Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 30/2020

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν :

Προϋποθέσεις γέννησης της αξίωσης διατροφής συζύγου μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης. Δικαιούχος της χρηματικής αυτής διατροφής του άρθρου 1391 παρ. 1 του ΑΚ είναι ο σύζυγος, ο οποίος υπό τους όρους της έγγαμης συμβίωσης όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά, οπότε, αν διέκοψε τη συμβίωση για εύλογη αιτία, του οφείλεται σε χρήμα ως διατροφή η διαφορά μεταξύ της μεγαλύτερης συνεισφοράς του άλλου και της δικής του μικρότερης συνεισφοράς, ανεξαρτήτως της ευπορίας του υπόχρεου συζύγου και της απορίας του δικαιούχου, προυπόθεση που πρέπει να συντρέχει για τη γέννηση αξίωσης διατροφής του δικαιούχου συζύγου, μετά το διαζύγιο.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ    30  /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αρ. 1766/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, το γάμο, και την ελεύθερη συμβίωση, όπως οι σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ ισχύουν μετά την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015, που καταλαμβάνει τις αγωγές, οι οποίες ασκήθηκαν μετά την 1η-1-2016, όπως η ένδικη), έχει  ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται, ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της μέχρι την άσκηση της έφεσης, δεν παρήλθε διάστημα μεγαλύτερο της διετίας. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω  από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ ύλη  και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία (άρθρα 592 παρ.3 εδ.α, 593-602, 610-613 ΚΠολΔ), με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρα 19, 533 παρ.1,2 ΚΠολΔ) και εντός των ορίων που καθορίζονται από αυτούς (άρθρο 522 ΚΠολΔ), ενώ δεν απαιτείται η κατάθεση, εκ μέρους του εκκαλούντος, των προβλεπόμενων, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλων, καθώς, σύμφωνα με το εδ.στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται, μεταξύ άλλων, οι διαφορές του άρθρου 592 παρ.3 ΚΠολΔ, όπως η ένδικη.

Από τις διατάξεις των άρθρων των άρθρων 1389,1390,1391,1392 εδ.2 και 1495 ΑΚ προκύπτουν τα εξής: Σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εξακολουθεί μεν ο μεταξύ των συζύγων γάμος, αλλά δεν μπορεί να γίνει λόγος περί συνεισφοράς αυτών προς αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, μεταξύ των οποίων και η αμοιβαία υποχρέωση των συζύγων για διατροφή, αφού με τη διακοπή της συμβίωσης έπαυσε να υπάρχει και να λειτουργεί κοινός οίκος και να δημιουργούνται οικογενειακές ανάγκες, εκείνος από τους συζύγους που για εύλογη στο πρόσωπό του αιτία διακόπηκε η έγγαμη συμβίωση, δικαιούται από τον άλλο, ανεξαρτήτως του εάν ο ένας είναι εύπορος και ο άλλος άπορος, διατροφή σε χρήμα, που προκαταβάλλεται μηνιαίως και υποκαθιστά τη συνεισφορά του υπόχρεου υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής. Η υποχρέωση για καταβολή κατά μήνα διατροφής σε χρήμα, μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης, είναι συνέπεια της κατά το άρθρο 1389 ΑΚ υποχρέωσης συνεισφοράς των συζύγων στην αμοιβαία διατροφή αυτών κατά τη διάρκεια του γάμου και δεν εξομοιώνεται με την κατά τα άρθρα 1485 επ. ΑΚ διατροφή (Ολ.ΑΠ. 9/1991), ούτε με την κατά τα άρθρα 1442 επ. ΑΚ οφειλόμενη μετά το διαζύγιο, η οποία προϋποθέτει την απορία του δικαιούχου, υπάρχει δε και αν ακόμη ο υπόχρεος αναγκάστηκε στη διακοπή της συμβίωσης από παράπτωμα του δικαιούχου. Στην τελευταία όμως αυτή περίπτωση, αν το παράπτωμα του δικαιούχου της διατροφής συνιστά λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα αυτού, περιορίζεται η έκταση της οφειλόμενης σ` αυτόν από τον άλλο διατροφής στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρηση του (ελαττωμένη διατροφή) μετ` ένσταση του εναγομένου, για την πληρότητα όμως της οποίας δεν αρκεί η παράθεση των παραπτωμάτων του ενάγοντος συζύγου, αλλά απαιτείται και αντίστοιχο αίτημα, όπως επίσης και προσδιορισμός από τον ενιστάμενο του ποσού της κατ` αυτόν οφειλόμενης ελαττωμένης διατροφής (ΑΠ 1207/2008, ΑΠ 132/2003, ΑΠ 1346/1995, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από τις ίδιες παραπάνω διατάξεις των άρθρων 1389, 1390 και 1391 ΑΚ προκύπτει ότι, το μέτρο της μετά τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης οφειλόμενης στο δικαιούχο διατροφής, προσδιορίζεται με βάση τις ανάγκες του δικαιούχου, όπως αυτές προκύπτουν υπό συνθήκες οικογενειακής ζωής, σε συνδυασμό με εκείνες που ανέκυψαν από τη χωριστή διαβίωση λαμβανομένων υπόψη των εκατέρωθεν οικονομικών δυνάμεων μεταξύ των οποίων και η περιουσία (Ολ.ΑΠ 2/1994, Ολ.ΑΠ 9/1991, ΑΠ 1218/2018, ΑΠ 773/2014, ΑΠ 1028/2013, ΑΠ 1217/2007, Εφ.Πατρ.1115/2007, Εφ.Δωδ.169/2007, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Ενόψει τούτων, στην αγωγή περί διατροφής του συζύγου που διέκοψε την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, πρέπει, κατά το άρθρο 216 παρ.1 ΚΠολΔ, ο ενάγων να επικαλείται τη συζυγική ιδιότητα, τη διακοπή της συμβίωσης για εύλογη αιτία και ότι οι βιοτικές του ανάγκες, λαμβανομένων υπόψη και των συνθηκών της χωριστής διαβίωσης, δικαιολογούν τον προσδιορισμό της διατροφής στο ζητούμενο με την αγωγή χρηματικό ποσό, ενώ δεν απαιτείται να αναφέρεται στην αγωγή, ούτε και στην απόφαση με την οποία επιδικάζεται διατροφή λόγω διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, η αποτίμηση της συνεισφοράς καθενός από τους συζύγους για την αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας. Ακόμη, από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων συνάγεται ότι σε περίπτωση διακοπής της έγγαμης συμβίωσης, οπότε εκλείπει το στοιχείο της από κοινού συμβολής των συζύγων στην αντιμετώπιση των αναγκών της οικογένειας, χωρεί ένα είδος συμψηφισμού των αμοιβαίων υποχρεώσεων για διατροφή, έτσι ώστε δικαιούχος της χρηματικής διατροφής του άρθρου 1391 παρ. 1 του ΑΚ είναι ο σύζυγος, ο οποίος υπό τους όρους της έγγαμης συμβίωσης όφειλε τη μικρότερη συνεισφορά, οπότε, αν διέκοψε τη συμβίωση για εύλογη αιτία, του οφείλεται σε χρήμα ως διατροφή η διαφορά μεταξύ της μεγαλύτερης συνεισφοράς του άλλου και της δικής του μικρότερης συνεισφοράς (ΑΠ 132/2003, ο.π). Για τη θεμελίωση αυτής της αξίωσης (διατροφής) απαιτείται είτε ο δικαιούχος της διατροφής σύζυγος να διέκοψε ο ίδιος την έγγαμη συμβίωση για εύλογη αιτία, όπως ρητά ορίζεται στη διάταξη της παρ. 1 του άρθρου 1391 του ΑΚ, είτε, κατ΄ επέκταση, η διακοπή να προήλθε από την πλευρά του υπόχρεου για διατροφή συζύγου (ΑΠ 1967/2014, ΑΠ 1217/2007, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Εύλογη αιτία για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης είναι οποιοδήποτε γεγονός που μπορεί να δικαιολογήσει τη διάσπαση της συμβίωσης. Ο τρόπος με τον οποίο επέρχεται η διάσπαση (εγκατάλειψη ή αποπομπή) δεν ενδιαφέρει. Η εύλογη αιτία μπορεί να οφείλεται σε υπαιτιότητα του ενός από τους συζύγους ή και σε κοινή υπαιτιότητα (ΑΠ 1967/2014, ΑΠ 1031/1993, ΕΕΝ 1994/612, Εφ.Λαμ. 98/2009, Τ.Ν.Π ΝΟΜΟΣ). Τέλος, ο υπόχρεος σε διατροφή σύζυγος, ο οποίος ενάγεται με βάση το άρθρο 1391 ΑΚ, δεν μπορεί να προβάλλει την ένσταση διακινδύνευσης της δικής του διατροφής κατά το άρθρο 1487 ΑΚ, παρά μόνο ως ένσταση παραπομπής σε άλλον υπόχρεο κατά το άρθρο 1491 ΑΚ (Α.Π. 1661/1998 Ελ.Δ/νη 39.1293, Εφ.Πειρ. 44/1998 ΕλλΔ/νη 39.430, Εφ.Θεσ. 2449/1994 Αρμ. ΜΘ.475, Εφ.Αθ. 1095/1991 Αρχ. Ν.ΜΓ.604, Σ. Ματθία ΝοΒ 31.1484).

Στην προκειμένη περίπτωση, η ενάγουσα – ήδη εφεσίβλητη, με την ως άνω, από 21-6-2017 και με Ειδικό Αριθμό Κατάθεσης …../2017 αγωγή της, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος σύζυγός της, με τον οποίο έχει διακοπεί η έγγαμη συμβίωσή από εύλογη, υπέρ αυτής, αιτία, να της προκαταβάλλει μέσα στο πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα και για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, ως τακτική σε χρήμα διατροφή της, το ποσό των 375 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας παροχής, την οποία δικαιούνταν και κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, διότι αυτή αδυνατεί να εξασφαλίσει τη διατροφή της από τα δικά της εισοδήματα, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή.

Με την εκκαλουμένη απόφασή του, (υπ΄αρ. 1766/2018) το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, (πλην του παρεπόμενου αιτήματός της περί απειλής εις βάρος του εναγόμενου χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης ως μέσο εκτέλεσης της απόφασης, το οποίο απορρίφθηκε ως μη νόμιμο, καθώς η διατροφή αποτελεί χρηματική παροχή και η εκτέλεση ως προς αυτήν γίνεται σύμφωνα με το άρθρο 951 ΚΠολΔ και όχι βάσει των διατάξεων των άρθρων 946, 947 ΚΠολΔ, στις οποίες προβλέπονται τα παραπάνω, ως μέσα εκτέλεσης), ακολούθως την έκανε δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα, ως μηνιαία διατροφή της σε χρήμα, το ποσό των 375 ευρώ, εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, για χρονικό διάστημα δύο ετών από την επίδοση της αγωγής, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης μέχρι την εξόφληση.

Κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται ο εναγόμενος – ήδη εκκαλών, με την κρινόμενη έφεσή του  για  τους λόγους που εκθέτει σ΄ αυτήν και ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνιση της, άλλως τη μεταρρύθμισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω αγωγή της αντιδίκου του.

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της µάρτυρα της ενάγουσας και την ανωµοτί εξέταση του εναγόμενου, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθµα µε την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δηµόσιας συνεδρίασής του, της υπ’ αρ. …/7-11-2017 ένορκης βεβαίωσης του …., που προσκομίζει ο εναγόμενος και ελήφθη ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, µετά από προηγούµενη νομότυπη και εµπρόθεσµη κλήτευση της αντιδίκου του (όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. …./2-11-2017 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιµελήτριας στο Εφετείο Αθηνών, …..), της υπ΄αρ. 10-8-2-2019 ένορκης βεβαίωσης του ……., που επίσης προσκομίζει ο εναγόμενος – εκκαλών, παραδεκτά το πρώτον στην κατ΄έφεση δίκη (άρθρο 529 παρ.1 ΚΠολΔ), που ελήφθη ενώπιον της Ειρηνοδίκη Παρ. Άστρους, µετά από προηγούµενη νομότυπη και εµπρόθεσµη κλήτευση της ενάγουσας – εφεσίβλητης (όπως προκύπτει από την υπ’ αρ. …/2019 έκθεση επίδοσης της ως άνω δικαστικής επιµελήτριας), καθώς και από όλα τα έγγραφα που επικαλούνται και προσκοµίζουν οι διάδικοι, µεταξύ των οποίων και οι υπ’ αρ. ……./2017 ένορκες βεβαιώσεις των ………., αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που προσκομίζει η ενάγουσα και οι υπ’ αρ. ………./2017 ένορκες βεβαιώσεις των       ……., αντίστοιχα, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που προσκομίζει ο εναγόμενος, οι οποίες ελήφθησαν στα πλαίσια άλλων δικών μεταξύ των ίδιων διαδίκων και λαµβάνονται υπόψη ως δικαστικά τεκµήρια, αλλά και οι προσκομιζόμενες από την ενάγουσα φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αµφισβητήθηκε από τον εναγόµενο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: (Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι ο ισχυρισµός του εναγόμενου που επαναπροβάλει και στο δεύτερο λόγο της έφεσής του, ότι οι προσκοµιζόµενες φωτογραφίες δεν εικονίζουν την κρίσιµη για την παρούσα δίκη πραγµατική κατάσταση, αλλά κάποια άλλη σε διαφορετικό χρόνο, δεν συνιστά αµφισβήτηση της γνησιότητάς τους, όπως απεφάνθη και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, αλλά αµφισβήτηση της αποδεικτικής αξίας τους για τον σχηµατισµό δικανικής πεποίθησης περί του αποδεικτικού πορίσµατος του Δικαστηρίου (ΑΠ 1309/2011, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), ζήτημα που αφορά στην ουσιαστική έρευνα της υπόθεσης και θα εξετασθεί παρακάτω).

Οι διάδικοι τέλεσαν στις 16-4-1977 νόµιµο θρησκευτικό γάµο, σύμφωνα με τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στον Ιερό Ναό του ……… στον Πειραιά, κατά τη διάρκεια του οποίου απέκτησαν ένα άρρεν τέκνο, τον ….., ηλικίας πλέον 38 ετών, έγγαµο. Η έγγαµη συµβίωσή τους υπήρξε για αρκετά χρόνια αρµονική, οι μεταξύ τους, όμως, σχέσεις άρχισαν να διαταράσσονται μετά τη συνταξιοδότηση του εναγόμενου κατά το έτος 2012, οπότε η έγγαμη σχέση τους διασπάστηκε, µε οριστική πρόθεση διακοπής αυτής, αφού έκτοτε, συνέχισαν μεν να διαμένουν στην οικία που αποτελούσε την οικογενειακή τους στέγη, επί της οδού …. αρ. … στον Πειραιά, αλλά σε ξεχωριστά δωμάτια αυτής, χωρίς να διατηρούν καμία ψυχική και σωµατική επαφή. Ειδικότερα από το ως άνω έτος  και μετά ο εναγόµενος, διέμενε κατά τους μήνες Μάιο έως και Οκτώβριο, στην εξοχική κατοικία συνιδιοκτησίας των διαδίκων στο Άστρος Κυνουρίας, καθ’όλη δε τη διάρκεια του χρονικού αυτού διαστήµατος δεν επεδείκνυε οιοδήποτε ενδιαφέρον για την ενάγουσα, ούτε η τελευταία μετέβαινε εκεί να τον επισκεφθεί, ενώ, και κατά το διάστημα της χειμερινής περιόδου, που (ο εναγόμενος) διέμενε στην συζυγική οικία στον Πειραιά, πραγματοποιούσε, χωρίς την ενάγουσα, με δικές του παρέες, βραδινές εξόδους, από τις οποίες αργούσε να επιστρέψει. Αρνιόταν δε να ενημερώσει τη σύζυγό του πού πηγαίνει και τι κάνει, ενώ αυτή, από την πλευρά της, κοιμόταν μόνη της στο δωμάτιο του παραπάνω τέκνο τους, που πλέον δεν κατοικούσε στο σπίτι, και έκανε διάφορα ταξίδια µε τις φίλες της τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό. Ο καθένας δε από τους διαδίκους – συζύγους, μαγείρευε για τον εαυτό του και δεν συνέτρωγαν. Προϊόντος δε του χρόνου, η ως άνω κατάσταση οδήγησε στην πλήρη αποξένωσή τους, την οποία επέτεινε και η πεποίθηση της ενάγουσας ότι ο εναγόμενος διατηρεί σχέση με άλλη γυναίκα, καθώς ανακάλυψε, μέσω των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, μηνύματά του με ερωτικό περιεχόμενο (βλ. σχετ. 10 και 11 που προσκομίζει η ενάγουσα). Σχετικά με το μηνύματα αυτά ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι είναι κατασκευασμένα και δεν μπορεί τέτοιου είδους μηνύματα ‘’να συμβαίνουν σε ανθρώπους της ηλικίας των 70 ετών‘’, χωρίς, ωστόσο, να αντιτείνει κάτι πιο συγκεκριμένο. Την ύπαρξη εξωσυζυγικής σχέσης του εναγόμενου, πέραν από τη μάρτυρα της ενάγουσας, που εξετάστηκε ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου,  …….. και την οποία ο εναγόμενος θεωρεί ‘’εμπαθή’’ απέναντί του, επιβεβαιώνει και ο ως άνω ενόρκως βεβαιών ………, οικογενειακός φίλος των διαδίκων, ο οποίος αναφέρει ότι ο ίδιος ο εναγόμενος του είπε ότι έχει συνάψει εξωσυζυγικές σχέσεις. Στις 9-4-2017, μάλιστα, έλαβε χώρα έντονος διαπληκτισμός μεταξύ των διαδίκων, καθώς γυρίζοντας ο εναγόμενος από νυχτερινή έξοδο, η ενάγουσα είχε τοποθετήσει τα κλειδιά πίσω από την πόρτα της εισόδου της οικίας τους (επειδή, όπως ισχυρίζεται, ήταν μόνη και φοβόταν μήπως εισέλθουν διαρρήκτες στο σπίτι), με συνέπεια να καθυστερήσει να ανοίξει στον εναγόμενο, που, προσπαθώντας χωρίς αποτέλεσμα να ανοίξει την πόρτα, χτυπούσε επίμονα κουδούνι. Όταν τελικά η ενάγουσα του άνοιξε, αυτός ήταν πολύ εκνευρισμένος και την απώθησε βίαια προκαλώντας της ελαφρύ τραυματισμό στο δεξί της χέρι (βλ. τα προσκομιζόμενα από την ενάγουσα,  έγγραφα, ήτοι το αντίγραφο βιβλίου συμβάντος του Α.Τ Καλλίπολης με αρ. πρωτ. ……/……./5-5-2017, την υπ’ αρ. πρωτ ………/10-4-2017 ιατροδικαστική έκθεση της ιατροδικαστικής υπηρεσίας Πειραιά, από την οποία προκύπτει ότι η ενάγουσα υπέστη εκτεταμένη εκχύμωση δεξιού βραχιονίου, καθώς και τις σχετικές φωτογραφίες). Ο εναγόμενος υποστήριξε πρωτόδικα, ισχυρισμό που επαναφέρει με το δεύτερο λόγο της κρινόμενης έφεσής του, όπως αναφέρθηκε και παραπάνω, ότι οι προσκομιζόμενες αυτές φωτογραφίες αφορούν παλαιότερο τραυματισμό της ενάγουσας, όταν το έτος 2012 είχε πέσει και χτυπήσει στην εξοχική τους οικία. Πέραν του ότι, όμως, κάτι τέτοιο ουδόλως προέκυψε από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο, πλην των όσων αναφέρει ο ίδιος ο εναγόμενος, σε κάθε περίπτωση το επίμαχο περιστατικό και η σωματική βλάβη της ενάγουσας, εκτός από τις εν λόγω φωτογραφίες, αποδεικνύεται κυρίως από την προαναφερθείσα ιατροδικαστική έκθεση. Το γεγονός ότι η ενάγουσα μετέβη προς εξέταση στον ιατροδικαστή όχι αμέσως μετά το  συμβάν, (το οποίο συνέβη σε προχωρημένη νυχτερινή ώρα, οπότε κι αποχώρησε ταραγμένη από την οικία της και διανυκτέρευσε στην οικία της φίλης της ……., όπως αναφέρει η τελευταία στην ως άνω  υπ΄αρ. …./2017 ένορκη βεβαίωσή της), αλλά την επόμενη ημέρα το πρωί, δεν αναιρεί ότι έλαβε χώρα το περιστατικό αυτό, όπως υποστηρίζει ο εναγόμενος. Αυτός καταδικάστηκε δε πρωτοδίκως για την πράξη της ενδοικογενειακής βλάβης σωματικής βλάβης, σχετικά με το εν λόγω περιστατικό, με την υπ΄αρ. ΒΤ 675/3019 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιώς, που εκδόθηκε μετά την έκδοση της εκκαλουμένης αλλά και την άσκηση της κατ΄αυτής κρινόμενης έφεσης, σε ποινή φυλάκισης ενός έτους. Ακολούθως, λίγες ημέρες μετά το παραπάνω επεισόδιο, η ενάγουσα άσκησε την από 25-4-2017 αίτησή της λήψης ασφαλιστικών μέτρων σε βάρος του εναγόμενου, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 958/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που διέταξε τη μετοίκηση του εναγόμενου από τη συζυγική οικία επί της οδού … αρ. …. στον Πειραιά, και υποχρέωσε τον τελευταίο να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό των 350 ευρώ ως προσωρινή μηνιαία διατροφή της, πιθανολογώντας ότι την αποκλειστική υπαιτιότητα του εναγόμενου – τότε καθ΄ού για τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης. Παράλληλα, η ενάγουσα άσκησε, επίσης ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά του εναγόμενου, την από 24-3-2017 και με αριθμό κατάθεσης …../2017 αγωγή της περί λύσης του γάμου τους, η εκδίκαση της οποίας εκκρεμούσε κατά το χρόνο έκδοσης της εκκαλουμένης, ενώ έχει ήδη εκδοθεί επ΄αυτής (αγωγής) η υπ΄αρ. 4462/2-10-2018 απόφαση του ως άνω δικαστηρίου, που έχει καταστεί αμετάκλητη (όπως προκύπτει από το υπ΄αρ. …/2019 πιστοποιητικό περί μη άσκησης ένδικων μέσων της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Πειραιά), με την οποία κηρύχθηκε η λύση του γάμου των διαδίκων, λόγω διετούς διάστασης. Σύμφωνα με τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά που αποδείχθηκαν, προκύπτει ότι τα διασπαστικά της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων γεγονότα οφείλονται σε συνυπαιτότητα αυτών, οι οποίοι επέδειξαν, κατά τα ανωτέρω αναφερθέντα, συμπεριφορές που δε συνάδουν με τις εκδηλώσεις σεβασμού, αγάπης, πίστης και ενδιαφέροντος που οφείλει ο ένας σύζυγος προς τον άλλον, και μέσω των οποίων εκφράζεται η ψυχική τους σύνδεση και η διάθεσή τους να συμβιώσουν, με αποκορύφωμα τη σωματική βλάβη της ενάγουσας, στην οποία προέβη κατά τα προεκτεθέντα, ο εναγόμενος. Επομένως, εφόσον η διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων δεν οφείλεται σε γεγονότα για τα οποία είναι αποκλειστικά υπαίτια η ενάγουσα, αυτή θεωρείται ότι διέκοψε την έγγαμη συμβίωσή της με τον εναγόμενο σύζυγό της από εύλογη αιτία και για το λόγο αυτό δικαιούται πλήρους διατροφής σε χρήμα, σύμφωνα και με τα όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη, το μέτρο της οποίας προσδιορίζεται σύμφωνα με τις ανάγκες της, όπως είχαν διαμορφωθεί από τις συνθήκες κατά διάρκεια της κοινής οικογενειακής τους ζωής, σε συνδυασμό με εκείνες που ανέκυψαν από τη χωριστή διαβίωση λαμβανομένων υπόψη των εκατέρωθεν οικονομικών δυνάμεων μεταξύ των οποίων και η περιουσία, εφόσον, από τις εκατέρωθεν οικονομικές δυνάμεις των διαδίκων συζύγων και το συσχετισμό των οφειλόμενων εκατέρωθεν συμβολών, προκύπτει διαφορά υπέρ της ενάγουσας. Επομένως, ο πρώτος λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εναγόμενος – εκκαλών υποστηρίζει ότι η εκκαλουμένη μην εκτιμώντας ορθά τα αποδεικτικά μέσα κατέληξε στο συμπέρασμα ότι η διάσπαση έγγαμη συμβίωσης των διαδίκων οφείλεται σε συνυπαιτιότητά τους, ενώ, κατά τους ισχυρισμούς του, θα έπρεπε να κρίνει ότι αποκλειστικά υπαίτια για τη διάσπαση αυτή, είναι η ενάγουσα, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Τα όσα αναφέρουν οι μάρτυρές του στις προαναφερθείσες ένορκες βεβαιώσεις τους, που επικαλείται με τον ως άνω λόγο της έφεσής του, παραπονούμενος ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δεν αξιολόγησε σωστά, δεν αναιρούν τα ως άνω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά. Ειδικότερα, οι ως άνω ενόρκως βεβαιούντες ……… (υπ΄αρ. …/2017 ένορκη βεβαίωση), ο ……… (υπ΄αρ. …/2917 ένορκη βεβαίωση) αλλά και ο ….. (υπ΄αρ…../2019 ένορκη βεβαίωση), εστιάζουν κυρίως στο χαρακτήρα του εναγόμενου, αναφέροντας ότι αυτός είναι μορφωμένος, εργατικός, ηθικός, φιλόξενος, μετρημένος κ.α χωρίς να παραθέτουν συγκεκριμένα περιστατικά. Ο ……… επιπλέον αναφέρει, ότι ο εκκαλών – εναγόμενος επισκεύασε την εξοχική οικία των διαδίκων στο Άστρος με δική τους προσωπική εργασία και διέμενε σε αυτό κοντά στο τρίμηνο κάθε χρόνο ενώ οι διαθέσεις της συζύγου του για την οικία αυτή ήταν αρνητικές, πράγμα, βέβαια, που δεν στοιχειοθετεί έλλειψη συνυπαιτιότητας του. Ο δε ….. στην υπ΄αρ. …./2017 ένορκη βεβαίωσή του, αναφέρει ότι ο εναγόμενος ‘’ήταν ολημερίς στημένος στη γωνιά στου σαλονιού όπου βρισκότανε ο υπολογιστής με μια στίβα βιβλία…, αντίθετα με τη σύζυγό του ήταν καθημερινά για μεγάλα διαστήματα απούσα…’’, ενώ η αδερφή του (εναγόμενου) στην υπ΄αρ. …./2017 ένορκη βεβαίωση, προσπαθώντας να αποδώσει τη συμπεριφορά του στην αδιαφορία της ενάγουσας, επιβεβαιώνει στην πραγματικότητα, ότι ο αδερφός της έβγαινε έξω τα βράδια πάρα πολλές φορές με την ίδια και πότε με φίλους του, ιδίως για να φάει, επειδή η ενάγουσα δεν παρασκεύαζε φαγητό και στην επιστροφή  του στο σπίτι αυτή τοποθετούσε το κλειδί στην μέσα πλευρά της πόρτας, γεγονότα που ουσιαστικά δεν έρχονται σε αντίθεση με αυτά που δέχθηκε το δικαστήριο ανωτέρω ως αποδειχθέντα. Εξάλλου, με τον τρίτο λόγο της έφεσης (για το δεύτερο έγινε λόγος παραπάνω), ο εναγόμενος ισχυρίζεται ότι η εκκαλουμένη έπρεπε να απορρίψει την αγωγή λόγω έλλειψης ενεργητικής νομιμοποίησης της ενάγουσας, επειδή η τελευταία δεν διέκοψε την έγγαμη συμβίωση από εύλογη αιτία, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα σε αυτόν. Ο ως άνω, όμως, ισχυρισμός, ο οποίος αποτελεί άρνηση της αγωγής, όπως ορθά κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, είναι επίσης απορριπτέος ως αβάσιμος, καθώς, όπως αναλυτικά προαναφέρθηκε, κατά την κρίση (και) του παρόντος δικαστηρίου, προέκυψε ότι η ενάγουσα δεν είναι αποκλειστικά υπαίτια για τη διακοπή της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων. Για τον ίδιο λόγο είναι απορριπτέος και ο τέταρτος λόγος της ένδικης έφεσης, με τον οποίο ο εναγόμενος – εκκαλών ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα η εκκαλουμένη απέρριψε την ένστασή του περί αποκλεισμού της αιτούμενης από την αντίδικό του διατροφής, διότι έχει βάσιμο λόγο διαζυγίου εναντίον της αναγόμενο στην αποκλειστική υπαιτιότητά της, γεγονός, που, επίσης, σύμφωνα με τα όσα εκτέθηκαν, ουδόλως προέκυψε. Δεν προβλήθηκε δε από τον εναγόμενο, ένσταση περί περιορισμού της διατροφής της ενάγουσας στα απολύτως αναγκαία για τη συντήρησή της (ελαττωμένη διατροφή), ούτε μπορούν να εκτιμηθούν τα επικαλούμενα από αυτόν ως τέτοια (ένσταση), τουλάχιστον κατά τρόπο ορισμένο, για την πληρότητα, της οποίας, κατά τα αναφερθέντα στη μείζονα σκέψη, δεν αρκεί η παράθεση των παραπτωμάτων του δικαιούχου συζύγου, που συνιστούν λόγο διαζυγίου, αναγόμενο σε υπαιτιότητα αυτού, αλλά απαιτείται και αντίστοιχο αίτημα, όπως επίσης και προσδιορισμός από τον ενιστάμενο του ποσού της κατ` αυτόν οφειλόμενης ελαττωμένης διατροφής, που δεν υφίστανται εν προκειμένω, όπως ορθά απεφάνθη και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος είναι συνταξιούχος ΤΕΒΕ, με μηνιαία σύνταξη περίπου 1.150 ευρώ. Από το ποσό αυτό, αποπληρώνεται η δόση στεγαστικού δανείου, ύψους 40 ευρώ μηνιαίως, η οποία δεν προαφαιρείται μεν από τα εισοδήματά του, αλλά λαμβάνεται υπόψη ως προσδιοριστικό στοιχείο των συνθηκών διαβίωσής του (ΑΠ 471/2005 ΕλλΔνη 2005.1425, Εφ. Δωδ. 112/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Διαμένει δε, μετά την ως άνω μετοίκησή του από τη συζυγική οικία, (τουλάχιστον για το διάστημα για το οποίο αιτείται η ενάγουσα της επίδικης διατροφής) στην κατοικία συγκυριότητας αυτού και της ενάγουσας, στο ….. Κυνουρίας, οπότε δε βαρύνεται με δαπάνες στέγασης, παρά μόνο με τα λειτουργικά έξοδα (ηλεκτρικού ρεύματος, ύδρευσης, θέρμανσης κλπ) της εν λόγω οικίας. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος έχει στην κυριότητά του τα εξής ακίνητα: 1) διαμέρισμα στον έβδομο όροφο πολυκατοικίας ευρισκόμενης επί της οδού .. αρ. … στον Πειραιά, επιφάνειας 103 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας εξ αδιαιρέτου 75% (ενώ το υπόλοιπο ποσοστό 25% ανήκει στην ενάγουσα), 2) διαμέρισμα στον τρίτο όροφο της ίδιας πολυκατοικίας, όμοιου εμβαδού και με το ίδιο ως άνω ποσοστό συνιδιοκτησίας (75% εξ αδιαιρέτου), του υπολοίπου 25% ανήκοντος επίσης στην ενάγουσα. Το διαμέρισμα αυτό είναι μισθωμένο, έναντι μισθώματος 500 ευρώ μηνιαίως, στον μισθωτή ……., ο οποίος στην ως άνω ένορκη βεβαίωσή του, που προσκομίζει ο εναγόμενος, ανέφερε ότι από τον Αύγουστο του 2017, η ενάγουσα του ζήτησε ρητώς να της καταβάλλει μόνο το ποσοστό της από το ανωτέρω μίσθωμα, ύψους 125 ευρώ, καταβαλομένου του υπολοίπου ποσού εκ του μισθώματος ύψους 375 ευρώ, που αντιστοιχεί στο ποσοστό του εναγόμενου, σε αυτόν, (ενώ πριν από την ως άνω ημερομηνία, όλο το μίσθωμα καταβαλόταν στην ενάγουσα), 3) παλαιά ισόγεια οικία στην Βόρεια Κυνουρία, επιφάνειας κύριων χώρων 55 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 50% εξ αδιαιρέτου (του άλλου 50% ανήκοντος κατά συγκυριότητα στην ενάγουσα), 4) υπόγειο χώρο στάθμευσης αυτοκινήτου στην προαναφερθείσα πολυώροφη οικοδομή στον Πειραιά, επιφάνειας 10,25 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 75% εξ αδιαιρέτου (του υπολοίπου 25% ανήκοντος κατά συγκυριότητα στην ενάγουσα), και 5) αγροτεμάχιο εκτός σχεδίου πόλης, μη οικοδομήσιμο στο Κορωπί Αττικής, εμβαδού 304 τ.μ., με ποσοστό συγκυριότητας 70%. Τέλος, από την με αρ. …/21-12-2016 απόδειξη είσπραξης προθεσμιακής κατάθεσης του Ταμείου Παρακαταθηκών και Δανείων, προέκυψε ότι ο εναγόμενος, διατηρούσε σε αυτό, ως μοναδικός δικαιούχος, τον υπ΄αρ. . …… λογαριασμό κατάθεσης ποσού 36.000 ευρώ, ενώ δεν προσκομίζεται νεότερο στοιχείο σχετικά με την πορεία του ως άνω λογαριασμού. Δεν αποδείχθηκε ότι έχει άλλη περιουσία ή εισοδήματα, πέραν όσων προαναφέρθηκαν και δεν βαρύνεται με υποχρέωση διατροφής άλλου προσώπου. Οι ανάγκες διατροφής και συντήρησής του είναι οι συνήθεις ενός άνδρα της ηλικίας του (69 ετών κατά την άσκηση της αγωγής), η δε ιατροφαρμακευτική του περίθαλψη καλύπτεται από τον ασφαλιστικό του φορέα.

Περαιτέρω, προέκυψε ότι, η ενάγουσα, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, εργαζόταν στο κατάστημα λιανικής πώλησης χαρτικών και απορρυπαντικών ειδών, που είχε ανοίξει με τον εναγόμενο σύζυγό της στο υπόγειο της πολυκατοικίας που βρίσκεται στην οδό … αρ. …, η άδεια λειτουργίας του οποίου (καταστήµατος) ήταν στο όνοµά της, απασχολήθηκε δε σ’ αυτό συνεχώς έως το έτος 2012, όταν οι διάδικοι έκλεισαν το κατάστηµα. Ενώ, όμως, ο εναγόμενος, ήταν ασφαλισμένος στο ΤΕΒΕ, η ενάγουσα εργαζόταν χωρίς να ασφαλιστεί σε κάποιο ασφαλιστικό φορέα, οπότε δεν λαμβάνει σύνταξη, λόγω δε της ηλικίας της (67 περίπου ετών κατά το χρόνο άσκησης της ένδικης αγωγής), είναι πολύ δύσκολο πλέον να ανεύρει εργασία, ώστε να εξασφαλίσει τη διατροφή της, πράγμα άλλωστε που δεν επικαλείται ούτε, ο εναγόµενος. Έχει δε τις συνήθεις ανάγκες διατροφής και συντήρησης μιας γυναίκας της ηλικίας της, τα δε έξοδα ιατροφαρµακευτικής περίθαλψής της καλύπτονται από τον ασφαλιστικό φορέα του εν διαστάσει συζύγου της -εναγόμενου. Ακόμη, προέκυψε ότι η ενάγουσα, εκτός από το ως άνω αναφερθέν ποσοστό συγκυριότητας 25% εξ αδιαιρέτου, που έχει στο διαμέρισμα του έβδομου ορόφου, στο διαμέρισμα του τρίτου ορόφου της ως άνω πολυκατοικίας επί της οδού … αρ…. στον Πειραιά, επιφάνειας 103 τ.µ. έκαστο, και  στην υπόγεια θέση στάθμευσης στην ίδια πολυκατοικία, εμβαδού 10,25 τ.μ (το λοιπό ποσοστό συγκυριότητας των οποίων ανήκει, όπως προεκτέθηκε, στον εναγόμενο), καθώς και το 50% εξ αδιαιρέτου παλαιάς ισόγειας οικίας στη Βόρεια Κυνουρία επιφάνειας 55 τ.µ. με συνιδιοκτήτη τον εναγόμενο, είναι επίσης συγκυρία μιας σοφίτας σε οικοδομή επί της οδού …. αρ. … στη Νίκαια, επιφάνειας 16 τ.µ., σε ποσοστό 50% και σε ένα οικόπεδο στην Σαλαµίνα, εμβαδού 358 τ.µ., σε ποσοστό 25%. Επιπλέον, η ενάγουσα έχει την πλήρη κυριότητα ενός διαµερίσματος στον πρώτο όροφο της ως άνω οικοδομής επί της οδού … αρ. … στη Νίκαια, επιφάνειας 82 τ.µ., ενός διαμερίσματος στον πρώτο όροφο οικοδομής επί της οδού … αρ. … στον Πειραιά, επιφάνειας 49,10 τ.µ., και ενός ηµιυπόγειου καταστήματος επί της οδού … αρ. .. στον Πειραιά, επιφάνειας 85,46 τ.µ. Από τα ανωτέρω ακίνητα η ενάγουσα λαµβάνει, για το διαμέρισμα του τρίτου ορόφου στην οδό …. αρ…., ποσό 125 ευρώ, που αντιστοιχεί στο µερίδιό της, (25%), όπως προαναφέρθηκε, εκ του συνολικά καταβαλομενου μισθώματος των 500 ευρώ, ενώ ο εναγόμενος λαμβάνει το υπόλοιπο ποσό των 375 ευρώ εκ του μισθώματος αυτού, που αντιστοιχεί στο δικό του μερίδιό του επί του διαμερίσματος αυτού (75%). Επίσης, (η ενάγουσα) εκμισθώνει το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου της οικοδομής που βρίσκεται επί της οδού .. αρ. … στη Νίκαια, αντί μισθώματος 300 ευρώ μηνιαίως, το ημιυπόγειο κατάστημα της πολυκατοικίας που βρίσκεται επί της οδού … αρ. …, αντί ποσού 100 ευρώ μηνιαίως, και το διαμέρισμα του πρώτου ορόφου στην πολυκατοικία επί της οδού .. αρ. …, αντί ποσού 200 ευρώ μηνιαίως, ήτοι εισπράττει, ως μισθώματα από τα ανωτέρω ακίνητα, το συνολικό ποσό των (125+300+100+200)= 725 ευρώ μηνιαίως. Τέλος, όπως προαναφέρθηκε, η ενάγουσα διαμένει στο ως άνω διαμέρισμα του εβδόμου ορόφου επί της οδού …, αρ. .., στον Πειραιά, συνιδιοκτησίας των διαδίκων, και ως εκ τούτου δεν καταβάλλει μηνιαίο μίσθωμα, βαρύνεται, όμως, με τις κοινόχρηστες δαπάνες και τις δαπάνες για λογαριασμούς κοινής ωφέλειας αυτού. Άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι έχει η ενάγουσα, ενώ δεν έχει υποχρέωση διατροφής τρίτων προσώπων.

Με βάση τις ως άνω οικονομικές δυνατότητες των διαδίκων, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσής τους, ο εναγόμενος, κάλυπτε με τα εισοδήματά του, που είναι υψηλότερα από αυτά της ενάγουσας, μεγαλύτερο μέρος των κοινών αναγκών, με αποτέλεσμα η τελευταία να απολαμβάνει μέρος των εισοδημάτων του συζύγου της, αφού συμμετείχε με μικρότερο ποσό στην αντιμετώπιση οικογενειακών αναγκών. Επομένως, όσο διαρκούσε η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων, η ενάγουσα, δικαιούτο διατροφής ως έχουσα λιγότερα εισοδήματα από το σύζυγό της – εναγόμενο, τη διατροφή δε αυτή εξακολουθεί να δικαιούται και μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσής τους, καθώς οι περιστάσεις, αναγόμενες στο καθεστώς της έγγαμης συμβίωσης, δεν έχουν μεταβληθεί, τουλάχιστον ουσιωδώς, ώστε να αποκλεισθεί το προς διατροφή δικαίωμά της. Κατ` ακολουθία, βάσει των οικονομικών δυνάμεων των διαδίκων, όπως αυτές καθορίζονται από τα ως άνω εισοδήματά τους και την περιουσία τους, σε συσχετισμό με τις δυνάμεις του καθενός προς το άθροισμα των δυνάμεων και των δύο, λαμβανομένων υπόψη των διατροφικών αναγκών της ενάγουσας, όπως αυτές διαμορφώθηκαν κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης, από τις συνθήκες της οικογενειακής ζωής, αφού συνεκτιμηθούν και οι νέες συνθήκες, το δικαστήριο κρίνει ότι η ενάγουσα δικαιούται σε χρήμα συμπληρωματική διατροφή από τον εναγόμενο, ανερχομένη στο ποσό των 375 ευρώ μηνιαίως. Το προαναφερόμενο ποσό είναι αναγκαίο για την κάλυψη των αναγκών διατροφής της ενάγουσας, στις οποίες περιλαμβάνονται οι δαπάνες τροφής, ένδυσης, ψυχαγωγίας, λειτουργικών εξόδων της οικίας που διαμένει, κ.λπ. Συγκεκριμένα, το μέτρο κάλυψης των αναγκών αυτών είναι εκείνο που υπαγορεύουν η ηλικία της, καθώς και το επίπεδο διαβίωσής της, που υπήρχε κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης και το παραπάνω ποσό είναι εκείνο που θα εξασφαλίσει στην ενάγουσα το ίδιο επίπεδο διαβίωσης, κατά το ένδικο χρονικό διάστημα (για δύο έτη μετά την επίδοση της ένδικης αγωγής), μετά τη διακοπή της συμβίωσής της με τον εναγόμενο, απορριπτομένου ως αβάσιμου, του πέμπτου και τελευταίου λόγου της έφεσης, με τον οποίο ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι η ως άνω επιδικασθείσα και με την εκκαλουμένη απόφαση διατροφή, δεν είναι ανάλογη με τις συνθήκες μετά τη διάσπαση της έγγαμης συμβίωσης. Ειδικότερα ο εναγόμενος υποστηρίζει ότι μετά  τη διάσπαση αυτή, οι δικές του συνθήκες διαβίωσης χειροτέρευσαν, ενώ αυτές της ενάγουσας βελτιώθηκαν, αφού η τελευταία διαμένει στην οικία που αποτέλεσε την οικογενειακή τους στέγη, συγκυριότητας και του εναγόμενου. Όμως, αφενός μεν το γεγονός αυτό δεν αποτελεί ουσιώδη μεταβολή των συνθηκών, που να δικαιολογεί τη μείωση του επιπέδου της ζωής της ενάγουσας σε κατώτερο από αυτό υπό το οποίο διαβίωνε ενόσω συμβίωναν με τον εναγόμενο, αφετέρου δε κι ο εναγόμενος κατοικεί στην εξοχική οικία συγκυριότητας των διαδίκων, στην οποία, άλλωστε, διέμενε για αρκετούς μήνες το χρόνο, όπως  προεκτέθηκε, και κατά τη διάρκεια της μεταξύ τους έγγαμης συμβίωσης.

Κατόπιν των ανωτέρω, το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε δεκτή την αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Συνεπώς, η κρινόμενη έφεση, πρέπει ν΄ απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη. Όσον αφορά στα δικαστικά έξοδα, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, αυτά θα συμψηφιστούν συνολικά μεταξύ των διαδίκων, λόγω του δυσερμήνευτου, κατά την κρίση του δικαστηρίου, των κανόνων δικαίου που εφαρμόστηκαν (άρθρα 183, 179 εδ.β ΚΠολΔ), και όχι ένεκα της σχέσης των διαδίκων ως συζύγων (άρθρο 179 εδ.α ΚΠολΔ), λόγο για τον οποίο είχαν συμψηφιστεί στον πρώτο βαθμό, διότι, όπως προαναφέρθηκε, έχει πλέον λυθεί αμετάκλητα ο γάμος τους.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων, την έφεση κατά της υπ’αρ. 1766/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση).

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει την έφεση στην ουσία.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα, μεταξύ των διαδίκων, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας,

 

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση στις 13  Ιανουαρίου 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

  Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  H  ΓPAMMATEAΣ