Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 62/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙKΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:      62 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Ιωάννη Γερωνυμάκη, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2011/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία, ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513 παρ. 1β, 518 παρ. 1, 520 του ΚΠολΔ), δοθέντος ότι η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον εκκαλούντα την 2/4/2018 (υπ’ αριθμ. ……/2.4.2018 έκθεση επίδοσης του αρμόδιου δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά ……….), η δε έφεση κατατέθηκε στη Γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου την 2/5/2018, καταβλήθηκε το νόμιμο παράβολο ποσού 100 ευρώ (e- Παράβολο με κωδικό …….., το ποσό του οποίου καταβλήθηκε στην Τράπεζα Πειραιώς), το οποίο επισυνάπτεται στην από 2/5/2018 έκθεση που συνέταξε η Γραμματέας του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ και αρμοδίως φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου αυτού (άρθρο 19 του ΚΠολΔ). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 533 παρ. 1 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, στην από 10/7/2013 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ισχυρίστηκε, ότι κατά του πρώτου εναγόμενου και μη εκκαλούντος, ………., άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22/10/2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./2012 αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, ότι ο τελευταίος προς αντίκρουση της αίτησης αυτής προσκόμισε ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου την υπ’ αριθμ. …./2013 και την …/2013 ένορκες βεβαιώσεις της δεύτερης εναγόμενης και μη εκκαλούσας, ……….. και του τρίτου εναγόμενου, ήδη εκκαλούντος, αντίστοιχα, ότι και στις δυο αυτές οι ανωτέρω κατέθεσαν εναντίον του τα αναφερόμενα την αγωγή του πραγματικά περιστατικά, τα οποία είναι ψευδή και τα κατέθεσαν εν γνώσει της αναλήθειάς τους, με σκοπό να ενισχύσουν τους ισχυρισμούς του .. …. σε βάρος του, διαπράττοντας το αδίκημα της συκοφαντικής δυσφήμισης και ότι οι εναγόμενοι με τις ανωτέρω πράξεις τους έθιξαν την τιμή και την υπόληψή του και προσέβαλαν την προσωπικότητα του, με συνέπεια αυτός να δικαιούται εύλογη χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης, την οποία υπέστη. Ζητούσε, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής του σε αναγνωριστικό, που έγινε με τις νομίμως κατατεθείσες προτάσεις του και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου του στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, να αναγνωριστεί η υποχρέωση των εναγόμενων να του καταβάλουν ως χρηματική ικανοποίηση για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης που υπέστη, ο πρώτος το ποσό των 50.000 ευρώ, η δεύτερη το ποσό των 30.000 ευρώ και ο τρίτος το ποσό των 70.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής έως την εξόφληση. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την προσβαλλομένη απόφασή του, δικάζοντας ερήμην των δυο πρώτων εναγόμενων και κατ’ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, δέχθηκε εν μέρει την αγωγή και αναγνώρισε την υποχρέωση των εναγόμενων να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 3.000 ευρώ, των 1.000 ευρώ και των 3.000 ευρώ αντίστοιχα. Κατά της απόφασης αυτής ο τρίτος εναγόμενος παραπονείται με την υπό κρίση έφεση του για κακή εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί να γίνει η έφεση του δεκτή ώστε να εξαφανιστεί η αγωγή στο σύνολό της.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της διάταξης αυτής, ως «δικαίωμα» νοείται αυτό που απορρέει από διατάξεις ουσιαστικού δικαίου, θεωρείται δε ότι ασκείται καταχρηστικώς και όταν συμπεριφορά του δικαιούχου πριν από την άσκησή του καθώς και η πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο διάστημα που μεσολάβησε, δεν δικαιολογούν τη μεταγενέστερη άσκησή του και καθιστούν αυτή μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (ΟλΑΠ 7/2002 ΝΟΜΟΣ). Μόνο το γεγονός ότι η άσκηση του δικαιώματος στη συγκεκριμένη περίπτωση επιφέρει βλάβη έστω και μεγάλη στον οφειλέτη δεν μπορεί να αποτελέσει κατάχρηση δικαιώματος κατ’ άρθρο 281 του ΑΚ, παρά μόνο αν τούτο μπορεί να συνδυασθεί και με άλλες περιστάσεις, όπως όταν η συμπεριφορά του δανειστή που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος του, σε συνδυασμό με την πραγματική κατάσταση που διαμορφώθηκε στο μεσοδιάστημα, δημιούργησαν στον οφειλέτη την εύλογη πεποίθηση ότι ο δανειστής δεν θα ασκούσε το δικαίωμα του στο χρόνο που το άσκησε, με αποτέλεσμα η πρόωρη άσκησή του να προκαλεί επαχθείς συνέπειες στον οφειλέτη και να εμφανίζεται έτσι αδικαιολόγητη και καταχρηστική (ΑΠ 1352/2011 ΝΟΜΟΣ) ή όταν ο δανειστής δεν έχει συμφέρον στην άσκηση του δικαιώματος (ΑΠ 828/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1352/2011 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1472/2004 ΝΟΜΟΣ). Εν προκειμένω ο τρίτος εναγόμενος με τις πρωτόδικες προτάσεις του ισχυρίστηκε ότι η άσκηση της αγωγής από τον ενάγοντα υπερβαίνει προφανώς τα όρια των χρηστών ηθών και του κοινωνικού σκοπού του δικαιώματός του και επομένως είναι καταχρηστική, διότι τίποτα από τα αναφερόμενα στην αγωγή είναι αληθινά, αλλά ο ενάγων έχει κύριο και μοναδικό σκοπό να του προκαλέσει ζημιά και να τον βλάψει με την επιδίκαση σε βάρος του της αιτούμενης αποζημίωσης. Ο ισχυρισμός όμως αυτός, που συνιστά την στηριζόμενη στη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ ένσταση καταχρηστικής άσκησης δικαιώματος, αορίστως προβάλλεται και πρέπει να απορριφθεί, διότι δεν αρκούσε μόνη η επίκληση από τον τρίτο εναγόμενο της βλάβης που υφίσταται από την άσκηση της ένδικης αγωγής, αλλά θα έπρεπε να παραθέτει συγκεκριμένες περιστάσεις που σε συνδυασμό με την προηγούμενη συμπεριφορά του ενάγοντος δικαιούχου να διαμορφώθηκε μια πραγματική κατάσταση, η ανατροπή της οποίας, εξαιτίας της άσκησης του δικαιώματος, επιφέρει δυσμενείς συνέπειες σε βάρος των συμφερόντων του και μάλιστα δυσανάλογες από το όφελος που ο ενάγων επιδιώκει. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε ορθά εφάρμοσε το νόμο και ο δεύτερος λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται για εσφαλμένη απόρριψη της ένστασής του είναι ουσιαστικά αβάσιμος.

Από τα άρθρα 57 εδ. α΄, 59 εδ. α΄ και 932 του ΑΚ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 361, 362 και 367 ΠΚ, συνάγονται τα εξής: Όποιος παράνομα προσβάλλεται στην προσωπικότητά του, νοουμένη ως το προστατευόμενο από το Σύνταγμα (άρθρο 2 παρ. 1) σύνολο των αξιών που απαρτίζουν την ουσία του ανθρώπου, και ειδικότερα προσβάλλεται στην προστατευόμενη από το Σύνταγμα (αρθρ. 5 παρ.2) τιμή ή υπόληψή του, με δυσφήμηση ή εξύβριση, έχει δικαίωμα να απαιτήσει να αρθεί η προσβολή και να μην επαναληφθεί στο μέλλον. Το δε δικαστήριο δύναται, επιπλέον, αφού λάβει υπ’ όψη το είδος της προσβολής, να καταδικάσει τον υπαίτιο προσβολέα να ικανοποιήσει την ηθική βλάβη εκείνου που έχει προσβληθεί. Η ικανοποίηση συνίσταται σε πληρωμή χρηματικού ποσού, σε δημοσίευμα, ή σε οτιδήποτε επιβάλλεται από τις περιστάσεις. Τέτοιο προστατευόμενο έννομο αγαθό είναι και η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου. Εξ άλλου, κατά το άρθρο 914 του ΑΚ, όποιος ζημιώσει άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά δε το άρθρο 932 του ΑΚ σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης. Αυτό ισχύει ιδίως για εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε την ελευθερία του. Για να γεννηθεί αξίωση προστασίας από προσβολή της προσωπικότητας κατά τις διατάξεις των άρθρων 57, 59, 914, 932 του ΑΚ πρέπει η προσβολή να είναι παράνομη, να αντίκειται δηλαδή σε διάταξη που απαγόρευε συγκεκριμένη πράξη, με την οποία προσβάλλεται έκφανση αυτής, είναι δε αδιάφορο σε ποιο τμήμα δικαίου βρίσκεται η διάταξη που απαγορεύει την προσβολή. Έτσι, η προσβολή μπορεί να προέλθει και από ποινικώς κολάσιμη πράξη, όπως εξύβριση, απλή δυσφήμηση ή συκοφαντική δυσφήμηση, που προβλέπονται και τιμωρούνται από τις διατάξεις των άρθρων 361, 362 και 363 του ΠΚ. Ειδικότερα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 362 και 363 του ΠΚ, όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ενώπιον τρίτου ισχυρίζεται ή διαδίδει για κάποιον άλλο γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, διαπράττει το έγκλημα της δυσφημήσεως, και αν το γεγονός αυτό είναι ψευδές και ο υπαίτιος τελεί εν γνώσει της αναληθείας του διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως. Έτσι, για τη στοιχειοθέτηση της αντικειμενικής υποστάσεως αμφοτέρων των ως άνω εγκλημάτων απαιτείται ισχυρισμός ή διάδοση από τον υπαίτιο, με οποιονδήποτε τρόπο και μέσο ενώπιον τρίτου, για κάποιον άλλο γεγονότος που θα μπορούσε να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, ενώ για τη στοιχειοθέτηση της υποκειμενικής υποστάσεως του εγκλήματος της συκοφαντικής δυσφημήσεως απαιτείται επί πλέον και γνώση του δράστη ότι το γεγονός είναι ψευδές. Σε περίπτωση δε που ο δράστης δεν γνώριζε το ψευδές του γεγονότος που ισχυρίσθηκε ή διέδωσε ή είχε αμφιβολίες γι’ αυτό, δεν στοιχειοθετείται μεν το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφημήσεως σε βάρος άλλου, παραμένει όμως ως έγκλημα η απλή δυσφήμιση, που προσβάλλει επίσης την προσωπικότητα του άλλου σε βαθμό μη ανεκτό από την έννομη τάξη (ΑΠ 402/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1394/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 726/2015 ΝΟΜΟΣ). Ωστόσο, ως αστικό αδίκημα, η δυσφήμηση θεμελιώνεται υποκειμενικά και σε απλή αμέλεια του δράστη και συνεπώς όποιος από πρόθεση ή από αμέλεια ισχυρίζεται ή διαδίδει προς τρίτους γεγονότα αναληθή που βλάπτουν την επαγγελματική ή γενικότερα την οικονομική ελευθερία άλλου και κατ’ αυτή την έννοια θίγουν την τιμή και την υπόληψή του, προσβάλλοντας παράνομα την προσωπικότητά του, έχει υποχρέωση, εφόσον γνωρίζει ή υπαίτια αγνοεί την αναλήθεια των γεγονότων αυτών, να αποζημιώσει τον άλλο και να ικανοποιήσει και την ηθική βλάβη του, (ΑΠ 1587/2017 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 389/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1352/2015 ΝΟΜΟΣ). Ως ισχυρισμός θεωρείται η ανακοίνωση η οποία προέρχεται ή από ιδία πεποίθηση ή γνώμη ή από μετάδοση από τρίτο πρόσωπο, ενώ διάδοση υφίσταται όταν λαμβάνει χώρα μετάδοση της ανακοινώσεως που γίνεται από άλλον. Ως γεγονός νοείται κάθε συγκεκριμένο περιστατικό του εξωτερικού κόσμου, που ανάγεται στο παρελθόν ή το παρόν, υποπίπτει στις αισθήσεις και είναι δεκτικό αποδείξεως, καθώς και κάθε συγκεκριμένη σχέση ή συμπεριφορά, αναφερόμενη στο παρελθόν ή το παρόν που υποπίπτει στις αισθήσεις και αντίκειται στην ηθική και την ευπρέπεια. Δεν αποκλείεται στην έννοια του γεγονότος να υπαχθούν η έκφραση γνώμης ή αξιολογικής κρίσεως και χαρακτηρισμοί, όταν αμέσως ή εμμέσως υποκρύπτονται συμβάντα και αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία, τα οποία στη συγκεκριμένη περίπτωση συνιστούν προσβολή της προσωπικότητας, δηλαδή μόνο όταν συνδέονται και σχετίζονται με το γεγονός κατά τέτοιο τρόπο, ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική του βαρύτητα καθώς και όταν είναι διαγνωστό ότι αφορούν συγκεκριμένο συμβάν (ΑΠ 909/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ (ποιν) 18/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 28/2017 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, το άρθρο 367 του ΠΚ ορίζει στην παρ. 1 αυτού ότι «δεν αποτελούν άδικη πράξη α) οι δυσμενείς κρίσεις . . . καθώς και γ) οι εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νομίμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον  . . .» και στη δεύτερη παράγραφο ότι «η προηγούμενη διάταξη δεν εφαρμόζεται α) όταν οι παραπάνω κρίσεις και εκδηλώσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία της πράξης του άρθρου 363 (δηλαδή της συκοφαντικής δυσφήμησης) καθώς και β) όταν από τον τρόπο εκδήλωσης ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξύβρισης». Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι ο άδικος χαρακτήρας των πράξεων της εξύβρισης και της απλής δυσφήμησης αίρεται και στην περίπτωση που οι σχετικές εκδηλώσεις γίνονται για διαφύλαξη δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον. Τέτοιο ενδιαφέρον, στα πλαίσια της ελευθερίας του τύπου, έχουν και τα πρόσωπα, τα οποία συνδέονται αμέσως με τη λειτουργία του, για τη δημοσίευση ειδήσεων και γεγονότων, σχετιζομένων με τη συμπεριφορά προσώπων ή ομάδων προσώπων, που ενδιαφέρουν το κοινωνικό σύνολο. Εκ τούτου παρέπεται, ότι τα ως άνω συνδεόμενα με τον τύπο πρόσωπα μπορούν να προβαίνουν σε αντίστοιχη δημοσίευση για πληροφόρηση, ενημέρωση και κατατόπιση του κοινού ακόμη και με οξεία κριτική ή δυσμενείς χαρακτηρισμούς σε βάρος των προαναφερομένων προσώπων ή ομάδων, όμως και στην περίπτωση αυτή, ο άδικος χαρακτήρας της εξυβριστικής ή δυσφημιστικής εκδηλώσεως δεν αίρεται και συνεπώς παραμένει η παρανομία, ως ουσιαστικό στοιχείο της αδικοπραξίας, όταν η ανωτέρω εκδήλωση αποτελεί συκοφαντική δυσφήμιση, ή όταν, από τον τρόπο και από τις περιστάσεις που έγινε αυτή, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή σκοπός που κατευθύνεται ειδικώς σε προσβολή της τιμής άλλου, με αμφισβήτηση της ηθικής ή κοινωνικής αξίας του προσώπου του ή με περιφρόνηση αυτού (ΑΠ 521/2018 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα απόδειξης που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την προσβαλλόμενη απόφαση πρακτικά, ο τρίτος εναγόμενος – εκκαλών δεν εξέτασε μάρτυρα και όλων των εγγράφων που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται είτε ως άμεσα αποδεικτικά μέσα είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, συμπεριλαμβανομένων των φωτογραφιών που οι διάδικοι προσκομίζουν και επικαλούνται, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται (άρθρα 444 αριθμ. 3, 448 παρ. 2 και 457 παρ. 4 του ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων και ο τρίτος εναγόμενος είναι αδέλφια. Ο πρώτος είναι αρχιτέκτων μηχανικός και ο δεύτερος ιατρός και η επαγγελματική στέγη τους βρίσκεται στο ίδιο κτίσμα, ευρισκόμενο στη Νίκαια, στην οδό .. ….., συνιδιοκτησίας του ενάγοντος και του έτερου αδελφού τους, …….. Οι σχέσεις των ανωτέρω διαδίκων έπαψε από το έτος 2005 να είναι αρμονικές, αφού μεταξύ τους ανέκυψαν σφοδρότατες διαφωνίες και αντεγκλήσεις, σχετιζόμενες με τη διανομή και εκμετάλλευση της κληρονομιαίας περιουσίας του αποβιώσαντος πάτερα τους. Ήδη το έτος αυτό είχαν κλονισθεί σε σοβαρό βαθμό και οι σχέσεις του ενάγοντος με τον αδελφό του ………., οι οποίοι, ώντες και οι δυο αρχιτέκτονες μηχανικοί, είχαν συστήσει την ομόρρυθμη εταιρία με την επωνυμία «…………», που λύθηκε το έτος 2004, κατόπιν καταγγελίας του ……….., την οποία ακολούθησε διένεξη μεταξύ των δυο αδελφών – πρώην εταίρων ως προς τη διαχείριση και διανομή της περιουσίας της. Η γενικότερη αυτή διαμάχη των αδελφών, κυρίως μεταξύ των διαδίκων, επηρέασε και τη σχέση του ενάγοντος με κατοίκους γειτονικών οικιών, οι οποίοι στη διαμάχη των διαδίκων ελάμβαναν το μέρος του τρίτου εναγόμενου, με αποτέλεσμα και αυτοί να αποτελέσουν δικαιολογημένα ή μη μέρος της αντιδικίας των αδελφών. Ένας από αυτούς είναι ο ………., που απασχολείται περιστασιακά στον τρίτο εναγόμενο, ο οποίος του ανέθετε τη διεκπεραίωση διαφόρων εξωτερικών εργασιών για το ιατρείο του. Τον Αύγουστο του έτους 2012 αφαιρέθηκαν κάποιες ζαρντινιέρες από τον αύλειο χώρο του γραφείου του ενάγοντος, με συνέπεια ο τελευταίος, έχοντας την πεποίθηση ότι αφαιρέθηκαν από τον ………. προκειμένου να τον παρενοχλήσει, απευθύνθηκε στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Πειραιώς ζητώντας να κληθεί στο οικείο Αστυνομικό Τμήμα, προκειμένου να του υποβληθούν συστάσεις για την ενέργειά του. Πράγματι, κατόπιν της από 19/10/2012 σχετικής εισαγγελικής παραγγελίας, ο …………. κλήθηκε και μετέβη στο οικείο Αστυνομικό Τμήμα. Η κλήση αυτή προκάλεσε την έντονη αντίδραση και το θυμό του ……, που εκδήλωσε την 9/10/2012 επιτιθέμενος φραστικά και έμπρακτα κατά του ενάγοντος. Συγκεκριμένα, την ανωτέρω ημέρα και περί ώρα 19.30, ο ενάγων βρισκόταν στον αύλειο χώρο του τεχνικού του γραφείου στην παραπάνω διεύθυνση. Φθάνοντας στην πόρτα του χώρου του κήπου και της πρασιάς, άκουσε από απόσταση περίπου 10 μέτρων τις ύβρεις «πατσαβούρα», «άχρηστε», «σε ζουν ο πατέρας και η μάνα σου». Στρέφοντας το βλέμμα του ο ενάγων διαπίστωσε ότι οι ύβρεις προέρχονταν από τον ……, ο οποίος κατευθυνόταν προς το μέρος του και συνέχισε να τον υβρίζει και να τον προσβάλλει με τις φράσεις «σε ζει η γυναίκα σου», «ανίκανε». Ο αιτών του ζήτησε να απομακρυνθεί, λέγοντάς του «φύγε από το γραφείο μου, δεν έχεις κανένα δικαίωμα να είσαι εδώ και να με βρίζεις». Παράλληλα διαπιστώνοντας ότι ο ….. ήταν μεθυσμένος, ο ενάγων υποχώρησε μέσα στο χώρο του γραφείου του και πήγε να καθίσει σε αυτό. Ο …… ευρισκόμενος σε κατάσταση μέθης και εκτός εαυτού, τον ακολούθησε έως εκεί που καθόταν και συνέχισε να τον εξυβρίζει ενώ παράλληλα χτυπούσε γροθιές πάνω στο γραφείο του. Τότε ο ενάγων με κόσμιο τρόπο και απωθώντας τον ελαφρά, τον συμβούλευσε να βγει έξω από το γραφείο και να τον αφήσει να δουλέψει. Αυτός αντίθετα, του επεδείκνυε την εισαγγελική παραγγελία και τον απείλησε λέγοντας «κανένας δεν τόλμησε να μου στείλει εμένα εισαγγελική παραγγελία και θα το πληρώσεις». Από την 19.30 ώρα που ξεκίνησε το επεισόδιο έως την 20.00 ώρα ο ……. μπαινόβγαινε στο γραφείο του ενάγοντος συνεχίζοντας να επιτίθεται φραστικά σε αυτόν, ο δε ενάγων προσπαθούσε να τον απομακρύνει. Εντέλει, ο ενάγων κλείδωσε το γραφείο του και με γρήγορα βήματα εισήλθε στην παρακείμενη πολυκατοικία της Λεωφ. …….. όπου βρίσκεται η οικία του. Ο …. τον ακολούθησε και εισήλθε στην όμορη οικοδομή της Λεωφ. ……….., στο ισόγειο της οποίας βρίσκεται ο φούρνος ­ ζαχαροπλαστείο του ……… .. Μετά από 5 λεπτά, ο ενάγων, κατευθύνθηκε και πάλι προς το γραφείο του, όπου αντίκρισε τον ….. να στέκεται στην πόρτα του κήπου, να κρατάει ένα κουζινομάχαιρο με μαύρη λαβή και με μήκος περίπου είκοσι εκατοστών και να του λέει «αν μπορείς και είσαι μάγκας, έλα στο γραφείο σου», «θα σε καθαρίσω», επιδεικνύοντάς του το μαχαίρι. Εκείνη την ώρα εξήλθε από το φούρνο του και ο ………, ο οποίος είπε στον αιτούντα «…… πρόσεχε, κρατάει μαχαίρι και με απείλησε και μένα μέσα στο φούρνο». Ο ενάγων τρομοκρατημένος από το επεισόδιο και φοβούμενος ότι ο …………. θα προβεί σε νέα επιθετική ενέργεια σε βάρος του, άσκησε εναντίον του ενώπιον το Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς την από 22/10/2012 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/2012 αίτηση για τη λήψη ασφαλιστικών μέτρων, με την οποία ζητούσε να απαγορευθεί στον ……… να προσεγγίζει την κατοικία του και την επαγγελματική του στέγη σε απόσταση μικρότερη των 100 μέτρων και να παύσει κάθε μελλοντική παρενόχλησή του με απειλή χρηματικής ποινής και προσωπικής κράτησης. Προς αντίκρουση της αίτησης αυτής και σε υποστήριξη των ισχυρισμών του, ότι τίποτα από τα ανωτέρω είχε συμβεί, ο ………… προσκόμισε ενώπιον του ανωτέρω Δικαστηρίου, μεταξύ των άλλων αποδεικτικών στοιχείων και την υπ’ αριθμ. …../11.2.2013 ένορκη βεβαίωση του τρίτου εναγόμενου, ο οποίος κατέθεσε με επιμέλεια του ………. ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς. Σε αυτή ο τρίτος εναγόμενος κατέθεσε μεταξύ άλλων και τα εξής: «. . . Ο ….. έχει κυριολεκτικά βάλει στο στόχο οποιοδήποτε άτομο έχει φιλικές επαφές με εμένα και τον αδερφό μας …., διασύροντάς τους συνεχώς στα Δικαστήρια, με αποτέλεσμα πάντοτε τη δικαίωση των προσώπων αυτών, προσπαθώντας με τον τρόπο αυτό να διασύρει και να εκδικηθεί εμάς, καθόσον βρίσκεται σε μακροχρόνια αντιπαλότητα και αντιδικία για λόγους που ανάγονται αποκλειστικά και μόνο στο πρόσωπό του, ενώ ως πρόφαση εκθέτει τις κληρονομικές δήθεν διαφορές μας. Αυτό με κάνει να εκτιμώ ότι ο ….. πρέπει να αντιμετωπίζει κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας, αφού δεν μπορώ να δώσω κάποια άλλη εξήγηση στην απρόβλεπτη και εντελώς αδικαιολόγητη συμπεριφορά του προς εμάς τα αδέρφια του και κυρίως εμένα». Οι ως άνω ισχυρισμοί του τρίτου εναγόμενου συνιστούν ψευδή γεγονότα, δηλαδή πραγματικά περιστατικά που μπορούν να γίνουν αντιληπτά από τον άνθρωπο και να αποτελέσουν αντικείμενο απόδειξης και τα ισχυρίσθηκε γνωρίζοντας την αναλήθειά τους. Με βάση την ένορκη αυτή βεβαίωση ο ενάγων παρουσιάζεται ως άτομο με διαταραγμένη προσωπικότητα, που διακατέχεται από την ψυχική ασθένεια της μυθομανίας, εξαιτίας της οποίας επικαλέστηκε όλα τα ανωτέρω στην αίτησή του λήψης ασφαλιστικών μέτρων. Μάλιστα ο τρίτος εναγόμενος ήταν βέβαιος, ότι όλα τα ανωτέρω ήταν τόσο πρόδηλα ψευδή και ότι ήταν αδύνατον ο …………… να είχε προβεί στις περιγραφόμενες στην αίτηση πράξεις σε βάρος του ενάγοντος, ώστε κατέληξε στο συμπέρασμα, ότι ο μόνος δικαιολογητικός λόγος που ώθησε τον ενάγοντα στην άσκηση της εν λόγω αίτησης ήταν κάποιο πρόβλημα ψυχικής υγείας που αντιμετωπίζει και ο σκοπός του να διασύρει στα Δικαστήρια και τον …… Καταρχάς η αναλήθεια των ισχυρισμών του τρίτου εναγόμενου αποδεικνύεται από το γεγονός, ότι η πιο πάνω αίτηση του ενάγοντος έγινε δεκτή από το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς με την υπ’ αριθμ. 769/2013 απόφασή του, με την οποία πιθανολόγησε ότι πράγματι ο ………….. προέβη στις ανωτέρω επιθετικές ενέργειες σε βάρος του ενάγοντος, απειλώντας τον μάλιστα απροκάλυπτα με το μαχαίρι, ότι εξαιτίας του επεισοδίου αυτού ο ενάγων αισθανόταν ανασφάλεια ως προς την ελευθερία των κινήσεων του και την άσκηση του επαγγέλματος του και ότι υπήρχε κίνδυνος τέλεσης νέων άδικων πράξεων από τον …. σε βάρος του ενάγοντος. Επιπλέον, επιβεβαιώνεται και από την υπ’ αριθμ. ……/11.2.2013 ένορκη βεβαίωση ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά του ………. Σε αυτή ο ανωτέρω μάρτυρας κατέθεσε ότι την 9/10/2012 ο … .. εισήλθε στο κατάστημά του και, αφού του είπε εξυβριστικές και απειλητικές φράσεις κατά του ενάγοντα, του επέδειξε ένα μαχαίρι λέγοντας του ότι ούτε εκείνος θα γλυτώσει διότι είναι φίλος του ενάγοντος. Στη συνέχεια εξήλθε του καταστήματος και αφού αντιλήφθηκε τον ενάγοντα άρχισε να τον απειλεί επιδεικνύοντας του το μαχαίρι, καλώντας τον να πάει στο γραφείο του για να τον «καθαρίσει» και ότι αυτός φώναξε στον ενάγοντα να προσέξει γιατί έχει μαχαίρι. Εκτός τούτων ο τρίτος εναγόμενος, ως αδελφός του ενάγοντος, αλλά και ως ιατρός, πολύ καλά γνώριζε ότι από ουδεμία ψυχική ασθένεια έπασχε ο ενάγων, κατανοώντας μάλιστα τη βαρύτητα των χαρακτηρισμών που χρησιμοποίησε κατά του αδελφού του προκειμένου να στηρίξει τον ισχυρισμό του για την ουσιαστική αβασιμότητα της αίτησης ασφαλιστικών μέτρων. Μάλιστα το ψεύδος ως προς την ψυχική κατάσταση του ενάγοντος δεν αντισταθμίζεται από οποιαδήποτε, έστω αβάσιμη, αγωγή ή μήνυση έχει ο ενάγων ασκήσει σε βάρος του ίδιου η τρίτων προσώπων. Επομένως τα όσα ο τρίτος εναγόμενος διέλαβε στην ως άνω ένορκη βεβαίωσή του εμπεριείχαν πρόθεση καταφρονήσεως και έγιναν εν γνώσει της αναληθείας τους, ισχυρισμοί που εν δυνάμει θα μπορούσαν να βλάψουν την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος και με σκοπό να  προσβάλει την τιμή και την υπόληψη αυτής καθώς και την προσωπικότητά του και πληρούν την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης και επομένως ο ισχυρισμός του τρίτου εναγόμενου ότι ο άδικος χαρακτήρας του αίρεται διότι η κατάθεση του έγινε στα πλαίσια άσκησης δικαιώματος, προφανώς εξαιτίας της μακροχρόνιας μεταξύ τους αντιδικίας, είναι απορριπτέος, μην εφαρμοζόμενης της διάταξης του άρθρου 367 παρ. 1 εδ. γ΄ του ΠΚ στην ένδικη περίπτωση. Απορριπτέος επίσης τυγχάνει ο ισχυρισμός του τρίτου εναγόμενου, ότι οι ανωτέρω φράσεις συνιστούν αξιολογικές κρίσεις του και δεν είχε δόλο να καταθέσει ψεύδη πραγματικά περιστατικά και να προσβάλει την τιμή του ενάγοντος, διότι και οι κρίσεις αυτές, οι οποίες υποκρύπτουν αντικειμενικά εκδηλωτικά στοιχεία του ενάγοντος, είναι προσβλητικές της προσωπικότητάς του και διατυπώθηκαν για να προσδιορίσουν την ποιοτική βαρύτητα της συμπεριφοράς του ενάγοντος και της εξαιτίας αυτής επίκληση ψευδών κατηγοριών σε βάρος του …………. Επομένως, ο ενάγων από τις προαναφερόμενες (υπαίτιες) ενέργειες του τρίτου εναγόμενου υπέστη παράνομα προσβολή της προσωπικότητάς του, η οποία συνιστά αδικοπραξία. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που με την προσβαλλόμενη απόφασή του τα ίδια έκρινε δεν έσφαλε και ο περί του αντιθέτου πρώτος λόγος της έφεσης είναι ουσιαστικά βάσιμος. Μετά ταύτα ο ενάγων για την αποκατάσταση της ηθικής βλάβης δικαιούται, σύμφωνα με τα άρθρα 57, 59, 914 και 932 του ΑΚ να αξιώσει από τον τρίτο εναγόμενο χρηματική ικανοποίηση. Ενόψει της έντασης του δόλου του εναγόμενου, του είδους και της έκτασης της προσβολής, της βαρύτητας και των συνθηκών τελέσεως της προσβολής, καθώς και της εν γένει κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων μερών, αλλά και του μέσου και του τρόπου, με το οποίο τελέσθηκε, της δημοσιότητας την οποία έλαβε η προσβολή, της επαγγελματικής, κοινωνικής και οικονομικής καταστάσεως των διαδίκων, το Δικαστήριο αυτό κρίνει, λαμβάνοντας υπόψη και την αρχή της αναλογικότητας, ότι η εύλογη χρηματική ικανοποίηση, για την ηθική βλάβη, που υπέστη ο ενάγων πρέπει να οριστεί στο ποσό των τριών χιλιάδων (3.000) ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που τα ίδια έκρινε δεν έσφαλε και ο πρώτος λόγος της έφεσης κατά το σκέλος που προσβάλει την εκκαλουμένη ως προς το ύψος της επιδικασθείσας χρηματικής ικανοποίησης είναι ουσιαστικά αβάσιμος. Ακολούθως και ο τρίτος λόγος της έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο τον καταδίκασε σε μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος, ενώ έπρεπε η αγωγή να απορριφθεί και να καταδικαστεί ο ενάγων στη δική του δικαστική δαπάνη είναι ουσιαστικά αβάσιμος.

Κατόπιν των ανωτέρω και εφόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος έφεσης, πρέπει να απορριφθεί η έφεση στο σύνολό της να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό και να διαταχθεί η εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παράβολου, ποσού 100 ευρώ, που ο εκκαλών κατέθεσε για την άσκηση της έφεσης, λόγω της ήττας του, κατ’ άρθρο 495 παρ. 3 εδ. ε΄ του ΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 2011/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά την έφεση.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου γι’ αυτό το βαθμό της δικαιοδοσίας  τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παράβολου της εφέσεως.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, την   21η     Ιανουαρίου 2020

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ    

Και τούτου μετατεθέντος

ο Προϊστάμενος του Εφετείου