Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 32/2020

Αριθμός    32/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

     Η κρινόμενη από 30.6.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2017 έφεση κατά της με αριθμό 1322/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακων διαφορών (614 σε συνδ. με 621 και 622 του ΚΠολΔ), με τη δικονομική αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό ………./2016 αγωγής, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις με κατάθεση αυτής στη Γραμματεία του Πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και εμπροθέσμως, αφού δεν προκύπτει ότι έγινε επίδοση της εκκαλουμένης ούτε τα διάδικα μέρη επικαλούνται τέτοια, ενώ κατά την άσκηση της δεν είχε παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 2 (όπως ισχύει μετά το ν. 4335/2015) και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και ήδη φέρεται προς συζήτηση με το από ………../2019 δικόγραφο κλήσης με επιμέλεια της εφεσίβλητης. Πρέπει επομένως να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια παραπάνω ειδική διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι ως προς τις διαφορές αυτές υπάρχει απαλλαγή από το παράβολο εφέσεως του άρθρου 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012).

Με τη με αριθμό ………./2016 αγωγή τους ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, οι ήδη εκκαλούντες συγγενείς πρώτου και δεύτερου βαθμού αποβιώσαντος σε εργατικό ατύχημα εργαζόμενου εξέθεταν ότι δυνάμει σύμβασης ναυτικής εργασίας που συνήψε ο εργαζόμενος ναυτικός υιός του πρώτου και της δεύτερης και αδελφός της τρίτης και της τέταρτης από αυτούς, με εκπρόσωπο της εναγόμενης ήδη εφεσίβλητης εταιρίας που εδρεύει στον Πειραιά, πλοιοκτήτριας του υπό ελληνική σημαία ρυμουλκού – ναυαγοσωστικού πλοίου «ΜΑ» με αριθμό νηολογίου Πειραιώς ….., ναυτολογήθηκε και υπηρέτησε στο παραπάνω πλοίο ως ναύτης, έναντι μηνιαίου μισθού ύψους 2.800 ευρώ. Ότι κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του στο λιμάνι του Πειραιά υπέστη την 25-8-2014 εργατικό ατύχημα, υπό τις συνθήκες που ειδικότερα εκτίθενται στο δικόγραφο της αγωγής, συνεπεία του οποίου επήλθε ο θάνατός του. Ότι ο θάνατος του συγγενικού τους προσώπου οφείλεται σε αμελή συμπεριφορά των προστηθέντων της ήδη εφεσίβλητης εναγομένης, δηλαδή του πλοιάρχου και υποπλοιάρχου του πλοίου, ως προς τους οποίους παραιτήθηκαν από το δικόγραφο της αγωγής κατά τη συζήτηση της υπόθεσης,  διότι οι τελευταίοι δεν τήρησαν τις διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων και κανονισμών περί ειδικών όρων ασφαλείας των εργαζομένων, οι οποίες προβλέπονται από τη Διεθνή σύμβαση για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη Θάλασσα (SOLAS) και το Διεθνή Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM Code). Ακολούθως αιτήθηκαν να υποχρεωθεί η ήδη εφεσίβλητη να τους καταβάλει: 1) στον πρώτο από αυτούς πατέρα του θανόντος, το ποσό των 32.400 ευρώ ως αποζημίωση για στέρηση διατροφής, άλλως κατά την επικουρική βάση της αγωγής το ποσό των 22.100,3625 ευρώ ως κατ’ άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 551/1915 αποζημίωση, καθώς και το ποσό των 200.044 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 44 ευρώ προκειμένου αυτός να παραστεί για την υποστήριξη της κατηγορίας ενώπιον των αρμόδιων ποινικών δικαστηρίων, 2) στη δεύτερη από αυτούς μητέρα του θανόντος, το ποσό των 91.800 ευρώ ως αποζημίωση για στέρηση διατροφής, άλλως κατά την επικουρική βάση της αγωγής το ποσό των 22.100,3625 ευρώ ως κατ’ άρθρο 3 παρ. 5 του ν. 551/1915 αποζημίωση, καθώς και το ποσό των 200.044 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 44 ευρώ προκειμένου αυτή να παραστεί για την υποστήριξη της κατηγορίας ενώπιον των αρμόδιων ποινικών δικαστηρίων, 3) στην τρίτη από αυτούς αδερφή του θανόντος το ποσό των 60.044 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 44 ευρώ προκειμένου αυτή να παραστεί για την υποστήριξη της κατηγορίας ενώπιον των αρμόδιων ποινικών δικαστηρίων και 4) στην τέταρτη από αυτούς αδερφή του θανόντος το ποσό των 60.044 ευρώ ως χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, από το οποίο πρέπει να αφαιρεθεί το ποσό των 44 ευρώ προκειμένου αυτή να παραστεί για την υποστήριξη της κατηγορίας ενώπιον των αρμόδιων ποινικών δικαστηρίων, τα παραπάνω δε ποσά με το νόμιμο τόκο από την ημέρα θανάτου του άλλως αφότου επιδόθηκε η αγωγή. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει υλική και τοπική αρμοδιότητα για την εκδίκαση της υπόθεσης σύμφωνα με τα άρθρα 7, 8, 9, 10, 14 παρ. 2, 16 περ. 2, 22, 25 παρ. 2 ΚΠολΔ σε συνδυασμό με άρθρο 51 Ν. 2172/ 1993 αφού η διαφορά έχει ναυτεργατικό χαρακτήρα, και εφήρμοσε τη διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών (άρθρα 614 σε συνδ. με 621 και 622 ΚΠολΔ), αλλά απέρριψε την κύρια βάση της αγωγής ως νομικά αβάσιμη κρίνοντας ότι οι επικαλούμενες στην αγωγή διατάξεις προβλέπονται από τη Διεθνή σύμβαση για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη Θάλασσα (SOLAS) και το Διεθνή Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM Code) καθιερώνουν ένα διεθνές πρότυπο για την ασφαλή διαχείριση και λειτουργία των πλοίων και την πρόληψη ανθρώπινου τραυματισμού ή απώλειας ζωής, αλλά δεν θεσπίζουν ειδικούς κανόνες ασφαλείας στη ναυτική εργασία. Στη συνέχεια έκρινε νόμιμη την αγωγή ως προς την επικουρική της βάση που θεώρησε ότι έχει νομικό έρεισμα στις διατάξεις των άρθρων 71,299,340,345,346,361,648 επ., 914, 922, 932 του ΑΚ, 53, 84 ΚΙΝΔ, όρθρ. 1, 2, 3 παρ. 5, 6, 16 του ν. 551/1915, και το παρεπόμενο αίτημα τοκοδοσίας αφότου κοινοποιήθηκε η αγωγή και ακολούθως τη δέχθηκε κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη επιδικάζοντας στους δύο πρώτους εκκαλούντες την ειδική κατ’αποκοπή αποζημίωση και σε άπαντες του εκκαλούντες χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης και συνολικά 42.100,36 ευρώ σε καθένα από τους δύο πρώτους εκκαλούντες και το ποσό των 7.000 ευρώ για κάθε μια από την τρίτη και τέταρτη εκκαλούσα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ήδη οι εκκαλούντες ενάγοντες για εσφαλμένη εφαρμογή νόμου διότι απορρίφθηκε η κύρια βάση της αγωγής τους και λήφθηκαν υπόψη ένορκες βεβαιώσεις φυσικών προσώπων στους οποίους έχουν ήδη υποβάλει μήνυση και κακή εκτίμηση αποδείξεων αναφορικά με το ποσοστό συνυπαιτιότητας που καταλογίστηκε στο θανόντα συγγενή τους που δεν είχε καμία συνυπαιτιότητα και στο ύψος των ποσών που επιδικάστηκαν λόγω ψυχικής οδύνης και ακολούθως ζητούν τη μεταρρύθμιση της εκκαλουμένης προκειμένου να γίνει στο σύνολο της δεκτή η αγωγή τους κατ’ουσίαν.

Από τις διατάξεις του άρθρου 1 του ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το Β.Δ.της 24-7/25.08.1920, διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (αρθρ. 38 εδ. α` ΕισΝΑΚ) και ισχύει και επί ναυτικής εργασίας (άρθρα 2 του άνω νόμου και 66 εδ. β` του κυρωθέντος με το ν. 3816/1958 Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου), προκύπτει ότι εργατικό ατύχημα, δηλαδή ατύχημα από βίαιο συμβάν, που επέρχεται σε εργάτη ή υπάλληλο των αναφερομένων στο άρθρο 2 του πρώτου ως άνω νόμου επιχειρήσεων, θεωρείται και ο τραυματισμός του μισθωτού εξαιτίας έκτακτης και αιφνίδιας επενέργειας εξωτερικού αιτίου, άσχετου προς τη σύσταση του οργανισμού του παθόντος, αλλά συνδεομένου με την εργασία του, λόγω της εμφάνισής του κατά την εκτέλεση ή με αφορμή την εκτέλεση αυτής (ΟλΑΠ 1287/1986 ΝοΒ 1987.1605, ΑΠ 804/2008, ΑΠ 792/2008, ΑΠ 73/2007). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 16 ν. 551/1915 προκύπτει ότι ο παθών από εργατικό ατύχημα έχει επιλεκτικό δικαίωμα να ασκήσει την αγωγή του κοινού δικαίου και να ζητήσει σύμφωνα με τα άρθρα 297, 298 και 914 ΑΚ πλήρη αποζημίωση, μόνον όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν έλαβε χώρα, σε εργασία ή επιχείρηση, στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων, βρίσκεται δε σε αιτιώδη συνάφεια με την μη τήρηση των διατάξεων αυτών, διαφορετικά, εάν δηλαδή δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις αυτές, μπορεί ν` ασκήσει μόνο την αγωγή από το ν. 551/1915. Τέτοιες διατάξεις είναι εκείνες, οι οποίες ειδικά προβλέπουν τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και ειδικότερα προσδιορίζουν τους όρους που πρέπει να τηρηθούν, μνημονεύοντας συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφαλείας των εργαζομένων. Δεν αρκεί δηλαδή ότι το ατύχημα επήλθε από την μη τήρηση όρων, οι οποίοι επιβάλλονται από την κοινή αντίληψη, την υποχρέωση προνοίας και την απαιτούμενη στις συναλλαγές επιμέλεια, χωρίς να προβλέπονται από ειδική διάταξη νόμου (ΟλΑΠ 26/1995 ΕλλΔνη 37.38, ΑΠ 274/2000 ΕλλΔνη 39.105, ΑΠ 1858/2011, ΑΠ 11/2012, ΕφΠειρ 281/2011 δημ. νόμος). Οι αξιωσεις συρρέουν διαζευκτικά, με την έννοια ότι σε περίπτωση επιλογής της μιας απ` αυτές τις αξιώσεις αποζημίωσης αποκλείεται να ζητήσει ταυτόχρονα ή διαδοχικά την άλλη, κατ` ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 306 ΑΚ, που αφορά την διαζευκτική ενοχή. Σε κάθε, όμως, περίπτωση, δηλαδή και όταν ακόμη ο εργοδότης απαλλάσσεται από την υποχρέωση για αποζημίωση, ο παθών από εργατικό ατύχημα διατηρεί την αξίωση για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης κατά του εργοδότη, εφόσον το ατύχημα οφείλεται σε πταίσμα (δόλο ή αμέλεια οποιασδήποτε μορφής) αυτού ή των προστηθέντων απ` αυτόν προσώπων, που κρίνεται κατά το κοινό δίκαιο (άρθρα 914, 922, 932 ΑΚ), μη απαιτουμένης της συνδρομής του ειδικού πταίσματος της μη τηρήσεως επιβαλλομένων όρων ασφαλείας (ΟλΑΠ 1117/1986 ΝοΒ 35. 891, ΑΠ 1438/2002 ΕλλΔνη 45. 716), ενώ η αντικειμενική ευθύνη του εργοδότη κατά το ν. 551/1915 δεν επεκτείνεται και στη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, καθόσον γι` αυτήν απαιτείται υπαιτιότητα (ΑΠ 274/2000 ό.π.). Είναι βέβαια δυνατή η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο αγωγής, εφόσον συνέτρεξαν οι προϋποθέσεις για τη γένεση καθεμίας, τόσο της αξιώσεως για επιδίκαση αποζημιώσεως του ν. 551/1915, όσο και της αξιώσεως για χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης που υπέστη ο παθών από εργατικό ατύχημα (ΑΠ 1438/2002 ο.π., ΑΠ 1373/2002 ΕλλΔνη 44. 420, ΕφΠειρ 281/2011 ΕΝΔ 2011/304, ΕφΠειρ 155/2014 δημ. νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις του άρθρου 914 ΑΚ, συνάγεται ότι η παράνομη συμπεριφορά ως όρος της αδικοπραξίας μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία, είτε από την καλή πίστη, κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη (ΑΠ 838/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 641/2011 ΧρΙΔ 2012 114). Ακόμη, πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν μπορεί να θεμελιωθεί στην εν λόγω περίπτωση και στο ότι δεν τηρήθηκαν από αυτούς, οι διατάξεις ισχυόντων νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών, που επιβάλλουν όρους υγιεινής και ασφαλείας, για τη διαφύλαξη της υγείας, της σωματικής ακεραιότητας και της ζωής των εργαζομένων, σύμφωνα με τη γενική διάταξη του άρθρου 662 του ΑΚ, είτε η τήρηση των μέτρων αυτών από τον εργοδότη, επιβάλλεται από τους νόμους, διατάγματα ή κανονισμούς που προβλέπουν τα μέτρα αυτά. Τέτοια, γενικά μέτρα ασφαλείας, που πρέπει να τηρούν όλοι οι εργοδότες καθορίζονται με το Ν. 1586/1985 «Υγιεινή – Ασφάλεια εργαζομένων» οι διατάξεις του οποίου εφαρμόζονται, σε όλες τις επιχειρήσεις, εκμεταλλεύσεις και εργασίες, ορίζεται δε στο άρθρο 32 του νόμου αυτού μεταξύ άλλων, ότι ο εργοδότης έχει υποχρέωση να λαμβάνει κάθε μέτρο που απαιτείται, ώστε να εξασφαλίζονται οι εργαζόμενοι και οι τρίτοι που παρευρίσκονται στους τόπους εργασίας από κάθε κίνδυνο που μπορεί να απειλήσει την υγεία τους ή τη σωματική τους ακεραιότητα. Επίσης, ειδικότερα μέτρα ασφαλείας καθορίζονται με το Π.Δ. 395/1994 «Ελάχιστες προδιαγραφές ασφάλειας και υγείας για τη χρησιμοποίηση εξοπλισμού εργασίας από τους εργαζόμενους κατά την εργασία τους σε συμμόρφωση με  την οδηγία 89/655/ΕΟΚ». Αντιθέτως τέτοια μέτρα ασφαλείας  δεν περιλαμβάνονται στις διατάξεις του Διεθνούς Ναυτιλιακού Οργανισμού (ΙΜΟ) και της Διεθνούς Σύμβασης για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα (SOLAS), όπως και στις διατάξεις των κανόνων του Διεθνούς Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης (ISM Code), γιατί οι εν λόγω διατάξεις των προαναφερόμενων νομοθετημάτων δεν προβλέπουν ειδικούς όρους ασφαλείας του προσωπικού του πλοίου, κατά την έννοια της διατάξεως του άρθρου 16 παρ.1 του Ν.551/1915, ήτοι δεν προσδιορίζουν συγκεκριμένα μέτρα, μέσα και τρόπους προς επίτευξη της ασφάλειας του πληρώματος, αλλά θέτουν το κανονιστικό πλαίσιο και τις προδιαγραφές για την καθιέρωση τέτοιων ειδικών κανόνων και πρακτικών, προς συμμόρφωση με τις λειτουργικές και διαχειριστικές απαιτήσεις, που θέτουν, για την διασφάλιση της ασφάλειας στην θάλασσα και της πρόληψης ανθρώπινου τραυματισμού ή απώλειας ζωής, καθώς και την προστασία του θαλάσσιου περιβάλλοντος (ΜΕφΠ 360/2017 δημ. νόμος). Τα όσα επομένως περί του αντιθέτου αναφέρονται στον πρώτο λόγο της κρινόμενης εφέσεως με τον οποίο οι εκκαλούντες παραπονούνται ότι εσφαλμένα απορρίφθηκε η κύρια βάση της αγωγής τους με την οποία ζητείτο η αποζημίωση του κοινού δικαίου επικαλούμενοι δόλο των προστηθέντων της εργοδότριας, με βάση τις διατάξεις της Διεθνούς Σύμβασης για την ασφάλεια της ανθρώπινης ζωής στη θάλασσα, είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν.

Με το άρθρο 1, άρθρο δεύτερο ν. 4335/2015 («Εφαρμοστέα μέτρα ν. 4334/2015: Τροποποιήσεις ΚΠολΔ /Πιστωτικά ιδρύματα κ.λπ.» – ΦΕΚ Α` 37/23.07.2015) προστίθενται οι νέες διατάξεις των άρθρων 421 – 424 ΚΠολΔ, με τις οποίες επκρέρονται εκτεταμένες μεταβολές στο δίκαιο των ένορκων βεβαιώσεων. Συγκεκριμένα, οι παραπάνω διατάξεις, σε συνδυασμό με τις διατάξεις των άρθ. 237 και 591 ΚΠολΔ όπως οι τελευταίες τροποποιήθηκαν, αντί­στοιχα, με το άρθρο 1, άρθρο δεύτερο § 2 ν. 4335/2015 και το άρθρο 1, άρθρο τέταρτο του ίδιου νόμου, προ­βλέπουν τους εξής όρους του υποστατού/παραδεκτού της ένορκης βεβαίωσης: (α) κλήτευση του αντιδίκου με επιμέλεια του διαδίκου που επισπεύδει την λήψη ένορ­κης βεβαίωσης, (β) τήρηση προθεσμίας κλήτευσης δύο εργάσιμων ημερών πριν την προσδιορισμένη από τον επισπεύδοντα διάδικο ημερομηνία λήψης της ένορκης βεβαίωσης, (γ) πλήρες περιεχόμενο κλήσης σύμφωνα με το νέο άρθ. 422 § 1 ΚΠολΔ το οποίο να διαλαμβά­νει την ημερομηνία και ώρα λήψης, το ονοματεπώνυμο και τη διεύθυνση του συμβολαιογράφου ή αναφορά στον ειρηνοδίκη ενώπιον του οποίου θα λάβει χώρα. Την αγωγή (ή ένδικο βοήθημα ή μέσο), που αφορά η βεβαίωση, το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και τη διεύθυνση της κατοικίας του μάρτυρα, (δ) λήψη μέχρι πέντε τον αριθμό ένορκων βεβαιώσεων ενώπιον (του­λάχιστον λειτουργικά) αρμόδιου οργάνου (ειρηνοδίκη ή συμβολαιογράφου), (ε) ιδιότητα μάρτυρα (τρίτο πρό­σωπο ως προς τους διαδίκους, ικανό και μη εξαιρεθέν), (στ) ορκοδοσία και (ζ) εμπρόθεσμη υποβολή της βεβαίωσης με τις προτάσεις. Ειδικά, αναφορικά με το κατά νόμο αναγκαίο περιε­χόμενο της κλήσης, η νέα νομοθετική ρύθμιση απαι­τεί τα όσα προβλέπονταν και υπό το προηγούμενο δίκαιο (ήτοι την ημερομηνία και ώρα λήψης, καθώς και το όνομα του συμβολαιογράφου ή το ειρηνοδικείο – ΑΠ 1589/1995, ΕλλΔνη 1998. 624, ΑΠ 559/1983, ΕΕΝ 1984. 110), με μία σημαντική όμως διαφοροποίηση, δηλαδή την καθιέρωση υποχρέωσης γνωστοποίησης και των στοιχείων του μάρτυρα (ονοματεπώνυμο, επάγγελμα και διεύθυνση κατοικίας), η οποία δεν ήταν απαραί­τητη σύμφωνα με το προϊσχύον δίκαιο (ΑΠ 1901/2009, ΕφΑΔ 2010. 445, ΑΠ 197/2000, ΕλλΔνη 2000. 1311, ΑΠ 120/1992, ΕΕργΔ 1993. 1079, ΕφΛαρ 20/2012, ΕφΛαρ 193/2005, ΕφΘεσ 2019/2005, ΝΟΜΟΣ). Αν δεν πληρούται κάποιος από τους ανωτέρω όρους (ή δεν αναφέρονται στην κλήση τα λοιπά στοιχεία του άρθ. 118 ΚΠολΔ), η ένορκη βεβαίωση είναι ανυπόστατη (στην περίπτωση ζ` απαράδεκτη) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 424 ΚΠολΔ και δεν λαμβάνεται υπ` όψιν ούτε καν για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων [βλ. υπό το προηγούμενο νομοθετικό καθεστώς ΟλομΑΠ 20/2004, ΕλλΔνη 2004. 132, ΟλομΑΠ 167/2003, ΝοΒ 2004. 1169, ΑΠ 1237/2013, ΑΠ 381/2010, ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1707/2009, ΕφΑΔ 2010, 356, ΑΠ 1408/2003, ΝοΒ 2004. 572, ΑΠ 15/2003, ΝοΒ 2004.1169]. Οι νέες διατάξεις για τις ένορκες βεβαιώσεις δεν υπάγονται σε ειδική μεταβα­τική διάταξη του σχετικού άρθρου ένατου ν. 4335/3015. Περαιτέρω, η ένσταση εξαίρεσης του μάρτυρα δεν είναι γνήσια, ως μη στηριζόμενη σε αυτοτελές δικαίωμα, η δε περιεχόμενη σ` αυτήν αίτηση δεν αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης και δεν προκύπτει εκκρεμοδικία, η τυχόν δε αποδοχή της από το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν οδηγεί σε ανατροπή της εκκαλουμένης, αλλά στη μη λήψη υπ` όψιν της συγκεκριμένης μαρτυρικής κατάθεσης (βλ. ΑΠ 366/2004 ΝοΒ 53. 480, ΑΠ 819/2002 ΕλλΔνη 44. 974, Εφθεσ 566/2009 Νόμος). Άλλωστε, επισημαίνεται ότι, κατά το άρθρο 270 §2 εδ. β` του ΚΠολΔ, το δικαστήριο συμπληρωματικά μπορεί να λαμβάνει υπ` όψιν και να εκτιμά ελεύθερα και αποδεικτικά μέσα που δεν πληρούν τους όρους του νόμου. Στην έννοια των αποδεικτικών μέσων, που δεν πληρούν τους όρους του νόμου, εντάσσονται και οι κατ` άρθρο 400 ΚΠολΔ εξαιρετέοι μάρτυρες, των οποίων τις καταθέσεις μπορεί να λαμβάνει υπ` όψιν και να εκτιμά ελεύθερα το δικαστήριο για τη συναγωγή του αποδεικτικού του πορίσματος (βλ. ΑΠ 1442/2008, ΑΠ 887/1990 ΕλλΔνη 1991.985, ΕφΠειρ 766/2005 ο.π.). Τέλος, από το άρθρο 520 § 1 ΚΠολΔ συνάγεται ότι οι λόγοι έφεσης δεν αρκεί να είναι μόνο σαφείς και ορισμένοι, αλλά πρέπει να είναι και λυσιτελείς, δηλαδή σε περίπτωση βασιμότητας τους να επέρχεται ως αποτέλεσμα η εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης (βλ. Σ. Σαμουήλ, Η έφεση, έκδ. Δ, § 542, ΕφΘεσ 435/2010 Αρμ 2011.472, ΕφΙωαν 172/2006 Νόμος).      Με το δεύτερο λόγο της κρινομένης εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση έλαβε υπόψη της την ένορκη βεβαίωση του ………….. ο οποίος ισχυρίζεται ότι καταφανώς κατέθεσε ψευδή περιστατικά και εξαπάτησε, άλλως αποπειράθηκε να παραπλανήσει το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και για το λόγο αυτό του έχει υποβληθεί μήνυση. Συναφής είναι και ο τρίτος λόγος εφέσεως με τον οποίο η εκκαλούσα ενάγουσα παραπονείται ότι η εκκαλουμένη απόφαση έλαβε υπόψη της τις ένορκες βεβαιώσεις των …. και ….. παρά την ένσταση εξαίρεσης που αυτή προέβαλε, καθώς αυτοί δεν είχαν ιδία αντίληψη των όσων κατέθεταν και οι καταθέσεις τους ήταν από πριν δακτυλογραφημένες. Πρωτίστως να αναφερθεί ότι αμφότεροι οι λόγοι εφέσεως δεν αναφέρουν ότι οι ένορκες βεβαιώσεις δόθηκαν κατά παράβαση των άρθρων 421 και 422 του ΚΠολΔ, σε κάθε όμως περίπτωση προβάλλονται αλυσιτελώς σύμφωνα με τα όσα αμέσως προαναφέρθηκαν, αφού η τυχόν δε αποδοχή της ενστάσεως εξαιρέσεως από το παρόν δικαστήριο δεν οδηγεί σε ανατροπή της εκκαλουμένης διότι η περιεχόμενη σ` αυτήν αίτηση εξαιρέσεως δεν αποτελεί ιδιαίτερο κεφάλαιο της δίκης, αλλά οδηγεί στη μη λήψη υπ` όψιν της συγκεκριμένης μαρτυρικής κατάθεσης (βλ. και άρθρο 424 του ΚΠολΔ). Επομένως οι προαναφερόμενοι λόγοι εφέσεως κρίνονται απορριπτέοι ως αλυσιτελώς προβαλλόμενοι.

Από τα έγγραφα που προσκομίζονται με επίκληση, μερικά των οποίων θα αναφερθούν κατωτέρω, χωρίς, όμως, να παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της διαφοράς, τη με αριθμό …/2015 έκθεση του ΑΣΝΑ και την ένορκη εξέταση κατά τη διαδικασία αυτή του ναυτικού …………., την από 20.11.2014 έκθεση πραγματογνωμοσύνης του ναυπηγού μηχανολόγου ………., την ειδική έκθεση παραπομπής του υποπλοιάρχου ………… για την εξέταση επιβολής πειθαρχικής ποινής και τις ένορκες βεβαιώσεις των ………… και ………. οι οποίες λήφθησαν σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 421 και 422 του ΚΠολΔ και επομένως στερείται βασιμότητας η ένσταση εξαίρεσης τους (ενώ ένορκη βεβαίωση που δόθηκε αιτήσεως περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων εκτιμάται για συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων), και από τα αυτεπαγγέλτως λαμβανόμενα υπόψη διδάγματα της κοινής πείρας (άρθρο 336 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγµατικά περιστατικά: Η εφεσίβλητη είναι πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία ρυμουλκού ναυαγοσωστικού πλοίου με το όνομα ΜΑ, στο οποίο ήταν ναυτολογημένος και παρείχε τις υπηρεσίες του με την ειδικότητα του ναύτη από τις 6-12-2010 έως και 25-8-2014, ο ……., τέκνο των δύο πρώτων εκκαλούντων και αδελφός της τρίτης και της τέταρτης. Κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (Αύγουστος του έτους 2014), το πλοίο ήταν αξιόπλοο, ήταν εφοδιασμένο με όλα τα πιστοποιητικά για την ασφαλή λειτουργία του και διέθετε ένα σύστημα ασφαλούς διαχείρισης, που πληρούσε τις προδιαγραφές του Διεθνούς Κώδικα Ασφαλούς Διαχείρισης. Στις 25-8-2014 από ώρα 08.00 πμ το ως άνω πλοίο κατέπλευσε στο νότιο τμήμα του αγκυροβολίου του λιμένα Πειραιώς προερχόμενο από Αίγυπτο ρυμουλκώντας το φορτηγό πλοίο με το όνομα G. έως τις 10.25 μμ, που το παρέδωσε σε άλλο ρυμουλκό. Μετά το πέρας της ρυμουλκήσεως και την αποσύνδεση του ρυμουλκούμενου πλοίου από το ρυμουλκό της εφεσίβλητης ξεκίνησε αμέσως η διαδικασία περισυλλογής των ρυμουλκίων, που αποτελούνταν από το κύριο ρυμούλκιο, που ήταν συρματόσχοινο διαμέτρου 52 mm, με ακροκάλυκα στο πρύμνιο του, το συρματόσχοινο παρεμβολής μήκους 20 – 25 μέτρων και διαμέτρου 52 mm, που συνδέεται με το κύριο ρυμούλκιο με ναυτικό κλειδί διαμέτρου 55 mm και την αλυσίδα πρόσδεσης επί του ρυμουλκούμενου πλοίου μήκους 27,5 μ. Θα πρέπει να σημειωθεί ότι σύμφωνα με τους κανόνες της ναυτικής τέχνης, η ενδεδειγμένη διαδικασία για την περισυλλογή των ρυμουλκίων σε ένα ρυμουλκό με τον εξοπλισμό, όπως της καθ’ης, είναι η ακόλουθη: Πρώτα ασφαλίζεται το κεντρικό ρυμούλκιο με μπότζο και τοποθέτηση κεντρικών στατηδών, γίνεται  η έλξη του κυρίως ρυμουλκίου βιράροντας την ανεμη στην πρύμνη, βιράρεται με κάβο και με λασκάρισμα παξιμαδιού κεντρικού ναυτικού κλειδιού το οποίο ενώνει το κύριο ρυμούλκιο με τα παρελκόμενα, γίνεται αλλαγή της θέσης των στατών για ευθυγράμμιση και έναρξη βιραρίσματος παρελκόμενων εργαλείων ρυμούλκησης, και απασφαλίζεται το κεντρικό κλειδί που ενώνει το κύριο ρυμούλκιο με τα παρελκόμενα και αρχίζει η έλξη όλων των συρμάτων, καδενών και ναυτικών κλειδιών. Αυτά είναι τα βήματα που περιγράφονται στο προσκομιζόμενο σχετικό 3 που υπογράφεται από τον πλοίαρχο. Από την παραπάνω περιγραφή προκύπτει ότι είναι μια αρκετά σύνθετη διαδικασία, εφόσον τα στάδια της περιγράφονται εγγράφως και δίνονται στον υπεύθυνο για την έλξη υποπλοίαρχο, ωστόσο οι εργαζόμενοι στο πλοίο αποκτούν κάποια εμπειρία όταν έχουν μετάσχει αρκετές φορές στη διαδικασία έλξης των ρυμουλκίων στην πρύμνη του ναυαγοσωστικού. Πρέπει όμως να τονιστεί ότι όπως εύκολα προκύπτει από τους κανόνες της λογικής καθ’ όλη την διάρκεια της περισυλλογής, τα μέλη του πληρώματος, που κινούνται στο κατάστρωμα, πρέπει να βρίσκονται πάντα εξωτερικά των κάβων και των συρματόσχοινων, ήτοι στην αντίθετη από την πλευρά, προς την οποία ο κάβος ή το συρματόσχοινο θα μετακινηθούν. Στο συγκεκριμένο πλοίο με την προπεριγραφείσα διάταξη του βαρούλκου (με το κεφαλάρι να βρίσκεται στο δεξιό του άκρο), η εξωτερική πλευρά των κάβων και του συρματόσχοινου παρεμβολής είναι η αριστερή (εννοείται για κάποιον που έχει μέτωπο προς την πλώρη). Στην συγκεκριμένη περίπτωση, κατ’ εφαρμογή των πάγιων εντολών του πλοιάρχου μετέβησαν στην πρύμνη ο ναύτης ………, ο ναύτης ……. (θανών) και ο ύπαρχος ……….. υπεύθυνος για την όλη διαδικασία ως προστηθείς του πλοιάρχου. Ο ύπαρχος έλαβε θέση στην κουπαστή της πρύμνης και οι ναύτες στο κατάστρωμα. Πρώτα, τοποθετήθηκαν οι ορθοστάτες στις υποδοχές, που βρίσκονται σε απόσταση 0,60 εκ. αριστερά και δεξιά του κυλίνδρου κυλίσεως (απείχαν δηλαδή 1,20 μέτρα) και αμέσως ξεκίνησε η ανέλκυση του κύριου ρυμουλκίου και η περισυλλογή του στην ανέμη του βαρούλκου. Το πρυμναίο τμήμα του κύριου ρυμουλκίου παρέμεινε σε κάθετη θέση πάνω από τον άξονα συμμετρίας του πλοίου και το άκρο του, με το ναυτικό κλειδί, που το συνέδεε με το συρματόσχοινο παρεμβολής, βρισκόταν σε απόσταση 2.00 έως 2,50 μέτρων από την κουπαστή της πρύμνης, που έχει σχήμα ημικυκλίου. Ο θανών ναυτικός εκείνη την στιγμή, βρισκόταν δεξιά του άκρου του κύριου ρυμουλκίου, δηλαδή εσωτερικά αυτού, αλλά δεν διέτρεχε κίνδυνο τραυματισμού, καθώς η μετακίνηση του συρματόσχοινου περιοριζόταν από τους δύο ορθοστάτες. Μετά την ολοκλήρωση της περισυλλογής του κύριου ρυμουλκίου η επόμενη ενέργεια, που έπρεπε να γίνει, ήταν η μετακίνηση από τον Ύπαρχο του ορθοστάτη, που βρισκόταν δεξιά του άξονα συμμετρίας του πλοίου στην επόμενη προς τα δεξιά ελεύθερη υποδοχή, ώστε να περιορισθεί το εύρος κίνησης των συρματόσχοινων, αλλά και του κάβου εσολκής, με τον οποίο θα γινόταν η ανέλκυση του συρματόσχοινου παρεμβολής. Την ώρα εκείνη ο ναύτης …….., ακολουθώντας τις εντολές του Υπάρχου, είχε ξετυλίξει τον κάβο εσολκής από το κεφαλάρι και ο ναύτης ……. (θανών), παραμένοντας δεξιά του κάβου, είχε προσδέσει, με ναυτικό κλειδί, το άκρο του στο συρματόσχοινο παρεμβολής, πλην, όμως, ο κάβος παρέμενε χαλαρός, αφού όλο το βάρος των συρματόσχοινου, αλλά και της αλυσίδας, που ακολουθούσε, το δεχόταν το κύριο ρυμούλκιο. Ο ύπαρχος, παρότι βρισκόταν σε απόσταση μόλις δύο μέτρων από τον ………., δεν του έδωσε εντολή να μετακινηθεί αριστερά του κάβου, αλλά προχώρησε στην αφαίρεση του δεξιού ορθοστάτη από την αρχική θέση (Α1) και τον μετέφερε να τον τοποθετήσει στην δεξιότερη υποδοχή του (θέση Β1) (βέβαια επειδή όπως προαναφέρθηκε η απόσταση μεταξύ της αρχικής θέσης και της τελικής είναι περίπου 1,20 μέτρα αυτά θα διαρκούσε λίγα δευτερόλεπτα). Πριν, όμως, προλάβει να ολοκληρώσει την ενέργεια του, ο . … αφαίρεσε τον πίρο από το ναυτικό κλειδί, που συνέδεε το κύριο ρυμούλκιο με το συρματόσχοινο παρεμβολής, με αποτέλεσμα ο κάβος εσολκής να δεχθεί, αυτομάτως, όλο το βάρος του ενδιάμεσου συρματόσχοινου, αλλά και της καδένας ρυμούλκησης συνολικού βάρους 2 τόνων, που ήταν προσδεδεμένα σε αυτό και εξαιτίας της πιέσεως αυτής, να τεντωθεί και να μετακινηθεί απότομα και με ταχύτητα προς τα δεξιά, χωρίς να διακοπεί από το ορθοστάτη, που δεν είχε ακόμη τοποθετηθεί από τον ύπαρχο. Ο ……., που όπως προαποδείχθηκε παρέμενε δεξιά του κάβου, δεν πρόλαβε να αντιδράσει, παρασύρθηκε από τον κάβο προς τα δεξιά, προσέκρουσε με σφοδρότητα στην δεξιά πρυμναία πλευρά της κουπαστής και τελικά εγκλωβίστηκε στην εξωτερική πλευρά της, χωρίς να μπορεί να αποδεσμευθεί από τον κάβο. Ο ύπαρχος έδωσε αμέσως εντολή στον ……., που χειριζόταν το κεφαλάρι, να χαλαρώσει τον κάβο και ο …… απελευθερώθηκε και έπεσε στην θάλασσα. Ο ……… έσπευσε να τον βοηθήσει και ο Πλοίαρχος ενημέρωσε το Κέντρο Ελέγχου Κυκλοφορίας Πλοίων Πειραιά και ζήτησε συνδρομή. Με την βοήθεια μίας λάντζας, ο …, όπως και ο θανών, που είχε απωλέσει τις αισθήσεις του, αιμορραγώντας από το στόμα και τα αυτιά του, επιβιβάσθηκαν στο ρυμουλκό και ύστερα από λίγη ώρα έφθασε στο σημείο ένα πλωτό του Λιμενικού Σώματος, που μετέφερε τον … στον λιμένα, που τον παρέλαβε ασθενοφόρο του ΕΚΑΒ και τον μετέφερε στο Τζάνειο Νοσοκομείο, που διαπιστώθηκε ο θάνατος του, συνεπεία βαρέων κακώσεων κεφαλής και θώρακος. Να σημειωθεί ότι από τη νεκροψία πλην των εκδορών, εκχυμώσεων και θλάσεων διαπιστώθηκε ωτορραγία αριστερά και εξάρθρωση κάτω γνάθου, ενώ από τη νεκροτομή αιμορραγική διήθηση κροτάφου, υπαραχνοειδής αιμορραγία εγκεφάλου, εξάρθρημα άτλαντα, κατάγματα στέρνου και πλευρών θώρακα και ρήξη αριστερού πνεύμονα. Συνεπώς η κατά τα ανωτέρω διαδικασία περισυλλογής των ρυμουλκίων είχε ως αποτέλεσμα το βίαιο θάνατο εργαζόμενου κατά την άσκηση των εργασιακών του καθηκόντων. Όπως αποδεικνύεται από τα παραπάνω αυτή η διαδικασία αν και είχε ξαναεκτελεστεί από το συγκεκριμένο πλήρωμα ήταν μια διαδικασία που απαιτούσε πιστή τήρηση των οδηγιών καθώς εγκυμονούσε πολλούς κινδύνους. Από το αποτέλεσμα όπως προκύπτει ότι το γεγονός αυτό δεν ελήφθη σοβαρά υπόψη. Η υπεύθυνος για την τήρηση όλης της διαδικασίας και προστηθείς του πλοιάρχου ύπαρχος ………. αναφέρει στην από 25.8.2014 ένορκη κατάθεση του ενώπιον των προανακριτικών αρχών ότι απευθύνθηκε στο θανόντα και του έδωσε εντολή να μην απασφαλίσει το κλειδί και να έρθει από την αριστερή πλευρά όπως γινόταν κάθε φορά. Ότι συνεννοήθηκαν να μετακινήσει ο ύπαρχος το στάντη δεξιότερα σε άλλη υποδοχή, και ότι ο ίδιος ο θανών έκρινε σκόπιμο να βγάλει τον πύρο κρίνοντας (σύμφωνα με τον ύπαρχο) ότι δεν υπήρχε πρόβλημα καθώς δεν υπήρχε βάρος στο ρυμούλκιο. Πρωτίστως να αναφερθεί ότι αν ληφθεί υπόψη το ότι κατά την εκτέλεση της ανωτέρω διαδικασίας τελικά επισυνέβη θανατηφόρο εργατικό ατύχημα προκύπτει ότι τα όσα καταθέτει ο ύπαρχος δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια καθώς ο θανών θα έπρεπε να ήταν αυτοκτονικός εάν του είχαν δοθεί σαφείς εντολές να κινηθεί εκτός των κάβου δηλαδή αριστερά για λόγους ασφαλείας και να μην απασφαλίσει κανένα κλειδί και να μην βγάλει τον πύρο αλλά αντίθετα να περιμένει να μετακινήσει το στάντη ο ύπαρχος. Τα κυρίως καθήκοντα του έμπειρου υπάρχου που από το έτος 2009 είχε μετάσχει σε 36 ναυαγιαιρεσίες, ήταν να μην προβαίνει αυτός στις μετακινήσεις, αλλά να δίνει εντολές για τις χειρωνακτικές εργασίες, να βεβαιώνεται ότι οι εντολές του τηρούνται και να εποπτεύει το χώρο ώστε να εξασφαλίζει ότι κάθε στιγμή οι υφιστάμενοι του βρίσκονταν σε ασφαλή και κατάλληλη θέση που να μη βάζει σε κίνδυνο τη ζωή τους, γιατί κάτι αντίθετο θα συνεπαγόταν βίαια θανατηφόρα εργατικά ατυχήματα καθημερινά. Για το λόγο αυτό με τη με αριθμό …/2015 έκθεση του ΑΣΝΑ το συμβούλιο αποφάνθηκε ομόφωνα ότι ο «θανάσιμος τραυματισμός μέλους πληρώματος» στο ρυμουλκό «Α» που συνέβη την 25.8.2014 στη θαλάσσια περιοχή νοτίου τμήματος αγκυροβολίου Πειραιώς σε στίγμα φ=37ο 49,31β και λ=0,23ο 32,49α το οποίο συνιστά ναυτικό ατύχημα οφείλεται σε αμέλεια του υποπλοιάρχου για επιβεβαίωση αντίληψης και τήρησης της εντολής του, ενώ με την από 8.7.2015 ειδική έκθεση παραπομπής του υποπλοιάρχου ……… στο πρωτοβάθμιο πειθαρχικό συμβούλιο (η απόφαση του οποίου δεν προσκομίζεται) παραπέμφθηκε το θέμα επιβολής πειθαρχικής ποινής σε βάρος του. Να σημειωθεί βέβαια ότι αλυσιτελώς η εκκαλούσα επικαλείται με το 10ο λόγο εφέσεως ότι με το να αναγνωριστεί ποσοστό συνυπαιτιότητας στο θανόντα δε λήφθηκε υπόψη η προαναφερόμενη απόφαση του ΑΣΝΑ, διότι τα δικαστήρια δεν δεσμεύονται από τις αποφάσεις του Ανακριτικού Συμβουλίου ναυτικών ατυχημάτων και τις εκτιμά ελεύθερα όπως και κάθε νόμιμο αποδεικτικό μέσο. Στο θανόντα ακολούθως πρέπει να αναγνωριστεί ποσοστό συνυπαιτιότητας 30% καθόσον είχε μετάσχει και στο παρελθόν σε αυτή τη διαδικασία (με αριθμό ναυαγιαιρεσιών 20 από το έτος 2010) και όφειλε να δείξει και από μόνος του τη δέουσα προσοχή κυρίως σε σχέση με το σημείο που ήταν τοποθετημένος, καθώς το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι δεν αποδείχθηκε ότι αυτός ενήργησε αντίθετα με τους εντολές που πήρε αλλά ότι και τα τρία μέλη του πληρώματος εκείνη την ώρα εργάστηκαν μηχανικά με βάση την προηγούμενη εργασιακή τους εμπειρία και χωρίς να έχουν προηγουμένως συνεννοηθεί επαρκώς για την αλληλουχία των κινήσεων του καθενός από τα μέλη του πληρώματος με αποτέλεσμα να δημιουργηθεί η επικίνδυνη συνθήκη που συνετέλεσε στο βίαιο θάνατο του εργαζόμενου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι ο ύπαρχος είχε ευθύνη 30% και ότι η συνυπαιτιότητα που βάρυνε το θανόντα ανερχόταν στο 70% εσφαλμένα εκτίμησε τις αποδείξεις και συνεπώς κατά παραδοχή των συναφών τέταρτου (κατά ένα μέρος) και πέμπτου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη ως προς το κεφάλαιο της αυτό και να κρατήσει το Δικαστήριο να αναδικάσει την υπόθεση επί της με αριθμό ………./2016 αγωγής ως προς αυτό κατ’ουσίαν (άρθρο 535 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Από την αμελή συμπεριφορά του υπάρχου προστηθέντος του πλοιάρχου του πλοίου πλοιοκτησίας της εφεσίβλητης, η οποία είχε ως αποτέλεσμα το βίαιο θάνατο του εργαζόμενου τέκνου και αδερφού των εκκαλούντων αυτοί υπέστησαν ψυχική οδύνη. Να σημειωθεί ότι ιδίως οι γονείς υπέστησαν βαρύτατη ψυχική οδύνη από το θάνατο του 42χρονο μοναχογιού τους ο οποίος μάλιστα τους διέτρεφε κατά ένα μέρος και συνεπώς δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. Να σημειωθεί ότι στην περίπτωση θανατώσεως προσώπου εξετάζεται η ηλικία τόσο του θύματος όσο και των μελών της οικογένειας του τα οποία δοκιμάζουν ψυχική οδύνη ενώ επιπλέον λαμβάνονται υπόψη οι ιδιαίτερες συνθήκες υπό τις οποίες προκλήθηκε η βλάβη (βλ. Πατεράκη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης 1995 σελ. 336 και 338) και στη συγκεκριμένη περίπτωση το γεγονός ότι ο θανών απεβίωσε την ώρα της εργασίας του και μάλιστα βιαίως θεωρείται αυξητικός παράγων του ποσού της χρηματικής ικανοποίησης. Επιπλέον λαμβάνεται υπόψη η βαριά αμέλεια που συνέτεινε κατά ποσοστό 70% στο θάνατο του εργαζόμενου του υπάρχου του πλοίου προστηθέντος του πλοιάρχου του πλοίου πλοιοκτησία της εφεσίβλητης που περιγράφηκε παραπάνω, αλλά και το ποσοστό συνυπαιτιότητας του θύματος (Πατεράκη ο.π. 339 και 343). Επομένως το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι στους γονείς του θανόντος πρέπει να τους επιδικαστεί εύλογη χρηματική ικανοποίηση, η οποία ενόψει του είδους της προσβολής, της έκτασης της βλάβης, των συνθηκών του δυστυχήματος, της ηλικίας του θανόντος (42 ετών), της βαρύτητας του πταίσματος του υπάρχου, την κοινωνική και οικονοµική θέση, αλλά και την εν γένει κατάσταση των συγκεκριμένων διαδίκων, και με βάση και την αρχή της αναλογικότητας πρέπει να προσδιοριστεί στο ποσό των 40.000 ευρώ για καθένα από τους δύο γονείς. Τα παραπάνω ποσά κρίνονται δίκαια και εύλογα κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ύστερα από την εκτίμηση των πραγματικών γεγονότων της υποθέσεως, χωρίς υπαγωγή σε νομική έννοια (βλ. ΟλΑΠ 9/2015 πλειοψ.) και σύμφωνα με την αρχή της αναλογικότητας. Στις αδερφές του θύματος με βάση όλα τα προαναφερόμενα θα επιδικαστεί χρηματική ικανοποίηση ύψους 9.000 ευρώ στην κάθε μία καθώς από την ένορκη εξέταση του ……… αποδεικνύεται ότι ο θανών τα τελευταία έτη είχε απομακρυνθεί από αυτές γεγονός που επιδρά στον προσδιορισμό του μεγέθους της ψυχικής οδύνης που αυτές υπέστησαν. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι οι δύο πρώτοι εκκαλούντες πρέπει να λάβουν ως χρηματική ικανοποίηση για την παραπάνω αιτία το ποσό των 20.000 ευρώ και οι τρίτη και τέταρτη το ποσό των 7.000 ευρώ η κάθε μία εσφαλμένα τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς κατά παραδοχή εν μέρει του έκτου, εβδόμου και ογδόου λόγου εφέσεως θα πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό να κρατήσει το παρόν Δικαστήριο και να δικάσει ως προς αυτό την υπόθεση στην ουσία της (άρθρο 535 του ΚΠολΔ).  Ακολούθως των ανωτέρω και αφού δεν υφίσταται προς εξέταση άλλος λόγος εφέσεως, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως προς τους λόγους που αφορούν τα κεφάλαια περί ποσοστών συνυπαιτιότητας και περί προσδιορισμού της χρηματικής ικανοποίησης λόγω ψυχικής οδύνης η κρινόμενη με αριθμό …………../2017 έφεση. Ακολούθως πρέπει να εξαφανισθεί ως προς τα κεφάλαια αυτά και το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης, η εκκαλούμενη με αριθμό 1322/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία περί περιουσιακών διαφορών, ενώ οι υπόλοιπες διατάξεις της δεν θίγονται και θα αναδιατυπωθούν στο διατακτικό της παρούσας για το ενιαίο της εκτέλεσης. Αλυσιτελώς δε προσβάλλεται το κεφάλαιο περί δικαστικής δαπάνης (9ος και 11ος λόγος εφέσεως) καθόσον όταν εξαφανίζεται μερικώς ή ολικώς η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται ολικώς και το κεφάλαιο περί δικαστικών εξόδων λόγω της αναγκαιότητας ενιαίου καθορισμού των δικαστικών εξόδων ως προς όλα τα κεφάλαια της απόφασης (ΑΠ 192/1998 ΕλΔικ 39, 825, ΕφΠειρ 808/2009 ΕΝΔ 39, 258). Ακολούθως, πρέπει, αφού διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ. 1 ΚΠολΔ) και ερευνηθεί ως προς τα ήδη αναφερόμενα κεφάλαια η από ……./2016 αγωγή των εκκαλούντων του εκκαλούντος ενάγοντος, που έχει νομικό έρεισμα στις προαναφερόμενες διατάξεις του 551/1915, καθώς και σε αυτές των 932, 340, 341, 346, 648επ. του ΑΚ και 176 του ΚΠολΔ, να γίνει αυτή εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθεί (δεδομένου ότι για τις υποθέσεις αυτές δεν καταβάλεται δικαστικό ένσημο) η εφεσίβλητη εναγομένη να καταβάλει σε καθένα από τους πρώτο και δεύτερη των εκκαλούντων το ποσό των 62.100,36 ευρώ και σε κάθε μια από την τρίτη και τέταρτη των εκκαλούντων το ποσό των 9.000 ευρώ εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση (άρθρο 346 του ΑΚ). Μέρος των δικαστικών εξόδων των εκκαλούντων εναγόντων και των δύο βαθμών βαρύνουν την εφεσίβλητη – εναγομένη λόγω της εν μέρει ήττας της κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα (άρθρα 178, 191 παρ. 2 και 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την από 30.6.2017 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2017 έφεση κατά της με αριθμό 1322/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακων διαφορών (614 σε συνδ. με 621 και 622 του ΚΠολΔ), με τη δικονομική αντιμωλία των διαδίκων, επί της με αριθμό …………/2016 αγωγής,

Απορρίπτει ό,τι έκρινε ως απορριπτέο στο σκεπτικό

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και κατά ένα μέρος κατ’ουσίαν την έφεση

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ ως προς τα αναφερόμενα στο σκεπτικό κεφάλαια και το κεφάλαιο της δικαστικής δαπάνης την εκκαλούμενη με αριθμό 1322/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ επί της από ………../2016 αγωγής

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει κατ΄ουσίαν την από ………/2016  αγωγή

Υποχρεώνει την εφεσίβλητη εναγομένη να καταβάλει στους ενάγοντες εκκαλούντες τα παρακάτω αναφερόμενα χρηματικά ποσά:

Α) σε καθένα από τους πρώτο και δεύτερη από τους ενάγοντες εκκαλούντες το ποσό των εξήντα δύο χιλιάδων εκατό ευρώ και τριάντα έξι λεπτών του ευρώ (62.100,36) και

β) σε κάθε μία από τις τρίτη και τέταρτη ενάγουσα εκκαλούσα το ποσό των εννέα χιλιάδων (9.000) ευρώ και όλα τα παραπάνω ποσά εντόκως αφότου επιδόθηκε η αγωγή και μέχρι την εξόφληση

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος των δικαστικών εξόδων των εναγόντων εκκαλούντων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας στην εναγομένη εφεσίβλητη το οποίο προσδιορίζει στο συνολικό ποσό των επτά χιλιάδων (7.000) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 13 Ιανουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ