Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 70/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αγωγή διάρρηξης καταδολιευτικής δικαιοπραξίας. Πρόθεση βλάβης του δανειστή θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η απομένουσα περιουσία του να μην επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή. Η πρόθεση βλάβης εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος εις ολόκληρον οφειλέτης διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθ` όσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτριώσεως κρίνεται από στοιχεία συντρέχοντα αποκλειστικώς και μόνον στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος και δεν επηρεάζεται από την οικονομική κατάσταση των λοιπών συνοφειλετών, όπως άλλωστε συνάγεται και από τη διάταξη του άρθρου 486 ΑΚ. Τέλος είναι και ο εγγυητής οφειλέτης κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 939 ΑΚ και κάθε απαλλοτρίωση που έγινε από αυτόν προς βλάβη του δανειστή του, που είναι ο ίδιος με το δανειστή του πρωτοφειλέτη, εφόσον δεν επαρκεί η υπόλοιπη περιουσία του για την ικανοποίηση αυτού (δανειστή), υπόκειται σε διάρρηξη κατά τις διατάξεις των άρθρων 939 επ. ΑΚ. Προϋπόθεση ο δανειστής να έχει αξίωση γεγενημένη και ληξιπρόθεσμη έως την πρώτη συζήτηση της αγωγής, όχι απαραίτητα και εκκαθαρισμένη.

 

Αριθμός απόφασης   70/2020

ΤΡΙΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά Εφέτη και Ηλία Σταυρόπουλο Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα T.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ ΚΑΙ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Η υπό κρίση έφεση κατά της υπ’ αρ. 3594/2017 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα (ΚΠολΔ 518 παρ. 2) και έχει κατατεθεί και το σχετικό παράβολο της έφεσης (κωδικός e-παράβολο ……/2019). Πρέπει συνεπώς, να γίνει αυτή τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω κατ’ ουσίαν κατά την ίδια, ως άνω, διαδικασία.

Με την πρωτοδίκως κριθείσα αγωγή της, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, δανειστής του πρώτου εναγόμενου και ήδη εφεσίβλητου, έχουσα ληξιπρόθεσμη χρηματική απαίτηση εναντίον του από τραπεζικό δάνειο, ύψους 534.469,93 ευρώ, την εξόφληση του οποίου εγγυήθηκε αυτός,  ζήτησε τη διάρρηξη του αναφερόμενου στην αγωγή συμβολαίου δωρεάς δικαιώματος ψιλής κυριότητας του μοναδικού ακινήτου του πρώτου εφεσίβλητου προς τη δεύτερη εναγόμενη σύζυγό του, ήδη εφεσίβλητη, επειδή αυτή έγινε προς βλάβη της, προκειμένου να ματαιώσει την ικανοποίηση της αξίωσής της, αφού η υπόλοιπη περιουσία του δεν επαρκεί προς τούτο. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή και με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε αυτήν κατ’ ουσίαν. Η εκκαλούσα με την υπό κρίση έφεσή της παραπονείται κατά της απόφασης αυτής για εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνιση της εκκαλουμένης και εν συνεχεία την εκδίκαση και την κατ ουσίαν αποδοχή της αγωγής.

Από τις διατάξεις των άρθρων 939 έως 942 ΑΚ συνάγεται ότι για τη θεμελίωση της αξιώσεως προς διάρρηξη καταδολιευτικής δικαιοπραξίας απαιτείται η συνδρομή των εξής προϋποθέσεων: α) απαίτηση του δανειστή κατά του οφειλέτη, γεγεννημένη κατά το χρόνο, καθ` ον ο τελευταίος επιχειρεί την απαλλοτρίωση, β) απαλλοτρίωση από τον οφειλέτη περιουσιακού στοιχείου, γ) πρόθεση βλάβης των δανειστών, δ) γνώση του τρίτου, υπέρ του οποίου η απαλλοτρίωση και ε) αφερεγγυότητα του οφειλέτη (ΟλΑΠ 15/2012 ΕλλΔνη 54 979). Πρόθεση βλάβης του δανειστή θεωρείται ότι υπάρχει, όταν ο οφειλέτης γνωρίζει ότι με την απαλλοτρίωση του περιουσιακού του στοιχείου θα περιέλθει σε τέτοια οικονομική κατάσταση, ώστε η απομένουσα περιουσία του να μην επαρκεί για την ικανοποίηση του δανειστή (ΑΠ 661/2015 δημ. Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1910/2009 ΕλλΔνη 52 131). Η πρόθεση βλάβης εξακολουθεί να υφίσταται και όταν άλλος εις ολόκληρον οφειλέτης διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθ` όσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτριώσεως κρίνεται από στοιχεία συντρέχοντα αποκλειστικώς και μόνον στο πρόσωπο του απαλλοτριούντος και δεν επηρεάζεται από την οικονομική κατάσταση των λοιπών συνοφειλετών, όπως άλλωστε συνάγεται και από τη διάταξη του άρθρου 486 ΑΚ (ΑΠ 1902/2013 ΕλλΔνη 55 401). Τέλος είναι και ο εγγυητής οφειλέτης κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 939 ΑΚ και κάθε απαλλοτρίωση που έγινε από αυτόν προς βλάβη του δανειστή του, που είναι ο ίδιος με το δανειστή του πρωτοφειλέτη, εφόσον δεν επαρκεί η υπόλοιπη περιουσία του για την ικανοποίηση αυτού (δανειστή), υπόκειται σε διάρρηξη κατά τις διατάξεις των άρθρων 939 επ. ΑΚ (ΑΠ 621/2016 δημ ΝΟΜΟΣ).

Από την εκτίμηση όλων των εγγράφων τα οποία νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, καθώς επίσης και την υπ’ αρ. …../01.3.2017 ένορκη βεβαίωση της ………, που λήφθηκε ενώπιον της Ειρηνοδίκη Αθηνών, πριν τη λήψη της οποίας κλητεύθηκαν, για να παραστούν νομότυπα και εμπρόθεσμα οι εναγόμενοι (βλ. τις υπ’ αριθμ. …. και …./23.02.201 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Εφετείο Αθηνών ………) και τις υπ’ αρ. .. και …./28.02.2017 ένορκες βεβαιώσεις της ……… και . ……., που λήφθηκαν ενώπιον της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., πριν τη λήψη των οποίων κλητεύθηκε, για να παραστεί νομότυπα και εμπρόθεσμα η ενάγουσα (βλ. την υπ’ αριθμ. …./22.02.2017 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Αθηνών …….), αποδείχτηκαν τα κάτωθι πραγματικά περιστατικά : Δυνάμει της υπ’ αρ. ……../12.3.2007 σύμβασης πιστώσεως με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό, η οποία καταρτίσθηκε εγγράφως στην Αθήνα, η δικαιοπάροχος της ενάγουσας, τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία «……….» χορήγησε στην εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με την επωνυμία «…………..» και η οποία ήδη τελεί σε εκκαθάριση, πίστωση με ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μέχρι του ποσού των πεντακοσίων πενήντα χιλιάδων 550.000,00 ευρώ. Mε την ίδια σύμβαση, ο πρώτος εναγόμενος και ο (μη διάδικος) ……….. (εταίροι της πιστούχου) συμβλήθηκαν ως εγγυητές, εγγυώμενοι ανεπιφυλάκτως, προς την δικαιοπάροχο της ενάγουσας «……………..» για την τήρηση όλων των όρων της σύμβασης αυτής και την πλήρη, εμπρόθεσμη και ολοσχερή εξόφληση του καταλοίπου κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, που εξυπηρετεί την πίστωση, κατά κεφάλαιο, τόκους πάσης φύσεως, προμήθειες, έξοδα και λοιπές επιβαρύνσεις, ευθυνόμενοι, εις ολόκληρον, ως αυτοφειλέτες και παραιτούμενοι ρητά και ανεπιφύλακτα των ενστάσεων και των δικαιωμάτων που απορρέουν από τα άρθρα 853, 855, 862, 863, 864, 866, 867 και 868 του ΑΚ και από την ένσταση της διζήσεως, κάθε δε αναγνώριση της οφειλής από τον πιστούχο υποχρεώνει και αυτούς ως εγγυητές. Η πιστούχος έκανε χρήση της πίστωσης αυτής για την οποία τηρήθηκε ο υπ’ αρ. …….. λογαριασμός. Στη συνέχεια δυνάμει της από 12.3.2007 με αριθμό …/…./12.3.2007 πρόσθετης πράξης, στην οποία συμβλήθηκαν και οι ως άνω εγγυητές, συμφωνήθηκε η λειτουργία μέρους ή του συνόλου της ως άνω πίστωσης και, συγκεκριμένα, μέχρι του ποσού των 400.000,00 ευρώ, με διαμορφούμενο στην διατραπεζική αγορά επιτόκιο Euribor πλέον 2,75 % περιθώριο. Ακολούθως, με τις υπ’ αρ. ……/28.02.2008, …./09.6.2008, ……./22.9.2009, ………/./07.7.2010, ……/13.5.2011 και ……/17.9.2012 πρόσθετες πράξεις, στις οποίες οι ως άνω εγγυητές συμβλήθηκαν με τους ίδιους όρους, με τους οποίους εγγυήθηκαν και επί της αρχικής συμβάσεως, το ποσό της πιστώσεως μετά από διαδοχικές αυξομειώσεις ανήλθε τελικά στο ποσό των 500.000 ευρώ με κυμαινόμενο προνομιακό επιτόκιο αλληλόχρεων (ΠΕΑ), ανερχόμενο σε 7%, προσαυξημένο κατά 1% περιθώριο, πλέον εισφοράς του Ν 128/1975. Περαιτέρω, δυνάμει της υπ’ αρ. ………/03.8.2011 σύμβασης παροχής ενεχύρου επί άυλων τίτλων, η πιστούχος χορήγησε ενέχυρο στην χορηγήσασα την πίστωση τράπεζα και προς εξασφάλισή της, επί ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, που της είχαν δοθεί για την εξόφληση χρηματικών απαιτήσεών της κατά κρατικών νοσοκομείων, προερχόμενες από πωληθέντα σε αυτά είδη, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 27 του Ν. 3867/2010. Οι τίτλοι αυτοί ήταν οι ακόλουθοι :

Ι5ΙΝ Τίτλου Ποσότητα Ημερομηνία έκδοσης Ημερομηνία λήξης Ονομαστική Αξία σε ευρώ
G. 22.12.2010 22.12.2011 72.467,09
G… 22.12.2010 22.12.2012 460.515,15
G. 22.12.2010 22.12.2013 8.688,87

Επίσης, με την ως άνω σύμβαση ενεχύρου η πιστούχος χορήγησε στην δανείστρια τράπεζα δικαίωμα ενεχύρου και επί του υπ’ αρ. … λογαριασμού χρηματικής κατάθεσης, στον οποίον και θα πιστώνονταν τα χρηματικά ποσά από τη ρευστοποίηση των τεσσάρων προαναφερθέντων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου. Λίγους μήνες αργότερα, ψηφίστηκε ο Ν. 4050/2012 (ΦΕΚ Α’ 36/23.2.2012) που έθεσε σε εφαρμογή το αποκαλούμενο «Πρόγραμμα Ανταλλαγής Ομολόγων (ΡSΙ)». Κατ’ εξουσιοδότηση δε του νόμου αυτού, εκδόθηκε η ΥΑ 2/2/2012 (ΥΑ 2/20964/0023Α ΦΕΚ Β 682/2012) «Υλοποίηση της τροπ/σης των επιλέξιμων τίτλων & έκδ. νέων τίτλων ομολόγων & τίτλων ΑΕΠ του Δημοσίου». Βάσει του άρθρου 1 στοιχ. β’ της απόφασης αυτής, ορίστηκε ότι «…για κάθε ΕΥΡΩ 1.000 ανεξόφλητου κεφαλαίου επιλέξιμων τίτλων θα δοθούν ΕΥΡΩ 315 νέων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου, ΕΥΡΩ 315 λογιζομένου ποσού τίτλων, η απόδοση των οποίων θα συνδέεται με το Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν («τίτλοι ΑΕΠ») και ΕΥΡΩ 150 συνολικής ονομαστικής αξίας Ομολόγων Πληρωμής ΡSΙ, έκδοσης του ΕΤΧΣ, όπως αυτά ορίζονται στις από 24.2.2012 προσκλήσεις της Ελληνικής Δημοκρατίας προς τους Ομολογιούχους». Τούτο, πρακτικά, οδήγησε στην ονομαστική μείωση των οφειλών του Ελληνικού Δημοσίου προς την πιστούχο και, αντίστοιχα, σε οριστική απώλεια των αξιώσεων της πιστούχου κατ’ αυτού, σε ποσοστό 53,5%. Η οικονομική δε ζημία που υπέστη η πιστούχος, αν ληφθεί υπόψη ότι πελάτες της ήταν μεγάλα κρατικά νοσοκομεία (Ευαγγελισμός, Κ.Α.Τ., Ιπποκράτειο κ.α.), ήταν τόσο μεγάλη, που την οδήγησε στην οριστική διακοπή της λειτουργίας της και στην συνακόλουθη αδυναμία της να ανταποκριθεί στις υποχρεώσεις της στην χορηγήσασα την πίστωση τραπεζική εταιρεία. Λίγο καιρό αργότερα, η πιστούχος προέβη, δυνάμει του από 31.12.2012 εγγράφου ιδιωτικού συμφωνητικού, σε αναγνώριση του υπολοίπου που ο λογαριασμός εξυπηρέτησης του δανείου εμφάνιζε την στιγμή εκείνη, ήτοι 491.471,02 πλέον εισφοράς 239,62 ευρώ, πλέον 1.165,75 ευρώ, σύνολο 492.876,39 ευρώ, το οποίο, την 15.7.2013, κατήλθε στις 491.036,08 ευρώ και μεταφέρθηκε στον υπ’ αρ. ….. λογαριασμό. Την 26.3.2013, δυνάμει της από 26.3.2013 συμβάσεως πώλησης, της υπ’ αριθμ. 66/3/26.3.2013 απόφασης της ΕΠΑΘ της Τράπεζας της Ελλάδος, σε συνδυασμό και προς την από 27.3.2013 επίσημη γραπτή ανακοίνωση της Ελληνικής Τράπεζας προς τον Γενικό Διευθυντή του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου και τον Πρόεδρο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς Κύπρου, μεταβιβάστηκαν στην ανώνυμη τραπεζική εταιρεία με την επωνυμία ……. ΑΕ (ενάγουσα) όλα τα στοιχεία ενεργητικού και παθητικού της χορηγήσασας την πίστωση τραπεζικής εταιρείας «………….», μεταξύ των οποίων και η απαίτηση που απορρέει από την επίδικη σύμβαση πιστώσεως με ανοιχτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό και, επομένως, η ενάγουσα τυγχάνει νόμιμος δικαιούχος από τη σύμβαση αυτή. Ωστόσο, παρά τα συμφωνηθέντα, η πιστούχος δεν εκπλήρωσε τις υποχρεώσεις της και ο τηρούμενος υπ’ αρ. ….. λογαριασμός εμφάνισε την 13.11.2015 χρεωστικό υπόλοιπο ποσού 534.469,93 ευρώ. Την ίδια ημέρα η ενάγουσα προχώρησε στο κλείσιμο της σύμβασης παροχής πίστωσης και των λογαριασμών που τηρούνταν βάσει αυτής, ενώ, δυνάμει της από 17.12.2015 έγγραφης εξώδικης καταγγελίας – πρόσκλησης η οποία επιδόθηκε στην πιστούχο και στους εγγυητές, δηλαδή και στον πρώτο εναγόμενο (βλ. τις υπ’ αρ. ……../30.12.2015 και ../31.12.2015 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………..) κατήγγειλε τη σύμβαση. Έτσι, λοιπόν, η πιστούχος και οι υπέρ αυτής εγγυητές, μεταξύ αυτών και ο πρώτος εναγόμενος, υποχρεούνται εις ολόκληρο ο καθένας και με τους συμβατικούς τόκους υπερημερίας, από 14.11.2015 (επόμενη του κλεισίματος του λογαριασμού, ως είχε συμφωνηθεί με την ως άνω σύμβαση), οι οποίοι ανατοκίζονται ανά εξάμηνο και σύμφωνα με τη διάταξη άρθρου 12 του Ν. 2601/1998, στην καταβολή του ποσού. Στο μεταξύ, ο εναγόμενος, δυνάμει του υπ’ αρ. ………/30.11.2011 συμβολαιογραφικού εγγράφου της συμβολαιογράφου Αθηνών …………, που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά την 06.12.2011 με αριθμό καταχώρησης …., μεταβίβασε προς την εναγομένη – σύζυγο του, λόγω δωρεάς εν ζωή, κατά ψιλή και μόνο κυριότητα, το 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, αρτίου και οικοδομήσιμου που κείται στη θέση ………. της περιφερείας του Δήμου Κερατσινίου εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου Κερατσινίου και ήδη στον Δήμο Κερατσινίου-Δραπετσώνας της περιφερειακής ενότητας Πειραιά, της περιφέρειας Αττικής και στην οδό ……., έκτασης 191,10 μ2, και κατά το Κτηματολόγιο 192,00 μ2, με αρ. ΚΑΕΚ …………, αντικειμενικής και εμπορικής αξίας (του μεταβιβασθέντος δικαιώματος), κατά το χρόνο άσκησης της αγωγής, 23.007,10 ευρώ. Μετά την παραπάνω απαλλοτρίωση, ο εναγόμενος κατέστη αναξιόχρεος, εφόσον εν γνώσει του αποστερήθηκε της μοναδικής εμφανούς του περιουσίας και μάλιστα σε χρόνο που, αναμφίβολα, ήταν ήδη γεννημένες οι αξιώσεις κατά της πιστούχου. Επομένως προέβη στην ως άνω απαλλοτρίωση με πρόθεση ματαίωσης της ικανοποίησης της απαίτησης της ενάγουσας, ανεξάρτητα από το αν γνώριζε ή όχι ότι, κατά το χρόνο που συντελέστηκε η ως άνω απαλλοτρίωση (από 30.11.2011 έως 6.12.2011 μεταγραφή), η πιστούχος θα περιερχόταν σε τέτοια οικονομική κατάσταση, επειδή γνώρισε ότι ήταν εξασφαλισμένη με την ως άνω σύμβαση ενεχυρίασης των τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου και των προερχόμενων εκ της ρευστοποίησής τους χρημάτων με οφειλέτη αξιόπιστο και φερέγγυο οφειλέτη (Ελληνικό Δημόσιο). Και τούτο γιατί πρόθεση βλάβης εξακολουθεί να υφίσταται στο πρόσωπο του εγγυητή, ακόμη και όταν ο ίδιος ο πιστούχος ή άλλος εις ολόκληρον μ’ αυτόν οφειλέτης, διαθέτει επαρκή περιουσία για την ικανοποίηση του δανειστή, καθ` όσον ο καταδολιευτικός χαρακτήρας της απαλλοτριώσεως, στην οποία προβαίνει ο εγγυητής, κρίνεται από στοιχεία συντρέχοντα αποκλειστικώς και μόνον στο πρόσωπό του και δεν επηρεάζεται από την οικονομική κατάσταση των λοιπών συνοφειλετών, σύμφωνα με τα διαλαμβανόμενα στην ως άνω μείζονα σκέψη. Το ότι η ενάγουσα συμφώνησε τόσο στο ύψος της χορηγούμενης πίστωσης όσο και στο επιτόκιο αυτής, κατά τον κρίσιμο χρόνο από τις 07.7.2010 έως την 17.9.2012, να παραμένει αμετάβλητο σε 700.000 ευρώ, με τις ως άνω τροποιητικές συμβάσεις, στις οποίες συμβλήθηκε και ο πρώτος εναγόμενος και το ότι δεν επιδίωξε να εξασφαλίσει την απαίτησή της, (εκτός της ως άνω σύμβασης ενεχυρίασης) και με την εγγραφή προσημείωσης υποθήκης σε ακίνητο της πιστούχου ή των υπέρ αυτής εγγυητών, όπως επίσης και ότι η απαλλοτρίωση αφορά στο μη ευχερώς ρευστοποιήσιμο, ελλείψει αγοραστικού ενδιαφέροντος, ½ ποσοστού εξ αδιαιρέτου του δικαιώματος της ψιλής κυριότητας, αξίας 23.007,01 ευρώ, που αντιστοιχεί σε ελάχιστο ποσοστό της ένδικης οφειλής (534.469,93 ευρώ), δεν αναιρούν την πρόθεση βλάβης του απαλλοτριούντος ως άνω εναγόμενου. Ενόψει των ανωτέρω δεν κρίνεται αναγκαία και η προσκόμιση από την εκκαλούσα ενάγουσα των αιτουμένων από τους εφεσίβλητους εναγόμενους εγγράφων περί ενεχυρίασης και άλλων πρόσθετων ομολόγων του Ελληνικού Δημοσίου και εκχώρησης απαιτήσεων σε βάρος νοσοκομείων από την πιστούχο προς την εκκαλούσα ενάγουσα, γιατί σε κάθε περίπτωση οι ως άνω πρόσθετες εξασφαλίσεις από την πιστούχο πρωτοφειλέτη δεν αναιρούν την πρόθεση βλάβης του απαλλοτριούντος εγγυητή, γι’ αυτό και το σχετικό αίτημα πρέπει να απορριφθεί. Με βάση τα ανωτέρω η ενάγουσα είχε εναντίον του πρώτου εναγομένου γεγενημένη απαίτηση κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης και ληξιπρόθεσμη, κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής. Οι ισχυρισμοί των εφεσιβλήτων εναγομένων ότι η απαίτηση της ενάγουσας είναι μη εκκαθαρισμένη και μη νόμιμη γιατί υπολόγισε παράνομα τόκους με χρήση ημερολογιακού έτους 360 ημερών, ότι μετακύλυσε παράνομα το βάρος της εισφοράς του Ν. 128/1975 στην πιστούχο, είναι άνευ εννόμου επιρροής, γιατί δεν αναιρούν το γεγονός ότι η ενάγουσα κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης ήταν δανείστρια του εναγομένου από δάνειο με αλληλόχρεο λογαριασμό, την εξόφληση του οποίου αυτός είχε εγγυηθεί, καθώς και το ληξιπρόθεσμο αυτού μετά το οριστικό κλείσιμό του κατά την πρώτη συζήτηση της αγωγής. Περαιτέρω ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η δανειακή σύμβαση είναι άκυρη, γιατί χωρίς τους ως άνω παράνομους και άκυρους όρους (του υπολογισμού των τόκων με 360 ημέρες το χρόνο και της μετακύλισης της εισφοράς του Ν. 128/1975 και των προμηθειών) δεν θα κατάρτιζε αυτήν, είναι αβάσιμος και απορριπτέος, γιατί, ακόμη και αν θεωρούνταν άκυροι οι ως άνω επιμέρους όροι, από κανέναν αποδεικτικό μέσο δεν προέκυψε ότι η ενάγουσα δεν θα επιχειρούσε τη δανειακή σύμβαση χωρίς αυτούς. Περαιτέρω ο ισχυρισμός του εναγόμενου ότι ελευθερώθηκε από τη σύμβαση γιατί εξαιτίας βαριάς αμέλειας της ενάγουσας παρέλειψε να λάβει πρόσθετα εξασφαλιστικά μέτρα εναντίον της πιστούχου, πέραν της ενεχυριάσης των ομολόγων και του τραπεζικού λογαριασμού, όπου θα κατατίθετο το ποσό της ρευστοποίησης, είναι αόριστος και απορριπτέος, γιατί δεν προσδιορίζονται ποια συγκεκριμένα μέτρα θα μπορούσε να λάβει η ενάγουσα, τα οποία δεν έλαβε από βαριά αμέλεια και εξ αυτού του λόγου έγινε αδύνατη η ικανοποίησή της από τον οφειλέτη. Γνώση της προθέσεως βλάβης των συμφερόντων της ενάγουσας ανωνύμου τραπεζικής εταιρίας εκ μέρους της εναγόμενης δεν απαιτείται εν προκειμένω, δεδομένου ότι η δωρεά, ως αιτία της μεταβίβασης, αποτελεί χαριστική δικαιοπραξία και η εναγόμενη υπέρ της οποίας έγινε η απαλλοτρίωση ήταν κατά το χρόνο της απαλλοτρίωσης σύζυγος του εναγομένου. Ο ισχυρισμός των εναγομένων ότι η ενάγουσα άσκησε καταχρηστικά την αγωγή διάρρηξης, γιατί η αξία των ενεχυριασμένων τίτλων του Ελληνικού Δημοσίου, που αντιπροσώπευαν απαιτήσεις της πιστούχου για τις οποίες είχε φορολογηθεί και καταβάλει τον αναλογούντα ΦΠΑ, μειώθηκε παράνομα και αυθαίρετα με τον νόμο Ν. 4050/2012, προκειμένου να χρηματοδοτηθούν από κεφάλαια του εξωτερικού οι ελληνικές τράπεζες, που κινδύνευαν από χρεωκοπία, είναι μη νόμιμος και απορριπτέος, γιατί σε κάθε περίπτωση, αληθή υποτιθεμένων των ως άνω επικαλουμένων πραγματικών περιστατικών, το δικαίωμα της ενάγουσας να απαιτήσει τη διάρρηξη της απαλλοτρίωσης που διενήργησε με πρόθεση βλάβης της ο εναγόμενος εγγυητής, δεν υπερβαίνει τα όρια της καλής πίστης, των χρηστών ηθών και του κοινωνικού και οικονομικού σκοπού του δικαιώματος. Ενόψει όλων των ανωτέρω, αποδείχθηκε η συνδρομή όλων των κατά νόμο απαιτούμενων προϋποθέσεων για τη ολική διάρρηξη της επίδικης απαλλοτρίωσης υπέρ της ενάγουσας. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που δέχθηκε τα αντίθετα με την εκκαλουμένη, ως προς τη μη ύπαρξη πρόθεσης βλάβης εκ μέρους του απαλλοτριούντος και απέρριψε την αγωγή, έσφαλε στην εκτίμηση των αποδείξεων και την εφαρμογή του νόμου, γι’ αυτό και πρέπει να γίνει δεκτή κατ’ ουσίαν η έφεση, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, να διακρατηθεί η υπόθεση, να δικασθεί  η αγωγή, η οποία  πρέπει να γίνει δεκτή και να διαρρηχθεί η ως άνω καταδολιευτική απαλλοτρίωση υπέρ της ενάγουσας, κατά τα ειδικότερα οριζόμενα στο διατακτικό. Τέλος πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό και να καταδικαστούν οι εφεσίβλητοι – εναγόμενοι λόγω της ήττας τους στη δικαστική δαπάνη εκκαλούσας – ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας της (άρθρα 176, 183, 191  παρ 2 ΚΠολΔ) κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση.

Διατάσσει την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στην καταθέσασα αυτό.

Εξαφανίζει την υπ’ αρ. 3594/2017 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά.

Διακρατεί την υπόθεση και δικάζοντας επί της με αρ. κατ. …../2016 αγωγής.

Δέχεται αυτήν.

Απαγγέλει τη διάρρηξη ως προς την ενάγουσα της συμβάσεως δωρεάς εν ζωή της ψιλής κυριότητας ακινήτου, που έγινε δυνάμει του υπ’ αρ. ………/30.11.2011 συμβολαιογραφικού εγγράφου της συμβολαιογράφου Αθηνών ……….., που καταχωρήθηκε νόμιμα στα βιβλία του Κτηματολογικού Γραφείου Πειραιά την 06.12.2011 με αριθμό καταχώρησης …, δυνάμει του οποίου ο εναγόμενος μεταβίβασε προς την εναγομένη – σύζυγο του, λόγω δωρεάς εν ζωή, κατά ψιλή και μόνο κυριότητα, το 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός οικοπέδου, αρτίου και οικοδομήσιμου που κείται στη θέση ………. της περιφερείας του Δήμου Κερατσινίου εντός του εγκεκριμένου σχεδίου του Δήμου Κερατσινίου και ήδη στον Δήμο Κερατσινίου-Δραπετσώνας της περιφερειακής ενότητας Πειραιά, της περιφέρειας Αττικής και στην οδό ………., έκτασης 191,10 μ2, και κατά το Κτηματολόγιο 192,00 μ2 και με αρ. ΚΑΕΚ ………….

Καταδικάζει τους εφεσίβλητους – εναγόμενους στην πληρωμή της δικαστικής δαπάνης της εκκαλούσας – ενάγουσας και των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, που καθορίζει σε  εξακόσια (600) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίστηκε στην Πειραιά στις  9 Ιανουαρίου 2020 και δημοσιεύθηκε   στο ακροατήριό του, σε έκτακτη συνεδρίαση, στις 23 Ιανουαρίου 2020   με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

 

 Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ