Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 67/2020

Αριθμός    67 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Ευαγγελία Πανταζή, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Γ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Ι.Η υπό κρίση από 21-12-2017 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2017 έφεση της εναγόμενης και ήδη εκκαλούσας, κατά της υπ’ αρ. 4849/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο δίκασε την από 18-1-2017 αγωγή της ενάγουσας και ήδη εφεσίβλητης κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών, έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, εφόσον οι διάδικοι δεν επικαλούνται, ούτε άλλωστε προκύπτει από τα προσαγόμενα έγγραφα, ότι έγινε επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης και από την επίδοση της εκκαλουμένης έως την άσκηση της έφεσης δεν παρήλθε χρόνος μεγαλύτερος των 2 ετών (άρθρα 19, 495, 511, 513 παρ.1 περ. β, 516 παρ.1, 517, 518 παρ. 2, 591 παρ.1, 7 και 614 αρ. 3 ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει δεκτή κατά το τυπικό της μέρος και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την  ίδια ειδική διαδικασία, για να κριθεί ως προς τη νομική και ουσιαστική της βασιμότητα, δεδομένου ότι για το παραδεκτό αυτής δεν απαιτείται κατάθεση παραβόλου λόγω του χαρακτήρα της διαφοράς  (άρθρο 495 παρ. 3Γ εδ. τελευταίο ΚΠολΔ).

Η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη με την από 18-1-2017 και με ειδικό αριθμό κατάθεσης …../2017 αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι είναι άκυρη η καταγγελία της συνδέουσας την ίδια και την εναγόμενη σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου και να υποχρεωθεί η τελευταία να της καταβάλει για δεδουλευμένες αποδοχές, αποδοχές υπερημερίας και επιδόματα εορτών και άδειας συνολικά 13.776,90 €. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του δέχθηκε εν μέρει την αγωγή για ποσό 10.903,60 €. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η εκκαλούσα και ζητεί, για τους λόγους που αναφέρονται στην έφεσή της και ανάγονται σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε να απορριφθεί η αγωγή.

ΙΙ. Α) Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 669 παρ. 2 του ΑΚ, 1 του ν 2112/1920 και 5 παρ.3 του ν 3198/1955 προκύπτει ότι η καταγγελία της σύμβασης εξηρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου είναι μονομερής αναιτιώδης δικαιοπραξία και συνεπώς το κύρος αυτής δεν εξαρτάται από την ύπαρξη ή την ελαττωματικότητα της αιτίας για την οποία έγινε, αλλά αποτελεί δικαίωμα του εργοδότη και του εργαζομένου. Η άσκηση όμως του δικαιώματος αυτού, όπως και κάθε δικαιώματος, υπόκειται στον περιορισμό του άρθρου 281 ΑΚ, δηλαδή της μη προφανούς υπέρβασης των ορίων που επιβάλλει η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Η υπέρβαση των ορίων αυτών καθιστά άκυρη την καταγγελία, σύμφωνα με τα άρθρα 174 και 180 του ΑΚ. Στην περίπτωση της ακυρότητας της καταγγελίας λόγω καταχρηστικής άσκησης αυτής, δεν επέρχεται η λύση της σύμβασης εξαρτημένης εργασίας και συνακόλουθα ο εργοδότης υποχρεούται να δέχεται τις υπηρεσίες του μισθωτού και, σε περίπτωση υπερημερίας του, να καταβάλει τις αποδοχές αυτού κατά τα άρθρα 349, 350, 648 και 656 ΑΚ (ΑΠ 179/2016, 601/2013). Προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του οικείου δικαιώματος συντρέχει και όταν η καταγγελία έγινε από εμπάθεια ή για λόγους εκδίκησης ή μίσους, λόγω νόμιμης, αλλά μη αρεστής στον εργοδότη, συμπεριφοράς του μισθωτού, όπως στην περίπτωση που ο μισθωτός αξιώνει από τον εργοδότη την τήρηση των συμφωνημένων όρων εργασίας (ΑΠ 179/2016, 1249/2014, 1649/2012, 581/2011, 1318/2000). Όμως δεν θεωρείται καταχρηστική η καταγγελία, όταν δεν υπάρχει γι` αυτή κάποια αιτία, αφού ενόψει των όσων εκτέθηκαν για τον αναιτιώδη χαρακτήρα της καταγγελίας και την άσκηση αυτής κατά προφανή υπέρβαση των ορίων του άρθρου 281 ΑΚ, για να θεωρηθεί η καταγγελία άκυρη ως καταχρηστική, δεν αρκεί ότι οι λόγοι που επικαλέστηκε γι` αυτή ο εργοδότης ήταν αναληθείς ή ότι δεν υπήρχε καμία εμφανής αιτία, αλλά απαιτείται η καταγγελία να οφείλεται σε συγκεκριμένους λόγους, που πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο εργαζόμενος, εξαιτίας των οποίων η άσκηση του σχετικού δικαιώματος του εργοδότη υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλει η διάταξη του άρθρου 281 ΑΚ (ΑΠ 77/2018, 166/2018). Η αντικειμενικά αδικαιολόγητη καταγγελία, δηλαδή η καταγγελία η οποία δεν δικαιολογείται από σοβαρούς, συνδεόμενους με το αντικειμενικό συμφέρον της επιχείρησης λόγους, δεν είναι άνευ άλλου τινός καταχρηστική, διότι στην αντίθετη περίπτωση, η καταγγελία από αναιτιώδης θα μετατρεπόταν σε αιτιώδη (ΑΠ 258/2019,  1000/2017, 244/2017, 769/2016, 132/2016, 1922/2007, 561/2007). Β). Με τη διάταξη του άρθρου 10 του ν. 3514/1928, οποίος κωδικοποιήθηκε με το από 8/13.12.1928 Π.Δ/μα, όπως το άρθρο αυτό τροποποιήθηκε και συμπληρώθηκε με το άρθρ. 7 του ν 4558/1930 και αντικαταστάθηκε με το άρθρ. 1 του Ν.Δ/τος 2655/1953, ορίζεται ότι: “Ιδιωτικός υπάλληλος κατά την έννοιαν του παρόντος νόμου θεωρείται παν πρόσωπο κατά κύριον επάγγελμα ασχολούμενον επ` αντιμισθία, ανεξαρτήτως τρόπου πληρωμής, εις υπηρεσίαν ιδιωτικού καταστήματος, γραφείου ή εν γένει επιχειρήσεως ή οιασδήποτε εργασίας και παρέχον εργασίαν αποκλειστικώς ή κατά κύριον χαρακτήρα μη σωματικήν. Δεν θεωρούνται ιδιωτικοί υπάλληλοι οι υπηρέται πάσης κατηγορίας, καθώς και πάν εν γένει πρόσωπον, το οποίον χρησιμοποιείται εν τη παραγωγή αμέσως ως βιομηχανικός, βιοτεχνικός, μεταλλευτικός ή γεωργικός εργάτης ή ως βοηθός ή μαθητευόμενος των εν λόγω κατηγοριών ή παρέχει υπηρετικάς εν γένει υπηρεσίας”. Κατά την έννοια των διατάξεων αυτών, η διάκριση του μισθωτού ως εργάτη ή υπαλλήλου εξαρτάται από το είδος της παρεχόμενης εργασίας και όχι από τον περιεχόμενο στη σύμβαση εργασίας χαρακτηρισμό αυτού ή από τον τρόπο της αμοιβής του. Εργασία δε εργάτη θεωρείται εκείνη που προέρχεται αποκλειστικά ή κατά κύριο λόγο από την καταβολή σωματικής ενέργειας, ενώ, όταν η εργασία είναι προϊόν πνευματικής καταβολής, τότε και εφόσον ο εργαζόμενος έχει την κατάρτιση και εμπειρία που απαιτείται γι` αυτήν και την εκτελεί με υπευθυνότητα, θεωρείται εργασία υπαλλήλου και εκείνοι που την ασκούν ανήκουν στην κατηγορία των ιδιωτικών υπαλλήλων. Συνεπώς, για τον χαρακτηρισμό προσώπου ως υπαλλήλου, απαιτείται εξειδικευμένη εμπειρία, θεωρητική μόρφωση και ιδίως ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας, διότι μόνο όταν συντρέχουν αυτά τα στοιχεία κατά την εκτέλεση της εργασίας το πνευματικό στοιχείο υπερτερεί του σωματικού (ΑΠ 1391/2018, 1114/2017, 1405/2014, 90/2009, 2054/2006, 637/2005).

Από την  εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, που εξετάστηκε νομότυπα στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (βλ. πρακτικά δίκης), αξιολογούμενη κατά το λόγο γνώσεως και το βαθμό αξιοπιστίας του προσώπου, εκ του οποίου προέρχεται, τις ένορκες βεβαιώσεις με αρ. …./19-9-2017 του Ειρηνοδίκη Πειραιά και ………./21-9-2017 του Ειρηνοδίκη Νίκαιας, που έχουν ληφθεί μετά νομότυπη κλήτευση της εναγόμενης για να παραστεί κατά τη λήψη τους με προφορική δήλωση της ενάγουσας κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο, που καταχωρήθηκε στα πρακτικά της δίκης, με την παρουσία της εναγόμενης (ΑΠ 457/2005, 1877/2005), με αρ. ……../18-9-2017 ένορκες βεβαιώσεις της Συμβολαιογράφου Πειραιώς …….. και ……../21-9-2017 ένορκες βεβαιώσεις του Ειρηνοδίκη Πειραιά, που έχουν ληφθεί μετά από νομότυπη κλήτευση της ενάγουσας για να παραστεί κατά τη λήψη τους (βλ. ../13-9-2017 και ../18-9-2017 εκθ. επίδ. του δικαστ. επμελ. στο Πρωτ/κείο Αθηνών ……..) και τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Στις 21-7-2014 η εναγόμενη, που διατηρεί κατάστημα καφέ – αναψυκτήριο (κρέπες, τυρόπιτες, σάντουιτς κλπ.) στην πλατεία του Γενικού Κρατικού Νοσοκομείου Νίκαιας με τον τίτλο ….., προσέλαβε την ενάγουσα με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας μερικής απασχόλησης για να εργασθεί με την ειδικότητα του μπουφετζή (εργαζόμενου, που είναι υπεύθυνος για την παραγωγή των εδεσμάτων και των ροφημάτων σε καφετέριες, μπαρ, κυλικεία κλπ), έξι (6) ημέρες της εβδομάδας, πλην Παρασκευής, επί 4ωρο καθημερινώς με ωρομίσθιο 3,93 €. Το κατάστημα της εναγόμενης λειτουργεί όλο το 24ωρο συνεχώς σε τρεις χρονικές περιόδους (βάρδιες), ήτοι 06.00 – 14.00, 14.00 – 22.00 και 22.00 – 06.00 και για να εξυπηρετείται όλο το προσωπικό οι διάδικοι συμφώνησαν η βάρδια της ενάγουσας να αλλάζει κάθε εβδομάδα. Όμως, η ανωτέρω σύμβαση δεν τηρήθηκε εκ μέρους της εναγόμενης, η οποία απασχολούσε την ενάγουσα με πλήρη απασχόληση επί 9ωρο από Δευτέρα έως και Παρασκευή και επί 8ωρο το Σάββατο και την Κυριακή. Για την παροχή της ανωτέρω εργασίας η ενάγουσα, η οποία είναι αλλοδαπή Αλβανικής υπηκοότητας, κατείχε βιβλιάριο υγείας με αριθμό θεώρησης …/2007, που ανανεώθηκε στις 26-2-2013 με ισχύ μέχρι τις 26-2-2018 (άρθρο 14 παρ. 1 της ΑΙβ/8577/1983 απόφασης του Υπουργού Υγείας και Πρόνοιας, όπως αντικαταστάθηκε ήδη από 11-11-1992 με την 8405/29-10-1992 απόφαση των Υπουργών Υγείας, Πρόνοιας και Κοινωνικών Ασφαλίσεων), την με αρ. πρωτ. ……../2-10-2014 άδεια εργασίας του Τ.Α. Νίκαιας και την υπ’ αρ. …. άδεια διαμονής στην Ελλάδα, λήγουσα στις 18-1-2012 (άρθρο 19 παρ. 1 του ν 2910/2001 – αντίστοιχη καταργηθείσα διάταξη 23 παρ. 1 του ν. 1975/1991-, που αναφέρεται στους αλλοδαπούς, οι οποίοι δεν διέπονται από το κοινοτικό δίκαιο κατά το άρθρο 2 παρ. 1 του ίδιου νόμου). Έτσι, η ανωτέρω σύμβαση εργασίας ήταν καθ’ όλα έγκυρη. Όμως η εναγόμενη δεν κατέβαλε στην ενάγουσα τις νόμιμες αποδοχές της, ήτοι της κατά πλήρες ωράριο παροχής εργασίας, υπερεργασίας και υπερωριακής απασχόλησης, ούτε τα δώρα εορτών και τις αποδοχές και επίδομα άδειας, ενώ παράλληλα την είχε ασφαλίσει στο ΙΚΑ για παροχή 4ωρης ημερήσιας εργασίας, με αποτέλεσμα η ενάγουσα να διαμαρτυρηθεί στην εναγόμενη για τη συμπεριφορά της αυτή, που έγινε γνωστή σε όλο το προσωπικό. Στις 21-11-2016 η εναγόμενη κατήγγειλε τη σύμβαση εργασίας και κατέβαλε στην ενάγουσα για αποζημίωση απόλυσης 472 €. Η καταγγελία αυτή έγινε κατά προφανή υπέρβαση των ορίων της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών (άρθρο 281 ΑΚ) και για το λόγο αυτό είναι άκυρη (άρθρα 174, 180 ΑΚ), διότι δεν οφείλεται σε αντικειμενικούς λόγους πλημμελούς άσκησης των καθηκόντων της ενάγουσας, ούτε και σε ανεπαρκή απόδοση αυτής και διακοπή της μεταξύ των αρμονικής συνεργασίας, αλλά σε λόγους εκδίκησης λόγω της εξακολουθητικής συμπεριφοράς της ενάγουσας να διεκδικήσει τα νόμιμα δικαιώματά της τήρησης του νόμιμου ωραρίου απασχόλησης και καταβολής της νόμιμης αμοιβής της. Με την άκυρη καταγγελία της εργασιακής σχέσης η εναγόμενη κατέστη υπερήμερος οφειλέτης, με αποτέλεσμα, πέραν των δεδουλευμένων αποδοχών, να οφείλει να καταβάλει στην ενάγουσα αποδοχές υπερημερίας για το χρονικό διάστημα από τις 22-11-2016 μέχρι τις 22-5-2017. Τα ανωτέρω πραγματικά περιστατικά ως προς το χρόνο απασχόλησης της ενάγουσας, την μη καταβολή των νόμιμων αποδοχών της και την μερική ασφάλισή της στο ΙΚΑ αλλά και για το λόγο που έλαβε χώρα η απόλυσή της αποδεικνύονται πλήρως από την ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της απόδειξης, η οποία συνέπεσε για μεγάλο χρονικό διάστημα να εργάζεται με την ενάγουσα ως υπάλληλος στην ίδια επιχείρηση της εναγόμενης. Η εργασία της ενάγουσας δεν ήταν μόνο η παρασκευή και το σερβίρισμα καφέ στους πελάτες της επιχείρησης, αλλά και η παρασκευή εδεσμάτων, όπως σφολιατοειδή, πίτες όλων των ειδών, χάμπουργκερ, κρέπες κλπ., τα οποία παρασκεύαζε, έψηνε και προσέφερε σε τρίτους-πελάτες. Για την εργασία της αυτή η ενάγουσα κατείχε βιβλιάριο εργασίας από το έτος 2007, είχε απασχοληθεί και σε άλλα παρόμοια καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος και είχε παρακολουθήσει εκπαιδευτικά σεμινάρια σε θέματα υγιεινής, ασφάλειας και προετοιμασίας τροφίμων κλ., ήτοι είχε εξειδικευμένη εμπειρία αλλά και ανάπτυξη πρωτοβουλίας και ανάληψη ευθύνης κατά την εκτέλεση της εργασίας της και κατ’ αντικειμενική κρίση παρείχε εργασία υπαλλήλου. Όμοια, που έκρινε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ορθά εκτίμησε τις αποδείξεις και ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο και τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα από την εκκαλούσα με τους τρεις πρώτους λόγους της έφεσης κρίνονται ουσία αβάσιμα και απορριπτέα.

ΙΙΙ. Κατά το άρθρο 591 παρ.1ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το ν 4335/2015 και ισχύει για αγωγές που ασκούνται από 1-1-2016)  «τα άρθρα 1 έως 590 εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες, εκτός αν αντιβαίνουν προς τις ειδικές διατάξεις των διαδικασιών αυτών. Αν στις ειδικές αυτές διατάξεις δεν ορίζεται διαφορετικά […] γ) οι προτάσεις κατατίθενται το αργότερο κατά τη συζήτηση, δ) τα περιεχόμενα στις προτάσεις μέσα επίθεσης και άμυνας προτείνονται συνοπτικώς και προφορικά και καταχωρίζονται στα πρακτικά συζητήσεως, διαφορετικά είναι απαράδεκτα». Κατά δε τη διάταξη του άρθρου 256 παρ.1 στοιχ. δ΄ ΚΠολΔ, τα συντασσόμενα από το γραμματέα πρακτικά συνεδριάσεως πρέπει να περιέχουν «όσα έγιναν κατά τη συζήτηση και ιδίως […] τους ισχυρισμούς, τις αιτήσεις και τις δηλώσεις των διαδίκων, εκτός αν είναι υποχρεωτική η υποβολή προτάσεων, οπότε αρκεί η αναφορά σ’ αυτές, […]». Από την πρώτη από τις διατάξεις αυτές (ΚΠολΔ 591 παρ.1) σαφώς συνάγεται ότι στις υποθέσεις που δικάζονται κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, οι διάδικοι οφείλουν να προτείνουν όλους τους αυτοτελείς ισχυρισμούς τους, όπως είναι και η ένσταση εξόφλησης των αξιώσεων του εργαζόμενου,  προφορικά κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο και, επιπλέον, οι ισχυρισμοί αυτοί καταχωρίζονται στα πρακτικά με συνοπτική έκθεση των γεγονότων που τους θεμελιώνουν (ΚΠολΔ 262 παρ.1). Απαιτείται δηλαδή, σε κάθε περίπτωση, ακόμη και αν περιέχονται στις προτάσεις που έχουν κατατεθεί, προφορική προβολή των ισχυρισμών αυτών, που «ως γενόμενο κατά τη συζήτηση» σημειώνεται στα πρακτικά. Από τη δεύτερη δε από τις αμέσως πιο πάνω διατάξεις (ΚΠολΔ 256 παρ.1 στοιχ. δ`) συνάγεται ότι η κατά την πρώτη διάταξη (ΚΠολΔ 591 παρ.1 στοιχ. δ΄) σημείωση της προφορικής προβολής του ισχυρισμού στα πρακτικά πρέπει να προκύπτει ευθέως από το περί των προτάσεων και δηλώσεων τμήμα αυτών και δεν επιτρέπεται έμμεση συναγωγή της προβολής του είτε από το περιεχόμενο των ακολούθως καταχωρημένων μαρτυρικών καταθέσεων είτε από το περιεχόμενο των υποβαλλομένων εγγράφων προτάσεων (ΟλΑΠ 2/2005 – ΑΠ 376/2018, 683/2018, 206/2016, 220/2014, 450/2013, 1414/2012, 128/2008).

Με τον τέταρτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα αιτιάται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του τον ισχυρισμό της (ένσταση) περί καταχρηστικής άσκησης της  αγωγής, την οποία απέρριψε κατ’ ουσία συνοπτικά χωρίς αιτιολογία. Από την επισκόπηση των πρακτικών της πρωτοβάθμιας δίκης αποδεικνύεται ότι η εναγόμενη κατά τη συζήτηση στο ακροατήριο δεν πρότεινε τέτοιο ισχυρισμό, που έπρεπε να καταχωρηθεί στα πρακτικά και να υποχρεωθεί το Δικαστήριο να απαντήσει, παρά μόνο με τις προτάσεις της. Επομένως, ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν.

ΙVΑπό τις διατάξεις των άρθρων 335, 338 έως 340 ΚΠολΔ προκύπτει, ότι το δικαστήριο της ουσίας, προκειμένου να σχηματίσει την κρίση του για τους πραγματικούς ισχυρισμούς των διαδίκων που ασκούν ουσιώδη επίδραση στην έκβαση της δίκης, υποχρεούται να λαμβάνει υπόψη όλα τα αποδεικτικά μέσα που νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, υπό την προϋπόθεση όμως ότι είναι υποστατά και γνήσια, χωρίς να επιβάλλεται να γίνεται ειδική αναφορά και χωριστή αξιολόγηση του καθενός από αυτά, αρκεί να καθίσταται απολύτως βέβαιο από όλο το περιεχόμενο της απόφασης, ότι συνεκτιμήθηκαν, αρκεί δηλαδή η γενική αναφορά του είδους του αποδεικτικού μέσου που έλαβε υπόψη το δικαστήριο. Βέβαια δεν αποκλείεται το δικαστήριο της ουσίας να μνημονεύει και να εξαίρει μερικά από τα αποδεικτικά μέσα, λόγω της κατά την ελεύθερη κρίση του μεγαλύτερης σημασίας (ΟλΑΠ 2/2008 – 240/2017, 213/2016, 688/2016).

Με τον πέμπτο λόγο της έφεσης η εκκαλούσα ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ουδόλως εκτίμησε, άλλως δεν εκτίμησε ορθά τα προσκομισθέντα από την ίδια αποδεικτικά μέσα και ειδικότερα τις εξοφλητικές αποδείξεις μισθοδοσίας, την υπεύθυνη δήλωση της ενάγουσας στο έγγραφο της καταγγελίας ότι έχει ικανοποιηθεί πλήρως και ουδεμία απαίτηση έχει εναντίον της, ότι έδωσε ιδιαίτερη βαρύτητα στην κατάθεση της μάρτυρος της απόδειξης, την οποία θεώρησε ως αξιόπιστη και απέρριψε όλες τις ενστάσεις και ισχυρισμούς της. Από την επισκόπηση της προσβαλλόμενης απόφασης αποδεικνύεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, για να αχθεί στην δικανική του κρίση, έλαβε υπόψη του όλα τα αποδεικτικά μέσα που επικαλέστηκαν με τις προτάσεις τους και προσκόμισαν αμφότεροι οι διάδικοι, ειδικότερα δε αναφέρεται σ’ αυτή ότι «Από το σύνολο όλων ανεξαιρέτως των αποδεικτικών μέσων, ειδικότερα δε από τις ένορκες καταθέσεις των μαρτύρων απόδειξης, δεδομένου ότι επιμελεία της εναγόμενης δεν εξετάστηκε επ’ ακροατηρίω μάρτυρας ανταπόδειξης…από το σύνολο των εγγράφων που προσκομίζουν μετ’ επικλήσεως οι διάδικοι…τις ένορκες βεβαιώσεις…». Η απόδοση πειστικότητας στην ένορκη κατάθεση της μάρτυρος της απόδειξης, που εξετάστηκε στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, ανάγεται στην ελεύθερη κρίση του, το οποίο εξήρε το αποδεικτικό αυτό μέσο και το συνεκτίμησε με όλα τα υπόλοιπα αποδεικτικά μέσα και όχι κατά μόνας και αποφάσισε κατά συνείδηση για το αληθές των προτεινόμενων ισχυρισμών, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 340 παρ.2 ΚΠολΔ. Έτσι, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έλαβε υπόψη του όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από την εναγόμενη αποδεικτικά μέσα, τα οποία εκτίμησε ορθά σχετικά με το καθεστώς απασχόλησης της ενάγουσας και τις νόμιμες αποδοχές της (βλ. ανωτέρω στοιχ. ΙΙ). Συνακόλουθα, ο λόγος αυτός της έφεσης πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος.

  1. V. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τα ανωτέρω πραγματικά γεγονότα και ύστερα από ορθή εκτίμηση των αποδείξεων και ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου κατέληξε στην ίδια κρίση, δεν έσφαλε, όσα δε αντίθετα υποστηρίζονται από την εκκαλούσα κρίνονται ουσία αβάσιμα και απορριπτέα καθώς και η έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας (άρθρα 176 και 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ  ΤΟΥΣ  ΛΟΓΟΥΣ  ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται την έφεση τυπικά και την απορρίπτει κατ’ ουσία. Και         Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία καθορίζει σε τετρακόσια (400) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις   22 Ιανουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ