Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 45/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

528 ΚΠολΔ,  υπολογισμός προθεσμίας 100 ημερών όταν είναι αντίδικος το Δημόσιο,  κτηματολόγιο,  έκτακτη χρησικτησία, θάνατος κληρονομούμενου μετά εισαγωγή κτηματολογίου

 

Αριθμός  απόφασης :      45/ 2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ «αν ασκηθεί έφεση από τον διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως». Από την ως άνω διάταξη με την οποία ρυθμίζονται τα αποτελέσματα της έφεσης κατ’ απόφασης που εκδόθηκε ερήμην   του εκκαλούντος, πλην όμως ερευνήθηκε η υπόθεση σαν να  ήταν αυτός παρών ή είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή (άρθρα 271, 272 § 1 ΚΠολΔ) προκύπτει ότι η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ο δε εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που  μπορούσε να προβάλει και πρωτοδίκως. Του παρέχεται, επομένως η ευκαιρία, δεδομένου ότι δεν εμφανίστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου αλλά δικάστηκε σαν να ήταν παρών,  είχε συναχθεί δε  σε βάρος του τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας,  μέσα στα όρια του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης να ακουστεί και να προβάλει στο Εφετείο όσους ισχυρισμούς μπορούσε να προτείνει και πρωτοδίκως. Αν αρνηθεί τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τυπική παραδοχή της έφεσης,  χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 1906/2008, ΕφΠειρ 67/2016,  ΕφΑνατΚρητ 61/2015, ΕφΠειρ 336/2015, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).      Από το συνδυασμό της άνω διάταξης με αυτής των  διατάξεων των άρθρων 270, 524 §§ 1 και 2  προκύπτει ότι στην περίπτωση αυτή, είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση ενώπιον του Εφετείου, οπότε εφαρμόζονται όλες οι διατάξεις του άρθρου 270 και  δεν έχει εφαρμογή η διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, ώστε να μην  είναι επιτρεπτή η παράσταση κατά τη συζήτηση με κοινή δήλωση των διαδίκων, που υπογράφεται από τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους, ή με δήλωση του ενός ή ορισμένων μόνο πληρεξουσίων, ότι δεν θα παραστούν κατά την εκφώνηση. Η απαγόρευση της παράστασης με δήλωση πληρεξούσιου δικηγόρου στην περίπτωση του άρθρου 528 ΚΠολΔ ισχύει όχι μόνο για το διάδικο, ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό σαν να ήταν παρών, ή είχε συναχθεί σε βάρος του το τεκμήριο σιωπηρής ομολογίας ή παραίτησης ως προς την αγωγή, αλλά και για τον αντίδικο του, ο οποίος είχε παραστεί κανονικά στον πρώτο βαθμό, γιατί διαφορετικά προφορική συζήτηση δεν νοείται, ώστε να παρέχεται η δυνατότητα εκατέρωθεν ακροάσεως και κατ’  αντιδικία συζητήσεως της υποθέσεως, για να εξασφαλίζεται η αρχή της δίκαιης δίκης, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 6 της ΕΣΔΑ (ΑΠ 2150/2014, ΑΠ 252/2009,  ΑΠ  866/2008, ΕφΠειρ 614/2018,  ΕφΠειρ 332/2015). Η υποβολή τέτοιας δήλωσης από παριστάμενο πληρεξούσιο δικηγόρο διαδίκου κατά την εκφώνηση της υπόθεσης, για την οποία είναι υποχρεωτική η προφορική συζήτηση, συνιστά μη προσήκουσα παράσταση αυτού έστω και αν έχει καταθέσει προτάσεις και συνεπάγεται την ερημοδικία του (ΑΠ 476/2017, ΕφΠατρ. 127/2018, ΕφΠειρ 27/2016, ΕφΠειρ 123/ 2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ ΕφΑθ 3137/2009, ΕφΑθ 3287/2008, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΕφΑθ 726/2006 ΕλλΔνη 2007, 632, ΕφΑθ 3137/2009, ΕλλΔνη 2009.1520, ΕφΑθ 3287/2008 ΕλλΔνη 2008.1514 Ερμηνεία ΚΠολΔ Κεραμέα – Κονδύλη – Νίκα, συμπλήρωμα στο άρθρο 271).

Στην προκείμενη περίπτωση, φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του  παρόντος Δικαστηρίου η από 2.10.2017 και με αρ. καταθ.  ………../2018 έφεσή της, κατά της με αριθμό 3469/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. ¨Όπως προκύπτει από την απόφαση αυτή  η  ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα, είχε δικασθεί  ερήμην, λόγω μη προσήκουσας παράστασής της,  για το λόγο ότι δεν είχαν καταθέσει προτάσεις εμπροθέσμως, εντός της προθεσμίας των 100 ημερών και απορρίφθηκε η αγωγή της σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου  272 § 1 ΚΠολΔ. Εξάλλου, όπως προκύπτει από το φάκελο της παρούσας υπόθεσης, η  πληρεξούσιος Δικηγόρος του εφεσίβλητου Ελληνικού Δημοσίου κατέθεσε προτάσεις πριν τη δικάσιμο προηγούμενη ημέρα της δικασίμου (στις 19-3-2019)  και εγχείρισε και την  από 15-3-2019 δήλωσή του, ότι συμφωνεί να συζητηθεί η υπόθεση χωρίς να παραστεί κατά την εκφώνηση της, (άρθρο 242 § 2 ΚΠολΔ), κατά δε τη  συζήτηση στο ακροατήριο δεν παρέστη αυτοπροσώπως.  Ωστόσο, με δεδομένο ότι η εκκαλούσα  είχε δικασθεί  ερήμην στο πρώτο βαθμό, η  συζήτηση είναι  πλέον υποχρεωτικά προφορική, ώστε   σύμφωνα με όσα αναφέρθηκαν στην νομική σκέψη, η χρήση της δήλωσης με βάση τη διάταξη του άρθρου 242 § 2 ΚΠολΔ, καθιστά την  παράσταση του εφεσίβλητου  μη προσήκουσα. Όπως περαιτέρω προκύπτει από την με ημερομηνία ……/29.5.2018 έκθεση επιδόσεως της   δικ. επιμελήτριας  στο Εφετείο Πειραιά ………, αντίγραφο της έφεσης, με πράξη καταθέσεως και ορισμό δικασίμου επιδόθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα στο εφεσίβλητο Ελληνικό Δημόσιο. Συνακόλουθα, το εφεσίβλητο θα   πρέπει να δικασθεί  ερήμην, η συζήτηση όμως θα πρέπει να συνεχισθεί σαν να ήταν παρόντες όλοι οι διάδικοι (άρθρο 524 § 3 ΚΠολΔ).  Περαιτέρω η κρινόμενη έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα κι εμπρόθεσμα, καθώς δεν προκύπτει επίδοση της  εκκαλούμενης απόφασης και για το παραδεκτό αυτής έχει κατατεθεί το αντίστοιχο παράβολο με βάση τη διάταξη του άρθρου 495 αρ.4 ΚΠολΔ (βλ. το με αρ. ……………  e – παράβολο με το απόκομμα πληρωμής της Τράπεζας Πειραιώς).

Κατά τη διάταξη του άρθρου 11 του κ.δ. της 26-6/10.7.1944 «περί κώδικος των νόμων περί των δικών του Δημοσίου» (που διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΚΠολΔ), όπως ήδη ισχύει μετά την αντικατάστασή του με τα άρθρα 12 Ν. 3514/2006 και 25 παρ. 3 Ν. 3610/2007, «Σε όλες τις δίκες του Δημοσίου, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών, ουδεμία απολύτως τρέχει προθεσμία είτε εις βάρος του Δημοσίου είτε εις βάρος των άλλων διαδίκων, ούτε για την υπό τούτων ως τρίτων άσκηση δηλώσεων ούτε για την έγερση αγωγών, παρεμβάσεων και προσεπικλήσεων ούτε τέλος για την άσκηση οποιουδήποτε ενδίκου μέσου ή εξέταση μαρτύρων…. ». Από τη διάταξη αυτή εξάγεται ότι  σε όλες τις δίκες του Δημοσίου  οποιαδήποτε δικονομική  προθεσμία (άρα και αυτή της διάταξης του άρθρου 237 § 4 ΚΠολΔ), αναστέλλεται κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (από την 1η Ιουλίου μέχρι την 15η Σεπτεμβρίου, κατά τη ρητή διάταξη του άρθρου 11 §  2 του Ν. 1756/1988) και η αναστολή αυτή ισχύει για λόγους ισότητας, όχι μόνο για το Δημόσιο αλλά και για τους άλλους ιδιώτες διαδίκους στην ίδια υπόθεση (ΟλΑΠ 12/2002 ΕλλΔνη 2002.693, ΑΠ 415/2016 και ΑΠ 1337/2014 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 2316/2009 ΝοΒ 2010.1472). Στην προκείμενη περίπτωση η εκκαλούσα με τον πρώτο λόγο της έφεσής της ισχυρίζεται ότι εσφαλμένα με την προσβαλλόμενη απόφαση θεωρήθηκε δικονομικώς απούσα,  ως έχοντας καταθέσει εκπρόθεσμα προτάσεις και προσθήκη, καθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν έλαβε υπόψη του την αναστολή της δικονομικής προθεσμίας κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών που ίσχυε και για την ίδια. Από τα έγγραφα που προσκομίζει η εκκαλούσα προκύπτει ότι η αγωγή της κατατέθηκε στις 28.7.2016. Η προθεσμία των 100 ημερών είχε αφετηρία την 16.9.2016, αφού αυτή αναστελλόταν, τόσο για το εναγόμενο Ελληνικό Δημόσιο, όσο και την ενάγουσα, κατά τη διάρκεια των δικαστικών διακοπών (έως την 15.9.2016, όχι μόνο για τον Αύγουστο) ώστε η προκατάθεση των προτάσεων μπορούσε να γίνει έως την 27.12.2016 και η προσθήκη έως την 11.1.2017. Η ενάγουσα κατέθεσε προτάσεις την 15.12.2016 και προσθήκη την 11.1.2017, δηλαδή εντός της άνω προθεσμίας (βλ. επισημείωση της  Γραμματέως  στο αντίγραφο των προτάσεών της  ενάγουσας). Το  πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  με την εκκαλούμενη απόφαση  έκρινε ότι  η προκατάθεση των προτάσεων ήταν εκπρόθεσμη,  αφού κατά αυτό  έπρεπε να γίνει έως την 6.12.2016 και περαιτέρω απέρριψε την αγωγή, λόγω της δικονομικής απουσίας της ενάγουσας και επομένως   έσφαλε. Συνεπώς ο πρώτος λόγος εφέσεως είναι ουσιαστικά βάσιμος και κατά παραδοχή αυτού πρέπει  να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση. Επισημαίνεται ότι στο ίδιο αποτέλεσμα, την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης,  οδηγεί και μόνο η  άσκηση της παρούσας εφέσεως, με βάση τη διάταξη  του άρθρου 528 ΚΠολΔ, αφού η εκκαλούσα ζητά την  ουσιαστική παραδοχή της αγωγής της. Κατόπιν αυτών, μετά την εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης,  πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν  Δικαστήριο (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ) και να ερευνηθεί η αγωγή  (όπως διατυπώνεται με τους λόγους έφεσης) ως προς τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά της. Με δεδομένο δε ότι εξαφανίζεται η εκκαλούμενη απόφαση πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου στην   εκκαλούσα  (άρθρο 495 § 3 εδ. στ΄ ΚΠολΔ).

Όπως προκύπτει από τη διάταξη του άρθρου 6 §§ 2,3 του ν. 2664/1998 ο επικαλούμενος ότι έχει εγγραπτέο δικαίωμα από κληρονομική διαδοχή, ασκεί ως έχων άμεσο έννομο συμφέρον την αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 και ζητεί την διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής με αίτημα να αναγραφεί ως δικαιούχος του δικαιώματος, ο κληρονομούμενος από τον οποίο και αντλεί το επικαλούμενο εγγραπτέο δικαίωμα, λόγω κληρονομικής διαδοχής. Στη συνέχεια και αφού εκδοθεί η τελεσίδικη απόφαση και γίνει η διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής με την εγγραφή του κληρονομουμένου στο κτηματολογικό φύλλο, προβαίνει σε αποδοχή κληρονομιάς την οποία εγγράφει ως μεταγενέστερη εγγραφή κατά το άρθρο 12 παρ. ιζ. Β) Ο επικαλούμενος κληρονομικό δικαίωμα, κάνει χρήση των διατάξεων του άρθρου 7Α παρ. 1α και 7 παρ. 3 του Ν. 2664/1998 και συγκεκριμένα α) Ο κληρονόμος ή οι κληρονόμοι προβαίνουν σε δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς με τη χρήση υπάρχοντος κτηματολογικού αποσπάσματος β) ασκούν την κατά περίπτωση αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 ή την αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 του Ν. 2664/1998 για τη διόρθωση της ανακριβούς πρώτης εγγραφής περιλαμβάνοντας στη νομιμοποίησή τους την προηγηθείσα αποδοχή κληρονομιάς και γ) εγγράφουν ταυτόχρονα με την αγωγή του άρθρου 6 παρ. 2 ή την αίτηση του άρθρου 6 παρ. 3 στο οικείο κτηματολογικό φύλλο τη δήλωση αποδοχής της κληρονομιάς σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 7σ παρ. 1. Η εγγραφή αυτή είναι προσωρινή και τελεί υπό την αίρεση της αποδοχής της αίτησης ή της αγωγής και οριστικοποιείται μόλις καταστεί αμετάκλητη η απόφαση η οποία δέχεται ή απορρίπτει την αγωγή ή την αίτηση. Η διορθωμένη κατά τον τρόπο αυτό εγγραφή καθίσταται οριστική και παράγει το προβλεπόμενο στην παρ. 1 του άρθρου 6 του Ν. 2664/1998 αμάχητο τεκμήριο υπέρ των φερομένων με τις εγγραφές αυτές ως δικαιούχων για τα δικαιώματα στα οποία αυτές αφορούν μετά την έκδοση της απόφασης επί της αγωγής ή αιτήσεως. Η αγωγή ή η αίτηση για τη διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής ασκείται από τους κληρονόμους αυτού ή από όποιον έχει έννομο συμφέρον (π.χ. δανειστή των κληρονόμων) και έχει ως αίτημα την διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και την εγγραφή του αληθούς δικαιούχου του δικαιώματος στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατά το χρόνο των πρώτων εγγραφών. Η διατύπωση του αιτήματος για την διόρθωση της ανακριβούς εγγραφής και την εγγραφή ως αληθούς δικαιούχου του δικαιώματος στο οικείο κτηματολογικό φύλλο κατά τον χρόνο των πρώτων εγγραφών έχει άμεση σχέση και συναρτάται με το χρόνο θανάτου του κληρονομουμένου και συγκεκριμένα αν αυτός συνέβη πριν ή μετά την έναρξη λειτουργίας του οικείου κτηματολογικού γραφείου. Και αυτό γιατί η κτήση κυριότητας με κληρονομική διαδοχή έχει την ιδιαιτερότητα ότι, ανεξάρτητα από το χρόνο σύνταξης του σχετικού εγγράφου για την αποδοχή κληρονομιάς, αυτή ανατρέχει πάντοτε στο χρόνο επαγωγής (ex tunc) που είναι ο θάνατος του κληρονομουμένου κατά τα άρθρα 1193, 1195, 1198, 1199 και 1845 ΑΚ άσχετα με το χρόνο μεταγραφής ή εγγραφής του σχετικού εγγράφου αποδοχής κληρονομιάς. Συνεπώς α) αν ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε μετά την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου, δηλαδή ο αποβιώσας κατά το χρόνο έναρξης αυτού ήταν εν ζωή, τότε δικαιούχος του εγγραπτέου δικαιώματος είναι ο κληρονομούμενος και με την αίτηση θα ζητείται η αναγραφή των στοιχείων του κληρονομουμένου στο κτηματολογικό φύλλο και β) αντίθετα αν ο θάνατος του κληρονομουμένου επήλθε πριν από την έναρξη ισχύος του Κτηματολογίου τότε δικαιούχοι του εγγραπτέου δικαιώματος είναι οι κληρονόμοι αυτού, δεδομένου ότι δε νοείται να είναι φορέας εμπραγμάτων δικαιωμάτων πρόσωπο το οποίο δεν υπάρχει, και με την αίτηση θα ζητείται η αναγραφή στο κτηματολογικό φύλλο των κληρονόμων του αποβιώσαντος με αιτία κτήσης κληρονομιά και τίτλο κτήσης την ήδη εγγραφείσα κατ’ άρθρο 7α πράξη δήλωσης αποδοχής κληρονομιάς (ΜονΕφΠειρ 431/2016, ΕφΑθ 5848/2010, ΕλλΔνη 2011, 568, ΜΠρΘεσ. 3363/2017 Αρμ. 2017,945, ΜΠρΛαμ 28/2012 ΝΟΜΟΣ, Γ. Μαγουλάς Κτηματολογικές εγγραφές, 81-83).

Η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα   ισχυρίστηκε στην κρινόμενη αγωγή της, όπως αυτή εκτιμάται από το Δικαστήριο,  ότι ο θείος της  ……….. είχε καταστεί κύριος ενός αγροτεμαχίου που βρίσκεται στην  Σαλαμίνα στη θέση … …….” εμβαδού  197,43 τμ (κατά δε το κτηματολόγιο 196 τμ), όπως αυτό περιγράφεται κατά θέση και όρια στην αγωγή, με πρωτότυπο τρόπο, καθώς άσκησε σ’ αυτό τις προσδιοριζόμενες διακατοχικές  πράξεις  με διάνοια κυρίου, από το έτος 1976 που είχε περιέλθει στην κατοχή του δυνάμει του υπ’ αριθ. ………../29-9-1976 Προσυμφώνου πωλήσεως αγροτεμαχίου, χωρίς να συνταχθεί οριστικό συμβόλαιο, έως  το θάνατό του την  31.12.2012. Πριν από αυτόν ασκούσαν στο ίδιο ακίνητο πράξεις νομής οι  δικαιοπάροχοί του  από το έτος 1971, έχοντας καταστεί κύριοι δυνάμει του με αρ. …/30.1.1971 συμβολαίου του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας …….. Ότι  η ενάγουσα κατέστη κληρονόμος  του θείου της  δυνάμει ιδιόγραφης διαθήκης αυτού, την οποία αποδέχθηκε  με την  υπ’ αριθ. …/8-5-2015 πράξης αποδοχής κληρονομιάς, της συμβολαιογράφου  Πειραιώς, ………., την οποία καταχώρησε νομότυπα κατ΄άρθρο 7α του ν. 2664/1998. ¨Ότι στο κτηματολόγιο Σαλαμίνας το επίδικο ακίνητο έχει καταγραφεί  με αρ.  ΚΑΕΚ ……., φερόμενο ως «αγνώστου ιδιοκτήτη». Με βάση το ιστορικό αυτό ζήτησε να αναγνωρισθεί η κυριότητά της στο άνω ακίνητο και  διορθωθεί η πρώτη εγγραφή του οικείου βιβλίου του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας,  στο οποίο το ακίνητο έχει καταγραφεί ως αγνώστου ιδιοκτήτη. Η αγωγή με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα ασκήθηκε νομότυπα κι εμπρόθεσμα (εντός της δεκαετούς προθεσμίας του άρθρου 6 § 2 του Ν.2664/1998) και καταχωρήθηκε νόμιμα  στο οικείο κτηματολογικό φύλλο (βλ.  το υπ. αρ. …/6.8.2016 πιστοποιητικό του Κτηματολογικού Γραφείου Σαλαμίνας).   Είναι νόμιμη, ως προς το  στηρίζεται στις διατάξεις των άρθρων    6 § 2  του ν. 2664/1998, 1710, 1713, 1721,  1846,  1193, 1198, 974, 1041, 1045, και 1051  του ΑΚ  ασκήθηκε αυτή εμπρόθεσμα (εντός της δεκαετούς προθεσμίας του άρθρου 6 § 2 του Ν.2664/1998).  Το αίτημα όμως διόρθωσης της πρώτης εγγραφής, είναι νόμιμο ως προς την εγγραφή του κληρονομούμενου ως δικαιούχου του δικαιώματος (κυρίου με έκτακτη χρησικτησία) κατά το χρόνο της πρώτης εγγραφής,  με δεδομένο ότι ο χρόνος του θανάτου του κληρονομούμενου επήλθε μετά την έναρξη της ισχύος του κτηματολογίου (έναρξη κτηματολογίου στο Δήμο Σαλαμίνας 13.11.2006 ΦΕΚ 1662/Β/13.11.2006), ώστε κατά το  χρόνο της πρώτης εγγραφής αυτός να είναι ο αληθής δικαιούχος του δικαιώματος (ΕφΑθ 5848/2010 ο.π.) και καθώς στο δικόγραφο εκτίθενται όλα τα ανωτέρω στοιχεία (αποδοχή κληρονομίας).

Από την εκτίμηση των εγγράφων  που νόμιμα επικαλείται  και προσκομίζει η αιτούσα, για να ληφθούν υπόψη είτε ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, και μεταξύ αυτών των τοπογραφικών διαγραμμάτων και των πρακτικών της με αρ. 3743/2015 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που απέρριψε αίτηση της αιτούσας  που είχε ασκήσει με την διαδικασία της εκουσίας δικαιοδοσίας, τα οποία (πρακτικά) περιλαμβάνουν την ένορκη εξέταση του μάρτυρα   …………., χωρίς όμως να ληφθεί υπόψη η με αρ. …../2016  ένορκη βεβαίωση που ελήφθη με την επιμέλεια της ενάγουσας, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς, καθώς στην επισυναπτόμενη στην αγωγή κλήση για την σύνταξή της δεν προσδιορίζονταν το ονοματεπώνυμο, το επάγγελμα και η διεύθυνση της κατοικίας του  μάρτυρα που θα εξεταζόταν  (άρθρα 422 και 424 ΚΠολΔ, όπως εισήχθησαν με  την παρ.3 του άρθρου δεύτερου του άρθρου 1 του ν.4335/2015),  αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά:  Το επίδικο αγροτεμάχιο βρίσκεται στη θέση ……, εκτός του εγκεκριμένου ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Σαλαμίνας, δεν είναι άρτιο και οικοδομήσιμο, έχει εμβαδό 196 τμ. κατά  το κτηματολόγιο και κατόπιν  νεώτερη και ακριβέστερη καταμέτρηση του πολιτικού μηχανικού …………  197,43 τμ (196 τμ), όπως αποτυπώνεται στο από Ιούλιον του 2014 τοπογραφικό διάγραμμα αυτού, υπό στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α,   και συνορεύει δυτικά επί προσώπου Α-Β μήκους μέτρων δεκατεσσάρων και 0,26 (14,26) με την αγροτική οδό ……, πλάτους μέτρων πέντε (5,00), βόρεια επί πλευράς Β-Γ μήκους μέτρων δεκαπέντε (15,00) με ιδιοκτησία …….. και …….., ανατολικά επί πλευράς Γ-Δ μήκους μέτρων δώδεκα και 0,02 (12,02) με ιδιοκτησία αγνώστου και νότια  επί πλευράς Δ-Α μήκους μέτρων δεκαπέντε και 0,21 ( 15,21) με ιδιοκτησία αγνώστου. Το ακίνητο αυτό απέκτησε ο . …….., με το  με αρ. …./29.9.1976 Προσύμφωνο πωλήσεως του συμβολαιογράφου Σαλαμίνας ……… από τον κύριο αυτού ……, αντί τιμήματος 18.000 δραχμών, το οποίο  θα καταβαλλόταν σε 9 τετράμηνες ισόποσες δόσεις των 2.000  δραχμών, με τελευταία καταβλητέα την 10.9.1979. Έκτοτε ο ανωτέρω άσκησε στο ακίνητο αυτό  διακατοχικές πράξεις με διάνοια κυρίου, καθώς είχε οριοθετήσει αυτό, επόπτευε και καλλιεργούσε, έως το θάνατό του  την 31.10.2012 (βλ. την με αρ. ……./2012 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου  Κερατσινίου), μετά την έναρξη κτηματολογίου στο Δήμο Σαλαμίνας στις 13.11.2006 ΦΕΚ 1662/Β/13.11.2006). Με την από  12.7.2009 ιδιόγραφη διαθήκη αυτού, η οποία δημοσιεύθηκε  νομότυπα,  κατέλιπε το ακίνητο αυτό στην ενάγουσα ανηψιά του. Η τελευταία με την υπ’ αριθ. …./8-5-2015 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, που καταχωρίστηκε  νομότυπα κατά άρθρο  7 § α του ν. 2664/1998 (αρ. καταχωρ. …../11.6.2015) αποδέχθηκε την κληρονομία του παραπάνω και συνέχισε τις πράξεις νομής αυτού. Συνεπώς ο δικαιοπάροχος της  ενάγουσας είχε καταστεί κύριος του ακινήτου με πρωτότυπο τρόπο και η ίδια κατόπιν, κυρία του ακινήτου αυτού με παράγωγο και πρωτότυπο τρόπο, η δε  εγγραφή στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας για το επίδικο ακίνητο/ γεωτεμάχιο  με αρ. ΚΑΕΚ  ……….. ως αγνώστου ιδιοκτήτη, να μην είναι ακριβής. Σημειώνεται ότι το Ελληνικό Δημόσιο που παραστάθηκε στον πρώτο βαθμό δεν ισχυρίστηκε ότι το επίδικο βρισκόταν εντός δημοσίου κτήματος, προβάλλοντας ένσταση ιδίας κυριότητας. Κατόπιν αυτών η υπό κρίση αγωγή πρέπει να γίνει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη, να αναγνωρισθεί  η κυριότητα της ενάγουσας στο επίδικο αγροτεμάχιο και να διορθωθεί η πρώτη εγγραφή στον κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας, ώστε να καταγραφεί ο κληρονομούμενος ως δικαιούχος του δικαιώματος κατά το χρόνο της πρώτης εγγραφής, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Περαιτέρω πρέπει να καθορισθεί το νόμιμο παράβολο ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 505 ΚΠολΔ) και τέλος  σε βάρος του εναγόμενου – εφεσίβλητου να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας – ενάγουσας των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μειωμένα όμως σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 191 § 2, 183 ΚΠολΔ και 22 § 1 του ν. 3693/1957, κατά τα οριζόμενα στο διατακτικό. (άρθρα  183 κα 176 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ ερήμην του εναγόμενου.

ΟΡΙΖΕΙ το παράβολο ανακοπής ερημοδικίας στο ποσό των διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ  τυπικά και στην ουσία της την 2.10.2017 και με αρ. καταθ.  ……../2018 έφεση κατά της υπ’ αριθμ. 3469/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του  με αρ. . . .  e – παραβόλου της έφεσης στην  εκκαλούσα.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη απόφαση.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει επί της από  21-7-2016 και με αρ. καταθ. ………/2016 αγωγής.

ΔΕΧΕΤΑΙ αυτήν.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ ότι η ενάγουσα έχει καταστεί κυρία δυνάμει της με αρ. …../8-5-2015 πράξης αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……., που καταχωρίστηκε  νομότυπα στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας (αρ. καταχωρ. …./11.6.2015)  ενός αγροτεμαχίου που βρίσκεται εκτός ρυμοτομικού σχεδίου του Δήμου Σαλαμίνας, στη θέση “….” μη  άρτιο και οικοδομήσιμο, εμβαδού  196 τμ. κατά το με αρ. ΚΑΕΚ ../…. Σαλαμίνας και 197,43 τμ, όπως αποτυπώνεται στο από Ιούλιο του 2014 τοπογραφικό διάγραμμα πολιτικού μηχανικού …….., υπό στοιχεία Α-Β-Γ-Δ-Α,  το οποίο συνορεύει δυτικά επί προσώπου Α-Β μήκους μέτρων δεκατεσσάρων και 0,26 (14,26) με την αγροτική οδό …, πλάτους μέτρων πέντε (5,00), βόρεια επί πλευράς Β-Γ μήκους μέτρων δεκαπέντε (15,00) με ιδιοκτησία ……… και …….., ανατολικά επί πλευράς Γ-Δ μήκους μέτρων δώδεκα και 0,02 (12,02) με ιδιοκτησία αγνώστου και νότια  επί πλευράς Δ-Α μήκους μέτρων δεκαπέντε και 0,21 ( 15,21) με ιδιοκτησία αγνώστου.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ τη διόρθωση  της πρώτης εγγραφής  του με αρ.  ΚΑΕΚ ../. ακινήτου – γεωτεμαχίου του Κτηματολογικό Γραφείο Σαλαμίνας, ώστε κατά το χρόνο της  πρώτης εγγραφής, αντί της εσφαλμένης ένδειξης «αγνώστου ιδιοκτήτη» να αναγραφεί ως αποκλειστικός κύριος ο θείος της ενάγουσας ………., έχοντας αποκτήσει αυτό  με πρωτότυπο τρόπο,  έκτακτη χρησικτησία, την κληρονομία του οποίου αποδέχθηκε η ενάγουσα  με την  με αρ. αριθ. ../8-5-2015 πράξη αποδοχής κληρονομιάς της συμβολαιογράφου Πειραιώς ……….., που καταχωρίστηκε  νομότυπα στο κτηματολογικό γραφείο Σαλαμίνας.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του  εφεσίβλητου,  τα δικαστικά έξοδα της εκκαλούσας των δύο βαθμών  δικαιοδοσίας, τα οποία  ορίζει  στο ποσό των τριακοσίων πενήντα  (350) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 16.1.2020

 

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                              Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ