Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 53/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης 53/2020

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές, Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη, Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη – Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα, Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στην απλή πρόσθετη παρέμβαση, η έφεση δεν απαιτείται να απευθύνεται και κατά του προσθέτως παρεμβάντος είτε εκουσίως είτε μετά από προσεπίκληση, αφού δεν καθίσταται με την παρέμβαση διάδικος και σε αυτή την περίπτωση η έφεση απορρίπτεται ως προς αυτόν ως απαράδεκτη (ΕφΔυτΜακ 17/2011,Αρμ 2013.1115, ΕφΑθ 677/2011, ΕΦΑΔ 2011.880, ΕφΔωδ (Μον) 63/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ο προσθέτως παρεμβαίνων έχει δικαίωμα άσκησης έφεσης ο ίδιος, κατά το άρθρο 516§1 του ΚΠολΔ, είτε γιατί ο διάδικος υπέρ του οποίου η παρέμβαση ηττήθηκε είτε αυτοτελώς γιατί η παρέμβαση απορρίφθηκε ως απαράδεκτη (Β. Βαθρακοκοίλης «Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας Ερμηνευτική-Νομολογιακή Ανάλυση (κατ’ άρθρο), τόμος Γ΄, σελ. 213, αρ. 87, Σ. Σαμουήλ « Η έφεση κατά τον ΚΠολΔ», έκδ. 2009, σελ. 136, 137, αρ.303), αλλά μόνον για το συμφέρον του ηττηθέντος διαδίκου, υπέρ του οποίου είχε παρέμβει πρωτοδίκως (ΑΠ 1248/1989, ΔΙΚΗ 1990.731, ΕφΑΘ 3935/2007, ΝοΒ 2008.366, ΕφΑθ 8302/2000, ΕΔΠολ 2001.32). Μάλιστα δικαιούται σε άσκηση έφεσης ακόμη και αν ο διάδικος, υπέρ του οποίου είχε ασκήσει παρέμβαση, ασκήσει αυτοτελή έφεση, προβάλλοντας και άλλους λόγους, εκτός από εκείνους που προτείνει ο τελευταίος (Σ. Σαμουήλ ό.π.).

Στην υπό κρίση περίπτωση, αρμοδίως εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72§13 του ίδιου νόμου): 1)Η από 27-9-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/27-9-2017) υπό στοιχ. Α΄ έφεση του καθ’ ου η ανακοπή ως μερικώς ηττηθέντος διαδίκου και 2)Η από 20-2-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../2018) υπό στοιχ. Β΄ έφεση της προσθέτως παρεμβαίνουσας, ως ολικά ηττηθείσας, κατά της υπ’ αριθμ. 1150/2017 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, δεχόμενη εν μέρει την από 30-7-2015 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………./2015) ανακοπή των ανακοπτόντων και ήδη εφεσιβλήτων κατά του πρώτου και απορρίπτοντας την ασκηθείσα προφορικά πρόσθετη παρέμβαση της προσθέτως παρεμβαίνουσας. Η υπό στοιχ. Α΄ έφεση, ωστόσο, τυγχάνει απαράδεκτη, κατά το μέρος που στρέφεται κατά της προσθέτως παρεμβαίνουσας, η οποία δεν κατέστη διάδικος, σύμφωνα με τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε. Κατά τα λοιπά οι εφέσεις έχουν ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 495§1 εδ. α΄, 499, 500, 511, 513§1 εδαφ. β΄, 516§1, 517 και 520§1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518§2 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του από το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του ν. 4335/2015 (ΦΕΚ Α.87/23-7-2015), που εφαρμόζεται για τις εφέσεις  που ασκούνται μετά την 1-1-2016 (άρθρο ένατο παρ.2 αυτού), δηλαδή πριν την παρέλευση διετίας από τη δημοσίευση της εκκαλουμένης (1-5-2017), δεδομένου ότι ουδείς εκ των διαδίκων επικαλείται ότι έχει λάβει χώρα επίδοσή της, ούτε από τα στοιχεία της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, ενώ κατατέθηκε κατά την άσκησή τους, το νόμιμο παράβολο, κατ’ άρθρο 495§3 του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 35§2 περ.Α΄ στοιχ.γ΄ του ν.4446/22-1-2016, που εφαρμόζεται από 22-1-2017 σύμφωνα με το άρθρο 45 αυτού (σχετ. το υπ’ αριθμ. ……… e-παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ και αποδεικτικό on-line είσπραξής του της Alpha Bank όσον αφορά την υπό στοιχ. Α΄ έφεση και υπ’ αριθμ. ………. e-παράβολο της Γ.Γ.Π.Σ και απόδειξη πληρωμής του της Eurobank, όσον αφορά την υπό στοιχ. Β΄ έφεση). Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και, συνεκδικαζόμενες, λόγω της προφανούς συνάφειάς τους και για τους σκοπούς της επιταχύνσεως και διευκολύνσεως της διαδικασίας και της μειώσεως των δικαστικών εξόδων (άρθρα 31 και 246, σε συνδυασμό με 524§1 εδ.α΄ και 591§1 του ΚΠολΔ), να ερευνηθούν περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία, με την οποία εκδόθηκε και η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους, εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ).

Οι ανακόπτοντες εξέθεταν στην από 30-7-2015 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. ………/2015) ανακοπή τους ότι διατηρούν απαιτήσεις κατά της ανώνυμης εταιρείας με την επωνυμία «………….», η οποία κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης με την υπ’ αριθμ. 509/2014 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, αλλά και την, προηγηθείσα και στο μεταξύ ανακληθείσα, υπ’ αριθμ. 4401/1-10-2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (του καθ’ ου η ανακοπή ορισθέντος ως συνδίκου της πτώχευσης), ως πρώην εργαζόμενοί της, με την αναφερόμενη για καθέναν ειδικότητα και μικτές μηνιαίες αποδοχές, δυνάμει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, οι οποίες καταγγέλθηκαν από τον σύνδικο της πτώχευσης αμέσως μετά την -αρχική- κήρυξη της εταιρείας σε πτώχευση, ότι οι απαιτήσεις τους δε αυτές αφορούν δεδουλευμένες αποδοχές, δώρα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, επίδομα αδείας και αποζημίωση απόλυσης. Ότι, επιπλέον, ο δεύτερος, η τρίτη, η πέμπτη, ο έβδομος, η όγδοη και ο ένατος προέβησαν σε επίσχεση εργασίας, λόγω μη καταβολής δεδουλευμένων αποδοχών και επιδομάτων, με αποτέλεσμα να τους οφείλονται και μισθοί υπερημερίας, για το χρονικό διάστημα που άσκησαν το σχετικό δικαίωμά τους. Ότι το συνολικό ποσό που η πτωχή εταιρεία τους οφείλει ανέρχεται, για τον πρώτο, σε 141.532,08 ευρώ, για τον δεύτερο, σε 32.684,64 ευρώ, για την τρίτη, σε 51.301,75 ευρώ, για τον τέταρτο, σε 67.067,29 ευρώ, για την πέμπτη, σε 28.408,73 ευρώ, για τον έκτο, σε 35.136,80 ευρώ, για τον έβδομο, σε 42.007,71 ευρώ, για την όγδοη, σε 50.619,98 ευρώ, για τον ένατο, σε 35.195,44 ευρώ, για τον δέκατο σε 49.369,72 ευρώ, για τον ενδέκατο, σε 39.439,65 ευρώ και, για τον δωδέκατο, σε 89.168,40 ευρώ, όπως ειδικότερα αναλύονται. Ότι άπαντες, πλην του δέκατου και του δωδέκατου από αυτούς, είχαν αναγγελθεί για τις εργατικές αυτές απαιτήσεις τους, κατά τους αναφερόμενους στην ανακοπή χρόνους, στην πτωχευτική διαδικασία που είχε ανοίξει με την προαναφερθείσα, και στο μεταξύ ανακληθείσα, υπ’ αριθμ. 4401/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, εν συνεχεία, ωστόσο, απώλεσαν την προθεσμία αναγγελίας στη διαδικασία που άνοιξε με την νεώτερη υπ’ αριθμ. 509/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, ώστε να συμμετάσχουν στην εξέλεγξη των πιστώσεών τους, καθώς και ότι έχει εκλεγεί επιτροπή των πιστωτών και δεν έχει ολοκληρωθεί η διανομή της πτωχευτικής περιουσίας. Ακολούθως, ζητούσαν, κατ’ εκτίμηση του δικογράφου της: α)να αναγνωριστούν ως πτωχευτικοί πιστωτές της πτωχής για τα παραπάνω συνολικά ποσά έκαστος και να επαληθευτούν οι απαιτήσεις τους ως προνομιακές, με τον νόμιμο τόκο από τη δημοσίευση της πτωχευτικής απόφασης και επικουρικά από την επίδοσή της και μέχρι την εξόφληση, β)να εγγραφούν για τις απαιτήσεις τους στον κατάλογο πιστωτών ως προνομιούχοι πιστωτές, να συμπεριληφθούν στον πίνακα διανομής ως τέτοιοι, να ικανοποιηθούν με τη συμμετοχή τους στη διανομή της πτωχευτικής περιουσίας και να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα σε βάρος της πτωχευτικής περιουσίας.

Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου παρενέβη προσθέτως υπέρ του καθ’ ου η ανακοπή η τράπεζα με την επωνυμία «………….», επικαλούμενη έννομο συμφέρον συνιστάμενο στο ότι διατηρεί τις ειδικότερα μνημονευόμενες απαιτήσεις σε βάρος της πτωχής εταιρείας, για τις οποίες έχει ήδη αναγγελθεί στην πτωχευτική διαδικασία, ζητώντας να απορριφθεί η ανακοπή, άλλως να περιοριστούν τα προβαλλόμενα με αυτήν κονδύλια, τόσο ως προς το ύψος όσο και ως προς το αιτούμενο από τους ανακόπτοντες προνόμιο, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα και να επιβληθούν σε βάρος τους τα δικαστικά της έξοδα.

Επί της ανακοπής και της πρόσθετης παρέμβασης εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’ αριθμ. 1150/2017 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία απορρίφθηκε η πρόσθετη παρέμβαση ως απαράδεκτη, και δη ελλείψει εννόμου συμφέροντος, με το σκεπτικό ότι η προσθέτως παρεμβαίνουσα δεν επικαλέστηκε, ως όφειλε, ότι οι απαιτήσεις της είχαν ήδη επαληθευθεί, η δε ανακοπή κρίθηκε ως απαράδεκτη, αναφορικά με τον δέκατο των ανακοπτόντων, ως προς την επαλήθευση της απαίτησής του για την οφειλόμενη αποζημίωση απόλυσης, κατά τα λοιπά δε -ορθώς- ως ορισμένη και νόμιμη, πλην του αιτήματος περί επαλήθευσης των τόκων υπερημερίας, αφού αφορούσε χρόνο μετά την κήρυξη της πτώχευσης, του αιτήματος προνομιακής εγγραφής των απαιτήσεων στον κατάλογο πιστωτών και του περί δικαστικών εξόδων και κατά τα λοιπά έγινε δεκτή ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν και αναγνωρίστηκαν οι ανακόπτοντες, ως πτωχευτικοί πιστωτές της πτωχής, για τα ποσά που ο καθένας είχε ζητήσει και στην έκταση που αυτά κρίθηκαν νόμιμα, ενώ επιβλήθηκαν σε βάρος των ανακοπτόντων τα δικαστικά έξοδα του καθ’ ου, τα οποία καθορίστηκαν στο ποσό των 300 ευρώ.

Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται ο καθ’ ου η ανακοπή και η προσθέτως παρεμβαίνουσα με τις ένδικες εφέσεις τους, για λόγους που στο σύνολό τους ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, μετά την τυπική και κατ’ ουσίαν παραδοχή τους, την εξαφάνισή της, με σκοπό, όσον αφορά την ανακοπή, να καθοριστεί ο προνομιακός ή μη χαρακτήρας των απαιτήσεων όλων των ανακοπτόντων και να περιοριστούν οι απαιτήσεις του δεύτερου (2ου), της τρίτης (3ης), της πέμπτης (5ης), του έβδομου (7ου), της όγδοης (8ης) και του ένατου (9ου), που αφορούν μισθούς υπερημερίας, κατά το χρονικό διάστημα που άσκησαν το δικαίωμα επίσχεσης και δη κατά το ποσό των 19.467,04, των 24.489,53, των 18.276,86, των 27.024,38, των 32.066,87 και των 22.558,97 ευρώ, αντίστοιχα, γενομένης δεκτής της ένστασης καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος που ο καθ’ ου η ανακοπή είχε προτείνει και πρωτοδίκως και, όσον αφορά την πρόσθετη παρέμβαση, που πλήττει αφενός μεν το κεφάλαιο της εκκαλουμένης που απέρριψε αυτήν ως απαράδεκτη, αφετέρου δε εκείνο, με το οποίο έγινε δεκτή η ανακοπή, να απορριφθεί καθ’ ολοκληρίαν η ανακοπή και να επιβληθούν σε βάρος των ανακοπτόντων τα δικαστικά της έξοδα.

Αντικείμενο της ανακοπής είναι απλώς η εξέλεγξη και όχι η επιδίκαση της απαίτησης (ΕφΘεσ 2675/2018 ΕΠΟΛΔ 2019.60, ΕφΑθ 3446/2013 ΔΕΕ 2013.970)  ούτε και ο χαρακτηρισμός της ως προνομιακής ή μη, καθώς τον πίνακα διανομής τον συντάσσει ο σύνδικος της πτώχευσης, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 153 επ. του ΠτΚ. Συνεπώς, ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης, με τον οποίο ο εκκαλών πλήττει την εκκαλουμένη για τον λόγο ότι δεν έκρινε περί του ζητήματος του προνομίου των οφειλόμενων αποδοχών των ανακοπτόντων, είναι νομικά αβάσιμος και συνακόλουθα, εφόσον ουδένα άλλο λόγο διαλαμβάνει ως προς τους ανακόπτοντες, πλην του 2ου, της 3ης, της 5ης, του 7ου, της 8ης και του 9ου, πρέπει να απορριφθεί, ως προς αυτούς -πλην των ανωτέρω- στο σύνολό της. Επίσης, αλυσιτελής τυγχάνει ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, ως προς το σκέλος του, που η εκκαλούσα βάλλει κατά του προνομιακού χαρακτήρα των απαιτήσεων των ανακοπτόντων και των νόμιμων τόκων υπερημερίας επ’ αυτών για τον μετά τις 4-7-2014 χρόνο, καθώς και η εκκαλουμένη απέρριψε τα σχετικά αιτήματα ως μη νόμιμα.

Από τις διατάξεις των άρθρων 744 και 759§3 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο, κατά τη διαδικασία της εκούσιας δικαιοδοσίας, μπορεί και αυτεπαγγέλτως να διατάζει κάθε μέτρο πρόσφορο για την εξακρίβωση πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί και ιδιαίτερα γεγονότων που συντελούν στην προστασία των ενδιαφερομένων ή της έννομης σχέσης ή του γενικότερου κοινωνικού συμφέροντος (άρθρο 744) και ότι το δικαστήριο, ακόμη και αποκλίνοντας από τις διατάξεις που ρυθμίζουν την απόδειξη, διατάζει αυτεπαγγέλτως κάθε τι που κατά την κρίση του είναι απαραίτητο για την εξακρίβωση της αλήθειας των πραγματικών γεγονότων (άρθρ. 759 παρ. 3). Με τις διατάξεις αυτές εισάγεται απόκλιση από τη ρύθμιση του άρθρου 106 του ΚΠολΔ και καθιερώνεται για τις υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας το ανακριτικό σύστημα, το οποίο παρέχει στο δικαστήριο ελευθερία αυτεπάγγελτης ενέργειας και συλλογής του αποδεικτικού υλικού και εξακρίβωσης πραγματικών γεγονότων, ακόμη και εκείνων που δεν έχουν προταθεί, τα οποία ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης. Η ειδική αυτή ρύθμιση καταλαμβάνει τις γνήσιες και τις μη γνήσιες υποθέσεις της εκούσιας δικαιοδοσίας, δηλαδή και εκείνες τις ιδιωτικές διαφορές που ο νόμος παραπέμπει για εκδίκαση στην ειδική αυτή διαδικασία (ΑΠ 438/2019, ΑΠ 66/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»).

Εν προκειμένω, η προσθέτως παρεμβαίνουσα προς θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της για άσκηση της πρόσθετης παρέμβασής της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, είχε επικαλεστεί την ύπαρξη απαιτήσεών της κατά της πτωχής, τις οποίες και είχε αναγγείλει, χωρίς, ωστόσο, να επικαλείται και επαλήθευσή τους. Το πρωτοβάθμιο, ωστόσο, Δικαστήριο όφειλε να διατάξει κάθε πρόσφορο μέτρο για την εξακρίβωση του πραγματικού αυτού γεγονότος, σύμφωνα με τις διατάξεις που προεκτέθηκαν και, επομένως, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή αυτών, την απέρριψε ως απαράδεκτη, στηρίζοντας την κρίση του στο άρθρο 95 του ν.3588/2007, σύμφωνα με το οποίο για να γίνουν δεκτές αντιρρήσεις πιστωτή στη διαδικασία της επαλήθευσης των απαιτήσεων, θα πρέπει οι απαιτήσεις του να έγιναν προσωρινά ή οριστικά δεκτές και, συνεπώς, θα πρέπει το γεγονός αυτό να το επικαλείται και ο προσθέτως παρεμβαίνων στη δίκη της ανακοπής για επαλήθευση των μη αναγγελθέντων πιστωτών, προκειμένου να θεμελιώσει το έννομο συμφέρον του. Σε κάθε δε περίπτωση, η προσθέτως παρεμβαίνουσα προσκομίζει επιτρεπτώς, κατ’ άρθρο 529§1 εδ.α΄ του ΚΠολΔ, τις από 24-2-2014 και 8-11-2017 εκθέσεις της εισηγήτριας της πτώχευσης, με τις οποίες επαληθεύτηκαν οι επικαλούμενες απαιτήσεις της, για τις οποίες αναγγέλθηκε, κατά το ποσό των 3.627.323 και των 5.475.633 ευρώ. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή του πρώτου αλλά και του επικουρικά προταθέντος λόγου της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά το σκέλος της που απέρριψε την πρόσθετη παρέμβαση ως απαράδεκτη και, παρεπομένως, να ερευνηθούν οι λόγοι της έφεσης που αφορούν το σκέλος της εκκαλουμένης, ως προς το οποίο ηττήθηκε ο υπέρ ου αυτή, ήτοι ο σύνδικος, παρελκούσης της εξέτασης του δεύτερου λόγου αυτής.

Σύμφωνα με το άρθρο 325 του ΑΚ, που εφαρμόζεται και στις σχέσεις εργοδότη και εργαζομένου στα πλαίσια της σύμβασης εργασίας, σε συνδυασμό με τα άρθρα 329, 353 και 656 του ΑΚ, εάν ο εργαζόμενος έχει ληξιπρόθεσμη αξίωση κατά του εργοδότη σχετική με την οφειλομένη απ’ αυτόν παροχή εργασίας (κατ’ εξοχήν για την καταβολή του μισθού, αλλά και για την παράβαση του εργοδοτικού διευθυντικού δικαιώματος), δικαιούται, ασκώντας το δικαίωμα επίσχεσης της εργασίας του, να αρνηθεί την εκπλήρωση της δικής του παροχής, απέχοντας από την εργασία του, εωσότου ο εργοδότης εκπληρώσει την υποχρέωση που τον βαρύνει (ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 940/2015, ΑΠ 447/2015 ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η επίσχεση έχει ως συνέπεια ότι, αν και ο εργαζόμενος παύει να παρέχει την εργασία του, δεν είναι υπερήμερος αυτός, αλλά ο εργοδότης, ο οποίος έχει την υποχρέωση, όσο διαρκεί η υπερημερία του, για όσο, δηλαδή, δεν καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές, αν για το λόγο αυτό ασκήθηκε η επίσχεση, να πληρώνει στον εργαζόμενο τις αποδοχές του σαν να εργαζόταν κανονικά (ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 940/2015 ό.π, ΑΠ 790/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Αποτελεί δε μονομερή δικαιοπραξία, η οποία καταρτίζεται ατύπως με μόνη τη δήλωση της βουλήσεως του οφειλέτη της εργασίας (μισθωτού), που μπορεί να γίνει με εξώδικη έγγραφη ή και προφορική δήλωση και ισχύει αφότου περιέλθει σε γνώση του δανειστή (ΕφΑθ 5882/2007, ΕλλΔνη 2008.261, ΕφΑθ 1585/2005, ΔΕΕ 2006.418). Τέλος, από τον συνδυασμό των άρθρων 5§3 ν. 2112/1920, όπως συμπληρώθηκε με το άρθρο 3 ν. 4558/1930, και 173, 200 και 288 του ΑΚ συνάγεται ότι, σε περίπτωση αποχής του μισθωτού από την εργασία του που δεν οφείλεται σε ασθένεια βραχείας διάρκειας ή λοχεία ή στην κατά το άρθρο 1 του ν. 3514/1928 στράτευσή του, αλλά σε άλλη αιτία, όπως σε επίσχεση της εργασίας του, το δικαστήριο, εκτιμώντας γενικά τις συνθήκες υπό τις οποίες έλαβε χώρα η αποχή, την αιτία και τη διάρκεια αυτής, καθώς και την υπαιτιότητα ή συνυπαιτιότητα του μισθωτού, κρίνει, σύμφωνα με τις αρχές της καλής πίστης και αφού ληφθούν υπόψη και τα συναλλακτικά ήθη, αν η αποχή αυτή, κατά κρίση αντικειμενική, πρέπει να θεωρηθεί ως σιωπηρή δήλωση βούλησης του εργαζομένου να λύσει τη σύμβαση εργασίας του, δηλαδή ως σιωπηρά εκ μέρους του καταγγελία αυτής, με όλες τις δυσμενείς γι’ αυτόν επιπτώσεις. Μόνη η αυθαίρετη απουσία από την εργασία του, η οποία συνιστά αντισυμβατική συμπεριφορά αυτού και παρέχει στον εργοδότη το δικαίωμα να καταγγείλει αυτός τη σύμβαση εργασίας, δεν μπορεί να θεωρηθεί άνευ άλλου ως καταγγελία από τον εργαζόμενο, αλλά για να ισχύσει ως τέτοια θα πρέπει να συνοδεύεται και από άλλα περιστατικά, από τα οποία να προκύπτει σαφώς η βούληση του εργαζομένου για την λύση της σύμβασης εργασίας (ΑΠ 447/2015 ΑΠ 1342/2014, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Η υπερημερία  του εργοδότη παύει είτε με την καταβολή των οφειλομένων, είτε ύστερα από συμφωνία με τον εργαζόμενο, είτε με νομότυπη καταγγελία της σύμβασης (ΕφΛαρ 92/2014, ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ 2015.32, ΕφΘεσ 1460/2014 Αρμ 2014.1554). Το δικαίωμα επισχέσεως της μέλλουσας να παρασχεθεί εργασίας του εργαζομένου, όπως και κάθε άλλο δικαίωμα, υπόκειται στους περιορισμούς του άρθρου 281 του ΑΚ. Συνεπώς, η άσκησή του πρέπει να γίνεται εντός των ορίων της καλής πίστεως και των συναλλακτικών ηθών, να αποβλέπει δε στην εξυπηρέτηση του οικονομικού σκοπού για τον οποίο θεσπίστηκε. Διαφορετικά, η άσκησή του είναι καταχρηστική και, ως τέτοια, παράνομη και δεν παράγει το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα, δηλαδή δεν καθιστά υπερήμερο τον εργοδότη. Ως καταχρηστικώς δε ενασκούμενο θεωρείται το δικαίωμα επισχέσεως της εργασίας του μισθωτού και όταν, μεταξύ άλλων, δεν υπάρχει χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση της εκπληρώσεως των υποχρεώσεων του εργοδότη, ή όταν η καθυστέρηση δεν οφείλεται σε υπαιτιότητά του, αλλά σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ή σε πρόσκαιρη δυσπραξία του, ή σε εξαιρετικά δυσμενείς γι’ αυτόν περιστάσεις, ή όταν η επίσχεση προξενεί δυσβάστακτη και δυσανάλογη ζημία του σε σχέση με το σκοπούμενο αποτέλεσμα, ή όταν στρέφεται κατά αξιόπιστου και αξιόχρεου εργοδότη, ή όταν αναφέρεται σε ασήμαντη αντιπαροχή του εργοδότη (ΑΠ 1248/2015, ΑΠ 940/2015, ό.π, ΑΠ 2094/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΘεσ 1502/2015, Αρμ 2015.1546), ή όταν ο μισθωτός, για να λάβει τον μισθό του από τον υπερήμερο εργοδότη, παραμένει με τη θέλησή του για μακρό χρονικό διάστημα άνεργος και αποφεύγει αδικαιολογήτως και κακοβούλως να φροντίσει για ανεύρεση άλλης εργασίας, ενώ μπορεί εύκολα να ανεύρει και να προσφέρει την εργασία του σε άλλον εργοδότη (ΑΠ 1248/2015, ΕφΛαρ 92/2014 ό.π).

Από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, με την επισήμανση ότι από την υπ’ αριθμ. 564/2011 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……….., που προσκομίζει ο εκκαλών, λείπει η δεύτερη σελίδα της, λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336§§3 και 4 του ΚΠολΔ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης : Με την υπ’ αριθμ. 509/2014 απόφαση του παρόντος Δικαστηρίου, που εκδόθηκε κατ’ έφεση επί δικής της αιτήσεως και δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμ. 9648/1-8-2014, όπως διορθώθηκε στο υπ’ αριθμ. 9655/19-9-2014 Δελτίο Δικαστικών Δημοσιεύσεων του Ταμείου Νομικών, η ανώνυμη εταιρεία με την επωνυμία «…………», κηρύχθηκε σε κατάσταση πτώχευσης, με χρόνο παύσεως των πληρωμών την 4-7-2012 και διορίστηκε εισηγητής αυτής ο καθ’ ού η ανακοπή και ήδη εκκαλών, ……….., δικηγόρος Πειραιώς. Προηγουμένως, η ίδια εταιρεία είχε κηρυχθεί σε κατάσταση πτώχευσης, με την υπ’ αριθμ. 4401/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία δημοσιεύθηκε την 1-10-2012 και στη συνέχεια ανακλήθηκε με την υπ’ αριθμ. 2272/2013 απόφαση του ίδιου Δικαστηρίου. Η πτωχή, όπως και η εταιρεία «……», ήταν μέλος του ομίλου ….., που δραστηριοποιείτο στην εμπορία, χονδρική και λιανική, ηλεκτρικών οικιακών συσκευών και πάσης φύσεως οικιακών, ηλεκτρονικών και ηλεκτρικών ειδών, με μακροχρόνια παρουσία στην ελληνική αγορά, έχοντας ικανοποιητική πορεία έως το έτος 2001, διατηρώντας δίκτυο πολλών καταστημάτων σε όλη την Ελλάδα. Από τα μέσα του έτους 2003, ωστόσο, έως και το έτος 2005, μειώθηκε ο κύκλος των εργασιών της και άρχισαν να σωρεύονται ζημίες, με αποτέλεσμα να αδυνατεί να καταβάλει τις ληξιπρόθεσμες οφειλές προς τους πιστωτές της (τράπεζες, εργαζόμενους, Ελληνικό Δημόσιο, εκμισθωτές, πελάτες, προμηθευτές εσωτερικού και εξωτερικού κ.λπ.), ενώ αντίστοιχη φαίνεται ότι ήταν η πορεία και των λοιπών εταιρειών του ομίλου. Με βάση τον ισολογισμό της 31-12-2005, οι οφειλές αυτές της αιτούσας προς τρίτους ανέρχονταν στο ποσό των 238.023.535,95 και της «…….» στο ποσό των 118.440.528,72 ευρώ. Έτσι, στις 18-10-2006 συνυπέγραψαν με τους πιστωτές τους, οι απαιτήσεις των οποίων υπερέβαιναν το 60% του συνόλου των οφειλών τους, συμφωνίες, οι οποίες επικυρώθηκαν από το παρόν Δικαστήριο, στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 44 του ν. 1882/1990, με τις υπ’ αριθμ. 295 και 296/2007, αντίστοιχα, αποφάσεις του, με αποτέλεσμα τον περιορισμό των συνολικών χρεών τους στο ποσό των 175.974.953,94 ευρώ συνολικά και για τις δύο εταιρείες. Μέρος αυτού ρυθμίστηκε σε δόσεις έως το 2016, άλλο μέρος μετοχοποιήθηκε με ανάληψη των νέων μετοχών από τους πιστωτές τους, ενώ ένα τελευταίο μέρος ανέλαβε η άνω πτωχή εταιρεία, με την υποχρέωση να ανεύρει στρατηγικό επενδυτή για την οικονομική της ενίσχυση. Το σχέδιο εξυγίανσης τηρείτο από την πλευρά της και στις 16-7-2007 έγινε συμφωνία των άνω εταιρειών με την εταιρεία «………..», ως στρατηγικό επενδυτή τους, η οποία τις χρηματοδότησε με το συνολικό ποσό των 20.000.000 ευρώ, εκ των οποίων 13.396.916,29 ευρώ αφορούσαν την άνω πτωχή εταιρεία, ενώ παράλληλα αποφασίστηκε αύξηση του μετοχικού τους κεφαλαίου, κατά το ποσό της χρηματοδότησης και τις νέες μετοχές τις έλαβε η ως άνω εταιρεία. Στη συνέχεια τη θέση του αρχικού στρατηγικού επενδυτή έλαβε η εταιρεία «……», στην οποία μεταβιβάστηκε η πλειοψηφία των μετοχών και των δύο εταιρειών, ενώ στο μεταξύ είχε δρομολογηθεί και η διαδικασία συγχώνευσης αυτών με απορρόφηση της εταιρείας «…………..» από την ως άνω ήδη πτωχή, η οποία ολοκληρώθηκε στο τέλος του έτους 2008, σε μια προσπάθεια αύξησης του κύκλου των εργασιών της μίας πλέον εταιρείας, στο πλαίσιο της οποίας αναδιαμορφώθηκε το δίκτυο καταστημάτων της, με κατάργηση ορισμένων, τη δημιουργία νέων και την ανακαίνιση των λοιπών υφισταμένων. Παρ’ όλ’ αυτά, όμως, και ενώ είχαν βελτιωθεί σε κάποιο βαθμό τα αποτελέσματα της εταιρείας, υπήρχε άμεση ανάγκη εισροής κεφαλαίων, καθώς τα έσοδά της δεν αρκούσαν για να καλύψουν τις υποχρεώσεις της, στις οποίες, πέραν των δόσεων προς τους πιστωτές της συμφωνίας του άρθρου 44 του ν.1882/1990, συμπεριλαμβάνονταν τα λειτουργικά της έξοδα, άλλα χρέη συσσωρευμένα από προηγούμενες χρήσεις, καθώς και τα ποσά που δαπάνησε για την ανακαίνιση και τη διαφημιστική προβολή των καταστημάτων του δικτύου της. Για τον λόγο αυτό τον Σεπτέμβριο του έτους 2009 αποφασίστηκε η αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου κατά το ποσό των 114.002.500 ευρώ, για την αποπληρωμή του δανεισμού από την εταιρεία «…………». Στο τέλος του ίδιου έτους ανακοινώθηκε η μεταβίβαση του συνόλου της συμμετοχής της στο μετοχικό κεφάλαιο της πτωχής στην εταιρεία «… . .», συμφερόντων του ……., διευθύνοντος συμβούλου της ιδίας (πτωχής), έναντι του τιμήματος των 35.720.802,97 ευρώ, το οποίο επρόκειτο να καταβληθεί σε πέντε δόσεις, η πρώτη εκ των οποίων μετά από δύο έτη. Μάλιστα ο τρόπος αποπληρωμής του, είχε σχολιαστεί δυσμενώς από τον τύπο και αποτέλεσε σημείο τριβής με τους εργαζομένους, οι οποίοι εξέδωσαν στις 13-7-2010 και σχετική ανακοίνωση-δελτίο τύπου. Ερωτηματικά επίσης δημιουργήθηκαν για τον τρόπο αξιοποίησης του παραπάνω ποσού των 114.002.500 ευρώ, στα οποία ο σύνδικος της πτώχευσης δεν παρείχε ικανοποιητική απάντηση, περιοριζόμενος στο δικόγραφο της έφεσής του στην αναφορά ότι διοχετεύθηκαν για την κάλυψη ταμειακών υποχρεώσεων. Περαιτέρω, δυνάμει των υπ’ αριθμ. …/24-12-2009 και …/31-12-2009 συμβολαίων της συμβολαιογράφου Αθηνών, ………., η πτωχή μεταβίβασε στην εταιρεία «……..», που αποτελούσε εταιρεία του ομίλου …., ένα αγροτεμάχιο με τα επ’ αυτού κτίσματα στη θέση «..» Θηβών, εκτός οικισμού, επιφάνειας 168.088 τ.μ., αντί του τιμήματος των 25.000.000 ευρώ και τριών (3) οικοπέδων μετά των επ’ αυτών οικοδομών, εντός του εγκεκριμένου σχεδίου της πόλης του Πειραιά, επιφάνειας 166,26, 644,33 και 498,05 τμ, αντίστοιχα, αντί του τιμήματος των 10.500.000 ευρώ συνολικά και στη συνέχεια αυτά φέρονται ότι εκμισθώθηκαν από την αγοράστρια στην πτωχή, με συμβάσεις χρηματοδοτικής μίσθωσης. Μετά από αίτηση του συνδίκου της πτώχευσης, ωστόσο, οι συγκεκριμένες δικαιοπραξίες ανακλήθηκαν με την υπ’ αριθμ. 3425/2015 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με το σκεπτικό ότι το τίμημα αυτό χρησιμοποιήθηκε για την προνομιακή εξόφληση ορισμένων πιστωτών της και δη της «………», της «……..», της  «………» και της «………..» προς βλάβη των λοιπών πιστωτών, συνιστάμενη στον περιορισμό της υπέγγυας πτωχευτικής περιουσίας της.

Αποδείχθηκε, επίσης, ότι παρέμενε η ανάγκη χρηματοδότησής της, αλλά η ανεύρεσή της ήταν δυσχερής και η εταιρεία εξακολουθούσε να αντιμετωπίζει πρόβλημα ταμειακής ρευστότητας, γεγονός στο οποίο συνέβαλε και το ότι δεν της παρείχετο πλέον πίστωση. Δεν είχε, ωστόσο, περιέλθει σε κατάσταση παύσης των πληρωμών αφού εξακολουθούσε να καλύπτει τρέχουσες κυρίως υποχρεώσεις. Έτσι, σε μια νέα προσπάθεια εξυγίανσής της, υπέβαλε την από 4-8-2010 αίτησή της περί ένταξής της στη διαδικασία συνδιαλλαγής του άρθρου 99 του Πτωχευτικού Κώδικα ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο με την υπ’ αριθμ. 6052/2010 απόφασή του έκρινε ότι ήταν δυνατόν να εξελιχθεί σε μια βιώσιμη επιχείρηση, εφαρμόζοντας ένα σχέδιο αναδιοργάνωσης που η ίδια είχε προτείνει, με χαρακτηριστικά τη μείωση των λειτουργικών της εξόδων, την αύξηση των πωλήσεων και των κερδών της, την παραχώρηση της εκμετάλλευσης των τριάντα εννέα (39) τότε καταστημάτων της στους εργαζομένους της, την εκμετάλλευση της ακίνητης περιουσίας της και την αποτελεσματικότερη είσπραξη των απαιτήσεών της.  Τελικά, μεσούσης της οικονομικής κρίσης και ενώ ο τζίρος της εταιρείας είχε εμφανίσει μείωση, με την υπ’ αριθμ. 5061/2011 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, τέθηκε τέλος στη σχετική διαδικασία, κατόπιν παραδοχής της αίτησης του ορισθέντος μεσολαβητή, ……….., ορκωτού λογιστή, ο οποίος διατύπωσε την άποψη, ότι με βάση το ύψος των υποχρεώσεων της εταιρείας στις 31-3-2011 (83.056.522,78 ευρώ) και την άρνηση των τραπεζών-δανειστριών της να αποδεχθούν την πρόταση διακανονισμού και κυρίως της χρηματοδότησής της, αλλά και τη θέση των βασικών προμηθευτών της, με απαιτήσεις έναντι αυτής ύψους 40.937.865,32 ευρώ, ότι δεν θα στήριζαν την εταιρεία εάν δεν προηγείτο συμφωνία με τις τράπεζες και δεν δίνονταν νέες χρηματοδοτήσεις, η επιχείρηση δεν ήταν βιώσιμη.  Τελικά, η εταιρεία την 1-6-2011 κατέθεσε ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά αίτηση κήρυξής της σε πτώχευση (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. …../1-6-2011), επικαλούμενη ότι στις 31-3-2011, οι οφειλές της προς τρίτους ανέρχονταν: 1)Στο πλαίσιο της διαδικασίας του άρθρου 44 του ν. 1892/1990, στο ποσό των 21.333.696,48 ευρώ, εκ του οποίου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ήταν το ποσό των 6.545.935,64 ευρώ προς τράπεζες, 21.453.252,16 ευρώ, εκ του οποίου ληξιπρόθεσμο και απαιτητό ήταν το ποσό των 5.469.682,17 ευρώ, προς προμηθευτές, 2)στο ποσό των 19.484.613,16 ευρώ προς προμηθευτές της, ήδη ληξιπρόθεσμο, των 3.655.895,53 ευρώ προς τράπεζες, ήδη ληξιπρόθεσμο, των 4.345.389,75 ευρώ προς ασφαλιστικούς οργανισμούς, ήδη ληξιπρόθεσμο, στο ποσό των 307.118,53 ευρώ προς το Δημόσιο, εκ του οποίου ληξιπρόθεσμο ήταν το ποσό των 260.605,4 ευρώ, στο ποσό των 4.748.149,75 ευρώ, προς τους εκμισθωτές της, ήδη ληξιπρόθεσμο, στο ποσό των 2.263.412,98 ευρώ προς τους εργαζομένους της, ήδη ληξιπρόθεσμο, των τρεχουσών υποχρεώσεών της τον μήνα Μάιο του έτους 2011 ανερχόμενων στο ποσό των 950.310,95 ευρώ, ενώ οι ταμειακές ροές της από τον πίνακα που είχε ενσωματώσει στην αίτησή της, φαίνονται ότι από τον Ιανουάριο του έτους 2011 δεν ξεπερνούν το ποσό των 90.000 ευρώ μηνιαίως. Άλλωστε, η αίτηση έγινε κατ’ αρχήν δεκτή με την προαναφερθείσα υπ’ αριθμ. 4401/2012 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που όρισε ως ημέρα παύσης των πληρωμών την 25η-5-2011, και η μεταγενέστερη ανάκλησή της οφείλεται σε νομικό λόγο και συγκεκριμένα στο ότι ήταν εκκρεμής η διαδικασία του άρθρου 44 του ν.1892/1990. Επίσης, όσον αφορά τη μομφή που αποδίδεται από τους εργαζομένους (σχετ. και η ένορκη κατάθεση της υπαλλήλου, ……….., διευθύντριας του καταστήματος στην πλατεία Κλαυθμώνος, στα ταυτάριθμα με την υπ’ αριθμ. 2272/2013 πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά) ότι, παρά τις υποδείξεις τους, η εταιρεία δεν προέβαινε σε αγορές εμπορευμάτων, που αποτελούσε ζήτημα ζωτικής σημασίας για την αύξηση του τζίρου της, η τελευταία απαντά ευσχήμως ότι, παρά την αύξηση του μετοχικού της κεφαλαίου, δεν ενισχύθηκε σημαντικά η ρευστότητά της και έτσι δεν μπορούσαν να χρηματοδοτηθούν νέες αγορές εμπορευμάτων. Απ’ όλα όσα προεκτέθηκαν συνάγεται ότι η πτωχή, η οποία σημειωτέον ήταν συνεπής στις υποχρεώσεις της έναντι των εργαζομένων μέχρι το τέλος του έτους 2009, υπό αντίξοες συνθήκες μάλιστα, δεδομένης της γενικότερης οικονομικής συγκυρίας μετά το έτος 2009, κατέβαλε σημαντική προσπάθεια επιβίωσης, η αποτυχία της οποίας δεν μπορεί να αποδοθεί σε υπαιτιότητά της. Ο τρόπος, όμως, αποπληρωμής του τιμήματος από την πώληση μετοχών της προς την «…………», για τον οποίο δεν δίνονται επίσης ικανοποιητικές απαντήσεις, καθώς και η μεταβίβαση σημαντικών περιουσιακών της στοιχείων (ακινήτων) προς τρίτο και η διαχείριση του εξ αυτής τιμήματος, σε κρίσιμη περίοδο, επιτρέπουν το συμπέρασμα ότι, αν το τίμημα από την πώληση των μετοχών εισπράττετο άμεσα και μέρος του τιμήματος από την πώληση των ακινήτων διατίθετο και για τον σκοπό αυτό, θα μπορούσαν να καλυφθούν πλήρως οι ένδικες απαιτήσεις των εργαζομένων, για τις οποίες υπήρξε χρονικά αξιόλογη καθυστέρηση κάλυψής τους, καθώς τους οφείλονταν αποδοχές ήδη από τον Οκτώβριο του έτους 2010 και μέχρι τον Μάιο, που η πλειονότητα αυτών -με εξαίρεση την 8η ανακόπτουσα που άσκησε το σχετικό δικαίωμα στις 9-12-2012-άσκησε το δικαίωμα επίσχεσης, παρήλθαν 7 περίπου μήνες. Αντιθέτως, άλλες τυχόν επιχειρηματικές επιλογές της, που κατ’ αποτέλεσμα απέβησαν ατελέσφορες, όπως για παράδειγμα η διοχέτευση σημαντικών κονδυλίων στην ανακαίνιση των καταστημάτων ή και στη δημιουργία νέων, αντί της αγοράς νέων εμπορευμάτων, ώστε να είναι πιο ανταγωνιστική, δεν θεωρούνται ότι συνδέονται άμεσα με την καθυστέρηση αυτή ούτε μπορούν να αποδοθούν σε υπαιτιότητά της. Συνεπώς, αποδεικνύεται, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι η καθυστέρηση αυτή δεν οφείλεται αφενός σε απρόβλεπτες περιστάσεις ή αντιξοότητες ούτε πρόσκαιρη οικονομική στενότητα, αλλά σε οικονομική δυσπραξία αρκετών ήδη ετών και, σε κάθε περίπτωση, σε υπαιτιότητά της, για τους λόγους που αμέσως ανωτέρω εκτέθηκαν. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με την προεκτεθείσα νομική σκέψη, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι οι 2ος, 3η, 5η, 7ος, 8η και 9ος άσκησαν καταχρηστικά το δικαίωμα επίσχεσης, στους χρόνους που αναλυτικά εκτίθενται στη συνέχεια, ενώ ήδη τους οφείλονταν οι αποδοχές από τον Οκτώβριο του έτους 2012 κατά το ήμισυ, ή τον Νοέμβριο του ίδιου έτους, έως και τον Απρίλιο του επομένου έτους -σε κάποιους και του Μαΐου εν όλω ή εν μέρει- με εξαίρεση την όγδοη ανακόπτουσα, στην οποία οφείλονταν οι αποδοχές Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2012, επομένως, οι συναφείς πρώτος και δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης είναι αβάσιμοι. Αποδείχθηκε περαιτέρω ότι :

 1)Ο πρώτος των εφεσιβλήτων, ……….. προσελήφθη στην πτωχή εταιρεία, δυνάμει της από 1-8-1989 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του υπεύθυνου καταστήματος, με μικτές μηνιαίες αποδοχές το επίδικο χρονικό διάστημα, για το οποίο προβάλλει αξιώσεις, ύψους 2.900 ευρώ και μέχρι την 1-10-2012 εκπλήρωνε προσηκόντως την υποχρέωσή του για παροχή εργασίας. Μετά την αρχική απόφαση κήρυξης της εργοδότιδάς του εταιρείας σε πτώχευση, ο ορισθείς σύνδικος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, με την από 26-10-2012 καταγγελία, που του επιδόθηκε αυθημερόν και εκείνος ανήγγειλε όλες τις απαιτήσεις του, συμπεριλαμβανομένης και της αποζημίωσης απόλυσής του, με την από 31-12-2012 έγγραφη αναγγελία του που κατατέθηκε αυθημερόν στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ήτοι εντός της εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας του άρθρου 6§2 του ν.3198/1955, με αποτέλεσμα τη διακοπή αυτής, κατ’ άρθρο 264 αρ. 2 του ΑΚ. Οι απαιτήσεις του αφορούν τις μηνιαίες αποδοχές των μηνών Νοεμβρίου 2010 έως και Σεπτεμβρίου 2012, ήτοι 23 μήνες, δηλαδή 66.700 ευρώ, το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2011, ύψους 2.900 ευρώ, την αναλογία του δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2012, ποσού 1.868,21 ευρώ [232 (2.900  Χ 2/25) Χ 153 ημέρες : 19], εκ του οποίου είχε ζητήσει 1.848,75 ευρώ, το δώρο Πάσχα και τα επιδόματα αδείας των ετών 2011 και 2012, συνολικού ποσού 5.800 [(2.900 : 2) Χ 4] ευρώ, καθώς και την αποζημίωση απόλυσης, ύψους 64.283,33 ευρώ, σύμφωνα με το αντίγραφο της καταγγελίας του, με βάση τα έτη προϋπηρεσίας του και τις τακτικές κατά μήνα αποδοχές του και, επομένως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 141.532,08 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη, μετ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, είναι αβάσιμος. Όπως ορθώς επισημαίνεται στο σκεπτικό της εκκαλουμένης, ο υπολογισμός της αποζημίωσης απόλυσης δεν έγινε με βάση τον ν.4093/2012, καθώς η έναρξη της ισχύος του (ΦΕΚ Α΄222/12-11-2012 σε συνδυασμό με το άρθρο τρίτο αυτού) έπεται χρονικά της καταγγελίας του άνω μισθωτού.

2)Ο δεύτερος των εφεσιβλήτων, ………….., προσελήφθη στην πτωχή εταιρεία, δυνάμει της από 4-7-2003 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του πωλητή, με μικτές μηνιαίες αποδοχές το επίδικο χρονικό διάστημα, για το οποίο προβάλλει αξιώσεις, ύψους 991,32 ευρώ και μέχρι τις 12-5-2011 εκπλήρωνε προσηκόντως την υποχρέωσή του για παροχή εργασίας. Τότε με την –κοινή με άλλους εργαζομένους- από 12-5-2011 εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση και πρόσκλησή του, που επιδόθηκε στην πτωχή στις 13-5-2011 (σχετ. η υπ’ αριθμ. … Ε/13-5-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, … .), προέβη σε επίσχεση εργασίας, με αποτέλεσμα, αν και έπαυσε να παρέχει την εργασία του, να μην καταστεί υπερήμερος αυτός, αλλά η πτωχή, η οποία, με βάση τη σχετική σκέψη που προεκτέθηκε περί επίσχεσης, ενόσω διαρκούσε η υπερημερία της, δηλαδή μέχρι την καταγγελία της σχέσης εργασίας του, όφειλε να του καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές του, σαν να εργαζόταν κανονικά. Τελικά, μετά την αρχική απόφαση κήρυξης της εργοδότιδάς του εταιρείας σε πτώχευση, ο ορισθείς σύνδικος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, με την από 26-10-2012 καταγγελία, που του επιδόθηκε αυθημερόν και εκείνος ανήγγειλε όλες τις απαιτήσεις του -πλην της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2012- συμπεριλαμβανομένης και της αποζημίωσης απολύσεώς του, με την από 25-2-2013 έγγραφη αναγγελία του, που κατατέθηκε την επομένη στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ήτοι εντός της άνω εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, με αποτέλεσμα τη διακοπή αυτής. Οι απαιτήσεις του αφορούν κατ’ αρχήν στις μηνιαίες αποδοχές Οκτωβρίου 2010 κατά το ήμισυ και των μηνών Νοεμβρίου 2010 έως και Σεπτεμβρίου 2012, ήτοι 23,5 μήνες, συνολικού ποσού 23.296,02 ευρώ, το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2011, ύψους 991,32 ευρώ, την αναλογία του δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2012, ποσού 638,61 ευρώ [79,3 (991,32  Χ 2/25) Χ 153 ημέρες : 19], εκ του οποίου είχε ζητήσει 631,96 ευρώ, το δώρο Πάσχα και τα επιδόματα αδείας των ετών 2011 και 2012, συνολικού ποσού 1.982,64 [(991,32 : 2) Χ 4] ευρώ, καθώς και την αποζημίωση απόλυσης, ύψους 5.782,70 ευρώ, σύμφωνα με το αντίγραφο της καταγγελίας του, με βάση τα έτη προϋπηρεσίας του και τις τακτικές κατά μήνα αποδοχές του και, επομένως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 32.684,64 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη, μετ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, είναι αβάσιμος.

3)Η τρίτη των εφεσιβλήτων ……….. προσελήφθη στην πτωχή εταιρεία, δυνάμει της από 16-9-1996 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα της ταμία, με μικτές μηνιαίες αποδοχές το επίδικο χρονικό διάστημα, για το οποίο προβάλλει αξιώσεις, ύψους 1.247,08 ευρώ, και μέχρι τις 12-5-2011 εκπλήρωνε προσηκόντως την υποχρέωσή της για παροχή εργασίας. Τότε με την παραπάνω -κοινή με άλλους εργαζομένους- από 12-5-2011 εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση και πρόσκλησή της, προέβη σε επίσχεση εργασίας, με αποτέλεσμα, αν και έπαυσε να παρέχει την εργασία της, να εξακολουθεί η πτωχή, έχοντας περιέλθει σε υπερημερία, κατά τα άνω, να έχει υποχρέωση να της καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές της, σαν να εργαζόταν κανονικά. Μετά την αρχική απόφαση κήρυξης σε πτώχευση, ο ορισθείς σύνδικος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας της, με την από 26-10-2012 καταγγελία, που της επιδόθηκε αυθημερόν και εκείνη ανήγγειλε όλες τις απαιτήσεις της -πλην της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2012- συμπεριλαμβανομένης και της αποζημίωσης απόλυσής της, με την από 31-12-2012 έγγραφη αναγγελία της που κατατέθηκε αυθημερόν στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ήτοι εντός της άνω εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, με αποτέλεσμα τη διακοπή αυτής. Οι απαιτήσεις της αφορούν κατ’ αρχήν στις μηνιαίες αποδοχές Οκτωβρίου 2010 κατά το ήμισυ και των μηνών Νοεμβρίου 2010 έως και Σεπτεμβρίου 2012, ήτοι 23,5 μήνες, συνολικού ποσού δηλαδή 29.306,38 ευρώ, το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2011, ύψους 1.247,08 ευρώ, την αναλογία του δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2012, ποσού 803,38 ευρώ [99,76 (1.247,08  Χ 2/25) Χ 153 ημέρες : 19], εκ του οποίου είχε ζητήσει 795,01 ευρώ, το δώρο Πάσχα και τα επιδόματα αδείας των ετών 2011 και 2012, συνολικού ποσού 2.494,16 [(1.247,08:2) Χ 4] ευρώ, καθώς και την αποζημίωση απόλυσης, ύψους 17.459,12 ευρώ, σύμφωνα με το αντίγραφο της καταγγελίας της, με βάση τα έτη προϋπηρεσίας της και τις τακτικές κατά μήνα αποδοχές της, και, επομένως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 51.301,75 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη, μετ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, είναι αβάσιμος.

4)Ο τέταρτος των εφεσιβλήτων, …………….., προσελήφθη στην πτωχή εταιρεία, δυνάμει της από 3-2-1996 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του πωλητή, με μικτές μηνιαίες αποδοχές το επίδικο χρονικό διάστημα, για το οποίο προβάλλει αξιώσεις, ύψους 1.630,32 ευρώ, και μέχρι την 1-10-2012 εκπλήρωνε προσηκόντως την υποχρέωσή του για παροχή εργασίας. Μετά την αρχική απόφαση κήρυξης σε πτώχευση, ο ορισθείς σύνδικος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, με την από 21-1-2013 καταγγελία και εκείνος ανήγγειλε όλες τις απαιτήσεις του -και δη για  το ποσό των 40.010,76 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές, εκ των συνολικά 44.242,81 ευρώ, που μνημονεύονται στην ανακοπή και για το σύνολο της αποζημίωσης απολύσεώς του- με την από 31-12-2012 έγγραφη αναγγελία του που κατατέθηκε αυθημερόν στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ήτοι εντός της άνω εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, με αποτέλεσμα τη διακοπή αυτής. Οι απαιτήσεις του αφορούν κατ’ αρχήν στις μηνιαίες αποδοχές Οκτωβρίου 2010 κατά το ήμισυ, ήτοι 815,16 ευρώ  και των μηνών Νοεμβρίου 2010 έως και Σεπτεμβρίου 2012, ήτοι 23 μήνες, δηλαδή 37.497,36 ευρώ, το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2011, ύψους 1.630,32 ευρώ, την αναλογία του δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2012, ποσού 1.050,22 ευρώ [130,42 (1.630,32   Χ 2/25) Χ 153 ημέρες:19], εκ του οποίου είχε ζητήσει 1.039,33 ευρώ, το δώρο Πάσχα και τα επιδόματα αδείας των ετών 2011 και 2012, συνολικού ποσού 3.260,64 [(1.630,32:2) Χ 4] ευρώ, καθώς και την αποζημίωση απόλυσης, ύψους 22.824,48 ευρώ, σύμφωνα με το αντίγραφο της καταγγελίας του, με βάση τα έτη προϋπηρεσίας του και τις τακτικές κατά μήνα αποδοχές του και, επομένως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 67.067,29 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη, μετ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, είναι αβάσιμος.

5)Η πέμπτη των εφεσιβλήτων ……….. προσελήφθη στην πτωχή εταιρεία, δυνάμει της από 7-7-2008 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα της πωλήτριας, με μικτές μηνιαίες αποδοχές το επίδικο χρονικό διάστημα, για το οποίο προβάλλει αξιώσεις, ύψους 980,65 ευρώ και μέχρι τις 22-5-2011 εκπλήρωνε προσηκόντως την υποχρέωσή της για παροχή εργασίας. Τότε με την -κοινή με άλλους εργαζομένους- από 20-5-2011 εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση και πρόσκλησή της, που επιδόθηκε στην πτωχή στις 23-5-2011 (σχετ. η υπ’ αριθμ. ……… Ε/23-5-2011 έκθεση επίδοσης του ως άνω δικαστικού επιμελητή, …………., προέβη σε επίσχεση εργασίας, με αποτέλεσμα, αν και έπαυσε να παρέχει την εργασία της, να εξακολουθεί η πτωχή, έχοντας περιέλθει σε υπερημερία, κατά τα άνω, να έχει υποχρέωση να της καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές της, σαν να εργαζόταν κανονικά. Μετά την αρχική απόφαση κήρυξης σε πτώχευση, ο ορισθείς σύνδικος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, με την από 19-12-2012 καταγγελία, που της επιδόθηκε αυθημερόν και εκείνη ανήγγειλε όλες τις απαιτήσεις της -πλην της αναλογίας δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2012- συμπεριλαμβανομένης και της αποζημίωσης απολύσεώς της, με την από 31-12-2012 έγγραφη αναγγελία της που κατατέθηκε αυθημερόν στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ήτοι εντός της άνω εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, με αποτέλεσμα τη διακοπή αυτής. Οι απαιτήσεις της αφορούν κατ’ αρχήν στις μηνιαίες αποδοχές των μηνών Νοεμβρίου 2010 έως και Απριλίου 2011, ήτοι 23 μήνες, ύψους 22.554,95 ευρώ, το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2011, ύψους 980,65 ευρώ, την αναλογία του δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2012, ποσού 631,74 ευρώ [78,45 (980,65  Χ 2/25) Χ 153 ημέρες : 19], εκ του οποίου είχε ζητήσει 625,16 ευρώ, το δώρο Πάσχα και τα επιδόματα αδείας των ετών 2011 και 2012, συνολικού ποσού 1.961,3 [(980,65:2) Χ 4] ευρώ, καθώς και την αποζημίωση απόλυσης, ύψους 2.286,67 ευρώ, σύμφωνα με το αντίγραφο της καταγγελίας της, με βάση τα έτη προϋπηρεσίας της και τις τακτικές κατά  μήνα αποδοχές της και, επομένως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 28.408,73 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη, μετ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, είναι αβάσιμος.

6)Ο έκτος των εφεσιβλήτων, ……….., προσελήφθη στην πτωχή εταιρεία, δυνάμει της από 6-11-2002 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του εργάτη, με μικτές μηνιαίες αποδοχές το επίδικο χρονικό διάστημα, για το οποίο προβάλλει αξιώσεις, ύψους 1.231,25 ευρώ, και μέχρι την 1-10-2012 εκπλήρωνε προσηκόντως την υποχρέωσή του για παροχή εργασίας. Μετά την αρχική απόφαση κήρυξης σε πτώχευση, ο ορισθείς σύνδικος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, με την από 29-11-2012 καταγγελία και εκείνος ανήγγειλε με την από 3-4-2013 αναγγελία του που κατατέθηκε την επομένη στο Πρωτοδικείο Πειραιά, όλες τις απαιτήσεις του -και δη για το ποσό των 32.382,02 για δεδουλευμένες αποδοχές, εκ των συνολικά 33.413,04 ευρώ, που μνημονεύονται στην ανακοπή-, όχι όμως και την αποζημίωση απόλυσης, για την οποία παρήλθε η εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία, χωρίς αυτή να διακοπεί με κάποιον από τους προβλεπόμενους στον νόμο τρόπους. Ως εκ τούτου, η ανακοπή κατά το μέρος που με αυτήν ζητείται η επαλήθευση της αποζημίωσης απόλυσής του, τυγχάνει απαράδεκτη, γεγονός που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη στην επαλήθευση και του συγκεκριμένου ποσού. Επομένως, γενομένης δεκτής της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η ανακοπή, ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο. Οι λοιπές δε απαιτήσεις του αφορούν κατ’ αρχήν στις μηνιαίες αποδοχές Οκτωβρίου 2010 κατά το ήμισυ, και εκείνες των μηνών Νοεμβρίου 2010 έως και Σεπτεμβρίου 2012, ήτοι 23,5 μήνες, δηλαδή 28.934,37 ευρώ, το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2011, ύψους 1.231,25 ευρώ, την αναλογία του δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2012, ποσού 793,18 ευρώ [98,5 (1.231,25   Χ 2/25) Χ 153 ημέρες : 19], εκ του οποίου είχε ζητήσει 784,92 ευρώ, το δώρο Πάσχα και τα επιδόματα αδείας των ετών 2011 και 2012, συνολικού ποσού 2.462,5 [(1.231,25:2) Χ 4] ευρώ και, επομένως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 33.413,04 ευρώ.

7)Ο έβδομος των εφεσιβλήτων, ……….., προσελήφθη στην πτωχή εταιρεία, δυνάμει της από 26-10-2009 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του υποδιευθυντή καταστήματος, με μικτές μηνιαίες αποδοχές το επίδικο χρονικό διάστημα, για το οποίο προβάλλει αξιώσεις, ύψους 1.450 ευρώ και μέχρι τις 7-6-2011 εκπλήρωνε προσηκόντως την υποχρέωσή του για παροχή εργασίας. Τότε με την -κοινή με άλλους εργαζομένους- από 7-6-2011 εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση και πρόσκλησή της, που επιδόθηκε στην πτωχή στις 8-6-2011 (σχετ. η υπ’αριθμ. ………΄/8-6-2011 έκθεση επιδόσεως δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών, το όνομα του οποίου δεν προκύπτει ευκρινώς από το προσκομιζόμενο αντίγραφό της), προέβη σε επίσχεση εργασίας, με αποτέλεσμα αν και έπαυσε να παρέχει την εργασία του, να εξακολουθεί η πτωχή, έχοντας περιέλθει σε υπερημερία, κατά τα άνω, να έχει υποχρέωση να του καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές του, σαν να εργαζόταν κανονικά. Μετά την αρχική απόφαση κήρυξης σε πτώχευση, ο ορισθείς σύνδικος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, με την από 18-12-2012 καταγγελία και εκείνος ανήγγειλε όλες τις απαιτήσεις του -και δη για  το ποσό των 41.264,55 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές, εκ των συνολικά 42.007,71 ευρώ, που μνημονεύονται στην ανακοπή και για το σύνολο της αποζημίωσης απολύσεώς του- με την από 4-1-2013 έγγραφη αναγγελία του που κατατέθηκε αυθημερόν στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ήτοι εντός της άνω εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, με αποτέλεσμα τη διακοπή αυτής. Οι απαιτήσεις του αφορούν κατ’ αρχήν στις μηνιαίες Νοεμβρίου 2010 έως και Σεπτεμβρίου 2012, ήτοι 23 μήνες, ύψους 33.350 ευρώ, το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2011, ύψους 1.450 ευρώ, την αναλογία του δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2012, ποσού 934,10 ευρώ [116 (1.450   Χ 2/25) Χ 153 ημέρες : 19], εκ του οποίου είχε ζητήσει 924,38 ευρώ, το δώρο Πάσχα και τα επιδόματα αδείας των ετών 2011 και 2012, συνολικού ποσού 2.900 [(1.450:2) Χ 4] ευρώ, καθώς και την αποζημίωση απόλυσης, ύψους 3.383,33 ευρώ, σύμφωνα με το αντίγραφο της καταγγελίας του, με βάση τα έτη προϋπηρεσίας του και τις τακτικές κατά μήνα αποδοχές του και, επομένως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 42.007,71 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη, μετ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, είναι αβάσιμος.

8)Η όγδοη των εφεσιβλήτων, …………, προσελήφθη στην πτωχή εταιρεία, δυνάμει της από 8-10-1997 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα της πωλήτριας, με μικτές μηνιαίες αποδοχές το επίδικο χρονικό διάστημα, για το οποίο προβάλλει αξιώσεις, ύψους 1.250,78 ευρώ, και μέχρι και μέχρι τις 9-12-2010 εκπλήρωνε προσηκόντως την υποχρέωσή της για παροχή εργασίας. Τότε με την -κοινή με άλλους εργαζομένους- από 9-12-2010 εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση και πρόσκλησή της, που επιδόθηκε στην πτωχή στις 10-12-2010 (σχετ. η υπ’ αριθμ. …. Ε΄/10-12-2010 έκθεση επιδόσεως του άνω δικαστικού επιμελητή, . …..), προέβη σε επίσχεση εργασίας, με αποτέλεσμα, αν και έπαυσε να παρέχει την εργασία της, να εξακολουθεί η πτωχή, έχοντας περιέλθει σε υπερημερία, κατά τα άνω, να έχει υποχρέωση να της καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές της, σαν να εργαζόταν κανονικά. Στο σχετικό εξώδικό της μάλιστα και παρ’ ότι οι οφειλόμενες αποδοχές της αφορούν μόνον το δίμηνο Οκτωβρίου-Νοεμβρίου 2010, γίνεται ρητή αναφορά σε μόνιμη και συστηματική καθυστέρηση καταβολής των δεδουλευμένων αποδοχών της και παραβίαση της προφορικής δέσμευσης της πτωχής για σταδιακή εξόφληση. Μετά την αρχική απόφαση κήρυξης σε πτώχευση, ο ορισθείς σύνδικος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, με την από 17-10-2012 καταγγελία, που της επιδόθηκε αυθημερόν και εκείνη ανήγγειλε όλες τις απαιτήσεις της -και δη για  το ποσό των 49.978,66 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές, εκ των συνολικά 50.619,98 ευρώ, που μνημονεύονται στην ανακοπή και για το σύνολο της αποζημίωσης απόλυσής της- με την από 31-12-2012 έγγραφη αναγγελία της που κατατέθηκε αυθημερόν στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ήτοι εντός της άνω εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, με αποτέλεσμα τη διακοπή αυτής. Οι απαιτήσεις της αφορούν κατ’ αρχήν στις μηνιαίες αποδοχές των μηνών Οκτωβρίου 2010 έως και Σεπτεμβρίου 2012, ήτοι 24 μήνες, ύψους 30.018,72 ευρώ, το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2011, ύψους 1.250,78 ευρώ, την αναλογία του δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2012, ποσού 805,74 ευρώ [100,06 (1.250,78  Χ 2/25) Χ 153 ημέρες : 19], εκ του οποίου είχε ζητήσει 797,37 ευρώ, το δώρο Πάσχα και τα επιδόματα αδείας των ετών 2011 και 2012, συνολικού ποσού 2.501,56 [(1.250,78:2) Χ 4] ευρώ, καθώς και την αποζημίωση απόλυσης, ύψους 16.051,68 ευρώ, σύμφωνα με το αντίγραφο της καταγγελίας της και 16.051,55 κατά το δικόγραφο της ανακοπής,  με βάση τα έτη προϋπηρεσίας της και τις τακτικές κατά μήνα αποδοχές της και, επομένως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 50.619,98 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη, μετ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, είναι αβάσιμος.

9)Ο ένατος των εφεσιβλήτων, …. ., προσελήφθη στην πτωχή εταιρεία, δυνάμει της από 6-2-2008 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του πωλητή, με μικτές μηνιαίες αποδοχές το επίδικο χρονικό διάστημα, για το οποίο προβάλλει αξιώσεις, ύψους  1.148,77 ευρώ, και μέχρι τις 10-5-2011 εκπλήρωνε προσηκόντως την υποχρέωσή του για παροχή εργασίας. Τότε με την -κοινή με άλλους εργαζομένους- από 10-5-2011 εξώδικη διαμαρτυρία-δήλωση και πρόσκλησή της, που επιδόθηκε στην πτωχή στις 10-12-2010 (σχετ. η υπ’ αριθμ. ….. Ε΄/11-5-2011 έκθεση επίδοσης του άνω δικαστικού επιμελητή, ……….), προέβη σε επίσχεση εργασίας, με αποτέλεσμα, αν και έπαυσε να παρέχει την εργασία του, να εξακολουθεί η πτωχή, έχοντας περιέλθει σε υπερημερία, κατά τα άνω, να έχει υποχρέωση να του καταβάλει τις καθυστερούμενες αποδοχές του, σαν να εργαζόταν κανονικά. Μετά την αρχική απόφαση κήρυξης σε πτώχευση, ο ορισθείς σύνδικος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, με την από 29-11-2012 καταγγελία και εκείνος ανήγγειλε όλες τις απαιτήσεις του πλην της αναλογίας του δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2012 -και δη για  το ποσό των 33.266,44 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές, εκ των συνολικά 35.195,44 ευρώ, που μνημονεύονται στην ανακοπή-, όχι όμως το σύνολο της αποζημίωσης απόλυσής του αφού αυτή, με βάση το προσκομιζόμενο αντίγραφο της καταγγελίας της σχέσης εργασίας του και το αντίστοιχο αίτημα της ανακοπής, ανέρχεται στο ποσό των 4.020,70 ευρώ, ενώ η αναγγελία αφορά ποσό 2.680,46 ευρώ, επομένως, για το υπερβάλλον ποσό παρήλθε η εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία, χωρίς αυτή να διακοπεί με κάποιον από τους προβλεπόμενους στον νόμο τρόπους. Ως εκ τούτου, η ανακοπή κατά το μέρος που με αυτήν ζητείται η επαλήθευση της αποζημίωσης απόλυσής του, για το πέραν των 2.680,46 ευρώ, τυγχάνει απαράδεκτη, γεγονός που εξετάζεται αυτεπαγγέλτως και το πρωτόδικο Δικαστήριο εσφαλμένα προέβη στην επαλήθευση και του συγκεκριμένου ποσού. Επομένως, γενομένης δεκτής της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, πρέπει να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η ανακοπή, ως προς το συγκεκριμένο κονδύλιο. Οι λοιπές δε απαιτήσεις του αφορούν στις μηνιαίες αποδοχές Οκτωβρίου 2010 κατά το ήμισυ και των μηνών Νοεμβρίου 2010 έως και Σεπτεμβρίου 2012, ήτοι 23,5 μήνες, δηλαδή 26.996,09 ευρώ, το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2011, ύψους 1.148,77 ευρώ, την αναλογία του δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2012, ποσού 740,03 ευρώ [91,90 (1.148,77 Χ 2/25) Χ 153 ημέρες : 19], εκ του οποίου είχε ζητήσει 732,34 ευρώ, το δώρο Πάσχα και τα επιδόματα αδείας των ετών 2011 και 2012, συνολικού ποσού 2.297,54 [(1.148,77:2) Χ 4] ευρώ, καθώς και το άνω ποσό των 2.680,46 ευρώ, ως αποζημίωση απόλυσης, και, επομένως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 33.855,20 ευρώ.

10)Ο δέκατος των εφεσιβλήτων, ………., προσελήφθη στην πτωχή εταιρεία, δυνάμει της από 16-12-1996 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του πωλητή, με μικτές μηνιαίες αποδοχές το επίδικο χρονικό διάστημα, για το οποίο προβάλλει αξιώσεις, ύψους 1.250,79 ευρώ, και μέχρι την 1-10-2012 εκπλήρωνε προσηκόντως την υποχρέωσή του για παροχή εργασίας. Μετά την αρχική απόφαση κήρυξης σε πτώχευση, ο ορισθείς σύνδικος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, με την από 29-11-2012 καταγγελία, χωρίς αυτός έκτοτε να αναγγείλει τις απαιτήσεις του, οι οποίες αφορούν δεδουλευμένες αποδοχές των μηνών Νοεμβρίου 2010 έως και Σεπτεμβρίου 2012, ανερχόμενες στο ποσό των 28.768,17 (1.250,79 Χ 23) ευρώ, το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2011, ύψους 1.250,79 ευρώ, την αναλογία του δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2012, ποσού 805,74 ευρώ [100,06 (1.250,79   Χ 2/25) Χ 153 ημέρες : 19], εκ του οποίου είχε ζητήσει 797,37 ευρώ, το δώρο Πάσχα και τα επιδόματα αδείας των ετών 2011 και 2012, συνολικού ποσού 2.501,58 [(1.250,79:2) Χ 4] ευρώ, και, επομένως, το σύνολο των απαιτήσεών του ανέρχεται στο ποσό των 33.317,91 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη, μετ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, είναι αβάσιμος.

11)Ο ενδέκατος των εφεσιβλήτων, …..   , προσελήφθη στην πτωχή εταιρεία, δυνάμει της από 14-4-2008 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του οδηγού, με μικτές μηνιαίες αποδοχές το επίδικο χρονικό διάστημα, για το οποίο προβάλλει αξιώσεις, ύψους 1.287,30 ευρώ, και μέχρι την 1-10-2012 εκπλήρωνε προσηκόντως την υποχρέωσή του για παροχή εργασίας. Μετά την αρχική απόφαση κήρυξης σε πτώχευση, ο ορισθείς σύνδικος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, με την από 21-12-2012 καταγγελία και εκείνος ανήγγειλε όλες τις απαιτήσεις του, πλην του δώρου Χριστουγέννων του έτους 2011 και της αναλογίας αυτού για το έτος 2012 -και δη για  το ποσό των 36.088,03 ευρώ για δεδουλευμένες αποδοχές, εκ των συνολικά 39.439,65 ευρώ, που μνημονεύονται στην ανακοπή και για το σύνολο της αποζημίωσης απολύσεώς του- με την από 31-12-2012 έγγραφη αναγγελία του που κατατέθηκε αυθημερόν στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ήτοι εντός της άνω εξάμηνης αποσβεστικής προθεσμίας, με αποτέλεσμα τη διακοπή αυτής. Οι απαιτήσεις του αφορούν κατ’ αρχήν στις μηνιαίες αποδοχές Οκτωβρίου 2010 κατά το ήμισυ, και των μηνών Νοεμβρίου 2010 έως και Σεπτεμβρίου 2012, ήτοι 23,5 μήνες, ύψους συνολικά 30.251,55 ευρώ, το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2011, ύψους 1.287,30 ευρώ, την αναλογία του δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2012, ποσού 829,29 ευρώ [102,98 (1.287,30 Χ 2/25) Χ 153 ημέρες : 19], εκ του οποίου είχε ζητήσει 820,65 ευρώ, το δώρο Πάσχα και τα επιδόματα αδείας των ετών 2011 και 2012, συνολικού ποσού 2.574,6 (1.287,30:2) Χ 4] ευρώ, καθώς και την αποζημίωση απόλυσης, ύψους 4.505,55 ευρώ, σύμφωνα με το αντίγραφο της καταγγελίας του, με βάση τα έτη προϋπηρεσίας του και τις τακτικές κατά μήνα αποδοχές του και, επομένως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 39.439,65 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη, μετ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του,  είναι αβάσιμος.

12)Ο δωδέκατος των εφεσιβλήτων, ……….., προσελήφθη στην πτωχή εταιρεία, δυνάμει της από 16-8-1979 σύμβασης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του ηλεκτρονικού, με μικτές μηνιαίες αποδοχές το επίδικο χρονικό διάστημα, για το οποίο προβάλλει αξιώσεις, ύψους 1.632 ευρώ, και μέχρι την 1-10-2012 εκπλήρωνε προσηκόντως την υποχρέωσή του για παροχή εργασίας. Μετά την αρχική απόφαση κήρυξης σε πτώχευση, ο ορισθείς σύνδικος κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας του, με την από 8-1-2013 καταγγελία, η οποία, όμως, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη, δεν του επιδόθηκε εγκύρως, διότι παραδόθηκε στην ανήλικη θυγατέρα του, ………………, πέραν του ότι εκείνος δεν κατοικούσε πλέον στη διεύθυνση που έγινε η επίδοση, δηλαδή στην οδό .. αρ…. στη Γλυφάδα, με αποτέλεσμα, εφόσον εκείνος έλαβε γνώση αυτής περί τις αρχές του έτους 2015, μέχρι την άσκηση της ανακοπής να μην έχει παρέλθει η άνω εξάμηνη αποσβεστική προθεσμία. Οι απαιτήσεις του αφορούν κατ’ αρχήν στις μηνιαίες αποδοχές Νοεμβρίου 2010 έως και Σεπτεμβρίου 2012, ήτοι 23 μήνες, ύψους 37.536 ευρώ, το δώρο Χριστουγέννων του έτους 2011, ύψους 1.632 ευρώ, την αναλογία του δώρου Χριστουγέννων για το έτος 2012, ποσού 1.050,22 ευρώ [130,56 (1.632 Χ 2/25) Χ 153 ημέρες : 19], εκ του οποίου είχε ζητήσει 1.040,40 ευρώ, το δώρο Πάσχα και τα επιδόματα αδείας των ετών 2011 και 2012, συνολικού ποσού 3.264 [(1.632:2) Χ 4] ευρώ, καθώς και την αποζημίωση απόλυσης, ύψους 45.696 ευρώ, σύμφωνα με το αντίγραφο της καταγγελίας του, με βάση τα έτη προϋπηρεσίας του και τις τακτικές κατά μήνα αποδοχές του και, επομένως, ανέρχονται στο συνολικό ποσό των 89.168,40 ευρώ, όπως ορθώς έκρινε και η εκκαλουμένη, μετ’ ορθή εκτίμηση των αποδείξεων, συνεπώς, ο τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, είναι αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει: α)η υπό στοιχ. Α΄ έφεση να απορριφθεί στο σύνολό της και β)η υπό στοιχ. Β΄ έφεση να γίνει δεκτή, ως βάσιμη και κατ’ ουσίαν, αναφορικά με τη διάταξη της εκκαλουμένης, που αφορά την απόρριψη της πρόσθετης παρέμβασης ως απαράδεκτης και το επιδικασθέν στον έκτο και ένατο των εφεσιβλήτων ποσό ως αποζημίωση απολύσεως, ακολούθως να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη, κατ’ άρθρο 535§1 του ΚΠολΔ, κατά το αντίστοιχο σκέλος της, αναγκαίως δε και κατά τις περί δικαστικών εξόδων διατάξεις της, που θα καθορισθούν από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014, Αρμ 2015.208). Στη συνέχεια,  αφού διακρατηθεί η υπόθεση, πρέπει να απορριφθεί η ανακοπή ως απαράδεκτη, ως προς το ίδιο (το ανωτέρω αναφερόμενο) μέρος της, αναφορικά με τον έκτο και ένατο ανακόπτοντα. Πρέπει, ακόμη, κατ’ άρθρο 495§3 προτελευταίο εδάφιο του ΚΠολΔ, που προστέθηκε με το άρθρο 12§2 του ν.4055/2012 και αναριθμήθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015, να διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατέθεσε ο σύνδικος κατά την άσκηση της υπό στοιχ. Α΄ έφεσης και η επιστροφή του παραβόλου που κατέθεσε η προσθέτως παρεμβαίνουσα κατά την άσκηση της υπό στοιχ. Β΄ έφεσης σε αυτήν. Τέλος, δεν θα γίνει λόγος περί δικαστικών εξόδων για αμφότερες τις εφέσεις, ελλείψει υποβολής σχετικού αιτήματος εκ μέρους των ανακοπτόντων, ως ολικά νικησάντων διαδίκων, αναφορικά με την υπό στοιχ. Α΄ έφεση και, κατά το μεγαλύτερο μέρος, ως προς την υπό στοιχ. Β΄ έφεση (άρθρα 106, 176, 182 § 1, 183 § 1 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 27-9-2017 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ………/27-9-2017)  υπό στοιχ. Α΄ έφεση και την από 20-2-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./2018) υπό στοιχ. Β΄ έφεση, κατά της υπ’ αριθμ. 1150/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχ. Α΄ έφεση, τυπικά, ως προς τη δέκατη τρίτη των εφεσιβλήτων και κατ’ ουσίαν, ως προς τους λοιπούς εφεσίβλητους.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου που κατέθεσε ο εκκαλών κατά την άσκησή της.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό στοιχ. Β΄ έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη, ως προς τη διάταξή της που αφορά την απόρριψη της πρόσθετης παρέμβασης ως απαράδεκτης και το ποσό για το οποίο ο έκτος και ο ένατος των εφεσιβλήτων αναγνωρίστηκαν ως πτωχευτικοί πιστωτές και έχουν δικαίωμα συμμετοχής στις συνελεύσεις των πιστωτών και στις μελλοντικές διανομές χρημάτων της πτώχευσης αναφορικά με το κονδύλιο της αποζημίωσης απολύσεως.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή στην εκκαλούσα του παραβόλου που κατέθεσε κατά την άσκησή της.

ΔΙΑΚΡΑΤΕΙ και δικάζει την από 30-7-2015 (υπ’ αριθμ. εκθ. καταθ. …………/2015) ανακοπή κατά το ίδιο μέρος.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν ως προς τον έκτο των ανακοπτόντων, κατά το επιμέρους ποσό των χιλίων επτακοσίων είκοσι τριων ευρώ και εβδομήντα πέντε λεπτών (1.723,75), ήτοι το σύνολο της αποζημίωσης απολύσεώς του και ως προς τον ένατο των ανακοπτόντων, κατά το επιμέρους ποσό των χιλίων τριακοσίων σαράντα ευρώ και είκοσι τεσσάρων λεπτών (1.340,24), που αφορά μέρος της αποζημίωσης απολύσεώς του.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στις 5 Δεκεμβρίου 2019 και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του με την παρουσία της Γραμματέως, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 17 Ιανουαρίου 2020.

Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ