Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 34/2020

Αριθμός   34/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τη Δικαστή  Ελένη Τοπούζη,  Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα,  Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι.  Σε περίπτωση θανάτου διαδίκου που επήλθε σε μεταγενέστερο χρόνο δηλαδή μετά το τέλος της συζήτησης που προηγήθηκε της απόφασης και πριν την έκδοσή της ή μετά την έκδοση της οριστικής απόφασης, δηλαδή σε χρονικό σημείο που δεν υπάρχει εκκρεμής δίκη ούτε στάδιο εφαρμογής των διατάξεων για διακοπή και επανάληψη της δίκης, το δικαίωμα προς άσκηση έφεσης περιέρχεται στους καθολικούς διαδόχους του αποβιώσαντος διαδίκου, εξ αδιαθέτου ή από διαθήκη (ΑΠ 405/1986 ΕλλΔνη 28.998, ΕΑ 10715/1997, δημοσιευμένη στη Νόμος, Σ. Σαμουήλ Η έφεση, έκδ. Δ, παρ. 306 σελ. 100 επ. Β. Βαθρακοκοίλης Κωδ. Πολ. Δικ. άρθ. 516 παρ. 5, 7α σελ. 195 επ.).

Στην προκείμενη περίπτωση η κρινόμενη από  29.3.2018  και με αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2018  έφεση της εκκαλούσας- μοναδικής εξ αδιαθέτου κληρονόμου της αποβιώσασας, στις 23.2.2017, δηλαδή μετά τη συζήτηση της αγωγής στο πρωτόδικο δικαστήριο (21.10.2016) και πριν την έκδοση της απόφασης (17.7.2017), ………., μητέρας της, αρχικής εναγόμενης- κατά της με αριθμό 3434/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς δικάσαντος, κατά την τακτική διαδικασία,  την από 5.11.2014 και με αριθμ.καταθ. ……/2014 αγωγή των εναγόντων και ήδη εφεσιβλήτων, αντιμωλία των ως άνω διαδίκων,  έχει ασκηθεί  σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 2 ΚΠολΔ ). Πρέπει, επομένως, σύμφωνα και με τη νομική σκέψη που προηγήθηκε, εφόσον για το παραδεκτό της έχει καταβληθεί από την εκκαλούσα,  κατά την κατάθεσή της,  το προβλεπόμενο από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 του ΚΠολΔ παράβολο, ποσού εκατό (100) ευρώ,   να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

ΙΙ. Κατά το άρθρο 1113 του ΑΚ αν η κυριότητα  πράγματος ανήκει σε περισσότερους εξ αδιαιρέτου κατ’ ιδανικά μέρη εφαρμόζονται οι διατάξεις για  την κοινωνία, σύμφωνα με τις οποίες  (άρθρα 795, 798, 799 του ΑΚ) κάθε κοινωνός έχει δικαίωμα να απαιτήσει οποτεδήποτε τη λύση της κοινωνίας με διανομή, εφόσον το δικαίωμα  αυτό δεν αποκλείεται από δικαιοπραξία ή από τον προορισμό του κοινού πράγματος για κάποιο διαρκή σκοπό, αν δε όλοι οι κοινωνοί δεν συμφωνούν για τη διανομή, καθένας από αυτούς μπορεί ν’ απαιτήσει δικαστική διανομή κατά τις διατάξεις της πολιτικής δικονομίας. Κατά δε το άρθρο 800 του ΑΚ, η διανομή γίνεται αυτουσίως, αν το αντικείμενο ή τα αντικείμενα που πρόκειται να διανεμηθούν είναι δυνατόν χωρίς μείωση της αξίας να διαιρεθούν σε ομοειδή μέρη ανάλογα προς τις μερίδες των κοινωνών. Περαιτέρω από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 795, 798, 799, 1113 του ΑΚ, 118 αριθ. 4, 216 παρ. 1α και 478 επομ. του ΚΠολΔ προκύπτει ότι τα απαραίτητα,  κατά νόμο,  στοιχεία της βάσης της αγωγής με την οποία ζητείται η διανομή κοινού πράγματος είναι η συγκυριότητα  του ενάγοντος, η μεταξύ αυτού και του εναγόμενου κοινωνία, η ακριβής περιγραφή του  διανεμητέου ακινήτου, η μη συμφωνία  του εναγόμενου για εξώδικη διανομή και σχετικό αίτημα (ΑΠ 619/2012, δημοσιευμένη στη Νόμος,  ΑΠ 1427/2011 Αρμ 2012, 242, ΑΠ 2001/2009, ΕφΠειρ 417/2018 και ΕΑ  6342/2011, δημοσιευμένες στη Νόμος).

ΙΙΙ. Περαιτέρω, κατά την έννοια του άρθρου 281 του ΑΚ, που έχει εφαρμογή και επί δικών διανομής κοινού πράγματος (ΑΠ 473/2004 ΕλλΔνη 45, 1619, ΑΠ 13/2004 ΝοΒ 52, 1198, ΑΠ 219/1999 ΕλλΔνη 40, 629, ΑΠ 1333/1998 ΕλλΔνη 39, 1585), η άσκηση του δικαιώματος είναι καταχρηστική και όταν η συμπεριφορά του δικαιούχου ή η διαμορφωθείσα εξαιτίας της, κατά το χρονικό διάστημα που μεσολάβησε, πραγματική κατάσταση, καθιστούν τη μεταγενέστερη άσκησή του μη ανεκτή, ως τείνουσα στην ανατροπή κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες, εφόσον από τη συμπεριφορά του δικαιούχου συναρτώμενη με εκείνη του υπόχρεου έχει δημιουργηθεί η πεποίθηση πως δεν θα ασκηθεί το δικαίωμα (ΟλΑΠ 17/1995 ΝοΒ 44, 410, ΑΠ 473/2004 ό.π., ΑΠ 13/2004 ό.π.). Απαιτείται ακόμη οι πράξεις του υποχρέου και η υπ’ αυτού δημιουργηθείσα κατάσταση, επαγομένη ιδιαιτέρως επαχθείς για τον υπόχρεο επιπτώσεις να τελούν σε αιτιώδη σύνδεσμο με την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου. Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε την εύλογη πεποίθηση στον υπόχρεο ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται αυτό να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική την μεταγενέστερη άσκηση αυτού αλλά απαιτείται να συντρέχουν προσθέτως ειδικές συνθήκες και περιστάσεις προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου, ενόψει των οποίων και της αδράνειας του δικαιούχου, η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος, τείνουσα στην ανατροπή της διαμορφωθείσης καταστάσεως υπό τις ανωτέρω ειδικές συνθήκες και διατηρηθείσης για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, να εξέρχεται των υπό της ανωτέρω διατάξεων διαγραφομένων ορίων. Η ειρημένη δε αδράνεια του δικαιούχου που δεν είναι απαραίτητο να προκαλεί αφόρητες ή δυσβάστακτες για τον υπόχρεο συνέπειες, αρκούσης της επελεύσεως δυσμενών απλώς για τα συμφέροντα του επιπτώσεων, πρέπει να υφίσταται επί μακρό χρονικό διάστημα, πλην ελάσσονα του δια την παραγραφή του δικαιώματος υπό του νόμου προβλεπομένου, από τότε που ο δικαιούχος μπορούσε να ασκήσει το δικαίωμά του (Ολ.ΑΠ 17/1995 οπ.π., ΑΠ 1099/2014, δημοσιευμένες στη Νόμος). Πότε συντρέχει προφανής υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ θα κριθεί από τις συγκεκριμένες κατά περίπτωση περιστάσεις, ενώ τέτοια δεν συντρέχει όταν η λύση της κοινωνίας δεν εξυπηρετεί έναν από τους κοινωνούς  ή προσκρούει στα συμφέροντα του (ΑΠ 555/2017,  ΑΠ 1047/2003,  ΑΠ 1034/2002, δημοσιευμένες στη Νόμος), ή όταν τούτο χρησιμεύει για κατοικία του κοινωνού που έτσι θα παραμείνει άστεγος (ΑΠ 219/1999 ΕλλΔνη 40, 628,  ΕφΠειρ 417/2018 και ΕΑ 6342/2011, όπ.α).

  1. IV. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1889 ΑΚ, αν υπάρχει στην κληρονομία που πρέπει να διανεμηθεί, ακίνητο που χρησίμευε όσο ζούσε ο κληρονομούμενος ως ο κύριος τόπος διανομής του ίδιου και του συζύγου του που επιζεί, το δικαστήριο μπορεί, κατά τη διανομή της κληρονομίας, ύστερα από αίτηση μόνο  του τελευταίου και όχι άλλου συγκληρονόμου, εκτιμώντας τις ειδικές περιστάσεις, να επιδικάσει την κυριότητα του ακινήτου αποκλειστικά σ`αυτόν. Αν η αξία του ακινήτου κατά το θάνατο του κληρονομουμένου είναι μεγαλύτερη από την αξία της κληρονομικής μερίδας του συζύγου που επιζεί, η επιδίκαση γίνεται αφού ο τελευταίος καταβάλει τη διαφορά. Κατά την έννοια της ανωτέρω διάταξης, με την οποία ρυθμίζεται η οικογενειακή στέγη κατά τη διανομή, σε περίπτωση διανομής κληρονομίας στην οποία υπάρχει ακίνητο, το οποίο χρησιμοποιείτο ως οικογενειακή στέγη, το δικαστήριο με αίτηση του επιζώντος συζύγου, μπορεί να επιδικάσει την κυριότητα του ακινήτου αυτού αποκλειστικά στον επιζώντα σύζυγο, εκτιμώντας τη συνδρομή ειδικών περιστάσεων. Ως ειδικές περιστάσεις νοούνται η διάρκεια της χρησιμοποίησης του ακινήτου ως κύριου τόπου διαμονής του αιτούντος και του θανόντος συζύγου του, η ηλικία του αιτούντος, ο δεσμός του με τον θανόντα όσο ζούσε, ο βαθμός συγγένειας του με τους λοιπούς συγκληρονόμους (τέκνα, γονείς του κληρονομουμένου), η αξία του ακινήτου σε σχέση με την κληρονομική μερίδα του αιτούντος συζύγου, έλλειψη άλλης κατοικίας αυτού, καθώς και επαρκών χρηματικών πόρων κ.λπ. Σε σχέση με το χρόνο υποβολής της αίτησης από το σύζυγο που επιζεί, ισχύουν οι διατάξεις του άρθρου 483 παρ. 2 και 3 του ΚΠολΔ για την επιδίκαση επιχείρησης. Ετσι, η σχετική αίτηση πρέπει να υποβληθεί στο δικαστήριο που δικάζει την αγωγή για διανομή της κληρονομίας  με τις προτάσεις μέχρι τη συζήτηση στο ακροατήριο, διαφορετικά απορρίπτεται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτη (βλ. ΕφΠειρ 252/2016, ΕφΑθ 1971/2009, ΕφΑθ 9410/1999, ΕφΑθ 1665/1993, δημοσιευμένες στη Νόμος, Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστ. Κωδ., Τομ. Χ, άρθ.1889 σελ. 126). Εξάλλου, στο άρθρο  115 παρ.2 ΚΠολΔ καθιερώνεται το σύστημα της υποχρεωτικής προφορικής διεξαγωγής της δίκης στον πρώτο βαθμό. Αυτό σημαίνει ότι μόνο ό, τι αποτέλεσε περιεχόμενο της συζητήσεως μπορεί να ληφθεί υπόψη κατά την έκδοση της αποφάσεως. Όταν δε η διαδικασία εκδίκασης της διαφοράς είναι προφορική και γραπτή, ως στην προκείμενη υπόθεση, που εκδικάστηκε στο πρώτο βαθμό κατά την τακτική διαδικασία, για την παραδεκτή προβολή αυτοτελών ισχυρισμών ή αιτημάτων πρέπει αυτοί να περιέχονται στις προτάσεις και επιπλέον να γίνεται σχετική δήλωση πριν από την έναρξη της συζήτησης στο ακροατήριο και καταχώρηση αυτής στα πρακτικά, διαφορετικά απορρίπτονται και αυτεπαγγέλτως ως απαράδεκτοι (ΟλΑΠ 2/2005, ΑΠ 999/2010, ΕφΝαυπλ 506/2018, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση οι ενάγοντες και ήδη εφεσίβλητοι με την από 5.11.2014 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/……/7.11.2014 αγωγή τους που άσκησαν σε βάρος της αρχικώς εναγόμενης, ………… (καθολική διάδοχος της οποίας, κατά τα προαναφερόμενα, τυγχάνει η εκκαλούσα, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της), όπως παραδεκτά αυτή περιορίσθηκε κατά το αίτημά της, εξέθεταν ότι  τυγχάνουν εξ αδιαιρέτου συγκύριοι, κατά ποσοστό 3/8 έκαστος,  του  ½ εξ αδιαιρέτου δικαιώματος κυριότητας επί τριών αναλυτικώς περιγραφομένων στην αγωγή οριζόντιων ιδιοκτησιών, κειμένων στη Σαλαμίνα. Ότι το ως άνω δικαίωμα συγκυριότητάς τους, κατά το προαναφερόμενο ποσοστό, περιήλθε σε αυτούς, λόγω κληρονομικής διαδοχής και δη από κληρονομία του αποβιώσαντος αδιάθετου στις 23-6-2013, κατοίκου εν ζωή Σαλαμίνας, πατρός τους, …….., κληρονομιά την οποία έχουν νόμιμα αποδεχθεί, δυνάμει της, νομίμως καταχωρημένης στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, υπ’ αριθμ. …/5-5-2014 δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς της Συμβολαιογράφου Αθηνών ……… Ότι, στο υπόλοιπο ποσοστό των 2/8 εξ αδιαιρέτου, συγκυρία επί του ως άνω, κατά το 1/2 εξ αδιαιρέτου δικαιώματος συγκυριότητας επί των προαναφερομένων ιδιοκτησιών, τυγχάνει η ως άνω αρχικώς εναγομένη, ως εξ αδιαθέτου κληρονόμος του ανωτέρω θανόντος, λόγω της εν ζωή συζυγικής σχέσης τους. Ότι η τελευταία τυγχάνει, επίσης, συγκυρία, κατά το υπόλοιπο ½  εξ αδιαιρέτου ποσοστό στα ως άνω ακίνητα, το οποίο δεν περιλαμβάνεται στην εν λόγω κληρονομιά και έχει περιέλθει σε αυτή, αιτία πωλήσεως, δυνάμει του, νομίμως καταχωρημένου στα οικεία βιβλία καταχώρησης του Ο.Κ.Χ.Ε. Σαλαμίνας, υπ’ αριθμ. …./18-7-2008 σχετικού συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ………… Ότι η εναγομένη δεν συναινεί στην εξώδικη διανομή των ως άνω επικοίνων. Με βάση το ιστορικό αυτό, ζητούσαν, επειδή η αυτούσια διανομή είναι ανέφικτη και ασύμφορη, -καθόσον δεν δύναται κάθε κοινωνός να λάβει το μέρος που του αναλογεί, χωρίς να μειωθεί η αξία της μερίδας του-, να διαταχθεί η, δια πλειστηριασμού, πώληση των ως άνω επικοίνων, να ορισθεί υπάλληλος επί του πλειστηριασμού, να κηρυχθεί η εκδοθησομένη απόφαση προσωρινώς εκτελεστή και να καταδικασθεί η εναγομένη στη δικαστική τους δαπάνη, άλλως να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα εις βάρος του διανεμητέου ακινήτου. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των ως άνω διαδίκων, εκδόθηκε η εκκαλουμένη οριστική απόφαση, η οποία αφού έκρινε καθ όλα παραδεκτή και νόμιμη την αγωγή, πλην των αναφερομένων σ αυτή παρεπομένων αιτημάτων της, έκανε δεκτή αυτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και διέταξε την πώληση με πλειστηριασμό των επικοίνων ακινήτων, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο διατακτικό αυτής. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα, ως καθολική διάδοχος της αρχικώς εναγόμενης,  με την ένδικη έφεση της και για τους αναφερόμενους σ αυτή λόγους, που συνίστανται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητά να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη, με σκοπό να  απορριφθεί εξ ολοκλήρου  η  ένδικη αγωγή.

Η  αγωγή με το ως άνω περιεχόμενο τυγχάνει καθ’όλα ορισμένη, καθόσον περιέχει όλα τα απαραίτητα για το ορισμένο αυτής στοιχεία, ως αυτά εκτέθηκαν στην προηγηθείσα υπό στοιχ.ΙΙ νομική σκέψη,  όσα δε περί αοριστίας της αγωγής αναφέρει στην έφεσή της η εκκαλούσα, ισχυριζόμενη ότι αυτή είναι αόριστη γιατί οι ενάγοντες στην αγωγή τους αφ ενός μεν δεν προσδιορίζουν εμπεριστατωμένα την αξία  εκάστης οριζόντιας ιδιοκτησίας αφ ετέρου δε την προσδιορίζουν κατά το δοκούν,  τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα, διότι  τα στοιχεία αυτά δεν απαιτούνται για το ορισμένο της αγωγής διανομής αλλά δύνανται να αποτελέσουν αντικείμενο απόδειξης. Συνεπώς, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε την αγωγή ως ορισμένη και ο σχετικός  λόγος της έφεσης με τον οποίο υποστηρίζονται τα αντίθετα πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος.

Περαιτέρω, η αρχικώς  εναγόμενη με τις πρωτόδικες προτάσεις της  είχε προβάλλει τον ισχυρισμό ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τον οποίο επαναφέρει η εκκαλούσα, καθολική διάδοχός της, με σχετικό λόγο της έφεσής της ότι οι ενάγοντες κατά κατάχρηση του δικαιώματός τους ζητούσαν τη διανομή των κληρονομιαίων οριζόντιων ιδιοκτησιών, παρά το γεγονός ότι η αρχικώς εναγόμενη- δικαιοπάροχός της κατ επανάληψη τους δήλωσε ρητά τη βούλησή της να επιλυθεί η διαφορά εξώδικα και συμβιβαστικά, προκειμένου να αποφευχθεί η επίπονη και δαπανηρή διαδικασία της δια του δημοσίου πλειστηριασμού διανομής των επικοίνων, προσφέροντάς τους το χρηματικό ποσό που αναλογούσε στην μερίδα τους, σύμφωνα με την αντικειμενική  της αξία. Με τέτοιο, όμως,  περιεχόμενο η παραπάνω ένσταση είναι μη νόμιμη, καθόσον και αληθή υποτιθέμενα τα επικαλούμενα για τη θεμελίωσή της πραγματικά περιστατικά, δεν καθιστούν την άσκηση της ένδικης αγωγής καταχρηστική, καθώς, ως εκτενώς αναφέρθηκε στην προηγηθείσα υπό στοιχ.ΙΙΙ νομική σκέψη,  είναι δικαίωμα του ασκούντος την αγωγή διανομής να ζητήσει να διανεμηθεί το κοινό ακίνητο, ακόμα και αν η διανομή αυτή δεν εξυπηρετεί τα οικονομικά συμφέροντα του εναγόμενου, ουδόλως δε η άρνησή του να δεχθεί την εξώδικη διανομή επιφέρει την επικαλούμενη από την εναγόμενη  έννομη συνέπεια, αφού δεν δύναται να θεωρηθεί  καταχρηστική η μη συναίνεσή του σ αυτήν, σε περίπτωση που του προσφέρεται από τον εναγόμενο σε χρήμα η αξία του μεριδίου του στο επίκοινο, όταν αυτός (ενάγων) θεωρεί ότι η εν λόγω αποτίμηση της αξίας αυτής δεν ανταποκρίνεται στην πραγματική αξία της μερίδας του, που πιστεύει ότι είναι μεγαλύτερη. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε τα ίδια, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και ο σχετικός λόγος της έφεσης για το ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η ένσταση αυτή, είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Εξάλλου, από την παραδεκτή επισκόπηση από το παρόν Δικαστήριο των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη πρακτικών δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και των πρωτόδικων προτάσεων της αρχικής διαδίκου-εναγόμενης προκύπτει ότι αυτή  με προφορική  δήλωση της πληρεξούσιας δικηγόρου της, στο ακροατήριο, πριν από την έναρξη της αποδεικτικής διαδικασίας, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά, προέβαλε τις ενστάσεις αναρμοδιότητος του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  προς εκδίκαση της ένδικης αγωγής, αοριστίας, απαραδέκτου της αγωγής σε περίπτωση που τυχόν αυτή δεν είχε εγγραφεί στα βιβλία διεκδικήσεων του οικείου Κτηματολογικού Γραφείου και καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, ζήτησε να διαταχθεί από το Δικαστήριο πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να προσδιοριστεί η αξία των επικοίνων ακινήτων και αναφέρθηκε στις κατατεθείσες πρωτόδικες προτάσεις της. Εν συνεχεία, με αυτές στις σελ.12-13 αυτών και στο οικείο μέρος τους που φέρει την επικεφαλίδα ένσταση συμψηφισμού, ανέφερε επί λέξει «διότι οι ανωτέρω οριζόντιες ιδιοκτησίες και δη το διαμέρισμα αποτελούν την κύρια κατοικία μου και επομένως η εκποίηση δια πλειστηριασμού θα επιφέρει ανεπανόρθωτη βλάβη σε μένα λόγω των οικονομικών συνθηκών που επικρατούν στη χώρα μας ( άρθρο 1889 ΑΚ),  και περαιτέρω «Επειδή πρέπει να διαταχθεί εκούσιος πλειστηριασμός και να καταβάλω εγώ η εναγόμενη στους εναγόμενους την αξία την αξία των επικοίνων οριζόντιων ιδιοκτησιών» ……« να διαταχθεί πραγματογνωμοσύνη προκειμένου να προσδιοριστεί  η αξία των επικοίνων ακινήτων» και για πρώτη φορά με την   προσθήκη-αντίκρουσή της, υποβάλλει αίτηση,  κατ άρθρο 1889 ΑΚ, αναφέροντας σ αυτή όλα τα απαραίτητα για το ορισμένο της αιτήσεώς της στοιχεία, ως αυτά αναφέρθηκαν στην οικεία νομική σκέψη ( υπό στοιχ.IV), να επιδικάσει το Δικαστήριο την κυριότητα των επικοίνων ακινήτων αποκλειστικά στην ίδια ( σελ.6 αυτής). Κατά συνέπεια, η εν λόγω αίτησή της, που προβλήθηκε για πρώτη φορά με την προσθήκη-αντίκρουσή της και όχι, ως όφειλε, κατά την προηγηθείσα υπό στοιχ. IV  μείζονα σκέψη, προφορικά στο ακροατήριο και δια των εγγράφων προτάσεών της μέχρι τη συζήτηση σ αυτό τυγχάνει απορριπτέα ως απαράδεκτη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε έστω και με εν μέρει εσφαλμένη αιτιολογία (καθ ο μέρος λανθασμένα χαρακτήρισε ένσταση την ερειδόμενη στο άρθρο 1889 ΑΚ αίτηση της αρχικώς εναγόμενης) που αντικαθίσταται με την παρούσα (άρθρο 534 ΚΠολΔ)  ορθά κατ αποτέλεσμα έκρινε και ως εκ τούτου ο σχετικός λόγος έφεσης για το ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο η ως άνω αίτηση της αρχικώς εναγόμενης είναι αβάσιμος και απορριπτέος.

Από  τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, που εξετάσθηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση  πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, τα έγγραφα που προσκομίζουν και επικαλούνται οι διάδικοι,  τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση απόδειξη (άρθρο 395 ΚΠολΔ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ’ αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723) μεταξύ των οποίων και οι φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, λαμβανομένων  υπόψη αυτεπαγγέλτως και των διδαγμάτων της κοινής πείρας (336 αρ. 4 ΚΠολΔ) αποδείχτηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 23 Ιουνίου 2013, απεβίωσε αδιάθετος ο εν ζωή κάτοικος Σαλαμίνας ……., καταλείποντας, κατά τον ως άνω χρόνο θανάτου του, ως μόνους πλησιέστερους συγγενείς του τους δύο ενάγοντες και ήδη εφεσιβλήτους, νόμιμα εν ζωή τέκνα του από το πρώτο γάμο του  και την αρχικώς εναγόμενη, ….. .,  νόμιμη εν ζωή σύζυγό του, από το δεύτερο γάμο που τέλεσε με αυτή, στις 24.2.1999, καθολική διάδοχος της οποίας, μετά το θάνατό της, που έλαβε χώρα, στις 23.2.2017, κατέστη η εκκαλούσα-κόρη της, ως μοναδική εξ αδιαθέτου κληρονόμος της, αποδεχθείσα, μάλιστα, με την με αριθμό .12.2017 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμ/φου Πειραιώς, γράφηκε νόμιμα την επαχθείσα σ αυτήν κληρονομία. Έτσι, οι αρχικοί διάδικοι (ενάγοντες-εφεσίβλητοι και αρχικώς εναγόμενη) κατέστησαν μόνοι εξ αδιαθέτου κληρονόμοι επί της περιουσίας του ως άνω θανόντος, και δη κατά ποσοστό 3/8 εξ αδιαιρέτου έκαστος των εναγόντων, κληρονομιά την οποία οι ίδιοι αποδέχθηκαν, δυνάμει της, νομίμως καταχωρημένης στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, υπ’ αριθμ. ………./5-5-2014 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της Συμβολαιογράφου Αθηνών …….., και κατά ποσοστό 2/8 εξ αδιαιρέτου η αρχικώς εναγομένη, η οποία και αποδέχθηκε την ως άνω επαχθείσα κληρονομιά σε αυτή, δυνάμει της, νομίμως καταχωρημένης στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, υπ’ αριθμ. ../19-2-2014 δήλωσης αποδοχής κληρονομίας της  Συμβολαιογράφου Αθηνών … .. Η περιουσία αυτή, κατά το χρόνο του θανάτου του εν λόγω αποβιώσαντος, αποτελoύνταν από ένα σκάφος και το δικαίωμα της κατά το ½  εξ αδιαιρέτου συγκυριότητας επί των κάτωθι ακινήτων-οριζόντιων ιδιοκτησιών, των οποίων ζητείται και η δικαστική διανομή και δη  α) του υπό στοιχείο Γάμα ένα (Γ1) διαμερίσματος του τρίτου (Γ) πάνω από το ισόγειο ορόφου, με ΚΑΕΚ ………, που αποτελείται από σαλόνι, κουζίνα, δύο υπνοδωμάτια, οφφίς και λουτρό και έχει επιφάνεια 65 τ.μ., όγκο ιδιόκτητο μέτρα κυβικά 182,00, αναλογία όγκου κοινοχρήστων μέτρα κυβικά 108,00, ήτοι συνολικό όγκο μέτρα κυβικά 290,00, ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 77/1000, ποσοστό συμμετοχής στις δαπάνες κοινοχρήστων 166/1000, στις δαπάνες ανελκυστήρα 231/1000, στις δαπάνες θέρμανσης 167/1000, ψήφους για τη λήψη αποφάσεων επί θεμάτων του κτιρίου 154, και συνορεύει γύρωθεν με τις οδούς …………., το Γ2 διαμέρισμα, φρέαρ ανελκυστήρα, πλατύσκαλο, κλιμακοστάσιο και ακάλυπτο χώρο οικοπέδου, β) του υπό στοιχείο Χώρου Στάθμευσης τέσσερα (Χ-Σ4),  χώρος στάθμευσης αυτοκινήτου του υπογείου, με ΚΑΕΚ ………., ο οποίος έχει επιφάνεια 10 τ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 3/1000, ψήφους για τη λήψη αποφάσεων αυτού του κτιρίου πέντε (5) και δεν συμμετέχει στις δαπάνες κοινοχρήστων, γ) της υπό στοιχείο Ύψιλον επτά (Υ-7) αποθήκης του υπογείου, με ΚΑΕ.…………, η οποία αποτελείται από ένα χώρο, έχει επιφάνεια 12,50 τ.μ., ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 3/1000, ψήφους για τη λήψη αποφάσεων επί θεμάτων αυτού του κτιρίου έξι (6), δεν συμμετέχει στις δαπάνες κοινοχρήστων, και συνορεύει γύρωθεν με άσκαπτους χώρους οικοπέδου, τις Υ-3 και Υ-6 αποθήκες και διάδρομο. Οι ως άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες ευρίσκονται επί μίας τριώροφης οικοδομής με πυλωτή,  υπόγειο και δώμα, η οποία έχει ανεγερθεί επί διακεκριμένου τμήματος οικοπέδου, άρτιου και οικοδομήσιμου, κειμένου στη θέση «……» της περιφέρειας του Δημοτικού Διαμερίσματος … του Δήμου Αμπελακίων της Νήσου Σαλαμίνας, μέσα στο εγκεκριμένο σχέδιο του ως άνω Δήμου, στο Οικοδομικό τετράγωνο που περιβάλλεται από τις οδούς ………. και επί της διασταύρωσης των οδών …………, στην οποία φέρει τον αριθμό .., ως αναφέρεται στο συμβόλαιο αγοραπωλησίας που μνημονεύεται κατωτέρω. Ολόκληρο το εν λόγω οικόπεδο, το οποίο προήλθε από την ενοποίηση δύο (2) όμορων οικοπέδων, έχει έκταση 853,60 τ.μ., ενώ το διακεκριμένο τμήμα του ως άνω οικοπέδου (κάθετη ιδιοκτησία), στο οποίο έχει ανεγερθεί η τριώροφη οικοδομή, στην οποία βρίσκονται οι εν λόγω οριζόντιες ιδιοκτησίες, έχει έκταση 426,80 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του όλου οικοπέδου 50/100 ή 500/1000. Οι ως άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες περιήλθαν στην κυριότητα του ως άνω κληρονομούμενου, κατά ποσοστό 1/2 εξ αδιαιρέτου, αιτία πωλήσεως από τον ………., δυνάμει του νομίμως καταχωρημένου στα οικεία βιβλία καταχωρήσεως του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας, υπ’ αριθμ. …/2008 συμβολαίου της Συμβολαιογράφου Πειραιώς … ., ενώ, δια του ιδίου ως άνω συμβολαίου, κατά το λοιπό ½ εξ αδιαιρέτου ποσοστό, η κυριότητα αυτών περιήλθε στη αρχικώς εναγομένη-δεύτερη σύζυγό του. Μετά ταύτα, έκαστος των εναγόντων και της αρχικώς εναγόμενης τυγχάνει συγκύριος επί των ως άνω ακινήτων, κατά ποσοστό 3/16 (3/8 X 1/2) εξ αδιαιρέτου, λόγω της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής, η δε αρχικώς εναγομένη, κατά ποσοστό 2/16 (2/8 X 1/2) εξ αδιαιρέτου, λόγω της εξ αδιαθέτου  κληρονομικής διαδοχής, και κατά ποσοστό 1/2 ή 8/16, αιτία πωλήσεως, ήτοι συνολικά κατά ποσοστό 10/16 (2/16 + 8/16) εξ αδιαιρέτου. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι οι ως άνω διάδικοι (ενάγοντες και αρχικώς εναγόμενη)  δεν κατέληξαν σε συμφωνία για την εξώδικη διανομή  των επικοίνων ακινήτων, καθώς η αρχικώς εναγόμενη επιθυμούσε να αποκτήσει αυτή την πλήρη κυριότητα των επικοίνων ακινήτων προσφέροντας,  όμως,  σε χρήμα την αξία του μεριδίου των εναγόντων επ αυτών, σε τιμή διάφορη αυτής την οποία επιθυμούσαν οι ενάγοντες και για το λόγο αυτό οι τελευταίοι  προσέφυγαν  ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου με την από 5.11.2014 αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, με την οποία ζήτησαν, επικαλούμενοι το ανέφικτο της αυτούσιας διανομής των επικοίνων ακινήτων,   την  δια πλειστηριασμού πώλησή τους. Η εκκαλούσα ισχυρίζεται  ότι δε συνέτρεχε  στο πρόσωπο της αρχικώς εναγόμενης, το  στοιχείο αυτό,  ήτοι της μη συμφωνίας για τη λύση της κοινωνίας και ως τούτου έπρεπε η ένδικη αγωγή να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμη, διότι αυτή  (αρχικώς εναγόμενη) επανειλημμένα τόσο προφορικά όσο και με τις επισυναπτόμενες στις πρωτόδικες  προτάσεις της από 26.11.2014 και από  17.10.2016 εξώδικες δηλώσεις της που επέδωσε σ αυτούς, πρότεινε την εξώδικη διανομή των επικοίνων ακινήτων και δη την απόκτηση απ αυτήν της πλήρους κυριότητάς τους, με  την εξαγορά του ιδανικού τους μεριδίου, αντί του ποσού των 10.330 ευρώ, σύμφωνα με την αντικειμενική αξία των ακινήτων, πλην, όμως, αυτοί δεν συμφώνησαν, αιτούμενοι το ποσό των 30.000 ευρώ.  Τα ανωτέρω διαλαμβανόμενα, όμως,  στην ένδικη έφεση δεν  καθιστούν την αγωγή ουσιαστικά αβάσιμη, όπως η εκκαλούσα ισχυρίζεται,  διότι  ακόμη και στη περίπτωση αυτή ελλείπει το στοιχείο της συναινετικής λύσης της κοινωνίας,  κατά τα προαναφερόμενα. Ενόψει δε της φύσης των ως άνω κληρονομιαίων ακινήτων και του εμβαδού τους, σε συνδυασμό με τις ιδανικές μερίδες των κοινωνών επ’ αυτών και με βάση τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, καθώς και τις ισχύουσες πολεοδομικές διατάξεις, η αυτούσια διανομή με φυσική διαίρεσή τους σε τμήματα αναλογούντα στα ανωτέρω ποσοστά συγκυριότητας των διαδίκων επ’ αυτών,  τα οποία θα παρουσιάζουν λειτουργική αυτονομία και αυτοτέλεια, ώστε κατά τη φύση και τον προορισμό τους  το καθένα από αυτά να δύναται να χρησιμοποιηθεί ως κατοικία, είναι προδήλως αδύνατη, εφόσον θα επρόκειτο περί τμημάτων μη εξυπηρετούντων τις λειτουργικές ανάγκες των ενοίκων τους, λόγω του εξαιρετικά μικρού εμβαδού και της έλλειψης λοιπών υποδομών για την εξασφάλιση στοιχειώδους ανεξάρτητης διαμονής ή χρήσης, με αποτέλεσμα τον αποκλεισμό οιασδήποτε δυνατότητας εκμετάλλευσης και αξιοποίησής τους. Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  τα ίδια αφού έκρινε, ήτοι δέχθηκε ότι υπάρχει διαφωνία μεταξύ των διαδίκων για την εξωδικαστική διανομή των κοινών ακινήτων και αφού διαπίστωσε το ανέφικτο της αυτούσιας διανομής έκανε την αγωγή  δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και διέταξε  τη λύση της υφισταμένης μεταξύ των διαδίκων κοινωνίας με την πώληση των επιδίκων ακινήτων σε δημόσιο πλειστηριασμό, ώστε κάθε κοινωνός διάδικος να λάβει από το εκπλειστηρίασμα ανάλογο προς το ιδανικό του μερίδιο ποσό, ορθά το νόμο εφάρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε τα δε περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στην κρινόμενη έφεση τυγχάνουν αβάσιμα και συνεπώς απορριπτέα.

Μετά ταύτα, εφόσον δεν υπάρχουν άλλοι λόγοι έφεσης, περιλαμβανόμενοι στο δικόγραφο, προς έρευνα,  πρέπει η ένδικη έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της ως κατ` ουσίαν αβάσιμη. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων,  του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας,  λόγω της ήττας της στη δίκη(άρθρα 106,176, 183,191 παρ.2  ΚΠολΔ), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό, ενώ, λόγω της μη παραδοχής του ενδίκου μέσου, πρέπει να διαταχθεί, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 ΚΠολΔ, η εισαγωγή του προκατατεθέντος από την εκκαλούσα παραβόλου, ποσού 100 ευρώ, στο Δημόσιο Ταμείο.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση κατά της με αριθμ. 3434/2017  απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας,  τα οποία ορίζει σε πεντακόσια  (500) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου ποσού εκατό  (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους της εκκαλούσας, κατά την άσκηση της εφέσεώς της με το με αριθμό ……… e-παράβολο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά,  στις 14.1.2020  απόντων των διαδίκων και της πληρεξουσίας δικηγόρου των εφεσιβλήτων.

   Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ