Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 69/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    69/2020

ΤΡΙΜΕΛΕΣ  ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Σπυριδούλα Μακρή, Πρόεδρο Εφετών, Χρυσούλα Πλατιά Εφέτη και Ηλία Σταυρόπουλο Εφέτη – Εισηγητή και τη Γραμματέα E.T..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ             

Με τη διάταξη του άρθρου 51 παρ. 1 και 6 του Ν. 2172/1993 συστήθηκαν στο Πρωτοδικείο Πειραιά και στο Εφετείο Πειραιά ειδικά τμήματα (Τμήματα Ναυτικών Διαφορών), στα οποία αποκλειστικά δικάζονται υποθέσεις ναυτικών διαφορών καθώς και οι εφέσεις κατά των αποφάσεων επ’ αυτών των διαφορών. Κατά την παράγραφο 3Α του ίδιου άρθρου, ναυτικές διαφορές, είναι οι ιδιωτικές διαφορές, που πηγάζουν από πράξεις θαλασσίου εμπορίου και από τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα του πλοίου ή την παροχή εργασίας σ` αυτό, παρατιθεμένων ενδεικτικά, όχι αποκλειστικά, στην παράγραφο 3Β (στοιχ. α`-ιζ`) του ιδίου άρθρου περιπτώσεων, που θεωρούνται ναυτικές διαφορές, μεταξύ των οποίων και συμβάσεις σχετικές με την οικονομική χρησιμοποίηση ή  λειτουργία πλοίου. Κατά τις παραγράφους 1α, 2 και 6α  του πιο πάνω άρθρου, για την εκδίκαση των ναυτικών διαφορών, δικαιοδοσία έχουν τα Δικαστήρια του Πειραιά. Κατά την παράγραφο 5α διαφορές και υποθέσεις που υπάγονται στο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου ή του Εφετείου Πειραιά και εισάγονται σε άλλο τμήμα του ίδιου Δικαστηρίου, παραπέμπονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών και κατά τα λοιπά εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 46 ΚΠολΔ. Περαιτέρω, σύμφωνα με γενικό κανόνα, κάθε πράξη που διενεργεί έμπορος χάριν της εμπορίας του και εκείνη που δεν αποσκοπεί σε κέρδος είναι εμπορική. Αυτό προκύπτει από επιμέρους διατάξεις του Διατάγματος περί αρμοδιότητας των Εμποροδικείων 2/14.5.1835 (ΔΑΕ), ιδίως δε των άρθρων 1 (εμπορικές είναι όλες οι “μεταξύ εμπόρων και τραπεζιτών υποχρεώσεις”) και 8. Στο τελευταίο ορίζεται μεν αρχικά ότι “δεν υπάγονται στην αρμοδιότητα των εμποροδικείων […] αι κατ` εμπόρων περί πληρωμής προϊόντων γης ή πραγματειών [αγωγαί], ηγορασμένων προς ιδίαν αυτών χρήσιν”, στη δε παρ. 2 εισάγεται τεκμήριο ότι: “Τα γραμμάτια όμως τα παρ` εμπόρων υπογεγραμμένα θεωρούνται ως ένεκα του εμπορίου αυτών γενόμενα, εάν άλλη τις αιτία δεν υπάρχει ρητώς εκπεφρασμένη εις αυτά”. Από τις διατάξεις αυτές συνάγονται αφενός μεν ο κανόνας της “παράγωγης εξ υποκειμένου εμπορικότητας”, αφετέρου δε το “τεκμήριο εμπορικότητας”. Ο κανόνας της εξ υποκειμένου παράγωγης εμπορικότητας αφορά χωρίς διάκριση κάθε πράξη του εμπόρου, που έχει σχέση (έστω και έμμεση) με την εμπορία του. Ο κανόνας, ως εκδήλωση της αρχής του παρεπομένου, δεν σημαίνει ότι η πράξη θα πρέπει να ωφελεί την εμπορία, αρκεί να έχει σχέση με αυτή (βλ. Ευάγγ. Περάκη, Γεν. Μέρ. του Εμπορικού Δικαίου έκδ. 2000, παρ. 29 επ., σελ. 168 επ. με παραπ. σε θεωρ. και νομολ. και Λ.Ν. Γεωργακόπουλου Εγχειρίδιο Εμπορικού Δικαίου Τόμος 1ος Αθήνα 1984, Κεφάλαιο Δεύτερο Οι εμπορικές πράξεις § 9 VII 2). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 1 του ΕΝ, έμποροι είναι όσοι μετέρχονται κατά κύριο επάγγελμα πράξεις εμπορικές, μεταξύ δε αυτών είναι και οι πράξεις οικονομικής διαχείρισης του πλοίου, όπως η συντήρηση, επάνδρωση, ο εξοπλισμός, η διαμεσολάβηση στη σύναψη συμβάσεων ναύλωσης και γενικά στη διαχείριση της οικονομικής εκμετάλλευσης του πλοίου. Έτσι ναυτιλιακές εταιρείες διαχείρισης πλοίων, όπως είναι αυτές που είναι εγκατεστημένες στην Ελλάδα σύμφωνα με τους ΑΝ 89/1967, 378/68 και του άρθρ. 25 του Ν. 27/1975, που έχουν την εμπορική ιδιότητα, ως εκ του ότι ασκούν κατά κύριο επάγγελμα εμπορικές πράξεις συναφείς με το θαλάσσιο εμπόριο, κάθε σύμβαση που συνάπτουν θεωρείται ότι γίνεται χάριν της εμπορίας τους, ήτοι χάριν της οικονομικής λειτουργίας και χρησιμοποίησης του πλοίου και, γι’ αυτό το λόγο, οι εξ αυτών αναφυόμενες διαφορές θεωρούνται ναυτικές διαφορές που εκδικάζονται από το αρμόδιο Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Πρωτοδικείου ή του Εφετείου Πειραιά.            Στην προκειμένη περίπτωση, φέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου  η κρινόμενη με αρ. κατ. …../2017 έφεση του εναγόμενου κατά της υπ’ αρ. 3957/2015 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο εκδίκασε κατά την τακτική διαδικασία αντιμωλία των διαδίκων, την με αρ. κατ. …../2015 αγωγή, κάνοντας αυτήν δεκτή.   Με την ως άνω αγωγή της η εφεσίβλητη ενάγουσα τραπεζική εταιρεία ζήτησε να υποχρεωθούν οι εκκαλούντες εναγόμενοι να της καταβάλουν, έκαστος εις ολόκληρον τα χρηματικό ποσό του 1.599.649,62 ευρώ, ως κατάλοιπο κλεισθέντος αλληλόχρεου λογαριασμού τραπεζικού δανείου, που χορήγησε στη πρώτη ναυτιλιακή εταιρεία διαχειρίστρια πλοίων, νόμιμα εγκατεστημένη στην Ελλάδα σύμφωνα με τις διατάξεις των ΑΝ 89/1967, 378/68 και του άρθρ. 25 του Ν. 27/1975, για τις ανάγκες της εμπορίας της, την εξόφληση του οποίου εγγυήθηκε ο δεύτερος. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο εκδίκασε την αγωγή και έκανε αυτή δεκτή. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούντες για κακή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία του νόμου και ζητούν να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη και να απορριφθεί η αγωγή. Από το περιεχόμενο της ως άνω αγωγής προκύπτει ότι οι ένδικες απαιτήσεις της ενάγουσας προέρχονται από δάνειο που χορήγησε στην πρώτη ναυτιλιακή εταιρεία διαχείρισης πλοίων, την εξόφληση του οποίου εγγυήθηκε ο δεύτερος. Δηλαδή προέρχεται από σύμβαση που σύναψε χάριν της εμπορίας της, ήτοι χάριν της οικονομικής λειτουργίας και χρησιμοποίησης των υπ’ αυτήν διαχειριζομένων πλοίων και ως τέτοια η εξ αυτής αναφυόμενη διαφορά αποτελεί ναυτική διαφορά, σύμφωνα και με όσα προαναφέρθηκαν στην ανωτέρω νομική σκέψη, τα ζητήματα δε που προκύπτουν και συνδέονται με τις ανωτέρω πράξεις, απαιτούν την εξειδίκευση στις ιδιαιτερότητες της ναυτικής αυτής διαφοράς, και, ως εκ τούτου, για την εκδίκαση της ένδικης αγωγής αρμόδιο είναι το Τμήμα Ναυτικών Διαφορών του Εφετείου Πειραιώς. Κατά συνέπεια, η προκείμενη ένδικη υπόθεση αναρμοδίως εισήχθη προς εκδίκαση ενώπιον του παρόντος τμήματος του Δικαστηρίου τούτου, το οποίο δεν είναι, κατά τη σχετική και νομίμως δημοσιευθείσα υπ’ αρ. 2/1994 απόφαση της Ολομελείας του, εκείνο των «Ναυτικών Διαφορών», γι αυτό και πρέπει, σύμφωνα με τα άρθρα 46 ΚΠολΔ και 51 παρ. 5-6 του Ν 2172/, όπου η καθ’ ύλην (λειτουργική) αρμοδιότητα κρίνεται και αυτεπαγγέλτως στο στάδιο τούτο της δίκης, καθώς το σχετικό ζήτημα ανάγεται στη δημόσια τάξη, (ΑΠ 1602/2012, 51/2004 βλ. δημ. ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), να κηρυχθεί το τμήμα αυτό αναρμόδιο προς εκδίκαση τής, με την υπό κρίση έφεση, εισαγομένης σ` αυτό ένδικης ναυτικής υπόθεσης και να παραπεμφθεί  η τελευταία στο αρμόδιο «Τμήμα Ναυτικών  Διαφορών» του Εφετείου  τούτου, χωρίς όμως να επιβληθούν δικαστικά έξοδα, διότι η παρούσα απόφαση δεν είναι οριστική, με την έννοια του άρθρου 309 ΚΠολΔ, καθόσον δεν αποφαίνεται για την καθ` ύλην αναρμοδιότητα ολόκληρου του Δικαστηρίου τούτου, αλλά μόνον του Τμήματος τούτου, που δεν αποτελεί οργανικώς αυτοτελές Δικαστήριο και κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 46 ΚΠολΔ (για όλα τα ανωτέρω πρβλ. ΕφΠειρ 425/2018, 445/2016, 413/2015, 300/2014, 442/2014, 555/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Κηρύσσει αναρμόδιο αυτό το Τμήμα του Εφετείου Πειραιώς προς εκδίκαση της έφεσης.

Παραπέμπει την υπόθεση προς εκδίκαση  στο αρμόδιο «Τμήμα Ναυτικών  Διαφορών» του Εφετείου  Πειραιώς. Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά την 9η Ιανουαρίου 2020 και δημοσιεύθηκε στις 23 Ιανουαρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξουσίους τους δικηγόρους.            

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ