Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 59/2020

Αριθμός    59 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Σοφία Καλούδη, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα E.T..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι.Η υπό κρίση έφεση κατά της με αριθμό 3274/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε με την παρουσία των διαδίκων κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ. 3α, 593-602, 610-613 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκαν από το άρθρο 1 άρθ. τέταρτο του Ν. 4335/2015), παραδεκτά φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19  του ΚΠολΔ) και έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου  στις 5-11-2018, δηλαδή  εντός της οριζόμενης από τη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 ΚΠολΔ προθεσμίας, καθόσον δεν προκύπτει επίδοση της εκκαλουμένης.   Συνεπώς,  αυτή πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των κατ΄ ιδίαν λόγων της   κατά την ίδια διαδικασία (άρθρο 533 παρ. 1 ΚΠολΔ).

ΙΙ. Με την από 5-9-2017 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………../2017 αγωγή της η ενάγουσα, ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος πρώην σύζυγος της, με τον οποίο ο γάμος της λύθηκε αμετάκλητα δυνάμει της υπ’ αριθ. 1508/2005 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, να της προκαταβάλλει,  εντός του πρώτου πενθημέρου εκάστου μηνός και για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής, ως τακτική σε χρήμα διατροφή της, το ποσό των 500 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση κάθε μηνιαίας δόσης, διότι η ίδια αδυνατεί να εξασφαλίσει τη διατροφή της, καθόσον δεν δύναται  να εργασθεί λόγω της ηλικίας της και της κακής κατάστασης της υγείας της, ενώ δεν διαθέτει προσοδοφόρα περιουσία, αντιθέτως δε, ο εναγόμενος είναι εύπορος διαθέτων σημαντική ακίνητη περιουσία και εισοδήματα.  Επί της αγωγής  αυτής εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση, με την οποία  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο την έκανε μερικώς δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το ποσό των 350 ευρώ ως  μηνιαία διατροφή της  για χρονικό διάστημα τριών ετών από την επίδοση της αγωγής και με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε δόσης. Ήδη κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται ο ηττηθείς εναγόμενος, για τους αναφερόμενους στην υπό κρίση έφεση του λόγους, αναγόμενους σε εσφαλμένη εφαρμογή και ερμηνεία του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί την εξαφάνιση της, και την απόρριψη της αγωγής της.

ΙΙΙ.  Κατά τη διάταξη του άρθρου 1442 ΑΚ εφόσον ο ένας από τους πρώην συζύγους δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα του και από την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλο: 1) αν κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις επόμενες περιπτώσεις βρίσκεται σε ηλικία ή κατάσταση υγείας που δεν επιτρέπει να αναγκαστεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει απ’ αυτό τη διατροφή του, 2) αν έχει την επιμέλεια ανήλικου τέκνου και γι’ αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, 3) αν δεν βρίσκει σταθερή εργασία για ένα διάστημα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου και 4) σε κάθε άλλη περίπτωση, όπου η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση διαζυγίου επιβάλλεται από λόγους επιείκειας. Από τη διάταξη αυτή προκύπτει, ότι η μεν βασική προϋπόθεση της αξίωσης διατροφής, δηλαδή η αδυναμία εξασφάλισης της διατροφής του πρώην συζύγου από τα εισοδήματα του ή την περιουσία του, πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο της πρώτης συζήτησης της αγωγής διατροφής, η δε πρόσθετη προϋπόθεση της αδυναμίας έναρξης ή συνέχισης της άσκησης επαγγέλματος ή της ύπαρξης λόγων επιείκειας για την παροχή διατροφής πρέπει να υπάρχει κατά το χρόνο έκδοσης του διαζυγίου. Περαιτέρω, από την ίδια αυτή διάταξη, συνδυαζόμενη και με το επόμενο άρθρο 1443 εδ. α’ ΑΚ, που ορίζει ότι οι διατάξεις των άρθρων 1487, 1493, 1494 και 1498 εφαρμόζονται αναλόγως και για το δικαίωμα διατροφής μετά το διαζύγιο, συνάγεται, ότι αξίωση διατροφής μετά το διαζύγιο παρέχεται μόνον, όταν η διατροφή δικαιολογείται από λόγους κοινωνικούς, ώστε ο πρώην σύζυγος να μη μένει αβοήθητος, όταν δεν μπορεί με τα εισοδήματα, την περιουσία του ή το δυνάμενο να ασκηθεί από αυτόν επάγγελμα, να καλύψει τις ανάγκες διατροφής του, όπως αυτές προκύπτουν από τις μετά το διαζύγιο συνθήκες της ζωής του. Συνεπώς, βασικές προϋποθέσεις για τη γέννηση του δικαιώματος διατροφής διαζευγμένου συζύγου είναι αφενός η ευπορία του υπόχρεου (άρθρο 1487 ΑΚ σε συνδυασμό με το άρθ. 1443 εδ. α’ του ίδιου Κώδικα) και αφετέρου η απορία του δικαιούχου. Ως απορία του δικαιούχου θεωρείται η αδυναμία του πρώην συζύγου να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα και την περιουσία του, ευπορία δε του υπόχρεου, που δεν σημαίνει κάποιο ιδιαίτερο πλούτο, είναι η δυνατότητα αυτού να παράσχει στο δικαιούχο διατροφή χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δική του διατροφή. Για να κριθεί, αν υπάρχει απορία του δικαιούχου και ευπορία του υπόχρεου πρέπει να εξαντληθούν προηγουμένως όλες οι δυνατότητες που τους παρέχουν τα εισοδήματα τους και η περιουσία τους κι αν ακόμη η τελευταία αποτελείται από μη προσοδοφόρα στοιχεία, οπότε θα πρέπει αυτά να εκποιηθούν (ΑΠ 319/1999 ΕλλΔνη 40. 1717, 1306/1993 ΕλλΔνη 36. 150). Η συνδρομή όλων των ανωτέρω προϋποθέσεων θέλει, πάντως, εκτιμηθεί με γνώμονα την αρχή της επιεικείας, η οποία, όχι μόνο, διέπει τη ρύθμιση του θεσμού, αλλά και ρητώς προβλέπεται από την κρίσιμη εν προκειμένω διάταξη του άρθρου 1442 ΑΚ (ΑΠ 1437/1990 ΕλλΔνη 33. 129). Στα πλαίσια αυτά είναι δυνατόν, ενόψει των όλων συνθηκών ηλικίας, υγείας, ικανότητας ή δυνατότητας προς εργασία, εισοδημάτων, περιουσίας και γενικώς ζωής του πρώην συζύγου, συγκριτικώς πάντοτε προς την ευπορία του υπόχρεου, να γεννηθεί δικαίωμα πλήρους ή συμπληρωματικής διατροφής και όταν ο πρώτος, που στο πρόσωπο του συντρέχει μία των προαναφερθεισών πρόσθετων προϋποθέσεων (κατά το χρόνο έκδοσης του διαζυγίου αδυναμία άσκησης ή συνέχισης επαγγέλματος ή ύπαρξη λόγων επιείκειας), έχει απρόσοδη περιουσία της οποίας είτε είναι δυσχερής η εκποίηση είτε όταν το προϊόν ρευστοποίησης της μαζί με τα τυχόν υπάρχοντα περιορισμένα εισοδήματα του δεν επαρκούν, υπό τις συγκεκριμένες περιστάσεις, για συνολική κάλυψη των βιοτικών του αναγκών. Ενώ, περαιτέρω, με βάση τη διέπουσα το θεσμό αρχή της επιείκειας, δεν δύναται να αξιωθεί η εκποίηση του μοναδικού περιουσιακού στοιχείου, οσάκις η διατήρηση του επιβάλλεται από λόγους πρόνοιας προς εξασφάλιση του τέως συζύγου στο μέλλον για αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης (ΑΠ 1095/2006, 88/2006 αμφότερες σε ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», 469/2005 ΕλλΔνη 2005. 1425, 868/2004 ΧρΙδΔ 2004. 988, 624/2002 ΕλλΔνη 43. 1635).

  1. IV. Από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων, που εξετάσθηκαν με την επιμέλεια των διαδίκων στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης του, καθώς και από όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, στα οποία περιλαμβάνονται και οι  φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο  γάμο κατά το θρησκευτικό τύπο στις 7 Μαρτίου 1976, στην Αθήνα, από τον οποίο δεν απέκτησαν τέκνα. Η έγγαμη συμβίωση τους δεν εξελίχθηκε ομαλά με συνέπεια την οριστική διάσπαση της σχέσης τους στις 10-6-2000, οπότε ο εναγόμενος εγκατέλειψε τη συζυγική οικία, ο δε γάμος τους λύθηκε με την υπ’ αριθ. 1508/2005 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που  κατέστη  αμετάκλητη στις 1-2-2010 με την απόρριψη της κατ’αυτής ασκηθείσας αίτησης αναίρεσης της ενάγουσας με την με αριθμό 169/2010 απόφαση του Αρείου Πάγου. Η ενάγουσα κατά τη διάρκεια του έγγαμου βίου της  με τον  εναγόμενο δεν εργαζόταν, αλλά ασχολείτο  με τις οικιακές εργασίες και την περιποίηση και φροντίδα του τελευταίου. Περαιτέρω, αυτή  δεν διαθέτει ιδιαίτερες γραμματικές γνώσεις ούτε κάποια επαγγελματική κατάρτιση, ενώ στερείται οποιασδήποτε προϋπηρεσίας και εργασιακής εμπειρίας. Ως εκ τούτου, κατά το χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου της με τον εναγόμενο, ενόψει της ηλικίας της (57 ετών)  σε συνδυασμό και με την έλλειψη εμπειρίας και εξειδικευμένων επαγγελματικών γνώσεων, δεν μπορούσε να βρει και να αρχίσει κατάλληλη για αυτή εργασία, δηλαδή εργασία που ανταποκρίνεται στο μορφωτικό της επίπεδο και στις σωματικές της δυνατότητες, καθόσον, εκτός των άλλων, αντιμετωπίζει και σοβαρά προβλήματα υγείας και συγκεκριμένα πάσχει από χρόνια αναιμία, μικρή ανεπάρκεια μιτροειδούς και αορτικής βαλβίδας, κατάθλιψη και υπέρταση, παρουσιάζοντας μάλιστα συχνά υπερτασικές κρίσεις συνοδευόμενες από πανικό (βλ. σχετικά και την υπ’ αριθ. 3316/2015 τελεσίδικη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που έκανε δεκτή μερικώς κατ’ουσίαν  τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης  …../2014 αγωγή της ενάγουσας  για την αυτή αιτία και της επιδίκασε διατροφή για το προγενέστερο χρονικό διάστημα), η ίδια δε κατάσταση υφίσταται   και σήμερα, που η ενάγουσα διάγει το 69 έτος της ηλικίας της, ενώ τα όσα υποστηρίζει ο εναγόμενος περί απασχόλησης της έναντι αμοιβής σε κατάστημα πώλησης λευκών ειδών που διατηρεί ο αδερφός της στη Σαλαμίνα, τυγχάνουν αβάσιμα και απορριπτέα, καθόσον ουδέν στοιχείο προσκομίστηκε σχετικά. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα διαμένει στον πρώτο όροφο ιδιόκτητης οικίας στην Σαλαμίνα, επί της οδού ………… και ως εκ τούτου δεν επιβαρύνεται με δαπάνες στέγασης, παρά μόνο με τα λειτουργικά έξοδα  αυτής, που είναι τα συνηθισμένα. Η ως άνω οικία είναι διώροφη, αποτελούμενη από δύο αυτοτελείς κατοικίες, μία στον πρώτο όροφο, εμβαδού 128 τ.μ., όπου  διαμένει η ενάγουσα, και μία στο ισόγειο, εμβαδού 87 τ.μ., η οποία από το θάνατο της μητέρας της  το έτος 2007 και μέχρι σήμερα παραμένει κενή και δεν της αποφέρει κάποια πρόσοδο. Ειδικότερα, αυτή λόγω της παλαιότητας κατασκευής της (άνω των εξήντα ετών)  και της οικονομικής αδυναμίας της ενάγουσας για τακτική συντήρηση της, εμφανίζει έντονη υγρασία στα ταβάνια, φθορές στις ξύλινες θύρες της, ενώ πέφτουν και σοβάδες,  η κακή της δε κατάσταση  εμφαίνεται και στις προσκομιζόμενες από αυτήν φωτογραφίες. Εξαιτίας της προπεριγραφόμενης κατάστασης της η οικία του ισογείου, η οποία έχει επιπλέον την ιδιαιτερότητα  η τουαλέτα της να βρίσκεται σε εξωτερικό χώρο, δεν δύναται να εκμισθωθεί, δίχως να προηγηθούν εκτεταμένες και πολυδάπανες επισκευές, στις οποίες, ωστόσο, η ενάγουσα δεν έχει την οικονομική  δυνατότητα να προβεί, ελλείψει πόρων, ενώ η διατροφή που ελάμβανε από τον εναγόμενο κατά την διάρκεια της διάστασης τους αλλά και μετά τη λύση του γάμου τους, ενόψει και των προβλημάτων υγείας που αντιμετώπιζε, επαρκούσε μόνο για την κάλυψη των βασικών αναγκών διατροφής της. Ο εναγόμενος με τις πρωτόδικες προτάσεις του είχε ζητήσει να προσκομίσει η ενάγουσα σχετική έκθεση πολιτικού μηχανικού προς απόδειξη του ισχυρισμού της για την ανάγκη πολυδάπανων εργασιών προκειμένου να καταστεί η ιδιοκτησία της προσοδοφόρα. Το αίτημα αυτό, ωστόσο, τυγχάνει απορριπτέο, καθόσον η ενάγουσα δεν υποχρεούται στη προσκομιδή τέτοιου έγγραφου, το οποίο ουδόλως αποδείχθηκε ότι κατέχει, όπως ορθώς έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Κατά συνέπεια, ο  τέταρτος λόγος της υπό κρίσης  έφεσης, με τον οποίο αυτό επαναφέρεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος. Περαιτέρω, σύμφωνα με την αρχή της επιείκειας,  δεν είναι δυνατόν  να αξιωθεί η εκποίηση του μοναδικού αυτού περιουσιακού της στοιχείου για την ικανοποίηση των συνήθων αναγκών διαβίωσης της,  καθόσον η ως άνω ιδιοκτησία της σήμερα καλύπτει τις στεγαστικές της ανάγκες, ενώ η διατήρηση της επιβάλλεται από λόγους πρόνοιας προς εξασφάλιση της ενάγουσας στο μέλλον για αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης  ενόψει της ιδιαίτερα επισφαλούς κατάστασης της υγείας της. Τα ανωτέρω εξάλλου, δεν αναιρούνται από τα όσα αναφέρονται στην από 5-12-2017 έκθεση εκτίμησης ακινήτου του μηχανικού-εκτιμητή αστικών ακινήτων, ……….., που επαναπροσκομίζει ο  εκκαλών,  σύμφωνα με τον οποίο η μεν εμπορική αξία της ανωτέρω ιδιοκτησίας  υπολογίζεται όλως αορίστως σε 45.000 -55.000 ευρώ για τον ισόγειο όροφο και 85.000 -95.000 ευρώ για τον πρώτο όροφο, ενώ η μισθωτική σε 300 ευρώ και 500 ευρώ μηνιαίως αντίστοιχα για εκάστη κατοικία, δίχως ωστόσο  αυτός να έχει ιδία αντίληψη των εσωτερικών  χώρων  της οικοδομής. Επομένως και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που δέχθηκε τα ίδια πραγματικά περιστατικά, ορθώς απέρριψε τον προβληθέντα πρωτοδίκως ισχυρισμό του εναγόμενου  περί εκούσιας εκ μέρους της ενάγουσας πρόκλησης της απορίας της,  επειδή  αυτή δήθεν κακόβουλα δεν αξιοποιεί την ανωτέρω περιουσία της  (ένσταση εκ του άρθρου 1444 παρ. 1 ΑΚ), και ο  πρώτος   λόγος της ένδικης έφεσης του, με τον οποίο επαναφέρει την εν λόγω ένσταση πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος κατ’ ουσίαν. Περαιτέρω, η ενάγουσα, η οποία δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει άλλα περιουσιακά στοιχεία, εισοδήματα ή πόρους από άλλη πηγή, δεν βαρύνεται με τη διατροφή άλλου κατά νόμο προσώπου, ενώ έχει να αντιμετωπίσει τις δαπάνες για την αγορά φαρμάκων, το κόστος των οποίων  ανέρχεται μηνιαίως στο  ποσό των 55 ευρώ περίπου (βλ. και τις σχετικές αποδείξεις φαρμακείου ……….), δεδομένου ότι μετά το διαζύγιο αυτή είναι πλέον ανασφάλιστη,. Οι λοιπές δαπάνες της  είναι  οι συνήθεις για την ηλικία της δαπάνες για σίτιση, ένδυση, υπόδηση, και  ψυχαγωγία,  με συνέπεια για την κάλυψη των συνολικών αναγκών της διατροφής της να απαιτείται το  ποσό των 350 ευρώ μηνιαίως. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο  εναγόμενος  είναι συνταξιούχος του Πολεμικού Ναυτικού με μηνιαίες καθαρές αποδοχές ποσού  150 ευρώ (βλ. και τα προσκομιζόμενα μετ’ επικλήσεως από τους διαδίκους, ενημερωτικά σημειώματα συντάξεων και τις δηλώσεις φορολογίας εισοδήματος των ετών 2015 και 2016, σε συνδ. με την κατάθεση του μάρτυρα του στο ακροατήριο), ενώ είναι ιδιοκτήτης και ενός Ι.Χ. επιβατηγού αυτοκινήτου εργοστασίου κατασκευής SKODA τύπου OCTAVIA, έτους πρώτης κυκλοφορίας το 2007, το οποίο αγόρασε αντί συνολικού τιμήματος 20.555,00 ευρώ και επιβαρύνεται με τις συνήθεις δαπάνες λειτουργίας και συντήρησης του, στις οποίες περιλαμβάνεται και το ποσό των ετησίως καταβαλλόμενων ασφαλίστρων 220 ευρώ. Τέλος, αυτός διαμένει με τη νέα του σύντροφο σε μισθωμένη οικία στο Ρέθυμνο Κρήτης, επί της οδού …………., έναντι μισθώματος, ποσού 450 ευρώ μηνιαίως, και βαρύνεται πέραν της αναλογίας του επί του ως άνω μισθώματος και με την αναλογία του στα λειτουργικά έξοδα και τις κοινόχρηστες δαπάνες τις οικίας αυτής που είναι οι συνηθισμένες. Επιπλέον, ο εναγόμενος αποδείχθηκε ότι είχε στην κυριότητα του μία οικία εμβαδού 108 τ.μ., επί της οδού ……., στην Σαλαμίνα, την οποία πώλησε δυνάμει του υπ’ αριθ. ………/2-3-2007 συμβολαίου αγοραπωλησίας της συμβολαιογράφου Σαλαμίνας, ………, αντί τιμήματος 61.575,85 ευρώ. Ωστόσο, από ουδέν αποδεικτικό μέσο προέκυψε ότι το ως άνω ποσό αναλώθηκε στο σύνολο του για κάποια αιτία και δη για ιατρικές δαπάνες, όπως ο ίδιος αβάσιμα ισχυρίζεται,  καθόσον δεν προσκομίστηκαν σχετικές αποδείξεις. Το  ίδιο,  εξάλλου, δέχθηκαν  και  οι με αριθμούς  311/2010, 203/2012, και 2451/2013 ήδη τελεσίδικες αποφάσεις  του  Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που έκριναν επι αντίστοιχων αγωγών της ενάγουσας για προηγούμενα χρονικά διαστήματα, ενώ με την ως άνω με αριθμό 3316/2015 απόφαση του ιδίου Δικαστηρίου έγινε δεκτό  ότι από το ποσό αυτό σώζεται το ποσό των 30.000 ευρώ. Με βάση τα ανωτέρω και το Δικαστήριο τούτο άγεται στη κρίση ότι από το παραπάνω εισπραχθέν τίμημα  ο εναγόμενος εξακολουθεί να έχει στην διάθεση του τουλάχιστον το ποσό των 20.000,00 ευρώ, καθόσον δεν αποδείχθηκε ανάλωση του καθ’οιονδήποτε τρόπο.  Περαιτέρω, όπως αποδείχθηκε  ο  εναγόμενος το έτος 2007, δηλαδή πριν την αμετάκλητη λύση του γάμου των διαδίκων, υπεβλήθη σε εγχείρηση ανοικτής καρδιάς με βαλβιδοπλαστική της μιτροειδούς βαλβίδας και προσθετικό δακτύλιο, έκτοτε δε ακολουθεί σχετική φαρμακευτική αγωγή και παρακολουθείται από τον καρδιολόγο του. Το κόστος της φαρμακευτικής του αγωγής προς αντιμετώπιση των ανωτέρω προβλημάτων υγείας του, πέραν του ποσού που καλύπτεται από το ασφαλιστικό ταμείο όπου είναι ασφαλισμένος, ανέρχεται μηνιαίως, στο συνολικό ποσό των 100 ευρώ περίπου (βλ. αντίγραφο Ε1 έτους οικονομικού 2016, όπου δηλώνονται ιατρικές δαπάνες 1210,60 ευρώ. Τέλος, δεν προέκυψε ότι αυτός έχει άλλες ιδιαίτερες δαπάνες, πλην των συνηθισμένων για τη διατροφή και τη συντήρηση του,   και δη ότι καταβάλει μηνιαίως το ποσό των 100 ευρώ για εξόφληση του ληφθέντος βάσει της υπ’αρίθμ. ………/24-9-2007 σύμβασης δανείου από την τράπεζα …… BANK, ύψους 16.055 ευρώ, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται,  καθόσον αυτό με την εν λόγω σύμβαση ορίστηκε εξοφλητέο σε 84 ισόποσες μηνιαίες  δόσεις και δεν  αποδείχθηκε  συμβατική επιμήκυνση του χρόνου αποπληρωμής του, ενώ τέλος αυτός δεν επιβαρύνεται με την υποχρέωση διατροφής τρίτων προσώπων πλην της ενάγουσας. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, δεν αποδείχθηκε  ότι συντρέχει σπουδαίος λόγος  κατ’ άρθρο 1444 παρ. 1 του ΑΚ για αποκλεισμό ή περιορισμό της διατροφής της ενάγουσας στο ποσό των 150 ευρώ,  όπως ορθώς έκρινε  και  το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, με την εκκαλουμένη οριστική απόφασή του, απέρριψε ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την σχετικώς προβληθείσα ένσταση και ο περί του αντιθέτου τρίτος λόγος της  έφεσης, με τον οποίο αυτή επαναφέρεται προς κρίση  ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου , πρέπει  να απορριφθεί ως κατ’ ουσίαν αβάσιμος.  Μετά ταύτα, επειδή  αποδείχθηκε η ευπορία του εναγομένου,  και η αντίστοιχη  αδυναμία της ενάγουσας πρώην συζύγου του να καλύψει τις ανάγκες διατροφής και συντήρησης της, καθ’ όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, όπως αυτές προκύπτουν από τις μετά το διαζύγιο συνθήκες ζωής της, σε επίπεδο που να μην παρουσιάζουν μεγάλες διαφορές από το επίπεδο της ζωής της κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης των διαδίκων, αυτή  δικαιούται  έναντι του εναγομένου ανάλογη σε χρήμα διατροφή, το ύψος της οποίας, λαμβανομένης υπόψη της κατά τα ανωτέρω οικονομικής και προσωπικής κατάστασης του τελευταίου και τις ανάγκες διατροφής και συντήρησης της ιδίας, όπως αυτές διαμορφώθηκαν μετά το διαζύγιο τους, πρέπει να καθορισθεί στο ποσό των 350 ευρώ μηνιαίως, το οποίο αυτός δύναται να καταβάλει χωρίς κίνδυνο της δικής του διατροφής, απορριπτομένου και του δεύτερου λόγου της έφεσης με τον οποίο ο εκκαλών υποστηρίζει τα αντίθετα ως ουσιαστικά αβάσιμα. Κατόπιν τούτου, καθόσον δεν υπάρχει άλλος λόγος της έφεσης προς έρευνα αυτή πρέπει να απορριφθεί στο σύνολό της ως αβάσιμη κατ’ ουσία και τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης  του παρόντος  βαθμού δικαιοδοσίας   να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντα, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ την έφεση  με την παρουσία των  διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει  κατ’ουσίαν την έφεση κατά της με αριθμό 3274/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος, και τα ορίζει στο ποσό  τριακοσίων  (300) ευρώ

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις  21 Ιανουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η    ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ