Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 25/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης       25/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση της ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας κατά της  με αρ. 4216/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, επί της με ημερομηνία 17-11-2015 αγωγής της, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 24-4-2018 και εντός προθεσμίας δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 18-9-2017 (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η έφεση, για το παραδεκτό της οποίας έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το απαιτούμενο παράβολο δημοσίου (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και  βάσιμο των λόγων της κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση στο παρόν δικαστήριο (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).

Με την κρινόμενη αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, ισχυρίστηκε ότι δυνάμει της υπ’ αρ. …../1993 σύμβασης πίστωσης, που συνήψε με την εταιρεία «……….», χορήγησε στην τελευταία πίστωση μέχρι του ποσού των 25.000.000 δραχμών, όπως το ποσό αυτό αυξήθηκε μέχρι του ύψους των 1.900.000 ευρώ με βάση τις αναφερόμενες συμβάσεις αυξήσεως πίστωσης. Ότι στις 3-12-2012 έκλεισε τον λογαριασμό, που τηρούσε για την εξυπηρέτηση της άνω πίστωσης, και ο οποίος λογαριασμό εμφάνιζε κατά την ημερομηνία αυτή υπόλοιπο 785.531,17 ευρώ συμπεριλαμβανομένων των συμβατικών τόκων. Ότι η προαναφερόμενη πιστούχος εταιρεία,   δυνάμει των εξής τιμολογίων, που ενσωματώνονταν στην αγωγή, ήτοι με αρ.  …/13-9-2005 ποσού 6.016,80 €, …/19-4-2006 ποσού 5.493,60 €, …./23-5-2006 ποσού 5589,20 €, …./24-5-2006 ποσού 6.731,20 €, …/26-5-2006 ποσού 6.731,20 €, …/30-5-2006 ποσού 5.636,80 €, …/1-6-2006 ποσού 5.493,60 €, …/22-6-2006 ποσού 7.254,40 €, …./18-7-2006 ποσού 6.016,80 €, …./21-7-2006 ποσού 6.635,60 €, …/9-8-2006 ποσού 7.254,4 €, …./2-8-2006 ποσού 6.016,8 €, …/30-8-2006 ποσού 5.232 €, …./14-9-2006 ποσού 5.850,80 €, …/29-9-2006 ποσού 5.898,40 € και …./28-2-2007 ποσού 5.125,10 €, πώλησε στο εναγόμενο νοσοκομείο τα αναλυτικά περιγραφόμενα ιατρικά και φαρμακευτικά σκευάσματα, βάσει άτυπων συμβάσεων προμήθειας που συνήφθησαν κατόπιν αποφάσεων του ΔΣ αυτού. Ότι βάσει των αναφερόμενων στην αγωγή συμβάσεων ενεχυράσεως απαιτήσεων, οι οποίες αναγγέλθηκαν νόμιμα προς το εναγόμενο, η ως άνω πιστούχος, προς κάλυψη της οφειλής της από την προαναφερόμενη σύμβαση πίστωσης, της εκχώρησε τις απαιτήσεις της  έναντι του εναγομένου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων περί ανωνύμων εταιρειών», από τις παραπάνω συμβάσεις προμήθειας. Ότι έτσι η ίδια κατέστη μοναδική δικαιούχος  των ως άνω εκχωρηθέντων απαιτήσεων της εταιρείας «………..» έναντι του εναγομένου. Ότι η παραγραφή  των αξιώσεων της από τις εν λόγω συμβάσεις έχει διακοπεί με την άσκηση της από 11-5-2012 όμοιας αγωγής της, που επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 27-4-2012, ασκηθείσα ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς,  το οποίο με την υπ’ αρ. 3704/2014 απόφαση του την απέρριψε, διότι έκρινε τις συμβάσεις προμήθειας άκυρες. Ότι το εναγόμενο έχει καταστεί αδικαιολόγητα πλουσιότερο  σε βάρος της κατά το συνολικό ποσό των  παραπάνω τιμολογίων, ήτοι κατά το ποσό των 96.976,70 ευρώ, καθώς αυτό, ενώ έχει προμηθευτεί τα αναφερόμενα στα τιμολόγια είδη, δεν έχει εξοφλήσει το τίμημα τούτων και ο πλουτισμός του σώζεται ακόμη. Ζητούσε δε να υποχρεωθεί το εναγόμενο να της καταβάλλει, με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, το πιο πάνω ποσό, εντόκως από την επομένη της επίδοσης της αγωγής μέχρι την εξόφληση και να καταδικαστεί αυτό στα δικαστικά της έξοδα. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη, την απέρριψε κατ’ ουσίαν, δεχόμενο ότι  όλες οι αξιώσεις της ενάγουσας, οι οποίες απορρέουν από τις επίδικες συμβάσεις προμήθειας, έχουν παραγραφεί, απορρίπτοντας ως αόριστη την αντένσταση διακοπής της παραγραφής, που η ίδια προέβαλε. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα,  με τον μοναδικό λόγο της έφεσής της, ο οποίος συνίσταται στο ότι κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε ως απαράδεκτη λόγω αοριστίας την αντένσταση διακοπής της παραγραφής της αξίωσής της, που απορρέει από τη σύμβαση προμήθειας  για την οποία εκδόθηκε το με αρ. …./28-2-2007 τιμολόγιο της ……….., και ζητεί να μεταρρυθμιστεί η εκκαλουμένη, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η αγωγή της κατά το αντίστοιχο μέρος (που αφορά το συγκεκριμένο τιμολόγιο).

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 48 § 1  και 49 του ΝΔ496/1974, «Ο χρόνος    παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του ΝΠΔΔ είναι πέντε ετών, εφ’ όσον δεν ορίζεται άλλως υπό του παρόντος» και «Η  παραγραφή  άρχεται  από του τέλους του οικονομικού έτους καθ’ ο εγεννήθη η αξίωσις και είναι δυνατή η δικαστική αυτής επιδίωξις», κατά δε τη διάταξη του άρθρου 51 του αυτού ΝΔ/τος, η  παραγραφή  των χρηματικών αξιώσεων κατά του ΝΠ διακόπτεται, μεταξύ άλλων, και «α) Δια  της  υποβολής της υποθέσεως εις το αρμόδιον δικαστήριον ή εις διαιτητάς, οπότε άρχεται εκ νέου η  παραγραφή  από  της  τελευταίας διαδικαστικής πράξεως των διαδίκων του δικαστηρίου ή των διαιτητών». Εξάλλου, κατά την έννοια της ανωτέρω διατάξεως (51 § 1 α) η διακοπή επέρχεται, όχι μόνον όταν εισαχθεί στο δικαστήριο η διαφορά για την ικανοποίηση της συγκεκριμένης αξιώσεως, αλλά και όταν άλλο δικαστήριο, κρίνοντας επί διαφορετικού αντικειμένου, επιλύσει αρμοδίως το ζήτημα που αποτελεί τη βάση ή την προϋπόθεση της αξιώσεως ή όταν η παρεμπίπτουσα έρευνά του θα ήταν αναγκαία για την επίλυση (ΑΠ 599/2013, ΑΠ 1674/2002 ΝΟΜΟΣ). Εάν λοιπόν η διαφορά, που υποβλήθηκε προηγουμένως στο δικαστήριο είχε ως βάση αξίωση του ενάγοντος κατά ΝΠΔΔ θεμελιούμενη στις διατάξεις περί έγκυρης συμβάσεως, εκείνη δε που εισήχθη στη συνέχεια στο δικαστήριο έχει ως βάση την ίδια αξίωση, θεμελιούμενη όμως στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, με την υποβολή της πρώτης αγωγής στο αρμόδιο δικαστήριο διακόπτεται η παραγραφή της σχετικής αξιώσεως, που ασκείται στη συνέχεια από τον ενάγοντα με βάση τις διατάξεις περί αδικαιολόγητου πλουτισμού, αφού, κατ’ ουσίαν πρόκειται περί της ιδίας αξιώσεως, η οποία απλώς στηρίζεται σε διαφορετικές νομικές βάσεις. Εξάλλου, η διάταξη του άρθρου 51 § 1 περ. α’  ΝΔ 496/1974  αρκείται μόνο στην υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο για να επέλθει η διακοπή της παραγραφής, χωρίς να αξιώνει ταυτότητα ιστορικής και νομικής βάσεως, μη εφαρμοζομένης εν προκειμένω της διάταξης του άρθρου 263 ΑΚ, σύμφωνα με την οποία ως επανέγερση της αγωγής νοείται η έγερση νέας  αγωγής από τον ίδιο ενάγοντα κατά του ιδίου εναγομένου στηριζόμενη στην ίδια ιστορική και νομική αιτία (ΕΔυτΜακ 9/2014 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από το άρθρο 52 εδ. γ’ του ΝΔ 496/1974 προκύπτει, ότι την παραγραφή των χρηματικών αξιώσεων κατά του ΝΠΔΔ λαμβάνει αυτεπαγγέλτως υπόψη το δικαστήριο, εφόσον βέβαια η συμπλήρωση αυτής προκύπτει από τα διαδικαστικά και λοιπά έγγραφα που προσκομίζουν οι διάδικοι και συνεπώς δεν απαιτείται να προταθούν από το νομικό πρόσωπο με τις προτάσεις του τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν το σχετικό ισχυρισμό (ΟλΑΠ 22/2005). Πολύ περισσότερο δεν απαιτείται να προταθεί από το νομικό πρόσωπο η έλλειψη περιστατικών, που συνεπάγονται, κατ’ άρθρο 51 του πιο πάνω ΝΔ/τος, τη διακοπή της παραγραφής, αφού η συνδρομή διακοπτικών της παραγραφής γεγονότων συνιστά αντένσταση, την οποία προτείνει και αποδεικνύει ο διάδικος, που αποκρούει τη συμπλήρωση της παραγραφής (ΑΠ 1117/2007 ΝΟΜΟΣ).

Στην   προκειμένη    περίπτωση,   που   η παραγραφή   των ένδικων

αξιώσεων κατά του εναγομένου ΝΠΔΔ λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, παραδεκτά και ορισμένα προβλήθηκε από την ενάγουσα-εκκαλούσα κατ’ αντένσταση και καθ’ υποφορά με την αγωγή της (βλ. σελ. 11 και 13 αγωγής), την οποία επανέλαβε και με την προσθήκη στις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ότι η παραγραφή των ενδίκων αξιώσεων  της, και  εν προκειμένω εκείνης, που απορρέει από τη σύμβαση για την οποία εκδόθηκε το με αρ. …./28-2-2007 τιμολόγιο, έχει διακοπεί με την έγερση της από  11-5-2012 και αρ. κατάθ. …./14-5-2012 προγενέστερης αγωγής της, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς εναντίον του εναγομένου και η οποία επιδόθηκε στο αντίδικο την 27-4-2012, ενώ με τις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις αλλά και την προσθήκη της ζητούσε την απόρριψη όλων των ισχυρισμών του εναγομένου. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την εκκαλουμένη απόφαση του απέρριψε την αντένσταση παραγραφής ως αόριστη, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πρέπει να γίνει δεκτός ο σχετικός λόγος έφεσης ως βάσιμος κατ’ ουσίαν καθώς και η κρινόμενη έφεση και να εξαφανιστεί εν μέρει -κατά το εκκληθέν μέρος της (που αφορά, δηλαδή, την αντένσταση διακοπής της παραγραφής για την αξίωση της ενάγουσας από το με αρ. …./2007 τιμολόγιο)-, όπως και κατά τη συνέχουσα διάταξη περί δικαστικών εξόδων (ΑΠ 192/1998 ΕλΔνη 1998.825). Ακολούθως, το παρόν δικαστήριο, αφού κρατήσει την υπόθεση, θα δικάσει την αγωγή κατά το αντίστοιχο μέρος, κατά το οποίο εξαφανίστηκε προσβαλλόμενη απόφαση, και θα ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα της παραπάνω αντένστασης αναφορικά με την αξίωση της εκκαλούσας, που προκύπτει από το με αρ. …../28-2-2007 τιμολόγιο.

Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει της υπ’ αρ. ……../21-5-2007 συμβάσεως ενεχυράσεως απαιτήσεων, η οποία αναγγέλθηκε νομίμως προς το εναγόμενο νοσοκομείο (βλ. με αρ. ../1-6-2007, ../1-6-2007 και …/13-6-2007 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Αθηνών . ..), που καταρτίστηκε ανάμεσα στην ενάγουσα τράπεζα και την εταιρεία με την επωνυμία «……..» και τον διακριτικό τίτλο «………», εκχωρήθηκε στην τράπεζα λόγω ενεχύρου, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΝΔ της 17-7/13-8-1923 «περί ειδικών διατάξεων περί ανωνύμων εταιρειών», η απαίτηση της δεύτερης από την άτυπη  σύμβαση προμήθειας, που είχε αυτή συνάψει στις 28-2-2007 με το εναγόμενο νοσοκομείο για την προμήθεια του ιατρικού υλικού, που περιγράφεται στο εκδοθέν για την εν λόγω συναλλαγή με αρ. …./28-2-2007 τιμολόγιο –δελτίο αποστολής της προμηθεύτριας εταιρείας, συνολικού ποσού με τον ΦΠΑ 5.125,10 ευρώ.  Η σύμβαση αυτή ενεχύρασης έγινε στα πλαίσια εξασφάλιση οποιασδήποτε απαίτησης της τράπεζας από την υπ’ αρ. …../1993 σύμβαση πίστωσης, που είχε συνάψει με την ως άνω εταιρεία περιορισμένης ευθύνης. Σύμφωνα δε με την ανωτέρω σύμβαση ενεχύρασης η  ενάγουσα τράπεζα δικαιούτο οποτεδήποτε και ανεξάρτητα από το ληξιπρόθεσμο ή όχι της ασφαλιζόμενης με το ενέχυρο απαίτησής της να εισπράττει μόνη, χωρίς άλλη διατύπωση και χωρίς τη μεσολάβηση της ενεχυράζουσας εταιρείας, την εκχωρηθείσα απαίτηση πιστώνοντας τον λογαριασμό της τελευταίας. Έτσι, η ενάγουσα τράπεζα κατέστη μόνη δικαιούχος  της απαίτησης από την παραπάνω σύμβαση προμήθειας ανάμεσα στην εταιρεία «……….» και το εναγόμενο νοσοκομείο, για την οποία δεν τηρήθηκε ο νόμιμος τύπος (εφόσον πρόκειται για σύμβαση που συνάπτει ΝΠΔΔ) και άρα πάσχει από ακυρότητα. Ωστόσο, παρά το γεγονός ότι η απαίτηση από την προαναφερόμενη σύμβαση προμήθειας κατέστη ληξιπρόθεσμη και απαιτητή,  το εναγόμενο αρνείται να καταβάλλει το ποσό αυτής στην ενάγουσα, καθιστάμενο έτσι αδικαιολόγητα πλουσιότερο σε βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, αφού παρέλαβε τα προμηθευόμενα υλικά χωρίς όμως να καταβάλλει την αξία του. Η αξίωση αυτή της ενάγουσας ως προς τα γενεσιουργά αυτής περιστατικά δεν αμφισβητείται από το εναγόμενο νοσοκομείο. Ωστόσο, τούτο προέβαλε πρωτοδίκως την ένσταση παραγραφής της συγκεκριμένης αξίωσης, η οποία ούτως ή άλλως λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως από το δικαστήριο, καθόσον από το τέλος του έτους μέσα στο οποίο αυτή γεννήθηκε και ήταν δυνατή η δικαστική της επιδίωξη, ήτοι από 1-1-2008, μέχρι την άσκηση της υπό κρίση αγωγής, η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 4-12-2015, έχει συμπληρωθεί ήδη (στις 31-12-2012)  η πενταετής παραγραφή του άρθρου 48 § 1 του ΝΔ 496/1974. Εντούτοις, όπως προκύπτει από τα προσκομιζόμενα έγγραφα, η ενάγουσα άσκησε εναντίον του εναγομένου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 11-5-2012 και με αρ. κατάθ. …../2012 αγωγή της, η οποία αφορούσε τις ίδιες με την κρινόμενη αγωγή αξιώσεις της -συμπεριλαμβανομένης και εκείνης από το με αρ. …./2007 τιμολόγιο- θεμελιούμενες στις συμβάσεις προμήθειας, που συνήψε το εναγόμενο με την προαναφερόμενη ΕΠΕ και η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 24-5-2012 (βλ. με αρ. ../24-5-2012 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Αθηνών …………). Η αγωγή αυτή απορρίφθηκε από το ως άνω δικαστήριο με την υπ’ αρ. …../2014 απόφασή του ως ουσία αβάσιμη, διότι η επίδικη σύμβαση  προμήθειας κρίθηκε άκυρη, καθόσον δεν είχε τηρηθεί ο απαιτούμενος τύπος και δεν υπήρχε επικουρική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό. Η επίδοση της (προγενέστερης) αγωγής αυτής  στις 24-5-2012, η οποία αφορούσε την ίδια αξίωση της ενάγουσας πλην στηριζόμενη σε διαφορετική βάση (από έγκυρη σύμβαση) διέκοψε, σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στη μείζονα σκέψη της παρούσας, την αρξαμένη από 1-1-2008 παραγραφή της ανωτέρω αξίωσής της ενάγουσας και ξεκίνησε νέα πενταετής παραγραφή, η οποία μέχρι την επίδοση της υπό κρίση αγωγής (στις 4-12-2015) δεν είχε συμπληρωθεί. Συνεπώς, η απαίτηση της ενάγουσας, που απορρέει από την με ημερομηνία 28-2-2007 σύμβαση προμήθειας, για την οποία εκδόθηκε το πιο πάνω τιμολόγιο, δεν έχει παραγραφεί, και άρα πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η σχετική αντένσταση, που προέβαλε η ενάγουσα. Ακολούθως, πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη η αγωγή (κατά το ερευνώμενο στην παρούσα δίκη μέρος της) και να υποχρεωθεί το εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα το ποσό του προαναφερόμενου τιμολογίου, ήτοι 5.125,10 ευρώ, εντόκως από την επίδοση της υπό κρίση αγωγής μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν κατά ένα μέρος σε βάρος του εναγομένου, λόγω της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρα 178, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό, και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην εκκαλούσα, διότι η έφεση έγινε κατ’ ουσίαν δεκτή (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 23-4-2018 (αρ. κατάθ. ………./2018) έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ  εν μέρει την εκκαλουμένη με αρ. 4216/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (κατά το μεταβιβασθέν μέρος).

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 17-11-2015 αγωγή (κατά το εκκληθέν μέρος).

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ το εναγόμενο να καταβάλλει στην ενάγουσα πέντε χιλιάδες εκατόν είκοσι πέντε ΕΥΡΩ και δέκα ΛΕΠΤΑ (5.125,10), εντόκως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ μέρος από τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας σε βάρος του εναγομένου, τα οποία ορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου στην καταθέσασα εκκαλούσα.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτατη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 9-1-2020.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ’ αυτής λόγω μεταθέσεως και

αναχωρήσεως της, ο Πρόεδρος του

Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης

του Εφετείου Πειραιώς

 

Αντώνιος Πλακίδας

Πρόεδρος Εφετών