Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 61/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός   61/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ναυτικό Τμήμα

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Αναστάσιο Αναστασίου – Εισηγητή, Εφέτες και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

          Ι. Η ένδικη από 15.3.2018 έφεση (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ενδίκου μέσου του Πρωτοδικείου Πειραιώς …../15.3.2018 και αριθμός εκθέσεως προσδιορισμού δικογράφου του Εφετείου Πειραιώς …./30.3.2018), με την οποία πλήττεται η με αριθμό 552/29.1.2018 οριστική απόφαση του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατ’ αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική διαδικασία και απέρριψε την από 4.12.2014 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………./4.12.2014) της ήδη εκκαλούσας, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 495 §§ 1, 2, 511, 513 § 1 στοιχ. β, 516 § 1, 517 και 518 § 2 ΚΠολΔ, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης και από τη δημοσίευσή της έως την κατάθεση της εφέσεως δεν παρήλθε διετία. Επομένως, εφόσον παραδεκτώς φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την τροποποίησή του με το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011) και κατατέθηκε το προβλεπόμενο από το άρθρο 495 ΚΠολΔ παράβολο (βλ. το με αριθμό . . . ηλεκτρονικό παράβολο και την αντίστοιχη απόδειξη πληρωμής του που εκδόθηκαν από τη Γενική Γραμματεία Πληροφοριακών Συστημάτων του Υπουργείου Οικονομικών), η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ), κατά την ίδια όπως και πρωτοδίκως διαδικασία.

ΙΙ. Ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ενάγουσα εταιρία, δραστηριοποιούμενη επιχειρηματικά στον τομέα του εφοδιασμού πλοίων με καύσιμα δυνάμει συμβάσεων που καταρτίζει είτε απευθείας με τους πλοιοκτήτες, εφοπλιστές ή ναυλωτές αυτών είτε μέσω ανεξάρτητων ενδιάμεσων εμπόρων που ενεργούν με σκοπό τη μεταπώλησή τους στους οπωσδήποτε εκμεταλλευόμενους τα πλοία και συμβαλλόμενη πάντοτε υπό γενικούς όρους συναλλαγών, κατά τους οποίους, πρώτον, τα καύσιμα πωλούνται με τον όρο διατήρησης της κυριότητάς τους από την ενάγουσα μέχρι την εξόφλησή της, δεύτερον, η παράδοσή τους σε κάθε πλοίο τελεί υπό τον όρο ανάληψης ευθύνης για την αποπληρωμή του τιμήματος τους και από τον εκμεταλλευόμενο αυτό, που οφείλει να συνάψει με την ενάγουσα σύμβαση, χαρακτηριζόμενη στην αγωγή ως συμφωνία εγγυοδοσίας και, τρίτον, κάθε διαφορά από τις εν λόγω πωλήσεις θα υπάγεται στα δικαστήρια του Πειραιώς και θα επιλύεται κατ’ εφαρμογή του ελληνικού δικαίου, εξέθεσε ότι διατηρεί απαίτηση από την παράδοση της αναφερόμενης ποσότητας ναυτιλιακού πετρελαίου στο υπό σημαία Νήσων Μάρσαλ φορτηγό πλοίο M/V KP, που πραγματοποιήθηκε στις 22.10.2014 στο λιμένα του Βανκούβερ του Καναδά, όπου αυτό τότε ναυλοχούσε, αντί τιμήματος συνολικού ύψους τετρακοσίων εξήντα τριών χιλιάδων πενήντα δολαρίων ΗΠΑ (463.050 $), στο οποίο περιλαμβάνεται και το κόστος του εφοδιαστικού πλοίου, που πιστώθηκε μέχρι την 21η.11.2014 αλλά δεν της καταβλήθηκε εντός της συνολογηθείσας προθεσμίας. Την απαίτησή της έστρεψε όχι κατά της αντισυμβαλλόμενής της αλλοδαπής, εδρεύουσας στο …. της Μεγάλης Βρετανίας, εταιρίας με την επωνυμία …………, που ενεργούσε ως ενδιάμεσος έμπορος και με την οποία κατάρτισε την επίμαχη αγοραπωλητήρια σύμβαση αλλά κατά των εναγομένων, από τις οποίες, κατά τον κρίσιμο χρόνο, η πρώτη ήταν η πλοιοκτήτρια και η δεύτερη η χρονοναυλώτρια του M/V KP. Για τη νομική θεμελίωση της αξιώσεώς της αυτής η ενάγουσα επικαλέστηκε κυρίως μεν συμβατική ευθύνη των εναγομένων, οι οποίες δια της υπογραφής του ενεργούντος στο όνομα και για λογαριασμό αμφοτέρων αυτών πλοιάρχου του ανεφοδιασθέντος πλοίου, που τέθηκε επί της από 22.10.2014 έγγραφης απόδειξης που εκδόθηκε για την παραλαβή των πωληθέντων καυσίμων προσχώρησαν στους γενικούς όρους συναλλαγών της ενάγουσας και αποδέχθηκαν τους εκεί περιλαμβανόμενους όρους, κατά τους οποίους «οι πλοιοκτήτες ή/και οι εκμεταλλευόμενοι ή/και οι ναυλωτές του πλοίου είναι από κοινού και έκαστος κεχωρισμένως υπεύθυνοι για την πληρωμή όλων των καυσίμων που παραδόθηκαν με αυτήν και μέχρις της αποπληρωμής του οφειλόμενου ποσού του τιμολογίου για αυτά. Η κυριότητα των καυσίμων αυτών παραμένει στους προμηθευτές. Όλες οι διαφορές οι οποίες είναι ενδεχόμενο να αναφυούν από τον παρόντα ανεφοδιασμό με καύσιμα θα επιλυθούν από τα ελληνικά δικαστήρια». Περαιτέρω, η ενάγουσα για τη στοιχειοθέτηση της ευθύνης των εναγομένων επικαλέστηκε και άλλες νόμιμες βάσεις της αξιώσεώς της, τις οποίες σώρευσε στο αγωγικό δικόγραφο κατά δικονομική επικουρικότητα, δηλαδή για την περίπτωση που θα κρινόταν ότι οι εναγόμενες δεν ευθύνονται συμβατικά. Έτσι, υποστήριξε αφενός ότι ανέκυπτε ευθύνη τους κατά τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, επειδή δια της αναμείξεως ή και της καταναλώσεως των καυσίμων προσέβαλαν την παρακρατηθείσα κυριότητά της επί της πωληθείσας ποσότητας και αφετέρου, επικουρικότερα, ότι οι εναγόμενες κατέστησαν αδικαιολόγητα πλουσιότερες από την περιουσία της, αφού κατανάλωσαν καύσιμα για τα οποία δεν καταβλήθηκε τίμημα. Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε η ενάγουσα, η οποία παραδεκτώς κατ’ άρθρο 223 ΚΠολΔ μετέτρεψε πρωτοδίκως το αρχικώς καταψηφιστικό αίτημά της, να αναγνωριστεί η εις ολόκληρον υποχρέωση των εναγομένων στην προς αυτήν καταβολή του ως άνω ποσού δολαρίων ΗΠΑ εντόκως από την επομένη της παρελεύσεως της τριακονθήμερης από της παραδόσεως των καυσίμων προθεσμίας πιστώσεως του τιμήματος που χορηγήθηκε και παρήλθε στις 21.11.2014, οπότε αυτό κατέστη ληξιπρόθεσμο άλλως από την επίδοση της αγωγής ή το ισόποσο σε ευρώ του ως άνω χρηματικού ποσού κατά την ισοτιμία των δύο νομισμάτων κατά την ημερομηνία της πληρωμής άλλως κατά την ημέρα συζητήσεως της αγωγής και, σε κάθε περίπτωση, κατά την ημέρα ασκήσεώς της. Για τη θεμελίωση, τέλος, της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου η ενάγουσα επικαλέστηκε τη ρήτρα παρεκτάσεώς της, που περιελήφθη στην προαναφερθείσα απόδειξη παραλαβής καυσίμων και, επιπλέον, το γεγονός ότι ο τόπος της εγκατάστασής της (Πειραιάς) αποτελεί τόσο τον τόπο όπου έπρεπε να καταβληθεί η χρηματική παροχή των εναγομένων όσο και τον τόπο επελεύσεως των αποτελεσμάτων της αδικοπραξίας τους, η περί της οποίας αγωγική βάση, όπως και η έτερη επικουρική, η στηριζόμενη στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις του ΑΚ, συμπαρασύρονται στην αποκλειστική του δικαιοδοσία λόγω της συνάφειάς τους με την κύρια, περί συμβατικής ευθύνης, αγωγική βάση.

Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο για τους λόγους που μνημονεύονται στην προσβαλλόμενη απόφασή του έκρινε ότι δεν είχε καταρτιστεί μεταξύ των διαδίκων η επικαλούμενη σύμβαση παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας των ελληνικών δικαστηρίων επί των διαφορών που θα απέρρεαν από την ένδικη πετρέλευση, όπως δεν είχε καταρτιστεί ούτε και η επικαλούμενη σύμβαση εγγυοδοσίας των εναγομένων υπέρ των απαιτήσεων της ενάγουσας και, επομένως, δεν ανέκυπτε περίπτωση δικαιοδοσίας του επί της κύριας αγωγικής βάσης. Επιπλέον, θεώρησε ότι η φερόμενη ως αδικοπρακτική συμπεριφορά των εναγομένων είχε εκδηλωθεί συνολικά στον Καναδά, όπου τελέστηκε η ανάμειξη ή η κατανάλωση των επίμαχων καυσίμων και όπου επήλθε το παράνομο αποτέλεσμά της (προσβολή της επ’ αυτών κυριότητας της ενάγουσας), ενώ για τη σωρευθείσα δεύτερη επικουρική βάση της αγωγής (από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό) τοπική αρμοδιότητα και εντεύθεν διεθνή δικαιοδοσία έκρινε ότι είχαν τα δικαστήρια της γενικής δωσιδικίας των εναγομένων, από τις οποίες η δεύτερη έδρευε στον Καναδά, ενώ η πρώτη στις Νήσους Μάρσαλ, όπως αναγραφόταν στο καταστατικό της, χωρίς ταυτόχρονα να αποδεικνύεται ότι διατηρούσε πραγματική έδρα στην Ελλάδα, από όπου ασκείται η διοίκησή της, αφού δεν προέκυψε ότι αυτή διενεργούσε από την ημεδαπή συναλλαγές ή οποιαδήποτε ναυτιλιακή δραστηριότητα απασχολώντας προς τούτο εδώ υπαλληλικό προσωπικό ούτε ότι στην ημεδαπή λαμβάνονται οι βασικές για τη λειτουργία της και την οικονομική απόδοσή της αποφάσεις, χωρίς να ασκεί επιρροή το γεγονός του εντοπισμού της πραγματικής έδρας της διαχειρίστριας του M/V KP εταιρίας με την επωνυμία «…………….» στον Πειραιά, όπως η ενάγουσα είχε υποστηρίξει, με δεδομένη την ετερότητα των νομικών προσώπων της εταιρίας αυτής αφενός και των εναγομένων εταιριών αφετέρου. Με τις αιτιολογίες αυτές η εκκαλουμένη δέχθηκε ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμη σχετική ένσταση των εναγομένων και απέρριψε την αγωγή ως απαράδεκτη, επειδή διαπίστωσε την έλλειψη της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Κατά της αποφάσεως αυτής βάλλει ήδη με την έφεσή της η ηττηθείσα ενάγουσα και για λόγους που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση του αποδεικτικού υλικού ζητεί την εξαφάνισή της, προκειμένου να γίνει δεκτή η αγωγή της.

ΙΙΙ. Επί διαφορών ιδιωτικού δικαίου, αστικού και εμπορικού χαρακτήρα, που εισάγονται προς εκδίκαση σε ελληνικό δικαστήριο μετά την 1η.3.2002 και εμφανίζουν στοιχεία αλλοδαπότητας, επαφής δηλαδή με περισσότερες έννομες τάξεις, όπως συμβαίνει συνήθως όταν τα υποκείμενα της αντιδικίας έχουν διαφορετική κατοικία ή, αν είναι νομικά πρόσωπα, εδρεύουν σε διαφορετικές χώρες, η διεθνής δικαιοδοσία του forum ρυθμίζεται από τον Κανονισμό (ΕΚ) 44/2001 της 22ας.12.2000 του Συμβουλίου «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ L 12/16.1.2001), που ονομάζεται και Κανονισμός Βρυξέλλες Ι («ΚανΒρΙ») επειδή αποτελεί συνέχεια της προϊσχύσασας από 27.9.1968 Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών [που είχε κυρωθεί με το Ν. 1814/1988], όπως αυτή τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε στην συνέχεια με μεταγενέστερες Συμβάσεις [που κυρώθηκαν με το Ν. 2004/1992], εξακολουθεί δε να ισχύει και μετά την αντικατάστασή του από τον Κανονισμό 1215/2012 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου της 12ης.12.2012 («ΚανΒρΙα») «για τη διεθνή δικαιοδοσία, την αναγνώριση και την εκτέλεση αποφάσεων σε αστικές και εμπορικές υποθέσεις» (ΕΕ L 351/20.12.2012), που αναδιατύπωσε τον προγενέστερο Κανονισμό (ΑΠ 93/2017, πρώτη δημοσίευση σε Τράπεζα Νομικών Πληροφοριών [ΤΝΠ] ΝΟΜΟΣ) και το χρονικό πεδίο εφαρμογής του, κατά το άρθρο 66 § 1 αυτού, καταλαμβάνει τις αγωγές που ασκούνται κατά και μετά την 10η.1.2015. Με τις διατάξεις των άρθρων 2 σημείο 1, 4 σημείο 1, 5 σημεία 1 και 3 και 60 του ΚανΒρΙ καθιερώνεται ως θεμελιώδης βάση διεθνούς δικαιοδοσίας η κατοικία του εναγομένου και επί νομικών προσώπων η έδρα τους και περαιτέρω θεσπίζονται ειδικές (συντρέχουσες) βάσεις δικαιοδοσίας, οι οποίες αναφέρονται περιοριστικά σ’ αυτόν. Ενόψει όμως του σεβασμού που αποδίδεται από τον Κανονισμό στην αυτονομία των μερών μιας σύμβασης όσον αφορά τον καθορισμό του αρμόδιου για την εκδίκαση των μεταξύ τους διαφορών δικαστηρίου (βλ. την αιτιολογική σκέψη 14 στο Προοίμιό του), προβλέπεται ότι, με την επιφύλαξη των καταναλωτικών, ασφαλιστικών και εργασιακών συμβάσεων, στις οποίες η ασθενέστερη θέση του ενός συμβαλλομένου επιτρέπει περιορισμένη μόνον αυτονομία, η γενική και οι συντρέχουσες ειδικές δικαιοδοτικές βάσεις που θεσπίζονται, υποχωρούν εφόσον η βούληση των μερών επιλέγει ως αρμόδιο δικαστήριο άλλο από εκείνο που υποδεικνύεται κατ’ εφαρμογή του (ΑΠ 423/2018, ΧρΙΔ 2019/204 = ΔΕΕ 2019/405). Συγκεκριμένα, κατά το άρθρο 23 του ΚανΒρΙ και υπό τον όρο (άρθρο 25) ότι δι’ αυτής δεν παρακάμπτεται η αποκλειστική διεθνής δικαιοδοσία που απονέμεται κατά το άρθρο 22 αυτού (Ι. Δεληκωστόπουλος, Οι δικονομικοί λόγοι αναίρεσης, 2009, § 3, αρ. 108, σελ. 164), η επιλογή δικαστηρίου μπορεί να γίνει με σύμβαση, καταρτιζόμενη κατά τις σ’ αυτό οριζόμενες αυστηρές τυπικές προϋποθέσεις, δια της οποίας τα μέρη παρεκκλίνουν από τις περί διεθνούς δικαιοδοσίας διατάξεις του και αποφασίζουν έτσι να υποβάλουν τις διαφορές τους στο δικαστήριο της επιλογής τους, καθιστώντας αυτό με μόνη τη συμφωνία τους φορέα διεθνούς δικαιοδοσίας (ΑΠ 468/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Η συμφωνία μπορεί να έχει ως αντικείμενο και μόνο τον αποκλεισμό της δικαιοδοσίας συγκεκριμένων δικαστηρίων, δηλαδή δεν αφορά μόνο τις θετικές αλλά και τις αρνητικές ρήτρες παρέκτασης (ΔΕΚ 24.6.1986, C – 22/85, Anterist κατά Credit Lyonnais, Συλλογή 1986.1951, σκέψη 13). Η ίδια διάταξη έχει εφαρμογή μόνον υπό τη διττή προϋπόθεση, αφενός, ότι τουλάχιστον ο ένας από τους συμβαλλομένους έχει την κατοικία του στο έδαφος κράτους μέλους και, αφετέρου, ότι η ρήτρα απονομής διεθνούς δικαιοδοσίας καθορίζει ως αρμόδιο ένα δικαστήριο ή δικαστήρια συμβαλλομένου κράτους (ΔΕΚ 9.11.2000, C – 387/98, Coreck Maritime GmbH κατά Handelsveem B.V, ΕΕμπΔ 2000/813, σκέψη 17, η οποία εφάρμοσε το αντιστοίχου περιεχομένου άρθρο 17 της Συμβάσεως των Βρυξελλών, Ν. Νίκας, Ζητήματα παρεκτάσεως, εκκρεμοδικίας και συνάφειας κατά τον Κανονισμό Βρυξέλλες Ι, σε ΕΠολΔ 2014/465 επομ. [468]), χωρίς να προσαπαιτείται οποιοσδήποτε άλλος σύνδεσμος της παραπεμπόμενης στο επιλεγόμενο δικαστήριο υπόθεσης με το κράτος στο οποίο αυτό εδρεύει (ΔΕΚ 16.3.1999, C – 159/97,  Trasporti Castelletti Spedizioni Internazionali SpA  κατά Hugo Trumpy SpA, Συλλογή 1999.1597, σκέψη 50, ΔΕΚ 17.1.1980, C – 56/79,  Siegfried Zelger κατά Sebastiano Salinitri, Συλλογή 1980.89, σκέψη 4, Ε. Σαχπεκίδου,  Συμφωνίες παρέκτασης διεθνούς δικαιοδοσίας κατά το άρθρο 17 της Σύμβασης των Βρυξελλών, σε LIBER ΑΜΙCΟRUM Κωνσταντίνου Δ. Κεραμέως, 2000, σελ. 221). Η συμφωνία παρεκτάσεως αποτελεί δικονομική σύμβαση, που έχει άμεσες, αποκλειστικά δικονομικές, συνέπειες, αφού αποκλείει ή θεμελιώνει την τοπική αρμοδιότητα και δι’ αυτής τη διεθνή δικαιοδοσία του επιλεγέντος δικαστηρίου (ΑΠ 948/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1542/2014, ΧρΙΔ 2015/205, Ν. Κλαμαρής – Δ. Τσικρικάς, Διεθνές Αστικό και Ευρωπαϊκό Δικονομικό Δίκαιο, 2012, κεφ. 9, αρ. 32.3, σελ. 130), με αποτέλεσμα κατά τη νομολογία του ΔΕΚ (ΔΕΚ 14.12.1976, C – 24/76, Estasis Salotti di Colzani Aimo e Gianmario Colzani s.n.c. κατά Rüwa Polstereimaschinen GmbH, Συλλογή 1976.1851, σκέψη 6, ΔΕΚ 9.11.2000, C – 387/98, Coreck Maritime GmbH κατά Handelsveem B.V, ο.π., σκέψη 13) κάθε σχετική ρήτρα να ερμηνεύεται στενά, υπό την έννοια ότι θα πρέπει να έχει αποτελέσει αντικείμενο συναίνεσης των μερών, η ύπαρξη της οποίας θα πρέπει επιπλέον να εκδηλώνεται με ακρίβεια και σαφήνεια (ΑΠ 468/2016, ο.π.). Η έννοια «συμφωνία διεθνούς δικαιοδοσίας», υπό την οποία το ΔΕΚ αντιλαμβάνεται τη ρήτρα παρεκτάσεως, ερμηνεύεται από αυτό αυτόνομα, χωρίς δηλαδή παραπομπή στις διατάξεις του εσωτερικού δικαίου κάποιου από τα κράτη της κατοικίας ή της έδρας των συμβαλλομένων αλλά με αναγωγή στο σύστημα και τη γενικότερη τελολογία του Κανονισμού (ΔΕΚ 10.3.1992, C – 214/84, Powell Duffryn plc κατά Wolfgang Petereit, Συλλογή 1992.Ι.1745, σκέψη 13, Αθ. Καΐσης, Ζητήματα από την παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας κατά τα άρθρα 25, 29 και 31 σημ. 2 του Κανονισμού 1215/2012, ΕφΑΔΠολΔ 2017/98 επομ. []111). Περαιτέρω, ειδικότερη περίπτωση παρεκτάσεως, αναφερόμενη πια όχι στις αξιώσεις που εμπίπτουν στα αντικειμενικά όρια της συμφωνημένης ρήτρας αλλά στο σύνολο των αξιώσεων που καθίστανται επίδικες επειδή περιλαμβάνονται σε αγωγή, προβλέπεται στο επόμενο άρθρο 24 του ανωτέρω Κανονισμού, στο οποίο ορίζεται ότι «Πέραν των περιπτώσεων όπου η διεθνής δικαιοδοσία απορρέει από άλλες διατάξεις του παρόντος κανονισμού, το δικαστήριο κράτους μέλους, ενώπιον του οποίου ο εναγόμενος παρίσταται, αποκτά διεθνή δικαιοδοσία. Ο κανόνας αυτός δεν εφαρμόζεται, αν η παράσταση έχει ως σκοπό την αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας ή αν υπάρχει άλλο δικαστήριο με αποκλειστική διεθνή δικαιοδοσίας, σύμφωνα με το άρθρο 22». Η διάταξη αυτή επιτρέπει στον εναγόμενο να θεμελιώσει τη διεθνή δικαιοδοσία οποιουδήποτε δικαστηρίου, έστω και αναρμόδιου, ενώπιον του οποίου ενάγεται με την απλή συγκατάθεσή του να δικαστεί επί της ουσίας από αυτό (Ε. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, 2000, σελ. 221). Πράγματι, η συμπεριφορά του εναγομένου, ο οποίος παριστάμενος ενώπιον του δικαστηρίου στο οποίο έχει ασκηθεί η σε βάρος του αγωγή (περί του ότι επί ερημοδικίας του δεν μπορεί, βέβαια, να γίνει λόγος για σιωπηρή παρέκταση βλ. Ι. Λεληκωστόπουλο, Ζητήματα από την εφαρμογή του Κανονισμού 1215/2012 για τη Διεθνή Δικαιοδοσία και την Εκτέλεση Αποφάσεων, 2019, § 9, σελ. 285, σημ. 9, Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 26, αρ. 15, σελ. 430, πρβλ ΔΕΕ 11.4.2019, C ‑ 464/18, ΖΧ κατά Ryanair DAC, curia.europa.eu, σκέψη 40), παραλείπει να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του, δημιουργεί τεκμήριο σιωπηρής παρεκτάσεως αυτής (ΔΕΚ 20.5.2010, C – 111/09, Ceska pondikatelska κατά Michal Bilas, curia.europa.eu = ΕφΑΔ 2010/600, σκέψη 21, ΔΕΚ 7.3.1985, C – 48/84, Hannelore Spitzley κατά  Sommer Exploitation SA, Συλλογή 1985.787, σκέψη 15, ΤριμΕφΔυτΜακ 23/2018, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ. 357/2008, Αρμ. 2012/1901, ΕφΠειρ. 416/2004, ΠειρΝ 2004/444, Π. Αρβανιτάκης, Τροποποιήσεις του Κανονισμού (ΕΕ) 1215/2012 στις διατάξεις περί διεθνούς δικαιοδοσίας, σε Αρμ. 2013/2063 επομ. [2067]). Η σιωπηρή μάλιστα παρέκταση θεμελιώνει διεθνή δικαιοδοσία ακόμη και αν προϋπήρξε ρητή παρέκταση κατά τους όρους του άρθρου 23 του Κανονισμού (ΕΚ) 44/2001, δηλαδή με συμφωνία υποδεικνύουσα άλλο δικαστήριο (ΔΕΚ 24.6.1981, C – 150/80, Elefanten Schuh GmbH κατά Pierre Jacqmain, Συλλογή 1981.1671, σκέψη 11, Ν. Νίκας, Οι συμβάσεις Βρυξελλών και Λουγκάνο για τη διεθνή δικαιοδοσία και την εκτέλεση αποφάσεων, 1998, σελ. 95). Πάντως, ο εναγόμενος που θέλει να αποκλείσει τη διεθνή δικαιοδοσία του επιληφθέντος δικαστηρίου δε χρειάζεται να περιοριστεί αποκλειστικά και μόνο στην αμφισβήτησή της, αφού, όπως και από το ΔΕΚ έχει κριθεί (ΔΕΚ 14.7.1983, C – 201/82, Gerling Konzern Speziale Kreditversicherungs κατά AG/Amministrazione del Tesoro dello Stato, Συλλογή 1983.2503, σκέψη 21, ΔΕΚ 31.3.1982, C – 25/81, C.H.W. κατά G.J.H., Συλλογή 1982.1189, σκέψη 13, ΔΕΚ 24.6.1981, C – 150/80, Elefanten Schuh GmbH κατά Pierre Jacqmain, ο.π., σκέψεις 14 – 17, ΔΕΚ 22.10.1981, C – 27/81, Établissements Rohr Société anonyme κατά Dina Ossberger, Συλλογή 1981.2431, σκέψεις 7 – 8, που εκδόθηκαν όλες υπό την ισχύ του παρομοίου περιεχομένου άρθρου 18 της Σύμβασης των Βρυξελλών), έχει τη δυνατότητα να προβάλει ισχυρισμούς και επί της ουσίας της υποθέσεως. Ειδικότερα, όταν ο εναγόμενος όχι μόνο εγείρει αντιρρήσεις επί της διεθνούς δικαιοδοσίας αλλά, για την πληρότητα της άμυνάς του, προβάλει επικουρικά, δηλαδή για την περίπτωση που το δικαστήριο κρίνει ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία, επιχειρήματα και ισχυρισμούς για την ουσία της υποθέσεως, ο κανόνας του άρθρου 24 δεν έχει εφαρμογή ούτε αντιφατική συμπεριφορά του υπάρχει, υπό τον όρο, όμως, ότι η αμφισβήτηση της αρμοδιότητας, εφόσον δεν προηγηθεί οποιασδήποτε πράξεως άμυνας επί της ουσίας, δεν έπεται χρονικώς της ενέργειας, με την οποία λογίζεται από το εθνικό δικονομικό δίκαιο ως η πρώτη πράξη άμυνας ενώπιον του επιληφθέντος δικαστηρίου (ΑΠ 1542/2014, ο.π., ΑΠ 1697/2013, ΧρΙΔ 2014/371, ΕφΠειρ. 546/2006, ΔΕΕ 2007/338 = Αρμ. 2008/437, ΕφΠειρ. 369/2010, ΕΝαυτΔ 2011/32, με σημ. Α. Μαρκάκη, ΕφΑθ. 4467/2010, ΔΕΕ 2011/218 = ΕΠολΔ 2011/358 = ΕΕμπΔ 2011/829, Α. Γραμματικάκη – Αλεξίου/Ζ. Παπασιώπη – Πασιά/Ε. Βασιλακάκη, Ιδιωτικό Διεθνές Δίκαιο, 2002, σελ. 395, Ε. Σαχπεκίδου, Η παρέκταση διεθνούς δικαιοδοσίας στον ενιαίο ευρωπαϊκό χώρο, 2000, σελ. 225). Το κριτήριο εφαρμογής ή όχι του κανόνα του άρθρου 24 του Κανονισμού δεν είναι πάντως μόνον το εάν ο εναγόμενος διαρθρώνει τους ισχυρισμούς του σε επικουρική βάση, αμφισβητώντας πρωτίστως τη διεθνή δικαιοδοσία του δικάζοντος δικαστηρίου αλλά το εάν από το σύνολο των ισχυρισμών του ο ενάγων και το επιλαμβανόμενο δικαστήριο είναι σε θέση να αντιληφθούν, από την πρώτη πράξη άμυνας του εναγομένου, ότι αυτή αποσκοπεί στην αμφισβήτηση της αρμοδιότητας (ΔΕΕ 27.2.2014, C – 1/13, Cartier parfums – lunettes SAS, Axa Corporate Solutions assurances SA κατά Ziegler France SA, Montgomery Transports SARL κλπ, curia.europa.eu, σκέψη 37, ΔΕΕ 13.6.2013, C – 144/12, Goldbet Sportwetten Gmbh κατά Massimo Sperindeo, curia.europa.eu, σκέψη 37, βλ. και ΑΠ 1542/2014, ο.π., με την οποία κρίθηκε ότι κατά το ελληνικό δικονομικό δίκαιο [άρθρο 263 εδαφ. α ΚΠολΔ] αρκεί ο σχετικός ισχυρισμός να προταθεί παραδεκτώς κατά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο).  Όταν ο ισχυρισμός περί ελλείψεως διεθνούς δικαιοδοσίας υποβάλλεται μαζί με την παράθεση του ιστορικού της υποθέσεως συνιστά κανονική αμφισβήτηση της διεθνούς δικαιοδοσίας και όχι σιωπηρή παρέκταση, εφόσον βέβαια δεν προβάλλεται προηγουμένως άλλος ισχυρισμός επί της ουσιαστικής βασιμότητας της αγωγής (Ε. Σαχπεκίδου, σε Ν. Νίκα/Ε. Σαχπεκίδου, Ευρωπαϊκή Πολιτική Δικονομία, 2016, άρθρο 26, αρ. 34, σελ. 435), με τον οποίο ο εναγόμενος να παρέχει την εντύπωση ότι αποβλέπει στο ουσιαστικό δεδικασμένο της απόφασης που θα εκδώσει το δικαστήριο ενώπιον του οποίου ενάγεται για την επίλυση της διαφοράς του με τον ενάγοντα, καθόσον τότε είναι πρόδηλο ότι δεν παρίσταται με πρωταρχικό σκοπό να αμφισβητήσει τη διεθνή δικαιοδοσία του forum της εναγωγής του. Έτσι, η άσκηση ανταγωγής ενώπιον διεθνώς αναρμόδιου δικαστηρίου μπορεί να θεωρηθεί σιωπηρή παρέκταση της διεθνούς του δικαιοδοσίας, εφόσον δεν γίνεται απλώς επικουρικά. Αντιθέτως, η δικαιοδοσία του δικαστηρίου της αγωγής δεν θεμελιώνεται αν η ανταγωγή ασκηθεί ρητά για την περίπτωση που το επιλαμβανόμενο δικαστήριο κρίνει εαυτό  αρμόδιο (Ε. Σαχπεκίδου, ο.α.π., αρ. 33, σελ. 435, Κεραμέως/Κονδύλη/Νίκα [-Ν. Νίκας], Ερμηνεία ΚΠολΔ, τόμος Ι, 2000, άρθρο 42 αρ. 4, σελ. 100, Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2016, § 18, αρ. 5, σελ. 134). Με βάση τα ανωτέρω θα πρέπει να γίνει δεκτό ότι ο εναγόμενος αποδέχεται την τοπική αρμοδιότητα και κατ’ επέκταση τη διεθνή δικαιοδοσία του τοπικά και διεθνώς αναρμόδιου δικαστηρίου, στο οποίο εκκρεμεί προς εκδίκαση η σε βάρος του ασκηθείσα αγωγή, όταν ενώπιον του ιδίου αυτού δικαστηρίου ασκεί σε χρόνο προγενέστερο ή ταυτόχρονο της συζητήσεώς της, εκτός από την ανταγωγή και οποιοδήποτε άλλο ένδικο βοήθημα, με το οποίο σκοπείται κρίση επί της ουσίας της ήδη επίδικης διαφοράς, όπως είναι η ανακοίνωση της κύριας δίκης των άρθρων 91 – 92 ΚΠολΔ σε τρίτον μη διάδικο, δια της οποίας ο εναγόμενος αποβλέπει συνήθως στην παρότρυνση του τρίτου να ασκήσει πρόσθετη υπέρ αυτού (σπανίως δε κύρια) παρέμβαση, εφόσον με την ανακοίνωση αυτή δεν αμφισβητείται η αρμοδιότητα και η δικαιοδοσία του ημεδαπού δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται να επιληφθεί αυτής κυρίως και όχι επικουρικώς, όταν δηλαδή δεν ζητείται να επιληφθεί της σκοπουμένης παρεμβάσεως το δικαστήριο της κύριας δίκης επικουρικώς και, συγκεκριμένα, στην περίπτωση που θεωρήσει εαυτό αρμόδιο για την εκδίκαση της αγωγής. Η άσκηση της μη επικουρικής ανακοινώσεως δίκης συνιστά σιωπηρή παρέκταση της διεθνούς δικαιοδοσίας του δικαστηρίου στο οποίο έχει ασκηθεί η κύρια αγωγή (ΤριμΕφΠειρ. 436/2018 και 437/2018, αδημ.), δεδομένου ότι τότε η τοπική αρμοδιότητά του θεμελιώνεται κατά νομική αναγκαιότητα στη διάταξη του άρθρου 31 §§ 1, 3 ΚΠολΔ, με την οποία καθιερώνεται στο εσωτερικό δίκαιο αποκλειστική τοπική αρμοδιότητα του δικαστηρίου της κύριας δίκης (υπερισχύουσα μάλιστα, κατά μία γνώμη, και της δωσιδικίας της συνάφειας) και για τις δίκες, που είτε ως παρεπόμενές της συναρτώνται με αυτήν ή, ούσες κύριες, είναι συναφείς προς αυτήν (ΤριμΕφΘεσ. 68/2015, Αρμ. 2015/1712, ΤριμΕφΛαρ. 317/2015, Δικογραφία 2016/92, ΕφΑθ. 7371/1979, Δνη 1979/683, Φ. Τριανταφύλλου – Αλμπανίδου, Η δωσιδικία της συνάφειας κατά τον ΚΠολΔ και η συνάφεια κατά τον Κανονισμό 44/2001, 2008, σελ. 30). Και ναι μεν κατά το αυτόνομο ημεδαπό δικονομικό δίκαιο η ανακοίνωση δίκης ως διαδικαστική πράξη δεν περιέχει αίτημα παροχής έννομης προστασίας (ΑΠ 1012/1991, Δ 1992/459 = ΕΕΝ 1992/611 = Δνη 1993/571, ΑΠ 1667/1980, ΝοΒ 1981/1079) και δε διευρύνει μόνη αυτή, χωρίς την άσκηση παρέμβασης, τα υποκειμενικά όρια της δίκης (ΕφΠατρ. 842/2007, ΑχΝομ 2008/420, ΕφΑθ. 2225/2000, ΕΔΠ 2001/95), με αποτέλεσμα να μην δημιουργείται υποχρέωση του δικαστηρίου στο οποίο απευθύνεται να ασχοληθεί με αυτήν (ΕφΑθ. 11791/1987, ΑρχΝ 1989/151 = ΕΕΝ 1988/58), αν ο προς ον η ανακοίνωση δεν μετάσχει στη δίκη με την άσκηση παρέμβασης, δια της οποίας αποκτά ιδιότητα διαδίκου (ΕφΑθ. 990/1978, Δνη 1978/277, Μ. Γεωργιάδου, σε Χ. Απαλαγάκη, Εφαρμογές Πολιτικής Δικονομίας, 2017, [10] Ανακοίνωση δίκης, αρ. 3 – 4, σελ. 146 – 147, Β. Βαθρακοκοίλης, Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Α, 1996, άρθρο 92, αρ. 5, σελ. 624), όμως, δεν πρέπει να παραβλέπεται ότι δια της ανακοινώσεως της δίκης προετοιμάζεται η ενδεχόμενη συμμετοχή του τρίτου στη δίκη με σκοπό τη δέσμευση αυτού, εφόσον δεν ασκήσει παρέμβαση, από το αποτέλεσμα της κύριας δίκης, υπό την έννοια της αδυναμίας του να αμφισβητήσει μεταγενέστερα την απόφαση που θα εκδοθεί, με την οποία θα επέλθει αναγνώριση ενός νομικού καθεστώτος μεταξύ των κυρίως διαδίκων, καθώς στερείται του δικαιώματος τριτανακοπής κατ’ αυτής, δεσμευόμενος κατά τρόπο που προσομοιάζει με την αρνητική λειτουργία του ουσιαστικού δεδικασμένου (Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία, Ι, 2003, § 32, IV, αρ. 6, σελ. 410 επομ., Στ. Πανταζόπουλος, Η προσεπίκληση κατά τον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, 1995, σελ. 111, Ν. Κουτσούκος, Η προσεπίκληση του δικονομικού εγγυητή, 1999, σελ. 32 – 33, Γ. Νικολόπουλος, Αι κατ’ άρθρον 92 του ΚΠολΔικ δικονομικαί συνέπειαι της ανακοινώσεως, Δ 1974/679 – 690), τέτοια δε δέσμευση του τρίτου θα είναι χρήσιμη για τον ανακοινώσαντα σ’ αυτόν τη δίκη εναγόμενο μόνον αν εκδοθεί απόφαση επί της ουσίας, στην οποία με την ανακοίνωση προσανατολίζει το επιλαμβανόμενο δικαστήριο αλλά και τον αντίδικό του στην περίπτωση κατά την οποία του κοινοποιήσει το δικόγραφο της ανακοινώσεως πριν τη συζήτηση της κύριας αγωγής.

Εν προκειμένω, από την επισκόπηση των διαδικαστικών εγγράφων της δικογραφίας προκύπτει ότι με τις προτάσεις τους ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου οι εναγόμενες προέταξαν αμυνόμενες κατά της αγωγής σύντομο ιστορικό των πραγματικών περιστατικών της διαφοράς, την παράθεση των οποίων έκριναν σκόπιμη προκειμένου να αποσαφηνιστεί ευθύς εξ αρχής η θέση τους και να καταδειχθεί η «έλλειψη βασιμότητας των ισχυρισμών» της αντιδίκου τους. Στα πλαίσια αυτά αναφέρθηκαν στο περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης περί της οποίας θα γίνει λόγος πιο κάτω, από το οποίο προέκυπτε ότι ουδεμία συμβατική δέσμευση έναντι της ενάγουσας (φυσικού προμηθευτή των πωληθέντων καυσίμων) είχαν αναλάβει (σελ. 7 των κοινών προτάσεών τους), εξήγησαν ότι η αγοράστρια των καυσίμων εταιρία ……….. είχε αναστείλει τις πληρωμές της εξαιτίας της αιφνίδιας στις 7.11.2014 πτωχεύσεως της ……….., μητρικής της εταιρίας με έδρα τη Δανία και επικεφαλής του ομίλου ………. και ότι στην πτωχευτική διαδικασία είχε αναμιχθεί η αλλοδαπή τραπεζική εταιρία με την επωνυμία ……….., που επικαλούμενη συναφθείσα προγενεστέρως (στις 19.12.2013) σύμβαση εξασφαλιστικής εκχώρησης απαιτήσεων μεταξύ αυτής και διαφόρων εταιριών του εν λόγω ομίλου ζητούσε την πληρωμή [και] του τιμολογίου της επίμαχης πώλησης απευθείας στην ίδια (σελ. 10 των προτάσεων) και γνωστοποίησαν στο Δικαστήριο του πρώτου βαθμού ότι με χωριστό δικόγραφό τους είχαν ανακοινώσει την ενώπιόν του δίκη στις ……… και …………, με σκοπό να προκαλέσουν τη συμμετοχή τους στη δίκη, προκειμένου να δεσμευτούν από το δεδικασμένο της απόφασης που επρόκειτο να εκδοθεί (σελ. 11 των ιδίων προτάσεων), επισημαίνοντας παράλληλα (σελ. 12) ότι η δεύτερη εναγόμενη είχε ήδη καταθέσει τα χρήματα που προορίζονταν για την εξόφληση του τιμήματος της ένδικης πωλήσεως σε Δικαστήριο του Σηάτλ των ΗΠΑ, όπου εκκρεμούσαν δικαστικές διαδικασίες με αντικείμενο τόσο τη συντηρητική κατάσχεση του M/V KP εκ μέρους της ενάγουσας όσο και τον καθορισμό του δικαιούχου του τιμήματος περισσοτέρων παρόμοιων πωλήσεων μεταξύ του ομίλου ……….., στον οποίο ανήκει και η ενάγουσα και της ………….. Μόνον δε έπειτα από τις αναφορές αυτές οι εναγόμενες προέβαλαν ένσταση έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (σελ. 13) επικαλούμενες ότι η ρήτρα παρεκτάσεως που περιελήφθη στην απόδειξη παραλαβής της επίμαχης ποσότητας καυσίμων δεν τις δεσμεύει και για άλλους λόγους αλλά, προεχόντως, επειδή υπογράφηκε από φυσικό πρόσωπο (τον πρώτο μηχανικό του πλοίου και όχι τον πλοίαρχό του) που δεν είχε εξουσιοδότηση ούτε από την πλοιοκτήτρια ούτε από τη ναυλώτριά του να αναλαμβάνει για λογαριασμό τους συμβατικές υποχρεώσεις είτε ουσιαστικής είτε δικονομικής φύσεως. Σε κανένα πάντως σημείο των πρωτόδικων προτάσεών τους οι εναγόμενες δε διατύπωσαν ισχυρισμό περί επικουρικότητας της ανακοινώσεως της δίκης στην οποία προέβησαν πριν τη συζήτηση της αγωγής ούτε υποστήριξαν ότι το Δικαστήριο θα έπρεπε να ασχοληθεί με αυτήν μόνον μετά την ενδεχόμενη κατάφαση της διεθνούς δικαιοδοσίας του. Όσο και αν είναι εύλογο να υποθέσει κανείς ότι οι εναγόμενες αρνούμενες τη διεθνή δικαιοδοσία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου βάσει της συμβατικής ρήτρας παρεκτάσεως δεν είχαν βέβαια πρόθεση να συνομολογήσουν αυτήν δια της συμπεριφοράς τους θεμελιώνοντάς την σε σιωπηρή πλέον παρέκταση, όμως, η χρονική αλληλουχία των δικονομικών ενεργειών τους και η συστηματική διάρθρωση των ισχυρισμών τους στο ως άνω δικόγραφό τους καταδεικνύει ότι οι προσπάθειές τους απέβλεψαν στην απόρριψη της αγωγής που ασκήθηκε εναντίον τους για άλλους, πλην της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, λόγους και μάλιστα ουσιαστικούς. Πράγματι, στο βαθμό που η αναφορά στην έλλειψη εξουσιοδότησης του ως άνω φυσικού προσώπου προς ανάληψη υποχρεώσεων για λογαριασμό των εναγομένων μπορούσε να θεμελιώσει ταυτόχρονα την έλλειψη τόσο της ρητής παρέκτασης της διεθνούς δικαιοδοσίας των ημεδαπών δικαστηρίων όσο και της ευθύνης τους προς εκπλήρωση της συμβατικής αξίωσης της ενάγουσας, που κατέστη επίδικη με την κύρια αγωγική βάση, η επίκλησή της δε μπορεί να θεωρηθεί ότι αποσκοπούσε μόνον ή έστω προεχόντως στην άρνηση της διεθνούς δικαιοδοσίας του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου. Το τελευταίο αυτό θεώρησε ότι από τη δικονομική συμπεριφορά των εναγομένων δε μπορούσε να συναχθεί σιωπηρή συμφωνία παρεκτάσεως της διεθνούς δικαιοδοσίας του, για το λόγο ότι τέτοια συμφωνία τεκμαίρεται μόνον επί ασκήσεως ανταγωγής και όχι ανακοινώσεως δίκης και με την παραδοχή αυτή απέρριψε, όπως προαναφέρθηκε, την αγωγή ως απαράδεκτη για έλλειψη της συγκεκριμένης διαδικαστικής προϋπόθεσης της ενώπιόν του δίκης. Για όσους, όμως, λόγους προαναφέρθηκαν, έτσι που έκρινε εσφαλμένα ερμήνευσε και εφάρμοσε τις διατάξεις των άρθρων 24 του ΚανΒρΙ και 91 – 92 ΚΠολΔ. Επομένως, πρέπει, κατά παραδοχή του συναφούς τρίτου λόγου της ένδικης έφεσης ως και ουσιαστικά βάσιμου, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, χωρίς έρευνα των υπολοίπων λόγων της έφεσης, η εξέταση των οποίων πλέον παρέλκει και να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στην εκκαλούσα (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 35 § 2 και 45 του Ν. 4446/2016), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Ακολούθως, πρέπει να κρατηθεί από το παρόν Δικαστήριο η από 4.12.2014 αγωγή, προκειμένου να ερευνηθεί ως προς το παραδεκτό και τη βασιμότητά της από νομική και ουσιαστική άποψη (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ). Βεβαίως, η εκκαλούσα, μολονότι με το εφετήριο υπέβαλε αίτημα εκδόσεως, μετά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, αποφάσεως επί της ουσίας κατατείνον στην παραδοχή της αγωγής, εντούτοις, με τις προτάσεις της στο δεύτερο δικαιοδοτικό βαθμό υποστηρίζει ότι σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 535 § 2 ΚΠολΔ, που εφαρμόζεται όταν η αγωγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη όχι μόνο λόγω αναρμοδιότητας ή έλλειψης δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων αλλά για την ταυτότητα του νομικού λόγου και όταν η απόρριψη είναι το αποτέλεσμα της έλλειψης διεθνούς δικαιοδοσίας, όπως εν προκειμένω, το Δικαστήριο τούτο είναι υποχρεωμένο να παραπέμψει την αγωγή στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο (Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς) για την κατ’ ουσίαν εξέτασή της, αφού ως προς αυτήν η ένδικη υπόθεση δεν έχει μεταβιβαστεί στο παρόν δευτεροβάθμιο Δικαστήριο. Το αίτημα αυτό ασφαλώς υποβαθρώνεται στη σκέψη ότι ο διάδικος που επιτυγχάνει την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας απορριπτικής της αγωγής για τυπικούς λόγους (π.χ. ως αόριστης ή απαράδεκτης) αποφάσεως, δεν πρέπει να στερηθεί τον πρώτο βαθμό δικαιοδοσίας από τον οποίο ως προς την ουσία της διαφοράς δεν διήλθε η υπόθεση. Όμως, μετά την τροποποίηση που επέφερε στο άρθρο 535 ΚΠολΔ  η διάταξη του άρθρου 16 § 7 του Ν. 2915/2001 προτάσσοντας πλέον την αρχή της οικονομίας της δίκης και παραμερίζοντας τον κανόνα των δύο βαθμών δικαιοδοσίας υπέρ του δευτεροβάθμιου δικαστηρίου, χωρίς μάλιστα τούτο να παραβιάζει το άρθρο 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 447/2002, Δνη 2003/470), το εφετείο δεν αναπέμπει πια την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, ακόμα και αν η εκκαλουμένη δεν είχε αποφανθεί επί της ουσίας αλλά διακρατεί την αγωγή και τη δικάζει υποχρεωτικά το ίδιο κατ’ ουσίαν, αφού η περίπτωση υπάγεται στη ρύθμιση της § 1 του άρθρου 535 ΚΠολΔ (Ν. Νίκας, Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2018, § 115, αρ. 3, σελ. 732, Κ. Κεραμεύς, Ένδικα Μέσα, 2007, Κεφ. ΙΙΙ, αρ. 33, σελ. 89, Β. Σταματόπουλος, Ειδικά ζητήματα εκ του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της εφέσεως στον Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, σε Δ 2008/737, Π. Αρβανιτάκης, σημείωμα κάτω από την ΕφΝαυπλ 460/2007, σε ΕΠολΔ 2008/390, Μ. Μαργαρίτης/Α. Μαργαρίτη, Ερμηνεία Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας, τόμος Ι, 2018, άρθρο 535, αρ. 17, σελ. 871, έτσι κατ’ αποτέλεσμα οι ΑΠ 806/2014, Ε7 2014/1294 και ΤριμΕφΘεσ. 1133/2012, Αρμ. 2013/924, που έκριναν επί αποφάσεως του πρώτου βαθμού με την οποία είχε γίνει εσφαλμένα δεκτή ένσταση ελλείψεως της διεθνούς δικαιοδοσίας του χωρίς μετά την παραδοχή της εφέσεως και την εξαφάνιση της εκκαλουμένης να αναπεμφθεί η υπόθεση στον πρώτο βαθμό και η ΑΠ 1026/2007, ΝοΒ 2007/2436, που έκρινε επί υποθέσεως στα πλαίσια της οποίας πρωτοδίκως η αγωγή είχε απορριφθεί για έλλειψη δικαιοδοσίας των πολιτικών δικαστηρίων, contra  η ΕφΠειρ. 779/2000, Αρμ. 2000/1687, που στην τελευταία αυτή περίπτωση έκρινε αντίθετα, υπό το προγενέστερο του Ν. 2915/2001, όμως, καθεστώς). Άλλωστε, υπό τις ισχύουσες κανονιστικές δικονομικές ρυθμίσεις η μόνη περίπτωση κατά την οποία το δευτεροβάθμιο δικαστήριο παραπέμπει την υπόθεση στο πρωτοβάθμιο και δεν τη διακρατεί μετά την ευδοκίμηση της εφέσεως, ώστε να τη δικάσει το ίδιο κατ’ ουσία, είναι εκείνη κατά την οποία η εκκαλουμένη εξαφανίζεται λόγω καθ’ ύλην αναρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Αντίθετο συμπέρασμα δε μπορεί να συναχθεί ενόψει των ορίων του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης με την οποία προσβάλλεται απορριπτική για λόγους απαραδέκτου απόφαση, δεδομένου ότι κατ’ απολύτως κρατούσα θεωρητική άποψη η ουσία της υποθέσεως δε μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μόνον όταν σ’ αυτό εισάγεται έφεση κατά παραπεμπτικής κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ απόφασης, η οποία ανεξαρτήτως του οριστικού ή μη χαρακτήρα της, δεν καταργεί πάντως την εκκρεμοδικία, ακριβώς επειδή σκοπός του νομοθέτη αλλά και του εκκαλούντος είναι η εντέλει επίλυση της διαφοράς από το αρμόδιο πρωτοβάθμιο δικαστήριο, με αποτέλεσμα τα παράπονα του προσφεύγοντος στη δευτεροβάθμια κρίση να εστιάζονται κατά νομική αναγκαιότητα μόνον στο ζήτημα της αρμοδιότητας του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου στο οποίο ζητείται η αναπομπή της υπόθεσης. Αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο η εκδιδόμενη κατ’ άρθρο 46 ΚΠολΔ (παραπεμπτική) απόφαση εφεσιβάλλεται κατ’ εξαίρεση, μολονότι δεν καταργεί τις ουσιαστικές και δικονομικές συνέπειες της άσκησης της αγωγής στον πρώτο βαθμό (άρθρο 46 εδαφ. γ ΚΠολΔ), κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 513 § 1 περ. α του ιδίου Κώδικα (έτσι και οι Δ. Μπαμπινιώτης, Μεταβιβαστικό Αποτέλεσμα της Έφεσης και Αντικείμενο της Έκκλητης Δίκης, 2016, σελ. 539, Δ. Τσικρικάς, Το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως στην πολιτική δίκη, 1996, σελ. 143 και Π. Αρβανιτάκης, Η κατ’ ουσίαν έρευνα της διαφοράς μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης αποφάσεως, 2001, § 3, σελ. 68 και § 5, σελ. 135, στους οποίους εσφαλμένα παραπέμπει η εκκαλούσα).

  1. IV. Α] Από τις διατάξεις των άρθρων 61, 65, 67, 68 και 70 ΑΚ, συνάγεται ότι για να υποχρεωθεί το νομικό πρόσωπο από δικαιοπραξία πρέπει αυτή να έχει συναφθεί είτε από το όργανο που το διοικεί, το οποίο να ενεργεί μέσα στα όρια της εξουσίας του, κατά τους όρους της συστατικής πράξης ή του καταστατικού του, είτε από φυσικό πρόσωπο στο οποίο παρέσχε σχετική εξουσία το όργανο που διοικεί το νομικό πρόσωπο. Δικαιοπραξία που έχει καταρτιστεί επ’ ονόματι νομικού προσώπου από φυσικό πρόσωπο το οποίο δεν έχει εξουσία εκπροσώπησής του δεν το δεσμεύει. Αν η εκπροσώπηση του νομικού προσώπου ανατεθεί σε τρίτο μη εταίρο, ο τελευταίος δεν ενεργεί ως καταστατικό όργανο αυτού, αλλά ενδεχομένως ως αντιπρόσωπος ή εντολοδόχος αυτού, κατά τα οριζόμενα στις διατάξεις των άρθρων 216 επομ. και 713 επομ. ΑΚ. Από το συνδυασμό των τελευταίων αυτών διατάξεων με εκείνες των άρθρων 229 και 238 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι σύμβαση που έχει καταρτισθεί με πρόσωπα που δεν εκπροσωπούν νόμιμα το νομικό πρόσωπο ή που δεν έχουν αντιπροσωπευτική εξουσία, στερείται κύρους και δεν το δεσμεύει, εκτός αν αυτό ενέκρινε τη σύμβαση, κατά την ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 229 ΑΚ, που ορίζει ότι αν μια σύμβαση συνομολογήθηκε στο όνομα άλλου χωρίς την πληρεξουσιότητα του, το κύρος της εξαρτάται από την έγκριση του αντιπροσωπευόμενου. Η έγκριση, αναγόμενη στο χρόνο της δικαιοπραξίας, αναπληρώνει την έλλειψη της εξουσίας αντιπροσώπευσης, γίνεται δε με μονομερή δήλωση απευθυντέα στο άλλο μέρος (άρθρα 236 και 238 ΑΚ) υποβαλλόμενη στον τύπο που προβλέπεται για τη σύμβαση που αφορά αυτή και δυνάμενη, εφόσον για την κύρια σύμβαση δεν απαιτείται η τήρηση τύπου, να παρασχεθεί και με σιωπηρή δήλωση βούλησης, συναγόμενη από πράξεις του εγκρίνοντος ή περιστάσεις που καθιστούν αναντίρρητη τη βούληση της έγκρισης. Όμως, για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής που στρέφεται κατά νομικού προσώπου, η οποία έχει ως αντικείμενο την εκπλήρωση συμβατικής υποχρέωσης αναληφθείσας από αυτό αλλά και σε ένσταση ή αντένσταση, με τις οποίες γίνεται επίκληση τέτοιας σύμβασης για τη θεμελίωση του περιεχόμενου σ’ αυτές αυτοτελούς ισχυρισμού, δεν απαιτείται να αναφέρονται και τα φυσικά πρόσωπα που εκπροσώπησαν το νομικό πρόσωπο ή ενήργησαν ως αντιπρόσωποι αυτού, κατά τη σύναψη της σύμβασης καθώς και τα στοιχεία της νόμιμης εκπροσώπησής του, διότι το στοιχείο αυτό δεν ανάγεται στη νομιμοποίηση, αλλά έχει σχέση με την ύπαρξη συμβατικής ή εξωσυμβατικής ευθύνης. Αν όμως αμφισβητείται η σύναψη της σύμβασης ή το κύρος της λόγω έλλειψης νόμιμης εκπροσώπησης του νομικού προσώπου, ο επικαλούμενος τη σύμβαση, πρέπει να καθορίσει με τις προτάσεις της πρώτης συζήτησης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, ή αν πρόκειται για ένσταση ή αντένσταση, με την προσθήκη των προτάσεων, το πρόσωπο το οποίο, σύμφωνα με το νόμο ή το καταστατικό, εκπροσώπησε το νομικό πρόσωπο ή ήταν αντιπρόσωπός του και δήλωσε κατά το νόμιμο τούτο τρόπο τη σχετική βούλησή του, το δε δικαστήριο να προσδιορίσει στην απόφασή του το φυσικό πρόσωπο από το οποίο εκπροσωπήθηκε το νομικό πρόσωπο καθώς και τον τρόπο κατά τον οποίο απέκτησε την εξουσία εκπροσώπησης, ή αντιπροσώπευσης, ώστε να καταστεί εφικτός ο αναιρετικός έλεγχος της ορθής ή μη εφαρμογής των ως άνω διατάξεων (ΑΠ 1342/2017, Ε7 2018/1133, ΑΠ 1150/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2064/2014, Αρμ. 2015/1524). Η παροχή της εξουσίας αυτής είναι δυνατόν να γίνει και σιωπηρά, να μην είναι δηλαδή ρητή αλλά να συνάγεται συμπερασματικά με βάση και τις συντρέχουσες περιστάσεις. Τέτοια (σιωπηρή) εξουσιοδότηση διαπιστώνεται ιδίως αν προϋπάρχει ήδη έννομη σχέση, λ.χ. εργασιακή, μεταξύ του αντιπροσωπευόμενου και του εξουσιοδοτούμενου. Σε κάθε περίπτωση, η σιωπηρή εξουσιοδότηση είναι δικαιοπρακτική δήλωση βουλήσεως του εξουσιοδοτούντος και το επιδιωκόμενο με αυτήν έννομο αποτέλεσμα στηρίζεται στην ιδιωτική αυτονομία του δηλούντος καθ’ όμοιο τρόπο όπως και επί ρητής εξουσιοδοτήσεως. Αντιθέτως, περί φαινομενικής πληρεξουσιότητας γίνεται λόγος όταν η δέσμευση του κυρίου της υπόθεσης δεν απορρέει από την (έστω σιωπηρώς δηλωθείσα) βούλησή του αλλά στηρίζεται στη γενικότερη αρχή της προστασίας της εμπιστοσύνης στις συναλλαγές, που δικαιολογεί τον καταλογισμό στον «αντιπροσωπευόμενο» των οικονομικών αποτελεσμάτων της δικαιοπραξίας στην οποία προέβη προς όφελός του τρίτος, προς τον οποίο δεν είχε παράσχει μεν πληρεξουσιότητα και ούτε ανέχθηκε ούτε γνώριζε τη συμπεριφορά του, θα μπορούσε όμως να τη γνωρίζει και να την εμποδίσει αν επεδείκνυε την επιβαλλόμενη στις συναλλαγές επιμέλεια. Σε παρόμοιες περιπτώσεις ο συναλλαχθείς με τον στερούμενο πληρεξουσιότητας τρίτο δικαιούται σύμφωνα με την καλή πίστη και τις αντιλήψεις των συναλλαγών να πιστεύει ευλόγως ότι ο τρίτος ενήργησε δυνάμει πληρεξουσιότητας, με αποτέλεσμα να διατηρεί τις αξιώσεις που πηγάζουν από τη σύμβαση έναντι του κυρίου της υποθέσεως, μολονότι αυτός δεν συμβλήθηκε μαζί του ούτε εξουσιοδότηση προς σύναψη συμβάσεως είχε παράσχει (ΑΠ 683/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 558/2013, ΧρΙΔ 2013/574, ΑΠ 939/2004, Δνη 2004/1673, Φ. Δωρής, σε Γεωργιάδη – Σταθόπουλου Αστικός Κώδικας, 2η έκδοση [2016], τόμος Ι β, Γενικές Αρχές, άρθρα 216 – 217, αρ. 41 – 43, σελ. 1074 – 1076, Ζ. Τσολακίδης, Ευθύνη για ενέργειες βοηθών εκπλήρωσης και προστηθέντων, 2008, σελ. 242, Δ. Κλαβανίδου, Έλλειψη πληρεξουσιότητας, 2004, 3 Β.1, σελ. 89 επομ.). Σιωπηρή και φαινόμενη πληρεξουσιότητα τελούν σε σχέση αμοιβαίου αποκλεισμού, υπό την έννοια ότι λόγος για τη δεύτερη μπορεί να γίνει μόνον όταν ελλείπει η πρώτη, αφού το φαινόμενο δικαίου αποτελεί νόμιμη αιτία καταλογισμού της συμπεριφοράς του χωρίς εξουσιοδότηση ενεργήσαντος τρίτου στο φερόμενο ως υπ’ αυτού αντιπροσωπευθέντα, μόνον όταν η ευθύνη του τελευταίου για την εκπλήρωση της συναφθείσας από τον τρίτο συμβάσεως δεν έχει ιδρυθεί δικαιοπρακτικά δια της παροχής έγκυρης, έστω σιωπηρής, εξουσιοδότησης στον τρίτο να συμβληθεί στο όνομα και για λογαριασμό του (Α. Γαζής, Γνωμοδοτήσεις 1956 – 1994, 1995, [40], σελ. 347 – 349, Φ. Δωρής, ο.π., βλ. όμως και Γ. Μεντή, Σιωπηρή πληρεξουσιότητα, 2005, σελ. 155 – 158). Πάντως, η καλή πίστη του συναλλασσόμενου με τον άνευ εξουσιοδοτήσεως ενεργούντα τρίτο και η πεποίθησή του ότι συναλλάσσεται με γνήσιο αντιπρόσωπο, δικαιολογούνται μόνον όταν αυτός είτε δεν γνώριζε είτε δεν αγνοούσε από αμέλειά του την έλλειψη της πληρεξουσιότητας (ΑΠ 274/2013, ΧρηΔικ 2013/303 = ΧρΙΔ 2014/421, ΑΠ 554/2013, ΕπισκΕΔ 2013/386 = ΝοΒ  2013/2428, ΕφΑθ. 5543/2010, Δνη 2012/250, Ε. Νεζερίτη, Η φαινόμενη και κατ’ ανοχήν πληρεξουσιότητα υπό το φως της αρχής της προστατευόμενης εμπιστοσύνης, Digesta 2006/35 επομ., έτσι και ο Α. Αντάπασης, ο.π., σελ. 475 επομ.). Όπως ορθώς επιλέγεται (Α. Καλαβρός, Η έλλειψη πληρεξουσιότητας κατά την κατάρτιση σύμβασης, 2018, σελ. 63), για τη συναγωγή φαινόμενης πληρεξουσιότητας κρίσιμο αποβαίνει το εάν η συμπεριφορά του εμφανιζόμενου ως πληρεξούσιου και η στάση του εμφανιζόμενου ως αντιπροσωπευόμενου συγκροτούν μια συναλλακτική εικόνα ικανή κατά το κοινωνικώς αναμενόμενο να δικαιολογήσει την πίστη του συναλλασσόμενου με τον πρώτο ότι εν προκειμένω έχει χορηγηθεί σ’ αυτόν πληρεξουσιότητα από τον δεύτερο (κύριο της υποθέσεως). Τέτοια εντύπωση, όμως, δεν σχηματίζεται όταν ο κύριος της υποθέσεως δεν έχει ενεργήσει προς την κατεύθυνση της σύναψης της δικαιοπραξίας, αφού τότε δε συνδέεται η στάση του με τη δράση του φερόμενου ως αντιπροσώπου του. Υπό την έννοια αυτή πρέπει να κριθεί ως υπόχρεος σε αυξημένη επιμέλεια εκείνος που απευθύνεται σ’ αυτόν για τον οποίο θεωρεί ότι αντιπροσωπεύει τον κύριο της υποθέσεως, με τον οποίο επιθυμεί να συμβληθεί για την ικανοποίηση δικού του οικονομικού συμφέροντος. Αν την επιμέλεια αυτή δεν επιδείξει ο συναλλαγείς με πρόσωπο για το οποίο τελεί σε γνώση του ότι δεν είναι εφοδιασμένο με ρητή πληρεξουσιότητα, τότε δε δικαιούται προστασίας έναντι του κυρίου της υποθέσεως. Ομοίως δεν είναι προστατεύσιμος εκείνος που έχει προαποφασίσει την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, χωρίς στη διαμόρφωση της συναλλακτικής του συμπεριφοράς να έχει επιδράσει η εμπιστοσύνη του σε ένα φαινόμενο δικαίου, αφού αν παραβλεφθούν τα κίνητρά του η έννομη προστασία θα μπορούσε να παρασχεθεί και σ’ εκείνον που, έστω καλόπιστα, ασκεί πάντως αυθαίρετα τη συμβατική του ελευθερία, ενδεχόμενο που δε συνάδει με το ρόλο της εμπιστοσύνης σε φαινόμενο δικαίου ως αυτόνομης δικαιϊκής αρχής (Ε. Νεζερίτη, Η προστασία της εμπιστοσύνης των καλόπιστων συναλλασσομένων, 2016, § 6, σελ. 122 – 123).

Β] Περαιτέρω, πλοίαρχος είναι το πρόσωπο που έχει την εν γένει διοίκηση του πλοίου και διαδραματίζει το σημαντικότερο ρόλο στην επιχείρηση εκμετάλλευσης αυτού, μετά τον φορέα της (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή), έχοντας ευρύτατα κυριαρχικά δικαιώματα τόσο στα πράγματα που μεταφέρονται με το πλοίο όσο και σ’ αυτούς που επιβαίνουν. Ειδικότερα,  ο πλοίαρχος, μεταξύ άλλων, είναι ο νόμιμος εκπρόσωπος του πλοιοκτήτη ή του εφοπλιστή, οι οποίοι ενέχονται για τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του (άρθρα 84 και 105 ΚΙΝΔ). Η παραπάνω νόμιμη εκπροσώπηση διακρίνεται σε: α) δικαστική εκπροσώπηση, η οποία συνίσταται στην ενεργητική και παθητική νομιμοποίηση του πλοιάρχου, σε ότι αφορά την κοινοποίηση διαδικαστικών και εξώδικων εγγράφων, στη λήψη συντηρητικών μέτρων, στην έγερση αγωγών κλπ και β) δικαιοπρακτική εκπροσώπηση, η οποία είναι γενική και αφορά σε όλες τις δικαιοπραξίες που επιχειρεί ο πλοίαρχος κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, διότι κατά κανόνα συνάπτει δικαιοπραξίες ως άμεσος αντιπρόσωπος του πλοιοκτήτη, με βάση τη γενική από το νόμο ή την ειδική από τον πλοιοκτήτη εξουσιοδότηση (ΤριμΕφΠειρ. 461/2014, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 951/2006  ΕΝαυτΔ 2007/26). Εξ ετέρου, κατά το υπό τον τίτλο «Καθήκοντα και υποχρεώσεις εν όρμω» άρθρο 70 § 4 του ΒΔ 806/1970 «Περί εγκρίσεως και θέσεως εις εφαρμογήν Κανονισμού “περί εργασίας επί των ελληνικών φορτηγών πλοίων ολικής χωρητικότητος 800 κόρων και άνω”» (ΦΕΚ Α 275/16.12.1970), ο πρώτος μηχανικός του πλοίου «Εποπτεύει και διευθύνει την παραλαβήν καυσίμων του πλοίου    βοηθούμενος υπό αξιωματικού μηχανής οριζομένου υπό του ιδίου¨, ενώ κατά το άρθρο 75 του ιδίου νομοθετήματος «Ο Α΄ Μηχανικός οφείλει: α) Να επιβλέπη προσωπικώς την κατανάλωσιν του πλοίου εις καύσιμα και υλικά μηχανής, να βεβαιούται περί της ικανοποιητικής ποσότητος, ποιότητος και της καλής εναποθηκεύσεως αυτών, να χορηγή τας σχετικάς αποδείξεις μετά προηγουμένην θεώρησιν αυτών υπό του Πλοιάρχου και να ενεργή τας σχετικάς καταχωρήσεις εις το ημερολόγιον μηχανής. β) Να συνεννοήται μετά του Πλοιάρχου διά τον τρόπον της παραλαβής των καυσίμων και διά την εναποθήκευσιν εις τας αποθήκας ή άλλους καταλλήλους χώρους ως και διά την κατανάλωσιν αυτών και να ζητή τας οδηγίας αυτού, όσον αφορά την ταχύτητα του πλοίου και την διάρκειαν του πλου, ίνα αναλόγως κανονίζη την κατανάλωσιν και τον ανεφοδιασμόν των αποθηκών».

Γ] Εξάλλου, από τη διάταξη του άρθρου 477 ΑΚ προκύπτει ότι σωρευτική αναδοχή χρέους είναι η σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του δανειστή και ενός τρίτου, με την οποία ο τρίτος αναλαμβάνει την υποχρέωση να εκπληρώσει ξένο χρέος, χωρίς όμως να απαλλάσσεται ο αρχικός οφειλέτης. Με τον τρόπο αυτό παράγεται μία πρόσθετη ενοχή αυτού που υποσχέθηκε να εκπληρώσει το ξένο χρέος παράλληλη με την ενοχή του αρχικού οφειλέτη. Η σύμβαση αυτή, που μπορεί να καταρτισθεί ακόμη και σιωπηρά, είναι ετεροβαρής και δεν έχει χαρακτήρα αναγνώρισης χρέους από τον αναδεχόμενο αλλά ανάληψής του, εφόσον αυτό πραγματικά υπάρχει. Η ευθύνη του αναδοχέα έχει το ίδιο περιεχόμενο και την ίδια φύση με την ευθύνη του παλαιού οφειλέτη. Έτσι, μεταξύ των δύο αυτών προσώπων δημιουργείται παθητική εις ολόκληρον ενοχή (άρθρο 481 ΑΚ) έναντι του δανειστή, που δικαιούται να απαιτήσει την εκπλήρωση της παροχής μία μόνο φορά, κατ’ επιλογή του, είτε από τον τρίτο που αναδέχθηκε το χρέος του οφειλέτη, με βάση τη σύμβαση αναδοχής είτε από τον οφειλέτη με βάση την μεταξύ δανειστή και οφειλέτη έννομη σχέση (ΑΠ 230/2014, Ε7 2014/1007 = ΧρΙΔ 2014/500, ΑΠ 880/2012, ΝοΒ 2013/373 = Ε7 2013/765, ΑΠ 306/2009, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ενώ για τις διαφορές μεταξύ της σωρευτικής αναδοχής χρέους και των εγγυοδοτικών συμβάσεων βλ. Απ. Γεωργιάδη, Η εξασφάλιση των πιστώσεων, 2008, § 7, αρ. 56 επομ., σελ. 201 επομ., Γ. Καλλιμόπουλου, Σωρευτική αναδοχή χρέους και εγγύηση. Ζητήματα – Κριτήρια της διάκρισης, σε ΝοΒ 1985/1516 επομ. και Ι. Μάρκου, Η αιτία στις εγγυοδοτικές συμβάσεις, σε Δνη 1994/257 επομ.).

Δ] Τέλος, από την διάταξη του άρθρου 904 ΑΚ, που ορίζει ότι όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, προκύπτει ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαίτησης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι,  εκτός άλλων, και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, με βάση την οποία έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξίωσης από την αιτία. Επομένως, όταν η αγωγή ασκείται με μόνη βάση τις διατάξεις των άρθρων 904 επομ. ΑΚ, πρέπει για την κατ’ άρθρο 216 § 1 στοιχ. α ΚΠολΔ πληρότητα του περιεχομένου της να γίνεται στο δικόγραφό της μνεία των περιστατικών που συνεπάγονται την ανυπαρξία ή το ελάττωμα της αιτίας της περιουσιακής μετακίνησης. Αν, όμως, η βάση της αγωγής από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό σωρεύεται, κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ), δηλαδή υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση της απόρριψης της κύριας βάσης αυτής (λ.χ. από σύμβαση), είναι αρκετή η απλή επίκληση της ανυπαρξίας ή της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς αναφορά των λόγων αυτής, αφού τότε η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνο αν η στηριζόμενη σε έγκυρη σύμβαση κύρια βάση της αγωγής απορριφθεί είτε κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα είτε κατ’ ένσταση του εναγομένου. Αν, επομένως, η κύρια (συμβατική) βάση της αγωγής αποδικαστεί, επειδή η κατάρτιση συμβάσεως έμεινε αναπόδεικτη, η επικουρική βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού θα ερευνηθεί, για να διαπιστωθεί αν η περιουσιακή μετακίνηση έγινε αχρεωστήτως (ΟλΑΠ 2/2019, ΕφΑΔ 2019/534 = ΧρΙΔ 2019/504, ΑΠ 1319/2013, ΕΠολΔ 2013/703, ΑΠ 680/2011, ΕΠολΔ 2012/96, ΑΠ 412/2019, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, Μ. Σταθόπουλος, Γενικό Ενοχικό Δίκαιο, 2018, § 16, αρ. 24, σελ. 1060 επομ., Στ. Ματθίας, Η έννοια της «επικουρικότητας» των απαιτήσεων αδικαιολογήτου πλουτισμού και η επικουρική άσκησή τους, σε Δνη 1990/497, Π. Αρβανιτάκης, Η επικουρικότητα στην πολιτική δίκη, 1989, § 7, σελ. 163 επομ.).

  1. V. Εν προκειμένω, δια της αγωγής με το περιεχόμενο και τα αιτήματα που προαναφέρθηκαν, κατάγεται σε δίκη ιδιωτική διαφορά με στοιχεία αλλοδαπότητας, η οποία πρέπει να ερευνηθεί κατά το ελληνικό ουσιαστικό δίκαιο. το οποίο είναι εφαρμοστέο ως προς όλες τις βάσεις της λόγω της υπαγωγής σ’ αυτό των διαδίκων, που επικαλούνται τις διατάξεις του. Κατά το δίκαιο λοιπόν αυτό, σύμφωνα με το οποίο επί αδικοπρακτικών αξιώσεων η αποζημίωση της ζημίας που επήλθε στο εξωτερικό είναι εκφραστέα μόνο σε ευρώ κατά την ισοτιμία του με το αλλοδαπό νόμισμα στο χρόνο επαγωγής της (ζημίας) (ΟλΑΠ 14/1997, Δνη 1997/1036 = ΝοΒ 1998/43, ΑΠ 388/2015, ΧΡΙΔ 2015/531, ΤριμΕφΠειρ. 91/2016, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), η πρώτη επικουρική αγωγική βάση, που επιχειρείται να θεμελιωθεί στις περί αδικοπραξιών διατάξεις των άρθρων 914 επομ. ΑΚ, είναι νομικά αβάσιμη και απορριπτέα, αφού ζητείται η καταβολή της αποζημίωσης όχι στο εθνικό νόμισμα αλλά σε δολάρια και, σε κάθε περίπτωση, όχι με την ισοτιμία ευρώ/δολαρίου ΗΠΑ κατά το χρόνο της επαγωγής της ζημίας της ενάγουσας. Σημειώνεται ότι δυνατότητα του Δικαστηρίου να εκτιμήσει ότι στο αγωγικό αίτημα εμπεριέχεται εμμέσως ή σιωπηρώς και το νόμιμο αίτημα για υπολογισμό της ισοτιμίας των δύο νομισμάτων κατά το χρόνο της επαγωγής της ζημίας της ενάγουσας, υπό την έννοια ότι στο μείζον περιέχεται το έλασσον, κατ’ άρθρο 223 εδαφ. β ΚΠολΔ, θα υπήρχε μόνον αν ήταν δεδομένο ότι κατά τον χρόνο αυτόν η έναντι του ευρώ αξία του δολαρίου ήταν μικρότερη εκείνης του χρόνου σύνταξης ή συζήτησης της αγωγής ή του χρόνου πληρωμής της αποζημιώσεως, πράγμα όμως αβέβαιο (ΑΠ 1381/1997, Δνη 1998/326, ΤριμΕφΠειρ. 436 και 437/2018, ο.π., ΤριμΕφΠειρ. 89/2017, ΕπισκΕΔ 2018/611). Πάντα ταύτα ανεξαρτήτως του ότι η επικουρική σώρευση της αδικοπρακτικής αξίωσης της ενάγουσας αναιρεί τον παράνομο χαρακτήρα της ενέργειας αλλά και την υπαιτιότητα των εναγομένων, που είναι αναγκαίες προϋποθέσεις για την κατάφαση αδικοπρακτικής ευθύνης τους. Πράγματι, αν θεωρηθεί ότι μεταξύ καθεμιάς από αυτές και της ενάγουσας δεν είχε συναφθεί σύμβαση με το εκτιθέμενο περιεχόμενο ούτε παρακράτηση της κυριότητας της φυσικής προμηθεύτριας είχε προηγηθεί, αφού ο σχετικός όρος περιλαμβανόταν σε σύμβαση, την ανυπαρξία της οποίας προϋποθέτει η ερευνώμενη αγωγική βάση. Ελλείψει, όμως, παρακρατήσεως δε μπορεί να γίνει λόγος για προσβολή της κυριότητας της ενάγουσας επί των πωληθέντων καυσίμων ούτε, πολύ περισσότερο, για πρόθεση των εναγομένων περί επαγωγής ζημίας στην ιδιοκτησία της, ενόψει του ότι, υπό τα εκτιθέμενα, αυτές δεν τελούσαν σε γνώση των όρων της σύμβασης μεταξύ ενάγουσας και …….. αλλά αντιθέτως ευλόγως πίστευαν ότι είχαν δικαίωμα χρήσης των καυσίμων που παραδόθηκαν στο πλοίο, απορρέον από έγκυρη σύμβαση πώλησης αυτών, την οποία είχε συνάψει με την …………. η δεύτερη εναγόμενη, στην οποία δεν είχε περιληφθεί όρος περί παρακρατήσεως της κυριότητάς τους υπέρ ουδενός. Κατά τα λοιπά, η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, στηριζόμενη, κατά μεν την κύρια βάση της, που κρίνεται ότι θεμελιώνεται σε σύμβαση σωρευτικής αναδοχής χρέους, στις διατάξεις των άρθρων 211, 212, 216, 291, 292, 317, 341, 345 εδαφ. α, 361, 471, 477, 513, 713 ΑΚ, 6 1 Ν. 5422/1932 και 1 Ν. 2842/2000, κατά δε την τελευταία βάση της, που σωρεύεται και αυτή κατά δικονομική επικουρικότητα, στις διατάξεις των άρθρων 904 επομ. ΑΚ, με τη μνεία ότι το αίτημα καταβολής του οφειλόμενου κατά την κύρια αγωγική βάση χρηματικού ποσού είναι νόμιμο μόνον κατά το σκέλος του που αναφέρεται σε πληρωμή σε ευρώ της ισάξιας ποσότητας δολαρίων ΗΠΑ κατά την ισοτιμία τους στο χρόνο της εξοφλήσεως.
  2. Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρα αποδείξεως ………, υπαλλήλου της ενάγουσας, απασχολούμενης στο εμπορικό τμήμα αυτής, που ελήφθη στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται απομαγνητοφωνημένη στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά της δημόσιας συνεδρίασής του και της υπ’ αριθμ. 19.020 ένορκης ενώπιον της Συμβολαιογράφου Πειραιώς ……. βεβαίωσης του ………….., υπαλλήλου της διαχειρίστριας του πλοίου M/V KP, την οποία επαναπροσκομίζουν με επίκληση οι εναγόμενες και για τη λήψη της οποίας προηγήθηκε νόμιμη κλήτευση της ενάγουσας (βλ. την υπ’ αριθμ. …./30.10.2015 επιδοτήρια έκθεση του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………, καθώς και του συνόλου των εγγράφων που οι διάδικοι νομότυπα με επίκληση προσκομίζουν για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και ξενόγλωσσα, για τα οποία συνυποβάλλεται μετάφραση (ΤριμΕφΠειρ. 242/2012, ΠειρΝ 2012/322, ΕφΘεσ. 2187/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΠειρ. 884/2005, Δνη 2006/1102), αποδεικνύονται τα ακόλουθα κρίσιμα πραγματικά περιστατικά: Η ενάγουσα εταιρία δραστηριοποιείται επιχειρηματικά στον τομέα της εμπορίας ναυτιλιακών καυσίμων και μέσω του δικτύου των σταθμών εφοδιασμού που διατηρεί σε λιμένες ανά την υφήλιο προμηθεύει με καύσιμα πλοία δυνάμει συμβάσεων που συνάπτει είτε απευθείας με τους πλοιοκτήτες ή τους εφοπλιστές ή και τους ναυλωτές αυτών είτε με ενδιάμεσους εμπόρους, που προμηθεύονται τα καύσιμα προς μεταπώλησή τους στο δικό τους όνομα και με σκοπό το κέρδος στους εκμεταλλευόμενους τα πλοία. Κατά τον κρίσιμο χρόνο η παράδοση των καυσίμων στα πλοία γινόταν από την ίδια την ενάγουσα, η οποία ενεργούσε τότε καθ’ υπόδειξη του ενδιάμεσου εμπόρου και με σκοπό την εκπλήρωση της δικής της ενοχής προς αυτόν αλλά και της ενοχής εκείνου προς τον τελικό αγοραστή των καυσίμων. Μεταξύ άλλων τέτοιων εμπόρων η ενάγουσα διατηρούσε μακροχρόνια συνεργασία και με τον όμιλο εταιριών ………, στον οποίο ανήκε πληθώρα εταιριών με έδρα σε διάφορα κράτη. Η αγγλική εταιρία του ομίλου ήταν η ………. με έδρα το ….. της Μεγάλης Βρετανίας. Προκειμένου να επιρρίψει τους κινδύνους της μη εξοφλήσεώς της από τους ενδιάμεσους εμπόρους η ενάγουσα ακολουθούσε πρακτική συνιστάμενη στην χρήση στις συναλλαγές της με αυτούς γενικών όρων, κατά τους οποίους εκάστη παράδοση καυσίμων τελούσε υπό τους όρους παρακράτησης, αφενός, της κυριότητας της πωλούμενης ποσότητας από την ίδια (φυσικό προμηθευτή της) και αναλήψεως, αφετέρου, ιδίας και αυτοτελούς ευθύνης για την αποπληρωμή του τιμήματός της εκ μέρους του τελικού αγοραστή και καταναλωτή των καυσίμων. Προς το σκοπό αυτό η ενάγουσα είχε περιλάβει στις έγγραφες αποδείξεις παραδόσεως των καυσίμων που η ίδια εξέδιδε έντυπη προδιατυπωμένη ρήτρα κατά την οποία «οι πλοιοκτήτες ή/και οι εκμεταλλευόμενοι ή/και οι ναυλωτές του πλοίου είναι από κοινού και έκαστος κεχωρισμένως υπεύθυνοι για την πληρωμή όλων των καυσίμων που παραδόθηκαν με αυτήν και μέχρις της αποπληρωμής του οφειλόμενου ποσού του τιμολογίου για αυτά. Η κυριότητα των καυσίμων αυτών παραμένει στους προμηθευτές». Έτσι, με την υπογραφή της αποδείξεως από τον εκμεταλλευόμενο το πλοίο προς το οποίο γινόταν η παράδοση ή από εξουσιοδοτημένο από αυτόν πρόσωπο (λ.χ. από τον πλοίαρχο που έχει κατά το εφαρμοστέο εν προκειμένω ελληνικό δίκαιο γενική εκ του νόμου εξουσιοδότηση ή από άλλον εφοδιασμένο με ειδική εξουσιοδότηση), επερχόταν συμβατική ανάληψη της υποχρέωσης για την αποπληρωμή του τιμήματος της εκάστοτε πωλήσεως εκ μέρους του τελικού αγοραστή, ευθυνομένου μάλιστα εις ολόκληρον έναντι του φυσικού προμηθευτή (της ενάγουσας) με τον ενδιάμεσο έμπορο (αρχικό αγοραστή), μολονότι αυτός ο τελευταίος ήταν ο μόνος αντισυμβαλλόμενός της στη σύμβαση πωλήσεως. Περαιτέρω, η πρώτη εναγόμενη υπήρξε κατά το έτος 2014, εξακολουθούσε δε και κατά το χρόνο συζητήσεως της εφέσεως να είναι πλοιοκτήτρια του υπό σημαία Νήσων Μάρσαλ φορτηγού πλοίου μεταφοράς χύδην φορτίου M/V KP, με αριθμό ΙΜΟ …., χωρητικότητας ολικής μεν τριάντα τριών χιλιάδων σαράντα δύο κόρων (33.042 κ.ο.χ) και καθαρής δεκαεννέα χιλιάδων εκατόν τριάντα δύο κόρων (19.132 κ.κ.χ.). Τη διαχείριση του πλοίου αυτού η πλοιοκτήτρια είχε αναθέσει στην εταιρία …………, με έδρα στον Παναμά και νόμιμη εγκατάσταση, σύμφωνα με τις διατάξεις του ΑΝ 89/1967 στον Πειραιά. Με το από 30.9.2014 χρονοναυλοσύμφωνο η πρώτη εναγόμενη εκναύλωσε το ως άνω πλοίο για τη διενέργεια ενός πλου στη δεύτερη εναγόμενη καναδική εταιρία, που έχει ως αντικείμενο επιχειρηματικής δραστηριότητας το εμπόριο ποτάσας. Για τη σύναψη της συμβάσεως αυτής έγινε χρήση του εντύπου ναυλοσυμφώνου του αμερικανικού δημοσίου NYPE (New York Produce Exchange, περί του οποίου βλ. Α. Αντάπαση, Εκμετάλλευση του πλοίου από τρίτο και προστασία των ναυτικών δανειστών, σε Η προστασία των ναυτικών δανειστών – Πρακτικά και Εισηγήσεις 1ου Διεθνούς Συνεδρίου Ναυτικού Δικαίου 1992, έκδοση ΔΣΠ, 1994, σελ. 437 επομ. [465] και Α. Μπεχλιβάνη, Σχετικά με την εφαρμογή του ν. 2251/1994 για την «προστασία των καταναλωτών» στη σύμβαση ναύλωσης υπό στενή έννοια, σε ΧρΙΔ 2006/952, σημ. 4), κατά το οποίο το κόστος προμήθειας της καύσιμης ύλης του πλοίου βαρύνει τον ναυλωτή και όχι τον πλοιοκτήτη. Για να αποφευχθεί κάθε ενδεχόμενο είτε γεννήσεως ευθύνης σε βάρος της πλοιοκτήτριας είτε δημιουργίας ναυτικού προνομίου (Lien) σε βάρος του πλοίου από τη μη αποπληρωμή των καυσίμων που ο χρονοναυλωτής προμηθευόταν για την κίνησή του, η διαχειρίστρια του M/V KP είχε παράσχει οδηγίες στον πλοίαρχό του …….. να κάνει δια της θέσεως σφραγίδας επί της εκάστοτε εκδιδόμενης απόδειξης παραλαβής καυσίμων μνεία του ότι τα καύσιμα παραλαμβάνονται για λογαριασμό του ναυλωτή και ότι υπεύθυνος για την αποπληρωμή του τιμήματός τους είναι μόνον αυτός. Σε περίπτωση δε αρνήσεως του παραδίδοντος εκπροσώπου του φυσικού προμηθευτή να δεχθεί τη θέση της σφραγίδας, οι ίδιες οδηγίες υποδείκνυαν στον πλοίαρχο να παραδίδει στον αρνούμενο επιστολή στην οποία θα αναγράφονται τα παραπάνω. Για τον εφοδιασμό του πλοίου με καύσιμα πριν το ταξίδι για το οποίο χρονοναυλώθηκε η δεύτερη εναγόμενη απευθύνθηκε σε χρόνο προγενέστερο της 17ης.10.2014 στην τρίτη – μη διάδικο εταιρία …………, από την οποία ζήτησε προσφορά για την προμήθεια εννιακοσίων μετρικών τόνων (900 μ.τ.) ναυτιλιακού πετρελαίου τύπου Fuel Oil 380 στο Βανκούβερ του Καναδα, όπου το πλοίο τότε ναυλοχούσε, κατά το χρονικό διάστημα από 19.10.2014 έως 23.10.2014. Στις 17.10.2014 μεταξύ των ανωτέρω καταρτίστηκε σύμβαση πωλήσεως της προαναφερόμενης ποσότητας καυσίμου αντί τιμήματος που συνομολογήθηκε στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων οκτώ δολαρίων ΗΠΑ και πενήντα σεντς (508,50 $) ανά μετρικό τόνο, πλέον εννέα χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (9.000 $) στο οποίο θα ανερχόταν η αμοιβή της φορτηγίδας που θα παρέδιδε τα καύσιμα στο πλοίο. Το συνολικό ποσό ορίστηκε καταβλητέο εντός τριάντα ημερών από την παράδοση κατόπιν της αποστολής του σχετικού τιμολογίου από την πωλήτρια …………… στη δεύτερη εναγόμενη, η δε παράδοση των καυσίμων συμφωνήθηκε να γίνει στο παραπάνω πλοίο στο Βανκούβερ του Καναδά κατά το χρονικό διάστημα από 19 έως 23 Οκτωβρίου του έτους 2014. Τα ανωτέρω προκύπτουν από την από 17.10.2014 επιβεβαίωση παραγγελίας πωλήσεως καυσίμων της ………., στην οποία έχει επισυναφθεί έγγραφο με τους γενικούς όρους συναλλαγών της με τη ρητή αναφορά ότι η αγορά και η παράδοση της εν λόγω ποσότητας ναυτιλιακού πετρελαίου διέπεται από τους γενικούς όρους συναλλαγών του ομίλου εταιριών … ., που ισχύουν για την αγορά ναυτιλιακών καυσίμων. Για την προμήθεια των καυσίμων που θα πωλούσε στην δεύτερη εναγόμενη η ……. συμβλήθηκε, στα πλαίσια χωριστής συμβάσεως πωλήσεως, με την ενάγουσα, από την οποία αγόρασε ίση με την προαναφερόμενη ποσότητα ναυτιλιακού πετρελαίου του ιδίου τύπου, αντί τιμήματος που συμφωνήθηκε στο χρηματικό ποσό των πεντακοσίων τεσσάρων δολαρίων ΗΠΑ και πενήντα σεντς (504,50 $) ανά μετρικό τόνο, πλέον ποσού εννέα χιλιάδων δολαρίων ΗΠΑ (9.000 $) για τη χρήση φορτηγίδας, για την αποπληρωμή του οποίου χορηγήθηκε πίστωση τριάντα (30) ημερών από την παράδοση του καυσίμου, η οποία συμφωνήθηκε να γίνει από την ενάγουσα στο παραπάνω πλοίο στο Βανκούβερ του Καναδά κατά το χρονικό διάστημα μεταξύ της 19ης και της 23ης Οκτωβρίου του έτους 2014. Η συμφωνία αυτή καταρτίστηκε κατόπιν της από 16.10.2014 γραπτής επιβεβαίωσης παραγγελίας της ενάγουσας που απευθύνθηκε στην …………. και της από 17.10.2014 έγγραφης επιβεβαίωσης παραγγελίας αγοράς της αγοράστριας που απευθύνθηκε προς την ενάγουσα. Στο κείμενο της από 16.10.2014 ως άνω επιβεβαίωσης, η τελευταία περιέλαβε μνεία του ότι αγοραστές θα είναι οι «KP και εις ολόκληρον οι πλοιοκτήτες/διαχειριστές/εφοπλιστές/ναυλωτές και η ………… Η παραλαβή και μόνον της παρούσας επιβεβαίωσης συνιστά αποδοχή της ευθύνης για πληρωμή του τιμολογίου των καυσίμων από όλους τους ανωτέρω», ενώ επισήμανε ότι «ουδεμία σφραγίδα “NO LIEN” θα γίνεται αποδεκτή επί των αποδείξεων παραλαβής. Εάν τέτοια σφραγίδα τεθεί από τον αντιπρόσωπο του πλοίου επί της απόδειξης παραλαβής, ο κυβερνήτης του εφοδιαστικού θα εκδώσει άμεσα επιστολή διαμαρτυρίας με την οποία θα αρνείται την εγκυρότητα της σφραγίδας αυτής» καθώς και ότι «οι αγοραστές αναγνωρίζουν ότι δημιουργείται προνόμιο επί του πλοίου για την αξία των προϊόντων που προμηθεύονται και ότι ο πωλητής αποβλέπει στην πίστη και την υποχρέωση του πλοίου». Οι όροι αυτοί συμφωνήθηκαν από την ……………., η οποία όμως δεν τους περιέλαβε στη δική της επιβεβαίωση παραγγελίας, που απηύθυνε προς τη δεύτερη εναγόμενη. Στη συνέχεια, η ενάγουσα, σε εκτέλεση της ως άνω συμβάσεως πωλήσεως που είχε καταρτίσει με την ………… παρέδωσε στις 22.10.2014 και στο συμφωνημένο τόπο με τη χρήση της φορτηγίδας …. στο M/V KP τη συμφωνηθείσα ποσότητα των εννιακοσίων μετρικών τόνων (900 μ.τ.) ναυτιλιακού πετρελαίου τύπου Fuel Oil 380. Στην παραλαβή του καυσίμου προέβη όχι ο πλοίαρχος του M/V KP, όπως η ενάγουσα υποστήριζε με την αγωγή της, εγκαταλείποντας όμως τον ισχυρισμό αυτό ήδη με τις πρωτοβάθμιες προτάσεις της αλλά ο πρώτος μηχανικός του πλοίου …….., ο οποίος την ίδια ημέρα (22.102014) υπέγραψε την εκδοθείσα από την ενάγουσα με αριθμό ………. απόδειξη παραλαβής καυσίμων και έθεσε τη σφραγίδα του πλοίου και της πλοιοκτήτριας κάτω από τους προδιατυπωμένους όρους, που είχαν τεθεί μονομερώς από την εκδότρια στην πρώτη σελίδα της απόδειξης, κατά τους οποίους «οι πλοιοκτήτες ή/και οι εκμεταλλευόμενοι ή/και οι ναυλωτές του πλοίου είναι από κοινού και έκαστος κεχωρισμένως υπεύθυνοι για την πληρωμή όλων των καυσίμων που παραδόθηκαν με αυτήν και μέχρις της αποπληρωμής του οφειλόμενου ποσού του τιμολογίου για αυτά. Η κυριότητα των καυσίμων αυτών παραμένει στους προμηθευτές. Όλες οι διαφορές οι οποίες είναι ενδεχόμενο να αναφυούν από τον παρόντα ανεφοδιασμό με καύσιμα θα επιλυθούν από τα ελληνικά δικαστήρια». Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι ο πλοίαρχος της εφοδιαστικής φορτηγίδας ……, συμμορφούμενος προς τις εντολές της ενάγουσας, που τον είχε προστήσει για την παράδοση, αρνήθηκε τη θέση επί της απόδειξης παραλαβής σφραγίδας με περιεχόμενο «Τα εμπορεύματα και/ή οι υπηρεσίες τα οποία δια του παρόντος αναγνωρίστηκαν, παραλήφθηκαν για και/ή έγιναν αποδεκτά και/ή παραγγέλθηκαν μόνο για λογαριασμό των κ.κ. Ναυλωτών …… του Καναδά και όχι για λογαριασμό του εν λόγω πλοίου ή των πλοιοκτητών του. Ως εκ τούτου, κανένα ναυτικό προνόμιο ή άλλη απαίτηση δεν δύναται να προκύψει από αυτό», με αποτέλεσμα ο πλοίαρχος του πλοίου ……….. να του εγχειρίσει αυθημερόν, συμμορφούμενος προς τις οδηγίες που είχε λάβει από τη διαχειρίστρια του πλοίου, έγγραφη επιστολή διαμαρτυρίας, στην οποία επισήμαινε ότι τα καύσιμα που παραδόθηκαν στο πλοίο του είχαν παραγγελθεί από τη δεύτερη εναγόμενη και, συνεπώς, κανένα ναυτικό προνόμιο ή άλλη απαίτηση δεν μπορούσε να προκύψει σε βάρος του πλοίου του. Από τα ανωτέρω καθίσταται σαφές ότι η πρώτη εναγόμενη, πλοιοκτήτρια του M/V KP, ενεργώντας δια του ειδικά εξουσιοδοτηθέντος προς τούτο πλοιάρχου του, αρνήθηκε να αναλάβει οποιαδήποτε υποχρέωση αποπληρωμής του τιμήματος της ένδικης πώλησης έναντι της ενάγουσας, διατυπώνοντας ρητή, έγγραφη αντίρρηση στην επίρριψη σ’ αυτήν του κινδύνου της αφερεγγυότητας του αμέσως συμβληθέντος με τη φυσική προμηθεύτρια του εμπορεύματος ενδιάμεση έμπορο […………..]. Επομένως, η αγωγή κατά το μέρος που στρέφεται εναντίον της πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμη ως προς την κύρια (συμβατική) βάση της. της Με δεδομένο, επιπλέον, ότι η παράδοση του καυσίμου δεν έγινε προς όφελος της πλοιοκτήτριας αλλά προς το συμφέρον της δεύτερης εναγόμενης, χρονοναυλώτριας του πλοίου, που όφειλε σύμφωνα με το χρονοναυλοσύμφωνο να μεριμνήσει για τον εφοδιασμό του πλοίου με καύσιμα, προκειμένου να εκτελεστεί ο πλους για τον οποίο χρονοναυλώθηκε και να εκπληρωθούν οι εμπορικοί σκοποί της χρονοναυλώσεως, δε μπορεί να γίνει λόγος ούτε για αδικαιολόγητο πλουτισμό της πρώτης εναγομένης, η οποία δεν επαύξησε την περιουσία της με τη λήψη του καυσίμου. Συνεπώς, απορριπτέα κατ’ ουσία παρίσταται η ένδικη αγωγή και κατά τη συναφή επικουρική βάση της καθ’ ο μέρος στρέφεται κατά της εναγομένης αυτής. Ενόψει των όσων αναφέρθηκαν, ζήτημα, ωστόσο, ανακύπτει ως προς την ανάληψη συμβατικής ενοχής εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης για την αποπληρωμή του τιμήματος της επίμαχης πώλησης και, σε αρνητική περίπτωση, αν αυτή ευθύνεται ex lege λόγω επαυξήσεως της περιουσίας της χωρίς συμβατική αιτία. Ως προς το πρώτο σημείο ερευνητέο αποβαίνει αν ο πρώτος μηχανικός του πλοίου M/V KP δια της υπογραφής του στην απόδειξη παραλαβής της πωληθείσας ποσότητας καυσίμου δέσμευσε την χρονοναυλώτρια σύμφωνα με τους όρους που η ενάγουσα είχε μονομερώς περιλάβει σ’ αυτήν. Σχετικά πρέπει να σημειωθεί ότι ο ……….., ως μέλος του πληρώματος του πλοίου δε συνδεόταν συμβατικά με τη χρονοναυλώτρια, αφού διατηρούσε εργασιακή σχέση μόνο με την πλοιοκτήτρια που τον προσέλαβε. Τούτο επιβεβαιώνεται με την προσκομιδή της από 7.7.2014 ατομικής συμβάσεως ναυτικής εργασίας που ο εν λόγω ναυτικός συνήψε με την ως άνω διαχειρίστρια του πλοίου, που ενεργούσε για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας ως νόμιμη εκπρόσωπός της. Πέραν τούτου, κατά το εφαρμοστέο εν προκειμένω ελληνικό δίκαιο στα καθήκοντα του πρώτου μηχανικού περιλαμβάνεται μόνον η συνεννόηση με τον πλοίαρχο ως προς τον τρόπο της παραλαβής των καυσίμων και της καλής εναποθήκευσής τους και η εποπτεία και διεύθυνση της παραλαβής τους. Στα πλαίσια των νόμιμων αυτών υποχρεώσεών του ο πρώτος μηχανικός οφείλει μόνον να ελέγχει αν παραλαμβάνονται στο πλοίο καύσιμα της αυτής ποσότητας και ποιότητας με αυτά που άλλος (ο πλοιοκτήτης, ο εφοπλιστής, ο διαχειριστής ή ο πράκτορας του πλοίου κατ’ εντολή και για λογαριασμό τους ή ο ναυλωτής του) έχουν παραγγείλει και να πιστοποιεί τα γεγονότα αυτά, όπως και την υλική πράξη της παραλαβής τους, θέτοντας στη σχετική απόδειξη την υπογραφή του κάτω από τη σφραγίδα του πλοίου. Αντιθέτως, στις νόμιμες αρμοδιότητές του δεν περιλαμβάνεται η ανάληψη οποιασδήποτε συμβατικής δέσμευσης ούτε καν στο όνομα και για λογαριασμό του εργοδότη του, αφού, σε αντίθεση προς ό,τι ισχύει για τον πλοίαρχο, ο πρώτος μηχανικός δεν έχει νόμιμη (γενική ή ειδική) εξουσιοδότηση δικαιοπρακτικής αντιπροσώπευσης ούτε του πλοιοκτήτη (ή εφοπλιστή) ούτε, πολύ περισσότερο, άλλου τρίτου, όπως ο χρονοναυλωτής του πλοίου. Παραγωγή, επομένως, συμβατικής δεσμεύσεως αυτού του τελευταίου από δικαιοπραξίες του πρώτου μηχανικού είναι δυνατή μόνον αν αυτός είναι εφοδιασμένος με ειδική πληρεξουσιότητα προς σύναψη συγκεκριμένης συμβάσεως. Στην υπόθεση που κρίνεται, όμως, καμία τέτοια εξουσιοδότηση δεν αποδεικνύεται ότι παρασχέθηκε στο …………., ο οποίος υπογράφοντας στην επίμαχη απόδειξη παραλαβής καυσίμων πιστοποίησε απλώς, κατόπιν του ελέγχου που διενήργησε με βάση τις συναφείς με την ειδικότητά του ιδιαίτερες γνώσεις του, ότι τα καύσιμα που παραδόθηκαν στο πλοίο ανταποκρίνονταν στις ποσοτικές και ποιοτικές προδιαγραφές της παραγγελίας τους, στην οποία είχε προβεί η δεύτερη εναγόμενη, χωρίς να έχει εξουσία αναλήψεως συμβατικών υποχρεώσεων στο όνομα και για λογαριασμό της. Άλλωστε και η ενάγουσα δεν επικαλείται παροχή ειδικής ή ρητής πληρεξουσιότητας εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης προς το …….. Υποστηρίζει μόνον, όπως ο σχετικός ισχυρισμός της διατυπώθηκε για πρώτη φορά με την προσθήκη στις πρωτόδικες προτάσεις της και επαναφέρεται με το εφετήριο, ότι ο πρώτος μηχανικός του M/V KP είχε ως εκ της θέσεώς του φαινόμενη ή σιωπηρή πληρεξουσιότητα να συνομολογεί στο όνομα και για λογαριασμό της χρονοναυλώτριας συμφωνίες αναλήψεως εκ μέρους της υποχρεώσεων αποπληρωμής του τιμήματος των καυσίμων που κατά παραγγελία της είχαν αγοραστεί από αυτήν και παραληφθεί από τον ίδιο. Ανεξαρτήτως του παραδεκτού της προβολής του ισχυρισμού αυτού (ενόψει των διατάξεων των άρθρων 224 και 526 ΚΠολΔ) και της αοριστίας που, για όσους λόγους ανωτέρω υπό στοιχ. IVΑ της παρούσας εκτέθηκαν, ενέχει η ταυτόχρονη επίκληση τόσο φαινόμενης όσο και σιωπηρής πληρεξουσιότητας, ο επίμαχος ισχυρισμός πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Πράγματι, δεν υφίστανται περιστάσεις (ούτε η ενάγουσα επικαλείται τέτοιες) από τις οποίες να μπορεί να συναχθεί συμπερασματικά ότι η δεύτερη εναγόμενη είχε βούληση να αναλάβει συμβατική δέσμευση προς την ενάγουσα για την αποπληρωμή προς εκείνη και όχι προς την …… του τιμήματος της ένδικης πωλήσεως ούτε ότι ήθελε να αναλάβει την υποχρέωση αυτή δια του πρώτου μηχανικού του πλοίου M/V ΚΡ, που άλλωστε δε συνδεόταν με προϋπάρχοντα συμβατικό δεσμό μαζί της. Από δε τη θέση του ………… στην υπηρεσία (όχι της χρονοναυλώτριας αλλά) του πλοίου δε μπορεί να συναχθεί φαινόμενο δικαίου περί των ενεργειών του υπέρ ή (πολύ περισσότερο) σε βάρος των συμφερόντων της δεύτερης εναγομένης. Σε κάθε περίπτωση, άλλωστε, δεν διαπιστώνεται η καλή πίστη της ενάγουσας ως προς την ύπαρξη πληρεξουσιότητας στο πρόσωπο του πρώτου μηχανικού εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης, αφού δεν επεδίωξε η τελευταία να συμβληθεί με την ενάγουσα, η οποία αντιθέτως τελούσε σε γνώση του ότι επεδίωκε να επιρρίψει τον κίνδυνο της μη αποπληρωμής του τιμήματος της πωλήσεως που είχε συνάψει με την …………. σε άλλον (τη χρονοναυλώτρια), με τον οποίο δεν είχε προέλθει σε οποιαδήποτε προηγούμενη συναλλακτική επαφή. Από την άποψη αυτή η αποδοχή της υπογραφής του …………. στην επίμαχη απόδειξη παραλαβής καυσίμων εκ μέρους της ενάγουσας δεν μπορεί να θεωρηθεί ως εκδήλωση εμπιστοσύνης σε φαινόμενο δικαίου, που θα δικαιολογούσε την επιδιωκόμενη με την αγωγή προστασία της αλλά ως αυθαίρετη ενέργεια αποσκοπούσα ακριβώς στην παραγωγή φαινόμενου δικαίου (για αντίθετη κρίση βλ. ΜονΕφΠειρ. 148/2018, αδημ.). Να σημειωθεί ακόμα ότι για την παραγωγή συμβατικής δέσμευσης της δεύτερης εναγόμενης δεν θα αρκούσε μόνη η έκδοση εκ μέρους της ενάγουσας ούτε του υπ’ αριθμ. …………/31.10.2014 τιμολογίου, ακόμα και αν αυτό είχε εκδοθεί σε χρέωση και της χρονοναυλώτριας (ΜονΕφΠειρ. 391/2018, αδημ.), όπως, όμως, δεν συνέβη, αφού από την προσκομιδή του αποδεικνύεται ότι το συγκεκριμένο τιμολόγιο εκδόθηκε σε χρέωση μόνον του πλοιάρχου/πλοιοκτήτη/διαχειριστή του ανεφοδιασθέντος πλοίου και σε βάρος της ……….. και όχι σε χρέωση και της χρονοναυλώτριας, μολονότι μάλιστα μετά την επίδοση της από 22.10.2014 επιστολής του πλοιάρχου του M/V KP …….. στον ομόλογό του της φορτηγίδας ….., η ενάγουσα τελούσε σε γνώση τόσον της ύπαρξης χρονοναυλώσεως όσο και των στοιχείων που προσδιόριζαν την ταυτότητα του χρονοναυλωτή. Με βάση όλα τα παραπάνω συνάγεται ότι μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγόμενης δεν καταρτίστηκε σύμβαση δυνάμει της οποίας, η τελευταία ανέλαβε την υποχρέωση για την εκπλήρωση της οφειλής που απορρέει από τη σύμβαση αγοραπωλησίας ναυτιλιακών καυσίμων που καταρτίστηκε μεταξύ της ενάγουσας και της μη διαδίκου εταιρίας ………. Περαιτέρω, αποδεικνύεται ότι αυτή η τελευταία, μέλος του ομίλου εταιριών …………, στις 7.11.2014 ανέστειλε τη λειτουργία της, καθώς ο παραπάνω όμιλος τέθηκε σε καθεστώς πτωχεύσεως. Επειδή μετά ταύτα το τίμημα της επίδικης πώλησης δεν εξοφλήθηκε, η ενάγουσα πέτυχε στις 11.2.2015 την απαγόρευση απόπλου του πλοίου M/V KP στο λιμένα Ferndale των ΗΠΑ. Η απαγόρευση αυτή ήρθη στις 20.2.2015 μετά την εκ μέρους της δεύτερης εναγόμενης κατάθεση του χρηματικού ποσού των τετρακοσίων ενενήντα τεσσάρων χιλιάδων δεκατριών δολαρίων ΗΠΑ (494.013 $), ως εγγυοδοσίας για την αποπληρωμή του ως άνω τιμολογίου. Τούτο προκύπτει από την προσκομιζόμενη από 20.2.2015 απόφαση του Δικαστηρίου Σηάτλ της Δυτικής Περιφέρειας Ουάσιγκτον των ΗΠΑ (United States District Court/Western District of Washington/Seattle), στην οποία περιλαμβάνεται και πρόσκληση του Δικαστηρίου εκείνου προς οποιοδήποτε πρόσωπο ισχυρίζεται ότι διατηρεί απαίτηση για την πληρωμή του ιδίου τιμολογίου να αναγγείλει την απαίτησή του αυτή εντός προθεσμίας τριάντα (30) ημερών και να παραστεί κατά την εκδίκαση της αγωγής που ήγειρε ενώπιόν του η ενάγουσα. Κατόπιν της καταβολής αυτής δεν υφίσταται αδικαιολόγητος πλουτισμός της δεύτερης εναγόμενης, αφού σε κάθε περίπτωση αυτή έχει καταβάλει (προς όφελος εκείνου που θα κριθεί δικαιούχος του) το τίμημα της επίδικης πωλήσεως ναυτιλιακών καυσίμων.

VII. Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω, η ένδικη αγωγή πρέπει να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμη και κατά το μέρος της που στρέφεται κατά της δεύτερης εναγόμενης. Η τέτοια απόρριψή της καθιστά μεν την παρούσα απόφαση επιβλαβέστερη της εκκαλούμενης για την ενάγουσα, πλην όμως δεν παραβιάζεται η σχετική από την § 1 του άρθρου 536 ΚΠολΔ αρχή, αφού μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο μπορεί να επιδεινώσει τη θέση του εκκαλούντος, σύμφωνα με την § 2 του ιδίου άρθρου (ΑΠ 298/2010, ΝοΒ 2011/979, ΑΠ 132/2004, ΝοΒ 2004/1547, ΕφΑθ. 658/2011, Δνη 2011/1443, ΕφΘεσ. 110/2006, ΕπισκΕΔ 2006/231, ΕφΑθ. 3239/2001, ΔΕΕ 2002/87). Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων γι’ αμφοτέρους τους δικαιοδοτικούς βαθμούς, για την επιδίκαση των οποίων έχει υποβληθεί αίτημά τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ενάγουσας λόγω της ήττας της (άρθρα 106, 176, 183 και 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζοντας κατ’ αντιμωλίαν των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά και κατ’ ουσία την έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 552/2018 οριστικής αποφάσεως του Τμήματος Ναυτικών Διαφορών του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Διατάσσει την επιστροφή του καταβληθέντος παραβόλου στην εκκαλούσα.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη απόφαση.

Κρατεί και δικάζει την υπόθεση επί της ουσίας.

Απορρίπτει την από 4.12.2014 αγωγή (αριθμός εκθέσεως καταθέσεως ………./4.12.2014) ως αβάσιμη.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εναγομένων για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας σε βάρος της ενάγουσας και καθορίζει αυτά στο χρηματικό ποσό των δέκα χιλιάδων ευρώ (10.000 €).

 

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις  10  Οκτωβρίου 2019 και δημοσιεύθηκε στις 21 Ιανουαρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους νομίμους εκπροσώπους των διαδίκων και τους πληρεξουσίους δικηγόρους τους.

 

Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                          Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ