Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 74/2020

Νομικά θέματα που αντιμετωπίστηκαν:

Σε περίπτωση άσκησης έφεσης από το διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της έφεσης και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Κρίσιμος χρόνος για να κριθεί το εμπρόθεσμο της έφεσης, αν δεν έχει επιδοθεί η εκκαλουμένη απόφαση, είναι η ημερομηνία δημοσίευσής της. Όσον αφορά στην αγωγή με την οποία ζητείται η λύση του γάμου των διαδίκων, ο ενάγων, για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγόμενου ή και των δύο συζύγων με την έννοια της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικώς πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσης γεγονότα αυτά και στο πρόσωπο του εναγόμενου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της συμβίωσης έχει καταστεί αφόρητη γι` αυτόν.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ     74/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά και Ελένη Σκριβάνου – Εισηγήτρια, Εφέτες, και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, ‘’ αν ασκηθεί έφεση από διάδικο, που δικάσθηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια, που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως’’. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους και ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει (με το δικόγραφο της έφεσης και τις προτάσεις του) όλους τους ισχυρισμούς, που μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται δηλαδή η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίσθηκε στο ακροατήριο, αλλά δικάσθηκε, ερήμην, όπως, εντός των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης, ακουστεί και προβάλει στο εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως, επανορθώνοντας με την  έφεση τις συνέπειες που η απουσία του επέφερε. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των  αποδείξεων, ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και πρέπει να εξαφανισθεί, ως προς όλες τις διατάξεις της (ΑΠ 884/2007, ΑΠ 1015/2005Ελ.Δ.46,110, Εφ.Αθ.2142/2011, Εφ.Αθ. 933/2011, Εφ.Αθ.337/2009, Εφ.Θεσ.431/2009, Εφ.Δωδ.136/2009, Εφ.Πατρ.150/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Εξάλλου, με τις αλλαγές που επέφερε ο  Ν. 4335/2015 στις διατάξεις του ΚΠολΔ, μειώθηκε η προβλεπόμενη, από την παρ. 2 του άρθρου 518 ΚΠολΔ, προθεσμία για την άσκηση της έφεσης, σε περίπτωση που δεν έχει επιδοθεί η εκκαλουμένη απόφαση, από τρία σε δύο έτη από τη δημοσίευσή της. Ως προς τις δημοσιευόμενες πριν την έναρξη ισχύος του Ν. 4335/2015 αποφάσεις, όμως, ήτοι πριν την 1η-1-2016, που είχαν εκδοθεί αντιμωλία των διαδίκων και δεν είχαν επιδοθεί και καταστεί τελεσίδικες ή αμετάκλητες, εξακολουθεί να ισχύει η τριετής καταχρηστική προθεσμία προσβολής τους με αναίρεση και για την ταυτότητα του νομικού λόγου και για την προσβολή τους με έφεση (πρβλ. Ολ.ΑΠ 296/1974 στην αντίστροφη περίπτωση της αύξησης της ως άνω καταχρηστικής προθεσμίας από διετή, κατά το άρθρο 817 παρ. 4 της ΠολΔ, σε τριετή με τον ΚΠολΔ/1968). Η με τον τρόπο αυτό τελολογική προσέγγιση του άρθρου 9 παρ. 2 του Ν.4335/2015 συντελεί στην εγκαθίδρυση αισθήματος εμπιστοσύνης του πολίτη και άρσης οποιασδήποτε ανασφάλειας δικαίου. Άλλωστε, υπέρ της ερμηνευτικής αυτής αντίληψης συνεπικουρεί και η διάταξη του άρθρου 13 παρ. 2 Εισ.Ν.Κ.Πολ.Δ, σύμφωνα με την οποία ‘’Η διάρκεια των προθεσμιών που είχαν αρχίσει πριν από τη εισαγωγή του ΚΠολΔ και δεν έχουν λήξει, καθώς και η παρέκτασή τους, κρίνονται σύμφωνα με το δίκαιο που ίσχυε πριν την εισαγωγή του, η παράταση όμως, η αναστολή και η διακοπή τους εξαιτίας γεγονότων, που επήλθαν μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ, κρίνονται με βάση τις διατάξεις του’’ (Ολ.ΑΠ 10/2018, ΑΠ 712/2019, ΑΠ 329/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Η κρινόμενη έφεση της εκκαλούσας – εναγόμενης κατά της υπ΄ αρ. 3877/2014 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δικάζοντας κατά την ειδική διαδικασία των γαμικών διαφορών,  (όπως οι σχετικές διατάξεις του ΚΠολΔ ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν. 4335/2015) ερήμην αυτής, αλλά σαν να ήταν όλοι οι διάδικοι παρόντες (άρθρο 603 παρ. 2εδ.α ΚΠολΔ, όπως ίσχυε τότε), έκανε δεκτή την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας αγωγή του ενάγοντος – ήδη εφεσίβλητου εναντίον της, με την οποία ο τελευταίος ζητούσε τη λύση του γάμου τους, έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.2, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), παρά τον περί του αντιθέτου αβάσιμο ισχυρισμό του εφεσίβλητου, δεδομένου ότι δεν προκύπτει ούτε επικαλούνται οι διάδικοι ότι έλαβε χώρα επίδοση της εκκαλουμένης και από την έκδοσή της (1-9-2014) έως την άσκησή της έφεσης, δεν έχει παρέλθει διάστημα μεγαλύτερο της τριετίας σύμφωνα με τα προαναφερθέντα στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη. Δεν απαιτείται δε η κατάθεση των, προβλεπόμενων από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3εδ.α του ΚΠολΔ, παραβόλων του δημοσίου, καθώς, σύμφωνα με το εδ. στ της παρ.3 του ίδιου άρθρου, από την υποχρέωση αυτή εξαιρούνται οι γαμικές διαφορές, όπως εν προκειμένω.

Ενόψει ότι η εκκαλούσα, επικαλούμενη λόγους που ανάγονται στην κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης, ώστε να απορριφθεί η αγωγή του αντιδίκου της, η κρινόμενη έφεση σύμφωνα με τα εκτιθέμενα επίσης στη μείζονα σκέψη, πρέπει να γίνει τυπικά αλλά και κατ΄ ουσία δεκτή και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη ως προς όλες τις διατάξεις της, ακολούθως δε να διακρατηθεί η υπόθεση από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 παρ.1 ΚΠολΔ) και να ανασυζητηθεί η αγωγή κατά την ίδια ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία δίκασε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Σύμφωνα με το άρθρο 1439 παρ. 1Α.Κ, καθένας από τους συζύγους μπορεί να ζητήσει διαζύγιο όταν οι μεταξύ τους σχέσεις έχουν κλονισθεί τόσο ισχυρά από λόγο που αφορά στο πρόσωπο του εναγόμενου ή και των δύο συζύγων, ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης να είναι αφόρητη για τον ενάγοντα. Με τη διάταξη αυτή καθιερώνεται ως λόγος διαζυγίου ο αντικειμενικός κλονισμός της έγγαμης σχέσης, χωρίς να απαιτείται το στοιχείο της υπαιτιότητας για να μπορεί να ζητηθεί το διαζύγιο. Έτσι ο ενάγων, για τη θεμελίωση και παραδοχή της αγωγής του, πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει ότι ο γάμος έχει κλονισθεί από ορισμένα γεγονότα που αναφέρονται στο πρόσωπο του εναγόμενου ή και των δύο συζύγων με την έννοια της ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου ανάμεσα στα αντικειμενικώς πρόσφορα κλονιστικά της έγγαμης σχέσης γεγονότα αυτά και στο πρόσωπο του εναγόμενου συζύγου του ή και των δύο και ότι ο κλονισμός είναι τόσο ισχυρός ώστε βάσιμα η εξακολούθηση της συμβίωσης έχει καταστεί αφόρητη γι` αυτόν. Αν το κλονιστικό γεγονός αφορά και τους δύο συζύγους, το προς διάζευξη δικαίωμα γεννάται ανεξάρτητα από το ποιον από τους δύο συζύγους βαρύνει περισσότερο η ύπαρξή του και από το εάν υπάρχει υπαιτιότητα στο πρόσωπο ενός μόνο. Αν, όμως, το κλονιστικό γεγονός συνδέεται αποκλειστικά με το πρόσωπο του ενάγοντος, δεν γεννάται υπέρ αυτού δικαίωμα διάζευξης με βάση την πιο πάνω διάταξη του άρθρου 1439 παρ. 1 Α.Κ. Το ότι για τη λύση του γάμου είναι πλέον αδιάφορο αν ο κλονισμός οφείλεται σε υπαίτιο ή ανυπαίτιο κλονιστικό γεγονός, συνεπάγεται ότι στη δίκη του διαζυγίου δεν δικαιολογείται σε καμιά πλευρά έννομο συμφέρον για την έρευνα της υπαιτιότητας, το δε δεδικασμένο της διαπλαστικής απόφασης του διαζυγίου δεν εκτείνεται σε ζητήματα υπαιτιότητας σε καμιά περίπτωση, ούτε και στη δίκη διατροφής μετά το διαζύγιο, όπως προβλέπει το άρθρο 1442 Α.Κ, ενόψει της διάταξης του άρθρου 1444 παρ. 1 Α.Κ. Αντικείμενο δε της δίκης διαζυγίου είναι όχι η δικαστική διάγνωση του λόγου που δικαιολογεί την απαγγελία του διαζυγίου, αλλά το διαπλαστικό αποτέλεσμα της λύσης του γάμου. (ΑΠ 921/2018, ΑΠ 50/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1242/2011 ΝοΒ 2012,654, ΑΠ  326/2010 ΝοΒ 2010,1752, ΑΠ 1055/2009, Εφ.Δωδ. 2/2017, Εφ.Πειρ. 99/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, ο ενάγων – εφεσίβλητος ο οποίος είναι Έλληνας υπήκοος, ζητούσε, με την κρινόμενη από 6-2-2012 και με αριθμό κατάθεσης …../2012 αγωγή του, να λυθεί ο γάμος του με την εναγόμενη, η οποία είναι Μολδαβή υπήκοος, που έλαβε χώρα στις 1-12-2001 στον Πειραιά, ενώ η τελευταία τους κοινή κατοικία ήταν επίσης στον Πειραιά, διότι, για τους λόγους που αναφέρει αναλυτικά στην αγωγή του κι αφορούν το πρόσωπο της εναγόμενης, έχουν κλονιστεί τόσο ισχυρά οι μεταξύ τους σχέσεις, ώστε η εξακολούθηση της έγγαμης συμβίωσης να έχει καταστεί αφόρητη γι΄ αυτόν, καθώς και να επιβληθούν εις βάρος της εναγόμενης τα δικαστικά του έξοδα.

Με βάση τα ως άνω αναφερόμενα στην αγωγή, υφίσταται δικαιοδοσία των Ελληνικών δικαστηρίων για την εκδίκασή της, εφαρμοστέο τυγχάνει δε το Ελληνικό δίκαιο, αφού ο ένας εκ των δύο συζύγων (ενάγων), έχει Ελληνική ιθαγένεια, ο γάμος των διαδίκων τελέστηκε στην Ελλάδα (Πειραιά) και η τελευταία κοινή τους διαμονή ήταν επίσης στον Πειραιά (άρθρο 3 παρ. 1α του Κανονισμού του Συμβουλίου της Ε.Κ 2201/2003). Περαιτέρω, η αγωγή είναι ορισμένη, παραδεκτή και νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 1438, 1439 παρ.1 του ΑΚ και 176 του ΚΠολΔ, παρά τους περί του αντιθέτου ισχυρισμούς της εναγόμενης, καθώς, αφενός μεν περιέχει όλα τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για τη θεμελίωσή της, ήτοι αναφορά των κλονιστικών γεγονότων που αφορούν στην εναγόμενη, επίκληση του ισχυρού κλονισμού και του βάσιμα αφόρητου της συμβίωσης για τον ενάγοντα εξαιτίας των γεγονότων αυτών (βλ. Εφ.Θεσ. 2845/2017, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Συγκεκριμένα, αναφέρεται ως κλονιστικό γεγονός, όχι μόνο η σύναψη ερωτικού δεσμού της εναγόμενης με άλλο άνδρα, όπως υποστηρίζει η τελευταία, αλλά και ο, μετά τη διακοπή του, εθισμός της στην κατανάλωση αλκοόλ και οι παρενέργειες που αυτός δημιούργησε         (άρνησή της να συμμετάσχει στις οικογενειακές ανάγκες, εριστικότητα, απόπειρες αυτοκτονίας κλπ). Πρέπει, συνεπώς, να εξετασθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική βασιμότητά της.

Από την εκτίμηση της ένορκης εξέτασης της μάρτυρα του ενάγοντος – εφεσίβλητου …………. ……., αδερφής του, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, που περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού (η εναγόμενη – εκκαλούσα, η οποία δικάστηκε ερήμην πρωτοδίκως, όπως προεκτέθηκε, δεν επιμελήθηκε την εξέταση μάρτυρα ενώπιον του παρόντος δικαστηρίου), καθώς και όλων, χωρίς εξαίρεση, των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Οι διάδικοι τέλεσαν την 1η-12-2001 νόμιμο θρησκευτικό γάμο, κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, στον Ιερό Ναό .. . στον Πειραιά. Από το γάµο δε αυτό απέκτησαν δύο τέκνα, το Δημήτριο και το Μιχαήλ, που γεννήθηκαν στις 13-10-2000 και στις 24-9-2004, αντίστοιχα. Το έτος 2006, ο ενάγων προέβη σε αγορά διαµερίσµατος, ευρισκόµενου στον τέταρτο όροφο πολυκατοικίας επί της οδού ……….. στον Πειραιά, το οποίο αποτέλεσε την οικογενειακή στέγη των διαδίκων. Η έγγαµη συµβίωσή τους εξελίχθηκε ομαλά έως το τέλος του έτος 2008, όταν ο ενάγων ανακάλυψε ότι η εναγόμενη σύζυγός του διατηρούσε εξωσυζυγικό ερωτικό δεσμό με άλλον άνδρα και συγκεκριμένα με έγγαμο, επίσης, ένοικο διαμερίσματος του πρώτου ορόφου της ως άνω πολυκατοικίας Ειδικότερα, στις 2-12-2008, όταν ο ενάγων επέστρεψε από πολυήμερο επαγγελματικό ταξίδι, (καθώς εργαζόταν ως τεχνίτης εναερίτης της ΔΕΗ και ταξίδευε συχνά, λόγω των αναγκών της εργασίας του), βρήκε τον ως άνω άνδρα εντός της συζυγικής οικίας του με την εναγόμενη, οπότε ακολούθησε έντονος διαπληκτισμός με αυτόν. Στη συνέχεια, κι αφού η εναγόμενη αναγκάστηκε να διακόψει την εν λόγω εξωσυζυγική σχέση της, ο ενάγων αποφάσισε να συνεχίσουν την έγγαμη συμβίωσή τους κάνοντας μια προσπάθεια να μη διαλύσουν το γάμο τους. Η προσπάθεια, όμως, αυτή δεν είχε το αναμενόμενο αποτέλεσμα, καθώς η εναγόμενη, μετά τη λύση του εξωσυζυγικού δεσμού της, στράφηκε στην κατανάλωση μεγάλων ποσοτήτων αλκοολούχων ποτών, με αποτέλεσμα να παραμελεί τα οικογενειακά της καθήκοντά αλλά και να επιδεικνύει εριστική αλλά και αυτοκαταστροφική, κάποιες φορές, συμπεριφορά. Μάλιστα την 1η-4-2009, αποπειράθηκε να αυτοκτονήσει πέφτοντας από το μπαλκόνι του ως άνω διαμερίσματος όπου διέμενε. Όπως καταγράφηκε δε στα βιβλία συμβάντων του Α.Τ Καμινίων, αστυνομικοί του οποίου κατέφθασαν μετά το συμβάν της πτώσης, από τις καταθέσεις γειτόνων και συγγενών προέκυψε ότι αυτή βρισκόταν, κατά το επεισόδιο, υπό την επήρεια αλκοόλ, το οποίο κατανάλωνε σε καθημερινή βάση, ενώ αποκλείστηκε εκ πρώτης, να πρόκειται για εγκληματική ενέργεια. Η εναγόμενη, αργότερα, στην από 5-10-2010 κατάθεσή της, ισχυρίστηκε ότι την είχε σπρώξει ο ενάγων – σύζυγός της, πράγμα που αναφέρει και στις προτάσεις της ενώπιον του δικαστηρίου τούτου, αν και δεν το αναφέρει στην έφεσή της. Κατόπιν της ως άνω κατάθεσης της εναγόμενης, κινήθηκε ποινική διαδικασία εναντίον του ενάγοντος με την κατηγορία της απόπειρας ανθρωποκτονίας από πρόθεση, πράξη για την οποία, όμως, αποφάνθηκε το Συμβούλιο Πλημ/κών Πειραιώς, με το υπ΄αρ. …../2014 απαλλακτικό βούλευμά του, το οποίο έχει καταστεί αμετάκλητο, να μη γίνει κατηγορία, καθώς δεν προέκυψαν επαρκείς ενδείξεις εις βάρος του για την παραπομπή του σε δίκη για το ως άνω αδίκημα. Η ως άνω πτώση της εναγόμενης προκάλεσε τον πολύ σοβαρό τραυματισμό της, που την κατέστησε παραπληγική. Αφού νοσηλεύτηκε δε για τρείς μήνες περίπου στο νοσοκομείο Αττικής ‘’Αγ. Παντελεήμων’’, παρακολούθησε, από 22-6-2009 έως 9-4-2010, πρόγραµµα αποκατάστασης στο Εθνικό Ίδρυµα Αποκατάστασης Αναπήρων. Μετά την έξοδό της από το ίδρυμα αυτό και την επιστροφή της στη συζυγική οικία, είχε ανάγκη αναπηρικού αμαξιδίου, ενώ μπορούσε να βαδίσει μόνο με τη βοήθεια μηροκνημοποδικών κηδεμόνων και με περιπατητήρα (‘’πι’’).Σημειωτέον δε ότι, αν όντως ο ενάγων είχε προσπαθήσει να τη σκοτώσει, δεν είναι λογικό η εναγόμενη, μετά από αυτό, να γυρίσει σπίτι και να συνεχίσει να συμβιώνει μαζί του. Ο ισχυρισμός της ότι επέστρεψε σπίτι, ελλείψει υποστηρικτικών δομών, ούσα παραπληγική, δεν κρίνεται πειστικός, διότι είναι γνωστό ότι υπάρχουν υποστηρικτικές δομές για κακοποιημένες και με οικονομική αδυναμία γυναίκες, τουλάχιστον στα μεγάλα αστικά κέντρα, όπως η Αθήνα και ο Πειραιάς, που κατοικεί η εναγόμενη. Περαιτέρω ο ενάγων, ο οποίος έπρεπε να απουσιάζει λόγω των αναγκών της εργασίας του, όπως προαναφέρθηκε, προσέλαβε οικιακή βοηθό για την εξυπηρέτηση της εναγόμενης αλλά και για τις οικιακές εργασίες, ενώ τη φροντίδα των τέκνων τους ανέλαβε ο ίδιος με τη βοήθεια της αδερφής του, η οποία εξετάστηκε και ως μάρτυράς του, ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου.  Η ψυχολογική κατάσταση  της εναγόμενης, εξαιτίας και των κινητικών προβλημάτων που αντιμετώπιζε πλέον, έβαινε προς το χειρότερο. Στις 18-7-2010 κι ενώ βρισκόταν ξαπλωµένη στο υπνοδωµάτιο της, εκδηλώθηκε πυρκαγιά, από τσιγάρο το οποίο έπεσε στο στρώμα του κρεβατιού, που είχε ως συνέπεια την καταστροφή επίπλων και οικιακών αντικειµένων, ενώ η ίδια αποµακρύνθηκε από την οικία µε τη βοήθεια ανδρών της Πυροσβεστικής Υπηρεσίας, οι οποίοι αναγκάστηκαν να παραβιάσουν την πόρτα του διαµερίσµατος για να επέµβουν. Στο πλήρωμα του ασθενοφόρου του ΕΚΑΒ, που κλήθηκε για την παραλαβή της µε αναφερόμενη πάθηση ‘’πιθανά εγκαύµατα από πυρκαγιά – δυσφορία’’, η τελευταία αρνήθηκε τη µεταφορά της σε δηµόσιο νοσοκοµείο (βλ. σχετικά με αρ. πρωτ. …../4-11-2010 έγγραφο του ΕΚΑΒ, που χορηγήθηκε κατόπιν αίτησης του ενάγοντος). Το γεγονός ότι, με την υπ΄αρ. 3045/2014 απόφαση του Τριμελούς Πλημ/κείου Πειραιώς (η οποία  προσκομίζεται σε απόσπασμα, οπότε δεν είναι δυνατόν να ελεγχθεί το σκεπτικό της),η εναγόμενη αθωώθηκε σε δεύτερο βαθμό για την πράξη του εμπρησμού από αμέλεια (ενώ πρωτοδίκως είχε κριθεί ένοχη αυτής με την υπ΄αρ. 1408/2013 απόφαση του Μονομελούς Πλημ/κείου Πειραιώς), σε κάθε περίπτωση δεν αναιρεί τα εκτεθέντα παραπάνω περιστατικά. Ενδεικτικό, επίσης, της κατάστασης της εναγόμενης είναι το γεγονός ότι ένοικοι της πολυκατοικίας, όπου διέμεναν οι διάδικοι, με το  από 30-7-2010 έγγραφο υπόµνηµά τους προς τον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς, εξέφρασαν παράπονα εναντίον της (εναγόμενης) λόγω της ενόχλησης που τους προκαλούσε η συμπεριφορά της. Ακόμη, προέκυψε ότι λίγες ημέρες μετά την εκδήλωση της ως άνω φωτιάς, ήτοι στις 21-7-2010, η εναγόμενη προσπαθώντας να ξαπλώσει στο κρεβάτι, λόγω των κινητικών προβλημάτων της, χτύπησε στο δεξιό κάτω άκρο της. Η σοβαρότητα του τραυµατισµού της αυτού, υποτιμήθηκε αρχικά από την εναγόμενη, καθώς λόγω της παραπληγίας της, δεν είχε αίσθηση του πόνου. Κατά τις επόμενες ημέρες, αν και εμφανίστηκε οίδημα στο πόδι της, αυτή αρνιόταν και πάλι να µεταφερθεί στο νοσοκοµείο. Ο ενάγων απευθύνθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιά, ύστερα από εντολή του οποίου, στις 2-8-2010, (η εναγόμενη) μεταφέρθηκε στο ψυχιατρικό νοσοκοµείο Αττικής ‘’Δροµοκαϊτειο’’. Σύµφωνα µε το από 2-8-2010 ιατρικό σηµείωµα του ψυχίατρου – αναπληρωτή διευθυντή ΕΣΥ, …………, κατόπιν εξέτασής της ελέγχονται ‘’παρερµηνείες, παραληρητικές ιδέες συσχέτισης δίωξης, ζηλοτυπικού περιεχοµένου, κτλ’’, ενώ σηµειώνεται ότι η επικοινωνία µαζί της ήταν δυσχερής. Στη συνέχεια, λόγω προβληµάτων, που διαπίστωσε ο ιατρός του άνω νοσοκοµείου στα δύο κάτω άκρα της,συστήθηκε ορθοπεδική και χειρουργική εκτίµηση, κατά προτίµηση σε νοσοκοµείο, που να διαθέτει ψυχιατρική κάλυψη, καθώς και παθολογική εκτίµηση αυτής και σε περίπτωση που δεν υπάρχουν σοβαρά προβλήματα να επιστρέψει στο ‘’Δροµοκαϊτειο’’ για νοσηλεία. Στη συνέχεια, η εναγόμενη, µεταφέρθηκε στις 3-8-2010 στο Γενικό Νοσοκοµείο Αθηνών ‘’Ο Ευαγγελισμός’’, εισήχθη στην αγγειοχειρουργική κλινική και υποβλήθηκε σε ολικό ακρωτηριασµό του δεξιού ποδιού της λόγω προχωρηµένης γάγγραινας, ενώ κατόπιν αιτήματος του ενάγοντος, που έγινε δεκτό από την Εισαγγελία Πρωτοδικών Αθηνών, µεταφέρθηκε στην ψυχιατρική κλινική του ίδιου νοσοκοµείου για ψυχιατρική εξέταση. Στο από 23-9-2010 πιστοποιητικό νοσηλείας, της διευθύντριας του ψυχιατρικού τµήµατος της ως άνω κλινικής, ………, κατά τη διάρκεια της νοσηλείας της (εναγόμενης) εκεί, αναγράφονται τα εξής: ‘’δεν διαπιστώθηκε µείζων ενεργός ψυχοπαθολογία ούτε παρουσίασε συμπτώματα στέρησης από αλκοόλ. Επίσης δεν εξέφρασε ιδέες αυτοκαταστροφής ούτε αυτοκαταστροφικής δραστηριότητας. Η παράταση της νοσηλείας της συνδέεται µόνο µε οικογενειακά – κοινωνικά θέµατα και θεωρείται απαραίτητη το συντοµότερο η επιστροφή της στην οικία της εφόσον επιλυθούν ή διευθετηθούν κάποια οικογενειακά θέµατα’’. Στο δε µε αρ. πρωτ. ……../24-9-2010 ενηµερωτικό σηµείωµα της κοινωνικής λειτουργού της κοινωνικής υπηρεσίας του ανωτέρω νοσοκοµείου (‘’Ο Ευαγγελισμός’’) …………., αναφέρεται ότι, η παράταση της νοσηλείας της (εναγόμενης) κατέστη αναγκαία µόνο για κοινωνικούς λόγους ενόψει της µη διακρίβωσης των συνθηκών διαβίωσης στην οικία της και καθόσον η ίδια η ενάγουσα ζήτησε την προστασία της εν λόγω υπηρεσίας, ισχυριζόµενη ότι ο σύζυγος της προσπαθεί να την βλάψει. Η ενάγουσα παρέµεινε φιλοξενούµενη στην παραπάνω κλινική, όπου την επισκεπτόταν ο ενάγων με τα τέκνα τους, έως τις 3-3-2011, οπότε, µετά την από 25-2-2011 αίτηση ασφαλιστικών µέτρων, που άσκησε κατά του τελευταίου, µε την οποία ζητούσε να της ανατεθεί η προσωρινή επιµέλεια των ανήλικων τέκνων τους (αίτημα στο οποίο συναίνεσε ο ενάγων – τότε καθ’ού), να υποχρεωθεί αυτός να της καταβάλλει προσωρινή διατροφή για τα τέκνα αυτά και για την ίδια ατοµικά, καθώς επίσης να της παραχωρηθεί η οικογενειακή στέγη διατασσοµένης της µετοίκησής του  από αυτήν, και η οποία (αίτηση) έγινε εν μέρει δεκτή με την υπ΄αρ. 6853/2011 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (πλην του αιτήματός της περί καταβολής ατομικά σε αυτήν διατροφής), ο ενάγων αναγκάστηκε να αποχωρήσει από την οικία τους, στην οποία έκτοτε διαμένει η εναγόμενη με τα ανήλικα τέκνα τους. Η εναγόμενη κατηγόρησε τον ενάγοντα ως υπεύθυνο για τον ακρωτηριασμό του ποδιού της, διότι κατά τον ισχυρισμό της, ο τελευταίος αρνήθηκε να της παράσχει βοήθεια και να φροντίσει για την έγκαιρη μεταφορά της στο νοσοκομείο ώστε να τύχει ιατρικής φροντίδας. Ο ως άνω ισχυρισμός της εναγόμενης, όμως, δεν κρίνεται βάσιμος, διότι, κατά τα παραπάνω εκτεθέντα, ήταν αυτή που αρνιόταν συστηματικά να μεταφερθεί σε νοσοκομείο. Ο δε ενάγων αθωώθηκε για την πράξη της έκθεσης από την οποία προκλήθηκε βαριά βλάβη στην υγεία της εναγόμενης, σχετικά με το ως άνω περιστατικό, με την υπ΄αρ. 160-163, 169/11-5-2017 απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πειραιώς. Εξάλλου, με την υπ΄αρ. 1960/2015 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ανατέθηκε στην εναγόμενη, η οριστική επιμέλεια των τέκνων των διαδίκων, πράγμα στο οποίο δεν έφερε αντίρρηση ο ενάγων, και ο τελευταίος υποχρεώθηκε να καταβάλλει μηναία διατροφή  σε χρήμα, στην νυν εναγόμενη – τότε ενάγουσα τόσο για λογαριασμό των ως άνω τέκνων, όσο και ατομικά για την ίδια. Κατά της ως άνω απόφασης άσκησε έφεση ο τότε εναγόμενος – νυν ενάγων, μόνο ως προς τα κεφάλαιά της που αφορούσαν, αφενός μεν στην επιδίκαση διατροφής ατομικά στην τότε ενάγουσα – νυν εναγόμενη, αφετέρου δε στο ύψος της επιδικασθείσας διατροφής για τα ανήλικα τέκνα τους. Επί της έφεσης αυτής, καθώς και της αντίθετης έφεσης (εκτιμωμένης ως αντέφεσης) της τότε ενάγουσας, εκδόθηκε η υπ΄αρ. 493/2018 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, η οποία εξαφάνισε την προαναφερθείσα απόφαση, ως προς τα εκκλητά κεφάλαιά της κι απέρριψε την αγωγή της τότε ενάγουσας – νυν εναγόμενης, ως το αίτημά της για καταβολή σε αυτήν ατομικά διατροφής σε χρήμα, διότι έκρινε, με εκτενή και εμπεριστατωμένη αιτιολογία, ότι αυτή δεν διέκοψε την έγγαμη συμβίωση από εύλογη αιτία. Επιδίκασε δε διατροφή σε χρήμα, μόνο όσον αφορά στα αναφερθέντα ανωτέρω ανήλικα τέκνα των διαδίκων, των οποίων η ενάγουσα – νυν εναγόμενη ασκεί την επιμέλεια (το πρώτο εκ των οποίων έχει ήδη ενηλικιωθεί) .

Σύμφωνα λοιπόν με τα παραπάνω, επήλθε ισχυρός κλονισμός των σχέσεων μεταξύ των διαδίκων, εξαιτίας των προαναφερθέντων λόγων, που αφορούν στο πρόσωπο της εναγόμενης, αρχής γενομένης με τη σύναψη του ερωτικού δεσμού αυτής με έτερο άνδρα, που οδήγησε και σε σωρεία άλλων κλονιστικών γεγονότων,  ακόμη και μετά τη διακοπή του δεσμού αυτού, ήτοι συχνή κατανάλωση αλκοόλ (από την εναγόμενη), εκδήλωση ψυχολογικών προβλημάτων, εριστικής αλλά και αυτοκαταστροφικής συμπεριφοράς, αβάσιμες κατηγορίες εκ μέρους της εις βάρος του ενάγοντος κ.α, όπως αναλυτικά προεκτέθηκαν, έτσι ώστε να καθίσταται βάσιμα αφόρητη για τον ενάγοντα η εξακολούθηση της έγγαμης σχέσης τους.

Κατόπιν των ανωτέρω, πρέπει να γίνει δεκτή η κρινόμενη αγωγή κι ως ουσιαστικά βάσιμη και να απαγγελθεί η λύση του γάμου των διαδίκων, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, θα συμψηφιστούν μεταξύ των διαδίκων, λόγω της μεταξύ τους σχέσης ως συζύγων (άρθρα 179, 183 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και κατ΄ ουσία.

Εξαφανίζει την υπ΄αρ. 3877/2014 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (ειδική διαδικασία γαμικών διαφορών) .

Κρατεί την υπόθεση και δικάζει την από 6-2-2012, με αριθμό κατάθεσης …../2012, αγωγή.

Δέχεται αυτήν.

Απαγγέλλει τη λύση του, μεταξύ των διαδίκων, γάμου, που τελέστηκε στον Πειραιά την 1η-12-2001, κατά τους κανόνες της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας.

Συμψηφίζει τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων.

ΚΡΙΘΗΚΕ και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 16 Ιανουαρίου 2020  και Δηµοσιεύθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2020, σε έκτακτη δηµόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                  H  ΓPAMMATEAΣ