Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 40/2020

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν:

Διατάσσεται ο χωρισμός όσον αφορά τα αγωγικά αιτήματα που, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 17 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αφορούν διαφορά μεταξύ συνιδιοκτητών σχετικά με την εφαρμογή και ερμηνεία της πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και του κανονισμού της πολυκατοικίας, και εκδικάζονται με την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 επ. ΚΠολΔ, από τα λοιπά αιτήματα τα οποία  εκδικάζονται κατά την προκειμενη τακτική διαδικασία. Κατάπτωση ποινικής ρήτρας για παράβαση υποχρεώσεων που προβλέπονται σε εργολαβικό συμβόλαιο. Προυποθέσεις στοιχειοθέτησης συκοφαντικής δυσφήμησης.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ  40/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά και Ελένη Σκριβάνου – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ  ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, οι εφέσεις με ειδικό αριθμό κατάθεσης (Ε.Α.Κ): Α) …./2018 και Β) …./2018, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας, καθώς αφορούν στην ίδια απόφαση (άρθρα 31, 246 ΚΠολΔ).

Με τις αλλαγές που επέφερε ο  Ν. 4335/2015 στις διατάξεις του ΚΠολΔ, μειώθηκε η προβλεπόμενη, από την παρ. 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ, προθεσμία για την άσκηση της έφεσης, σε περίπτωση που δεν έχει επιδοθεί η εκκαλουμένη απόφαση, από τρία σε δύο έτη από τη δημοσίευσή της. Ως προς τις δημοσιευόμενες πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015 αποφάσεις, όμως, ήτοι πριν την 1η-1-2016, που είχαν εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων και δεν είχαν επιδοθεί και καταστεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες, εξακολουθεί να ισχύει η τριετής καταχρηστική προθεσμία προσβολής τους με αναίρεση και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και για την προσβολή τους με έφεση (πρβλ.Ολ.ΑΠ 296/1974 στην αντίστροφη περίπτωση της αύξησης της ως άνω καταχρηστικής προθεσμίας από διετή, κατά το άρθρο 817 παρ. 4 της ΠολΔ, σε τριετή με τον ΚΠολΔ/1968). Η με τον τρόπο αυτό τελολογική προσέγγιση του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν.4335/2015 συντελεί στην εγκαθίδρυση αισθήματος εμπιστοσύνης του πολίτη και άρσης οποιασδήποτε ανασφάλειας δικαίου. Άλλωστε, υπέρ της ερμηνευτικής αυτής αντίληψης συνεπικουρεί και η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, σύμφωνα με την οποία ‘’Η διάρκεια των προθεσμιών που είχαν αρχίσει πριν από τη εισαγωγή του ΚΠολΔ και δεν έχουν λήξει, καθώς και η παρέκτασή τους, κρίνονται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε πριν την εισαγωγή του, η παράταση όμως, η αναστολή και η διακοπή τους εξαιτίας γεγονότων, που επήλθαν μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, κρίνονται με βάση τις διατάξεις του’’ (Ολ.ΑΠ 10/2018, ΑΠ 712/2019, ΑΠ 329/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Οι ως άνω κρινόμενες εφέσεις κατά της υπ΄αρ. 3828/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία όπως αυτή ίσχυε πριν την τροποποίηση των διατάξεών της με το Ν. 4335/23-7-2015, που δεν καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκήθηκαν πριν την 1-1-2016, (άρθρο 9 παρ.2 ως άνω νόμου), έχουν ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει ούτε επικαλούνται οι διάδικοι ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευση της τελευταίας (29-10-2015) μέχρι την άσκησή των εφέσεων δεν έχει παρέλθει τριετία, σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη. Έχουν κατατεθεί δε από τους εκκαλούντες των εφέσεων αυτών, αντίστοιχα, τα, προβλεπόμενα από το άρθρο 495 παρ.3εδ.α ΚΠολΔ, παράβολα του Δημοσίου, όπως προκύπτει από τη σχετική σημείωση της γραμματέα του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κάτωθεν της έκθεσης κατάθεσης των δικογράφων τους. Πρέπει, επομένως, να γίνουν τυπικά δεκτές και να εξεταστούν περαιτέρω, από το δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλην και κατά τόπο αρμόδιο, στην ουσία τους κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους και μέσα στα πλαίσια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 533 παρ.1,2, 522 ΚΠολΔ).

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 404 και 405 Α.Κ, ο οφειλέτης μπορεί να υποσχεθεί στο δανειστή ως ποινή χρηματικό ποσό ή κάτι άλλο (ποινική ρήτρα), για την περίπτωση που δεν θα εκπλήρωνε ή που δεν θα εκπλήρωνε προσηκόντως την παροχή, ενώ η ποινή καταπίπτει αν ο οφειλέτης αδυνατεί υπαίτια να εκπληρώσει την παροχή ή αν περιέλθει σε υπερημερία. Η κατάπτωση δε της ποινής επέρχεται και αν ακόμη ο δανειστής δεν έχει υποστεί καμιά ζημία (ΑΠ 1408/2018, ΑΠ1294/2018 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια, έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει. Από τη διάταξη αυτή, συνδυαζόμενη με εκείνες των άρθρων 297, 298, 299, 330 και 932 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει, ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία, αλλά και χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, που αποτελεί μη περιουσιακή ζημία, είναι: α) ζημιογόνος συμπεριφορά (πράξη ή παράλειψη), β) παράνομος χαρακτήρας της πράξης ή παράλειψης, γ) υπαιτιότητα, που περιλαμβάνει τον δόλο και την αμέλεια η οποία υπάρχει όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ), δ) επέλευση ζημίας και ε) πρόσφορος αιτιώδης συνάφεια μεταξύ ζημιογόνου συμπεριφοράς και αποτελέσματος, δηλαδή της ζημίας. Παράνομη, κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 914 ΑΚ, είναι η συμπεριφορά που αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου ο οποίος απονέμει δικαίωμα ή προστατεύει συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, ενώ ο χαρακτηρισμός της παράλειψης ως παράνομης συμπεριφοράς, προϋποθέτει την ύπαρξη νομικής υποχρέωσης για επιχείρηση θετικής ενέργειας που παραλείφθηκε (ΑΠ 864/2014, ΑΠ 1920/2008, ΑΠ 137/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Τέτοια νομική υποχρέωση μπορεί να προκύπτει, είτε από δικαιοπραξία, οπότε μάλιστα μπορεί να συρρέουν αδικοπρακτική και δικαιοπρακτική ευθύνη, είτε από ειδική διάταξη νόμου, είτε από την αρχή της καλής πίστης, υπό την αντικειμενική έννοια που απαντάται στα άρθρα 200, 281 και 288 ΑΚ, και που είναι η συναλλακτική ευθύτητα, την οποία επιδεικνύει ο χρηστός και εχέφρων συναλλασσόμενος (ΑΠ 292/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα κατοχυρωμένο από το άρθρ. 2 παρ. 1 του Συντάγματος, αποτελεί δε η προσωπικότητα πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας της προσωπικότητας. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την ηθική αξία που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία με βάση την κοινωνική του αξία, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματος του. Προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των παραπάνω άρθρων, α) η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β) η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν γίνεται χωρίς δικαίωμα ή με βάση δικαίωμα, το οποίο όμως είτε είναι μικρότερης σπουδαιότητας στο πλαίσιο της έννομης τάξης, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκησή του καταχρηστική, κατά την έννοια των άρθρων 281 ΑΚ και 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ) υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται ειδικότερα για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης, λόγω ηθικής βλάβης εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ) όπως προαναφέρθηκε και δ) επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Η προσωπικότητα του ανθρώπου μπορεί να προσβληθεί σε οποιαδήποτε έκφανση ή εκδήλωσή της (σωματική, πνευματική, ηθική, τιμή κ.λ.π.). Έτσι, η απόδοση σε κάποιον πράξεων που η κοινωνία αποδοκιμάζει, διότι ενέχουν απαξία, εμπίπτει στα όρια της προσβολής της προσωπικότητας. Τέτοιες δε πράξεις, διαταρακτικές της κοινωνικής προσωπικότητας του ανθρώπου, είναι και εκείνες που εμπεριέχουν ονειδισμό ή αμφισβήτηση της προσωπικής ή επαγγελματικής εντιμότητας του προσώπου, ακόμη και όταν αυτές απλώς τον καθιστούν ύποπτο, ότι μετέρχεται ανέντιμες μεθόδους, κατά την ενάσκηση των επαγγελματικών του καθηκόντων ή άλλων εκφάνσεων της δραστηριότητος του, ενώ αδιάφορη για το χαρακτήρα της προσβολής ως παράνομης είναι η φύση της διάταξης, που ενδέχεται, με την προσβολή, να παραβιάζεται και η οποία έτσι μπορεί να ανήκει σε οποιοδήποτε κλάδο ή τμήμα του δικαίου. Συνεπώς, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει, όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρων 361-363 ΠΚ (ΑΠ 1394/2017, ΑΠ 1294/2017, ΑΠ 726/2015, ΑΠ 1230/2014, ΑΠ 271/2012, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις αυτές εξύβριση διαπράττει, όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, ενώ όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφήμησης και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις παραπάνω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική μ` αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Αντίθετα, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της δυσφήμησης απαιτείται γνώση του δράστη ότι το ισχυριζόμενο ή διαδιδόμενο απ` αυτόν ενώπιον τρίτου γεγονός είναι πρόσφορο κατάλληλο να βλάψει την τιμή ή την υπόληψη άλλου και θέληση ή αποδοχή του ίδιου να ισχυρισθεί ή να διαδώσει ενώπιον τρίτου το βλαπτικό για άλλον γεγονός, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υπόστασης του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφήμησης απαιτείται, επιπλέον, και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Ενώ, σε περίπτωση που ο δράστης δεν γνώριζε το ψεύδος του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι` αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση κατ` άρθρο 362 ΠΚ, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη. Ωστόσο ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους, με οποιονδήποτε τρόπο γεγονότα που θίγουν την τιμή και την υπόληψη άλλου υπό την προαναφερόμενη έννοια, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, να τον αποζημιώσει και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, εκτός αν συντρέχει κάποια από τις προβλεπόμενες στο άρθρ. 367 παρ. 1 ΠΚ περιπτώσεις, που αίρουν τον άδικο χαρακτήρα της πράξης του, τόσο ως ποινικό όσο και ως αστικό αδίκημα, αφού οι διατάξεις των άρθρ. 361 – 367 ΠΚ εφαρμόζονται αναλογικά για την ενότητα της έννομης τάξης και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου (ΑΠ 271/2012, ΑΠ 333/2010, ΑΠ 1662/2009, ΑΠ 1662/2005, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Έτσι, η προβολή περίπτωσης του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισµό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσης του παρανόµου της προσβολής. Όµως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφηµιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται λόγω δικαιολογηµένου ενδιαφέροντος κτλ και συνεπώς παραµένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζηµίωση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει µία από τις περιπτώσεις της ΠΚ 367 παρ. 2, δηλαδή, όταν οι επίµαχες κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήµατος της συκοφαντικής δυσφήµισης των άρθρων 363-362 ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιµής του άλλου (ΑΠ 109/2012), περιστατικά που προτείνονται κατ’ αντένσταση από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγοµένου από τις διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ (ΑΠ 265/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Με την από 15-11-2011 και με αριθμό κατάθεσης 12/2012 (υπό στοιχείο α΄) αγωγή της, η ενάγουσα σε αυτήν εταιρία – ήδη πρώτη εφεσίβλητη στην Α΄ έφεση και πρώτη εκκαλούσα στη Β΄ έφεση,  εξέθετε, ότι, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ……/9-3-2009 προσυμφώνου μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικής σύμβασης της συμβολαιογράφου Πειραιώς . …. – …., που συνήφθη μεταξύ αυτής και των δύο πρώτων εναγομένων, ανέλαβε την υποχρέωση να ανεγείρει πολυόρωφη οικοδομή με το σύστημα της αντιπαροχής, σε οικόπεδο συνιδιοκτησίας των ως άνω εναγομένων, ευρισκόμενο στον Πειραιά, στη θέση ‘’…………….’’ στον προσφυγικό συνοικισμό ……. και επί των οδών …. αριθμ. …. και …. αριθμ. …., όπως ειδικότερα περιγράφεται κατά θέση, έκταση και όρια στην αγωγή. Ότι, με την υπ’ αριθμ. …../30-12-2009 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, η οικοδομή υπήχθη στις διατάξεις περί οριζόντιας ιδιοκτησίας, ενώ με τη συστατική πράξη και το ως άνω προσύμφωνο – εργολαβικό συμβόλαιο, ορίστηκε περαιτέρω ότι η οικοδομή θα αποτελείτο από υπόγειο, ισόγειο – πυλωτή, πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο ορόφους πάνω από το ισόγειο και δώμα (ταράτσα), εκ των οποίων, στις μεν οικοπεδούχους – πρώτη και δεύτερη των εναγομένων θα περιέρχονταν οι οριζόντιες ιδιοκτησίες που θα αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 332/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου και συγκεκριμένα στην πρώτη εναγομένη, οι υπό στοιχεία Β-1 και Β-2 οριζόντιες ιδιοκτησίες του δευτέρου ορόφου και στη δεύτερη εναγομένη, η υπό στοιχεία Γ-2 οριζόντια ιδιοκτησία του τρίτου ορόφου, ενώ οι λοιπές οριζόντιες ιδιοκτησίες, που αντιστοιχούσαν σε 668/1000 επί του οικοπέδου, θα περιέρχονταν στην ενάγουσα – εργολήπτρια εταιρία και θα αποτελούσαν το εργολαβικό της αντάλλαγμα. Ότι σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 20 όρο του ως άνω προσυμφώνου – εργολαβικού συμβολαίου, οι οικοπεδούχοι είχαν την υποχρέωση να μεταβιβάσουν τα ανωτέρω 668/1000, είτε στην ίδια (ενάγουσα) είτε στα τρίτα πρόσωπα που αυτή θα τους υποδείκνυε, σταδιακά ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών, ενώ σύμφωνα με τον υπ’ αριθμ. 21 όρο του  ίδιου εργολαβικού συμβολαίου, μετά την εκτέλεση κάθε επί μέρους σταδίου εργασιών, η ενάγουσα θα είχε δικαίωμα να ζητήσει από τις οικοπεδούχους να μεταβιβάσουν σ’ αυτήν, είτε στα τρίτα υποδεικνυόμενα από αυτήν πρόσωπα, τα αντίστοιχα προς τις εκάστοτε εκτελούμενες εργασίες ποσοστά, όπως ειδικότερα τα ποσοστά αυτά προσδιορίζονται στην αγωγή (ανά στάδιο εργασιών), ή να χορηγήσουν στους παραπάνω ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα προς μεταβίβαση των ποσοστών. Ότι η πρόσκληση αυτή της ενάγουσας προς τις οικοπεδούχους – δύο πρώτες εναγόμενες, θα γινόταν εγγράφως, ώστε μετά την πάροδο πέντε (5) ημερών από την επίδοση του εγγράφου, οι οικοπεδούχοι να προσέλθουν στην ορισθείσα συμβολαιογράφο και να υπογράψουν τις σχετικές δηλώσεις φόρου μεταβίβασης ακινήτου, ενώ μετά την πάροδο τριών (3) ημερών από τη λήξη της άνω πενθήμερης προθεσμίας, να υπογράψουν το σχετικό, κατά περίπτωση, συμβολαιογραφικό έγγραφο. Σε περίπτωση δε άρνησης, εκ μέρους των οικοπεδούχων, μεταβίβασης χιλιοστών ή χορήγησης σχετικού πληρεξουσίου εγγράφου προς την ενάγουσα – εργολήπτρια εταιρία,  αυτές υποχρεούντο με βάση τον ως άνω όρο, στην καταβολή ποινικής ρήτρας  ποσού χιλίων (1.000) ευρώ, καθώς και ποσού τριών χιλιάδων (3.000)  ευρώ, για κάθε ανάκληση χορηγηθέντος πληρεξουσίου εγγράφου. Ότι, αν και η δεύτερη εναγομένη αρχικά χορήγησε στον υποδεικνυόμενο από την ενάγουσα, μη διάδικο, . …., το σχετικό υπ’ αριθμ. ../3-5-2011 πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο παρείχε σ’ αυτόν τις σχετικές εντολές από το ανωτέρω προσύμφωνο – εργολαβικό συμβόλαιο, όπως αυτές καθορίζονται στον προαναφερθέντα υπ’ αριθμ. 21 όρο αυτού, ακολούθως, η ίδια (δεύτερη εναγομένη) ανακάλεσε το εν λόγω πληρεξούσιο, με αποτέλεσμα να καταπέσει εις βάρος της, η προβλεπόμενη από τον όρο αυτό ποινική ρήτρα, ποσού 3.000 ευρώ. Ότι επιπλέον, αν και αυτή (ενάγουσα) είχε ολοκληρώσει τουλάχιστον τα τρία πρώτα στάδια εκτέλεσης των εργασιών ανέγερσης της οικοδομής, η πρώτη εναγομένη αρνήθηκε επανειλημμένα να προσέλθει ενώπιον της ορισθείσας συμβολαιογράφου, προκειμένου να της χορηγήσει σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο προς μεταβίβαση των ποσοστών που αντιστοιχούσαν στο εργολαβικό της αντάλλαγμα για τις μέχρι τότε εκτελεσθείσες εργασίες, με αποτέλεσμα να καταπέσει εις βάρος της η προβλεπόμενη από τον  παραπάνω όρο ποινική ρήτρα, ποσού 1.000 ευρώ. Ότι, το έτος 2010, οι μη διάδικοι στην παρούσα δίκη . …. και .. …. επέδειξαν ενδιαφέρον να αγοράσουν το με στοιχεία Ε-1 διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου της ως άνω οικοδομής, υπό τον όρο όμως ότι θα παραχωρούνταν σ’ αυτούς η αποκλειστική χρήση σημαντικού τμήματος του κοινοχρήστου χώρου του δώματος. Ότι, για το λόγο αυτό (η ενάγουσα) συμφώνησε προφορικά με τις οικοπεδούχους – πρώτη και δεύτερη των εναγομένων, προκειμένου οι τελευταίες να προβούν σε σχετική τροποποίηση της συστατικής πράξης της οροφοκτησίας, ώστε να παραχωρηθεί στους προαναφερόμενους υποψήφιους αγοραστές το δικαίωμα αποκλειστικής χρήσης τμήματος του δώματος, εκτάσεως 15 τ.μ. Ότι, ενώ αρχικά οι δύο πρώτες εναγόμενες επέδειξαν προθυμία να εκπληρώσουν την ως άνω συμφωνία, εν συνεχεία αυτές, υπαναχώρησαν από την εν λόγω συμφωνία, κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, αρνούμενες να υπογράψουν τη σχετική πράξη τροποποίησης της σύστασης οριζοντίου ιδιοκτησίας, με αποτέλεσμα να ματαιωθεί η πώληση του ως άνω διαμερίσματος και να ζημιωθεί η ενάγουσα, αφενός μεν κατά το ποσό των 110.000 ευρώ, που αποτελεί τη διαφορά του τιμήματος της ματαιωθείσας πώλησης (360.000 ευρώ) και του δυνάμενου να επιτευχθεί τιμήματος από την πώληση του διαμερίσματος κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής (250.000 ευρώ), αφετέρου δε κατά το ποσό των 10.178,63 ευρώ, που αφορά στους τόκους που θα απέδιδε η κατάθεση σε τραπεζικό λογαριασμό του ανωτέρω τιμήματος, (360.000 ευρώ) εκτοκιζομένου με ετήσιο σταθερό επιτόκιο 4%, ποσά τα οποία θα αποκόμιζε (η ενάγουσα) κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων, εάν δεν ματαιωνόταν η πώληση από υπαιτιότητα των δύο πρώτων εναγομένων. Τέλος, η ενάγουσα εξέθετε στην αγωγή της, ότι η πρώτη και ο τρίτος των εναγομένων διέδιδαν ενώπιον τρίτων προσώπων ψευδή γεγονότα εν γνώσει της αναλήθειάς τους, προσβλητικά για τη φήμη της (ενάγουσας εταιρίας) και συγκεκριμένα ισχυρίζονταν ενώπιον των τεχνιτών της οικοδομής …. …. και …. …., αλλά και του υποψηφίου αγοραστή του με στοιχεία Α-1 διαμερίσματος της ως άνω οικοδομής, …………, ότι οι κατασκευές που είχε πραγματοποιήσει η ενάγουσα είναι κακότεχνες, ακαλαίσθητες και με κακής ποιότητας υλικά. Ότι οι ως άνω μη αληθείς ισχυρισμοί των παραπάνω εναγομένων είχαν ως αποτέλεσμα να προσβληθεί η καλή της φήμη στο καταναλωτικό κοινό, αλλά και να ματαιωθεί η αγοραπωλησία του ανωτέρω με στοιχεία Α-1 διαμερίσματος στον παραπάνω υποψήφιο αγοραστή και να ζημιωθεί η ίδια το ποσό των 2.000 ευρώ, που υποχρεώθηκε να καταβάλει σ’ αυτόν ως αποζημίωση για ευθύνη από τις διαπραγματεύσεις. Ζητούσε δε ακολούθως, η ενάγουσα: α) να υποχρεωθούν οι δύο πρώτες εναγόμενες, να της καταβάλουν, η κάθε μία εις ολόκληρο, τα παραπάνω ποσά των 110.000 ευρώ και των 10.178,63 ευρώ, ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από τη ματαίωση της πώλησης του ανωτέρω υπό στοιχεία Ε-1 διαμερίσματος, β) να υποχρεωθεί η πρώτη εναγομένη να της καταβάλει επιπλέον το ποσό των 1.000 ευρώ, ως ποινική ρήτρα για τη μη χορήγηση σ’ αυτήν (ενάγουσα) σχετικού πληρεξουσίου εγγράφου, με το οποίο θα της παρείχε τις σχετικές εντολές και εξουσίες που ορίζονταν στο ανωτέρω προσύμφωνο – εργολαβικό συμβόλαιο, γ) να υποχρεωθεί η δεύτερη εναγομένη να της καταβάλει επιπλέον το ποσό των 3.000 ευρώ ως ποινική ρήτρα για την ανάκληση του προαναφερθέντος πληρεξουσίου εγγράφου, δ) να υποχρεωθούν η πρώτη και ο τρίτος των εναγομένων, να της καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, το ποσό των 30.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη από την τελεσθείσα σε βάρος της προαναφερθείσα συκοφαντική δυσφήμηση, καθώς και το ποσό των 2.000 ευρώ ως αποζημίωση για τη ζημία που υπέστη από τη ματαίωση της αγοραπωλησίας του ανωτέρω με στοιχεία Α1 διαμερίσματος, από υπαιτιότητα των ως άνω εναγομένων. Ζητούσε ακόμη, η ενάγουσα όλα τα παραπάνω ποσά να της καταβληθούν με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Με την από 10-8-2014 και με αριθμό κατάθεσης …/2014 (υπό στοιχείο β΄) αγωγή τους, οι ενάγοντες σε αυτήν – ήδη εκκαλούντες  στην Α΄ έφεση και εφεσίβλητοι στη Β΄ έφεση,  εξέθεταν, ότι, δυνάμει του ως άνω υπ’ αριθμ. ../9-3-2009 προσυμφώνου μεταβίβασης ποσοστών εξ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβικής σύμβασης της συμβολαιογράφου Πειραιά … …. – …., που συνήφθη μεταξύ των δύο πρώτων εξ’ αυτών και της πρώτης εναγομένης ομόρρυθμης εταιρίας, της οποίας ομόρρυθμα μέλη, τυγχάνουν οι δεύτερος (διαχειριστής αυτής) και τρίτη των εναγομένων, η πρώτη εναγομένη ανέλαβε την υποχρέωση να ανεγείρει πολυόρωφη οικοδομή με το σύστημα της αντιπαροχής, σε οικόπεδο συνιδιοκτησίας των δύο πρώτων εξ’ αυτών (εναγόντων), ευρισκόμενο στον Πειραιά, στη θέση ‘’……..’’ στον προσφυγικό συνοικισμό …… και επί των οδών …. αριθμ. . και …. αριθμ. ., όπως το ακίνητο αυτό περιγράφεται περαιτέρω στην αγωγή. Ότι με την υπ’ αριθμ. ……../30-12-2009 πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, η οικοδομή υπήχθη στις διατάξεις περί οριζόντιας ιδιοκτησίας, ενώ με την ίδια συστατική πράξη, καθώς και με το ανωτέρω προσύμφωνο – εργολαβικό συμβόλαιο, ορίστηκε περαιτέρω ότι η οικοδομή θα απαρτιζόταν από υπόγειο, ισόγειο – πυλωτή, πρώτο, δεύτερο, τρίτο, τέταρτο και πέμπτο ορόφους πάνω από το ισόγειο και δώμα (ταράτσα), εκ των οποίων, στις μεν οικοπεδούχους – πρώτη και δεύτερη ενάγουσες θα περιέρχονταν οι οριζόντιες ιδιοκτησίες που θα αντιστοιχούσαν σε ποσοστό 332/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου και συγκεκριμένα στην πρώτη ενάγουσα, οι με στοιχεία Β-1 και Β-2 οριζόντιες ιδιοκτησίες του δευτέρου ορόφου και στη δεύτερη ενάγουσα, η με στοιχεία Γ-2 οριζόντια ιδιοκτησία του τρίτου ορόφου, οι δε υπόλοιπες οριζόντιες ιδιοκτησίες, που αντιστοιχούσαν σε 668/1000 επί του οικοπέδου, θα περιέρχονταν στην πρώτη εναγομένη εργολήπτρια εταιρία και θα αποτελούσαν το εργολαβικό της αντάλλαγμα. Ότι, σε εκτέλεση των ανωτέρω συμφωνηθέντων, οι δύο πρώτες εξ’ αυτών παρέλαβαν από την πρώτη εναγομένη τις οριζόντιες ιδιοκτησίες που τους αναλογούσαν, βάσει του ανωτέρω προσυμφώνου – εργολαβικού συμβολαίου, συγκεκριμένα δε η πρώτη εξ’ αυτών παρέλαβε τις ανωτέρω με στοιχεία Β-1 και Β-2 οριζόντιες ιδιοκτησίες στις 10-2-2012 και η δεύτερη παρέλαβε την ανωτέρω με στοιχεία Γ-2 οριζόντια ιδιοκτησία στις 23-3-2012, οι δε υπόλοιπες οριζόντιες ιδιοκτησίες περιήλθαν στην πρώτη εναγομένη ή στους υποδεικνυόμενους από αυτήν τρίτους, τμηματικά με το πέρας του εκάστοτε σταδίου εργασιών του έργου. Ότι, η πρώτη εναγομένη, ενεργώντας κατά παράβαση των όρων του εργολαβικού, της σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και του κανονισμού της πολυκατοικίας, προέβη σε παράνομες ενέργειες – κατασκευές επί της με στοιχεία Ε-1 οριζόντιας ιδιοκτησίας του πέμπτου ορόφου, που περιήλθε σ’ αυτήν και συγκεκριμένα α) μετέτρεψε την πέργκολα σε κατοικία, κατασκευάζοντας δωμάτιο από μπετόν αρμέ, β) μετέτρεψε ημιυπαίθριους χώρους σε κατοικία, γ) μετέτρεψε χώρο εξώστη σε χώρο κύριας χρήσης, δ) προέκτεινε τοίχο σε χώρο κύριας χρήσης, ενώ επιπλέον ανήγειρε σε τμήμα του κοινόχρηστου χώρου του δώματος (ταράτσας) διαχωριστικό τοίχο, καταλαμβάνοντας έτσι το τμήμα αυτό, έκτασης 24,20 τ.μ., προκειμένου να ανήκει στην αποκλειστική χρήση της ανωτέρω με στοιχεία Ε-1 οριζόντιας ιδιοκτησίας. Ότι οι παραπάνω ενέργειες της πρώτης εναγομένης έχουν ως συνέπεια να αλλοιώνεται η ομοιόμορφη εξωτερική εμφάνιση, η καλαισθησία αλλά και η στατική επάρκεια της οικοδομής, καθώς επίσης τον αποκλεισμό των λοιπών συνιδιοκτητών από το δικαίωμά τους για σύγχρηση του κοινοχρήστου χώρου του δώματος της οικοδομής, προς αποκλειστικό όφελος της πρώτης εναγομένης. Ακόμη, οι ενάγοντες στην ίδια αγωγή (υπό στοιχείο β΄), ισχυρίζονταν ότι με τα όσα συκοφαντικά γεγονότα, εν γνώσει του ψεύδους τους, αναφέρει η πρώτη εναγομένη εταιρία στην παραπάνω αναφερθείσα υπ΄αριθμ. κατάθεσης …./2012 (υπό στοιχείο α΄) αγωγή της, δια των ομόρρυθμων εταίρων της,  λοιπών εναγομένων, εναντίον τους σχετικά με την υποτιθέμενη διάδοση εκ μέρους τους, αναληθών γεγονότων, αναφορικά με την εξωτερική εμφάνιση και την ποιότητα των κατασκευών της εν λόγω οικοδομής, αλλά και την ματαίωση της πώλησης των ως άνω με στοιχεία Ε-1 και Α-1 οριζοντίων ιδιοκτησιών από δήθεν υπαιτιότητά τους, προσβλήθηκε η τιμή και η υπόληψή τους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή, υπέστησαν δε ηθική βλάβη, για την ικανοποίηση της οποίας, δικαιούνται χρηματική ικανοποίηση. Περαιτέρω, οι ενάγοντες εξέθεταν, ότι με το 9-3-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό μεταξύ της δεύτερης εξ’ αυτών και του δευτέρου εναγομένου, ενεργούντος για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης, η τελευταία υποσχέθηκε να καταβάλει σ’ αυτήν (δεύτερη ενάγουσα), ως αποζημίωση, την αξία δέκα τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων (14 τ.μ.), προς κάλυψη διαφοράς αντίστοιχων τετραγωνικών μέτρων από χιλιοστά και ημιυπαιθρίους χώρους, η οποία θα υπολογιζόταν με βάση την αξία ανά τ.μ. της πρώτης πώλησης διαμερίσματος αντιπαροχής της εργολήπτριας εταιρίας (πρώτης εναγομένης). Ότι η οριζόντια ιδιοκτησία αντιπαροχής, που μεταβιβάστηκε πρώτη (στο …..) ήταν το υπό στοιχεία Δ-1 διαμέρισμα, δυνάμει του υπ’ αριθμ. ./23-3-2011 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της ανωτέρω συμβολαιογράφου Πειραιώς . …. …., νομίμως μεταγεγραμμένου, έναντι συμφωνηθέντος τιμήματος 2.000 ευρώ ανά τ.μ., οπότε το τελικό ποσό που αυτή (δεύτερη ενάγουσα) δικαιούτο να λάβει από την πρώτη εναγομένη, βάσει του ως άνω ιδιωτικού συμφωνητικού, ανέρχεται σε 28.000 ευρώ (14 τ.μ. Χ 2.000 ευρώ ανά τ.μ.), το οποίο, όμως, αρνείται μέχρι σήμερα να της καταβάλει. Τέλος, οι ενάγοντες εξέθεταν ότι ενώ οι δύο πρώτες εξ’ αυτών, με την παραλαβή των διαμερισμάτων τους εξόφλησαν στην πρώτη εναγομένη όλες τις δαπάνες για παροχές ύδατος και αποχέτευσης στην ΕΥΔΑΠ, καταβάλοντας σ’ αυτήν (πρώτη εναγομένη) τα σχετικά ποσά, η τελευταία, με τη σειρά της, παρέλειψε να τα καταβάλει στον ως άνω κοινωφελή οργανισμό, με αποτέλεσμα οι ίδιοι (ενάγοντες) να αναγκαστούν να επιβαρυνθούν εκ νέου με τη δαπάνη σύνδεσης των διαμερισμάτων τους με το δίκτυο ακαθάρτων, καταβάλοντας έκαστος προς την ΕΥΔΑΠ το ποσό των 898,25 ευρώ, κατά το οποίο ζημιώθηκαν, με αντίστοιχη ωφέλεια της πρώτης εναγομένης, που κατέστη έτσι αδικαιολόγητα πλουσιότερη εις βάρος τους. Ζητούσαν δε ακολούθως οι ενάγοντες, να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παύσουν στο εξής να καταλαμβάνουν τον κοινόχρηστο χώρο του δώματος, έκτασης 24,20 τ.μ., απειλουμένης εναντίον τους χρηματικής ποινής ποσού 10.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης κατά του δεύτερου και τρίτης εξ’ αυτών, διάρκειας έξι (6) μηνών για κάθε παράβαση της εκδοθησομένης απόφασης, να καθαιρέσουν τις παράνομες κατασκευές από τη με στοιχεία Ε-1 οριζόντια ιδιοκτησία, καθώς και από τον κοινόχρηστο χώρο του δώματος και να αποκαταστήσουν κάθε φθορά ή βλάβη που τυχόν θα προξενηθεί στους κοινόχρηστους χώρους της οικοδομής, άλλως σε περίπτωση άρνησής τους, να επιτραπεί στους ίδιους να προβούν στις ανωτέρω ενέργειες με δαπάνες των εναγομένων, απειλουμένης εις βάρος τους χρηματικής ποινής ποσού 10.000 ευρώ και προσωπικής κράτησης κατά του δευτέρου και τρίτης εξ’ αυτών, διάρκειας έξι (6) μηνών για κάθε παράβαση της απόφασης που θα εκδοθεί, να καταβάλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, σε κάθε ενάγοντα το ποσό των 50.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής βλάβης που υπέστη έκαστος εξ’ αυτών από την τελεσθείσα σε βάρος τους συκοφαντική δυσφήμιση, καθώς και το ποσό των 898,25 ευρώ, ως καταβληθείσα δαπάνη προς την ΕΥΔΑΠ, κατά την οποία η πρώτη εναγομένη κατέστη αδικαιολόγητα πλουσιότερη, αμφότερα δε τα ανωτέρω ποσά, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, επιπλέον δε στη δεύτερη ενάγουσα και το ποσό των 28.000 ευρώ, ως αποζημίωση για την αξία 14 τ.μ., που η πρώτη εναγομένη όφειλε να της καταβάλει βάσει του ανωτέρω από 9-3-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού, με το νόμιμο, επίσης, τόκο από 9-3-2009, άλλως από την επίδοση της αγωγής.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού συνεκδίκασε τις ως άνω αγωγές, έκρινε ορισμένη και νόμιμη την πρώτη εξ αυτών, ακολούθως σχετικά με τη δεύτερη εξ αυτών, διέταξε το χωρισμό, κατ΄άρθρο 218 παρ.2 ΚΠολΔ, ως προς τα αιτήματά της να υποχρεωθούν οι εναγόμενοι να παύσουν να καταλαμβάνουν τον κοινόχρηστο χώρο του δώματος, και να καθαιρέσουν τις παράνομες κατασκευές που έχουν ανεγείρει στο χώρο αυτό και στην ανωτέρω με στοιχεία Ε-1 οριζόντια ιδιοκτησία, διότι μετά την περιέλευση της τελευταίας ως άνω οριζόντιας ιδιοκτησίας, ως εργολαβικού ανταλλάγματος, στην κυριότητα της πρώτης εναγομένης εργολήπτριας εταιρίας, η εν λόγω αξίωση εισάγει πλέον διαφορά του άρθρου 17 παρ. 2 του ΚΠολΔ, αφού πρόκειται για διαφορά μεταξύ συνιδιοκτητών σχετικά με την εφαρμογή και ερμηνεία της πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και του κανονισμού της πολυκατοικίας, η οποία εκδικάζεται με την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 επ. ΚΠολΔ και επομένως δεν είναι επιτρεπτή η σώρευσή της στο ίδιο δικόγραφο, κατ’ αρθρ. 218 παρ. 1 ΚΠολΔ, με τις λοιπές ένδικες αξιώσεις, οι οποίες εκδικάζονται κατά την τακτική διαδικασία. Παρέπεμψε δε το αίτημα αυτό της αγωγής για να δικαστεί ενώπιον του καθ’ ύλην αρμόδιου Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, δικάζοντος σε ιδιαίτερη συζήτηση κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 648 επ. ΚΠολΔ. Στη συνέχεια έκρινε ορισμένη, καθώς περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, και νόμιμη και τη δεύτερη αγωγή, και έκανε εν μέρει δεκτές τις αγωγές αυτές και ως ουσιαστικά βάσιμες, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην εκκαλουμένη. Ορθώς δε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, έκρινε ότι υφίσταται ενεργητική νομιμοποίηση της πρώτης ενάγουσας στην πρώτη αγωγή, παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό των εναγομένων, που επαναφέρουν με τον τρίτο λόγο της ένδικης υπό στοιχείο Β΄ έφεσής τους και με τον οποίο υποστηρίζουν ότι η πρώτη ενάγουσα δεν νομιμοποιείται ενεργητικά, επειδή έχει ήδη μεταβιβάσει την κυριότητα των ανωτέρω με στοιχεία Β-1 και Β-2 οριζοντίων ιδιοκτησιών, που περιήλθαν σ’ αυτήν βάσει του προαναφερθέντος εργολαβικού συµβολαίου, στα τέκνα της και στην εγγονή της. Όμως, οι ένδικες αξιώσεις της (πρώτης ενάγουσας), πλην εκείνων που παραπέµφθηκαν, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν παραπάνω, για να δικαστούν από το Μονοµελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, δεν συνδέονται µε το δικαίωµα της κυριότητάς της επί των παραπάνω οριζοντίων ιδιοκτησιών, αλλά αποτελούν ενοχικές αξιώσεις, που απορρέουν, αφενός μεν από αδικοπραξία, αφετέρου δε από αδικαιολόγητο πλουτισµό, για τις οποίες (αξιώσεις) η πρώτη ενάγουσα νοµιµοποιείται ενεργητικά να ασκήσει την αγωγή, καθώς, σύμφωνα με τα αναφερόμενα σε αυτήν, είναι φορέας των σχετικών ενοχικών δικαιωµάτων.

Κατά της ως άνω απόφασης παραπονούνται, τόσο οι εναγόμενοι στην πρώτη αγωγή – ενάγοντες στην δεύτερη αγωγή, με την κρινόμενη υπό στοιχείο Α΄ έφεσή τους, όσο και οι εναγόμενοι στη δεύτερη αγωγή και η ενάγουσα στην πρώτη αγωγή, με την κρινόμενη υπό στοιχείο Β΄ έφεσή τους, για τους αναφερόμενους σ’ αυτές λόγους, πλην του παραπάνω ήδη απαντηθέντος (τρίτου λόγου της Β΄ έφεσης), που ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν την εξαφάνισή της, ώστε, κατά μεν τους εκκαλούντες στην Α΄έφεση να απορριφθεί  συνολικά η αγωγή της πρώτης εφεσίβλητης εναντίον τους και να γίνει συνολικά δεκτή η δική τους αγωγή, κατά δε τους εκκαλούντες στη Β΄ έφεση να απορριφθεί συνολικά η αγωγή των αντιδίκων τους κατ΄ αυτών και να γίνει συνολικά δεκτή η αγωγή της πρώτης εκκαλούσας κατά των εφεσίβλητων.

Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων απόδειξης και ανταπόδειξης, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασής του, όλων των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, καθώς και των υπ’ αριθµ. …./1-4-2015, ενόρκων βεβαιώσεων, ενώπιον της Ειρηνοδίκου Πειραιώς …., αντίστοιχα, την μεν πρώτη εκ των οποίων προσκομίζει η ενάγουσα της πρώτης αγωγής και λήφθηκε µετά από προηγούµενη κλήτευση των αντιδίκων της (βλ. τις υπ’ αριθµ. ………/26-3-2015 εκθέσεις επίδοσης, αντίστοιχα, του δικαστικού επιµελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών . ….), τις δε λοιπές προσκομίζουν οι ενάγοντες της δεύτερης αγωγής και λήφθηκαν επίσης μετά από προηγούμενη κλήτευση των αντιδίκων τους (βλ. τις υπ’ αριθμ. ./27-3-2015, ./29-3-2015 και ./27-3-2015 εκθέσεις επίδοσης, αντίστοιχα, της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Αθηνών . ….), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Με το με αριθμ. ………/09.03.2009 προσύμφωνο μεταβίβασης ποσοστών εξ’ αδιαιρέτου οικοπέδου και εργολαβική σύμβαση της συμβολαιογράφου Πειραιώς . …. – …., νομίμως μεταγεγγραμένο, που συνήφθη μεταξύ της ενάγουσας στην πρώτη αγωγή και των δύο πρώτων εναγομένων σε αυτήν, η ενάγουσα ανέλαβε την υποχρέωση να ανεγείρει πολυώροφη οικοδομή με το σύστημα της αντιπαροχής σε οικόπεδο της συγκυριότητας, συννομής και συγκατοχής των ως άνω εναγομένων, που ανήκε σ’ αυτές κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου 625,20/1000 στην πρώτη και 374,80/1000 στη δεύτερη, ευρισκόμενο στον Πειραιά, εντός σχεδίου πόλης, στη θέση ‘’……’’ στον προσφυγικό συνοικισμό ……….. και επί των οδών …. με αριθμούς ……. και …. αριθμός …, εμβαδού 320,50 τ.μ., όπως εμφαίνεται και αποτυπώνεται με περιμετρικά  στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Ε-Ζ-Α στο από Ιουνίου 2008 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού . …., το οποίο έχει προσαρτηθεί στο ανωτέρω με αριθ. …/09.3.2009 προσύμφωνο – εργολαβικό συμβόλαιο. Η ως άνω πολυώροφη οικοδομή υπήχθη, δυνάμει της αριθμ. …./30-12-2009 πράξης σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας και κανονισμού πολυκατοικίας της ως άνω συμβολαιογράφου, που μεταγράφηκε νόμιμα, στις διατάξεις των άρθρων 1002 και 1117 του ΑΚ καθώς και του Ν.  3741/1929 και Ν.Δ. 1024/1971 ’’περί οριζοντίου ιδιοκτησίας’’. Με βάση δε την ίδια συσταστική πράξη αλλά και το ανωτέρω προσύμφωνο – εργολαβικό συμβόλαιο, η πολυώροφη οικοδομή θα αποτελείτο από υπόγειο όροφο, ισόγειο όροφο- πυλοτή και από τους πρώτο (Α),δεύτερο (Β), τρίτο (Γ), τέταρτο (Δ) και πέμπτο (Ε) πάνω από το ισόγειο (πυλωτή) ορόφους, με πέργκολα στον Ε όροφο και το Δώμα. Επίσης, ορίστηκε ότι, α) ο υπόγειος όροφος, θα περιελάμβανε κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους (κλιμακοστάσιο, πλατύσκαλο, ανελκυστήρα, λεβητοστάσιο και δεξαμενή καυσίμων), β) ο ισόγειος όροφος – πυλωτή, θα περιελάμβανε κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους (κεντρική είσοδο, πλατύσκαλο εισόδου, κλιμακοστάσιο, χώρο ανελκυστήρα και χώρο πυλωτής, πλην των χώρων στάθμευσης και εννέα (9) ανοικτές θέσεις στάθμευσης αυτοκινήτου, οι οποίες θα αποτελούσαν χώρους αποκλειστικής χρήσης των εκάστοτε ιδιοκτητών συγκεκριμένων οριζοντίων ιδιοκτησιών, γ) ο πρώτος πάνω από το ισόγειο όροφος θα περιελάμβανε, πέραν των κοινοχρήστων χώρων, και δυο αυτοτελείς ανεξάρτητες και διακεκριμένες οριζόντιες ιδιοκτησιες, ήτοι το με στοιχεία Α-1 διαμέρισμα επιφάνειας 76,70 τ.µ και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 102/1000, στο οποίο θα ανήκε κατ’ αποκλειστική χρήση η με στοιχεία Π-2 ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής και το με στοιχεία Α-2 διαμέρισμα επιφανείας 86,91 τ.μ και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 115/1000, στο οποίο θα ανήκε κατ’ αποκλειστική χρήση η με στοιχεία Π-3 ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής, δ) ο δεύτερος πάνω από το ισόγειο όροφος θα περιελάμβανε, πέραν των κοινοχρήστων χώρων, και δυο αυτοτελείς ανεξάρτητες και διακεκριμένες οριζόντιες ιδιοκτησίες, ήτοι το με στοιχεία Β-1 διαμέρισμα επιφανείας 76,70 τ.µ και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 102/1000, στο οποίο θα ανήκε κατ’ αποκλειστική χρήση η με στοιχεία Π-1 ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής και το με στοιχεία Β-2 διαμέρισμα επιφανείας 86,91 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 115/1000, στο οποίο θα ανήκε κατ’ αποκλειστική χρήση η με στοιχεία Π-8 ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής, ε) ο τρίτος πάνω από το ισόγειο όροφος, ο οποίος θα περιελάμβανε, πέραν των κοινοχρήστων χώρων, και δυο αυτοτελείς ανεξάρτητες και διακεκριμένες οριζόντιες ιδιοκτησίες, ήτοι το με στοιχεία Γ-1 διαμέρισμα επιφανείας 76,70 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 102/1000, στο οποίο θα ανήκε κατ’ αποκλειστική χρήση η με στοιχεία Π-4 ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής και το με στοιχεία Γ-2 διαμέρισμα επιφανείας 86,91 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 115/1000, στο οποίο θα ανήκε κατ’ αποκλειστική χρήση η με στοιχεία Π-9 ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής, στ) ο τέταρτος πάνω από το ισόγειο όροφος, ο οποίος θα περιελάμβανε, πέραν των κοινοχρήστων χώρων, και δυο αυτοτελείς ανεξάρτητες και διακεκριμένες οριζόντιες ιδιοκτησίες, ήτοι το με στοιχεία Δ-1 διαμέρισμα επιφανείας 76,70 τ.μ και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 102/1000, στο οποίο θα ανήκε κατ’ αποκλειστική χρήση η με στοιχεία Π-5 ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής και το με στοιχεία Δ-2 διαμέρισμα επιφανείας 86,91 τ.μ και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 115/1000, στο οποίο θα ανήκε κατ’ αποκλειστική χρήση η με στοιχεία Π-6 ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής, ζ) ο πέμπτος πάνω από το ισόγειο όροφος, ο οποίος θα περιελάμβανε, πέραν των κοινοχρήστων χώρων, και μια αυτοτελή, ανεξάρτητη και διακεκριμένη οριζόντια ιδιοκτησία, ήτοι το με στοιχεία Ε-1 διαμέρισμα επιφανείας 100,25 τ.μ. και ποσοστό συνιδιοκτησίας εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου 132/1000, στο οποίο θα ανήκε κατ’ αποκλειστική χρήση η με στοιχεία Π-7 ανοικτή θέση στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής και η) το δώμα, το οποίο θα περιελάμβανε κοινόχρηστους και κοινόκτητους χώρους (απόληξη κλιμακοστάσιου και του ανελκυστήρα και κοινόχρηστη ταράτσα για όλες τις οριζόντιες ιδιοκτησίες της πολυκατοικίας). Περαιτέρω, με την ίδια ως άνω πράξη σύστασης οριζόντιας ιδιοκτησίας, σε συνδυασμό με το ανωτέρω προσύμφωνο – εργολαβικό συμβόλαιο ορίστηκε ότι στις οικοπεδούχους – δύο πρώτες εναγόμενες στην πρώτη αγωγή, θα περιέρχονταν οι εξής οριζόντιες ιδιοκτησίες, στην μεν πρώτη εναγομένη: α) η με στοιχεία Β-1 οριζόντια ιδιοκτησία με την ανήκουσα στην αποκλειστική χρήση της Π-1 , θέση στάθμευσης αυτοκινήτου και β) η με στοιχεία Β-2 οριζόντια ιδιοκτησία με την ανήκουσα στην αποκλειστική χρήση της Π-8 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου, στη δε δεύτερη εναγόμενη, η με στοιχεία Γ-2 οριζόντια ιδιοκτησία, με την ανήκουσα στην αποκλειστική χρήση της Π-9 θέση στάθμευσης αυτοκινήτου της πυλωτής. Συνολικά στις οριζόντιες ιδιοκτησίες, που θα περιέρχονταν στις ως άνω οικοπεδούχους, θα αντιστοιχούσε ποσοστό συνιδιοκτησίας 332/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου. Οι υπόλοιπες οριζόντιες ιδιοκτησίες με τους χώρους αποκλειστικής χρήσης, συνολικού ποσοστού συνιδιοκτησίας 668/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, θα περιέρχονταν στην ενάγουσα στην πρώτη αγωγή – εργολήπτρια εταιρία, ή σε τρίτους, που η τελευταία θα υποδείκνυε, ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών του έργου. Ειδικότερα, με τον υπ’ αριθμ. 20 όρο του εργολαβικού συμβολαίου, οι οικοπεδούχοι – δύο πρώτες εναγόμενες στην πρώτη αγωγή ανέλαβαν την υποχρέωση να μεταβιβάσουν το ποσοστό των 668/1000 εξ αδιαιρέτου επί του πιο πάνω οικοπέδου, που τους ανήκε, στην ενάγουσα εργολήπτρια εταιρία ή στα τρίτα πρόσωπα, που αυτή θα τους υπεδείκνυε, ως εργολαβικό αντάλλαγμα, σταδιακά και ανάλογα με την πρόοδο κατασκευής των επί μέρους εργασιών του όλου έργου και συγκεκριμένα να μεταβιβάσουν: 1) με την έκδοση της οικοδομικής άδειας, την αποπεράτωση της εκσκαφής και την αποπεράτωση της εκ μπετόν πλάκας του πρώτου (Α) ορόφου, τα 102/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, 2) με την αποπεράτωση του σκελετού ολόκληρης της πολυκατοικίας, τα 102/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, 3) με την αποπεράτωση της τοιχοποιίας, υδραυλικές και ηλεκτρολογικές εγκαταστάσεις τοποθέτηση κασών κουφωμάτων εξωτερικών και εσωτερικών, τα 102/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, 4) με την αποπεράτωση των επιχρισμάτων εσωτερικών και εξωτερικών, εγκατάσταση καλοριφέρ και τοποθέτηση πλακιδίων δαπέδων και λουτρών, τα 115/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, 5) με την τοποθέτηση των πόρτων – μπαλκονόπορτων αλουμινίου, ντουλαπιών κουζίνας και ειδών υγιεινής, τα 115/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου και 6) με την αποπεράτωση των χρωματισμών, την τοποθέτηση των ηλεκτρικών εξαρτημάτων, την παράδοση των διαμερισμάτων τους πλήρως και τελείως αποπερατωμένων προς χρήση και οίκηση και των κοινοχρήστων χώρων, τα 132/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου. Επίσης, με τον υπ’ αριθμ. 21 όρο του ίδιου ως άνω εργολαβικού συμβολαίου, συμφωνήθηκε ότι μετά την εκτέλεση καθενός εκ των ανωτέρω σταδίων εργασιών, η ενάγουσα στην πρώτη αγωγή – εργολήπτρια εταιρία θα είχε δικαίωμα να ζητήσει από τις οικοπεδούχους – δύο πρώτες εναγόμενες, να μεταβιβάσουν σ’ αυτήν ή με υπόδειξη της σε τρίτα πρόσωπα τα αντίστοιχα, προς το στάδιο των οικοδομικών εργασιών, που κάθε φορά είχαν εκτελεστεί, ποσοστά εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου ή τη χορήγηση προς αυτήν (ενάγουσα εταιρία) ανέκκλητης ειδικής εντολής και πληρεξουσιότητας προς μεταβίβαση των ποσοστών, είτε προς την ίδια είτε προς τους τρίτους, που η τελευταία θα υπεδείκνυε, αφού προηγουμένως θα είχε καλέσει εγγράφως αυτές (οικοπεδούχους) ή τους νόμιμα διορισμένους πληρεξουσίους τους να προσέλθουν, μέσα σε προθεσμία πέντε (5) ημερών από την επίδοση της πρόσκλησης, ενώπιον του οριζόμενου συμβολαιογράφου και κατά την οριζόμενη ημέρα και ώρα για την υπογραφή των σχετικών δηλώσεων Φ.Μ.Α. και μέσα σε περαιτέρω προθεσμία τριών (3) ημερών, για την υπογραφή του σχετικού κατά περίπτωση συμβολαίου, απευθείας ή σε εκτέλεση καταρτισμένου ήδη προσυμφώνου. Με τον ίδιο όρο συμφωνήθηκε δε ότι, σε περίπτωση που οι οικοπεδούχοι – δύο πρώτες εναγόμενες, αρνούνταν την κατά τα ως άνω μεταβίβαση των αντίστοιχων ποσοστών εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, θα υποχρεούντο σε καταβολή ποινικής ρήτρας χιλίων (1.000) ευρώ έκαστη για κάθε άρνηση μεταβίβασης χιλιοστών ή χορήγησης πληρεξουσίου, ενώ σε περίπτωση ανάκλησης χορηγηθέντος πληρεξουσίου, θα υποχρεούντο σε καταβολή ποινικής ρήτρας τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ.

Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι, ήδη από το τέλος του έτους 2011 – αρχές του 2012, η επίδικη οικοδομή έχει πλήρως αποπερατωθεί, παραδόθηκαν δε στις δε οικοπεδούχους, εκ μέρους της εργολήπτριας εταιρίας, οι προαναφερόμενες οριζόντιες ιδιοκτησίες που, βάσει του εργολαβικού συμβολαίου, θα περιέρχονταν σ’ αυτές. Συγκεκριμένα, στην πρώτη εναγομένη (παραδόθηκαν) στις 10-2-2012, οι με στοιχεία Β-1 και Β-2 οριζόντιες ιδιοκτησίες και στη δεύτερη εναγομένη (παραδόθηκε) στις 23-3-2012, η με στοιχεία Γ-2 οριζόντια ιδιοκτησία, ενώ οι υπόλοιπες οριζόντιες ιδιοκτησίες περιήλθαν στην ενάγουσα εργολήπτρια εταιρία ή σε τρίτους που αυτή υπέδειξε στις οικοπεδούχους – δύο πρώτες εναγόμενες, σταδιακά και ανάλογα με την πρόοδο των εργασιών του έργου. Κατά τη διάρκεια της ανέγερσης, όμως, της εν λόγω οικοδομής και ενώ η ενάγουσα εταιρία, ήδη από τον Ιούνιο του 2011, είχε αποπερατώσει τα παραπάνω αναφερθέντα τρία πρώτα στάδια των επί μέρους εργασιών, η πρώτη εναγομένη δεν προέβαινε στην χορήγηση σχετικού πληρεξουσίου σ’ αυτήν, με το οποίο θα της παρείχε την ανέκκλητη εντολή και πληρεξουσιότητα να μεταβιβάσει, είτε στην ίδια είτε σε τρίτους, τα ποσοστά εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, που αντιστοιχούσαν στα εκτελεσθέντα στάδια ανέγερσης της οικοδοµής, σύµφωνα µε τα οριζόµενα στους ως άνω υπ’ αριθµ. 20 και 21 όρους του εργολαβικού συµβολαίου. Ειδικότερα, προέκυψε ότι, η ενάγουσα ανέφερε στην από 9-6-2011 εξώδικη δήλωσή της προς την πρώτη εναγοµένη, που της κοινοποιήθηκε στις 10-6-2011, μαζί με την από 9-3-2011 υπεύθυνη δήλωση του επιβλέποντος το έργο πολιτικού μηχανικού …….., ότι τα πέντε πρώτα στάδια ανέγερσης της οικοδοµής είχαν ήδη ολοσχερώς αποπερατωθεί και την καλούσε, την επόµενη εργάσιµη ηµέρα, µετά την πάροδο πέντε (5) ηµερών από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης, να προσέλθει στο γραφείο της συµβολαιογράφου Πειραιώς . …. – …., προκειµένου να της χορηγήσει πληρεξούσιο µε το οποίο θα της παρείχε την ανέκκλητη εντολή και πληρεξουσιότητα να µεταβιβάσει, είτε σε αυτήν, είτε σε τρίτους που αυτή θα υποδείκνυε: α) τα 102/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, που αναλογούσαν στη µε στοιχεία Α-1 οριζόντια ιδιοκτησία του πρώτου ορόφου, β) τα 132/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, που αναλογούσαν στη µε στοιχεία Ε-1 οριζόντια ιδιοκτησία του πέµπτου ορόφου και γ) τα 115/1000 εξ’ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, που αναλογούσαν στην µε στοιχεία Α-2 οριζόντια ιδιοκτησία του πρώτου ορόφου. Η πρώτη εναγοµένη µε την από 16-6-2011 εξώδικη απάντησή της προς την ενάγουσα, την οποία κοινοποίησε στην τελευταία στις 22-6-2011, δήλωνε ότι, όπως προέκυπτε από την ως άνω υπεύθυνη δήλωση του επιβλέποντος το έργο πολιτικού μηχανικού ……, µέχρι τότε είχαν αποπερατωθεί µόνο τα τρία πρώτα στάδια ανέγερσης της οικοδοµής και όχι τα πέντε πρώτα στάδια, όπως ανακριβώς ανέφερε η ενάγουσα, καθώς και ότι η ίδια προτίθετο να µεταβιβάσει σ’ αυτήν τα ποσοστά που αντιστοιχούσαν στα δύο εκ των τριών πρώτων σταδίων, τα οποία ανήρχοντο σε 204/1000, καθώς τα ποσοστά, που αντιστοιχούσαν στο πρώτο στάδιο, της τα είχε ήδη µεταβιβάσει. Επίσης, η πρώτη εναγοµένη µε την από 29-6-2011 συµπληρωµατική εξώδικη δήλωσή της προς την ενάγουσα, την οποία κοινοποίησε σ’ αυτήν στις 30-6-2011, δήλωνε ότι, µετά από διενεργηθείσα κατ’ εντολή της αυτοψία στην επίδικη οικοδοµή εκ µέρους του πολιτικού μηχανικού ……….., επιβεβαιώθηκε το γεγονός ότι είχαν αποπερατωθεί τα τρία πρώτα στάδια, χωρίς να έχουν πλήρως αποπερατωθεί τα υπόλοιπα δύο, ενώ επιπλέον µε την ίδια αυτοψία διαπιστώθηκε ότι όλη οικοδοµή κατασκευαζόταν χωρίς την τήρηση των όρων και των υποχρεώσεων που προβλέπονταν στην, προσαρτούμενη  στο ανωτέρω εργολαβικό συµβόλαιο, από 9-3-2009 Γενική Συγγραφή Υποχρεώσεων. Η πρώτη εναγοµένη, όμως, αν και παραδεχόταν, στις προαναφερθείσες εξώδικες δηλώσεις της, ότι είχαν πλήρως αποπερατωθεί τα τρία πρώτα στάδια των εργασιών και ότι προτίθετο να μεταβιβάσει στην ενάγουσα τα ποσοστά εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, που αντιστοιχούσαν στα στάδια αυτά, εντούτοις, δεν προσήλθε, παρά την ανωτέρω από 16-6-2011 πρόσκληση της ενάγουσας, κατά την ορισθείσα ημερομηνία, ενώπιον της ως άνω συμβολαιογράφου . …. – …., για τη χορήγηση του σχετικού πληρεξουσίου, όπως προκύπτει και από τη συνταχθείσα σχετικά, υπ’ αριθμ. …/17.06.2011 πράξη μη εμφάνισης της εν λόγω συμβολαιογράφου. Μέχρι δε και τα τέλη Νοεμβρίου 2011, η πρώτη εναγομένη παρέλειπε να προβεί στη χορήγηση του ανωτέρω πληρεξουσίου στην ενάγουσα και για το λόγο αυτό η τελευταία, με νέα από 30-11-2011 εξώδικη δήλωσή της προς αυτήν, που της κοινοποιήθηκε στις 6-12-2011, επεσήμαινε, μεταξύ άλλων, την παραπάνω παράλειψή της και συγχρόνως της δήλωνε ότι, όπως προέκυπτε από την συγκοινοποιούμενη από 30-11-2011 υπεύθυνη δήλωση του επιβλέποντος το έργο Πολιτικού Μηχανικού …….., η ίδια (ενάγουσα) είχε πλήρως αποπερατώσει ολόκληρη την οικοδομή, μαζί με τις οριζόντιες ιδιοκτησίες που θα περιέρχονταν στις οικοπεδούχους, τα προσαρτήματα, τους χώρους αποκλειστικής χρήσης και τους κοινόχρηστους χώρους, για το λόγο αυτό την καλούσε εκ νέου να προσέλθει την επόμενη εργάσιμη ημέρα, μετά την πάροδο πέντε (5) ημερών από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης, στο γραφείο της προαναφερθείσας συμβολαιογράφου Πειραιώς . …. – …., για να της χορηγήσει πληρεξούσιο έγγραφο με το οποίο θα της παρείχε την ανέκκλητη εντολή και πληρεξουσιότητα να μεταβιβάσει, είτε στην ίδια είτε σε τρίτους που αυτή θα υποδείκνυε, τα εναπομείναντα 553/1000 εξ αδιαιρέτου επί του οικοπέδου, που αντιστοιχούσαν στα πέντε τελευταία στάδια των εργασιών του έργου. Η πρώτη εναγομένη, αυτή τη φορά, ανταποκρίθηκε στην πρόσκληση της ενάγουσας και αφού προσήλθε στις 13-12-2011 στο γραφείο της ως άνω συμβολαιογράφου, από κοινού με την έτερη οικοπεδούχο – δεύτερη εναγομένη (η οποία όπως ειδικότερα θα εκτεθεί παρακάτω, ενώ τον Μάιο του 2011 είχε χορηγήσει το αντίστοιχο πληρεξούσιο έγγραφο στην ενάγουσα, εν συνεχεία τον Σεπτέμβριο του ίδιου έτους το ανακάλεσε), χορήγησαν στην ενάγουσα τη σχετική εντολή και πληρεξουσιότητα να προβεί στις ανωτέρω ενέργειες που προβλέπονταν στον υπ’ αριθμ. 21 όρο του εργολαβικού συμβολαίου, συνταχθέντος προς τούτο του υπ’ αριθμ. ……./13-12-2011 ειδικού πληρεξουσίου της ως άνω συμβολαιογράφου. Από τα  ανωτέρω συνάγεται ότι η πρώτη εναγομένη, αρνούμενη αδικαιολόγητα μέχρι και το Νοέμβριο του 2011 να προβεί στη χορήγηση του ανωτέρω πληρεξουσίου εγγράφου στην ενάγουσα, παραβίασε υπαίτια τη σχετική υποχρέωσή της, που, βάσει του ανωτέρω υπ’ αριθμ. 21 όρου του εργολαβικού συμβολαίου, είχε αναλάβει να εκπληρώσει έναντι της ενάγουσας, με αποτέλεσμα να οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 1.000 ευρώ ως ποινική ρήτρα για την άρνησή της αυτή, σύμφωνα με τον ίδιο παραπάνω όρο του εν λόγω συμβολαίου. Η πρώτη εναγομένη – ήδη πρώτη εκκαλούσα στην υπό στοιχείο Α΄ έφεση, ισχυρίστηκε τόσο πρωτοδίκως όσο και με τον πρώτο λόγο της έφεσης αυτής, ότι  η διατύπωση στην αρχική ως άνω από 16-6-2011 εξώδικη δήλωση της ενάγουσας, με την οποία την καλούσε να προσέλθει στο γραφείο της ανωτέρω ορισθείσας συμβολαιογράφου ‘’την επόμενη εργάσιμη ημέρα, μετά την πάροδο πέντε (5) ημερών από την επίδοση της εξώδικης δήλωσης’’, ήταν ασαφής, διότι δεν καθόριζε ορισμένη και συγκεκριμένη (δήλη) ημέρα υπογραφής του σχετικού πληρεξουσίου. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς η εν λόγω ημερομηνία, κατά την οποία όφειλε η εναγόμενη να προσέλθει, κατόπιν της πρόσκλησης προς τούτο της ενάγουσας, όπως ορίζονταν άλλωστε στον προαναφερθέντα όρο του συμβολαίου, ήταν εύκολο να προσδιοριστεί με απλό μαθηματικό υπολογισμό. Ο δε έτερος ισχυρισμός της, τον οποίο επίσης προβάλει με τον ως άνω λόγο της έφεσης, ότι δεν αρνήθηκε ποτέ να μεταβιβάσει ποσοστά συγκυριότητας στην ενάγουσα, που αφορούν ήδη αποπερατωμένα στάδια της οικοδομής με βάση το ως άνω εργολαβικό, όπως ανέφερε και στην εξώδικη απάντησή της, δεν κρίνεται πειστικός και βάσιμος, καθώς θα μπορούσε να προσέλθει κατά την αρχικά ορισθείσα, με την εξώδικη πρόσκληση, ημερομηνία μαζί με την έτερη οικοπεδούχο – δεύτερη εναγομένη, στην ως άνω συμβολαιογράφο για να λάβει χώρα η μεταβίβαση αυτή, έστω όχι των ποσοστών που ζητούσε η ενάγουσα, αλλά τουλάχιστον αυτών που αντιστοιχούσαν στα στάδια στα οποία οι ίδιες παραδέχονταν ότι είχαν αποπερατωθεί, πράγμα, που, όμως, δεν το έπραξε έως το Νοέμβριο του 2011. Τέλος, απορριπτέος τυγχάνει και ο ισχυρισμός της πρώτης εναγομένης, που περιέχεται στον ίδιο λόγο της ως άνω έφεσης, ότι καθυστέρησε να προβεί στη χορήγηση του σχετικού πληρεξουσίου για τη μεταβίβαση των ποσοστών στην ενάγουσα, επειδή ο . …. (μη διάδικος στην ένδικη υπόθεση), ενεργώντας ως πληρεξούσιος της ενάγουσας, περί τα μέσα Ιουνίου 2011 δήλωσε σ’ αυτήν (πρώτη εναγόμενη) ότι ‘’δεν ενδιαφερόταν τώρα για τη χορήγηση του πληρεξουσίου αλλά τον Σεπτέμβριο’’, διότι, εκτός του ότι το γεγονός αυτό δεν προκύπτει από τα αποδεικτικά στοιχεία, αντιβαίνει και στα διδάγματα της κοινής πείρας, ήτοι, ενώ η ενάγουσα είχε ήδη αρχίσει να οχλεί τις εναγόμενες για τη μεταβίβαση των ποσοστών με την αποστολή σε αυτές εξωδίκου εγγράφου, παράλληλα να δηλώνει, διά του ως άνω πληρεξουσίου της, κάτι τέτοιο. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι, η δεύτερη εναγομένη, το Μάιο του 2011 είχε χορηγήσει στον ανωτέρω πληρεξούσιο της ενάγουσας . …., το υπ’ αριθμ. …../3-5-2011 ειδικό πληρεξούσιο της συμβολαιογράφου .. …. – …., με το οποίο παρείχε σ’ αυτόν, μετά από υπόδειξη της ενάγουσας, την ειδική εντολή και πληρεξουσιότητα να προβαίνει στις ενέργειες που προβλέπονται στον ανωτέρω υπ’ αριθμ. 21 όρο του εργολαβικού συμβολαίου (μεταβίβαση ποσοστών εξ’ αδιαιρέτου επί του κοινού οικοπέδου, υπογραφή συμβολαίων πώλησης οριζοντίων ιδιοκτησιών, που αποτελούν το εργολαβικό αντάλλαγμα της εργολήπτριας εταιρίας, υπογραφή πράξεων τροποποίησης του εργολαβικού συμβολαίου κ.λπ.). Ακολούθως, όμως η ίδια, το Σεπτέμβριο του ίδιου έτους, προέβη δυνάμει της υπ’ αριθμ. ………/23-9-2011 πράξης ανάκλησης της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, στην ανάκληση του εν λόγω πληρεξουσίου, κατά παράβαση του προαναφερόμενου υπ’ αριθμ. 21 όρου του εργολαβικού συμβολαίου. Η δεύτερη εναγόμενη – δεύτερη εκκαλούσα  υποστηρίζει με τον παραπάνω πρώτο λόγο της (Α) έφεσης ότι ανακάλεσε το ως άνω πληρεξούσιο, επειδή ο νόμιμος εκπρόσωπος της ενάγουσας . …. (δεύτερος εναγόμενος της δεύτερης αγωγής), δήλωσε σ’ αυτήν με έντονο και άκομψο τρόπο, ότι το συγκεκριμένο έγγραφο του ήταν άχρηστο. Αλλά κι αυτός ο ισχυρισμός, ο οποίος δεν επιβεβαιώνεται από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο, παρά μόνο από τον σύζυγο της δεύτερης εναγομένης ………., στην ως άνω ένορκη βεβαίωσή του, δεν κρίνεται βάσιμος, καθώς δεν είναι λογικό, δια του παραπάνω νομίμου εκπροσώπου της, η ενάγουσα, να αναφέρεται με τέτοιο τρόπο σε ένα έγγραφο που παρέχει σ’ αυτήν όλες τις εντολές και εξουσίες να ενεργήσει προς το συμφέρον της, βάσει των συμφωνηθέντων στο εργολαβικό. Επομένως, ορθά κρίνοντας η εκκαλουμένη απόφαση, έκανε δεκτή ως ουσιαστικά βάσιμη την αξίωση της ενάγουσας στην εν λόγω αγωγή, που αφορά την κατάπτωση της προβλεπόμενης από το ως άνω εργολαβικό συμβόλαιο, ποινικής ρήτρας υπέρ της και εις βάρος της δεύτερης εναγομένης ύψους 3.000 ευρώ για την ανάκληση του ως άνω πληρεξουσίου, απορριπτομένου του ως άνω (πρώτου) λόγου της έφεσης.  Περαιτέρω, προέκυψε ότι με το από 9-3-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό που συντάχθηκε μεταξύ της οικοπεδούχου – δεύτερης ενάγουσας στη δεύτερη αγωγή και του δευτέρου εναγομένου, ως νομίμου εκπροσώπου της πρώτης εναγομένης εργολήπτριας εταιρίας, την ίδια ημέρα που καταρτίστηκε το προαναφερθέν υπ’ αριθμ. ……./9-3-2009 προσύμφωνο – εργολαβικό συμβόλαιο, ο τελευταίος υποσχέθηκε για λογαριασμό της εταιρίας αυτής, ότι θα κατέβαλε στην δεύτερη ενάγουσα ως αποζημίωση την αξία δέκα τεσσάρων τετραγωνικών μέτρων (14 τ.μ.), προς κάλυψη της διαφοράς των τετραγωνικών αυτών μέτρων, που αφορούσαν 11,50 τ.μ. από διαφορά χιλιοστών και 2,50 τ.μ. από ημιυπαίθριους χώρους και των οποίων (τ.μ) η αξία θα υπολογιζόταν με βάση την αξία της πρώτης πώλησης διαμερίσματος αντιπαροχής της εργολήπτριας εταιρίας. Η πρώτη δε οριζόντια ιδιοκτησία αντιπαροχής, που πωλήθηκε από την εργολήπτρια εταιρία, ήταν το με στοιχεία Δ-2 διαμέρισμα του τετάρτου ορόφου της εν λόγω οικοδομής και συγκεκριμένα στον αγοραστή ….., δυνάμει του υπ’ αριθμ. ./23-3-2011 αγοραπωλητηρίου συμβολαίου της συμβολαιογράφου Πειραιώς . …. – …., νομίμως μεταγεγραμμένο, αντί τιμήματος 2.000 ευρώ ανά τ.μ. Οπότε, με βάση τα παραπάνω, η πρώτη εναγομένη στη δεύτερη αγωγή όφειλε να καταβάλει στη δεύτερη ενάγουσα αυτής, σύμφωνα με το ανωτέρω από 9-3-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό, προς κάλυψη της αξίας των 14 τ.μ. που υποσχέθηκε να της αποζημιώσει, το συνολικό ποσό των (14 τ.μ Χ 2.000/τ.μ=) 28.000 ευρώ, το οποίο, όμως, δεν της έχει καταβάλει μέχρι σήμερα. Η πρώτη εναγομένη ισχυρίστηκε πρωτοδίκως και επαναλαμβάνει με τον τέταρτο (και τελευταίο λόγο της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης) ότι, με την υπογραφή του υπ’ αριθμ. …../9-3-2009 προσυμφώνου – εργολαβικού συμβολαίου, που επακολούθησε της υπογραφής του εν λόγω από 9-3-2009 ιδιωτικού συμφωνητικού από το οποίο πήγαζε η ως άνω υποχρέωσή της, άλλαξαν οι όροι της, μεταξύ αυτής και της δεύτερης εναγομένης, συμφωνίας και πλέον ίσχυαν μόνο τα συμφωνηθέντα στο ως άνω εργολαβικό κι ως εκ τούτου, εφόσον η συμφωνία αυτή που περιέχεται στο από 9-3-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό ως προς την καταβολή αποζημίωσης για τα 14 τ.μ., δεν συμπεριλήφθηκε στο εργολαβικό συμβόλαιο που καταρτίστηκε μετά από αυτό, το επίμαχο συμφωνητικό δεν έχει πια ισχύ. Ο ισχυρισμός αυτός, όμως, και συνακόλουθα και ο παραπάνω σχετικός λόγος της Β΄ έφεσης, δεν ευσταθεί και πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος, διότι, αν ήθελαν οι συμβαλλόμενοι να ισχύουν αποκλειστικά όσα αναφέρονται στο εργολαβικό, αυτό αφενός μεν θα αναφερόταν στο εν λόγω εργολαβικό, πράγμα που δεν συμβαίνει, αφετέρου δε δεν θα συνέτασαν την ίδια ημερομηνία και λίγο πριν την κατάρτισή του, το προαναφερθέν από 9-3-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό, το οποίο κατά την κρίση του παρόντος δικαστηρίου, όπως και του πρωτοβάθμιου, συντάχθηκε ως αντέγγραφο που ενσωμάτωνε – αποδείκνυε την ως άνω απαίτηση της ως άνω οικοπεδούχου – ενάγουσας στη δεύτερη αγωγή. Ο δε έτερος ισχυρισμός των εκκαλούντων στη Β΄ έφεση ότι αυτοί κατέστρεψαν το εν λόγω συμφωνητικό, αλλά οι εφεσίβλητες κακόπιστα το κράτησαν και το εμφάνισαν μετά τόσο καιρό, δεν κρίνεται πειστικός, διότι αν είχε συμφωνηθεί η καταστροφή του, αυτή θα είχε λάβει χώρα ενώπιον όλων και από όλους τους συμβαλλομένους, την στιγμή της κατάρτισης του προσυμφώνου, δεδομένου μάλιστα ότι ο δεύτερος εναγόμενος, νόμιμος εκπρόσωπος της  πρώτης εναγόμενης εργολήπτριας εταιρίας, είχε εμπειρία στις σχετικές συναλλαγές.

Εξάλλου, οι ενάγοντες στη δεύτερη αγωγή παραπονούνται με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Α΄ έφεσής τους, ότι κακώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη το αίτημά τους περί καταβολής του ποσού των 898,25 ευρώ, που, καθένας από αυτούς, υποχρεώθηκε να καταβάλει στην ΕΥΔΑΠ για δαπάνες σύνδεσης του διαμερίσματός του με δίκτυο ακαθάρτων και κατά το οποίο κατέστη, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς τους, αδικαιολόγητα πλουσιότερη η πρώτη εναγομένη εταιρία, καθώς, αν και της το είχαν καταβάλει, η τελευταία δεν εξόφλησε την υποχρέωση αυτή στην ΕΥΔΑΠ. Ο λόγος αυτός της ως άνω έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Ειδικότερα, όπως προκύπτει από τον υπ’ αριθμ. 6 όρο του επίμαχου εργολαβικού συμβολαίου, συμφωνήθηκε ρητά ότι οι δαπάνες των παροχών ηλεκτρικού ρέματος, ύδατος καθώς και οι δαπάνες σύνδεσης με το τυχόν υφιστάμενο δίκτυο αποχέτευσης και οι σχετικές εγγυήσεις τους, που αφορούσαν στις οριζόντιες ιδιοκτησίες των οικοπεδούχων, θα επιβάρυναν αποκλειστικά και μόνο αυτούς. Σε εκτέλεση της άνω συμφωνίας, η πρώτη εναγομένη, με την από 30-11-2011 εξώδικη δήλωσή της προς τις δύο πρώτες ενάγουσες, που τους κοινοποιήθηκε στις 6-12-2011, ζήτησε από αυτές να της καταβάλουν, μεταξύ άλλων, και τα ποσά α) των 600 ευρώ για παροχή ΕΥΔΑΠ, β) των 67 ευρώ για παροχή ΕΥΔΑΠ κοινοχρήστων και γ) των 333 ευρώ για σύνδεση με την αποχέτευση, τα οποία η ίδια είχε ήδη καταβάλει προς την ΕΥΔΑΠ. Στην ως άνω εξώδικη δήλωσή της η πρώτη εναγόμενη επεσήμανε ότι, σχετικά το προαναφερθέν ποσό των 333 ευρώ (για σύνδεση με την αποχέτευση), ο καθορισμός του έγινε μόνο προϋπολογιστικά, καθώς η βαρύνουσα για κάθε μία οριζόντια ιδιοκτησία των οικοπεδούχων δαπάνη θα καθοριζόταν, από τον παραπάνω κοινωφελή οργανισμό, αργότερα. Πράγματι, οι οικοπεδούχοι – δύο πρώτες ενάγουσες στη δεύτερη αγωγή, όταν παρέλαβαν οριζόντιες ιδιοκτησίες τους στις 10-2-2012 και 23-3-2012 αντίστοιχα, κατέβαλαν στην πρώτη εναγομένη, η πρώτη το ποσό των 39.000 ευρώ και η δεύτερη το ποσό των 19.300 ευρώ, προς εξόφληση, μεταξύ άλλων, και των παραπάνω ποσών για παροχές ύδατος και αποχέτευσης της ΕΥΔΑΠ. Εν συνεχεία, η δεύτερη και ο τρίτος των εναγόντων, ο οποίος, εν τω μεταξύ, απέκτησε την επικαρπία της ανωτέρω με στοιχεία Β-1 οριζόντιας ιδιοκτησίας από τη μητέρα του – πρώτη ενάγουσα, με το υπ’ αριθμ. …/2012 συμβόλαιο της ανωτέρω συμβολαιογράφου Πειραιώς . …. – …., νομίμως μεταγεγραμμένο, καθώς και η μη διάδικος στην παρούσα δίκη . …., η οποία απέκτησε την ψιλή κυριότητα της ανωτέρω με στοιχεία Β-2 οριζόντιας ιδιοκτησίας από τη γιαγιά της – πρώτη ενάγουσα, με το υπ’ αριθμ. …../2012 συμβόλαιο της ίδιας ως άνω συμβολαιογράφου, νομίμως μεταγεγραμμένο, ειδοποιήθηκαν από την ΕΥΔΑΠ, η πρώτη στις 28-3-2014, ο δεύτερος  και η τρίτη στις 10-1-2014, προκειμένου να καταβάλουν στον ως άνω κοινωφελή οργανισμό, η πρώτη το ποσό των 857,83 ευρώ, ο δεύτερος το ποσό των 789,36 ευρώ και η τρίτη το ποσό των 890,15 ευρώ, για τέλη σύνδεσης των ως άνω οριζοντίων ιδιοκτησιών με το οριστικό δίκτυο ακαθάρτων της ΕΥΔΑΠ, καθώς και το ποσό των 40,42 ευρώ έκαστος για έρευνα υποθηκοφυλακείου. Δεδομένου δε ότι, κατά τα προαναφερθέντα, το ποσό των 333 ευρώ που κάθε μία από τις πρώτες δύο ενάγουσες κατέβαλε στην πρώτη εναγομένη για σύνδεση με την αποχέτευση, κατά την παραλαβή των ιδιοκτησιών τους, δεν ήταν το τελικό ποσό, αλλά υπολογίστηκε προϋπολογιστικά και έναντι της τελικής συνολικής οφειλής, η οποία θα καθοριζόταν, από την ΕΥΔΑΠ σε μεταγενέστερο χρόνο. Όταν η τελευταία, στις αρχές του 2014, προσδιόρισε το τελικό οφειλόμενο, για την ως άνω αιτία, ποσό, ειδοποίησε τους δικαιούχους των εν λόγω ιδιοκτησιών να καταβάλουν το επιπλέον για κάθε ιδιοκτησία ποσό, το οποίο δεν είχε καταβληθεί στην πρώτη εναγόμενη εταιρία από αυτούς, ώστε να καταστεί η τελευταία αδικαιολόγητα πλουσιότερη. ΄Αλλωστε, σχετική ειδοποίηση από την ΕΥΔΑΠ έλαβε και η πρώτη εναγομένη, στις 6-12-2012, ήτοι μεταγενέστερα της υποτιθέμενης εξόφλησης των σχετικών παροχών, υπό την ιδιότητα της διαχειρίστριας της επίδικης οικοδομής, η οποία καλούνταν τότε να καταβάλει για τη σύνδεση ολόκληρης της οικοδομής με το δίκτυο ακαθάρτων (πριν ακόμα γίνει ο επιμερισμός της σχετικής δαπάνης για κάθε οριζόντια ιδιοκτησία ξεχωριστά), το συνολικό ποσό των 7.693,65 ευρώ. Επομένως, τα ανωτέρω ποσά των 898,25 ευρώ (857,83 + 40,42) και των 829,78 ευρώ (789,36 + 40,42) που η δεύτερη και ο τρίτος των εναγόντων, αντίστοιχα, κλήθηκαν να καταβάλουν στην ΕΥΔΑΠ (όχι δε η πρώτη ενάγουσα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται, καθώς αυτή είχε ήδη μεταβιβάσει τις ως άνω οριζόντιες ιδιοκτησίες που είχαν περιέλθει σ’ αυτήν, βάσει του εργολαβικού συμβολαίου), δεν περιλαμβάνονται στις δαπάνες που οι δύο πρώτες ενάγουσες είχαν εξοφλήσει στην πρώτη εναγομένη κατά την παραλαβή των διαμερισμάτων τους, αλλά πρόκειται για πρόσθετες δαπάνες, οι οποίες προέκυψαν, μετά από εκκαθάριση, εκ μέρους της ΕΥΔΑΠ, του τελικού οφειλόμενου ποσού.

Επίσης, η ενάγουσα στην πρώτη αγωγή – εργολήπτρια εταιρία παραπονείται με τον πρώτο λόγο της Β΄ έφεσης, ότι κακώς απορρίφθηκε το αίτημά της περί καταβολής σε αυτήν αποζημίωσης από τη ζημία που υπέστη από τη ματαίωση της πώλησης των με στοιχεία Ε-1 και Α-1 οριζόντιων ιδιοκτησιών, από υπαιτιότητα των εναγομένων. Ο λόγος αυτός, όμως, της έφεσης είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι δεν αποδείχθηκε ότι, η ματαίωση της πώλησης  των εν λόγω διαμερισμάτων οφείλεται σε υπαίτια συμπεριφορά των εναγόμενων στην πρώτη αγωγή, όπως ισχυρίζεται η ενάγουσα σε αυτήν. Ειδικότερα, όσον αφορά στο με στοιχεία Ε-1 διαμέρισμα, ο λόγος που τελικά δεν προχώρησαν στην αγορά του, οι υποψήφιοι αγοραστές . …. και . ….,  δεν προέκυψε ότι ήταν το γεγονός ότι έθεσαν ως όρο, την παραχώρηση σ’ αυτούς, κατ’ αποκλειστική χρήση, τµήµατος του κοινοχρήστου χώρου του δώµατος εμβαδού 15 τ.μ, πράγμα στο οποίο αν και αρχικά συμφώνησαν οι δύο πρώτες εναγόµενες, όπως αναφέρει η ενάγουσα, μετέπειτα, ενεργώντας αντισυµβατικά και κατά παράβαση των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, υπαναχώρησαν από την άνω συµφωνία. Αντίθετα, προέκυψε ότι ο λόγος ματαίωσης της πώλησης, ήταν το γεγονός ότι οι ως άνω υποψήφιοι αγοραστές, οι οποίοι, όταν εκδήλωσαν το ενδιαφέρον για την αγορά του διαμερίσματος αυτού, σκόπευαν να παντρευτούν και να το χρησιμοποιήσουν ως συζυγική εστία, στη συνέχεια διέκοψαν τον μεταξύ τους ερωτικό δεσμό, οπότε δεν επιθυμούσαν πλέον να προβούν στην αγορά του. Επιπλέον, ο . …. διαπίστωσε την ύπαρξη, εντός του διαµερίσµατος, κακοτεχνιών και παραβάσεων του ΓΟΚ και της οικοδοµικής άδειας. Τα παραπάνω συνάγονται κυρίως από την σαφή και πειστική, σχετικά με το ζήτημα αυτό, κατάθεση του μάρτυρα των εναγοµένων, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, . ……., ενώ ο μάρτυρας της ενάγουσας . …. δεν ανέφερε τον ακριβή λόγο ματαίωσης της πώλησης στους υποψήφιους ως άνω αγοραστές. Ενισχύονται δε και από το περιεχόμενο του δικογράφου της υπ΄ αριθµ. έκθεσης κατάθεσης …/5-9-2012 αγωγής, του .. …., κατά της  νυν ενάγουσας εταιρίας, με την οποία ζητούσε από αυτήν το ποσό των 48.490 ευρώ, που της είχε καταβάλει ενόψει της πώλησης, η οποία ακολούθως δεν πραγματοποιήθηκε. Η ενάγουσα αναφέρει στον ίδιο ως άνω λόγο της έφεσής της, ότι το δικαστήριο δεν έπρεπε να λάβει υπόψη το δικόγραφο της αγωγής αυτής που προσκόμισαν οι εναγόμενοι, διότι αφορά μη διάδικο στην παρούσα δίκη και δεν προκύπτει η συναίνεσή του. Όμως, πέραν του ότι, τα προεκτεθέντα, δεν αποδεικνύονται μόνο από τα αναφερόμενα στην εν λόγω αγωγή, σε κάθε περίπτωση, εφόσον η ίδια η ενάγουσα επικαλείται τον εν λόγω μη διάδικο και αξιώνει αποζημίωση για τη ματαίωση της πώλησης σε αυτόν ως αγοραστή, μπορούν οι εναγόμενες, υπερασπιζόμενες τον εαυτό τους, να αναφερθούν στην εν λόγω αγωγή, για να αποδείξουν ότι δεν της βαρύνει υπαιτιότητα για την ζημία που υπέστη η ενάγουσα από τη ματαίωση αυτή. ΄Ηδη δε, με την υπ΄αρ.1820/2019 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, έγινε εν μέρει δεκτή η ανωτέρω αγωγή του .. …., κατά της οποίας έχει ασκηθεί έφεση, που εκκρεμεί. Συνεπώς, το αγωγικό κονδύλιο των 120.178,63 ευρώ, που η ενάγουσα ζητούσε ως αποζηµίωση (110.000 ευρώ ως θετική ζηµία + 10.174,64 ευρώ ως διαφυγόν κέρδος) για τη µαταίωση της πώλησης της ανωτέρω µε στοιχεία Ε-1 οριζόντιας ιδιοκτησίας, ορθώς απορρίφθηκε με την εκκαλουμένη απόφαση ως ουσιαστικά αβάσιµο. Σχετικά, επίσης, µε τη δεύτερη ως άνω µε στοιχεία Α-1 οριζόντια ιδιοκτησία, αποδείχθηκε ότι το έτος 2011 ενδιαφέρθηκε να την αγοράσει, ο προαναφερθείς … ….. Η  ενάγουσα στην πρώτη αγωγή ισχυρίζεται ότι ο ως άνω υποψήφιος αγοραστής απετράπη τελικά από την αγορά του παραπάνω διαμερίσματος, επηρεαζόμενος από τους ψευδείς ισχυρισμούς που διέδωσαν σε αυτόν η πρώτη και ο τρίτος των εναγομένων σχετικά με την ποιότητα κατασκευής της οικοδομής, και ειδικότερα επειδή ισχυρίστηκαν, ότι αυτή είναι κακότεχνη, έχουν χρησιμοποιηθεί ευτελή υλικά κ.λπ. Ο ίδιος, όμως, ο .. …., στην εξέτασή του ως μάρτυρα της ενάγουσας, στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατέθεσε ότι τα δυσφημιστικά για την ενάγουσα αυτά γεγονότα δεν ελέχθησαν στον ίδιο προσωπικά από τους ως άνω εναγομένους, αλλά στον πληρεξούσιο δικηγόρο του, που του τα μετέφερε, ενώ επίσης κατάθεσε ότι δεν επηρεάστηκε από τις αναληθείς αυτές διαδόσεις, καθώς, δεδομένου της ιδιότητάς του ως κατασκευαστή, μπορεί να εκτιμά την ποιότητα της κατασκευής. Ο ίδιος μάρτυρας ανέφερε ότι υπαναχώρησε από την αγορά του ανωτέρω με στοιχεία Α-1 διαμερίσματος, εξαιτίας της προαναφερόμενης άρνησης της πρώτης εναγομένης να χορηγήσει στην ενάγουσα το σχετικό πληρεξούσιο έγγραφο, με το οποίο θα παρείχε σ’ αυτήν την εξουσία να του μεταβιβάσει τα ποσοστά, που αντιστοιχούσαν στο εν λόγω διαμέρισμα. Πέραν, όμως, του ότι, τέτοιο ισχυρισμό δεν επικαλείται ούτε η ενάγουσα με την ένδικη αγωγή της, η μεταβίβαση θα μπορούσε να γίνει με αυτοσύμβαση εκ μέρους της, δυνατότητα την οποία της παρείχε το ως άνω εργολαβικό συμβόλαιο. Επομένως, το κονδύλιο των 2.000 ευρώ που η ενάγουσα στην πρώτη αγωγή ζητεί ως αποζημίωση για τη ματαίωση της πώλησης της ανωτέρω με στοιχεία Α-1 οριζόντιας ιδιοκτησίας, είναι επίσης απορριπτέο ως ουσιαστικά αβάσιμο, όπως καλώς κρίθηκε και με την εκκαλουμένη. Επιπροσθέτως, σχετικά με τον αγωγικό ισχυρισμό της ενάγουσας ότι, η πρώτη και τρίτη των εναγομένων στην πρώτη αγωγή, διέδωσαν ενώπιον των τρίτων …. …. και …. …. οι οποίοι ήταν τεχνίτες που εργάζονταν στην εν λόγω οικοδομή, καθώς του ως άνω υποψήφιου αγοραστή . …., τα ανωτέρω αναφερθέντα ψευδή γεγονότα σχετικά με την κακή ποιότητα κατασκευής και της ελαττωματικότητας των υλικών της οικοδομής, καθώς και το ότι αυτή (ενάγουσα εταιρία) ήταν ασυνεπής στις υποχρεώσεις της, με συνέπεια να προσβληθεί η φήµη της στον κλάδο των κατασκευαστών και στο ευρύ καταναλωτικό κοινό, προέκυψαν κατά την κρίση του δικαστηρίου, τα εξής: Όσον αφορά στον . …., όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, δεν έγινε ο ίδιος δέκτης των δυσφημιστικών ισχυρισμών των ως άνω εναγομένων, σύμφωνα με όσα  αυτός κατέθεσε, αλλά ο πληρεξούσιος δικηγόρος του, πράγμα, όμως, που δεν αναφέρει η ενάγουσα στην αγωγή της, ούτε κατονομάζεται ο εν λόγω δικηγόρος. Σχετικά δε με τους ως άνω τεχνίτες (…. …. και …. ….), ο ως άνω μάρτυς δεν γνωρίζει κάτι σχετικά με τη διάδοση σε αυτούς των συκοφαντικών ισχυρισμών εκ μέρους των εναγομένων, εις βάρος της ενάγουσας, ούτε κάτι τέτοιο προκύπτει από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο. Οπότε, το κονδύλιο της αγωγής ποσού 30.000 ευρώ, που η ενάγουσα ζητεί ως χρηµατική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης που φέρεται να υπέστη από την προσβολή της καλής της φήµης εκ μέρους της πρώτης και τρίτου των εναγομένων,  ορθώς απορρίφθηκε ως ουσιαστικά αβάσιμο από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και ο σχετικός λόγος εφέσεως πρέπει να απορριφθεί.

Αναφορικά με τη δεύτερη αγωγή, αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγοµένη της αγωγής αυτής – εργολήπτρια εταιρία, με τα όσα ανέφερε στην παραπάνω πρώτη αγωγή της, ισχυριζόμενη ότι, οι εναγομένοι στην αγωγή αυτή – ενάγοντες της δεύτερης αγωγής, από υπαιτιότητά τους µαταίωσαν την πώληση των προαναφερόµενων µε στοιχεία Ε-1 και Α-1 οριζοντίων ιδιοκτησιών της επίμαχης οικοδοµής καθώς και ότι την συκοφάντησαν ενώπιον τρίτων προσώπων, προέβη σε συκοφαντική δυσφήμησης των εναγόντων, αφού ισχυρίστηκε εν γνώσει της ψευδή γεγονότα, που μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψή τους. Πιο συγκεκριμένα, όπως προεκτέθηκε, η µαταίωση της πώλησης των εν λόγω οριζοντίων ιδιοκτησιών προς τους προαναφερθέντες υποψήφιους αγοραστές τους, δεν προέκυψε ότι οφείλεται στην επικαλούµενη, από την πρώτη εναγοµένη, υπαίτια συµπεριφορά των εναγόντων, όπως επίσης, δεν αποδείχθηκε, ότι οι ενάγοντες συκοφάντησαν την πρώτη εναγοµένη εταιρία στα κατονοµαζόµενα από αυτήν ως άνω αναφερθέντα τρίτα πρόσωπα. Η δε πρώτη εναγοµένη, δια των νοµίµων εκπροσώπων της – δευτέρου και τρίτης των εναγοµένων, γνώριζε ότι τα όσα ισχυρίστηκε µε την παραπάνω (πρώτη) αγωγή της ήταν ψευδή, εφόσον ήξερε ότι ο Κ. …. υπαναχώρησε από την αγορά του Ε-1 διαµερίσµατος για τους προσωπικούς του λόγους, κατά τα ανωτέρω εκτεθέντα, και όχι λόγω της άρνησης των οικοπεδούχων – δύο πρώτων εναγόντων να του παραχωρήσουν την αποκλειστική χρήση τµήµατος του κοινόχρηστου δώµατος, ενώ, ακόμη, γνώριζε ότι ο …………., ο οποίος προτάθηκε από την ίδια και εξετάσθηκε ως µάρτυράς της, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, κατά τα επίσης προαναφερθέντα, δεν υπαναχώρησε από την αγορά του Α-1 διαµερίσµατος, λόγω των υποτιθέμενων συκοφαντικών διαδόσεων της πρώτης και του τρίτου των εναγόντων, αφού όπως αυτός κατέθεσε, είχε ιδία αντίληψη σχετικά με την καλή ποιότητα των οικοδοµών που η ενάγουσα κατασκεύαζε.  Εξάλλου, αν η πρώτη εναγομένη πίστευε ότι πράγματι είχαν λάβει χώρα οι δυσφημιστικές διαδόσεις εις βάρος της, εκ μέρους των ως άνω εναγόντων, προς τους ανωτέρω εργάτες της επίδικης οικοδοµής …. …. και …. …., που ανήκαν στο συνεργείο της, θα ήταν λογικό να προτείνει αυτούς ως μάρτυρες ή έστω να φροντίσει να λάβει κάποια ένορκη βεβαίωσή τους. Με τα όσα δε αναληθή  ισχυρίστηκε η πρώτη εναγοµένη στην παραπάνω πρώτη αγωγή της, των οποίων έλαβαν γνώση τρίτοι, ήτοι  δικαστές, γραμματείς, δικαστικοί επιμελητές κ.α (ΑΠ 841/2019 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), προσβλήθηκε η προσωπικότητα των ως άνω εναγόντων της δεύτερης αγωγής, αφού αυτοί παρουσιάστηκαν ότι συκοφαντούν την εργολήπτρια εταιρία για να βλάψουν τα συµφέροντα της. Η πρώτη εναγομένη με το δεύτερο λόγο της υπό στοιχείο Β΄ έφεσης, υποστηρίζει ότι η αναφορά στη δική της (α΄) αγωγή, σχετικά με τους υποτιθέμενους ισχυρισμούς των ως άνω εναγομένων (εναγόντων στη β΄ αγωγή) εις βάρος της, έλαβε χώρα από δικαιολογημένο ενδιαφέρον για την προάσπιση νομίμου δικαιώματός της (κατ΄ άρθρο 367 παρ.1 ΠΚ). Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός (ένσταση), πέραν του ότι δεν προκύπτει ότι προβλήθηκε και πρωτοδίκως, σε κάθε περίπτωση είναι μη νόμιμος, διότι η διάταξη του άρθρου 367 Π.Κ, εφαρμόζεται επί απλής δυσφήμησης, ενώ, εν προκειμένω, πρόκειται για συκοφαντική δυσφήμηση, αφού αποδείχθηκε ότι η εναγομένη γνώριζε το ψεύδος όσων προσβλητικών γεγονότων, ισχυρίστηκε εναντίον των εναγόντων, κατά τα προεκτεθέντα. Από τα ανωτέρω δε πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, το δικαστήριο οδηγείται στην κρίση, ότι η πρώτη και τρίτος των εναγόντων στη δεύτερη αγωγή, υπέστησαν ηθική βλάβη από την ως άνω υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά των εναγομένων σε αυτήν, για την ανόρθωση της οποίας, πρέπει, με βάση τα διδάγματα της ανθρώπινης εμπειρίας και της λογικής, να επιδικασθεί σε καθέναν από αυτούς ως χρηματική ικανοποίηση το ποσό των 3.000 ευρώ, το οποίο επιδικάστηκε από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο και το παρόν, επίσης, Δικαστήριο κρίνει εύλογο, εφαρμοζόμενης της αρχής της αναλογικότητας (άρθρο 25 Σ), λαμβανομένων υπόψη του είδους, της έντασης της προσβολής, την στεναχώρια που υπέστησαν οι εν λόγω ενάγοντες από αυτήν, όπως τα γεγονότα αναλυτικά αναφέρθηκαν παραπάνω, του βαθμού της υπαιτιότητας των εναγομένων, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, απορριπτομένου του περί του αντιθέτου ισχυρισμού των εναγόντων, που προβάλλουν με τον τρίτο και τελευταίο λόγο της Α΄έφεσής τους, με τον οποίο υποστηρίζουν ότι έπρεπε να τους επιδικαστεί για την αιτία αυτή, μεγαλύτερο ποσό, ως αβάσιμου. Συνοψίζοντας, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, η πρώτη εναγόμενη στην πρώτη αγωγή οφείλει, για τις ανωτέρω αναλυτικά αναφερόμενες αιτίες, στην ενάγουσα αυτής, το ποσό των 1.000 ευρώ και η δεύτερη εναγομένη, το ποσό των 3.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση, ενώ ο τρίτος εναγόμενος ουδέν οφείλει.  Οι εναγόμενοι δε στη δεύτερη αγωγή οφείλουν, ο καθένας εις ολόκληρο, επίσης για τις ως άνω αιτίες, σε κάθε έναν από τους πρώτη και τρίτο των εναγόντων της αγωγής αυτής το ποσό των 3.000 ευρώ, ενώ στη δεύτερη ενάγουσα της ίδιας αγωγής (οφείλουν) το ποσό των (28.000+3.000=) 31.000 ευρώ, επίσης με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε εν μέρει δεκτές τις ως άνω αγωγές κι ως ουσιαστικά βάσιμες,  κατά τα προαναφερθέντα, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, οι κρινόμενες εφέσεις, πρέπει ν΄ απορριφθούν ως ουσιαστικά αβάσιμες. Τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων για την κάθε μία από τις δύο εφέσεις, για τον δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, πρέπει, να επιβληθούν εις βάρος των εκκαλούντων σε αυτές αντίστοιχα, λόγω της ήττας τους (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων, που κατέθεσαν οι εκκαλούντες των εφέσεων, στο δημόσιο ταμείο, κατ΄ άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, τις εφέσεις με ειδικό αριθμό κατάθεσης (Ε.Α.Κ), ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου: Α) …/2018 και Β) …/2018, κατά της υπ’αρ. 3828/2015 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά τις ως άνω εφέσεις και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτές στην ουσία.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων στην ως άνω, υπό στοιχείο Α΄, έφεση, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος των εκκαλούντων σε αυτήν, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ, καθώς επίσης και τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων στην ως άνω, υπό στοιχείο Β΄ έφεση, εις βάρος των εκκαλούντων σε αυτήν, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ να εισαχθούν στο δημόσιο ταμείο, τα παράβολα, που κατατέθηκαν από τους εκκαλούντες κάθε μίας από τις ως άνω εφέσεις.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 5 Δεκεμβρίου 2019  και Δηµοσιεύθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2020, σε έκτακτη δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  H  ΓPAMMATEAΣ