτικής Εταιρίας, ΕΕμπΔ 1979/505, 511), εφόσον όμως οι ίδιοι οι μέτοχοι στο σύνολο τους αποφασίσουν κάτι τέτοιο. Επομένως, οι περιπτώσεις ανύπαρκτων αποφάσεων της ΓΣ των μετόχων της ναυτικής εταιρίας περιορίζονται μόνο σε αυτές που απουσιάζει ο σκοπός των μετόχων να ασκήσουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που έχουν στα πλαίσια της γενικής συνέλευσης, ως οργάνου της εταιρίας (ΑΠ 662/1998 NΟΜΟΣ). Εξυπακούεται ότι πρέπει να πρόκειται για απόφαση στην οποία συμμετέχουν άπαντες και μόνο οι μέτοχοι ή έστω αντιπρόσωποι αυτών, που να αποδεικνύουν τη σχετική εξουσία αντιπροσώπευσης των μετόχων (με προσήκουσα εξουσιοδότηση). Στην ελαττωματικότητα των αποφάσεων της ΓΣ της ναυτικής εταιρίας και στις επερχόμενες κυρώσεις αναφέρεται το άρθρο 31 του Ν. 959/1979. Κάθε απόφαση της ΓΣ που αντίκειται στον νόμο ή την εταιρική σύμβαση είναι άκυρη, τη δε ακυρότητα έχουν το δικαίωμα να ζητήσουν το ΔΣ ή μέτοχοι που εκπροσωπούν το 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου, εάν δεν συναίνεσαν στη λήψη της απόφασης ή δεν παραστάθηκαν στη ΓΣ, από το Μονομελές Πρωτοδικείο της έδρας της εταιρίας, κατά τη διαδικασία της Εκούσιας Δικαιοδοσίας, εντός προθεσμίας εξήντα (60) ημερών από τη λήψη της απόφασης. Ο νόμος περί ναυτικής εταιρίας δεν απαριθμεί, όπως στην ΑΕ του Ν.2190/1920, συγκεκριμένες περιπτώσεις-λόγους ακύρωσης των αποφάσεων της ΓΣ, αλλά ορίζει ότι κάθε αντίθεση προς το νόμο ή το καταστατικό καθιστά την απόφαση άκυρη. Θεωρείται άκυρη η απόφαση της ΓΣ ναυτικής εταιρίας στα πλαίσια του άρθρου 31 του Ν.959/1979 εάν λαμβάνεται σε συνέλευση στην οποία συμμετέχει και ψηφίζει πρόσωπο που κατέχει μετοχές, αλλά δεν δικαιούται να ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτές, η δε έλλειψη δικαιώματος άσκησης του δικαιώματος ψήφου που απορρέει από τη μετοχή, μπορεί να προκύψει είτε λόγω προγενέστερης μεταβίβασης της μετοχής σε τρίτο πρόσωπο (ΑΠ 275/1997 NΟΜΟΣ), είτε λόγω του ότι η κατοχή της έχει αποκλειστικό σκοπό τη φύλαξη της για λογαριασμό του πραγματικού κυρίου (ΑΠ 662/1998 ΕΕμπΔ 1999/368). Η εν ζωή μεταβίβαση της μετοχής ως συνόλου δικαιωμάτων γίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 455 επ. ΑΚ, περί εκχώρησης απαίτησης και συνεπώς, μετά την αναγγελία της μεταβίβασης της μετοχής στη ναυτική εταιρία από τον εκδοχέα ή τον εκχωρητή αποκόπτεται κάθε δεσμός του τελευταίου προς την εταιρία, σύμφωνα με τα άρθρα 460-462 ΑΚ και η μεταβιβασθείσα μετοχή αποκτάται από εκείνον προς τον οποίο έγινε η μεταβίβαση, ο οποίος έκτοτε δικαιούται να ασκεί τα δικαιώματα που απορρέουν από αυτήν. Τα νομιμοποιούμενα πρόσωπα για την ακυρότητα της απόφασης της ΓΣ δεν απαιτείται να αποδείξουν την ύπαρξη εννόμου συμφέροντος για την έγερση σχετικής αγωγής, ήτοι ζημία προσωπική ή οιονδήποτε συμφέρον από την κήρυξη της ακυρότητας. Στις περιπτώσεις που ο ίδιος ο νόμος δίνει το δικαίωμα ελέγχου της νομιμότητας των αποφάσεων της ΓΣ σε πρόσωπα που έχουν συγκεκριμένη ιδιότητα, θεωρείται δεδομένη η ύπαρξη εννόμου συμφέροντος σε αυτά, η οποία προκύπτει από μόνη την ιδιότητα τους. Η προθεσμία προς άσκηση της αίτησης ακύρωσης της ελαττωματικής απόφασης της ΓΣ της ναυτικής εταιρίας είναι εξήντα (60) ημέρες από τη λήψη της απόφασης. Παρόλο που δεν ορίζεται ρητώς, γίνεται δεκτό ότι η δικαστική απόφαση κήρυξης της ακυρότητας ανατρέχει στο χρόνο λήψης της απόφασης, όπως και κάθε ακυρότητα ή ακύρωση και συνάγεται ότι χωρίς αυτήν την κήρυξη, η απόφαση είναι έγκυρη (Λ.Γεωργακόπουλου, Η Ανώνυμος Ναυτική Εταιρία, ΝοΒ 24 (1976), 369, 373-374). Τα δε μέχρι τότε κτηθέντα δικαιώματα των καλόπιστων τρίτων, που στηρίζονται στην ελαττωματική απόφαση της ΓΣ, που ακυρώθηκε, δεν θίγονται από τη μετέπειτα ακύρωση της, σύμφωνα με τη γενική αρχή που καθιερώνεται στο άρθρο 54 παρ. 1 του Ν. 959/1979. Επισημαίνεται ότι το άρθρο 31 και η εισηγητική έκθεση του Ν. 959/1979 (ΕΝΔ 7, 606) ομιλούν περί ακυρότητας των αποφάσεων της ΓΣ μετόχων της ναυτικής εταιρίας, που προσκρούουν στο νόμο ή στο καταστατικό και είναι πράγματι άκυρες μεν επί των κοινών ανώνυμων εταιριών του Ν. 2190/1920, εντούτοις από την ανάλυση του άρθρου 31 παρ. 2 ως άνω συνάγεται ότι αναφορικά με τη ναυτική εταιρία, οι ελαττωματικές λόγω αντίθεσης στο νόμο ή στο καταστατικό αποφάσεις της ΓΣ των μετόχων της, είναι στην πραγματικότητα ακυρώσιμες και όχι άκυρες, γεγονός που έχει σχέση με τη φύση της διαδικασίας, που πρέπει να ακολουθήσει το Δικαστήριο, προκειμένου να εξαφανίσει την ελαττωματική απόφαση της ΓΣ, καθώς και με τον περιορισμό του αριθμού των δικαιούχων να ζητήσουν την εξαφάνιση της (Σ. Κιντή, Ο Νόμος περί ναυτικής εταιρίας, ΕΕμπΔ Λ`, 511). Ειδικότερα, όταν τίθεται θέμα ακυρότητας αυτή επέρχεται αυτοδικαίως, η απόφαση είναι άκυρη εξ αρχής, εκ των προτέρων και συνεπώς, αγωγή μπορεί να εγερθεί μόνο προς βεβαίωση και όχι προς κήρυξη της ακυρότητας. Στα πλαίσια όμως της διαδικασίας της Εκούσιας Δικαιοδοσίας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου, η δικαστική απόφαση για την κήρυξη της ακυρότητας της απόφασης της ΓΣ, έχει χαρακτήρα διαπλαστικό και όχι αναγνωριστικό, όπως θα έπρεπε εάν επρόκειτο περί αυτοδίκαιης ακυρότητας. Εξάλλου, στο άρθρο 31 του Ν. 959/1979 δεν γίνεται λόγος περί αποφάσεων, των οποίων η αντίθεση προς το νόμο συνιστά κατά το κοινό Δίκαιο λόγο ακυρότητας ή ακύρωσης, ωστόσο, δεν συνάγεται ότι η ιδιότυπη ακυρότητα αποτελεί τη μοναδική συνέπεια των ελαττωματικών αποφάσεων της ΓΣ ναυτικής εταιρίας, αφού ο τιθέμενος διά των διατάξεων αυτών κανόνας ακυρωσίας δεν καταλαμβάνει και τις εκ των γενικών λόγων ακυρότητας απολύτως άκυρες αποφάσεις, ήτοι αυτές που εκδόθηκαν πέραν της εξουσίας της ΓΣ ή αντίκεινται σε απαγορευτικό Νόμο ή στα χρηστά ήθη, οι οποίες είναι εξαρχής ανίσχυρες χωρίς να υφίσταται ανάγκης δικαστικής ακύρωσης τους και δύναται χωρίς χρονικό περιορισμό να προβληθεί η ακυρότητα τους κατ’ ένσταση ή να επιδιωχθεί η αναγνώριση της υφιστάμενης ήδη ακυρότητας τους με αγωγή. Η ακυρωσία που προβλέπεται ως κύρωση στις ελαττωματικές αποφάσεις της ΓΣ της ναυτικής εταιρίας, βάσει του άρθρου 31 του Ν. 959/1979, δεν αποκλείει την ακυρότητα σύμφωνα με τις γενικές διατάξεις περί δικαιοπραξιών του ΑΚ για τα βαρύτερα ελαττώματα των αποφάσεων αυτών (ΑΚ 174 επ., 178 επ., 180, 159 κ.άλ., ΑΠ 662/1998, ΕΕμπΔ 1999/368 και σχολιασμό από Ι.Π. Μάρκου). Επομένως, η αναγνώριση της διάκρισης των ελαττωματικών αποφάσεων της ΓΣ μετόχων ναυτικής εταιρίας σε ακυρώσιμες και σε αυτοδίκαια άκυρες και ανυπόστατες και η κατά περίπτωση εφαρμογή των γενικών διατάξεων περί δικαιοπραξιών από τα ελληνικά δικαστήρια κρίνεται επιβεβλημένη σε περιπτώσεις που, λόγω της λειτουργίας και των εννόμων αποτελεσμάτων, που επιφέρει η ιδιότυπη ακυρότητα του άρθρου 31 του Ν. 959/1979, διακυβεύεται η αρχή της νομιμότητας και οι βασικές αρχές του ελληνικού δικαιϊκού συστήματος. Και ναι μεν το ανυπόστατο και η ακυρότητα συμπίπτουν κατ’ αποτέλεσμα, αφού και τα δύο δεν επιτρέπουν στο «πραγματικό» της δικαιοπραξίας, που πάσχει από ατέλεια ή ελάττωμα, να παραγάγει τις έννομες συνέπειες στις οποίες κατευθύνεται, όμως ορισμένα γεγονότα καλύπτουν – με την έννοια ότι θεραπεύουν – την ακυρότητα (πρβλ. άρθρο 35β παρ. 3, 4 και 5 Ν. 2190/1920), ενώ το ανυπόστατο δεν επιδέχεται θεραπείας (επιχείρημα από άρθρο 35γ παρ. 1, Κ. Παμπούκη, Ανυπόστατες αποφάσεις της γενικής συνέλευσης, ΕπισκΕμπΔ Β/2008, 473-475). Άλλως, οι ανυπόστατες δικαιοπραξίες δεν είναι δεκτικές επικυρώσεως (Μ. Μαρίνο, Ανυπόστατες αποφάσεις ΓΣ, ΧρΙΔ 2013/244 με περαιτέρω παραπομπές). Η ανυπόστατη απόφαση διαφοροποιείται από την άκυρη ή την ακυρώσιμη απόφαση, οι οποίες είναι ελαττωματικές μεν, αλλά υποστατές αποφάσεις, έχοντας ολοκληρωμένη τη νομοτυπική τους μορφή, αυτή δε (ανυπόστατη) δεν δεσμεύει εξ υπαρχής το νομικό πρόσωπο ή τα μέλη του και δεν διαθέτει τεκμήριο νομιμότητας, βάσει του οποίου, εάν δεν ακυρωθεί εμπρόθεσμα, τρέπεται σε σύννομη. Επειδή δε η ανυπόστατη απόφαση είναι ανύπαρκτη κατά το δίκαιο, το ανυπόστατο της μπορεί να προβληθεί από οποιονδήποτε έχει έννομο συμφέρον, εξωδίκως ή δικαστικώς, και χωρίς να απαιτείται έκδοση διαπλαστικής απόφασης (ΑΠ 1392/2014 NΟΜΟΣ). Έναντι τρίτων η ανυπόστατη απόφαση δεν μπορεί να δημιουργήσει φαινόμενο δίκαιο, διότι δεν είναι δυνατό να θεμελιώσει δικαιολογημένη εμπιστοσύνη της σε ένα μόρφωμα που το δίκαιο δεν αναγνωρίζει. Η δε καταχώρηση της σε τυχόν προβλεπόμενα βιβλία δημόσιας πίστης (ή δημοσίευση της) δε θεραπεύει το ανυπόστατο της, αλλά απλώς υπόκειται σε διαγραφή διά της δικαστικής ή διοικητικής οδού. Ενόψει των ανωτέρω, πρέπει να διακρίνουμε σαφώς τις άκυρες αποφάσεις της ΓΣ, οι οποίες προϋποθέτουν πραγματική συγκέντρωση των μετόχων με σκοπό να συσκεφθούν και αποφασίσουν, από τις ανυπόστατες ανύπαρκτες ΓΣ, στις οποίες οι μέτοχοι δεν συγκεντρώθηκαν ως μέτοχοι σε ορισμένο οίκημα για να συσκεφθούν και αποφασίσουν και συνεπώς, δεν έλαβαν αποφάσεις. Στις περιπτώσεις αυτές πρόκειται για νομικώς ανύπαρκτες αποφάσεις (Ν. Ρόκα, Τα όρια της εξουσίας της πλειοψηφίας, σελ. 49, Στ. Κιντής, Ακυρότης και ακυρωσία αποφάσεων ΓΣ της ΑΕ, 1981, σελ. 18, υποσημ. 6 και 7, σελ. 19). Υποστηρίζεται ότι ανύπαρκτες αποφάσεις υπάρχουν και όταν η σύγκληση της ΓΣ έγινε από αναρμόδιο πρόσωπο, ως λ.χ. από τον Πρόεδρο του ΔΣ και όχι από το ΔΣ, που δεν ενήργησε συλλογικώς κατόπιν συσκέψεως και λήψης από αυτό απόφασης. Εάν ανακύψουν ζητήματα σχετικά με το ανύπαρκτο απόφασης ΓΣ, δύνανται να προσβληθούν ενώπιον Δικαστηρίου με την έγερση αναγνωριστικής αγωγής, οπότε εάν αποδειχθεί η μη συγκέντρωση μετόχων για συνέλευση και η πλαστότητα του πρακτικού που υπεγράφη, δεν θα έχουν νομικώς κύρος και υπόσταση οι εμφανισθείσες ως «αποφάσεις της ΓΣ». Το νομικώς ανύπαρκτο αποφάσεων και η πλαστότητα του συνταχθέντος σχετικού πρακτικού της ΓΣ υποστηρίζεται ευλόγως στην περίπτωση, που οι μέτοχοι δεν συγκεντρώθηκαν στον ορισθέντα κατά το νόμο (έδρα Εταιρίας) ή το καταστατικό της Εταιρίας τόπο (οίκημα) και χρόνο της ΓΣ για να συσκεφθούν και συναποφασίσουν επί των θεμάτων της ημερήσιας διατάξεως. Εξάλλου, η απόφαση που ελήφθη χωρίς νόμιμη σύγκληση γενικής συνελεύσεως ή εκτός συνελεύσεως από ορισμένα μόνο μέλη, χωρίς να προηγηθεί νόμιμη πρόσκληση από το αρμόδιο όργανο (λεγόμενη «αυτόκλητη σύγκληση της ΓΣ»), η οποία δεν συνιστά στην κυριολεξία γενική συνέλευση, αλλά απλή συνάθροιση κάποιων μελών, των οποίων η τυχόν «απόφαση» δεν είναι απλώς ακυρώσιμη, αλλά ανυπόστατη, εφόσον δεν φέρει τα εξωτερικά γνωρίσματα της απόφασης γενικής συνέλευσης, συνδέεται δε με τη συμμετοχή στην ψηφοφορία για τη λήψη απόφασης προσώπων που δεν είχαν τέτοιο δικαίωμα, καθώς η ψήφος τους επηρέασε βάσιμα ή ήταν δυνατόν να επηρεάσει το αποτέλεσμα της ψηφοφορίας (ΟλΑΠ 18/2001 NΟΜΟΣ, ΟλΑΠ 410/1963, ΕΕΝ 1963/ 872, ΑΠ 819/2007 NΟΜΟΣ, ΑΠ 1179/2006 ΤΝΠ ΔΣΑ Ισοκράτης, ΑΠ 1489/1999 ΕλλΔ/νη 2000/ 128, ΑΠ 94/1999 NΟΜΟΣ, ΑΠ 668/1999 ΕλλΔ/νη 2000/126, ΑΠ 587/1993 ΕλλΔ/νη 35, 1367, ΑΠ 546/1985 NΟΜΟΣ, ΑΠ 410/1967 ΝοΒ 15, 1165, ΑΠ 137/1963 ΝοΒ 11, 926, ΑΠ 569/1961 ΝοΒ 10, 260, ΕφΘεσ 199/2017 Αρμ 2017/384, ΕφΠειρ 126/2016 NΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 1680/2011 ΕλλΔ/νη 2012/851).

Στην προκειμένη περίπτωση με βάση τα εκτιθέμενα στην αίτηση πραγματικά περιστατικά, δικαιολογείται πλήρως και με σαφήνεια το έννομο συμφέρον των αιτούντων προσώπων, που εκπροσωπούν το 1/20 του εταιρικού κεφαλαίου της καθ’ης ναυτικής εταιρείας, οι δυο πρώτοι εκ των οποίων είναι και μέλη του διοικητικού της συμβουλίου, με την ιδιότητα του Προέδρου και αντιπροέδρου αντίστοιχα, προς ακύρωση της προσβαλλομένης απόφασης της έκτακτης γενικής συνέλευσης των μετόχων αυτής, η δε σύμπτωση της ιδιότητας του μετόχου και του μέλους του διοικητικού συμβουλίου στους δύο πρώτους τούτων, δεν καθιστά ασαφές το έννομο συμφέρον τους στην άσκηση της κρινόμενης αίτησης, ούτε έχει νόμιμο έρεισμα για την θεμελίωση της ενεργητικής τους νομιμοποίησης η διάκριση της ιδιότητας τους, ως μετόχων της καθ’ης, από την ιδιότητα των δύο πρώτων και ως μελών του διοικητικού της συμβουλίου, καθώς και η συσχέτιση εκάστης ιδιότητας αντίστοιχα με την παραδοχή ή μη της εκπροσώπησης της καθ’ης από το εκλεγέν με βάση την υπό ακύρωση απόφαση διοικητικό συμβούλιο, όπως αβασίμως διαλαμβάνει η εκκαλουμένη, καθόσον με σαφήνεια και πληρότητα εκτίθεται στην αίτηση τους, μεταξύ άλλων, ότι δεν έλαβε χώρα ούτε νόμιμη  σύγκληση της γενικής συνέλευσης στις 7.12.2016, κατόπιν απόφασης του νομοτύπως εκλεγέντος, κατά την από 26.7.2016 έκτακτη επαναληπτική γενική συνέλευση, διοικητικού συμβουλίου της εταιρείας, του οποίου οι δύο πρώτοι είναι νόμιμα μέλη, ούτε νόμιμη πρόσκληση των μετόχων από το αρμόδιο προς τούτο όργανο και δη τον αιτούντα Πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου και ουδόλως παραδέχθηκαν, ούτε με το δικόγραφο τους, μήτε με τις προτάσεις τους ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, την εκπροσώπηση της καθ’ης από τον φερόμενο εκλεγέντα, ως Πρόεδρο, με βάση την προσβαλλομένη, ως μη έγκυρη και ουσιαστικά ανύπαρκτη συνεδρίαση και απόφαση της γενικής συνέλευσης, ούτε συνακόλουθα, την δικαστική της παράσταση από τον διορισμένο απ’αυτόν εμφανιζόμενο πληρεξούσιο δικηγόρο, …….., τουναντίον ο πρώτος των αιτούντων, …….., δήλωσε ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, όσο και του παρόντος, ότι την εκπροσωπεί νομίμως με την ιδιότητα του Προέδρου και διόρισε πληρεξούσια δικηγόρο να παραστεί για λογαριασμό της, εσφαλμένα δε η εκκαλουμένη επιχειρεί να θεμελιώσει αοριστία της ένδικης αίτησης στην ανωτέρω διττή ιδιότητα των δύο πρώτων αιτούντων και στο ότι, σύμφωνα με τις γενόμενες αντίστοιχες δηλώσεις κατά τη συζήτηση της, η καθ’ης εταιρεία εκπροσωπήθηκε από δύο διαφορετικούς Προέδρους, που έδωσαν πληρεξουσιότητα για την διεξαγωγή της δίκης σε δύο διαφορετικούς δικηγόρους, λαμβανομένου υπόψη ότι σύμφωνα με την προσκομιζομένη μετ’επικλήσεως από τους αιτούντες και τον εκκαλούντα από 4.4.2017 με Α.Π.2212.3-1/4368/59/25198/2016 βεβαίωση  της Υ.Μ.Ν.Ε., νόμιμος εκπρόσωπος της καθ’ης εταιρείας-εφεσίβλητης είναι ο πρώτος αιτών, . ………, σύμφωνα με την καταχώρηση του από 26.7.2016 οικείου πρακτικού Συνέχισης Έκτακτης Επαναληπτικής Γενικής Συνέλευσης και Συνεδρίασης του Διοικητικού Συμβουλίου της, που αποτελεί πλήρη απόδειξη περί του εκπροσώπου της καθ’ης εταιρείας (άρθρο 20 παρ.2 και 5 Ν.959/1979) και επομένως, αυτός νομίμως δηλώνει ότι εκπροσωπεί την καθ’ης δικαστικά και διορίζει τις παριστάμενες για λογαριασμό της αντίστοιχα στον πρώτο και δεύτερο βαθμό πληρεξούσιες δικηγόρους και τούτο δεν αναιρείται από την δήλωση του προσθέτως παρεμβαίνοντος-εφεσιβλήτου, ………., ότι εκπροσωπεί την εταιρεία, ως Πρόεδρος, καθόσον δεν στηρίζεται σε κανένα θεμελιωτικό στοιχείο, πλην της προσβαλλομένης απόφασης για την μεταβολή της εκπροσώπησης της καθ’ης, που σημειωτέον δεν έχει καταχωρηθεί στην Υ.Μ.Ν.Ε., κατόπιν και των υπ’αριθμ…../2017 και …../2017 απορριπτικών πράξεων της οριζομένης αρμοδίως Προέδρου Πρωτοδικών του Πρωτοδικείου Πειραιώς, επί εγγράφου αμφιβολίας της εν λόγω Υπηρεσίας Μητρώου, ως προς το νομότυπο τούτης, κατ’άρθρο 53 παρ.2 Ν.959/1979. Ενόψει των ανωτέρω, οι παραδοχές της εκκαλουμένης περί αοριστίας του εννόμου συμφέροντος των αιτούντων και της νόμιμης εκπροσώπησης της καθ’ης, είναι εσφαλμένες κατά νόμο και συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που απέρριψε την αίτηση, ως αόριστη, έσφαλε στην ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δεκτών γενομένων των σχετικών λόγων έφεσης, ως ουσιαστικά βασίμων. Κατ’ακολουθίαν, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη και στη συνέχεια να κρατηθεί η υπόθεση για εκδίκαση από το Δικαστήριο τούτο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ).

  1. VI. Κατά γενική αρχή του δικονομικού δικαίου, ουδείς δικαιούται σε μία διαγνωστική δίκη να παρίσταται δικονομικώς ταυτόχρονα με δύο ιδιότητες, ήτοι τόσο στη θέση του ενάγοντος, όσο και στη θέση του εναγομένου και δη είτε ως διάδικος, είτε ως εκπρόσωπος διαδίκου (ΕφΑΘ 260/1995 ΕλλΔνη 1997, 881, ΕφΑΘ 1939/1986 ΕλλΔνη 1986, 1132, ΕφΠατρ 468/1984 Δ 15, 716, ΕφΑΘ 8010/1982 Δ 14, 41). Η εν λόγω αρχή έχει ως έρεισμα της τον προφανή κίνδυνο για τα συμφέροντα του εκπροσωπούμενου από το ανωτέρω πρόσωπο διαδίκου, ήτοι την ύπαρξη σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ εκπροσωπούμενου νομικού προσώπου και εκπροσωπούντος αυτό φυσικού ή νομικού προσώπου, που συνεπάγεται αυξημένο κίνδυνο διεξαγωγής μίας δίκης παρωδίας. Μάλιστα, ο νομοθέτης διέβλεψε την πιθανότητα σύγκρουσης συμφερόντων σε δίκες διεξαγόμενες μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και του αντιπροσώπου (όπως ειδικώς στην περίπτωση του ανηλίκου με τις διατάξεις των άρθρων 1517 και 1628 ΑΚ) και χάριν προστασίας των συμφερόντων του αντιπροσωπευόμενου προέβλεψε τον διορισμό προσωρινού ή ειδικού εκπροσώπου για τη διεξαγωγή και μόνο της συγκεκριμένης δίκης. Στην περίπτωση των ανωνύμων εταιριών, εκφάνσεις του ανωτέρω ζητήματος αποτελούν οι διατάξεις των άρθρων 35α παρ. 3 εδ. β` και γ` και 22β παρ. 3 του κ.ν. 2190/1920. Στη διεξαγωγή λοιπόν μίας δίκης με ενάγουσα την εταιρία, όπως αυτή εκπροσωπείται από το διοικητικό της συμβούλιο ή μέλος αυτού ως υποκατάστατο όργανο της και εναγόμενα τα ίδια τα μέλη της διοίκησης της ή το ίδιο ως άνω υποκατάστατο όργανο της, υποκρύπτεται σαφής σύγκρουση συμφερόντων, η αντιμετώπιση της οποίας ωθεί τον νομοθέτη στην πρόβλεψη δικαστικής εκπροσώπησης της εταιρίας από έτερο, δικαστικά διοριζόμενο ειδικό εκπρόσωπο στην περίπτωση αυτή, χάριν άρσης των κινδύνων εκ της προμνησθείσας σύγκρουσης (Σωτηρόπουλο, ο.π., σελ. 1147, πρβλ Ν. Ρόκα, Εμπορικές εταιρίες, 7η έκδ., σελ 341, Παναγιώτου, Η εταιρική & ατομική αγωγή του μετόχου κατά του ΔΣ στην ανώνυμη εταιρία, 2016, σελ 78-82, Φρέρης σε Ανώνυμες Εταιρίες, Τ. II, 2013, επιμ. Αντωνόπουλου/Μούζουλα, υπό το άρθρο 22β, στους αρ. περ. 47 επ., σελ 206 επ. και ιδία στον αρ. περ. 53, σελ. 209). Σύγκρουση συμφερόντων υφίσταται και σε κάθε περίπτωση, που τα πρόσωπα που ασκούν διοίκηση έχουν δικό τους ατομικό συμφέρον αντίθετο προς αυτό του νομικού προσώπου και, συνεπώς, κωλύονται να το αντιπροσωπεύουν, με αποτέλεσμα να μην υπάρχει στην πραγματικότητα ενεργή υπέρ των συμφερόντων του νομικού προσώπου διοίκηση και να ανακύπτει ανάγκη προσωρινής αναπλήρωσης της έως τη λήξη του κωλύματος. Τέτοια σύγκρουση συμφερόντων υφίσταται και στην περίπτωση ακυρώσιμων αποφάσεων της γενικής συνέλευσης, την ακύρωση των οποίων επιδιώκει το εκ του νόμου ενεργητικά νομιμοποιούμενο μέλος της διοίκησης της ανώνυμης εταιρίας, στρεφόμενο κατά του νομικού προσώπου της εταιρίας, την οποία ο ίδιος εκπροσωπεί, είτε από κοινού με τα λοιπά μέλη του διοικητικού συμβουλίου, στο πλαίσιο της συλλογικής εκπροσώπησης, είτε κατά μόνας, ως υποκατάστατο όργανο της εταιρίας, στο οποίο έχει ανατεθεί η δικαστική της εκπροσώπηση. Επομένως, παρίσταται ανάγκη διορισμού ειδικού εκπροσώπου, λόγω σύγκρουσης συμφερόντων, στην περίπτωση διορισμού υποκατάστατου οργάνου με αρμοδιότητα τη δικαστική εκπροσώπηση της εταιρίας, αν η σύγκρουση συμφερόντων συντρέχει στο πρόσωπο του. Αρμόδιο δικαστήριο για τον διορισμό του ειδικού εκπροσώπου τυγχάνει το Μονομελές Πρωτοδικείο της περιφέρειας, που έχει την έδρα του το νομικό πρόσωπο, δικάζοντας κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας (άρθρ. 740 παρ. 1 και 786 παρ. 1 ΚΠολΔ, όπως ισχύουν από 1-1-2016, μετά την αντικατάσταση τους με το άρθρο 1 άρθρο έκτο παρ. 2 ν. 4335/2015, ενώ προηγουμένως αρμόδιο ήταν το Ειρηνοδικείο, κατ` άρθρ. 17 παρ. 1 και 20 ν. 4055/2012, 3 παρ. 4 ΕισΝΚΠολΔ, 9 παρ. 1 ν. 4138/2013, 8 παρ. 1 ν. 4198/ 2013 και 65 παρ. 4 ν. 4139/2013, ΟλΑΠ 18/2001 ΕΕμπΔ 2002, 74, δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 189/2018, ΑΠ 765/2005 ΕλλΔνη 2005, 1113, ΕφΑΘ 4505/2004 ΔΕΕ 2004, 1010). Τέλος, από το συνδυασμό των άρθρων 64 παρ. 2, 67 και 73 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι η διαδικαστική προϋπόθεση της νόμιμης εκπροσώπησης των διαδίκων ερευνάται και αυτεπαγγέλτως από το Δικαστήριο, όταν δε τίθεται, μεταξύ άλλων, ζήτημα αναφορικά με τη νόμιμη εκπροσώπηση ενός διαδίκου και εντεύθεν την ικανότητα της δικαστικής του παράστασης, το Δικαστήριο αναβάλλει την πρόοδο της δίκης και ορίζει προθεσμία για τη συμπλήρωση των τυχόν ελλείψεων (ΑΠ 186/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 80/2014 ΕπισκΕμπΔ 2014, 141).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος των αιτούντων, ………, είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου της καθ’ης εταιρείας, με την ιδιότητα του Προέδρου και έχει οριστεί και υποκατάστατο όργανο με αρμοδιότητα τη δικαστική εκπροσώπηση της εταιρίας. Ενόψει τούτου, εγείρεται ζήτημα αναφορικά με τη νόμιμη εκπροσώπηση της καθ’ης ναυτικής εταιρίας, λόγω της διαπιστούμενης από το Δικαστήριο σύμπτωσης στο πρόσωπο του . …….. των δικονομικών ιδιοτήτων τόσο του αιτούντος, όσο και του καθ’ου η αίτηση, ως νομίμου εκπροσώπου της καθ’ης εταιρείας και εντεύθεν της σύγκρουσης συμφερόντων μεταξύ των εν λόγω διαδίκων. Ειδικότερα, η δικονομική θέση του ανωτέρω αιτούντος είναι δηλωτική ιδίου ατομικού συμφέροντος τούτου και δη αντίθετου προς αυτό του καθ’ου νομικού προσώπου, του οποίου ο ανωτέρω τυγχάνει όχι μόνο μέλος της διοίκησης του, αλλά και Πρόεδρος, με ανατεθειμένη σε αυτόν την εξουσία δικαστικής του εκπροσώπησης και συνεπώς, κωλύεται να το αντιπροσωπεύει στην προκειμένη δίκη ακυρότητας της προσβαλλομένης απόφασης της γενικής συνέλευσης. Καθώς μάλιστα, η σύγκρουση συμφερόντων ανακύπτει ειδικά λόγω της διεξαγωγής της συγκεκριμένης δίκης μεταξύ του καθ’ου νομικού προσώπου και του αιτούντος νομίμου εκπροσώπου του, ως απόρροια της σύμπτωσης των δικονομικών ιδιοτήτων αιτούντος και καθ’ης στο ίδιο πρόσωπο, δεν συντρέχει έλλειψη διοίκησης της καθ’ης εταιρείας, μήτε σύγκρουση συμφερόντων των προσώπων αυτής με τα συμφέροντα της εταιρείας, ώστε να απαιτείται να διοριστεί προσωρινή τοιαύτη, κατ’άρθρο 69 ΑΚ, άλλωστε τούτο θα καταστρατηγούσε την διάταξη του άρθρου 31 παρ.2 Ν.959/1979, που δίνει και στο διοικητικό συμβούλιο της ναυτικής εταιρείας το δικαίωμα να αιτηθεί την ακυρότητα της απόφασης της γενικής συνέλευσης και δεν προβλέπεται ούτε υπονοείται ότι τούτο για τον σκοπό αυτό θα αντικατασταθεί με ορισμένη δικαστικά προσωρινή διοίκηση. Ενόψει των ανωτέρω, το Δικαστήριο κρίνει ότι συντρέχει περίπτωση διορισμού ειδικού – προσωρινού εκπροσώπου από το Μονομελές Πρωτοδικείο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, στον οποίο πρέπει να ανατεθεί ειδικά η εκπροσώπηση της καθ’ης αποκλειστικά για την διεξαγωγή της παρούσας δίκης αποτελώντας όργανο της διαδίκου ναυτικής εταιρείας στη συγκεκριμένη μόνο περίπτωση. Κατά τα λοιπά, η διοίκηση της εταιρείας θα εξακολουθεί να ασκείται από το διοικητικό της συμβούλιο, σύμφωνα με την ως άνω καταχώρηση στην Υ.Μ.Ν.Ε. και θα εξακολουθεί να την εκπροσωπεί ο Πρόεδρος της, ………, που δεν υποκαθίσταται από τον ορισμένο ειδικό εκπρόσωπο, παρεκτός της διεξαγωγής της συγκεκριμένης δίκης. Κατ` ακολουθία, σύμφωνα με όσα αναφέρονται στη νομική σκέψη που προηγήθηκε, πρέπει να αναβληθεί η συζήτηση της υποθέσεως στο σύνολο της σε μεταγενέστερη δικάσιμο, που θα οριστεί με την επιμέλεια οποιουδήποτε από τους διαδίκους και να ταχθεί προθεσμία έξι μηνών από την επίδοση της παρούσας για τη συμπλήρωση της εκπροσώπησης της καθ’ης εταιρείας, με τον ορισμό, με επιμέλεια της, ειδικού εκπροσώπου στην θέση του νομίμου εκπροσώπου της,…….., αιτούντος, προκειμένου να την εκπροσωπήσει ειδικά και αποκλειστικά για την διεξαγωγή της προκείμενης δίκης, κατά τα αναφερόμενα ειδικότερα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση.

Απορρίπτει την έφεση, ως απαράδεκτη, όσον αφορά τον δεύτερο και τρίτο των εφεσίβλητων, . …….. και …………

Επιβάλλει  τα δικαστικά έξοδα των ανωτέρω εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος, τα οποία προσδιορίζει στο ποσό των πεντακοσίων (500) ευρώ.

Δέχεται την έφεση τυπικά, ως προς τους λοιπούς και κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.1818/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 16.12.2016 αίτηση και την πρόσθετη παρέμβαση.

Αναβάλλει τη συζήτηση της υποθέσεως σε μεταγενέστερη δικάσιμο, που θα οριστεί με την επιμέλεια οποιουδήποτε από τους διαδίκους.

Ορίζει προθεσμία έξι μηνών από την κοινοποίηση της παρούσας, για τη συμπλήρωση της εκπροσώπησης της καθ’ης-εφεσίβλητης ναυτικής εταιρείας, επιμελεία της, με τον ορισμό ειδικού εκπροσώπου, προς εκπροσώπηση της, ειδικά και αποκλειστικά για τη διεξαγωγή της παρούσας δίκης.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου, με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, στις 10 Ιανουαρίου 2020.

 

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ