Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 121/2020

Πινακας κατάταξης.

Ν.δ 2687/1952 (άρθρο 13). Απαράδεκτη μεταβολή αιτήματος ανακοπής με λόγο εφέσεως. Στοιχεία αναγγελίας. Σύμβαση Βρυξελλών της 10ης Απριλίου 1926

 

Αριθμός   121 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Ε.Τ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Η από 18.7.2016 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2016 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 781/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 16.7.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……/17.7.2014 ανακοπής έχει ασκηθεί νομότυπα με κατάθεση του δικογράφου εφέσεως ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 2, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Να σημειωθεί ότι για το παραδεκτό της εφέσεως έχουν καταβληθεί τα με αριθμούς …. και …../2016 παράβολα ΤαΧΔιΚ ύψους 60 ευρώ το καθένα και τα με αριθμούς ………. παράβολα δημοσίου ύψους 20 ευρώ το καθένα σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και πριν το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με την από 16.7.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …./17.7.2014 ανακοπή ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρία με έδρα τη Σαλαμίνα, αιτήθηκε τη µεταρρύθµιση του µε αριθµό ………../27-6-2014 πίνακα κατάταξης δανειστών της συµβολαιογράφου Πειραιώς, ………, για τη διανοµή του πλειστηριάσµατος του εκπλειστηριασθέντος ενώπιόν της, υπό ελληνική σηµαία και νηολογίου Πειραιά µε αριθµό …, φορτηγού πλοίου «Σ.», πλοιοκτησίας της καθ’ ης η εκτέλεση οφειλέτιδας εταιρείας µε την επωνυµία «……….», έτσι ώστε να καταταγεί η ίδια (ανακόπτουσα) προνοµιακά στην πρώτη τάξη για το σύνολο του ποσού που αναγγέλθηκε. Επικαλέστηκε για το λόγο αυτό στην ανακοπή της  ότι προηγείται των καθ’ ων η ανακοπή, αφού η απαίτησή της (ανακόπτουσας), σε αντίθεση µε τις δικές τους, απολαµβάνει του προνοµίου της α’ τάξης του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύµβασης των Βρυξελλών του έτους 1926 «περί ενοποιήσεως κανόνων σχετικών προς τα ναυτικά προνόµια και τις υποθήκες». Το Ειρηνοδικείο Σαλαμίνας με τη με αριθμό 9/2015 ήδη αμετάκλητη απόφαση του κηρύχθηκε καθ’ύλην αναρμόδιο καθόσον ενώπιων του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου εκκρεμούσαν ήδη συναφείς ανακοπές και παρέπεμψε την υπόθεση ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στο οποίο η υπόθεση εισήχθη για συζήτηση με το με αριθμό ………/2015 δικόγραφο κλήσης προς συζήτηση. Η ανακοπή κρίθηκε ότι παραδεκτά εισήχθη ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου το οποίο εφήρμοσε την τακτική διαδικασία την έκρινε εμπρόθεσμη κατ’άρθρο 979 παρ. 2 ΚΠολΔ, δεδοµένου ότι η κατάθεσή της στη Γραµµατεία του Ειρηνοδικείου Σαλαµίνας και η επίδοσή της στους ήδη εφεσίβλητους καθ’ ων είχε γίνει εντός δώδεκα εργασίµων ηµερών από την επίδοση στην εκκαλούσα ανακόπτουσα της σχετικής πρόσκλησης από την επί του πλειστηριασµού υπάλληλο την 1-7-2014, ενώ αντίγραφό της (ανακοπής) είχε επιδοθεί, σύµφωνα µε τα άρθρα 979 παρ. 2 και 1006 παρ. 3 ΚΠολΔ, και στην υπάλληλο του πλειστηριασμού. Στη συνέχεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε το μοναδικό της λόγο ως νομικά αβάσιμο. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η εκκαλούσα ανακόπτουσα ανώνυμη εταιρία με το λόγο εφέσεως που άπτεται σε εσφαλμένη εφαρμογή νόμου όπως ειδικότερα εκτίθεται στο δικόγραφο της κρινόμενης εφέσεως και ζητεί την εξαφάνιση της εκκαλουμένης απόφασης προκειμένου να γίνει δεκτή η ανακοπή της και να μεταρρυθμιστεί ο ανακοπτόμενος πίνακας κατάταξης ώστε να καταταγεί αυτή προνομιακά για το σύνολο της απαιτήσεως της ύψους 25.935,59 ευρώ στη δεύτερη τάξη κατ’άρθρο 205 του ΚΙΝΔ.

 Από τη διάταξη του άρθρου 972 §1 περ. β` ΚΠολΔ που ορίζει ότι η αναγγελία πρέπει να περιέχει, εκτός άλλων και περιγραφή της απαιτήσεως του δανειστή που αναγγέλλεται, σε συνδυασμό με τη διάταξη του άρθρου 159 αρ. 3 του ιδίου Κώδικα, που ορίζει ότι η παράβαση διατάξεως που ρυθμίζει τη διαδικασία και ιδίως τον τύπο κάποιας διαδικαστικής πράξης συνεπάγεται ακυρότητα, αν η παράβαση προκάλεσε στο διάδικο που την προτείνει βλάβη η οποία δεν μπορεί ν` αποκατασταθεί διαφορετικά παρά μόνο με την κήρυξη της ακυρότητας, προκύπτει ότι η αναγγελία ως πράξη της διαδικασίας της εκτελέσεως, πρέπει να περιέχει περιγραφή της απαιτήσεως που αναγγέλλεται και του προνομίου της. Ενόψει όμως του ότι η αναγγελία αποτελεί την πρώτη επιθετική πράξη της κατατάξεως και το αρχικό δικόγραφο με το οποίο εισάγεται στη διαδικασία της αναγκαστικής εκτελέσεως και ειδικότερα της κατατάξεως η απαίτηση του αναγγελλομένου δανειστή, στο περιεχόμενο δε του αναγγελτηρίου οφείλουν ν` απαντήσουν με τις παρατηρήσεις τους (άρθρο 974 ΚΠολΔ) και την ανακοπή (άρθρο 979 ΚΠολΔ) ο οφειλέτης, ο επισπεύδων και οι άλλοι δανειστές που έχουν αναγγελθεί και με βάση το περιεχόμενο αυτό ο υπάλληλος του πλειστηριασμού και το δικαστήριο της ανακοπής να προβούν στην κατάταξη ή στην απόρριψη της αναγγελθείσας απαιτήσεως, το αναγγελτήριο πρέπει να παρέχει στον μεν οφειλέτη και τους άλλους δανειστές τα απαραίτητα για την άμυνα τους στοιχεία, στο δε υπάλληλο του πλειστηριασμού τις προϋποθέσεις για να μπορεί να ελέγξει τη νομιμότητα και τη βασιμότητα της απαιτήσεως. Ανάμεσα στις προϋποθέσεις αυτές είναι και η ύπαρξη του προνομίου, τα πραγματικά περιστατικά του οποίου, πρέπει να περιέχει το αναγγελτήριο, όταν μάλιστα αυτά δεν συμπίπτουν με εκείνα στα οποία στηρίζεται η απαίτηση. Το δικόγραφο της αναγγελίας είναι άκυρο λόγω αοριστίας της αναφερομένης σ` αυτό απαιτήσεως, μόνον όταν η περιγραφή αυτής καθώς και του τυχόν υφισταμένου προνομίου της είναι τόσον ελλιπή, ώστε να μην μπορούν ο οφειλέτης και οι λοιποί δανειστές ν` αντικρούσουν την αναγγελία, κατά την άσκηση του δικαιώματος της υπερασπίσεως τους, κατά τα άρθρα 974 και 979 ΚΠολΔ και να υφίστανται έτσι βλάβη. Δεν είναι όμως αναγκαία η εξειδίκευση στο βαθμό που αυτή απαιτείται επί της αγωγής και της ανακοπής, διότι το αναγγελτήριο δεν αποτελεί κύρια ή παρεμπίπτουσα αίτηση για δικαστική προστασία, κατά την έννοια του άρθρου 111 ΚΠολΔ (ΑΠ 295/2002 ΕΝΔ 30. 117 επ., ΑΠ 387/2001, ΕλλΔνη 43. 122, ΑΠ 286/2000 ΕλλΔνη 41. 1327). Περαιτέρω κατά την διάταξη του άρθρου 13 του ν.δ. 2687/1953 “περί επενδύσεως και προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού”, όπως η δεύτερη παράγραφο ερμηνεύθηκε με τη διάταξη του άρθρου μόνου του ν.δ. 2928/1943, κατά την έννοια των νόμων τούτων, ως κεφάλαια εξωτερικού λογίζονται και τα νηολογούμενα υπό ελληνική σημαία πλοία, ολικής χωρητικότητος ανωτέρας των 1.500 κόρων, στην εκδιδόμενη δε κατά τη διάταξη του άρθρου 3 παρ.2 του ν.δ. 2687/1953 εγκριτική πράξη της νηολογήσεως του πλοίου υπό ελληνική σημαία μπορεί η διοίκηση να περιλαμβάνει οποιοδήποτε όρο κατά παρέκκλιση των διατάξεων αστικού, εμπορικού και δικονομικού δικαίου που ισχύουν ακόμη και αυτών των δημοσίας τάξεως. Δηλαδή μπορεί να περιλαμβάνει και όρους αναφερομένους στα δικαιώματα ενυποθήκων δανειστών με την αναγκαστική διαχείριση του πλοίου άνευ η δια  πλειστηριασμού και εν γένει οιονδήποτε όρο, που έχει σχέση με την αναγκαστική εκτέλεση πλοίου, κατά παρέκκλιση κάθε διατάξεως. Δηλαδή με την εγκριτική πράξη μπορεί να οριστεί ότι στην περίπτωση κατά την οποίαν το πλοίο που επιβαρύνεται με προτιμώμενες υποθήκες, αυτές θα προηγούνται όλων ή μερικών εκ των ναυτικών και λοιπών προνομίων, και ιδίως όχι αυτών που αναφέρονται στο άρθρο 2 της διεθνούς σύμβασης. Στην τελευταία περίπτωση, ο καθορισμός των προνομίων των οποίων δεν θα προηγούνται οι προτιμώμενες υποθήκες, δύναται να γίνει και με παραπομπή στις σχετικές διατάξεις  της Διεθνούς  Συμβάσεως των Βρυξελλών της 10ης Απριλίου 1926 “περί  ενοποιήσεως ωρισμένων κανόνων δικαίου σχετικών προς τα ναυτικά προνόμια και τας υποθήκας”, η οποία όμως δεν κυρώθηκε ούτε δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, και ακολούθως δεν αποτελεί κανόνα δικαίου που ισχύει εις την Ελλάδα. Η προαναφερόμενη παραπομπή δύναται να γίνει και στο άρθρο 2 της συμβάσεως αυτής, οπότε τούτο έχει πλήρη ισχύ ως στοιχείο προσδιορισμού των απαιτήσεων, οι οποίες θα προηγούνται της προτιμωμένης υποθήκης. Στην περίπτωση αυτή οι προτιμώμενοι ενυπόθηκοι δανειστές των υπό  του άρθρου 13 του ν.δ. 2687/1953 διεπομένων πλοίων, έπονται πάσης προνομιούχου κατά το άρθρον 2 της ως άνω  συμβάσεως των Βρυξελλών απαιτήσεως, και αν ακόμη αύτη δεν απολαύει προνόμιο κατά το άρθρον 205 του ΚΙΝΔ. Δια της παραδοχής δε πάντων των εκ του άρθρου 2 της ανωτέρω Διεθνούς Συμβάσεως προνομίων όχι μόνον δεν πλήττεται η ναυτιλιακή πίστη, αλλά αντιθέτως προάγεται αύτη, διότι εξασφαλίζεται στο πλοίο η ευχερής προμηθεία εφοδίων και η διενέργεια επισκευών, αφού οι σχετικές απαιτήσεις θα καλύπτονται με προνόμιο (ολ. ΑΠ 229/1983 ΕΝαυτΔ 11.159 με μειοψηφία ΕφΑθ 2165/1984 ΕλλΔνη 75.1197, ΕφΑθ 501/1974 ΝοΒ 22.664, Γ, contra Α. Αντάπασης, Απαιτήσεις  απολαύουσαι ναυτικών προνομίων, παρ.17 Π, 3, 245    επ., ΕφΑθ 1486/1974 ΕΝαυτΔ 4.74). Η διάταξη όμως αυτής του αρ. 2 της Διεθνούς αυτής Συμβάσεως, όπως ήδη αναφέρθηκε, δεν αποτελεί εσωτερικό Δίκαιο, αλλά πραγματικό γεγονός που χρήζει επικλήσεως και (εφόσον δεν είναι γνωστή στο δικαστήριο) αποδείξεως (ΑΠ 450/76 ΝοΒ 24, 964, ΕφΠειρ 271/82 ΕΝΔ 10,421, ΕφΠειρ 756/82 ΕΝΔ 11, 13). Επίσης η επίκληση της αυτής διατάξεως προϋποθέτει παραλλήλως επίκληση της συνδρομής των προϋποθέσεων εφαρμογής της, δηλαδή της υπαγωγής του πλοίου που εκπλειστηριάσθηκε στις διατάξεις του ν.δ. 2687/53 και της εκδόσεως της σχετικής εγκριτικής υπουργικής απόφασης με την οποία προβλέπεται η  εφαρμογή της και με την οποία κατέστη η διάταξη αυτή εσωτερικό δίκαιο.  Από όλα τα παραπάνω προκύπτει επίσης ότι η εφαρμογή του άρθρου 2 της διεθνούς συμβάσεως των Βρυξελλών του 1926 μπορεί να γίνει μόνο αν αναγγελθεί μετά τον πλειστηριασμό απαίτηση από προτιμώμενη υποθήκη, διαφορετικά ο επί του πλειστηριασμού υπάλληλος θα πρέπει να προβεί στην κατάταξη προνομιακών απαιτήσεων μόνο με βάση τις διατάξεις του άρθρου 205 ΚΙΝΔ και της Πολιτικής Δικονομίας (ΕφΠειρ 124/1988 ΕΝΔ 17, 38, Ι. Μαρκιανός Δανιόλος Νομική αξιολόγηση των εγκριτικών πράξεων νηολόγησης πλοίων κατά το άρθρο 13 του νδ 2687/1953 προσκομιζόμενη). Τέλος, κατά την διάταξη του άρθρου 106 του Κ.Πολ.Δικ., το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Κατά δε την διάταξη του άρθρου 224 του ίδιου Κώδικα, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 22 παρ. 1 του ν. 3994/2011, “είναι απαράδεκτο να μεταβληθεί η βάση της αγωγής. Με τις προτάσεις που κατατίθενται ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου ή με προφορική δήλωση που καταχωρίζεται στα πρακτικά, μπορεί ο ενάγων να συμπληρώσει, να διευκρινίσει ή να διορθώσει τους ισχυρισμούς του, αρκεί να μην μεταβάλλεται η βάση της αγωγής”. Μεταβολή της βάσεως της αγωγής, που συνιστά και ταυτόχρονη μεταβολή του αντικειμένου της δίκης κατά παράβαση της προβλεπόμενης από το άρθρο 111 του Κ.Πολ.Δικ. αρχής της τηρήσεως προδικασίας, αποτελεί κάθε μεταγενέστερη προσθήκη περιστατικών, παλαιότερων ή οψιγενών, με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (Ολ.ΑΠ 2/1994, ΑΠ 962/2012, ΑΠ 389/2010, 391/2010). Εξ άλλου, με την διάταξη του άρθρου 522 του Κ.Πολ.Δικ. ορίζεται “Με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους”, ενώ σύμφωνα με εκείνη του άρθρου 525 παρ. 2 του ίδιου Κώδικα “είναι απαράδεκτη η υποβολή νέας αίτησης, όπως και η άσκηση ανταγωγής για πρώτη φορά στη δευτεροβάθμια δίκη, ακόμη και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως” και τέλος με εκείνη του άρθρου 526 του ίδιου Κώδικα “Είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής και αν ο αντίδικος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως. Επιτρέπεται εξαιτίας γεγονότων που επήλθαν μετά την έκδοση της πρωτόδικης απόφασης να ζητηθεί αντί για το αντικείμενο που ζητήθηκε αρχικά άλλο ή η αξία του ή το διαφέρον” (ΑΠ 1867/2017 δημ. νόμος).

Στη συγκεκριμένη περίπτωση ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………. στο Ειρηνοδικείο Σαλαμίνας στις 30.4.2014 εκπλειστηριάστηκε ύστερα από επίσπευση των: α) ……… κατοίκου Βόλου Μαγνησίας οδός … αριθμός … και β) ………. κατοίκου Βόλου Μαγνησίας οδός … αριθμός …, το υπό ελληνική σημαία φορτηγό πλοίο από χάλυβα, με το όνομα «Σ», που ναυπηγήθηκε το έτος 1981 στην Ολλανδία, νηολογίου Πειραιά με αριθμό …., υπό ΔΔΣ .., χωρητικότητας ολικής (κοχ) 3720 και καθαρής (κκχ) 2161, χωρητικότητας τόνων DW 6238, και με αριθμό ΙΜΟ …, το οποίο ανήκε κατά πλοιοκτησία στην οφειλέτιδα εταιρεία που εδρεύει στον Πειραιά και επί της οδού ……. αριθ. …., με την επωνυμία “……..”. Το προαναφερόμενο πλοίο κατακυρώθηκε στο όνομα της μοναδικής υπερθεματίστριας, εταιρείας με την επωνυμία “…………” στην τιμή που προσφέρθηκε από αυτή, δηλαδή στο ποσό των τετρακοσίων μίας χιλιάδων (€ 401.000,00), το οποίο κατατέθηκε στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων. Το εκπλειστηριασθέν πλοίο ήταν νηολογημένο στα νηολόγια του κεντρικού Λιμεναρχείου Πειραιά με αριθμό 11.580, δυνάμει της με αριθμό Φ.Υ. 3113.1.3053/2007 εγκριτικής πράξης νηολόγησης – κοινής υπουργικής απόφασης των Υπουργών Οικονομίας και Οικονομικών και Εμπορικής Ναυτιλίας, η οποία εκδόθηκε σύμφωνα με το άρθρο 13 του Ν.Δ. 2687/1953. Μετά τις εμπρόθεσμες αναγγελίες των εφεσίβλητων και της εκκαλούσας δανειστών της οφειλέτιδος πλοιοκτήτριας και τα έγγραφα απόδειξης των απαιτήσεων που κατατέθηκαν η προαναφερόμενη συμβολαιογράφος εφήρμοσε πρωτίστως το άρθρο 2 της διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελών του 1926, το οποίο μάλιστα ενσωμάτωσε στο σκεπτικό της και ακολούθως κατέταξε όσους δανειστές το επικαλέστηκαν λαμβάνοντας υπόψη το με αριθμό 19 όρο της ως άνω εγκριτικής πράξης νηολόγησης του εκπλειστηριασθέντος πλοίου, στον οποίο μεταξύ άλλων οριζόταν ότι «οι προτιμώμενες υποθήκες θα προηγούνται από όλα τα ναυτικά και υπόλοιπα προνόμια κατά παρέκκλιση του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ, του Ν.Δ. 3899/1958, καθώς και οποιασδήποτε άλλης ισχύουσας διατάξεως του Ελληνικού Δικαίου, με εξαίρεση μόνο τα προνόμια που ορίζονται στο άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926 “περί ενοποιήσεως ορισμένων κανόνων δικαίου, σχετικών προς τα ναυτικά προνόμια και τις υποθήκες”. Η συντάξασα τον προσβαλλόμενο πίνακα συμβολαιογράφος δεν κατέταξε την εκκαλούσα επειδή η εκκαλούσα δεν επικαλέστηκε την προαναφερόμενη διεθνή σύμβαση αλλά μόνο το 205 του ΚΙΝΔ ζητώντας να καταταγεί προνομιακά στην πρώτη τάξη. Η συμβολαιογράφος αναφέρει στον  προσβαλλόμενο πίνακα αφενός ότι η παραπάνω σύμβαση δεν αποτελεί νόμο του κράτους ως μη κυρωθείσα, αλλά πραγματικό περιστατικό και στοιχείο προσδιοριστικό της προνομιούχου απαιτήσεως που ο αναγγέλων απαίτηση οφείλει να επικαλεστεί και αφετέρου ότι σε κάθε περίπτωση από το σύνολο της απαιτήσεως της ήδη εκκαλούσας των € 25.935,59, μόνο το ποσό των 3.030 ευρώ θα απολάμβανε προνόμιο με βάση το άρθρο 2 της Διεθνούς Συμβάσεως των Βρυξελλών του έτους 1926. Ακολούθως με το προαναφερόμενο δικόγραφο ανακοπής ενώπιον του Ειρηνοδικείου Σαλαμίνας όπως ήδη προαναφέρθηκε, το οποίο επανεισήχθη μετά την κήρυξη της υλικής αναρμοδιότητας εκείνου του Δικαστηρίου, ενώπιον του Πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η ήδη εκκαλούσα ανακόπτουσα αιτήθηκε τη μεταρρύθμιση του προαναφερόμενου προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης  έτσι ώστε να καταταγεί η ίδια (ανακόπτουσα) προνοµιακά στην πρώτη τάξη για το σύνολο του ποσού που αναγγέλθηκε, επικαλούµενη ότι η απαίτηση της αφορά δαπάνες πλοίου που πραγματοποιήθηκαν για τη φύλαξη και τη συντήρηση του και επομένως υπάγεται στο ειδικό καθεστώς του ν.δ 2687/1953 «περί προστασίας κεφαλαίων εξωτερικού». Εξέθεσε επιπλέον με  την ανακοπή της η ήδη εκκαλούσα ότι προηγείται των καθ’ ων η ανακοπή, αφού η απαίτησή της (ανακόπτουσας), σε αντίθεση µε τις δικές τους, απολαµβάνει του προνοµίου της α’ τάξης του άρθρου 2 της Διεθνούς Σύµβασης των Βρυξελλών του έτους 1926 «περί ενοποιήσεως κανόνων σχετικών προς τα ναυτικά προνόµια και τις υποθήκες». Το τελευταίο πραγματικό περιστατικό δεν το είχε επικαλεστεί με την αναγγελία της αιτηθείσα να καταταγεί σύμφωνα με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ στην πρώτη τάξη. Ειδικότερα με την αναγγελία της, η ήδη εκκαλούσα αιτήθηκε την προνομιακή της κατάταξη για κεφάλαιο 25.953,59 ευρώ πλέον τόκων από 6.5.2014 (επομένη λήξεως τιμολογίου της) σύμφωνα με τον ΚΙΝΔ προερχόμενο (κατά την αναγγελία) από σύμβαση έργου δηλαδή : α) υπηρεσίες παραμονής (ελλιμενισμού) του εκπλειστηριασθέντος πλοίου στο ναυπηγείο της από 20.1.2014 έως 30.4.2014, β) υπηρεσίες φύλαξης, γ) σύνδεση – αποσύνδεση ηλεκτρικού ρεύματος, δ) παροχή ηλεκτρικού ρεύματος και ε) παροχή νερού. Επομένως η κατάταξη της θα γινόταν με βάση το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ σύμφωνα με τα αναφερόμενα στη νομική σκέψη της παρούσας, αφού δεν προέκυψε η ύπαρξη προτιμώμενης υποθήκης ώστε να εφαρμοστεί μετά από επίκληση η διεθνής σύμβαση των Βρυξελλών και ιδίως το άρθρο 2 αυτής, η δε συντάξασα τον πίνακα συμπλήρωσε ότι μόνο οι υπηρεσίες φύλαξης του πλοίου θα είχαν προνόμιο με βάση την προναφερόμενη και μη επικαλούμενη διεθνή σύμβαση. Το δε άρθρο 205 όπως ίσχυε κατά το χρόνο συντάξεως του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, δηλαδή μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 214 του ν. 4072/2012 ΦΕΚ Α’ 87/11-4-2012 καθιερώνει ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται ως εξής: 1) Στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, β) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, γ) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, δ) τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν), 2) στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα, 3) στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημίες σε πλοία, επιβάτες και φορτία (βλ. αναλυτικά Μπρίνια Ερμηνεία άρθρου 1012 σελ. 2011 και επ.). Στη συγκεκριμένη δε περίπτωση αίτημα περί κατάταξης στη δεύτερη τάξη με βάση το 205 του ΚΙΝΔ δεν περιλαμβάνεται στο δικόγραφο της ανακοπής, αλλά πρώτη φορά με το δικόγραφο εφέσεως η εκκαλούσα υποβάλει τέτοιο αίτημα. Αυτό όμως συνιστά απαγορευμένη μεταβολή κατ’άρθρο 525 του ΚΠολΔ της βάσεως της ανακοπής και απαραδέκτως προτείνεται ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι στο δικόγραφο της ανακοπής δεν εμπεριέχεται αίτημα περί προνομιακής κατάταξης στη δεύτερη τάξη με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, ορθά το νόμο ερμήνευσε και συνεπώς όσα περί του αντιθέτου εκτίθενται με το μοναδικό λόγο έφεσης είναι αβάσιμα και πρέπει να απορριφθούν. Ακολούθως των ανωτέρω και εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, και τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας στην παρούσα έκκλητη δίκη εκκαλούσας, (άρθρα 176, 183 και 191 παρ. 2 του Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.  Τέλος θα διαταχθεί η εισαγωγή των παραβόλων ΤαΧΔιΚ με αριθμούς … και …./2016 ύψους 60 ευρώ το καθένα και των παραβόλων δημοσίου με αριθμούς ……….. παράβολα δημοσίου ύψους 20 ευρώ το καθένα στο δημόσιο ταμείο αφού το ένδικο μέσο απορρίπτεται (άρθρο 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων την με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …………./2016 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 781/2016 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 16.7.2014 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης …../17.7.2014 ανακοπής

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ για κάθε δικόγραφο προτάσεων που κατέθεσαν οι εφεσίβλητοι.

Διατάσσει την εισαγωγή των παραβόλων ΤαΧΔιΚ με αριθμούς … και ../2016 ύψους 60 ευρώ το καθένα και των παραβόλων δημοσίου με αριθμούς ………. παράβολα δημοσίου ύψους 20 ευρώ το καθένα στο δημόσιο ταμείο

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 12 Φεβρουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ