Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 26/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης     26  /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διοίκησης του Εφετείου Πειραιώς, και τη γραμματέα Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό εναγομένου κατά της  με αρ. 4357/2015 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, επί της με ημερομηνία 30-12-2010 (αρ. κατάθ. …./2011) αγωγής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 8-9-2015 και εντός προθεσμίας τριών ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις 25-9-2012 (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Σημειώνεται ότι δεν απαιτείται η κατάθεση από το εκκαλούν Δημόσιο του παραβόλου, που προβλέπεται από το άρθρο 495 § 4 ΚΠολΔ, δεδομένου ότι το Δημόσιο δεν προκαταβάλλει τέτοιο παράβολο (βλ. Μ. Μαργαρίτης, ΕρμΚΠολΔ, τόμ. Α΄, άρθρο 495, αρ. 17, σελ. 849). Πρέπει, επομένως, η έφεση  να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και  βάσιμο των λόγων της κατά το μέρος που μεταβιβάζεται η υπόθεση στο παρόν δικαστήριο (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).

Με την κρινόμενη αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς,  ο  ενάγων,   ήδη  εφεσίβλητος,  ισχυρίστηκε ότι έχει στην κυριότητα, νομή και κατοχή  του το επαρκώς περιγραφόμενο κατά θέση και όρια αγροτεμάχιο, έκτασης  157,50 τ.μ.,  που βρίσκεται εκτός ρυμοτομικού σχεδίου πόλης, στο Κερατσίνι.  Ότι απέκτησε το ακίνητο αυτό από τον πατέρα του με βάση το υπ’ αρ. …./1997 συμβόλαιο γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, νόμιμα μεταγεγραμμένο. Ότι  από το 1997 ο ίδιος συνέχισε, όπως έπραττε ο πατέρας του από το 1964, να ασκεί επ’ αυτού τις αναφερόμενες πράξεις νομής έχοντας γίνει κύριος αυτού  και με τα προσόντα της τακτικής άλλως έκτακτης χρησικτησίας. Ότι  οι απώτατοι δικαιοπάροχοί του πατέρα του ασκούσαν στο επίδικο, από το 1880 και για διάστημα μεγαλύτερο των τριάντα ετών, με καλή πίστη, τις αναφερόμενες πράξεις νομής, χωρίς ποτέ να αμφισβητηθούν τα δικαιώματα τους, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι κατά τη διαδικασία της κτηματογράφησης στο Δήμο Κερατσινίου το επίδικο ακίνητο, που  έλαβε ΚΑΕΚ ……………, ανεγράφη ως ιδιοκτησία του εναγομένου Ελληνικού Δημοσίου, ήδη εκκαλούντος, και καταχωρήθηκε αυτό στις πρώτες εγγραφές ως δικαιούχος δικαιώματος πλήρους κυριότητας κατά ποσοστό 100%. Με βάση τα παραπάνω, επικαλούμενος έννομο συμφέρον προς άρση της αμφισβήτησης της κυριότητας του επί του επιδίκου,   ο ενάγων ζήτησε να αναγνωριστεί κύριος του ανωτέρω ακινήτου καθώς και να διορθωθεί η σχετική ανακριβής αρχική εγγραφή στα κτηματολογικά βιβλία, ώστε αντί του εναγομένου να αναγραφεί   ο ίδιος ως κύριος  στο ακίνητο αυτό με τίτλο κτήσεως το προαναφερόμενο συμβόλαιο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, αφού έκρινε ότι η αγωγή ασκήθηκε παραδεκτώς και ότι είναι ορισμένη και νόμιμη, δέχθηκε αυτήν  ως βάσιμη κατ’ ουσία και αναγνώρισε ότι  ο ενάγων είναι κύριος του επίδικου ακινήτου, παράλληλα δε διέταξε και τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα οικεία κτηματολογικά βιβλία, ώστε αντί του εναγομένου να αναγραφεί ο ενάγων ως κύριος στο επίδικο ακίνητο με βάση τον επικαλούμενο τίτλο κτήσης. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, ήδη εκκαλούν, με την υπό κρίση έφεσή του για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνισή της ώστε να απορριφθεί στο σύνολό της η αγωγή.

Με τον πρώτο λόγο έφεσης του το εκκαλούν ισχυρίζεται ότι το πρωτόδικο δικαστήριο, κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, δεν απέρριψε την αγωγή ως αόριστη, αφού ο ενάγων δεν επικαλείτο τη μεταγραφή του με αρ. …/1965 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς …. .. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι  τούτο δεν ήταν απαραίτητο, αφού ο ενάγων δεν επικαλείται το συγκεκριμένο συμβόλαιο ως τον τίτλο κτήσης της κυριότητάς του επί του επιδίκου αλλά ούτε και πρόκειται για τον τίτλο κτήσης των δικαιοπαρόχων του, σε κάθε δε περίπτωση  στην ένδικη αγωγή γίνεται σαφής αναφορά περί μεταγραφής του στη σελίδα (7) αυτής.

Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο της έφεσής του το εκκαλούν Ελληνικό Δημόσιο επαναφέρει την πρωτοδίκως προταθείσα ένσταση περί ιδίας κυριότητας επί του επιδίκου, ισχυριζόμενο ότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο κατ’ εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, αλλά και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, την απέρριψε. Ειδικότερα, το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο παραδεκτά με τις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις του ισχυρίστηκε ότι το επίδικο ακίνητο ανήκει στην κυριότητά του, α)καθόσον αυτό έχει δασικό χαρακτήρα ως εμπίπτον σε ευρύτερη δασική έκταση, την μορφή δε αυτή είχε από πάντα και γι’ αυτό κατά το οθωμανικό δίκαιο ανήκε στην κατηγορία των δημόσιων γαιών, που μετά τη σύσταση του Ελληνικού Κράτους περιήλθε σε αυτό ως διάδοχο του τουρκικού δημοσίου, συντρέχοντος υπέρ αυτού του τεκμηρίου κυριότητας, που προβλέπουν οι διατάξεις του ΒΔ της 17/29-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών», αφού το επίδικο ουδέποτε αναγνωρίστηκε ως ιδιωτικό δάσος, ανήκον στους δικαιοπαρόχους του ενάγοντος. Περαιτέρω, ισχυρίστηκε, επικουρικά, ότι αυτό κατέστη κύριος του επιδίκου, β) «δικαιώματι πολέμου» δυνάμει της Συνθήκης της Κωνσταντινούπολης του 1932 και των πρωτοκόλλων του Λονδίνου του 1830, ως διάδοχο του τουρκικού δημοσίου, γ) άλλως δυνάμει της παραπάνω Συνθήκης και των σχετικών πρωτοκόλλων, ως ανήκουσα πριν την επανάσταση του 1821 σε Οθωμανούς υπηκόους, οι οποίοι κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων το είχαν εγκαταλείψει και αναχώρησαν από τις περιοχές των Αθηνών, Πειραιώς, Στερεάς και Πελοποννήσου, που είχαν προσδιορισθεί ως περιοχές μέλλουσες να αποτελέσουν το Ελληνικό Κράτος και κατά συνέπεια δεν εδεσπόζοντο πλέον από αυτούς, δ) άλλως, δυνάμει των διατάξεων του ΒΔ 3/15-12-1833, δεδομένου ότι αποτελούσε από του έτους 1820 και έως την άσκηση της αγωγής βοσκότοπο ή λιβάδι, χωρίς ποτέ μέσα στις νόμιμες προθεσμίες να αναγνωρισθεί κανένας, συμπεριλαμβανομένων του ενάγοντος και των δικαιοπαρόχων του, κύριος κατά την προβλεπόμενη διαδικασία, ε) άλλως, με τα προσόντα της τακτικής, άλλως της έκτακτης χρησικτησίας, καθόσον, δυνάμει των ανωτέρω νόμων, το νέμεται, ασκώντας τις αναφερόμενες πράξεις νομής, που προσιδιάζουν στη φύση του επιδίκου, με διάνοια κυρίου και καλή πίστη, από την επανάσταση του 1821 μέχρι και την άσκηση της αγωγής, στ) άλλως, ως αδέσποτο χωρίς να απαιτείται κατάληψη της νομής ή μεταγραφή της κτήσης, δυνάμει των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, των άρθρων 16 του από Ιουνίου 1837 νόμου περί διάκρισης κτημάτων και των διατάξεων των άρθρων 2 § 1 του ΑΝ 1539/1938 και 972 ΑΚ. Ο ενάγων καθ’ υποφοράν με την αγωγή του αλλά και με τις προτάσεις του ισχυρίστηκε, κατ’ αντένσταση, ότι οι απώτατοι δικαιοπάροχοι του από το 1880 και οι διάδοχοι αυτών στη συνέχεια για πάνω από τριάντα χρόνια ασκούσαν με καλή πίστη, επί της ευρύτερης έκτασης, στην οποία εμπίπτει και το επίδικο, πράξεις νομής,  ήτοι μίσθωναν  αυτή σε γεωργούς και λατόμους για σπορά, βοσκή και εξαγωγή λίθων. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε τους υπό (α), (δ) και (στ) ισχυρισμούς του εναγομένου ως απαράδεκτους λόγω αοριστίας, τον υπό (ε) ισχυρισμό ως προς μεν την τακτική χρησικτησία ως αόριστο ως προς δε την έκτακτη χρησικτησία ως ουσία αβάσιμο, τον υπό (β) ισχυρισμό ως μη νόμιμο ενώ τον υπό (γ) απέρριψε σιωπηρά.

Από τις ρυθμίσεις που περιέχονται στο πρωτόκολλο του Λονδίνου της 21-1/3-2-1830 «περί ανεξαρτησίας της Ελλάδος» και στα ερμηνευτικά αυτού πρωτόκολλα της 4/16-6-1830 και της 19-6/1-7-1830, σε συνδυασμό με τις ρυθμίσεις της από 27-6/9-7-1832 Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως «περί οριστικού διακανονισμού των ορίων της Ελλάδος»  και του άρθρου 16 του Ν. της 21-6/10-7-1837  «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», προκύπτει ότι στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου περιήλθαν εκείνα τα ακίνητα που βρίσκονταν εντός της ζώνης που μέχρι την 3-2-1830 είχε καταλάβει με τις στρατιωτικές του δυνάμεις και ανήκαν είτε στο Οθωμανικό Δημόσιο είτε σε Οθωμανούς ιδιώτες, καθώς και εκείνα, τα οποία, κατά τον χρόνο της υπογραφής των πρωτοκόλλων είχαν εγκαταλειφθεί από τους άλλοτε κυρίους τους Οθωμανούς, οι οποίοι απεχώρησαν και δεν εξουσιάζονταν πλέον από αυτούς, χωρίς παράλληλα να έχουν καταληφθεί από τρίτους μέχρι την έναρξη ισχύος του Νόμου της 21-6/3-7/1837 «περί διακρίσεως δημόσιων κτημάτων», περιερχόμενα κατά το άρθρο 16 αυτού στην κυριότητα του Δημοσίου ως αδέσποτα. Με τις ρυθμίσεις αυτές το Ελληνικό Δημόσιο δεν κλήθηκε ως καθολικός διάδοχος των Οθωμανών, αλλά διαδέχθηκε το Τουρκικό Δημόσιο in globo με τη γενόμενη δήμευση «δικαίωμα πολέμου», ως ειδικού τίτλου, στο δικαίωμα κυριότητας των κτημάτων, τα οποία κατέχονταν μόνο από τους Οθωμανούς κατά την έναρξη της Ελληνικής Επαναστάσεως και, ή κατέλαβε διαρκούντος του πολέμου, ή ως εγκαταλελειμμένα από τους πρώην κυρίους τους, δεν κατέχονταν πλέον από αυτούς (ΟλΑΠ 1/20 ΝΟΜΟΣ). Όσον αφορά τα οθωμανικά κτήματα τα ευρισκόμενα κατά τον χρόνο διακηρύξεως της ανεξαρτησίας του νέου ελληνικού κράτους (3-2-1830) εντός εδαφών τελούντων υπό τουρκική στρατιωτική κατοχή, αλλά εν συνεχεία παραχωρηθέντων βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως στην ελληνική κυριαρχία, όπως μεταξύ άλλων και η  Αττική, όσα μεν εξ αυτών ανήκαν στο Οθωμανικό Δημόσιο περιήλθαν βάσει της ίδιας συνθήκης στο Ελληνικό Δημόσιο, ενώ όσα ανήκαν σε Οθωμανούς ιδιώτες παρέμειναν στην ιδιοκτησία τους με δικαίωμα πωλήσεώς τους εντός προθεσμίας. Αναφορικά δε με τα ακίνητα, που ευρίσκοντο είτε στην ελληνική είτε στην τουρκική ζώνη κατοχής, κατά τις 3-2-1830, εκείνων των εδαφών που τελικά αποτέλεσαν το πρώτο ελληνικό κράτος και κατέχονταν από Έλληνες ιδιώτες με διάνοια κυρίου, έστω και με άκυρο κατά το οθωμανικό δίκαιο τίτλο (ήτοι ταπί, χοτζέτι ή βουγιουρδί), αυτά αναγνωρίσθηκαν ως ανήκοντα στους τελευταίους. Ειδικότερα, στην Αττική, η οποία παραχωρήθηκε στο ελληνικό κράτος στις 31-3-1833 βάσει της Συνθήκης της Κωνσταντινουπόλεως, κατά την διάρκεια της τρίτης τουρκικής κατοχής (1827 – 1833) και ειδικότερα το έτος 1829, ο Σουλτάνος, ως έχων κατά το οθωμανικό δίκαιο την κυριαρχία εφ’ όλης της γης που ανήκε στο Οθωμανικό κράτος, αναγνώρισε στους υπηκόους του, Έλληνες και Τούρκους, που κατείχαν νόμιμα κατά το οθωμανικό δίκαιο ακίνητα, ιδιοκτησιακά δικαιώματα σε αυτά, τα οποία αργότερα με την περιέλευση της περιοχής στο Ελληνικό κράτος αναγνωρίσθηκαν και από αυτό δυνάμει της Συνθήκης της Κων/πόλεως και του πρωτοκόλλου της 3-2-1830 (ΑΠ 8/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, επί δημοσίων κτημάτων, όπως είναι και τα δάση, τα οποία είναι εθνικά (εκτός των διαλαμβανόμενων στα άρθρα 1 και 2 του από 17-11/1-12-1836 ΒΔ/τος, τα οποία θεωρούνται ως ιδιωτικά υπό τις προϋποθέσεις που ορίζονται στο άρθρο 3 του εν λόγω ΒΔ/τος), ήταν επιτρεπτή η κτήση κυριότητας από ιδιώτη με έκτακτη χρησικτησία, σύμφωνα με τις έχουσες εφαρμογή, κατ’ άρθρο 51 ΕισΝΑΚ, για τον προ της ενάρξεως της ισχύος του ΑΚ χρόνο, διατάξεις των ν. 8 παρ. 8 κωδ. (7.39), ν. 9 παρ. 1 Πανδ. (50. 4), ν. 2 παρ. 20 Πανδ. (41.4), ν. 6 παρ. 1 Πανδ. (44.3), ν. 76 παρ. 1 Πανδ. (18.1), ν. 7 παρ. 3 Πανδ. (23.3), δηλαδή κατόπιν ασκήσεως νομής επί του δημοσίου κτήματος με καλή πίστη, δηλαδή με την ειλικρινή πεποίθηση του νομέως ότι με τη κτήση της νομής του πράγματος δεν προσβάλλει κατ’ ουσίαν το δικαίωμα κυριότητας τρίτου, σύμφωνα με τις διατάξεις των ν. 20 παρ. 12 Παν. (5-8), 27 Πανδ.(18-1), 10,18 και 48 πανδ (41.3), 3 Πανδ. (41-10) και 109 Πανδ. (50.16), τη συνδρομή της οποίας, ενόψει της φύσεως ως ενδιάθετης καταστάσεως συνάγει ο δικαστής της ουσίας συμπερασματικώς από τα περιστατικά που δέχθηκε ως αποδειχθέντα, καθώς και με διάνοια κυρίου, για χρονικό διάστημα μιας συνεχούς τριακονταετίας, με τη δυνατότητα του χρησιδεσπόζοντος να συνυπολογίσει στον χρόνο της δικής του νομής και εκείνον του δικαιοπαρόχου του, εφόσον είχε γίνει με νόμιμο τρόπο καθολικός ή ειδικός διάδοχος αυτού, ενώ κατά το ίδιο δίκαιο, που ίσχυε πριν από τον ΑΚ, τα δημόσια κτήματα είχαν εξαιρεθεί από την τακτική χρησικτησία (βλ. και τις διατάξεις των ν. 18.24 παρ. 1 Πανδ. (41-3) παρ. 9 Εισ. (2- 9), ν.2 κωδ (7-30) Βασ. (50-10). Οι διατάξεις αυτές δεν καταργήθηκαν με τον μεταγενέστερο από 21 Ιουνίου 1837 Νόμο «περί διακρίσεως κτημάτων», στο άρθρο 21 του οποίου ορίζεται ότι «ως προς τον τρόπο κτήσεως και διατηρήσεως της ιδιοκτησίας των δημοσίων πραγμάτων εφαρμόζονται αι εν τω πολιτικώ νόμω περιεχόμεναι διατάξεις», επομένως και οι προαναφερόμενες διατάξεις του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου. Από τον συνδυασμό των διατάξεων αυτών προς εκείνες των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21-6/3-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων» συνάγεται ότι, η έκτακτη χρησικτησία χωρεί με τις προϋποθέσεις, που εκτέθηκαν, και σε δημόσια κτήματα, εφόσον η τριακονταετής νομή αυτών, κατά τις διατάξεις των ν. 8 παρ. 8 Κωδ. (7.39), Βασ. 9 παρ. 1 (50. 4) είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου 1915, όπως αυτό προκύπτει από τις διατάξεις αφενός του νόμου ΔΞΗ /1912 και των διαταγμάτων «περί δικαιοστασίου», που εκδόθηκαν με βάση αυτόν από 12-9-1915 μέχρι και της 16-5-1926, και αφετέρου του άρθρου 21 του ΝΔ/τος της 22-4/16-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κ.λ.π», που επαναλήφθηκε στο άρθρο 4 του ΑΝ 1539/1938 «περί προστασίας των δημοσίων κτημάτων», που διατηρήθηκαν σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ με το άρθρο 53 ΕισΝ αυτού, με τις οποίες διατάξεις ανεστάλη κάθε παραγραφή ή δικαστική προθεσμία σε αστικές διαφορές και απαγορεύθηκε οποιαδήποτε παραγραφή των δικαιωμάτων του Δημοσίου στα κτήματά του, άρα και η χρησικτησία πάνω σ’ αυτά (βλ. ΟλΑΠ 75/1987, ΑΠ 34/2019, ΑΠ 1840/2017, ΑΠ 783/2016 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι δεν απαιτείται ως προϋπόθεση της αξιούμενης καλής πίστης για την κτήση κυριότητας επί δημοσίου κτήματος με έκτακτη χρησικτησία η ύπαρξη ταπίου υπέρ του χρησιδεσπόζοντος ή στην περίπτωση του δάσους η εκ μέρους αυτού υποβολή τίτλων ιδιοκτησίας κατά το άρθρο 3 του από 17-11-1836 ΒΔ/τος «περί ιδιωτικών δασών» (ΑΠ 8/2019, ΑΠ 52/2014 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1 του ΒΔ/τος της 12-12-1833 «περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λειβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833-1834»,  όλα τα λιβάδια, για την επικαρπία των οποίων δεν υπάρχει έγγραφο «ταπί» εκδοθέν επί τουρκοκρατίας, θεωρούνται δημόσια και η νομή τους παραμένει στο Δημόσιο. Η διάταξη αυτή όμως αφορά τη συντήρηση των δικαιωμάτων του Δημοσίου, τα οποία προϋπήρχαν και δεν καθιστά ανεπίδεκτα νομής και ιδιωτικής κτήσεως στο μέλλον τα ακίνητα αυτά. Τούτο προκύπτει από α) το άρθρο 1 § 2 του Ν. ΚΘ’ της 31-1/18-2-1864, κατά το οποίο το Δημόσιο και οι Κοινότητες διατηρούν τα δικαιώματα που είχαν επί των αμφισβητουμένων λιβαδιών άνευ βλάβης των αποκτηθέντων δικαιωμάτων από τρίτους, και β) το άρθρο 3 του Ν. ΨΗΖ/1880, κατά το οποίο οι κοινότητες, ως προς τα κοινοτικά λιβάδια, διατηρούν έναντι των ιδιωτών την νομική- κατοχή επί των βοσκοτόπων, επί των οποίων εγένοντο μέχρι το 1864 τοποθετήσεις ποιμνίων. Από τις προαναφερθείσες διατάξεις περί κτήσεως κυριότητας με έκτακτη χρησικτησία του β.ρ. δικαίου, των άρθρων 18 και 21 του Ν. της 21-6/3-7-1837 «περί διακρίσεως δημοσίων κτημάτων», του άρθρου 21 του ΝΔ της 22-4/16-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης», του άρθρου 60 του Ν. ΣΟΖ/1855 και του άρθρου 12 § 1 του Ν. ΔΝΖ/1912, προκύπτει ότι είναι δυνατή η κτήση κυριότητας επί βοσκοτόπων, εθνικών ή μη, και υπό ιδιωτών, εφόσον αυτοί τους νέμονταν με διάνοια κυρίου και καλή πίστη επί τριακονταετία μέχρι και την 11 Σεπτεμβρίου 1915 (ΑΠ 34/2019, ΑΠ 8/2019, ΑΠ 987/2017 ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1 και 3 του από 17-11/1-12- 1836 ΒΔ/τος «περί ιδιωτικών δασών», που έχει ισχύ νόμου, προκύπτει ότι,  το Δημόσιο αναγνωρίστηκε με αυτό κύριο κάθε έκτασης, η οποία πριν από την ισχύ του ήταν δάσος, εκτός εκείνων για τις οποίες υπήρχε έγγραφη απόδειξη Οθωμανικής Αρχής ότι ανήκαν πριν από τον περί Ανεξαρτησίας Αγώνα, σε ιδιώτες, καθώς και εκείνων που ανήκαν σε ιδιωτικά χωρία, και στις δύο δε αυτές περιπτώσεις, εάν και εφόσον οι νόμιμοι τίτλοι ιδιοκτησίας υποβλήθηκαν από τους ιδιοκτήτες τους στην Γραμματεία επί των Οικονομικών μέσα στην οριζόμενη από το άρθρο 3 § 1 ανατρεπτική προθεσμία, του ενός έτους από τη δημοσίευσή του νόμου (ΦΕΚ 69/1-12-1836), προς εξέταση της νομιμοποίησής τους ως ιδιοκτητών ιδιωτικών δασών. Ούτε όμως από το πιο πάνω ΒΔ, ούτε από άλλη διάταξη, απαγορευόταν τότε η έκτακτη χρησικτησία επί των δημόσιων δασών και γενικότερα επί των δημόσιων κτημάτων, ακόμη και εκείνων που περιήλθαν στο Ελληνικό Δημόσιο, με βάση την από 9 Ιουλίου 1832 συνθήκη της Κωνσταντινούπολης, καθώς και τα από 6 Ιουνίου 1830 και 7 Ιουλίου 1830 πρωτόκολλα του Λονδίνου, αλλά αντίθετα αυτή ήταν επιτρεπτή τόσο κατά τους ν. 18, Πανδ. (41.3), ν. 2, Κωδ. (7. 30), παρ. 9 Εισηγ. (2.6), όσο και κατά το άρθρο 21 του μετέπειτα ισχύσαντος από 2-6/3-7-1837 νόμου «περί διακρίσεως κτημάτων», και μπορούσε να οδηγήσει σε κτήση κυριότητας και επί πραγμάτων της πιο πάνω κατηγορίας, εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι και την 11-9-1915, αφού έκτοτε, ενόψει του Ν. ΔΞΗ/1912 και των εκδοθέντων σε εκτέλεση αυτού αλλεπάλληλων ΒΔ/των, όπως και του ΝΔ/τος της 22-4/16-5-1926 «περί διοικητικής αποβολής από των κτημάτων της Αεροπορικής Αμύνης κλπ», που προπαρατέθηκε, αποκλείστηκε η χρησιδεσποτεία των ανηκόντων στο Ελληνικό Δημόσιο ακίνητων πραγμάτων. Εφόσον, όμως, είχε συμπληρωθεί μέχρι τις 11-9-1915 ο χρόνος της έκτακτης χρησικτησίας, δεν έχουν εφαρμογή και δεν ασκούν καμιά έννομη επιρροή σε σχέση με την κυριότητα που αποκτήθηκε με αυτή οι διατάξεις του άρθρου 215 του Ν. 4173/1929, όπως τροποποιήθηκαν και συμπληρώθηκαν με τις διατάξεις των άρθρων 37 του ΑΝ 1539/1938 και 16 του ΑΝ 192/1946, επαναλήφθηκαν δε σε εκείνη του άρθρου 58 του ΝΔ/τος 86/1969 «περί δασικού κωδικός», με τις οποίες ορίζεται ότι νομέας σε δημόσια κτήματα θεωρείται το Δημόσιο, έστω και αν δεν ενήργησε σ’ αυτά καμία πράξη νομής και ότι μόνον η βοσκή επί δημόσιων δασών, μερικώς δασοσκεπών εκτάσεων, λιβαδιών και χορτολιβαδικών εδαφών δεν θεωρείται ποτέ ως πράξη νομής ή οιονεί νομής και ότι η νομή από τρίτους στα ακίνητα αυτά θεωρείται ότι ασκείται μόνο με την υλοτομία ή την εκμετάλλευση αυτών ως ιδιωτικών εκτάσεων με βάση άδεια της δασικής αρχής (ΑΠ 1524/2012). Ούτε ασκεί επιρροή στην κυριότητα, που αποκτήθηκε, η μεταγενέστερη διάταξη του άρθρου 62 § 1 του Ν. 998/1979 «περί προστασίας των δασών και των δασικών εν γένει εκτάσεων της χώρας», με την οποία ορίζεται ότι «σε κάθε φύσεως αμφισβητήσεις ή διενέξεις ή δίκες μεταξύ του Δημόσιου και φυσικού ή νομικού προσώπου, το οποίο επικαλείται ή αξιώνει οποιαδήποτε δικαιώματα εμπράγματα ή όχι επί των δασών, των δασικών εκτάσεων κλπ το ως άνω φυσικό ή νομικό πρόσωπο οφείλει να αποδείξει την ύπαρξη του δικαιώματος του» και πολύ περισσότερο η εκδιδομένη με βάση το άρθρο 191 του ΝΔ/τος 86/1969 απόφαση του Νομάρχη, με την οποία κηρύσσεται η επίδικη έκταση δασωτέα ή αναδασωτέα, αφού ο ιδιοκτήτης της συγκεκριμένης έκτασης εξακολουθεί να παραμένει κύριος αυτής και μετά την κήρυξη της ως αναδασωτέας (ΟλΑΠ 21/2005, ΑΠ 1646/2009). Έτσι, με τις προαναφερόμενες διατάξεις θεσπίστηκε υπέρ του Ελληνικού Δημοσίου μαχητό τεκμήριο κυριότητας επί των δασών, που υπήρχαν στα όρια του Ελληνικού Κράτους κατά τον χρόνο ισχύος του ανωτέρω διατάγματος, εφόσον δεν αναγνωρίσθηκε η κυριότητα ιδιώτη κατά τη διαδικασία του ίδιου διατάγματος (ΑΠ 34/2019 ΝΟΜΟΣ). Προϋπόθεση, όμως, του τεκμηρίου τούτου είναι η ύπαρξη δάσους κατά τον χρόνο ισχύος του διατάγματος. Ο ορισμός της έννοιας του δάσους κατά το ελληνικό δίκαιο διατυπώθηκε για πρώτη φορά στο άρθρο 1 του Ν. ΑΧΝ/1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών» και επαναλήφθηκε έκτοτε σε όλους τους μεταγενέστερους σχετικούς νόμους, διευρυνόμενος ως προς τον δασικό χαρακτήρα των εδαφών και τις επιτελούμενες από αυτά λειτουργίες, ειδικότερα δε από τις διατάξεις των άρθρων 57 του Ν.3077/1924, 45 του Ν.4173/1929 (όπως τροπ. με τα άρθρα 9 του ΑΝ 3/1935 και 1 του ΑΝ 857/1937), 1 του ΝΔ/τος  69/1969 και 3 του Ν.998/1979, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν. 3208/2003 (ΑΠ 8/2019 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, δάσος, κατά την έννοια των προαναφερόμενων διατάξεων, θεωρείται κάθε έκταση εδάφους, η οποία καλύπτεται ολικά ή μερικά από άγρια ξυλώδη φυτά οποιωνδήποτε διαστάσεων και ηλικίας, τα οποία προορίζονται για την παραγωγή ξυλείας ή και άλλων προϊόντων, σύμφωνα με τον ορισμό του δάσους που περιέχεται στη διάταξη του άρθρου 1 του Ν. ΑΧΝ/1888 «περί διακρίσεως και οριοθεσίας των δασών», η οποία περιλήφθηκε ως άρθρο 57 στο Ν. 3077/1924 «περί Δασικού Κώδικος» και βασικά δεν διαφέρει από τις διατάξεις του άρθρου 3 §§ 1 και 2 του Ν. 998/1979. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει, ότι το δάσος είναι οργανικό σύνολο άγριων φυτών με ξυλώδη κορμό επί της επιφανείας του εδάφους, τα οποία μαζί με την εκεί συνυπάρχουσα πανίδα και χλωρίδα αποτελούν, δια της αμοιβαίας αλληλεξαρτήσεως και αλληλεπιδράσεώς τους ιδιαίτερη βιοκοινότητα (δασοβιοκοινότητα) και ιδιαίτερο φυσικό περιβάλλον (δασογενές). Δασική έκταση υπάρχει και όταν στο ανωτέρω η άγρια ξυλώδης βλάστηση, υψηλή ή θαμνώδης, είναι αραιά. Κρίσιμη, επομένως, για την έννοια του δάσους και της δασικής έκτασης είναι η οργανική ενότητα της δασικής (δενδρώδους ή θαμνώδους) βλάστησης, η οποία με τη συνύπαρξη της όλης δασογενούς χλωρίδας και πανίδας προσδίδει μόνη σ’ αυτό την ιδιαίτερη ταυτότητα ως δασικού οικοσυστήματος. Περαιτέρω, από τις ίδιες διατάξεις προκύπτει ότι στην έννοια του δάσους ή της δασικής έκτασης περιλαμβάνονται και οι εντός αυτών, οποιασδήποτε φύσεως, ασκεπείς εκτάσεις, χορτολιβαδικές ή μη, βραχώδεις εξάρσεις και γενικά ακάλυπτοι χώροι, καθώς και οι πάνω από τα δάση ή τις δασικές εκτάσεις ασκεπείς κορυφές ή αλπικές ζώνες των βουνών και οι άβατες κλιτύες αυτών. Δεν ασκεί δε επιρροή στο πραγματικό γεγονός της δασικής μορφής του ακινήτου το ότι ορισμένα τμήματα αυτού κατά καιρούς εμφανίζονται χωρίς δασική βλάστηση (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 363/2017, ΕΠειρ 3/2015 ΝΟΜΟΣ). Τέλος, για τα αδέσποτα ακίνητα καθιερώθηκε, το πρώτον το έτος 1837, ότι ανήκουν στο Δημόσιο, με το άρθρο 16 του Νόμου της 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων», με το οποίο ορίσθηκε ότι, «όλα τα παρ’ ιδιωτών ή κοινοτήτων μη δεσποζόμενα, δηλαδή όλα τα αδέσποτα, καθώς και τα των ακλήρων αποθανόντων κτήματα, επί των οποίων δεν υπάρχουν άλλων αποδεδειγμένοι απαιτήσεις, ανήκουν στο Δημόσιο». Στη συνέχεια, η αρχή αυτή επαναλήφθηκε με το άρθρο 2 του Ν. 1539/1938 και μετά την ισχύ του ΑΚ με το άρθρο 972 αυτού. Εξάλλου, σύμφωνα με τις διατάξεις του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου ν. 1, 23 Πανδ. (47,1), εισ. 47 (2.1), προϋπόθεση για την περιέλευση κάποιου πράγματος στην κατηγορία των αδέσποτων, ήτοι των πραγμάτων, τα οποία είναι μεν ικανά να τεθούν υπό την ανθρώπινη εξουσίαση, αλλά δεν υπάρχει κύριος τούτων, και τα οποία, σύμφωνα με την παραπάνω διάταξη του άρθρου 16 του Νόμου της 21-6/10-7- 1837, ανήκουν κατά κυριότητα στο Δημόσιο, είναι όχι μόνο η εγκατάλειψη της νομής του πράγματος (κινητού ή ακινήτου), αλλά και η βούληση εγκατάλειψης του πράγματος, δηλαδή απόφαση του κυρίου περί παραιτήσεως αυτού από την κυριότητα, χωρίς πρόθεση περαιτέρω μεταβίβασης του πράγματος σε συγκεκριμένο τρίτο πρόσωπο. Η βούληση του κυρίου πρέπει να εκδηλώνεται υπό συνθήκες που δεν καθιστούν αυτήν αμφίβολη και υπό την αυτονόητη προϋπόθεση ότι ο παραιτούμενος ήταν κύριος του πράγματος. Για την εγκατάλειψη του ακινήτου με σκοπό παραιτήσεως από την κυριότητα, κατά το προϊσχύσαν βυζαντινορωμαϊκό δίκαιο, δεν απαιτείτο ο τύπος του συμβολαιογραφικού εγγράφου και μεταγραφή, όπως ήδη απαιτείται υπό την ισχύ του ΑΚ. Ο νόμος αυτός «Περί διακρίσεως κτημάτων» τροποποίησε τον προϊσχύσαντα αυτού κανόνα του βυζαντινορωμαϊκού δικαίου, κατά τον οποίο όποιος καταλάμβανε αδέσποτο αποκτούσε την κυριότητά του (Πανδ. 41.1), έτσι ώστε να μην απαιτείται πλέον η πραγματική κατάληψη των αδέσποτων ακινήτων, προκειμένου να επέλθει κτήση της κυριότητας. Η τροποποίηση αυτή υπαγορεύτηκε από την ανάγκη να καταστεί ευχερής η κτήση από το Ελληνικό Δημόσιο της κυριότητας των κτημάτων, τα οποία είχαν εγκαταλειφθεί από τους Οθωμανούς ιδιοκτήτες τους, οι οποίοι αποχώρησαν από την Ελλάδα λόγω του απελευθερωτικού αγώνα. Έτσι, τα κτήματα αυτά αποκτήθηκαν «δικαιώματι πολέμου» ανεξαρτήτως της κατάληψής τους κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα από το Δημόσιο ή τις ελληνικές στρατιωτικές δυνάμεις (ΑΠ 27/2019, ΑΠ 8/2019,  ΕΠειρ 435/2016 ΝΟΜΟΣ).

Ενόψει των ανωτέρω ο υπό (β) ισχυρισμός του εναγομένου ότι απέκτησε το επίδικο ως διάδοχο του Τουρκικού Δημοσίου, είναι μη νόμιμος και συνεπώς απορριπτέος, καθόσον, σύμφωνα με τα εκτιθέμενα στην παραπάνω  νομική σκέψη, για τα ακίνητα της Αττικής δεν μπορεί να γίνει λόγος για περιέλευσή τους στην κυριότητα του Ελληνικού Δημοσίου με το δικαίωμα του πολέμου, αφού η Αττική δεν κατακτήθηκε με όπλα, αλλά παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Κράτος την 31-3-1833 με βάση την από 27-6/9-7-1832 Συνθήκη της Κωνσταντινουπόλεως και κατόπιν σχετικών συμφωνιών μεταξύ των Ελληνικών και Τουρκικών Αρχών.  Ο υπό (γ) ισχυρισμός, περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου λόγω εγκατάλειψής του από τους Οθωμανούς ιδιώτες είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος λόγω αοριστίας, αφού δεν εξειδικεύονται καθόλου τα πραγματικά περιστατικά που στηρίζουν τη βάση αυτή, όπως π.χ. ποιος ήταν ο άλλοτε Οθωμανός κύριος του επιδίκου.  Επίσης, απορριπτέοι ως απαράδεκτοι λόγω αοριστίας είναι και οι επικουρικές βάσεις της ένστασης ιδίας κυριότητας, ήτοι 1) υπό στοιχείο (ε) περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου με τα προσόντα της τακτικής χρησικτησίας, καθόσον δεν γίνεται επίκληση συγκεκριμένου νόμιμου τίτλου για τη θεμελίωσή της, 2) υπό στοιχείο (στ) περί κτήσης της κυριότητας του επιδίκου, αφενός κατ’ εφαρμογή του άρθρου 16 του Ν. της 21-6/10-7-1837 «Περί διακρίσεως κτημάτων», διότι το εναγόμενο αρκείται σε απλή επανάληψη του πραγματικού της παραπάνω διάταξης, χωρίς να επικαλείται ότι χώρησε εγκατάλειψη της νομής του επιδίκου από τον μέχρι τότε κύριο και ότι αυτή έγινε με πρόθεση παραίτησης από το δικαίωμα της κυριότητας, και χωρίς να προσδιορίζει ποιο πρόσωπο προέβη στην κατά τα άνω εγκατάλειψη, αφετέρου ως αδέσποτου, κατ’ εφαρμογή των διατάξεων του προϊσχύσαντος βυζαντινορωμαϊκού δικαίου άλλως των άρθρων 2 § 1 του Ν. 1539/1938 και 972 του ΑΚ, καθόσον δεν γίνεται σαφής επίκληση περιστατικών που θα επέτρεπαν την κρίση ότι στην προκείμενη περίπτωση εφαρμόζονται οι ανωτέρω διατάξεις, ή έστω η ειδική διάταξη του άρθρου 34 του Ν. 1539/1938 περί κτήσης κυριότητας επί εγκαταλελειμμένων ακινήτων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε τους ως άνω ισχυρισμούς δεν έσφαλε ως προς τη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου. Οι υπό στοιχεία (α) και (δ), όμως, βάσεις της ένστασης ιδίας κυριότητας, που προέβαλε το εναγόμενο  είναι ορισμένες και νόμιμες και εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο απέρριψε αυτές ως αόριστες. Εάν με την έφεση προσβάλλεται καταλυτική της αγωγής ένσταση ο συλλογισμός καταστρώσεως της αποφάσεως ανακόπτεται πριν από τη διατύπωση του διατακτικού της αποφάσεως, στο οποίο δεν άγεται το δικαστήριο  πριν αποφανθεί επί της ενστάσεως. Επομένως, η απόφαση εξαφανίζεται κατά το διατακτικό της, ενώ παραμένει αλώβητη κατά το μέρος που έκρινε ως βάσιμη την ιστορική βάση της αγωγής. Πρέπει, συνεπώς, στην εξεταζόμενη διαφορά, αφού γίνει δεκτός, κατά τα ανωτέρω,  ως ουσία βάσιμος ως σχετικός λόγος έφεσης καθώς και η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση κατά το μεταβιβασθέν με την έφεση μέρος και το παρόν Δικαστήριο, αφού κρατήσει την υπόθεση και δικάσει την αγωγή, πρέπει στην συνέχεια να ερευνήσει την ουσιαστική βασιμότητα της παραπάνω ένστασης του εναγομένου.

Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων  των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης,  από τις με αρ. …………./31-3-2011 ένορκες βεβαιώσεις των μαρτύρων ……….. αντίστοιχα, οι οποίες δόθηκαν ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά με επιμέλεια του ενάγοντος, κατόπιν προηγούμενης νομότυπης κλήτευσης του αντιδίκου του (βλ. με αρ. ………/11-1-2011 και …../26-1-2011 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Πρωτοδικείου Πειραιά ………… σε συνδυασμό με το επιδοθέν δικόγραφο αγωγής), από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά παρακάτω, χωρίς ωστόσο να παραληφθεί κάποιο για την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του υπ’ αρ. ……/24-4-1997 συμβολαίου γονικής παροχής της συμβολαιογράφου Πειραιώς …………., νομίμως μεταγεγραμμένου στα οικεία βιβλία του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς (τόμος …, αύξ. αρ. …), ο ενάγων απέκτησε με γονική παροχή από τον πατέρα του, …………, και κατέστη κύριος, ενός ακινήτου-αγροτεμαχίου (που είναι το επίδικο), με ΚΑΕΚ …………., εμβαδού, κατά μεν τον τίτλο κτήσεως 157,50 τμ. κατά δε το Κτηματολόγιο 151 τμ., το οποίο βρίσκεται στο Κερατσίνι, εκτός σχεδίου πόλεως του ομώνυμου δήμου, στη θέση «….», όπως αυτό αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Φεβρουαρίου 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού ……….. και συνορεύει  γύρωθεν με ανώνυμη οδό, οδό …….., με ιδιοκτησία ……….. και με ιδιοκτησία … . (το οποίο τοπογραφικό, σημειωτέον, εμφανίζει το ακίνητο με εσφαλμένο προσανατολισμό σε σχέση τόσο με το πιο πρόσφατο από Νοεμβρίου 2009 τοπογραφικό διάγραμμα του τοπογράφου –μηχανικού …………, που προσκομίζει ο ενάγων, όσο και με το απόσπασμα του κτηματολογικού χάρτη του κτηματολογικού γραφείου Πειραιώς, όπου αποτυπώνεται το εν λόγω ακίνητο).  Ο πατέρας του ενάγοντος απέκτησε το επίδικο ακίνητο  με  άτυπη αγορά, το έτος 1964, από την ………………. και έκτοτε ασκούσε τη φυσική εξουσία επ’ αυτού με διάνοια κυρίου χωρίς να ενοχληθεί από κανένα. Συγκεκριμένα, διατηρούσε εντός αυτού παράγκα με οικόσιτα ζώα και το επέβλεπε, ενώ  από το 1997 ο ενάγων, στον οποίο μεταβιβάστηκε, συνέχισε να ασκεί επ’ αυτού πράξεις νομής και δη το περιέφραξε και το δήλωνε στο έντυπο Ε9. Μάλιστα, ο πατέρας του ενάγοντος με την υπ’ αρ. 801/1996 αμετάκλητη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε επί αγωγής αυτού κατά του ……………, αναγνωρίστηκε κύριος αυτού με τα προσόντα της έκτακτη χρησικτησίας. Η  απώτερη δε δικαιοπάροχος του ενάγοντος, …………, απέκτησε το επίδικο ως τμήμα μείζονος έκτασης με βάση το υπ’ αρ. …./1929 συμβόλαιο διανομής ακίνητης περιουσίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., νομίμως μεταγεγραμμένο στα οικεία βιβλία το Δήμου Πειραιώς, μετά από εξώδικη διανομή μεταξύ  αυτής και των συγκληρονόμων της κληρονομιαίας ακίνητης περιουσίας του πατέρα της, ………., ο οποίος απεβίωσε τον Απρίλιο του 1918. Έκτοτε δε αυτή ασκούσε επί της ευρύτερης έκτασης, που περιήλθε στην κατοχή της, συμπεριλαμβανομένου και του επιδίκου, πράξεις νομής προσιδιάζουσες στη φύση και τον προορισμό της. Συγκεκριμένα δε, αυτή το 1965 χώρισε την έκταση, που περιήλθε στη μερίδα της από την ανωτέρω διανομή, σε οικόπεδα με βάση τοπογραφικό διάγραμμα του μηχανικού-εργολήπτη …………. και άρχισε τη διάθεσή τους σε τρίτους. Έτσι, δυνάμει του με αρ. …../4-12-1965 συμβολαίου αγοραπωλησίας του συμβολαιογράφου Πειραιώς …………, αυτή πώλησε στους ………… το όμορο από δυτικά του επιδίκου (που φέρει τον αριθμό 25 στο ανωτέρω τοπογραφικό διάγραμμα) ακίνητο, που φέρει στο ως άνω τοπογραφικό διάγραμμα τον αριθμό 26. Συνεπώς, ο ενάγων έχει καταστεί κύριος του επιδίκου και με τα προσόντα της έκτακτης χρησικτησίας, αφού ασκούσε πράξεις νομής για πάνω από είκοσι χρόνια προσμετρουμένου και του χρόνου νομής του δικαιοπαρόχου του. Αντίθετα, από την εκτίμηση του όλου αποδεικτικού υλικού και ανεξαρτήτως της μορφής, που παρουσιάζει σήμερα το επίδικο, δεν αποδείχθηκε ότι αυτό κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα ήταν δασική έκταση, ούτε ότι  το 1936 κατά τον χρόνο, δηλαδή, ισχύος του ΒΔ/τος της 17-11/1-12-1836 «περί ιδιωτικών δασών” ήταν δάσος, ώστε να υπήρχε υποχρέωση του ιδιοκτήτη αυτού να δηλώσει τους τίτλους ιδιοκτησίας του, προκειμένου να αναγνωρισθεί ως ιδιοκτήτης ιδιωτικού δάσους, ώστε να μην περιληφθεί στην ιδιοκτησία του Ελληνικού Δημοσίου, όπως ισχυρίζεται το εναγόμενο. Τα μόνα στοιχεία στα οποία  αυτό στηρίζει τον χαρακτήρα του επιδίκου ως δασικής έκτασης  αναφέρονται σε μεταγενέστερο χρόνο και εδράζονται κυρίως στην ερμηνεία των αεροφωτογραφιών των ετών 1937, 1945 και 1969, από τις οποίες προκύπτει η κατά τους χρόνους αυτούς ύπαρξη δασικής βλάστησης στην ευρύτερη περιοχή. Εξάλλου, στο προσκομιζόμενο από το εναγόμενο απόσπασμα του γερμανικού χάρτη του Kaupert έτους 1872, πέραν του ότι αναφέρεται σε χρονική περίοδο, πολύ μετά το 1836, δεν αποτυπώνεται η ακριβής θέση του επιδίκου, ώστε να διαπιστωθεί εάν αυτό ενέπιπτε ή όχι σε δασική περιοχή. Σε κάθε περίπτωση στον χάρτη αυτόν εκτιμάται ότι αποτυπώνονται βορειότερες περιοχές του όρους Αιγάλεω –αναφέρονται το «βουνό Σκαραμαγκά» και η περιοχή «Δαφνίου» Αττικής-, ενώ το επίδικο, όπως περιγράφεται στο με αρ. πρωτ. ……./9-1-2012 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιά, βρίσκεται στις νότιες κλιτύες του όρους αυτού. Στο ίδιο έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών αναφέρεται, ακόμη, ότι από αεροφωτογραφίες έτους 1937 προκύπτει μόνο η προς βορρά, ανατολικά  και δυτικά περιοχή του επιδίκου να καλύπτεται με χορτολιβαδική βλάστηση, δασικούς θάμνους σε ποσοστό περίπου 30%, στα δε υψηλότερα υψόμετρα και στα ρέματα να παρατηρούνται διάσπαρτα άτομα χαλεπίου πεύκης, ενώ η προς νότο περιοχή εμφανίζεται να είναι μη δασική. Αναφορικά δε με το υπ’ αρ. πρωτ. 6555/2004 έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιά, που προσκομίζεται από το εναγόμενο προς θεμελίωση του ισχυρισμού του περί δασικής έκταση, αυτό αφορά έκταση φερόμενη ως «Κτήμα Παχύ» που δεν προέκυψε ότι έχει κάποια τοπική εγγύτητα  με το επίδικο. Περαιτέρω, από την άλλη πλευρά, αποδείχθηκε ότι η ευρύτερη έκταση, που περιήλθε στην δικαιοπάρχο του ενάγοντος, ………, από την προαναφερθείσα διανομή μεταξύ των συγκληρονόμων του ………., αποτελούσε τμήμα ακόμη ευρύτερης έκτασης, που είχε περιέλθει στον πατέρα της, δυνάμει του υπ’ αρ. …./1918 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., νομίμως μεταγεγραμμένου,  μετά από διανομή μεταξύ αυτού και των λοιπών συγκυρίων, ήτοι των ……….. και …………. Ειδικότερα, η έκταση, που έλαβε στην κυριότητα του ο απώτατος δικαιοπάροχος του ενάγοντος, …………, αποτελούσε τμήμα έκτασης, 770 περίπου στρεμμάτων, η οποία είχε παραχωρηθεί κατά τμήματα 160 και 610 στρεμμάτων από το Ελληνικό Δημόσιο, σύμφωνα με τις διατάξεις του Ν. ΓΝΛΑ «περί διαθέσεως και διανομής της εθνικής γης», δυνάμει μεν των υπ’ αρ. 17335 και 17333/1863 παραχωρητηρίων  στους ………., δυνάμει δε των με αρ. ………./1881, ………/1880 παραχωρητηρίων στους ………….. Ολόκληρη δε την έκταση αυτή απέκτησαν στη συνέχεια με αγορά από τους παραχωρησιούχους οι …….. και  ………., ενώ κατόπιν αλληλοδιαδόχων μεταβιβάσεων μεταξύ των ετών 1886-1910 περιήλθε  στους ………… εξ αδιαιρέτου. Ομοίως, από τα προσκομισθέντα αποδεικτικά στοιχεία δεν προέκυψε πέραν πάσης αμφιβολίας ότι ο επίδικο ακίνητο κατά το έτος 1833, υπό την ισχύ δηλαδή του ΒΔ της 3/15-12-1833 «περί διορισμού του φόρου βοσκής και του δια τα εθνικοϊδιόκτητα λιβάδια εγγείου φόρου κατά τα έτη 1833 -1834» είχε χαρακτήρα βοσκότοπου ή λιβαδίου. Όπως μάλιστα καταθέτει και η μάρτυρας του εναγομένου στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, η περιοχή όπου κείται το επίδικο είναι πετρώδης και κατά θέσεις  (βλ. σελίδα 10 των ταυτάριθμων με την εκκαλουμένη πρακτικών) βραχώδης,  προσφερόμενη συνεπώς περισσότερο για λατομική εκμετάλλευση και όχι για βοσκότοπος. Επίσης, ουδόλως αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο άσκησε επί του επιδίκου ποτέ πράξεις νομής, όπως ισχυρίζεται, επιδεικνύοντας για πρώτη φορά ενδιαφέρον κατά την καταγραφή του ως δασική έκταση στους δασικούς χάρτες του ΟΤΑ Κερατσινίου με βάση την υπ’ αρ. …../2002 δήλωση ιδιοκτησίας του ΓΓΠ Αττικής. Είναι χαρακτηριστικό, εξάλλου, ότι το Ελληνικό Δημόσιο έχει προβεί σε αναγκαστική απαλλοτρίωση, για λόγους δημόσιας ωφέλειας, διαφόρων τμημάτων του ως άνω μείζονος ακινήτου των 770 στρεμμάτων, καταβάλλοντος αντίστοιχες αποζημιώσεις στους κληρονόμους των αρχικών συγκυρίων αναγνωρίζοντας με τον τρόπο αυτό την κυριότητα ιδιωτών στις απαλλοτριούμενες εκτάσεις (βλ. υπ’ αριθμ.450/1999 απόφαση αναγνώρισης δικαιούχων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς καθώς και με αρ. 2043/2003 απόφαση αναγνώρισης δικαιούχων του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, εκδοθείσα με την τακτική διαδικασία), ενώ  με την υπ’ αρ. 406/1974 απόφαση του Αρείου Πάγου, η οποία έκρινε επί διαφοράς μεταξύ των διαδόχων από την οικογένεια ….. και του Οικοδομικού Συνεταιρισμού ………. ., έγινε δεκτό  ότι  το Ελληνικό Δημόσιο με την παραχώρηση προς τους αρχικούς δικαιοπαρόχους της έκτασης των 770 στρεμμάτων αναγνώρισε την κατοχή τους επ’ αυτής. Επίσης, το Ελληνικό Δημόσιο το 1963, κατόπιν διαγωνισμού για ανεύρεση ακινήτου προς ανέγερση αποθηκευτικών χώρων για την εναπόθεση των κρατικών εφοδίων, αγόρασε με το υπ’ αρ. …/23-4-1963 συμβόλαιο του συμβολαιογράφου Αθηνών ………., νομίμως μεταγεγραμμένο, οικοπεδική έκταση, η οποία αποτελούσε τμήμα της προαναφερόμενης μείζονος έκτασης, που περιήλθε στον ………. και στη συνέχεια, μετά από διανομή με το υπ’ αρ. …../1929 συμβόλαιο, στους κληρονόμους του. Με βάση τα ανωτέρω, λοιπόν, ο ισχυρισμοί του εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου, ότι το ίδιο είναι κύριο του επίδικου ακινήτου, διότι το επίδικο κατά το έτος 1836 ήταν δασική έκταση και περιήλθε σ’ αυτό, επειδή δεν προσκομίσθηκαν τίτλοι ιδιοκτησίας του μέσα στην προβλεπόμενη από το Β.Δ. της 16-11-1836 «περί ιδιωτικών δασών» ανατρεπτική προθεσμία του ενός έτους ή διότι ήταν βοσκότοπος ή λιβάδι, για την επικαρπία του οποίου κανένας δεν παρουσίασε έγγραφο «ταπί», το οποίο είχε εκδοθεί από την τουρκική εξουσία ή διότι το νεμόταν συνεχώς από την απελευθέρωση του Ελληνικού Κράτους μέχρι την άσκηση της αγωγής, είναι απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι και η ένσταση ιδίας κυριότητας που προέβαλε πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη κατ’ ουσίαν, παρελκούσης, κατόπιν τούτου, της έρευνας της αντένστασης που προέβαλε ο ενάγων (περί κτήσης της κυριότητας με χρησικτησία κατά τις διατάξεις του βυζαντινορωμαικού δικαίου), αφού δεν αποδείχθηκε ότι το επίδικο αποτελεί δημόσιο κτήμα. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η κτηματική περιοχή Κερατσινίου, στην οποία βρίσκεται το επίδικο ακίνητο κηρύχθηκε υπό κτηματογράφηση στο πλαίσιο των εργασιών για τη δημιουργία του Εθνικού Κτηματολογίου (Ν. 2308/1995), δυνάμει της υπ’ αρ. 24414/4876/1997 (ΦΕΚ 836 Β’/1997) απόφασης. Στη συνέχεια, με την υπ’ αρ. 418/2/29-5-2007 απόφαση του ΔΣ του ΟΚΧΕ (ΦΕΚ Β’ 934/11-6-2007) διαπιστώθηκε η περαίωση της διαδικασίας κτηματογράφησης για την περιφέρεια του Δήμου Κερατσινίου καθώς και η ολοκλήρωση της διαδικασίας καταχώρησης των πρώτων εγγραφών στο κτηματολογικό βιβλίο του Δήμου Κερατσινίου, ενώ με την υπ’ αρ. 419/2/31-5-2007 απόφαση του ΔΣ του ΟΚΧΕ (ΦΕΚ Β’ 934/11-6-2007) κηρύχθηκε η έναρξη λειτουργίας του κτηματολογίου και ορίστηκε ημερομηνία έναρξης αυτού η 31-5-2007. Στα πλαίσια της κτηματογράφησης, κατά τις αρχικές εγγραφές, το επίδικο γεωτεμάχιο που έλαβε ΚΑΕΚ ./…. και εμφανίζεται με εμβαδόν 151 τμ., το Ελληνικό Δημόσιο, διά του Γενικού Γραμματέα Περιφέρειας Αττικής, υπέβαλε την υπ’ αρ. …/14-9-2002 (αρ. κατ. …../16-9-2002) δήλωση ιδιοκτησίας του άρθρου 2 του Ν. 2308/1995 για τα δάση και τις δασικές εκτάσεις του ΟΤΑ Κερατσινίου (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. …./7-1-2009  έγγραφο της Διεύθυνσης Δασών Πειραιά καθώς και απόσπασμα του δασικού χάρτη Κερατσινίου και απόσπασμα φυσικού χάρτη της Γ.Υ.Σ. µε αριθ. ../…) και έτσι εμφανίζεται το επίδικο να ανήκει στην ιδιοκτησία του. Η εγγραφή αυτή δεν είναι ακριβής και προσβάλλει το δικαίωμα του ενάγοντος αφού, σύμφωνα με τα πραγματικά περιστατικά, που αποδείχθηκαν και αναφέρονται παραπάνω, κύριος του επιδίκου είναι  ο ίδιος με βάση το προαναφερόμενο συμβόλαιο γονικής παροχής και πρέπει να διαταχθεί η διόρθωση της εγγραφής αυτής. Επομένως, πρέπει να γίνει δεκτή η αγωγή ως βάσιμη κατ’ ουσίαν, να αναγνωριστεί ο ενάγων κύριος του επίδικου ακινήτου και ακολούθως να διαταχθεί η διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς κατά τα αναφερόμενα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα  του ενάγοντος για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως καθορίζονται στο διατακτικό, μειωμένα όμως, κατ’ άρθρο 22 § 1 του Ν. 3693/1957 .

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 7-9-2015 (αρ. κατάθ. ……./2015) έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την προσβαλλόμενη με αρ. 4357/2012 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και

ΔΙΚΑΖΕΙ την από 30-12-2010 (αρ. κατάθ. …../2011) αγωγή.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ τον ενάγοντα κύριο ενός ακινήτου εμβαδού, κατά  μεν τον τίτλο κτήσης αυτού, 157,50 τμ., κατά δε τα κτηματολογικά βιβλία 151 τμ., το οποίο βρίσκεται στο Κερατσίνι, εκτός σχεδίου πόλεως του ομώνυμου δήμου, στη θέση «…», όπως αυτό αποτυπώνεται με τα στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α στο από Φεβρουαρίου 1997 τοπογραφικό διάγραμμα του αρχιτέκτονα μηχανικού ……. και συνορεύει  γύρωθεν με ανώνυμη οδό,  με οδό ………, με ιδιοκτησία ………. και με ιδιοκτησία ………., και φέρει ΚΑΕΚ ……

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ  τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής στα κτηματολογικά βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιώς, ώστε στο κτηματολογικό φύλλο του ακινήτου με ΚΑΕΚ ………. και με εμβαδόν, κατά την κτηματολογική εγγραφή, 151 τμ., να αναγραφεί ο ενάγων ως αποκλειστικός κύριος με τίτλο κτήσης το με αρ. …./1997 συμβόλαιο της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., που έχει μεταγραφεί νόμιμα στα βιβλία μεταγραφών του υποθηκοφυλακείου Πειραιώς, στον τόμο … με αύξοντα αριθμό …..

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος, αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, σε βάρος του εναγομένου, τα οποία ορίζει σε διακόσια ενενήντα (290) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την  παρουσία των  διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 9-1-2020.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ’ αυτής λόγω μεταθέσεως και

αναχωρήσεως της, ο Πρόεδρος του

Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης

του Εφετείου Πειραιώς

 

Αντώνιος Πλακίδας

Πρόεδρος Εφετών