Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 118/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αριθμός Απόφασης  118/2020

ΤΟ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

 Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές Δήμητρα Τσουτσάνη, Πρόεδρο Εφετών, Μαρία Κωττάκη, Εφέτη και Ελένη Νικολακοπούλου,  Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα Ε.Τ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Ι. Κατά μεν το άρθρο 579 § 1 ΚΠολΔ, αν αναιρεθεί η απόφαση, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από την απόφαση που αναιρέθηκε,  κατά δε το άρθρο 581 §§ 1 και 2 του ίδιου κώδικα, στο Δικαστήριο της παραπομπής η υπόθεση εισάγεται και συζητείται με κλήση μέσα στα όρια που διαγράφονται με την αναιρετική απόφαση και αφού κατατεθούν προτάσεις κατά το άρθρο 237. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, αν η απόφαση αναιρεθεί στο σύνολο της, αποβάλλει πλήρως την ισχύ της, μη παράγουσα δεδικασμένο επί οποιουδήποτε ζητήματος έκρινε αυτή, οι δε διάδικοι επανέρχονται στην προ της εκδόσεως αυτής κατάσταση. Η αναίρεση της απόφασης και, συνεπώς, η εξαφάνιση της μπορεί να είναι ολική ή μερική. Τούτο εξαρτάται από το αν έχουν προσβληθεί όλα ή κάποια από τα περισσότερα κεφάλαια της (ΑΠ 493/2011 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1220/2007 ΕλΔνη 49/1625, ΑΠ 975/2000, ΕλΔνη 42/81). Ειδικότερα, η απόφαση αναιρείται κατά το μέτρο παραδοχής της αναιρέσεως, δηλαδή κατά κεφάλαια (αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας), τα οποία αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, καθώς και εκείνα που συνάπτονται αρρήκτως προς τα αναιρεθέντα. Η έκταση αυτή της αναιρέσεως προκύπτει από το συγκεκριμένο περιεχόμενο της αναιρετικής αποφάσεως, κατισχύει κάθε αντίθετης γενικής διατυπώσεως αυτής και, μάλιστα, του τυχόν χαρακτηρισμού της από αυτήν της εκτάσεως της αναιρέσεως της προσβαλλομένης αποφάσεως, ως ολικής (ΑΠ 1308/2004 ΕλΔνη 46/84, ΑΠ 1833/2001, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).  Στο σύνολο της θεωρείται ότι αναιρείται μία απόφαση, όταν η αναιρετική απόφαση δεν περιορίζει, με σχετική διάταξη στο διατακτικό της, την αναίρεση σε ορισμένο ή ορισμένα κεφάλαια της όλης δίκης ή ως προς μερικούς από τους διαδίκους (OλΑΠ 27/2007 ΝοΒ 2007/1830, ΑΠ 493/2011, ΑΠ 875/2009 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 43/2005 ΕλΔνη 46/1401). Με την αναίρεση της απόφασης, κατά το μέτρο παραδοχής της αντίστοιχης αίτησης, κατά το σύνολο του ενός ενιαίου κεφαλαίου ή των πλειόνων κεφαλαίων, οι διάδικοι επανέρχονται στην κατάσταση που υπήρχε πριν από τη συζήτηση επί της οποίας εκδόθηκε η αναιρεθείσα, δηλαδή αναβιώνει η αίτηση παροχής έννομης προστασίας, έφεση, αγωγή κλπ. Έτσι, αν αναιρεθεί η απόφαση του Εφετείου και δεν πρόκειται για τις περιπτώσεις του άρθρου 580 §§ 1 και 2 ΚΠολΔ, δηλαδή για υπέρβαση δικαιοδοσίας ή παράβαση των διατάξεων των σχετικών με την αρμοδιότητα, αναβιώνει η πρωτόδικη απόφαση και η κατ’ αυτής έφεση, που θα κριθεί πάλι από το Εφετείο. Το Εφετείο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 580 § 3, 581 §§ 2 και 3, 579 § 1 ΚΠολΔ, επανεκδικάζει την έφεση ως προς το κεφάλαιο στο οποίο αναφέρεται η παράβαση για την οποία η αναίρεση και δεν περιορίζεται στο νομικό ζήτημα περί του οποίου ο γενόμενος δεκτός λόγος αναιρέσεως, λαμβανομένου υπόψη ότι η αναίρεση επέρχεται μεν για ορισμένη παράβαση, αλλά η υπόθεση επανεκδικάζεται κατά το εκκληθέν κεφάλαιο, επί του οποίου, με την απόφαση του αποφαίνεται το Δικαστήριο της παραπομπής. Το τελευταίο δεσμεύεται μόνο ως προς το νομικό ζήτημα που έλυσε η παραπεμπτική απόφαση και όχι από τις διαπιστώσεις της απόφασης, που αναιρέθηκε, ως προς τα πραγματικά γεγονότα, δυνάμενο να εκτιμήσει διαφορετικά τις αποδείξεις από την αναιρεθείσα, εφόσον δεν εθίγησαν με την αναίρεση, μη δεσμευόμενο ούτε ως προς το σημείο αυτό από εκείνη (ΟλΑΠ 4/1996 ΕλΔνη 1996, 1041, ΑΠ 1427/2011 Αρμ 2012, 248, ΑΠ 2274/2009 Τ.Ν.Π. ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, ΑΠ 805/2008 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 137/2004 Δ 35/1171, ΑΠ 129/2004 Δ 35/804, ΕφΠειρ 250/2016, ΕφΠειρ 548/2015 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση του Δικαστηρίου της παραπομπής θεμελιώνεται στη διάταξη του άρθρου 580 § 4 ΚΠολΔ, κατά την οποία οι αποφάσεις της Ολομέλειας ή των Τμημάτων του Αρείου Πάγου δεσμεύουν τα Δικαστήρια, που ασχολούνται με την ίδια υπόθεση, ως προς τα νομικά ζητήματα που έλυσαν (ΑΠ 1613/07 Δ 38, 1234, ΑΠ 1145/05 ΕλΔνη 48, 1658). Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής, ως «νομικό ζήτημα» θεωρείται το εννοιολογικό περιεχόμενο που προσέδωσε η αναιρετική απόφαση στον κανόνα δικαίου, στην παράβαση του οποίου είχε θεμελιωθεί η αναίρεση (ΑΠ 153/1997 Δ 28/857, ΕφΠειρ 250/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, ΕφΘεσ 434/2013 Αρμ. 2013/1111, ΕφΛαμ 285/2010, ΕφΑιγ 207/2008, ΕφΔωδ 165/2004, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Ν. Νίκας, Πολιτική Δικονομία ΙΙΙ 2007, § 121, αρ.35, σελ.565, Λ. Σινανιώτης, Η αναίρεση κατά τον ΚΠολΔ, 2006, σελ.342) και μπορεί να ανάγεται είτε στο ουσιαστικό, είτε στο δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 629/2010 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Η δέσμευση αυτή δεν παράγεται από το δεδικασμένο, καθόσον αυτό ανακύπτει μετά το πέρας της δίκης και μάλιστα κατά τη διάρκεια άλλης δίκης, στα πλαίσια της οποίας το ήδη επιλυθέν ζήτημα εμφανίζεται ως κύριο ή προδικαστικό. Άλλωστε, οι αναιρετικές αποφάσεις είτε της Ολομέλειας είτε των τμημάτων του Αρείου Πάγου δεν είναι δεκτικές εκτελέσεως, ούτε παράγουν δεδικασμένο. Αντ’ αυτών παράγουν ενδοδιαδικαστική δέσμευση (ΟλΑΠ 12/2009 ΑρχΝ 2009/708, ΑΠ 137/2004 ΝοΒ 2004/1553), που οφείλεται στην κατά το σύνταγμα και το νόμο ιεραρχική θέση των Δικαστηρίων (δόγμα ιεραρχίας) και στο σκοπό και τη λειτουργία των ενδίκων μέσων (Δ. Κονδύλης, Το Δεδικασμένον κατά τον ΚΠολΔ, 1983, § 14, σελ. 167). Για το λόγο αυτό τα παράπονα που είχαν διατυπωθεί και ως λόγοι έφεσης και ως αναιρετικοί λόγοι, εφόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και, αν μεν είχαν γίνει δεκτοί ως αναιρετικοί λόγοι, τότε το Δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τα δεχθεί και ως βάσιμους λόγους έφεσης, ενώ, αν είχαν απορριφθεί ως αναιρετικοί λόγοι, αποβαίνουν απαράδεκτοι ως λόγοι έφεσης (ΑΠ 674/1988 Συμπλ. Βασ. Νομ. 2 [1993]/151, ΕφΠειρ 250/2016 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Κ.Παπαδόπουλος, Η αναιρετική διαδικασία κατά τον ΚΠολΔ, 1997, § 513, σελ.763, Β. Βαθρακοκοίλης, ΚΠολΔ, τόμος Γ, 1995, άρθρο 581, αρ.10).

  1. II. Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 30.1.2018 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του παρόντος Δικαστηρίου …………./2018 κλήση της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας, νομίμως, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 581 § 1 εδαφ. α΄ ΚΠολΔ, επαναφέρεται προς εκδίκαση η υπόθεση της έφεσης ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, στο οποίο παραπέμφθηκε με την υπ’ αριθμό 1931/2017 απόφαση του Αρείου Πάγου, δυνάμει της οποίας αναιρέθηκε, κατά το μέρος, που αφορά ο δεκτός γενόμενος λόγος αναιρέσεως, κατά τα διαλαμβανόμενα ειδικότερα στο σκεπτικό της, η υπ’ αριθμό 295/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, η οποία δίκασε κατά την τακτική διαδικασία και αφού δέχθηκε κατ’ουσίαν την κρινόμενη από 28.2.2014 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως στην γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου …./6.3.2014 και του παρόντος Δικαστηρίου …/7.3.2014 έφεση της ενάγουσας-εκκαλούσας, εξαφάνισε την εκκαλουμένη 4119/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά το προσβαλλόμενο μέρος και ακολούθως, αφού κράτησε και δίκασε, απέρριψε κατ’ουσίαν την από 24.6.2010 και με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως …../2010 αγωγή της, καθ’ο στρέφεται κατά της πρώτης εναγομένης-εφεσίβλητης γερμανικής ασφαλιστικής εταιρείας. Κατόπιν τούτου, επανερχομένων των διαδίκων στην πριν την αναιρεθείσα απόφαση υφιστάμενη κατάσταση (άρθρ. 579 παρ. 1 ΚΠολΔ), πρέπει να ερευνηθεί η ένδικη έφεση της πρωτοδίκως εν μέρει ηττηθείσας ενάγουσας εταιρείας και ήδη εκκαλούσας, από το παρόν Δικαστήριο, ως Δικαστήριο της παραπομπής, συγκροτούμενο από έτερους Δικαστές, μέσα στα όρια που διαγράφονται από την αναιρετική απόφαση (581 παρ.2 ΚΠολΔ). Η εν λόγω έφεση έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον από τα έγγραφα της δικογραφίας δεν προκύπτει ότι χώρησε επίδοση της εκκαλουμένης αποφάσεως, ενώ δεν παρήλθε τριετία από τη δημοσίευση της (495§§1,2,4, 496§§1,2, 497, 499, 500, 511, 513§1 περ. β΄ εδάφ. α΄, 516§1, 517 εδάφ. α΄, 518§2 και 520§1 ΚΠολΔ) και για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το αναλογούν παράβολο υπέρ του Δημοσίου και ΤΑΧΔΙΚ (άρθρο 495 παρ. 1 και 4, όπως η παρ.4 προστέθηκε με το άρθρο 12 του Ν.4055/2012), πρέπει, επομένως, αφού το εμπρόθεσμο και παραδεκτό της εφέσεως δεν συνιστά χωριστό αντικείμενο δίκης και συνέχεται αναγκαίως με το μέρος της αποφάσεως που αναιρέθηκε, μεταβιβάζεται δε ως προς αυτό μετά την αναίρεση στο Εφετείο (ΕφΠειρ 250/2016, ΕφΘεσ 1667/2015, ΕφΠειρ 85/2014, ΕφΛαρ 20/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω κατά την αυτή ως άνω διαδικασία, για να ελεγχθεί το παραδεκτό και η βασιμότητα των σχετικών με το αναιρεθέν κεφάλαιο λόγων της, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 532, 533 § 1, 579 § 1, 580 § 3 και 4, 581 § 2 και 591 § 1 ΚΠολΔ, ως προς το οποίο μόνον επανακρίνεται (ΑΠ 738/2012, ΑΠ 1145/2005, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ).

III. Περαιτέρω, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης, κατ’ άρθρο 520 παρ. 2 ΚΠολΔ, ασκούνται μόνο κατά την πρώτη συζήτηση, έστω και μετ’ αναβολή ή ματαίωση, μόνο με ιδιαίτερο δικόγραφο που πρέπει να κατατεθεί στη γραμματεία του Εφετείου και να επιδοθεί στον εφεσίβλητο τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν από τη συζήτηση, αλλιώς απορρίπτονται αυτεπαγγέλτως, ως απαράδεκτοι (ΟλΑΠ 27/2007, ΟλΑΠ 33/1990, ΟλΑΠ 2091/1986, ΑΠ 859/2002, ΑΠ 18/2002, ΑΠ 1616/2000 Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Βαθρακοκοίλης 2015, Η Έφεση σελ.319 αρ.1248). Με τους πρόσθετους λόγους προσβάλλονται κεφάλαια της απόφασης που έχουν ήδη εκκληθεί με την έφεση, δηλαδή διατάξεις της αποφάσεως για καθεμιά από τις αιτήσεις παροχής έννομης προστασίας και όχι διάφορα νομικά ή πραγματικά ζητήματα, καθώς και τα αναγκαίως συνεχόμενα με τα εκκληθέντα κεφάλαια, ήτοι κεφάλαια παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κύριας απαιτήσεως, που έχουν τέτοια συνάφεια με τις εκκληθείσες διατάξεις της απόφασης, είτε γιατί αποτελούν προκριματικό για την παραδοχή τους ζήτημα, είτε γιατί πηγάζουν από την ίδια ιστορική και νομική αιτία και διαμορφώνουν ή προσδιορίζουν το περιεχόμενο εκείνων, έτσι ώστε τυχόν διάφορη επί των συνεχομένων αυτών κεφαλαίων κρίση του Εφετείου από εκείνη της πρωτόδικης απόφασης να επηρεάζει και την κρίση επί των εκκληθέντων με την έφεση κεφαλαίων (ΑΠ 1822/2017 δημ.ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 238/2001 ΕλΔνη 2001, 1598).

Εν προκειμένω, η εκκαλούσα εταιρεία, μετά την αναιρετική απόφαση και την παραπομπή της υπόθεσης για περαιτέρω εκδίκαση στο παρόν Δικαστήριο, άσκησε πρόσθετους λόγους έφεσης, με το από 10.7.2018 ιδιαίτερο δικόγραφο, που κατέθεσε στη γραμματεία του παρόντος δευτεροβάθμιου Δικαστηρίου, συντασσομένης της με αριθμό ……./11.7.2018 σχετικής έκθεσης, ακολούθως δε το κοινοποίησε στους διορισμένους με το από 7.4.2017 ειδικό συμβολαιογραφικό πληρεξούσιο, του συμβολαιογράφου της πόλεως Mannheim της Γερμανίας, ………., αντικλήτους της αντιδίκου του, εφεσίβλητης-εναγομένης, τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης, σύμφωνα με τη διάταξη της § 2 του άρθρου 520 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις με επίκληση προσκομιζόμενες υπ’αριθμ….΄ και …΄/12.7.2018 εκθέσεις επίδοσης των δικαστικών επιμελητών στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……. και …….. αντιστοίχως. Με αυτούς προέβαλε για πρώτη φορά ενώπιον του Εφετείου, αφενός την ακυρότητα της επίμαχης ρήτρας 8 του Ινστιτούτου Ασφαλιστών Λονδίνου για Σκάφη Αναψυχής (Institute Yacht Clauses), σύμφωνα με τις διατάξεις για τους γενικούς όρους συναλλαγών του γερμανικού δικαίου, διότι δεν ήταν διαφανής και κατανοητή και λόγω δυσανάλογης επιβάρυνσης (307 BGB) και αφετέρου την έλλειψη υπαιτιότητας της για την παραβίαση του ασφαλιστικού βάρους ενημέρωσης της ασφαλίστριας περί της αλλαγής στην μετοχική της σύνθεση, κατ’εφαρμογή της θεμελιώδους γενικής αρχής του άρθρου 28 του γερμανικού ασφαλιστικού νόμου (VVG). Με αυτό το περιεχόμενο το δικόγραφο των προσθέτων λόγων δεν πληροί τις προϋποθέσεις παραδεκτού τούτου, που επιτάσσουν, οι πρόσθετοι λόγοι έφεσης να αφορούν τα κεφάλαια της απόφασης, που έχουν προσβληθεί με την έφεση και εκείνα που αναγκαστικά συνέχονται με τα κεφάλαια αυτά, διότι αφορούν διαφορετικά νομικά και πραγματικά ζητήματα, που δεν συνδέονται με τα εκκληθέντα και ενέχουν ανεπίτρεπτη μεταβολή της ιστορικής βάσης της αγωγής, όπως αυτή εκτίθεται κατωτέρω, που επιχειρείται να υποκατασταθεί με νέα ουσιώδη αυτοτελή γεγονότα, οι ισχυρισμοί δε αυτοί προβάλλονται για πρώτη φορά στην κατ` έφεση δίκη, ενώ δεν συντρέχει κάποια από τις περιπτώσεις, που να δικαιολογεί την βραδεία προβολή τους, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 527 ΚΠολΔ, όπως το άρθρο αντικαταστάθηκε από το άρθρο 1 άρθρο τρίτο του Ν.4335/2015, ΦΕΚ Α΄87/23.7.2015, με έναρξη ισχύος από 1.1.2016 κατ’ άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 4 Ν.4335/2015. Επομένως, πρέπει οι πρόσθετοι λόγοι να απορριφθούν, ως απαράδεκτοι.

  1. IV. Με την από 24.6.2010 αγωγή σε βάρος της εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, γερμανικής ασφαλιστικής εταιρείας και της μη διαδίκου στην παρούσα δίκη, εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «…………..», η οποία εδρεύει κατά το καταστατικό της στο Καντόνι .. της Ελβετίας και έχει νόμιμα εγκατασταθεί στην Ελλάδα στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, νομίμως εκπροσωπουμένης, ως αντιπρόσωπο άλλως ασφαλειομεσίτρια στην Ελλάδα της πρώτης εναγομένης, η ενάγουσα και ήδη εκκαλούσα μονοπρόσωπη εταιρεία περιορισμένης ευθύνης, ζήτησε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες εις ολόκληρον να της καταβάλουν το ποσό των 1.890.000 ευρώ νομιμοτόκως, κατόπιν αφαίρεσης του ποσού απαλλαγής της εκ 10.000 ευρώ, ως αποζημίωση, η μεν πρώτη δυνάμει του καταρτισθέντος μεταξύ αυτής και της πρώτης εναγομένης, μέσω της δεύτερης, ασφαλιστηρίου συμβολαίου, του ασφαλισμένου μαζί με τις μηχανές επαγγελματικού Ε/Γ – Τ/Ρ σκάφους αναψυχής «Μ», νηολογίου Πειραιά, πλοιοκτησίας της, οριζομένου ως εφαρμοστέου του γερμανικού δικαίου και ως αρμόδιων των ελληνικών Δικαστηρίων και σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους του ανωτέρω συμβολαίου και τις Ρήτρες Σκαφών Αναψυχής του Ινστιτούτου Ασφαλιστών Λονδίνου (Institute Yacht Clauses 1-11-1985), που περιλαμβάνονται σ’αυτό και κατά ρητή πρόβλεψη ερμηνεύονται από το αγγλικό δίκαιο, λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου και συγκεκριμένα της πυρκαϊάς, που εκδηλώθηκε στις 31.8.2008 στο χώρο του μηχανοστασίου του σκάφους, ενώ έπλεε με πλήρωμα και τους επιβάτες, που το είχαν ναυλώσει, τρία ναυτικά μίλια ανατολικά της νησίδος «Μόδι» της νήσου Πόρου, η οποία δεν κατέστη δυνατό να κατασβεσθεί, με αποτέλεσμα τούτο να βυθιστεί, γεγονός, που γνωστοποιήθηκε αυθημερόν στην εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, μέσω της δεύτερης, πλην όμως η πρώτη εναγομένη ενεργώντας ενάντια των συμφωνηθέντων και των συναλλακτικών ηθών, αρνήθηκε να της καταβάλει την ασφαλιστική αποζημίωση επικαλούμενη, μετά την πάροδο πλέον του ενός έτους από το συμβάν, αναδρομική ακύρωση του ασφαλιστηρίου για τον λόγο ότι, δήθεν, δεν είχε ενημερωθεί για την από Ιουνίου 2008 αλλαγή στην εταιρική της σύνθεση με την μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων σε ένα πρόσωπο, κατά παράβαση της ρήτρας 8 της σύμβασης, αν και η ενάγουσα την είχε ενημερώσει άμεσα παραδίδοντας στην αντιπρόσωπο της, δεύτερη εναγομένη, τόσο αντίγραφο του προσυμφώνου, όσο και του σχετικού οριστικού συμβολαίου, ευθυνομένη και η τελευταία σε αποζημίωση της, διότι απέκρυψε με δόλο την γνώση της για την μεταβίβαση των εταιρικών μεριδίων της ενάγουσας, κατά παράβαση των υποχρεώσεων της και του καθήκοντος να μη ζημιώνει άλλον κατά την επαγγελματική της δραστηριότητα, καθώς και των αρχών της καλής πίστης και των συναλλακτικών ηθών, άλλως από αμέλεια δεν ενημέρωσε την πρώτη, προκαλώντας σ’αυτήν ζημία με την μη καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, επιπροσθέτως δε η πρώτη εναγομένη ισχυρίστηκε, εν γνώσει της ψευδώς, ότι το βυθισθέν πλοίο έφερε μηχανές άλλου εργοστασίου από αυτές που αναφέρονταν στα πιστοποιητικά του.

Εξάλλου, η προς ην η ανακοίνωση της δίκης τραπεζική εταιρεία, με την επωνυμία «………..», επικαλουμένη έννομο συμφέρον με την ιδιότητα της δανείστριας της ενάγουσας, από χορηγηθέν δάνειο σε εξόφληση του ληφθέντος δανείου για την αγορά του ενδίκου πλοίου, επί του οποίου έχει εγγράψει ναυτική υποθήκη, άσκησε στον πρώτο βαθμό την από 4.10.2011 πρόσθετη υπέρ της ενάγουσας παρέμβαση της επί τω τέλει να γίνει δεκτή εν όλω η ανωτέρω αγωγή.

  1. Επί της ως άνω αγωγής και πρόσθετης παρέμβασης, συνεκδικαζομένων εκδόθηκε η εκκαλουμένη υπ’αριθμ.4119/2013 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία, αφού το Δικαστήριο έκρινε ότι έχει διεθνή δικαιοδοσία και ότι εφαρμοστέο δίκαιο στην προκείμενη υπόθεση, κατ’ άρθρο 25 ΑΚ, αφενός, όσον αφορά το κύρος και την ισχύ της ασφαλιστικής σύμβασης, καθώς και τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις, που πηγάζουν απ’αυτή, είναι το γερμανικό, που επέλεξαν τα μέρη, ενώ ως προς την ερμηνεία των Ρητρών του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου της 1.11.1985, που περιλαμβάνονται στην ένδικη σύμβαση, εφαρμοστέο τυγχάνει το αγγλικό δίκαιο, το οποίο περιέχεται κωδικοποιημένο στον αγγλικό νόμο για την θαλάσσια ασφάλιση του 1906 (Marine Insurance Act 1906) και η αγγλική πρακτική, αφετέρου δε ότι το ζήτημα της εσωτερικής σχέσης μεταξύ της πρώτης και της δεύτερης των εναγομένων ρυθμίζεται από το ελληνικό δίκαιο, που αρμόζει από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και ότι η αγωγή είναι ορισμένη και νόμιμη, ακολούθως, την απέρριψε κατ’ουσίαν, ως προς την πρώτη εναγομένη, δεχόμενο ότι δεν αποδείχθηκε ενημέρωση της, μέσω της δεύτερης εναγομένης, περί της αλλαγής της διοίκησης της ασφαλισμένης ενάγουσας, ούτε τεκμαίρεται γνώση της, με το σκεπτικό ότι η δεύτερη εναγομένη δεν ενεργούσε, ως ασφαλιστικός πράκτορας-αντιπρόσωπος της, αλλά ως μεσίτης ασφαλίσεων και δη εντολοδόχος της ενάγουσας, αλλά ούτε συμπεριφορά της, που να υποδηλώνει παραίτηση από το δικαίωμα της να ακυρώσει την ασφαλιστική σύμβαση επικαλούμενη την Ρήτρα 8.1 αυτής, ενώ δέχθηκε την αγωγή κατ’ουσίαν, ως προς τη δεύτερη εναγομένη, με το σκεπτικό ότι δεν κατέβαλε την οφειλομένη επιμέλεια στην εκτέλεση της εντολής ζημιώνοντας την εντολέα της ενάγουσα, κατά το ποσό του ασφαλίσματος, το οποίο την υποχρέωσε να καταβάλει. Περαιτέρω, κήρυξε απαράδεκτη τη συζήτηση της πρόσθετης παρεμβάσεως αναφορικά με την πρώτη εναγομένη – καθής η πρόσθετη παρέμβαση, λόγω έλλειψης επίδοσης και την έκανε δεκτή, ως προς τη δεύτερη εναγομένη.

Κατά της ως άνω οριστικής αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, καθόσον αφορά την απορριπτική της διάταξη, παραπονείται η ηττηθείσα ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεση της, για τους αναφερόμενους λόγους, που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή εφαρμογή του ελληνικού νόμου και ερμηνεία του και σε εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν και ζητεί να εξαφανιστεί η προσβαλλομένη απόφαση, κατά το προσβαλλόμενο μέρος, ώστε η ως άνω αγωγή να γίνει δεκτή καθ’ολοκληρίαν και ως προς την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία. Επί της εφέσεως αυτής και της συνεκδικαζομένης από 26.8.2014 με αριθμό καταθέσεως ……/2014 έφεσης της προσθέτως παρεμβαίνουσας, εκδόθηκε η με αριθμό 295/2015 απόφαση του Δικαστηρίου τούτου, συντιθέμενου από έτερους Δικαστές, με την οποία, απορρίφθηκε, ως απαράδεκτη η δεύτερη έφεση και, όσον αφορά την πρώτη, αφού κρίθηκε ότι στο γερμανικό δίκαιο υπάγεται όχι μόνο η κύρια σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως (σε συνδυασμό με το αγγλικό αναφορικά με τις Ρήτρες του Ινστιτούτου Ασφαλιστών Λονδίνου για σκάφη αναψυχής), αλλά και οι σχέσεις τόσο μεταξύ των εναγομένων εταιρειών, όσο και μεταξύ της ενάγουσας και της δεύτερης εναγομένης, εξαφανίστηκε η εκκαλουμένη και αναδικάστηκε η αγωγή, κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της έφεσης, κατά το κύριο μέρος του για το εφαρμοστέο δίκαιο και των αιτιάσεων, που περιέχονται στους δεύτερο και τρίτο λόγους, περί κακής εκτίμησης των αποδείξεων και με τις παραδοχές ότι η δεύτερη εναγομένη ενήργησε με την ιδιότητα της ασφαλιστικής μεσίτριας, όπως αυτή διατυπώνεται στην Οδηγία 2002/92 Ε.Κ. του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, που αποτελεί εσωτερικό δίκαιο τόσο της Ελλάδας όσο και της Γερμανίας και ότι δεν είχε εξουσία αντιπροσώπευσης της πρώτης εναγομένης, η οποία αρνήθηκε να καταβάλει το ασφάλισμα δικαιούμενη να αποστεί από την σύμβαση, λόγω της αναδρομικής ακυρώσεως της, εξαιτίας του ότι δεν πληροφορήθηκε την μεταβολή του προσώπου της πλοιοκτήτριας, ούτε συναίνεσε σ’αυτήν, ακολούθως, απέρριψε, ως ουσιαστικά αβάσιμη, την αγωγή, ως προς την πρώτη εναγομένη-εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία. Κατά της αποφάσεως αυτής η ηττηθείσα ενάγουσα-εκκαλούσα άσκησε την από 19.7.2016 με αριθμό εκθέσεως καταθέσεως ……../2016 αίτηση αναιρέσεως, κατ’άρθρο 559 αρ.1 και 19 ΚΠολΔ, μεταξύ άλλων, για παραβίαση των εφαρμοστέων διατάξεων του γερμανικού δικαίου. Επ’αυτής εκδόθηκε η με αριθμό 1931/2017 απόφαση του Δικαστηρίου του Αρείου Πάγου, με την οποία κρίθηκε ότι η προσβαλλομένη με τις, ως άνω, παραδοχές, υπέπεσε στην πλημμέλεια του άρθρου 559 αρ.1 ΚΠολΔ, διότι προέβη σε εσφαλμένη εφαρμογή του ουσιαστικού γερμανικού δικαίου δεχθείσα ότι τα αναφερόμενα σ’αυτήν πραγματικά περιστατικά υπάγονται στις διατάξεις της προμνησθείσας Οδηγίας του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, η οποία δεν αποτελεί τον ουσιαστικό κανόνα δικαίου, αφού έχει ως αντικείμενο την θέσπιση κανόνων για την ανάληψη και την άσκηση δραστηριοτήτων ασφαλιστικής και αντασφαλιστικής διαμεσολάβησης από φυσικά και νομικά πρόσωπα, που είναι εγκατεστημένα ή επιθυμούν να εγκατασταθούν σε κράτος μέλος και την άρση των εμποδίων ως προς την ελεύθερη εγκατάσταση τους και δεν χαρακτηρίζει τις έννομες σχέσεις, που συνδέουν τα πρόσωπα του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, με εκείνα του ασφαλιστή και του ασφαλισμένου, καταλίποντας τούτο στον εθνικό νομοθέτη. Επομένως, εσφαλμένα δέχθηκε η εκκαλουμένη ότι η διάταξη του ουσιαστικού δικαίου είναι το περιεχόμενο της Οδηγίας, ενώ με αυτήν δεν ρυθμίζεται το κρίσιμο ζήτημα αν η δεύτερη εναγομένη αντιπροσωπεύει την πρώτη εναγομένη και αν η γνώση της ισοδυναμεί με γνώση της ασφαλίστριας και δεν αναφέρεται στην προσβαλλομένη απόφαση, ούτε προκύπτει από το περιεχόμενο της, ότι στήριξε την κρίση της και σε άλλους κανόνες πλην της Οδηγίας και ποιους του εφαρμοστέου γερμανικού ιδιωτικού δικαίου, τους οποίους έπρεπε να εφαρμόσει και δεν το έπραξε, κατά παραδοχή του τρίτου λόγου αναίρεσης, με αποτέλεσμα να αναιρεθεί η αναιρεσιβληθείσα εφετειακή απόφαση και να παραπεμφθεί η υπόθεση προς περαιτέρω εκδίκαση στο ίδιο Εφετείο, συγκροτούμενο από άλλους Δικαστές.

Τα ανωτέρω κριθέντα από την αναιρετική και παραπεμπτική ως άνω απόφαση του Αρείου Πάγου δεσμεύουν, ενόψει των ρηθέντων στην μείζονα υπό στοιχείο  ΙΙ σκέψη, το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής, ως προς το εννοιολογικό περιεχόμενο, που προσέδωσε στο πεδίο εφαρμογής και τους κανόνες που θεσπίζει η Οδηγία 92/2002 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, σχετικά με την ασφαλιστική διαμεσολάβηση, καθόσον αφορά το επιλυθέν από αυτήν νομικό ζήτημα ότι δεν περιέχει κανόνες εφαρμοστέου ουσιαστικού δικαίου, ούτε ρυθμίζει ειδικότερα ζητήματα σχετικά με τις σχέσεις του ασφαλιστή, του διαμεσολαβητή και του ασφαλισμένου, καθώς και αν ο διαμεσολαβητής αντιπροσωπεύει ή όχι τον ασφαλιστή και υπό ποιες προϋποθέσεις, τα οποία κρίνονται από τις εφαρμοστέες διατάξεις των νόμων του κράτους μέλους και δη στην κρινόμενη υπόθεση τους ουσιαστικούς κανόνες του γερμανικού ιδιωτικού δικαίου. Για το λόγο αυτό τα παράπονα περί εσφαλμένης εφαρμογής από την εκκαλουμένη του ελληνικού δικαίου, ως το αρμόζον από το σύνολο των ειδικών συνθηκών και συγκεκριμένα των διατάξεων του Ν.1569/1985 περί διαμεσολαβήσεως στις συμβάσεις ασφαλίσεως, όπως τροποποιήθηκε με τον Ν.2496/1997 περί ασφαλιστικής συμβάσεως και τροποποιήσεων της νομοθεσίας για την ιδιωτική ασφάλιση και των διατάξεων των άρθρων 713, 714, 719, 297, και 330 ΑΚ, όσον αφορά το κρίσιμο ζήτημα της εσωτερικής σχέσης της πρώτης και δεύτερης των εναγομένων, της ιδιότητας υπό την οποία αυτή ενήργησε και της εξ αυτής αντιπροσωπευτικής της εξουσίας, αντί των εφαρμοστέων διατάξεων του γερμανικού ουσιαστικού δικαίου, στο οποίο είχαν υποβληθεί τα μέρη με την ασφαλιστική σύμβαση, που έχουν διατυπωθεί στον πρώτο κύριο λόγο της έφεσης της ενάγουσας-εκκαλούσας, καθόσον αφορούν νομικό ζήτημα υπό την προεκτεθείσα έννοια, καλύπτονται από την κρίση της αναιρετικής απόφασης και εφόσον ο κρινόμενος λόγος έχει γίνει δεκτός, ως αναιρετικός λόγος, τότε το παρόν Δικαστήριο της παραπομπής δεσμεύεται να τον δεχθεί και, ως βάσιμο κατ’ουσίαν, λόγο έφεσης, απορριπτομένου του επικουρικού σκέλους τούτου περί εσφαλμένης ερμηνείας των ελληνικών διατάξεων, ως αβασίμου. Επομένως, η υπόθεση πρέπει περαιτέρω να επανεκδικασθεί κατά το αναιρεθέν και εκκληθέν αυτό κεφάλαιο.

  1. VI. Κατά το γερμανικό δίκαιο, η σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης εξαιρείται του πεδίου εφαρμογής του νόμου περί σύμβασης ασφάλισης (Versicherungsvertragsgesesetz εφεξής VVG) δυνάμει του άρθρου 209 τούτου, σύμφωνα με το οποίο οι διατάξεις του παρόντος νόμου δεν εφαρμόζονται στην αντασφάλιση και στην ασφάλιση έναντι κινδύνων της θαλάσσιας ναυσιπλοΐας. Απουσία άλλης ειδικής ρύθμισης στο γερμανικό δίκαιο, η θαλάσσια ασφάλιση διέπεται από τις γενικές διατάξεις του Αστικού Κώδικα (Burgerliches Gesetzbuch εφεξής BGB) και του Εμπορικού Κώδικα (Handelsgesetzbuch εφεξής HGB). Αν και η ανάλογη εφαρμογή των διατάξεων του νόμου περί ασφαλιστικής σύμβασης αποκλείεται, είναι επιτρεπτή ωστόσο η αναγωγή στις θεμελιώδεις αρχές του δικαίου των ασφαλιστικών συμβάσεων, οι οποίες απορρέουν από την αρχή της καλή πίστης, ανεξαρτήτως αν περιλαμβάνονται σε συγκεκριμένη ρύθμιση της ασφαλιστικής νομοθεσίας. Τέτοιοι είναι, μεταξύ άλλων, οι κανόνες που για την απαλλαγή του ασφαλιστή σε περίπτωση παραβίασης των συμβατικών υποχρεώσεων του ασφαλισμένου απαιτούν υπαιτιότητα του τελευταίου και δη δόλο ή βαριά αμέλεια του (άρθρο 28 VVG). Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 84 και 86 του HGB, που διέπουν και την σύμβαση θαλάσσιας ασφάλισης, ο εμπορικός αντιπρόσωπος (πράκτορας, Handelsvertreter) αναλαμβάνει κατ’επάγγελμα, ως ανεξάρτητος έμπορος, να διαμεσολαβεί ή να συνάπτει συμβάσεις για λογαριασμό άλλου επιχειρηματία, λαμβάνοντας υπόψη τα συμφέροντα του τελευταίου. Στο πλαίσιο αυτό, ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει τη βασική υποχρέωση να παρέχει στον επιχειρηματία τις απαραίτητες πληροφορίες, δηλαδή να τον ενημερώνει χωρίς καθυστέρηση για κάθε διαμεσολάβηση ή σύναψη σύμβασης στην οποία προβαίνει, οποιαδήποτε δε αντίθετη συμφωνία που απαλλάσσει τον εμπορικό αντιπρόσωπο από την υποχρέωση αυτή είναι άκυρη. Ο εμπορικός αντιπρόσωπος έχει αξίωση κατά του επιχειρηματία που εκπροσωπεί για την καταβολή προμήθειας με την οποία αμοίβεται (87επ.HGB). Όμοια διάταξη περιλαμβάνει και η 59 VVG σχετικά με τον ασφαλιστικό πράκτορα (Versicherungsverterer), ο οποίος αποτελεί την μία εκ των δύο κατηγοριών ασφαλιστικού διαμεσολαβητή (Versicherungsvermittler), ενώ την έτερη, σύμφωνα με την ίδια διάταξη, αποτελεί ο ασφαλιστικός μεσίτης (Versicherungsmakler). Ανάλογου περιεχομένου είναι η διάταξη 93 του όγδοου κεφαλαίου του γερμανικού εμπορικού κώδικα (HGB), που αναφέρεται στον μεσίτη εμπορικών συμβάσεων (Handelsmakler) και ορίζει ότι όποιος αναλαμβάνει κατ’επάγγελμα για λογαριασμό άλλου, χωρίς ο τελευταίος να του το αναθέτει κατά τρόπο μόνιμο βάσει συμβατικής σχέσης, τη διαμεσολάβηση για τη σύναψη συμβάσεων αγοράς ή πώλησης αγαθών ή τίτλων σχετικά με ασφαλίσεις, μεταφορές εμπορευμάτων, ενοικιάσεις σκαφών ή άλλων αντικειμένων εμπορικών συναλλαγών, έχει τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις του μεσίτη εμπορικών συμβάσεων. Οι διατάξεις του παρόντος κεφαλαίου δεν εφαρμόζονται στην διαμεσολάβηση άλλων, πλην των προαναφερθεισών συναλλαγών, ιδίως σε συναλλαγές επί ακινήτων, ακόμη και αν η διαμεσολάβηση διεξάγεται από μεσίτη εμπορικών συναλλαγών, ενώ εφαρμόζονται επίσης όταν οι δραστηριότητες του μεσίτη εμπορικών συναλλαγών δεν απαιτούν, από άποψη τύπου ή εμβέλειας, επιχειρηματική δραστηριότητα που διεξάγεται με εμπορικό τρόπο. Ειδικότερα, ο μεσίτης εμπορικών συμβάσεων αναλαμβάνει τη διαμεσολάβηση για τη σύναψη συμβάσεων για τον εντολέα του. Σύμφωνα με τις διατάξεις τόσο του γερμανικού εμπορικού κώδικα, όσο και του ασφαλιστικού νόμου, ο ασφαλιστικός μεσίτης δύναται να μεσολαβεί κατ’εντολή όχι μόνο του ασφαλισμένου αλλά και του ασφαλιστή, στην περίπτωση δε αυτή, αν δεν συμφωνηθεί άλλως μεταξύ των μερών, κάθε μέρος καταβάλει το ήμισυ της αμοιβής του. Κατά την νομολογία του γερμανικού Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου (Bundesgerichtshof – BGB), η απόδοση της γνώσης του ασφαλειομεσίτη στον ασφαλιστή προϋποθέτει ότι ενήργησε για λογαριασμό του ασφαλιστή όταν έλαβε την αίτηση ασφάλισης υπό την ιδιότητα του αντιπροσώπου τούτου. Εάν όμως αυτός ενήργησε ως εκπρόσωπος του υποψήφιου ασφαλισμένου στις συναλλαγές του με τον ασφαλιστή, τότε από νομική άποψη βρίσκεται στην πλευρά του λήπτη της ασφάλισης και η γνώση του ασφαλιστικού μεσίτη θα πρέπει να αποδίδεται στον ασφαλισμένο, κατ’αναλογική εφαρμογή του άρθρο 166 παρ.1 Αστικού Κώδικα (BGB), που ορίζει ότι όταν οι έννομες συνέπειες μιας δήλωσης βούλησης επηρεάζονται από την έλλειψη βουλήσεως ή την γνώση ή την εποικοδομητική ειδοποίηση ορισμένων περιστάσεων, λαμβάνεται υπόψη το πρόσωπο του αντιπροσώπου και όχι του αντιπροσωπευομένου. Για το ζήτημα της απόδοσης της γνώσης είναι ουσιώδες να υπήρχε σαφής κατανομή των ρόλων κατά την έναρξη και τη λήξη της ασφαλιστικής σύμβασης. Συνεπώς, θα πρέπει πάντοτε να προσδιορίζεται για το συμφέρον ποίου έχει ενεργήσει ο διαμεσολαβητής, ούτως ώστε η γνώση του θα αποδοθεί σ’αυτόν για τα συμφέροντα του οποίου, ο ασφαλειομεσίτης ενήργησε, δηλαδή είναι εξεταστέο εντός της σφαίρας ποιου μέρους ενεργεί (Αποφάσεις του Ανώτατου Ομοσπονδιακού Δικαστηρίου της 19.9.2001 IV ZR 235/00 και της 12.3.2014 IV ZR 306/13). Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 278 του γερμανικού Αστικού Κώδικα, που επιγράφεται ευθύνη του οφειλέτη για τρίτους, ο οφειλέτης ευθύνεται για πταίσμα του νομίμου αντιπροσώπου του και των προσώπων που χρησιμοποιεί για την εκπλήρωση της υποχρέωσης του, στον ίδιο βαθμό όπως και για δικό του σφάλμα. Σε περίπτωση λοιπόν που ένα προστηθέν πρόσωπο ενεργεί εντός της σφαίρας ενός συμβαλλομένου, η πραγματική γνώση του προστηθέντος θεωρείται τεκμαιρόμενη γνώση του συμβαλλομένου τούτου.

VII. Από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως των διαδίκων, ……….., που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίες περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά συνεδρίασης του Δικαστηρίου τούτου, την υπ’ αριθμ…./28.12.2012 ένορκη βεβαίωση της μάρτυρος, ……, που λήφθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς Μαρίας ……….., κατόπιν νομότυπης κλήτευσης των αντιδίκων (υπ’αριθμ…../14.12.2012 και …./14.12.2012 εκθέσεις επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Πειραιώς ……..), την υπ’αριθμ…../28.12.2012 ένορκη βεβαίωση της ……….., που ελήφθη με επιμέλεια της δεύτερης των εναγομένων, ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………., κατόπιν νομότυπης κλήτευσης της αντιδίκου (υπ’ αριθμ……/18.12.2012 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή του Πρωτοδικείου Αθηνών ………..), και όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που οι διάδικοι νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, είτε στην ελληνική γλώσσα, είτε σε νόμιμη μετάφραση τους στην ελληνική (άρθρο 454 ΚΠολΔ σε συνδ. με άρθρο 53 ν.δ.3026/1954 και ήδη άρθρο 36 παρ. 2 εδ. γ’ Ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»), για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική αναφορά κατωτέρω, χωρίς όμως να έχει παραλειφθεί κάποιο για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004,723), σε συνδυασμό προς τις μερικές μόνον παραδοχές και ομολογίες των διαδίκων, που συνάγονται από τα δικόγραφα τους και εκτιμώνται κατ’ άρθρα 264 εδαφ. β, 352 § 1 και 591 § 1 ΚΠολΔ, αλλά και προς τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως (336 παρ.4 ΚΠολΔ), αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, που ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει του υπ’αριθμ. ΤΚ … ασφαλιστηρίου συμβολαίου, που καταρτίσθηκε μεταξύ αφενός της ενάγουσας, ήδη εκκαλούσας, εταιρείας περιορισμένης ευθύνης με την τότε επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «………» και επιμέρους σκοπό την απόκτηση πλοίων ή πλοιαρίων και εν γένει επαγγελματικών σκαφών αναψυχής, ως και η επί κέρδει εκμετάλλευση αυτών δια της εκναυλώσεως τους, νομίμως εκπροσωπουμένης και  αφετέρου της πρώτης εναγομένης, ήδη εφεσίβλητης, γερμανικής ασφαλιστικής εταιρείας εδρεύουσας στο … της Γερμανίας με την επωνυμία «………..», με την διαμεσολάβηση της δεύτερης εναγομένης εταιρείας με την επωνυμία «……….», με καταστατική έδρα στο Καντόνι … της Ελβετίας και εγκατεστημένο υποκατάστημα στην Ελλάδα στο Παλαιό Φάληρο Αττικής, ασφαλίστηκε το, υπό ελληνική σημαία, ταχύπλοο επιβατηγό-τουριστικό επαγγελματικό πλοίο αναψυχής, με το όνομα «Μ.», ΔΔΣ …, ΔΣΠ …, νηολογίου Πειραιώς, με αριθμό …., κατασκευασμένο από ενισχυμένο πλαστικό GRP, με τρεις μηχανές τύπου «DEUTZ» ιπποδυνάμεως 1400 ΗΡ, κοχ 147,74, κκχ 92,99, ολικού μήκους 29,24 μέτρων, μήκους νηολογήσεως 28,46 μέτρων, πλάτους νηολογήσεως 6,10 μέτρων και βάθους νηολογήσεως 3,1 μέτρων, πλοιοκτησίας της, τόσο για την απώλεια και ζημία του κύτους, των μηχανών και του εξοπλισμού του σκάφους (hull & machinery & materials), καθώς και οτιδήποτε συνδέεται με αυτά, χωρίς να εξαιρείται τίποτα, μέχρι του ποσού των 1.900.000 ευρώ, με απαλλαγή του ασφαλιστή ποσού 10.000 ευρώ, όσο και για την αστική ευθύνη έναντι τρίτων μέχρι του ποσού των 1.000.000 ευρώ, αρχικά για χρονικό διάστημα δώδεκα μηνών από 1.1.2007 ώρα 12.00 μεσημβρινή, εκδοθέντος του με στοιχεία ΤΚ …………. πιστοποιητικού ασφαλίσεως και κατόπιν ανανέωσης της ασφάλισης για τον ακόλουθο χρόνο, από 1.1.2008, 12.00 μεσημβρινή, σύμφωνα με τους επισυναπτόμενους στο ασφαλιστήριο γενικούς και ειδικούς όρους, περιλαμβανομένων και των στερεότυπων όρων ασφαλίσεως σκαφών αναψυχής, που περιλαμβάνονται τόσο στις Ρήτρες του Ινστιτούτου των Ασφαλιστών του Λονδίνου για Σκάφη Αναψυχής της 1.11.1985 (Institute Yacht Clauses 1.11.1985), με διαγραφή ορισμένων και τροποποίηση της ρήτρας 19.4 για το σύστημα πυρόσβεσης ώστε να μην περιλαμβάνει τις φράσεις «χώρος δεξαμενής» και «μαγειρείο», όσο και στις Ρήτρες του Ινστιτούτου για Ταχύπλοα Σκάφη (Institute Speed Boat Clauses), συμφωνηθέντων και πρόσθετων καλύψεων, μεταξύ άλλων, της Ρήτρας Επέκτασης Ασφάλισης Κάλυψης Μηχανικών Βλαβών (Machinery Damage Extension Clause), που αποτελούν αναπόσπαστο μέρος του συμβολαίου, συμφωνηθέντος, αναφορικά με τις εν λόγω ρήτρες του Ινστιτούτου, η ασφάλιση να διέπεται από το αγγλικό δίκαιο και την πρακτική, ενώ κατά τα λοιπά επιλέχθηκε, ως εφαρμοστέο δίκαιο το γερμανικό και η υπαγωγή στα Ελληνικά Δικαστήρια, ως έχοντα διεθνή δικαιοδοσία για τις μέλλουσες να προκύψουν διαφορές. Τα συνολικά ετήσια ασφάλιστρα ορίστηκαν για το πρώτο έτος στο ποσό των 12.000 € και για το δεύτερο αυξήθηκαν σε  13.140 ευρώ, καταβλητέα σε δύο εξαμηνιαίες ισόποσες δόσεις.

Ειδικότερα, αποδεικνύεται ότι, η δεύτερη εναγομένη ελβετική εταιρεία, που σύμφωνα με το άρθρο 2 του καταστατικού της, είχε ως σκοπό την διαμεσολάβηση, την ναύλωση και την διαχείριση θαλαμηγών και διατηρούσε γραφείο στο Παλαιό Φάληρο, ενόσω ακόμα δεν είχε λάβει νόμιμη άδεια εγκατάστασης υποκαταστήματος στην Ελλάδα, που έλαβε χώρα στις 7.5.2009 με την καταχώρηση της στο Μητρώο Ανωνύμων Εταιρειών της Νομαρχίας Αθηνών με ΑΡΜΑΕ 68074/01ΝΤ/Β/09/68 και χορήγηση της σχετικής αδείας, τηρουμένων των διατυπώσεων δημοσιότητας (ΦΕΚ 3441/15.5.2009) και ενώ δήλωνε στην αρμόδια Δ.Ο.Υ. ΦΑΕΕ «Έλλειψη δραστηριότητας, λόγω δραστηριότητας μόνο εκτός Ελλάδας», καθώς επίσης δεν είχε εγγραφεί στο τηρούμενο Μητρώο του Επαγγελματικού Επιμελητηρίου Αθηνών κατά τα έτη 2007 και 2008, σύμφωνα με τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα με αριθμ.πρωτ…../15.5.2018 και …./635/24.5.2018 οικεία έγγραφα του Προϊσταμένου του Τμήματος Μητρώου της Υπηρεσίας ΓΕΜΗ του ανωτέρω Επιμελητηρίου και επομένως, δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για να ασκεί στην Ελλάδα την δραστηριότητα του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, εντούτοις δια του εκπροσώπου της, ………, προσέγγισε τον τότε εκπρόσωπο της ενάγουσας εταιρείας, ……….., ενεργώντας για λογαριασμό της ενάγουσας γερμανικής ασφαλιστικής εταιρείας, με την οποία συνεργάζονταν από το 2006 και τον έπεισε να συνάψει  την επίδικη σύμβαση ασφάλισης του εν λόγω επαγγελματικού σκάφους, που μέχρι τότε ήταν ασφαλισμένο στην ασφαλιστική εταιρεία «……». Συγκεκριμένα η δεύτερη εναγομένη, βάσει της έννομης σχέσης, που την συνέδεε με την πρώτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, όπως αποτυπώνεται στην από 29.4.2008 σύμβαση, που επιγράφεται «Υπόσχεση για την καταβολή προμήθειας» (Promise to pay brokerage), είχε αναλάβει με την ιδιότητα του μεσίτη (Makler/Broker), υπό την έννοια των διατάξεων 93επ. του γερμανικού Εμπορικού Κώδικα (HGB), την διαμεσολάβηση για την σύναψη συμβάσεων ασφάλισης, για λογαριασμό της συμβαλλομένης εναγομένης γερμανικής ασφαλιστικής εταιρίας, στους κλάδους ασφάλισης της περί ζημιών σκαφών και αστικής ευθύνης σκαφών, η οποία διατήρησε το δικαίωμα να αποδέχεται ή να απορρίπτει τις αιτήσεις ασφάλισης, που υποβάλλονταν από την εναγομένη μεσίτρια, έναντι προμήθειας για τις συμβάσεις, που γίνονταν αποδεκτές, καταβαλλομένης από την πρώτη εναγομένη, σύμφωνα με τον επισυναπτόμενο πίνακα προμηθειών και τους όρους περί προμήθειας της συμβαλλομένης ασφαλίστριας. Επίσης, ανατέθηκε στην μεσίτρια, εναγομένη, η είσπραξη των ασφαλίστρων, σύμφωνα με τις διατάξεις της συνημμένης συμφωνίας είσπραξης. Στα πλαίσια της ανατεθειμένης εξουσίας από την πρώτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, στην δεύτερη εναγομένη, αυτή με την ιδιότητα του μεσίτη ασφαλίσεων ενεργώντας για λογαριασμό της πρώτης και προς εξυπηρέτηση των συμφερόντων αυτής, συμπλήρωσε, με βάση τις δηλώσεις της υποψήφιας ασφαλισμένης ενάγουσας, σε έντυπο φέρον τον διακριτικό της τίτλο «…………», την πρόταση ασφαλίσεως («Yacht Insurance Proposal Form») της ενάγουσας προς την πρώτη εναγομένη, στην οποία την υπέβαλε η δεύτερη εναγομένη, αυτή δε την αποδέχθηκε, με αποτέλεσμα να καταρτισθεί η επίδικη σύμβαση ναυτικής ασφαλίσεως για το έτος 2007. Ακολούθως, η δεύτερη εναγομένη απέστειλε στην ενάγουσα το προσωρινό πιστοποιητικό ασφάλισης («certificate of insurance»), επιφυλασσομένη για την αποστολή του γνησίου πιστοποιητικού ασφαλίσεως («original insurance policy») κατόπιν εκδόσεως του από την πρώτη εναγομένη, καθώς επίσης σχετική έγγραφη υπόμνηση οφειλής («debit note») των ασφαλίστρων σε δύο εξαμηνιαίες δόσης, η μεν πρώτη πληρωτέα εντός προθεσμίας 30 ημερών από την έναρξη της σύμβασης, η δε δεύτερη εντός προθεσμίας έξι μηνών με κατάθεση στον αναφερόμενο τραπεζικό λογαριασμό της δεύτερης εναγομένης σε ελβετική τράπεζα. Ενόψει ανανέωσης της ασφαλιστικής κάλυψης για το επόμενο κρίσιμο έτος 2008, η δεύτερη εναγομένη απέστειλε στις 21.12.2007 τηλεομοιοτυπικώς στην ενάγουσα το από 6.12.2007 αποδεικτικό ασφαλίσεως («certificate of insurance»), διάρκειας 12 μηνών από 1.1.2008, με αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου και σχετική υπόμνηση εξόφλησης της οφειλής ομοίως με κατάθεση στον τραπεζικό της λογαριασμό στην Ελβετία, επιφυλασσομένη για την αποστολή του πρωτότυπου πιστοποιητικού ασφαλίσεως, που απέστειλε στην ενάγουσα με την από 1.2.2008 επιστολή της, μετά την έκδοση του από την πρώτη εναγομένη με ημερομηνία 3.1.2008. Σημειωτέον ότι, τόσο κατά το στάδιο των διαπραγματεύσεων για την κατάρτιση της επίδικης ασφαλιστικής σύμβασης, όσο και κατά την σύναψη της, αλλά και καθ’όλη την διάρκεια της και ανανέωσης της κατά τον κρίσιμο χρόνο, η ενάγουσα ουδέποτε είχε επικοινωνία απευθείας με τα όργανα της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, αλλά για όλα τα ζητήματα κατά τις διαπραγματεύσεις, την σύναψη και την εκτέλεση της ασφαλιστικής σύμβασης, απευθυνόταν σ’αυτήν μέσω της  δεύτερης, που εμφανιζόταν, ως εκπρόσωπος της πρώτης, εξουσιοδοτημένη από αυτήν να λαμβάνει δηλώσεις και γνωστοποιήσεις της ασφαλισμένης ενάγουσας προς την ασφαλιστική εταιρεία, περιλαμβανομένης και της αναγγελίας επέλευσης ασφαλιστικού κινδύνου, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση και εκτίθεται κατωτέρω, χωρίς ουδέποτε να έχει αμφισβητηθεί η εξουσία αυτή της δεύτερης εναγομένης. Τα αποδειχθέντα, ως άνω, πραγματικά περιστατικά, αποδίδουν αφενός μεν ότι, μεταξύ της πρώτης εναγομένης εφεσίβλητης ασφαλιστικής εταιρείας και της δεύτερης εναγομένης εταιρίας, υπήρχε σύμβαση μεσιτείας, αφετέρου δε ότι κατά τη λειτουργία αυτής της σύμβασης για την εκτέλεση των εξ αυτής συμβατικών υποχρεώσεων, η μεσιτική εταιρία δεύτερη εναγομένη παρείχε διαρκώς υπηρεσίες διεκπεραίωσης των υποθέσεων, που εντάσσονται στον επιχειρησιακό κύκλο δράσης της πρώτης εναγομένης-εφεσίβλητης και προώθησης των επαγγελματικών και οικονομικών συμφερόντων αυτής, ενεργώντας στο πλαίσιο χαλαρής εξάρτησης, εποπτείας και γενικών οδηγιών αυτής, όπως σαφώς συνάγεται από το περιεχόμενο και τους όρους λειτουργίας της μεταξύ τους συμβατικής σχέσης, τον τρόπο εκτέλεσης αυτής, τα χρησιμοποιούμενα έντυπα, την προσυπογραφή από τη μεσιτική εταιρία της αίτησης προς ασφάλιση, την αποδοχή της πρότασης ασφάλισης από την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, την καταβολή απ’αυτήν της αναλογούσης για την διαμεσολάβηση της δεύτερης εναγομένης προμήθειας σύμφωνα με τους όρους της, την έκδοση πιστοποιητικών ασφάλισης εκ μέρους της δεύτερης εναγομένης με βάση τους συμφωνηθέντες όρους με την πρώτη εναγομένη και την παράδοση τους στον ασφαλιζόμενο, την αντικατάσταση του πιστοποιητικού ασφάλισης με το οριστικό συμβόλαιο εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος, αφότου εκδιδόταν και παραδιδόταν σ’αυτήν από την εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία, την είσπραξη των ασφαλίστρων για λογαριασμό της πρώτης εναγομένης με την έκδοση αντίστοιχων παραστατικών, την επιμέλεια τήρησης των προβλεπομένων προθεσμιών, καθώς επίσης την λήψη δηλώσεων της ασφαλισμένης ενάγουσας προς την εναγομένη ασφαλιστική περιλαμβανομένης της αναγγελίας επέλευσης καλυπτόμενου κινδύνου, υποχρεώσεις στις οποίες όφειλε να συμμορφώνεται η εναγομένη μεσιτική εταιρία και εν γένει ήταν επιφορτισμένη με την τακτοποίηση των ασφαλιστικών συμβάσεων της πρώτης εναγομένης, προς εκπλήρωση των ανειλημμένων εξ αυτών υποχρεώσεων της και εξυπηρέτησης των συμφερόντων της και επομένως, οι ενέργειες της εντάσσονταν στο πεδίο δραστηριότητας της πρώτης εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, με την οποία συνδέονταν συμβατικώς και δεν ενεργούσε για το συμφέρον της ενάγουσας ασφαλισμένης εταιρείας. Συνεπώς, τα ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά προσδίδουν στη δεύτερη εναγομένη μεσιτική εταιρία, την ιδιότητα της βοηθού εκπληρώσεως, προστηθείσας από την πρώτη εναγομένη ασφαλιστική επιχείρηση και κατ’ ακολουθία, στηρίζουν την αντικειμενική ευθύνη της τελευταίας για τις πράξεις της προστηθείσας εναγομένης, σύμφωνα με το γερμανικό δίκαιο, καθόσον η εναγομένη γερμανική ασφαλιστική εταιρεία επεκτείνοντας την δραστηριότητα της με την χρησιμοποίηση της δεύτερης εναγομένης στην διεκπεραίωση των υποθέσεων της,  γνωρίζοντας μάλιστα ότι δεν πληρούσε τις προϋποθέσεις για να ασκεί την δραστηριότητα του ασφαλιστικού διαμεσολαβητή, εφόσον δεν είχε εγγραφεί κατά τον κρίσιμο χρόνο στο μητρώο του οικείου Επιμελητηρίου, ούτε σε σχετικό μητρώο άλλου κράτους μέλους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, καθόσον είχε την καταστατική έδρα της στην Ελβετία, ανέλαβε συνάμα τους κίνδυνους για τις πράξεις ή τις παραλείψεις εκείνης, που συνδέονται με την δραστηριότητα, που της είχε αναθέσει στα πλαίσια εκπλήρωσης της παροχής της και ανάγονται στην σφαίρα δράσης της και τις υποχρεώσεις της έναντι της ασφαλισμένης ενάγουσας, απορριπτομένων των περί του αντιθέτου ισχυρισμών της, ως ουσιαστικά αβασίμων.

Περαιτέρω, από τα, ως άνω, αποδεικτικά μέσα αποδεικνύεται ότι, ενώ η σύμβαση ασφαλίσεως ήταν σε ισχύ, δυνάμει του υπ’ αριθμ……/11.6.2008 συμβολαίου της συμβολαιογράφου Αθηνών ………., που καταχωρήθηκε με αριθμούς ../2008 (γενικό) και …/2008 (ειδικό) στα βιβλία εταιρειών του Πρωτοδικείου Αθηνών και δημοσιεύθηκε νόμιμα στο φύλλο ΑΕ και ΕΠΕ της ΕτΚ (ΦΕΚ4456/17.6.2008), οι τότε εταίροι της ενάγουσας, ……. και η σύζυγος του, ………, μεταβίβασαν τα εταιρικά τους μερίδια, λόγω πωλήσεως, στον ……….. και αποχώρησαν από την εταιρεία, η οποία, ως εκ του γεγονότος τούτου, μετατράπηκε σε μονοπρόσωπη, με την επωνυμία «……….» και τον διακριτικό τίτλο «………..». Το γεγονός αυτό της αλλαγής της διοίκησης της ασφαλισμένης ενάγουσας εταιρείας, δια της μεταβιβάσεως όλων των εταιρικών μεριδίων στο ανωτέρω πρόσωπο, που πλέον διοικεί και εκπροσωπεί την ενάγουσα και της αλλαγής της εταιρικής της μορφής, κατέστησαν αμέσως γνωστά από την ενάγουσα εταιρεία δια του τότε εκπροσώπου της, …. ., στη δεύτερη εναγομένη με την ιδιότητα της, ως ενεργούσης για λογαριασμό της πρώτης και εξουσιοδοτημένης να λαμβάνει δηλώσεις της ασφαλισμένης προς την εναγομένη ασφαλίστρια, αφενός με προφορική ενημέρωση για την επικείμενη αλλαγή του ελέγχου της πλοιοκτήτριας εταιρείας, του εκπροσώπου του γραφείου της στην Ελλάδα, ………… και αφετέρου με την παράδοση σ’αυτόν, κατ’απαίτηση του, τόσο του από 10.5.2008 σχετικού προσυμφώνου, όσο και του οριστικού συμβολαίου μεταβίβασης των εταιρικών μεριδίων και της σχετικής τροποποίησης του καταστατικού, ο οποίος μάλιστα παρευρέθηκε, ως προσκεκλημένος, μεταξύ άλλων, σε σχετική εκδήλωση, που έλαβε χώρα επί του πλοίου τα τέλη Ιουνίου 2008 για την παρουσίαση των χώρων του μετά από ανακαίνιση του, αλλά και για τη γνωριμία με τον νέο πλοιοκτήτη. Το ασφαλιστικό αυτό βάρος της ενάγουσας προς ενημέρωση της ασφαλίστριας, στην περίπτωση αλλαγής των προσώπων που ελέγχουν την ασφαλισμένη πλοιοκτήτρια εταιρεία, στο οποίο κατά τα ανωτέρω ανταποκρίθηκε, απέρρεε από την ρήτρα 8 των Ρητρών του Ινστιτούτου για Ασφάλιση Σκαφών Αναψυχής, που αποτελούσε συμβατικό όρο με την ενσωμάτωση τούτων, πλην ορισμένων διαγραφών, στην ασφαλιστική σύμβαση, με ρητή πρόβλεψη, ως προς αυτές, ότι η παρούσα ασφάλιση υπόκειται στο αγγλικό δίκαιο και την πρακτική, γεγονός που δεν αντίκειται με το γερμανικό δίκαιο, που είχε συμφωνηθεί, ως εφαρμοστέο. Ειδικότερα, με την εν λόγω ρήτρα,  που επιγράφεται «Αλλαγή της πλοιοκτησίας» και σημειώνεται ότι θα υπερισχύει οποιασδήποτε αντίθετης διάταξης, προβλέπεται ότι σε περίπτωση που  το πλοίο πουληθεί ή μεταβιβαστεί σε νέα ιδιοκτησία, ή εφόσον το πλοίο ανήκει σε εταιρεία, στην περίπτωση που υπάρξει αλλαγή σ’αυτούς που ελέγχουν την εταιρεία, τότε εκτός εάν οι ασφαλιστές συμφωνήσουν εγγράφως να συνεχίσουν την ασφάλιση, η ασφάλιση αυτή θα καταστεί άκυρη από τη στιγμή αυτής της πώλησης, μεταβίβασης ή αλλαγής και θα δοθεί μια αναλογική ημερήσια καθαρή επιστροφή ασφαλίστρου, η οποία υπολογίζεται επί του ασφαλίστρου που έχει χρεωθεί για την περίοδο της ενεργούς υπηρεσίας ή/και την περίοδο του παροπλισμού.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι, στις 31.8.2008 και περί ώρα 07:05΄, το πλοίο της ενάγουσας απέπλευσε από το λιμάνι των Σπετσών με προορισμό τη μαρίνα Καλαμακίου, έχοντας πενταμελές πλήρωμα και έξι αλλοδαπούς επιβάτες, που είχαν ναυλώσει το σκάφος για τουρισμό στα νησιά του Αργοσαρωνικού από τις 29.8.2008 έως και 31.8.2008. Την 08:40΄ ώρα και ενώ έπλεε τρία περίπου ναυτικά μίλια ανατολικά της νησίδας «Μόδι» της νήσου Πόρου, εκδηλώθηκε πυρκαϊά στο μηχανοστάσιο του, η οποία, παρά τις προσπάθειες του πληρώματος με τη χρήση των πυροσβεστικών μέσων του πλοίου, αλλά και τη συνδρομή άλλων δυνάμεων με ίδια πυροσβεστικά μέσα, δεν κατέστη δυνατό να κατασβεσθεί και οδήγησε στη βύθιση του πλοίου περί ώρα 12:00΄ λίγο νοτιότερα από το σημείο της αρχικής εκδηλώσεως της πυρκαϊάς και σε βάθος περίπου 241 μέτρων. Ειδικότερα, περί ώρα 08.40 ο Α΄ μηχανικός, αφού αντιλήφθηκε από το διαμέρισμα ελέγχου του μηχανοστασίου ένδειξη υψηλής θερμοκρασίας και εκπομπής καυσαερίων σ’αυτό, κατευθύνθηκε στο μηχανοστάσιο, όπου όταν άνοιξε την θύρα είδε τις φλόγες και πυκνούς καπνούς. Έκλεισε την θύρα και ενημέρωσε τον κυβερνήτη που βρισκόταν στην γέφυρα. Αυτός μείωσε τις στροφές των κύριων μηχανών στο «κράττει» (ρελαντί) και έσπευσε στο μηχανοστάσιο, όπου ο Α΄μηχανικός συνεπικουρούμενος από μέλος του πληρώματος επιχειρούσε με πυροσβεστήρες να κατασβήσει την φωτιά από την έξοδο κινδύνου του μηχανοστασίου, αλλά διαπίστωσε ότι αυτή είχε επεκταθεί σε όλο τον χώρο του μηχανοστασίου και καιγόταν ο ανεμιστήρας της δεξιάς κύριας μηχανής. Στην συνέχεια επανήλθε στην γέφυρα και έσβησε τελείως τις μηχανές, χωρίς όμως η δεξιά να υπακούει, η οποία, όπως τελικά διαπιστώθηκε, είχε αποτελέσει την εστία της φωτιάς πιθανότατα από βλάβη, ενώ είχε ήδη ενημερώσει το Λιμεναρχείο Πόρου και συγκέντρωσε τους επιβάτες στην γέφυρα, τους εφοδίασε με ατομικά σωσίβια και διέταξε την καθαίρεση των σωσίβιων λέμβων (2 σχεδίες και 1 λέμβο). Στην λέμβο επιβιβάστηκαν με ασφάλεια πέντε επιβάτες με ένα μέλος του πληρώματος, που τους οδήγησε στον λιμένα Πόρου. Ακολούθως, έκλεισαν τους ανεμιστήρες του μηχανοστασίου και ο Α΄ μηχανικός ενεργοποίησε το μόνιμο σύστημα CO2 του μηχανοστασίου, πλην όμως ούτε αυτή η ενέργεια απέδωσε, ενώ δεν μπορούσε να χρησιμοποιηθεί η ηλεκτροκίνητη αντλία νερού γιατί είχε σημειωθεί ολική απώλεια ηλεκτρικής ισχύος. Κατόπιν ο κυβερνήτης έδωσε εντολή στο πλήρωμα και στην εναπομείνασα επιβάτη να φορέσουν σωσίβια και να εγκαταλείψουν το σκάφος, οι οποίοι συμμορφώθηκαν επιβιβαζόμενοι με τον κυβερνήτη περί ώρα 09.50 στην λάντζα «Λ.», που είχε προστρέξει σε βοήθεια και απομακρύνθηκαν παρακολουθώντας το φλεγόμενο «Μ.» μέχρι την βύθιση του. Το ατύχημα αυτό, κατά το οποίο δεν υπήρξε βλάβη ή απώλεια ανθρώπινης ζωής, αλλά είχε σαν συνέπεια την ολική απώλεια του ασφαλισμένου σκάφους, εξαιτίας του καλυπτόμενου κινδύνου της πυρκαϊάς, αυθημερόν γνωστοποιήθηκε από την ενάγουσα στην εναγόμενη ασφαλιστική, μέσω της δεύτερης εναγομένης. Η πρώτη εναγομένη έκανε εξαρχής γνωστή τη θέση της, μέσω της δεύτερης εναγομένης, ότι δεν μπορεί να προβεί σε καταβολή του ασφαλίσματος πριν λάβει το πόρισμα του Ανακριτικού Συμβουλίου Ναυτικών Ατυχημάτων, ως αρμόδια κρατική αρχή  και διερευνήσει με δικούς της ειδικούς τα αίτια του ατυχήματος, αναθέτοντας μάλιστα στη δεύτερη εναγομένη τον ορισμό πραγματογνώμονα και την παροχή σ’αυτόν οδηγιών. Η δεύτερη εναγομένη συμμορφούμενη με την εντολή και τις οδηγίες της πρώτης εναγομένης ανέθεσε στην τεχνική εταιρεία «……..” (. ….), από ετών συνεργάτη της εναγομένης γερμανικής ασφαλιστικής εταιρείας, να επιληφθεί της διερεύνησης του ατυχήματος για λογαριασμό της τελευταίας. Την έρευνα των συνθηκών και των αιτίων του ατυχήματος ενήργησαν οι επιθεωρητές της «..», …….., ναυπηγός και ………., μηχανικός, που εξετάστηκε ως μάρτυρας της πρώτης εναγομένης ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, οι οποίοι συνέταξαν την από 27.1.2010 τεχνική έκθεση για το συμβάν, όπου αναφέρεται ότι ενήργησαν σύμφωνα με τις οδηγίες, κατά την από 31.8.2008 τηλεπικοινωνία με την δεύτερη εναγομένη αντιπρόσωπο των ασφαλιστών στην Ελλάδα («Instructions: As per telecom from “………..” underwriters’ representative in  Greece dated 31st August, 2008”). Δεν κατέληξαν σε υπαίτιες πράξεις και παραλείψεις κάποιου προσώπου για το ατύχημα, ούτε εξακρίβωσαν τα αίτια, που το προκάλεσαν, παρεκτός επισήμαναν την έλλειψη λειτουργικότητας του συστήματος πυρανίχνευσης και παρακολούθησης του μηχανοστασίου μέσω κλειστού κυκλώματος καμερών, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι υπήρξε καθυστέρηση στον εντοπισμό της φωτιάς, που έγινε άμεσα αντιληπτή από τον Α΄ μηχανικό. Εξάλλου, το Ανώτατο Συμβούλιο Ναυτικών Ατυχημάτων (Α.Σ.Ν.Α.) με την υπ’αριθμ……/30.4.2009 έκθεση του, χαρακτήρισε το συμβάν, ως ναυτικό ατύχημα, κατά την έννοια του άρθρου 1 ν.δ.712/1970 «περί διοικητικού ελέγχου του ναυτικού ατυχήματος», οφειλόμενο σε ανεξακρίβωτα αίτια και δεν καταλόγισε υπαιτιότητα στα μέλη του πληρώματος και τον νόμιμο εκπρόσωπο της ενάγουσας εταιρείας, ούτε για την πρόκληση της πυρκαϊάς, ούτε για την επέκταση της. Το σκάφος ήταν εφοδιασμένο με επιπλέον των προβλεπομένων πυροσβεστικά μέσα, τα οποία σύμφωνα με το από 6.5.2008 Πρωτόκολλο Γενικής Επιθεώρησης, του Ελληνικού Νηογνώμονα, διαπιστώθηκε ότι πληρούσαν τις απαιτήσεις των κανονισμών και ισχυουσών διατάξεων και διατηρούνταν σε ικανοποιητική κατάσταση. Ειδικότερα, το πλοίο διέθετε κεντρικό σύστημα πυρόσβεσης CO2 στο μηχανοστάσιο, εκ της κατασκευής του, με εξόδους ψεκασμού πάνω από τις κύριες μηχανές, φιάλες CO2 που ήταν τοποθετημένες στο διαμέρισμα πηδαλιουχίας, επτά φορητούς πυροσβεστήρες κόνεως και ηλεκτρική αντλία θαλασσινού νερού. Το γεγονός ότι υπήρχε εγκατεστημένο κεντρικό αυτόματο σύστημα πυρόσβεσης CO2 στο χώρο του μηχανοστασίου και όχι χειροκίνητο και επιπλέον στους χώρους της δεξαμενής και του μαγειρείου, αν και οι τελευταίοι, όπως προαναφέρθηκε, είχαν απαλειφθεί από την επίμαχη ρήτρα 19.4, προκύπτει ιδίως από την επισκόπηση της πρότασης προς ασφάλιση στο αγγλικό κείμενο, που εμφανώς έχει μαρκαριστεί το αντίστοιχο χωρίο, σε συνδυασμό με την σε ανύποπτο χρόνο συνταχθείσα από 14.5.2008 έκθεση της εταιρείας “……….” για την εκτίμηση της αξίας του σκάφους, όπου αναφορικά με τα πυροσβεστικά μέσα εναργώς σημειώνεται ότι το σκάφος, εκτός άλλων, διαθέτει αυτόματο κεντρικό σύστημα πυρόσβεσης στο χώρο του μηχανοστασίου. Επομένως, η εναγομένη-εφεσίβλητη ασφαλιστική εταιρεία γνώριζε κατά τον χρόνο της καταρτίσεως της επίμαχης σύμβασης και ακολούθως κατά την ανανέωση της, την εγκατάσταση του αναγκαίου, προς πλήρωση του εν λόγω εγγυητικού όρου, μόνιμου συστήματος πυρόσβεσης στο σκάφος και ουδόλως υποστηρίζει την απόκρυψη ή την πλανημένη απεικόνιση με ψευδείς δηλώσεις ή στοιχεία από την ενάγουσα του κρίσιμου ουσιώδους αυτού περιστατικού, από το οποίο εξαρτιόταν η κάλυψη του ασφαλιστικού κινδύνου της πυρκαϊάς. Εξάλλου, δεδομένου ότι το υλικό καταιονισμού ήταν διοξείδιο του άνθρακα (CO2), δεν ήταν ενδεδειγμένη η αυτόματη λειτουργία του συστήματος πυρόσβεσης, καθόσον αυτό θα μπορούσε να αποβεί άκρως επικίνδυνο και μοιραίο για τη ζωή των μελών του πληρώματος, που θα βρίσκονταν στο μηχανοστάσιο, λόγω της αιφνίδιας μεταβολής της υψηλής θερμοκρασίας του χώρου, σε θερμοκρασία κάτω του μηδενός, αλλά και για την βλάβη των μηχανών, γι’αυτό και ενεργοποιούνταν εκτός του μηχανοστασίου, ενώ υπήρχε σύστημα ελέγχου από τη θέση πλοήγησης. Ενόψει τούτων, ο ισχυρισμός της εναγομένης-εφεσίβλητης, που προβλήθηκε με τις πρωτόδικες προτάσεις της και επαναφέρεται με τις  προτάσεις της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, περί παραβίασης εκ μέρους της ασφαλισμένης ενάγουσας της υπ’αριθμό 19.4 Ρήτρας του Ινστιτούτου Ασφαλιστών Λονδίνου για σκάφη αναψυχής της 1.11.1985, που αποτελεί συμβατικό όρο και προβλέπει ότι η επίδικη ασφαλιστική σύμβαση δεν καλύπτει την απαίτηση, που προκαλείται ή προκύπτει από φωτιά ή έκρηξη, εκτός αν το πλοίο είναι εφοδιασμένο στο μηχανοστάσιο (ή τον χώρο μηχανής) με αυτόματο ή ελεγχόμενο από τη θέση οδήγησης σύστημα πυρόσβεσης και που είναι σωστά εγκατεστημένο και συντηρημένο σε κατάσταση καλής απόδοσης,  καθόσον δεν υπήρχε δυνατότητα ενεργοποίησης του συστήματος πυρόσβεσης, που ήταν εγκατεστημένο στο μηχανοστάσιο, από την θέση πλοήγησης του σκάφους, με αποτέλεσμα η επίδικη απαίτηση να μην καλύπτεται από την ασφάλιση, πρέπει να απορριφθεί, ως αβάσιμος κατ’ουσίαν.

Μετά την πάροδο περίπου ενός έτους από το συμβάν, ο …….. ζήτησε, ως εκπρόσωπος της ενάγουσας, από τον εκπρόσωπο της δεύτερης εναγομένης, ……….. να οχλήσει πάλι την πρώτη εναγομένη για την καταβολή του ασφαλίσματος, ενόψει της παρόδου ικανού χρονικού διαστήματος και της εκδόσεως της εκθέσεως του Α.Σ.Ν.Α., αντίγραφο της οποίας είχε εν τω μεταξύ παραδοθεί στην δεύτερη εναγομένη, προς γνώση της πρώτης εναγομένης. Τότε για πρώτη φορά η εναγομένη ασφαλιστική με την από 9.9.2009 επιστολή της, ισχυρίστηκε ότι πληροφορήθηκε πριν από λίγες ημέρες για την αλλαγή στον έλεγχο της ενάγουσας εταιρείας, χωρίς να διευκρινίζει από ποιον ακριβώς και επικαλούμενη την ρήτρα 8 του ασφαλιστηρίου προέβη σε αναδρομική ακύρωση τούτου από τον χρόνο της εν λόγω αλλαγής. Η δεύτερη εναγομένη, προς υποστήριξη της πρώτης εναγομένης και επίρρωση του ισχυρισμού τούτης περί μη ενημέρωσης της σχετικά με το προαναφερόμενο κρίσιμο περιστατικό, στην με την ίδια ημερομηνία από 9.9.2009 απαντητική προς αυτήν επιστολή της, που απαιτήθηκε από την τελευταία να αποσταλεί με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο μέχρι συγκεκριμένη ώρα της ίδιας ημέρας, ενόψει απεύθυνσης  της ανωτέρω επιστολής της περί ακύρωσης της ασφαλιστικής σύμβασης, μέσω της δεύτερης εναγομένης, στην ασφαλισμένη ενάγουσα εταιρεία, ισχυρίστηκε ότι και η ίδια δεν είχε ενημερωθεί επισήμως και εγγράφως για την αλλαγή αυτή από την ενάγουσα πριν από την ζημία, εντούτοις γνώριζε ότι ο αρχικός πλοιοκτήτης είχε αλλάξει και θα έπρεπε να έχει ενημερώσει την εναγομένη ασφαλιστική και μολονότι ήταν πάντα επιμελής κατά το παρελθόν προκειμένου να διασφαλίζει ότι η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία είναι πάντα ενημερωμένη για οποιαδήποτε αλλαγή που αφορά τις συμβάσεις ασφάλισης, στην προκειμένη περίπτωση καθυστέρησε να την ενημερώσει και συνέβη το περιστατικό. Επίσης συνηγόρησε ότι η αλλαγή της πλοιοκτησίας δεν επέφερε ουσιαστική μεταβολή στην ασφάλιση, ούτε επηρέασε τον κίνδυνο και λαμβάνοντας υπόψη αυτά θεωρούσε ότι η εναγομένη ασφαλιστική θα πρέπει να έχει συμφωνήσει στην συνέχεια της σύμβασης σημειώνοντας ότι η ασφαλισμένη είναι εντελώς αθώα. Εκ της ανωτέρω απαντητικής επιστολής της δεύτερης εναγομένης, σε συνδυασμό με τα λοιπά αποδεικτικά στοιχεία, καταδεικνύεται εναργώς ο ρόλος της και η δράση της, προς διασφάλιση και εξυπηρέτηση των συμφερόντων της πρώτης εναγομένης και η εξουσία, που της είχε παρασχεθεί απ’αυτήν, να λαμβάνει δηλώσεις, γνωστοποιήσεις και ειδοποιήσεις, για λογαριασμό της, αναφορικά με τα κρίσιμα περιστατικά, που αφορούν τις συμβάσεις ασφάλισης, που συνήπτε η εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία με τους ασφαλισμένους πελάτες της και σχετίζονται με την εκπλήρωση των υποχρεώσεων της και συνεπώς, κατ’αναλογική εφαρμογή του άρθρου 166 παρ.1 του γερμανικού Αστικού Κώδικα (BGB), η γνώση της δεύτερης εναγομένης, μεσίτριας ασφαλίσεων και βοηθού εκπληρώσεως της πρώτης, όσον αφορά την αλλαγή του ελέγχου της πλοιοκτήτριας ενάγουσας εταιρείας και την απόκτηση του από τον νέο εκπρόσωπο της και μοναδικό πλέον εταίρο της, λογίζεται ως γνώση της πρώτης εναγομένης, ευθυνομένης για την υπαίτια παράλειψη της προστηθείσας δεύτερης εναγομένης να την ενημερώσει, που έχει σαν συνέπεια την παράβαση της υποχρέωσης της προς καταβολή της ασφαλιστικής αποζημίωσης, λόγω επέλευσης του ασφαλιστικού κινδύνου, όπως για δικό της σφάλμα (278 BGB). Ενόψει των ανωτέρω, εφόσον δεν αποδείχθηκε από την βαρυνόμενη προς τούτο εναγομένη-εφεσίβλητη η παραβίαση από την ασφαλισμένη ενάγουσα-εκκαλούσα τινός ασφαλιστικού βάρους, δεν συντρέχει ουδείς λόγος απαλλαγής της εναγομένης ασφαλιστικής εταιρείας, τουναντίον θεμελιώνεται ενδοσυμβατική ευθύνη της προς αποζημίωση, απορριπτομένων των αντίθετων ισχυρισμών της, ως ουσιαστικά αβασίμων. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που έκρινε αντίθετα ότι υφίσταται λόγος απαλλαγής της πρώτης εναγομένης, λόγω παράβασης από την ενάγουσα συμβατικής ρήτρας και ακολούθως απέρριψε κατ’ουσίαν την αγωγή, ως προς αυτήν, με το σκεπτικό ότι η δεύτερη εναγομένη ενεργούσε, ως μεσίτρια ασφαλίσεων, δραστηριοποιούμενη στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της ασφαλισμένης ενάγουσας και ότι η έγκαιρη και άμεση γνώση της για το κρίσιμο ζήτημα της αλλαγής στα πρόσωπα των διοικούντων την ασφαλισμένη ενάγουσα, εκ της ενημερώσεως της απ’αυτήν, δεν μπορεί να αποδοθεί στην πρώτη εναγομένη, διότι δεν ήταν ασφαλιστικός πράκτορας της και αντιπρόσωπος της, κατ’άρθρο 211 ΑΚ, δεν υπήγαγε ορθά τα αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά στις εφαρμοζόμενες διατάξεις του γερμανικού δικαίου, που μνημονεύονται στην μείζονα σκέψη, τις οποίες δεν εφάρμοσε, ενώ συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις εφαρμογής τους και κακώς εκτίμησε τις αποδείξεις, συνεπώς, οι δεύτερος και τρίτος λόγοι της κρινόμενης έφεσης, με τους οποίους αποδίδονται οι ανωτέρω πλημμέλειες στην εκκαλουμένη, κρίνονται εν μέρει ουσιαστικά βάσιμοι, κατά το μέρος, που αφορούν την ιδιότητα της δεύτερης εναγομένης, ως βοηθού εκπληρώσεως-προστηθείσας της πρώτης εναγομένης στην εξυπηρέτηση των συμφερόντων της και την απόδοση της γνώσης της σ’αυτήν, ευθυνομένης σε καταβολή του ασφαλίσματος, απορριπτομένων των κρινόμενων λόγων κατά τα λοιπά, όσον αφορά την αποδιδόμενη στην δεύτερη εναγομένη ιδιότητα του ασφαλιστικού πράκτορα – αντιπροσώπου της πρώτης, ως ουσιαστικά αβασίμων. Επίσης απορριπτέος, ως αβάσιμος, κρίνεται ο τέταρτος λόγος της έφεσης, που πλήττει την εκκαλουμένη για τη μη εφαρμογή, άλλως εσφαλμένη εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 211, 334 και 922 ΑΚ, στις οποίες επιχειρείται να θεμελιωθεί η ευθύνη της πρώτης εναγομένης, καθόσον ο κρινόμενος λόγος αντιβαίνει στην αναιρετική κρίση περί εφαρμογής του γερμανικού δικαίου.

VIII. Κατ’ακολουθίαν, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή, ως ουσιαστικά βάσιμη, η έφεση της ενάγουσας και να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη απόφαση, ως προς τα προσβαλλόμενα κεφάλαια (ΑΠ 748/1984 ΕλλΔνη 26 642, ΕφΑθ 44/2006 ΕλλΔνη 48 1507, Σ. Σαμουήλ «Η έφεση» εκδ. Ε’ σελ. 430-431 παρ. 1143), αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, καθόσον αφορά την πρώτη εναγομένη γερμανική ασφαλιστική εταιρεία, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει δεκτή, ως προς αυτήν, ως και ουσιαστικώς βάσιμη, να υποχρεωθεί δε αυτή να καταβάλει στην ενάγουσα-εκκαλούσα το ποσό των 1.890.000 ευρώ, ως ασφαλιστική αποζημίωση, μετ’αφαίρεση του ποσού απαλλαγής της εκ 10.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας-εκκαλούσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματος της, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εναγομένης-εφεσίβλητης, λόγω της ήττας της, (άρθρα 106, 176, 183 και 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την ένδικη έφεση και τους πρόσθετους λόγους.

Απορρίπτει τυπικά τους πρόσθετους λόγους.

Δέχεται την έφεση τυπικά και εν μέρει κατ’ ουσίαν.

Εξαφανίζει την εκκαλουμένη υπ’ αριθμ.4119/2013 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει την από 24.6.2010 αγωγή.

Δέχεται αυτήν, ως προς την πρώτη εναγομένη ασφαλιστική εταιρεία.

Υποχρεώνει την εναγομένη – εφεσίβλητη γερμανική ασφαλιστική εταιρεία με την επωνυμία «…………», να καταβάλει στην ενάγουσα – εκκαλούσα το ποσό του ενός εκατομμυρίου οκτακοσίων ενενήντα χιλιάδων (1.890.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επόμενη επίδοσης της αγωγής.

Επιβάλλει στην εναγομένη-εφεσίβλητη τα δικαστικά έξοδα της ενάγουσας-εκκαλούσας αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξήντα δύο χιλιάδων  (62.000) ευρώ.

Κρίθηκε και αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 7 Ιανουαρίου 2020.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

 

 

 

 

 

Δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση αυτού, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους, στις 11 Φεβρουαρίου 2020.

    Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ