Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 120/2020

Αριθμός   120 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΝΑΥΤΙΚΟ ΤΜΗΜΑ

Αποτελούμενο από τη Δικαστή, Μαρία Παπαδογρηγοράκου, Εφέτη, η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα  Τ.Λ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Από τη με αριθμό …../23.5.2019 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιά ………. που η εκκαλούσα επικαλείται και προσκομίζει, προκύπτει ότι ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο του με αριθμό ΓΑΚ …./2019 και ΕΑΚ …./2019 από 12.3.2019 εφέσεως κατά της με αριθμό 428/2019 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, που δίκασε αντιμωλία των διαδίκων την υπόθεσης επί της με αριθμό ………./19.6.2018 ανακοπής της ήδη εκκαλούσας, για τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας επιδόθηκε νόμιμα πριν τριάντα ημέρες, κατ’άρθρο 498 παρ. 2 του ΚΠολΔ στον απολιπόμενο στην εκφώνηση της υπόθεσης κατά τη δικάσιμο που αναγράφεται στην αρχή της παρούσας όγδοο εφεσίβλητο. Το Δικαστήριο ωστόσο πρέπει να προχωρήσει στη συζήτηση της υπόθεσης σαν να ήταν και αυτός παρών (άρθρο 524 παρ. 4 ΚΠολΔ) ενώ δεν θα οριστεί παράβολο ερημοδικίας διότι δεν επιτρέπεται άσκηση ανακοπής ερημοδικίας (άρθρο 937 παρ. 1β ΚΠολΔ) σε δίκες που αφορούν την εκτέλεση. Επιπλέον να σημειωθεί ότι η εκκαλούσα προσκόμισε για το παραδεκτό της συζήτησης τις προτάσεις του ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 524 παρ. 4 του ΚΠολΔ..

Η από 12.3.2019 και με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……../2019 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 428/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 19.6.2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………/19.6.2018 ανακοπής έχει ασκηθεί νομότυπα (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ. 2, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 2 του ΚΠολΔ), και εμπρόθεσμα δεδομένου ότι δεν έχει παρέλθει διετία από την έκδοση της εκκαλουμένης απόφασης. Να σημειωθεί δε ότι για το παραδεκτό της εφέσεως έχει καταβληθεί το ηλεκτρονικό παράβολο εφέσεως με αριθμό ……./2019 ποσού 100 ευρώ, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 495 παρ. 3 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά το ν. 4055/2012 και το άρθρο 35 παρ. 2 του ν. 4446/2016). Πρέπει επομένως να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με την από 19.6.2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ……./19.6.2018 ανακοπή της ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά η ήδη εκκαλούσα ανώνυμη εταιρεία με έδρα την Κηφισιά εξέθετε ότι δυνάμει της με αριθμό …/21-2-2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιά, ………., με την επίσπευση των ήδη έξι πρώτων εφεσιβλήτων εκπλειστηριάσθηκε την 4/4/2018 ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά  ……….., η οποία συνέταξε τη με αριθμό …../4-4-2018 έκθεση ηλεκτρονικού αναγκαστικού πλειστηριασμού, το με σημαία Μπελίζ Φ/Γ πλοίο με το όνομα «AC) (……..), Νηολογίου Μπελίζ, με αριθμό νηολόγησης ….., με Διεθνές Διακριτικό Σήμα ….., Ι.Μ.Ο. ….., κατασκευασμένο από ατσάλι το έτος 1996, στη Γερμανία, Κ.Ο.Χ. 2.086, Κ.Κ.Χ. 1.049, μήκους 84,66 μέτρων, πλάτους 12,30 μέτρων και βάθους 5,70 μέτρων, που φέρει μία μηχανή μάρκας ΜΑΚ Ντήζελ 8Μ20, 1.300 κιλοβάτ, ταχύτητας 10,50 κόμβων, και τρεις (3) βοηθητικές μηχανές (ηλεκτρογεννήτριες), μάρκας CΑΤΕRΡΙLΑR, κυριότητας της εταιρίας με την επωνυμία «………», και εδρεύει σύμφωνα με το καταστατικό της στη Ρίγα της Λετονίας (διεύθυνση: ……, ……….), εκπροσωπείται νόμιμα και στερείται Α.Φ.Μ. στην Ελλάδα, ενώ αντιπροσωπεύεται από τη γενική εντολοδόχο, ναυτική πράκτορα και αντίκλητό της εταιρία με την επωνυμία «………» και το διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός .. .. αριθ. .., και εκπροσωπείται νόμιμα. Ότι το εκπλειστηριασθέν πλοίο κατακυρώθηκε στην εταιρία με την επωνυμία «……….», που εδρεύει στα νησιά Μάρσαλ αντί του ποσού των 400.020 δολαρίων ΗΠΑ. Ότι αυτή (η ήδη εκκαλούσα ανακόπτουσα) διατηρεί έναντι της πρώην πλοιοκτήτριας καθ’ ης η εκτέλεση – οφειλέτριας εταιρείας με την επωνυμία «……..» (…….), που εδρεύει στη Ρίγα της Λετovίας, απαιτήσεις, για τις οποίες έχει ήδη ασκήσει σε βάρος της την από 4.4.2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./2018 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ότι, κατά τα ιστορούμενα στην αγωγή, δυνάμει της από 4.1.2016 σύμβασης ναυλώσεως που συνήψε εγγράφως με την καθ’ ης η εκτέλεση ως άνω εταιρεία, τότε πλοιοκτήτρια του με σημαία Μπελίζ Φ/Γ πλοίου «ΑC», ναύλωσε το εν λόγω πλοίο για τη μεταφορά του περιγραφόμενου φορτίου περλίτη από την περιοχή του Αδάμαντα Μήλου στη Σαβόνα Ιταλίας, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο συνταχθέν ναυλοσύμφωνο. Ότι, λόγω προβλημάτων στη μηχανή του πλοίου, ενώ παρέπλεε τις νότιες ακτές της Πελοποννήσου, ανεκόπη ο πλους του και, αφού ρυμουλκήθηκε προς το λιμάνι της Βάτικας, κατέπλευσε στις 26.1.2016 στο Πέραμα προς επισκευή, όπου παρέμενε ακινητοποιημένο χωρίς να επισκευαστεί μέχρι και τον χρόνο άσκησης της αγωγής. Ότι λόγω της καθυστέρησης στην εκτέλεση της μεταφοράς του φορτίου, η αγοράστρια αυτού ιταλική εταιρεία με την επωνυμία «………….» δεν κατέβαλε στην ανακόπτουσα το τίμημα, και στη συνέχεια της εκχώρησε τις απαιτήσεις της. Ότι, περαιτέρω, λόγω βλάβης του φορτίου σε ποσοστό 80% συνεπεία της παρατεταμένης παραμονής του στην κύτη του πλοίου, η ανακόπτουσα δικαιούται από την καθ’ ης η εκτέλεση εταιρεία, ενόψει και της κατά τα ανωτέρω εκχώρησης, το ποσό των 183.600 ευρώ, ήτοι τη διαφορά μεταξύ της τιμής πώλησης αυτού και της τιμής στην οποία θα πωλούνταν χωρίς τη βλάβη (229.500 ευρώ), καθώς και τα ποσά των: α) 25.000 ευρώ, ήτοι των εξόδων εκφόρτωσης του φορτίου από το ανωτέρω Φ/Γ πλοίο και μεταφόρτωσής του σε άλλο πλοίο προς μεταφορά, πλέον β) 62.500 δολ. ΗΠΑ, ήτοι του ναύλου θαλάσσιας μεταφοράς από το Πέραμα προς τη Σαβόνα, κυρίως μεν ενδοσυμβατικά, επικουρικά δε με βάση τις διατάξεις περί αδικοπραξίας. Ότι επειδή το προαναφερόμενο πλειστηρίασμα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση τόσο των ως άνω απαιτήσεων αυτής (ανακόπτουσας), που τις είχε αναγγείλει νομίμως και εμπροθέσμως στην εκτελεστική διαδικασία, όσο και των λοιπών αναγγελθέντων δανειστών, η ανωτέρω επί του πλειστηριασμού υπάλληλος, συνέταξε τον με αριθμό ……../30.5.2018 πίνακα κατάταξης δανειστών, στον οποίο αυτή (η ανακόπτουσα και ήδη εκκαλούσα) δεν κατετάγη. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά, επικαλούμενη ότι σύμφωνα με το εφαρμοστέο δίκαιο του Μπελίζ έχει προνόμιο αναφορικά με τις προαναφερθείσες απορρέουσες από σύμβαση ναύλωσης άλλως μεταφοράς φορτίου απαιτήσεις της που υπερέχει αυτού των ήδη εφεσιβλήτων καθ’ ων, το προνόμιο δε αυτό παρακολουθεί και τους παραγόμενους τόκους. Ακολούθως αφού αμφισβήτησε τον προνομιακό χαρακτήρα των απαιτήσεών τους (καθ’ ων ήδη εφεσιβλήτων), αιτήθηκε να μεταρρυθμισθεί, για τους προαναφερόμενους λόγους, ο συνταχθείς από τη συμβολαιογράφο Πειραιώς ….. με αριθμό ……../2018 πίνακας κατατάξεως δανειστών, έτσι ώστε να αποβληθούν από αυτόν οι προνομιακώς καταταγείσες απαιτήσεις των ήδη εφεσιβλήτων καθ’ ων η ανακοπή και να καταταχθεί προνομιακώς και οριστικώς αυτή (η ανακόπτουσα), ως προς το ποσό των 208.600 ευρώ και επιπρόσθετα ως προς το ισόποσο σε ευρώ ποσό των 62.500 δολαρίου ΗΠΑ κατά τη μέση ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ και ευρώ κατά την ημερομηνία εξόφλησης, άλλως και επικουρικώς ποσό 50.779,98 ευρώ βάσει της ισοτιμίας δολαρίου ΗΠΑ και ευρώ στις 4-4.2018 (ημερομηνία κατάθεσης της αγωγής της), άλλως και επικουρικότερα το ισόποσο σε ευρώ ποσού 62.500 δολαρίων ΗΠΑ κατά τη μέση ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ  και ευρώ κατά την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής της. Αιτήθηκε επιπλέον τους νόμιμους τόκους από την επομένη επίδοσης της ως άνω αγωγής της και μέχρι την εξόφληση, άλλως και επικουρικά μέχρι την τελεσιδικία του ανακοπτόμενου πίνακα. Το Πρωτοβάθμιο Δικαστήριο έκρινε ότι έχει δικαιοδοσία και υλική και τοπική αρμοδιότητα (άρθρα 585 και 215 επ., 933 παρ. 1, 2 και 3 ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με το άρθρο 51 Ν. 2172/1993 ως εκ του ναυτικού χαρακτήρα της διαφοράς) και ακολούθως διεθνή δικαιοδοσία προς εκδίκαση της ανακοπής την οποία συνεκδίκασε – κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών διότι η δίκη αφορούσε την εκτέλεση και η εκτελεστική διαδικασία έλαβε χώρα μετά την 1η-01-2016, κατ’ άρθρο 937 § 3 ΚΠολΔ (όπως τροποποιήθηκε και αντικαταστάθηκε από τις διατάξεις του Ν. 4335/2015), κατά τη διαδικασία των περιουσιακών διαφορών των άρθρων 614 επ. ΚΠολΔ, – με τη με αριθμό ……../2018 ανακοπή που άσκησε κατά του ίδιου πίνακα η ήδη ένατη εφεσίβλητη αλλοδαπή τραπεζική εταιρία που εδρεύει στη Ρίγα της Λετονίας και τη με αριθμό ……../2018 ανακοπή κατά του ίδιου πίνακα κατατάξεως του ήδη όγδοου εφεσίβλητου και εδώ απολιπόμενου. Περαιτέρω έκρινε ορθώς ότι η ανακοπή της ήδη εκκαλούσας ασκήθηκε εμπρόθεσμα εντός της 12ήμερης προθεσμίας του άρθρου 979 παρ. 2 (εργάσιμες ημέρες) του ΚΠολΔ διότι αντίγραφο της με αριθμό ………./30.5.2018 πρόσκλησης δανειστών επιδόθηκε στην εδώ εκκαλούσα ανακόπτουσα την 1η.6.2018 και η κρινόμενη ανακοπή κατατέθηκε στη γραμματεία αυτού του Δικαστηρίου στις 19.6.2018 και επιδόθηκε στους ήδη εφεσίβλητους καθών στις 19.6.2018, (σύμφωνα με τις με αριθμό ……/19.6.2018, ……/19.6.2018, …/19.6.2018, ……./19.6.2018 και ………./19.6.2018 εκθέσεις επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά …. .), και στην υπάλληλο του πλειστηριασμού συμβολαιογράφο Πειραιά …….. την ίδια ημέρα (σύμφωνα με τη με αριθμό ………/19.6.2018 έκθεση επίδοσης του προαναφερόμενου δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά). Ακολούθως αφού προχώρησε στην εξέταση της νομικής και ουσιαστικής βασιμότητας των λόγων των ανακοπών απέρριψε κατ’ουσίαν την προαναφερόμενη με αριθμό ……/2018 ανακοπή του εδώ απολιπόμενου όγδοου εφεσίβλητου, δέχθηκε κατ’ουσίαν τη με αριθμό ………/2018 ανακοπή της ένατης εφεσίβλητης, και ακολούθως μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα αποβάλλοντας από αυτόν τον όγδοο και εδώ απολιπόμενο εφεσίβλητο και κατέταξε προνομιακά και τυχαία δηλαδή υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης της ενυπόθηκης απαιτήσεως της την εδώ ένατη εφεσίβλητη, ενώ απέρριψε κατ’ουσίαν όλους τους λόγους της με αριθμό ………./19.6.2018 ανακοπής της ήδη εκκαλούσας στην οποία επέβαλε έξοδα πρώτου βαθμού. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται τώρα η εκκαλούσα με την προαναφερόμενη έφεση της για λόγους που στο σύνολό τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων επαναφέροντας έτσι όλους τους λόγους ανακοπής και αιτείται να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη με αριθμό 428/2019 απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η ανακοπή της για τους αναφερόμενους στην έφεση της λόγους και ακολούθως αιτείται να μεταρρυθμισθεί, για τους προαναφερόμενους λόγους, ο συνταχθείς από τη συμβολαιογράφο Πειραιώς …….. με αριθμό ………/2018 πίνακας κατατάξεως δανειστών, ώστε να αποβληθούν εξ αυτού οι προνομιακώς καταταγείσες απαιτήσεις των ήδη εφεσιβλήτων καθ’ ων η ανακοπή και να καταταχθεί προνομιακώς και οριστικώς αυτή (η εκκαλούσα), ως προς το ποσό των 208.600 ευρώ και επιπρόσθετα ως προς το ισόποσο σε ευρώ ποσού 62.500 δολαρίου ΗΠΑ κατά τη μέση ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ και ευρώ κατά την ημερομηνία εξόφλησης, άλλως και επικουρικώς ποσό 50.779,98 ευρώ βάσει της ισοτιμίας δολαρίου ΗΠΑ και ευρώ στις 4-4.2018 (ημερομηνία κατάθεσης της αγωγής της), άλλως και επικουρικότερα το ισόποσο σε ευρώ ποσού 62.500 δολαρίων ΗΠΑ κατά τη μέση ισοτιμία δολαρίου ΗΠΑ  και ευρώ κατά την ημερομηνία συζήτησης της αγωγής της, πλέον των νομίμων τόκων από την επομένη επίδοσης της ως άνω αγωγής της και μέχρι την εξόφληση, άλλως και επικουρικά μέχρι την τελεσιδικία του ανακοπτόμενου πίνακα.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 216 παρ. 1, 585, 933 και 979 παρ. 2 του ΚΠολΔ, προκύπτει, ότι οι λόγοι του διαπλαστικού χαρακτήρα ένδικου βοηθήματος της ανακοπής κατά πίνακα κατατάξεως, που ασκεί ο μη καταταγείς δανειστής, με σκοπό αποβολής άλλου καταταγέντος και αντίστοιχης κατατάξεως αυτού, μπορούν να αφορούν: α) είτε την ύπαρξη της απαιτήσεως του ανακόπτοντος δανειστή ή του προνομίου της, οπότε, αν αυτή δεν έχει καταταγεί καθόλου ή έχει καταταγεί ως μη προνομιακή στον πίνακα κατατάξεως, ο ανακόπτων υποχρεούται να εκθέσει (και να αποδείξει) τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν την απαίτηση ή (και) το προνόμιο κατά τρόπο σαφή και ορισμένο, ώστε να είναι δυνατή η εκτίμηση από το δικαστήριο της νομιμότητας του λόγου και να παρέχεται στον καθου η δυνατότητα να αμυνθεί, β) είτε σε προβολή ενστάσεων του ανακόπτοντος κατά της κατατάξεως της απαιτήσεως άλλου δανειστή, γ) είτε και σε απλή αμφισβήτηση ή άρνηση από τον ανακόπτοντα της απαιτήσεως του καθου που έχει καταταγεί ή του προνομίου της, οπότε αρκεί η άρνηση αυτή και μόνον για το ορισμένο του λόγου της ανακοπής. Στην τελευταία περίπτωση ο καθου η ανακοπή φέρει το βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως των γενεσιουργών της απαιτήσεώς του γεγονότων, καθώς και εκείνων που προσδίδουν σε αυτή προνομιακό χαρακτήρα, γιατί διαφορετικά, εάν δηλαδή ο καθου η ανακοπή, δεν επικαλεσθεί κατά τη συζήτηση της ανακοπής στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο με τρόπο σαφή και ορισμένο αυτά τα γεγονότα ή δεν τα αποδείξει, γίνεται δεκτή η ανακοπή. Σημειωτέον ότι η ανωτέρω άρνηση ή αμφισβήτηση της υπάρξεως της απαιτήσεως για την οποία έγινε η κατάταξη, μπορεί να γίνει και στην περίπτωση ακόμη που αυτή αποδεικνύεται έναντι του καθου η εκτέλεση οφειλέτη από έγγραφα τα οποία έχουν αποδεικτική δύναμη έναντι αυτού, γιατί η αποδεικτική αυτή δύναμή τους δεν δεσμεύει και τους δανειστές που αναγγέλθηκαν. Οι τελευταίοι, μαχόμενοι κατά του κύρους του πίνακα κατατάξεως, στο πλαίσιο της διεξαγόμενης κατόπιν ασκήσεως της εν λόγω ανακοπής δίκης, είναι τρίτοι έναντι του καθου και δεν δεσμεύονται ούτε ωφελούνται από το μεταξύ αυτού και οποιουδήποτε δανειστή δεδικασμένο. Έτσι, ο ανακόπτων δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο αποφάσεως μεταξύ του καθού η ανακοπή και του καθου η εκτέλεση (βλ. ΑΠ 1031/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 644/2011 ΕλλΔνη 2011 1018, ΕφΑθ 267/2012 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, τα ναυτικά προνόμια επί του πλοίου γίνεται γενικά δεκτό ότι έχουν εμπράγματο χαρακτήρα και ρυθμίζονται από το δίκαιο της πολιτείας, τη σημαία της οποίας φέρει το πλοίο, σύμφωνα με τον κανόνα ιδιωτικού διεθνούς δικαίου του άρθρου 9 του ΚΙΝΔ. Κατά την άποψη όμως που επικρατεί ιδίως στη νομολογία το δίκαιο της σημαίας του πλοίου ρυθμίζει τη γένεση, έκταση, διάρκεια και απόσβεση των ναυτικών προνομίων, και δη έστω και αν οι απαιτήσεις που ασφαλίζονται με αυτά διέπονται από το δίκαιο άλλης πολιτείας (ΕΠ 599/2000 Ε.Εμπ.Δ 2001.320, ΕΠ 1087/97 ΕΝΔ 26.42), ενώ η σειρά κατατάξεως αυτών, σε περίπτωση πλειστηριασμού του πλοίου, θα κριθεί από το δίκαιο του τόπου της αναγκαστικής εκτελέσεως, δηλαδή από τη LEX FORI, αφού η λόγω προνομίου προτίμηση στην κατάταξη δεν αποτελεί στοιχείο της απαιτήσεως αλλά αφορά στη σχέση των απαιτήσεων μεταξύ τους και κανονίζεται από το δικονομικό δίκαιο (ΑΠ 1762/1998, ΕΝΔ 1999 σελ. 83, ΑΠ 466/1996 Δ/νη 39.347, ΑΠ 710/92 ΕΕΝ 93 σελ. 540 ΕΠ 599/2000 ό.π., ΕΑ 9639/98 Δ/νη 40.387, ΕΠ. 472/98 ΕΝΔ 1998 σελ. 418, ΕΠ 1300/1997, ΕΠ 1269/1997 ΕΝΔ 1998 σελ. 124, 121). ΄Ετσι, αν εκπλειστηριαστεί αλλοδαπό πλοίο στην Ελλάδα, οι απαιτήσεις που είναι εξοπλισμένες με ναυτικό προνόμιο, κατά το δίκαιο της σημαίας του πλοίου, θα καταταγούν στη σειρά που προβλέπει για παρόμοιες, κατά τη φύση και το χαρακτήρα τους απαιτήσεις το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ, στο οποίο παραπέμπει το άρθρο 1012 παρ. 4 του Κ.Πολ.Δ., και μάλιστα πριν από τις απαιτήσεις που εξασφαλίζονται με υποθήκη, μόνον όμως αν το προνόμιο αυτό αναγνωρίζεται από το δίκαιο της χώρας, της οποίας τη σημαία έφερε το πλοίο κατά το χρόνο συντάξεως του πίνακα κατατάξεως, ενώ στην αντίθετη περίπτωση σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 9 του ΚΙΝΔ, δεν θα ληφθεί υπόψη και η αντίστοιχη απαίτηση δεν θα καταταγεί ως προνομιακή, ακόμη και αν η απαίτηση αυτή έχει δημοσιονομικό χαρακτήρα (ΑΠ 466/96 ό.π., Ε Π 198/2003 ό.π., ΕΠ 599/2000 ό.π.). Αν η LEX FORI δεν αναγνωρίζει ως προνομιακή την απαίτηση που ασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο κατά το αλλοδαπό δίκαιο της σημαίας, τότε η εν λόγω απαίτηση δεν κατατάσσεται προνομιακά (ΕΠ 93/99 Ε.Εμπ.Δ 1999 σελ. 560). Πιο συγκεκριμένα με τη διάταξη του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ (όπως αυτό ίσχυε κατά το χρόνο συντάξεως του προσβαλλόμενου πίνακα κατάταξης, δηλαδή μετά την τροποποίησή του από το άρθρο 214 του ν. 4072/2012 ΦΕΚ Α’ 87/11-4-2012), καθιερώνεται ειδική σειρά κατάταξης και προσδιορίζονται τα ναυτικά προνόμια σε τέσσερις κατηγορίες, που αποκαλούνται τάξεις, στις οποίες εντάσσονται και κατατάσσονται: 1) Στην πρώτη τάξη και κατά την οριζόμενη σειρά: α) οι συναφείς προς τη ναυσιπλοΐα φόροι, β) τα προς το κοινό συμφέρον των δανειστών γενόμενα δικαστικά έξοδα, γ) τα τέλη και δικαιώματα που βαρύνουν το πλοίο, δ) τα εκ της ναυτολογήσεως των ναυτικών δικαιώματα υπέρ του Ναυτικού Απομαχικού Ταμείου (Ν.Α.Τ.) και τα πρόστιμα που επιβλήθηκαν ή επιβάλλονται από το Γραφείο Ευρέσεως Ναυτικής Εργασίας υπέρ του Κεφαλαίου Ανεργίας και Ασθενείας Ναυτικών (Κ.Α.Α.Ν), 2 στη δεύτερη τάξη κατατάσσονται: α) οι απαιτήσεις του πλοιάρχου και του πληρώματος από τη σύμβαση εργασίας και β) τα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου από τον κατάπλου του στον τελευταίο λιμένα. 3) στην τρίτη τάξη κατατάσσονται τα έξοδα και οι αμοιβές λόγω επιθαλάσσιας αρωγής διάσωσης και ναυαγιαίρεσης και 4) στην τέταρτη τάξη κατατάσσονται οι λόγω σύγκρουσης ή πρόσκρουσης πλοίων οφειλόμενες αποζημιώσεις για ζημίες σε πλοία, επιβάτες και φορτία (βλ. αναλυτικά Μπρίνια Ερμηνεία άρθρου 1012 σελ. 2011 και επ.). Προκύπτει επομένως ότι τα προνόμια του άρθρου αυτού είναι ειδικά και αφορούν ορισμένο πλοίο ή τον ναύλο, εκτοπίζουν δε κάθε άλλο προνόμιο του κοινού δικαίου ή του ΚΠολΔ, όταν αντικείμενο του πλειστηριασμού είναι το πλοίο και επομένως προηγούνται της υποθήκης, δηλαδή της απλής ναυτικής υποθήκης των άρθρων 295 επ. ΚΙΝΔ και κατ` επέκταση της προτιμώμενης ναυτικής υποθήκης και τα προνόμια του άρθρου 205 του ΚΙΝΔ κατατάσσονται σε τέσσερις κατηγορίες (ΕφΑθ 8055/1990 ΕλΔ 32, 1054, ΕφΠειρ 1112/1986 ΕλΔ 28, 493). Τα γενικά και ειδικά προνόμια των διατάξεων του ΚΠολΔ δεν στερούνται σημασίας στην κατάταξη επί πλειστηριασμού πλοίου, αλλά ακολουθούν μετά την κατάταξη των ναυτικών προνομίων και της ναυτικής υποθήκης επί του υπολοίπου κατά την έκταση που οι απαιτήσεις αυτές δεν καλύπτονται από το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ (ΟλΑΠ 21/1994 ΕλλΔνη 1995 574, ΑΠ 1404/2007 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 681/2004 ΕΕμπΔ 2004 606). Περαιτέρω κατά το δίκαιο του Μπελίζ που προσκομίζεται μετ’επικλήσεως (σχετ. 2), δηλαδή του νόμου περί νηολόγησης εμπορικών πλοίων του 2010 «ΑΡΙΘ. 22 ΤΟΥ 2010 ΜΕΡΟΣ VΙΙ ΝΑΥΤΙΚΑ ΠΡΟΝΟΜΙΑ : 59. Τα πλοία αποτελούν ειδική κατηγορία κινητών πραγμάτων τα οποία αποτελούν χωριστά και διακριτά στοιχεία της περιουσίας των κυρίων τους για την εξασφάλιση των αγωγών και απαιτήσεων στις οποίες υπόκεινται … ( … ) 63.Κάθε μία από τις παρακάτω απαιτήσεις κατά του πλοιοκτήτη, μισθωτή γυμνού σκάφους, εφοπλιστή ή διαχειριστή του πλοίου θα εξασφαλίζεται με ναυτικό προνόμιο επί του πλοίου, και θα κατατάσσεται με την πιο κάτω σειρά: στην πρώτη (α) τα δικαστικά έξοδα και δαπάνες που πηγάζουν από την κατάσχεση και μετέπειτα πώληση του πλοίου, και αυτά τα έξοδα και οι δαπάνες θα περιλαμβάνουν, μεταξύ άλλων, τα έξοδα για τη συντήρηση του πλοίου και του πληρώματος, καθώς και οι μισθοί και τα άλλα έξοδα που αναφέρονται στο παρόν, και πραγματοποιήθηκαν από το χρόνο της κατάσχεσης, καθώς και τα ποσά που οφείλονται στο Διεθνές Νηολόγιο Εμπορικού Ναυτικού του Μπελίζ (IMMARBE), όπως ενδεικτικά και μη περιοριστικά, απλήρωτοι φόροι και αμοιβές, στη δεύτερη (β) οι απαιτήσεις για αμοιβή από παροχή αρωγής στο πλοίο, στην τρίτη (γ) οι απαιτήσεις για αποδοχές και άλλα ποσά που οφείλονται στον πλοίαρχο, τους αξιωματικούς και τα άλλα μέλη του πληρώματος, από την υπηρεσία τους στο πλοίο, περιλαμβανομένου του κόστους επαναπατρισμού και των ασφαλιστικών εισφορών που είναι καταβλητέες για λογαριασμό τους, στην τέταρτη (δ) η εγγεγραμμένη επί του πλοίου υποθήκη, στην πέμπτη (ε) οι απαιτήσεις αναφορικά με απώλεια ζωής ή σωματική βλάβη που έλαβε χώρα, είτε στην ξηρά είτε στη θάλασσα, και σχετίζεται άμεσα με τη λειτουργία του πλοίου, στην έκτη (στ) οι απαιτήσεις για λιμενικά τέλη, τέλη ναυσιπλοΐας σε κανάλια και άλλους πορθμούς, και πλοηγικά τέλη, στην έβδομη (ζ) οι απαιτήσεις από αδικοπραξία που πηγάζουν από φυσική απώλεια ή ζημιά που προκλήθηκε κατά τη λειτουργία του πλοίου, εκτός από την απώλεια ή ζημία στο το πλοίο, φορτίο, σε εμπορευματοκιβώτια και σε αποσκευές επιβατών που μεταφέρονται από στην όγδοη (η) οι απαιτήσεις από γενική αβαρία, στην ένατη (θ) τα ποσά που οφείλονται από αναληφθείσες υποχρεώσεις για τον εφοδιασμό, συντήρηση, την επισκευή και τη λειτουργία του πλοίου, στη δέκατη (ι) τα ποσά που οφείλονται υπό τους όρους οποιουδήποτε ναυλoσυμφώνου σύμβασης μεταφοράς φορτίου, και στην ενδέκατη (ια) το οφειλόμενο τίμημα της τελευταίας σύμβασης πώλησης του πλοίου και τυχόν τόκοι επ’ αυτού που γεννήθηκαν τους τελευταίους 24 μήνες.

Από τα έγγραφα που προσκομίζονται σε μετάφραση μεταξύ των οποίων και φωτογραφικές απεικονίσεις, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά που έχουν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Με επίσπευση των ήδη έξι πρώτων εφεσιβλήτων εκπλειστηριάσθηκε την 4/4/2018 ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά  …………., µε ηλεκτρονικά µέσα µέσω της πλατφόρµων των Ηλεκτρονικών Συστηµάτων Πλειστηριασµών (ΗΛ.ΣΥ.ΠΛΕΙΣΤ.), το κατασχεθέν µε τη με αριθμό ../21.2.2018 έκθεση αναγκαστικής κατάσχεσης πλοίου της δικαστικής επιµελήτριας της περιφέρειας του Εφετείου Πειραιά ………, υπό σηµαία Μπελίζ Φ/Γ πλοίο µε το όνοµα «ΑC» (…….), Νηολογίου Μπελίζ, με αριθμό νηολόγησης …., με Διεθνές Διακριτικό Σήμα …, Ι.Μ.Ο. …., κατασκευασμένο από ατσάλι το έτος 1996, στη Γερμανία, Κ.Ο.Χ. 2.086, Κ.Κ.Χ. 1.049, μήκους 84,66 μέτρων, πλάτους 12,30 μέτρων και βάθους 5,70 μέτρων, που φέρει μία μηχανή μάρκας ΜΑΚ Ντήζελ 8Μ20, 1.300 κιλοβάτ, ταχύτητας 10,50 κόμβων, και τρεις (3) βοηθητικές μηχανές (ηλεκτρογεννήτριες), μάρκας CΑΤΕRΡΙLΑR, κυριότητας της εταιρίας με την επωνυμία «………..», που εδρεύει σύμφωνα με το καταστατικό της στη Ρίγα της Λετονίας (διεύθυνση: ………….), και αντιπροσωπεύεται στην Ελλάδα από τη γενική εντολοδόχο, ναυτική πράκτορα και αντίκλητό της εταιρία με την επωνυμία «………..» και το διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στον Πειραιά, οδός ……… αριθ. …., και εκπροσωπείται νόμιμα. Να σημειωθεί ότι όπως ήδη προαναφέρθηκε στη νομική σκέψη της παρούσας και με δεδομένο ότι το εκπλειστηριασθέν πλοίο είχε σημαία Μπελίζ, στη συγκεκριμένη περίπτωση, κατά το ουσιαστικό δίκαιο της χώρας αυτής θα κριθεί σύμφωνα με τα ανωτέρω ο προνομιακός εμπράγματος χαρακτήρας των αμφισβητούμενων απαιτήσεων, ενώ η αμφισβητούμενη σειρά κατατάξεως αυτών, εφόσον εξοπλίζονται πράγματι με προνόμιο επί του πλοίου, θα κριθεί κατά το ελληνικό δίκαιο, ως το δίκαιο του τόπου της εκτελέσεως κατά την προαναφερόμενη νομική σκέψη. Εξάλλου, η ύπαρξη των ενδίκων απαιτήσεων, θα κριθεί κατά το Ελληνικό Δίκαιο στο οποίο υποβλήθηκαν τα μέρη και με το οποίο συνδέονται στενότερα αυτές, δεδομένου ότι στην Ελλάδα (Πειραιά) βρισκόταν η πράκτορας του πλοίου που ενεργούσε για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας εταιρίας και ο τόπος παροχής των πιστώσεων και καταβολής των δαπανών για τη συντήρηση του πλοίου.

Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι η συμβολαιογράφος συνέταξε τη με αριθμό …../4-4-2018 έκθεση ηλεκτρονικού αναγκαστικού πλειστηριασμού, και το εκπλειστηριασθέν πλοίο κατακυρώθηκε στην εταιρία με την επωνυμία «………..», που εδρεύει στα νησιά Μάρσαλ αντί του ποσού των 400.020 δολαρίων ΗΠΑ. Ακολούθως η  προαναφερόμενη συµβολαιογράφος, αφού έλαβε υπόψη της τις αναγγελθείσες απαιτήσεις, συνέταξε τον ήδη προσβαλλόμενο με αριθμό ………/30.5.2018 πίνακα κατάταξης δανειστών. Επειδή το πλειστηρίασµα δεν επαρκούσε για την ικανοποίηση όλων των αναγγελθεισών απαιτήσεων, κατετάγησαν στον πίνακα ικανοποίησης δανειστών οι εξής: 1. Στην πρώτη τάξη: α) Η ως άνω συµβολαιογράφος και υπάλληλος του πλειστηριασµού, οριστικά για ολόκληρη την απαίτησή της για ποσό 4.625,00 ευρώ, άλλως 5.345,57 δολ. ΗΠΑ, β) Η επί της εκτελέσεως ως άνω δικαστική επιµελήτρια, οριστικά για ολόκληρη την απαίτησή της για ποσό 4.335,36 ευρώ, άλλως 5.010,81 δολ. ΗΠΑ, γ) Η νόµιµα εκπροσωπούµενη εταιρεία µε την επωνυµία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΑΙΩΣ ΑΕ», που εδρεύει στον Πειραιά, οριστικά για ολόκληρη την απαίτησή της για ποσό 2.664,27 ευρώ, άλλως 3.079,36 δολαρίων ΗΠΑ, δ) Το Κεντρικό Λιµεναρχείο Πειραιά, οριστικά για ολόκληρη την απαίτησή του, για ποσό 352,30 ευρώ, άλλως 407,18 δολαρίων ΗΠΑ, ε) Το Ελληνικό Δηµόσιο, εκπροσωπούµενο από τη ΔΟΥ Α’ Πειραιά, οριστικά για ολόκληρη την απαίτησή του, για ποσό 1.982,85 ευρώ, άλλως 2.291,77 δολαρίων ΗΠΑ, στ) Οι ως άνω επισπεύδοvτες και αναγγελθέντες ναυτικοί (ήδη έξι πρώτοι εφεσίβλητοι), οριστικά για µέρος της απαίτησής τους, που συνολικά ανέρχεται σε 4.372,80 ευρώ, άλλως 5.054,08 δολάρια ΗΠΑ, και συγκεκριµένα: i) ο ………… για 733,61 ευρώ, άλλως 847,91 δολάρια ΗΠΑ, ii) ο ……….. για 744,81 ευρώ, άλλως 860,85 δολάρια ΗΠΑ, iii) ο …………για 726,53 ευρώ, άλλως 839,72 δολάρια ΗΠΑ, iν) ο ……….. για 728,02 ευρώ, άλλως 841,45 δολάρια ΗΠΑ, ν) ο ………. για 719,66 ευρώ, άλλως 831,78 δολάρια ΗΠΑ και vi) ο ………. για 720,17 ευρώ, άλλως 832,37 δολάρια ΗΠΑ, ζ) Η νόµιµα εκπροσωπούµενη εταιρεία µε την επωνυµία «………» (ήδη έβδομη εφεσίβλητη) και τον διακριτικό τίτλο «………..», που εδρεύει στον Πειραιά, για το ποσό των 4.865,74 ευρώ, άλλως 5.623,82 δολ ΗΠΑ, τυχαία και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης της ανωτέρω καταταγείσας απαίτησής της. 2. Στη δεύτερη τάξη: α) Οι ως άνω επισπεύδοντες και αναγγελθέντες ναυτικοί, για το υπόλοιπο της απαίτησής τους, και συγκεκριµένα: i) ο ……….. για 22.013,53 δολάρια ΗΠΑ, ίί) ο ………… για 62.231,44 δολάρια ΗΠΑ, ίίί) ο ………. για 19.668,79 δολάρια ΗΠΑ, ίν) ο ………..για 21.059,47 δολάρια Η ΠΑ, ν) ο ….. . για 12.116,60 δολάρια ΗΠΑ και vi) ο ……….. για 12.498,36 δολάρια ΗΠΑ, οριστικά µεν ως προς τον 1ο, τον 3ο, τον 4ο, τον 5ο και τον 6ο από αυτούς, ενώ κατέταξε το 2ο από αυτούς, οριστικά για 34.509,35 δολάρια ΗΠΑ και επιπλέον τυχαία, υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκαση; της απαίτησής του, για 27.722,09 δολάρια ΗΠΑ, β) Η νόµιµα εκπροσωπούµενη εταιρεία µε την επωνυµία «……..» και τον διακριτικό τίτλο «……….», που εδρεύει στον Πειραιά, για το ποσό των 12.028,99 ευρώ, άλλως 13.903,10 δολάρια ΗΠΑ, τυχαία και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης της ανωτέρω καταταγείσας απαίτησής της, και πριν την έκδοση της εκκαλουμένης γ) Ο ……….. για το ποσό των 63.900,00 ευρώ, άλλως 73.855,62 δολ ΗΠΑ, οριστικά για 23.000,00 ευρώ, άλλως 26.583,40 δολ ΗΠΑ, και επιπλέον τυχαία και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασης της απαίτησής του για 40.900,00 ευρώ, άλλως 47.272,22 δολάρια ΗΠΑ. 3. Στην τρίτη τάξη: Στο εναποµένον υπόλοιπο των 135.860,50 δολαρίων ΗΠΑ κατετάγη η νόµιµα εκπροσωπούµενη ανώνυµη τραπεζική εταιρεία µε την επωνυµία «………..», η οποία εδρεύει στη Ρίγα της Λετovίας (ήδη ένατη εφεσίβλητη), για ισόποσο µέρος της ενυπόθηκης απαίτησής της, τυχαία και υπό τον όρο τελεσίδικης επιδίκασής της µε εκτελεστή στην Ελλάδα απόφαση, µε τη σηµείωση ότι σε περίπτωση απορρίψεως ολόκληρης ή µέρους της απαίτησης οιουδήποτε από τους ανωτέρω τυχαίως καταγέντες δανειστές, που κατατάσσονται πριν τη νόµιµα εκπροσωπούµενη ως άνω ανώνυµη τραπεζική εταιρεία, στη θέση τους θα κατατάσσεται η τελευταία, για αντίστοιχο ποσό από το υπόλοιπο της αναγγελθείσας απαίτησής της για το οποίο δεν κατατάχθηκε στον πίνακα, λόγω µη επάρκειας του πλειστηριάσµατος, µέχρι την πλήρη ικανοποίησή της. Ήδη μετά την έκδοση της εκκαλουμένη απόφασης το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο μεταρρύθμισε τον προσβαλλόμενο πίνακα αποβάλλοντας από αυτόν τον όγδοο και εδώ απολιπόμενο εφεσίβλητο και κατατάσσοντας προνομιακά και τυχαία δηλαδή υπό την αίρεση της τελεσίδικης επιδίκασης της ενυπόθηκης απαιτήσεως της την εδώ ένατη εφεσίβλητη επιπλέον για το ποσό των 63.000 ευρώ ή 73.855,62 δολαρίων ΗΠΑ και συνεπώς χωρίς έννομο συμφέρον η εκκαλούσα πλήττει αυτό το κεφάλαιο της εκκαλουμένης με το τρίτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως. Ακολούθως επειδή απαραδέκτως πλήττεται το κεφάλαιο αυτό της εκκαλουμένης με το δικόγραφο εφέσεως αυτή πρέπει να απορριφθεί ως απαράδεκτη ως προς τον όγδοο απολιπόμενο εφεσίβλητο αφού ως προς αυτόν δεν υπάρχει παραδεκτός λόγος εφέσεως.

Από τις διατάξεις των άρθρων 1, 37 επ. και 53 επ. του Κώδικα Ιδιωτικού Ναυτικού Δικαίου (ΚΙΝΔ) προκύπτει ότι ουσιώδες στοιχείο της σύμβασης ναυτικής εργασίας είναι ότι ο ναυτικός αναλαμβάνει την υποχρέωση να συμμετέχει ως μέλος συγκροτημένου οργανικά πληρώματος στους πλόες του πλοίου, χωρίς να είναι απαραίτητη η πραγματική εκτέλεση του πλου και η αντιμετώπιση θαλασσίων κινδύνων. Έτσι, η σύμβαση δεν αποβάλει το χαρακτήρα της ως ναυτικής, ούτε μεταλλάσσεται σε σύμβαση χερσαίας εργασίας, αν το πλοίο, για οποιοδήποτε λόγο, παραμένει αργό στο λιμάνι η συντηρείται η επισκευάζεται, έχει όμως συγκροτημένο πλήρωμα και βρίσκεται σε διαρκή ετοιμότητα προς πλου. Στην περίπτωση αυτή ο προσλαμβανόμενος για να εργασθεί στο πλοίο, ως μέλος συγκροτημένου πληρώματος, έστω και αν δεν παρέχει αμιγή ναυτική εργασία, θεωρείται ναυτικός και η σύμβαση του έχει χαρακτήρα ναυτικής και όχι χερσαίας εργασίας. Αντιθέτως, όμως, όταν η πρόσληψη του μισθωτού γίνεται ειδικώς και αποκλειστικώς για όσο χρόνο το πλοίο είναι προσδεμένο στο λιμάνι για επισκευή, συντήρηση ή είναι παροπλισμένο και αυτός, μη όντας ενταγμένος στο συγκροτημένο πλήρωμα του, δεν έχει υποχρέωση συμμετοχής σε πλόες του, τότε πρόκειται για παροχή χερσαίας εργασίας, επί της οποίας έχουν εφαρμογή οι διατάξεις του κοινού εργατικού δικαίου. Εξάλλου, ο χαρακτηρισμός της θεμελιωτικής του αγωγικού αιτήματος εργασιακής σχέσης ως ναυτικής ή ως (εξαρτημένης) χερσαίας εργασίας γίνεται από το Δικαστήριο, με βάση τα αποδεικνυόμενα πραγματικά περιστατικά, ανεξάρτητα από το νομικό χαρακτηρισμό της από τα συμβληθέντα μέρη (ΑΠ 1252/2002, ΕφΠειρ 713/2009, 466/2009, 669/2007 ΕλλΔνη 43,1662 και ΕΝΔ 38,33, 37,281, 35,3δ7 αντιστοίχως).

Με το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως η εκκαλούσα αρνείται την ύπαρξη της απαίτησης των ήδη καταταγέντων έξι πρώτων εφεσίβλητων, αφού αναφέρει ότι το εκπλειστηριασθέν πλοίο κατέπλευσε ρυμουλκούμενο στο Πέραμα στις 26.1.2016 και παρέμεινε εκεί ακινητοποιημένο μέχρι τις 18.4.2018 μεσολαβούντος του πλειστηριασμού του στις 4.4.2018. Ότι από 10.2.2016 του είχε επιβληθεί απαγόρευση απόπλου και για το λόγο αυτό δεν αντιλαμβάνεται για ποιο λόγο ναυτολογήθηκαν έξι ναυτικοί ως πλήρωμα τη στιγμή που η λειτουργία του ως πλοίου και η αυτοδύναμη κίνηση λόγω της βλάβης της μηχανής του ήταν αδύνατη. Ότι επομένως αποκλείεται οι έξι πρώτοι εφεσίβλητοι να εργάστηκαν στο πλοίο προς εκπλήρωση της θαλάσσιας αποστολής του και ότι επομένως οποιαδήποτε παροχή εργασίας τους από μέρους τους θεωρείται χερσαία η οποία δεν απολαμβάνει προνομίου και ότι επομένως αυτοί εσφαλμένως και παρά το νόμο κατετάγησαν στην πρώτη και δεύτερη τάξη οριστικά ή τυχαία αντίστοιχα. ο ανακόπτων δεν δεσμεύεται από το δεδικασμένο αποφάσεως μεταξύ του καθού η ανακοπή και του καθου η εκτέλεση. Όπως ήδη προαναφέρθηκε τυχόν δεδικασμένο εκ της τελεσιδικίας της με αριθμό 5770/2017 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε μετά τις με αριθμό ………/2016 και ……../2017 αγωγές των εργαζόμενων (βλ. σχετ. 7γ περί μη άσκησης ενδίκων μέσων κατά της αποφάσεως αυτής) δεν δεσμεύει την τρίτη εκκαλούσα. Με την παραπάνω απόφαση κρίθηκε ότι η εργασία των έξι πρώτων εφεσιβλήτων συνιστά παροχή ναυτικής εξαρτημένης εργασίας. Κατά τη συζήτηση των συνεκδικαζόμενων αγωγών να σημειωθεί ότι δεν παραστάθηκε η εναγομένη καθής η εκτέλεση, και  ότι αυτές κοινοποιήθηκαν στην αντιπρόσωπο της στην Ελλάδα έβδομη εφεσίβλητη. Σε αυτές εξέθεταν οι εργαζόμενοι ότι προσλήφθηκαν στο εκπλειστηριασθέν πλοίο το διάστημα από 19 έως και 26.5.2016 για να απασχοληθούν με σύμβαση ναυτικής εξαρτημένης εργασίας με τις ειδικότητες που ανέγραφαν στην αγωγή τους και ότι η εναγομένη καθής η εκτέλεση δεν τους κατέβαλε δεδουλευμένα από 3 έως 7 μηνών πλέον αντιτίμου τροφής, τα οποία και ζήτησαν πλέον αποζημιώσεως απόλυσης, πλέον εξόδων παλλινόστησης, πλέον χρηματικής ικανοποιήσεως λόγω ηθικής βλάβης, ενώ οι τρείς πρώτοι αιτήθηκαν δεδουλευμένα και για επόμενο χρονικό διάστημα αφού είχαν παραμείνει και εργάζονται στο πλοίο. Το Δικαστήριο δέχθηκε κατά ένα μέρος την πρώτη αγωγή και στο σύνολο της τη δεύτερη αγωγή ως ουσιαστικά βάσιμες και τους επιδίκασε δεδουλευμένα, επίδομα τροφής, έξοδα παλλινόστησης, αποζημίωση απόλυσης και χρηματική ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης ύψους 3.000 ευρώ για τον καθένα και κήρυξε την απόφαση προσωρινά εκτελεστή. Ο δεύτερος εξ αυτού έχει επίσης ασκήσει τη με αριθμό …………/2018 αγωγή του ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Ήδη οι έξι πρώτοι εφεσίβλητοι μετά την αμφισβήτηση της απαιτήσεως τους προσκομίζουν τα ναυτικά τους φυλλάδια, τις συμβάσεις ναυτικής εργασίας τους και τα εισιτήρια παλλινοστήσεως τους ενώ από το σχετικό 2 που προσκομίζουν μετ’επικλήσεως οι έξι πρώτοι εφεσίβλητοι φαίνεται το Λιμεναρχείο αναφέρει την ημερομηνία επιβίβασης, αποβίβασης και επαναπατρισμού του πληρώματος με τις παραπάνω ειδικότητες. Βέβαια η ήδη εκκαλούσα ανακόπτουσα ισχυρίζεται ότι το διάστημα ναυτολόγησης των έξι πρώτων εφεσιβλήτων το πλοίο βρισκόταν ακινητοποιημένο, δεν εκτελούσε πλόες αφού μετά από βλάβη στην κύρια μηχανή του στις 22.1.2016 δεν μπόρεσε να συνεχίσει το ταξίδι του προς το λιμάνι προορισμού του και ρυμουλκήθηκε στο ναυπηγείο Περάματος ώστε να επισκευαστεί η ζημία του ενώ δεν προσκομίζεται το ημερολόγιο του πλοίου από το οποίο να εμφαίνεται ότι αυτό εκτέλεσε πλόες το Μάιο του 2016 και μετά που προσλήφθηκαν οι έξι πρώτοι εφεσίβλητοι. Όμως κατά την ουσιαστική κρίση όμως του Δικαστηρίου τούτου οι έξι πρώτοι εφεσίβλητοι ανταποκρίθηκαν στο βάρος της επικλήσεως και αποδείξεως των γενεσιουργών της απαιτήσεώς τους γεγονότων με την επίκληση και προσκόμιση των προαναφερόμενων εγγράφων, καθώς και εκείνων που προσδίδουν σε αυτή προνομιακό χαρακτήρα (που κρίνεται με βάση του δίκαιο Μπελίζ ήτοι το δίκαιο της σημαίας του πλοίου όπως ήδη προαναφέρθηκε). Σύμφωνα με τα δίκαιο αυτό με προνόμιο τέταρτης τάξης είναι εξοπλισμένες οι αποδοχές που οφείλονται στον πλοίαρχο, τους αξιωματικούς και τα μέλη του πληρώματος από την υπηρεσία τους στο πλοίο συμπεριλαμβανομένου του κόστους επαναπατρισμού, ενώ σύμφωνα με το ελληνικό δίκαιο 205 ΚΙΝΔ μετά την από 9.4.2018 αναγγελία της απαιτήσεως τους και τη με αριθμό …………/18.4.2018 πράξη κατάθεσης τίτλων ορθώς κατετάγησαν στη δεύτερη τάξη οι απαιτήσεις τους αυτές η ύπαρξη των οποίων κατά το ελληνικό δίκαιο έχει ήδη εξοπλιστεί με δεδικασμένο κατά το μέρος που κατετάγησαν οριστικά. Ακολούθως το πρώτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως είναι απορριπτέο ως αλυσιτελώς προβαλλόμενο.

Εξάλλου κατά την προαναφερθείσα διάταξη του άρθ. 205 του ΚΙΝΔ, “τα από του κατάπλου του πλοίου εις τον τελευταίον λιμένα έξοδα φυλάξεως και συντηρήσεως” κατατάσσονται προνομιακώς. Οι όροι “κατάπλους εις τον τελευταίον λιμένα” και “έξοδα φυλάξεως και συ­ντηρήσεως” υποσημαίνουν, ο πρώτος, τον λιμένα, όπου κατασχέθηκε το πλοίο και εξ αυτού του λόγου δεν κατέστη εφικτός ο απόπλους αυτού, ο δε δεύτερος, τα έξο­δα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου, ώστε να αποφευχθεί η μείωση της αξίας του, τα οποία δεν είναι αναγκαίο μεν να έχουν γίνει οπωσδήποτε μετά την κατά­σχεση (ΑΠ 295/2002, ΕΝΔ 30, 117, ΑΠ 52/1995, ΕΝΔ 23, 200), πρέπει, όμως, κατά πάσα περίπτωση να συνδέονται αιτιωδώς προς αυτή, ώστε, προκειμένου περί πλοί­ου ακινητοποιημένου ή παροπλισμένου εξ άλλου λόγου, τα γενόμενα μέχρι της επακολουθήσασας κατάσχεσης αυτού έξοδα φύλαξης και συντήρησης δεν απολαύ­ουν του προαναφερομένου προνομίου (ΕΠ 275/2012, ΕΠ 147/2010, ΕΝΔ 38, 241). Ως έξοδα συντήρησης του πλοίου, ειδικότερα, νοούνται όλα όσα δαπανήθηκαν από την είσοδο του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι, όπου επακολούθησε η αναγκαστική του κατάσχεση, τα οποία είναι αναγκαία για την αποκατάσταση των φθορών που προκλήθηκαν από την πάροδο του χρόνου και τη λειτουργία του, ώστε να διατηρη­θεί σε ικανότητα προς εκπλήρωση του προορισμού του ως οικονομικής μονάδας, κατάλληλου για αυτοδύναμη κίνηση και ναυτιλιακή εκμετάλλευση αλλά και για να αποφευχθεί η μείωση της αξία του (ΑΠ 295/2002, ΕΝΔ 30, 117, ΑΠ 52/1995, ΕλλΔ/νη 38, 1087, ΑΠ 936/1989, ΕλλΔ/νη 31, 1011, ΑΠ 284/1989, ΕλλΔ/νη 31, 1011, ΑΠ 179/1989, ΕΝΔ 17, 201, ΑΠ 1524/1980, ΕΝΔ 9, 486, ΕΠ 1269/1997 ο.π. Βλ. και Κ. Ρόκα, Ναυτ. Δικ., παρ. 35, σελ. 130, I. Μπρίνια, Αναγκ. Εκτ. Β`, παρ. 632, Α. Αντάπαση, Ναυτικά Προνόμια, σελ. 150, 151, Δ. Καμβύση, Ιδ. Ναυτ. Δικ., αριθ. 205, σελ. 576 – βλ. όμως και ΑΠ 172/1989, ΕΝΔ 17, 203). Οι προαναφερθείσες δαπάνες είναι προνομιούχες, εφόσον έγιναν απ` τον κατάπλου (είσοδο) του πλοίου στο λιμένα της κατάσχεσης, θεωρουμένου ως τελευταίου, λόγω της από τότε απαγόρευσης της ναυσιπλοΐας, μέχρι της εκποίησης του με πλειστηριασμό. Απολαμβάνουν δηλαδή, το πιο πάνω προνόμιο, όχι όλες οι δαπάνες, αλλά μόνον εκείνες που έγιναν για τον σκοπό αυτό σε πλοίο ακινητοποιημένο σε λιμένα λόγω της κατάσχεσης ενόψει του πλειστηριασμού. Διότι το προνόμιο των δαπανών αυτών έχει σκοπό την εξασφάλιση της φύλαξης και συντήρησης του πλοίου μετά την ακινησία του, ως συνέπεια της κατάσχεσης. Αποκλείονται, κατά συνέπεια, του προνομίου οι κάθε φύσης δαπάνες εκμετάλλευσης του πλοίου σύμφωνα με τον προορισμό του, καθ` όσον οι δαπάνες αυτές γίνονται προς τον σκοπό της μεθοδικής χρήσης του πράγματος που τείνει στην πραγματοποίηση της λειτουργίας του, η οποία προσπορίζει οικονομικό κέρδος, καθώς και οι κάθε φύσης δαπάνες για την επισκευή του πλοίου που αποβλέπουν στη βελτίωση ή τη μεταβολή της κατάστασης του και στην επαύξηση και όχι στη διατήρηση της αξίας του (ΑΠ 681/2004 ΕΕμπΔ 2004.606, ΧρΙΔ 2004.998, ΑΠ 295/2002 οπ. παραπ., ΕφΠειρ 933/2006 οπ. παραπ., ΕφΠειρ 270/2006 οπ. παραπ.). Συμπερασματικά στα έξοδα συντήρησης περιλαμβάνονται οι δαπάνες εκείνες από τον κατάπλου στο τελευταίο λιμένα, οι οποίες συνετέλεσαν ώστε να διατηρηθεί το πλοίο στο λιμένα και μέχρι του πλειστηριασμού του στη κατάσταση που βρίσκεται σώο και αναλλοίωτο. Συνεπώς, δεν προ­ηγείται της ναυτικής υποθήκης οποιοδήποτε προνόμιο επί του πλοίου και του ναύλου, αναγνωριζόμενο από το ημεδαπό ή Αλλοδαπό Ουσιαστικό Δίκαιο, ως εξοπλίζον απαί­τηση για δαπάνες κλπ οποιωνδήποτε εργασιών που εκτελέστηκαν στο πλοίο, αλλά μόνο εκείνων που έγιναν για τις πιο πάνω εργασίες συντηρήσεως. Πρέπει όμως να διευκρινισθεί ότι οι δαπάνες για τη διατήρηση του πλοίου ακινητοποιημένου σε κατά­σταση ασφαλούς επίπλευσης καλύπτονται οπωσδήποτε από το πιο πάνω προνόμιο (ΑΠ 284/1989, ΕλλΔ/νη 31, 1011), χωρίς αυτό να έχει την έννοια ότι μόνο οι δαπάνες που αποβλέπουν την ασφαλή επίπλευση του ακινητοποιημένου πλοίου καλύπτονται, αφού όπως προαναφέρθηκε, είναι προνομιούχες και όλες οι αναγκαίες δαπάνες που έγιναν προς αποκατάσταση των φθορών που προαναφέρθηκαν (ΕΠ 163/2003 ΤΝΠ Νόμος).

Με το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως η εκκαλούσα παραπονείται ότι εσφαλμένα και παρά το νόμο κατετάγη στην πρώτη και δεύτερη τάξη τυχαία κι υπό τον όρο της τελεσίδικης επιδίκασης της απαιτήσεως της η έβδομη εφεσίβλητη για τα ποσά των 4.865,74 και 12.028 ευρώ αντίστοιχα καθώς η αναγγελία της ήταν αόριστη αφορά κατά ένα μέρος ποσά που έπρεπε να καταβάλει σε αρχές και είναι άγνωστο αν θα τα καταβάλει (όπως πλοηγικά δικαιώματα, δικαιώματα εκτέλεσης τελωνειακών εργασιών, πρόστιμο λιμενάρχη Γυθείου), ποσό 7.026,97 ευρώ 27 τιμολογίων των οποίων δεν γίνεται ανάλυση και ποσό 2.900 που καταβλήθηκε στον πλοίαρχο σε δόσεις. Από το προαναφερόμενο αποδεικτικό υλικό αποδεικνύεται ότι στις 10.4.2018 η έβδομη εφεσίβλητη αναγγέλθηκε για το ποσό των € 212.712,61 (άλλως ΗΠΑ $ 262.934,05). Έναντι αυτών, κατετάγη στον προσβαλλόμενο με την υπό κρίση ανακοπή πίνακα κατάταξης δανειστών, μόνο για τις απαιτήσεις που κρίθηκε ότι απολαμβάνουν προνομίου, ήτοι συνολικά μόνο για το ποσό των € 16.894,73 (άλλως των ΗΠΑ $ 19.526,92), ως εξής: ί) Στην πρώτη τάξη, για το ποσό των € 4.865,74,άλλως των δολαρίων ΗΠΑ 5.623,82. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται οι εξής αναγγελθείσες απαιτήσεις, οι οποίες αποτελούν συναφείς προς τη ναυσιπλοία φόρους και βαρύνοντα το πλοίο τέλη και δικαιώματα: α) το ποσό των € 385 για παράβολα έκδοσης άδειας εισόδου στη χώρα (VISA) των ναυτικών – μελών του πληρώματος του εκπλειστηριασθέντος πλοίου (βλ. σχετ. 5), β) το ποσό των € 30 για δικαιώματα εκτέλεσης τελωνειακών εργασιών (Δ.Ε.Τ.Ε.) του Α’ Τελωνείου Πειραιά (βλ. σχετ. 6), γ) το ποσό των € 1.500 για πρόστιμο που επιβλήθηκε με τη με αριθμό 3/2016 απόφαση του Λιμενάρχη Γυθείου (βλ. σχετ. 7), δ) το ποσό των € 350 για πρόστιμο που επιβλήθηκε με την υπ’ αριθ. ……../2017 καταλογιστική πράξη του Α’ Τελωνείου Εισαγωγής, Ε.Φ.Κ. και Εφοδίων Πειραιά (σχετ. 8) και ε) το ποσό των € 2.600,74 για δικαιώματα του ΟΛΠ από την πρυμνοδέτηση του πλοίου (σχετ. 9). Επομένως η έβδομη εφεσίβλητη αναγγέλθηκε για όλα τα ως άνω ποσά, και επομένως αβασίμως η εκκαλούσα ισχυρίζεται μεταξύ άλλων ότι το σύνολο αυτών ανέρχονται μόνο σε € 4.495,74. Τα ποσά αυτά κατέβαλε η έβδομη εφεσίβλητη ως πράκτορας του πλοίου για λογαριασμό της πλοιοκτήτριας και επομένως τα ζητεί με βάση τη σχέση εντολής – αντιπροσώπευσης και οι απαιτήσεις αυτές διατηρούν τον προνομιακό τους χαρακτήρα, σύμφωνα με το άρθρο 205 ΚΙΝΔ αφού περιλαμβάνονται στα έξοδα φύλαξης και συντήρησης του πλοίου που αποδόθηκαν στους παραπάνω, οι οποίοι προηγούνταν στην κατάταξη σε περίπτωση δικής τους αναγγελίας, αν η έβδομη εφεσίβλητη δεν είχε καταβάλει τα παραπάνω ποσά. Να σημειωθεί ότι ακόμη και αν γίνει δεκτό ότι το υπό στοιχείο γ) το ποσό των € 1.500 για πρόστιμο που επιβλήθηκε με τη με αριθμό 3/2016 απόφαση του Λιμενάρχη Γυθείου δεν αφορά δαπάνη φύλαξης ή συντήρησης στον τελευταίο λιμένα, στη συγκεκριμένη περίπτωση δεν έχει ασκηθεί έφεση από τους λοιπούς παρισταμένους εφεσίβλητους που θα δικαιούντο κατατάξεως στην περίπτωση αυτή, καθώς η απαίτηση της εκκαλούσας κατατάσσεται στη ια θέση των προνομίων δηλαδή μετά τους λοιπούς παρισταμένους εφεσίβλητους. Περαιτέρω η έβδομη εφεσίβλητη κατετάγη  ii) Στη δεύτερη τάξη, για το ποσό των € 12.028,99, άλλως για δολάρια ΗΠΑ 13.903,10. Στο ποσό αυτό περιλαμβάνονται οι εξής αναγγελθείσες απαιτήσεις, οι οποίες αποτελούν έξοδα για την προμήθεια στο πλοίο των αναγκαίων για τη συντήρησή του και για τη συντήρηση του πληρώματός του εφοδίων: α) το ποσό των € 1.500 για την προμήθεια πόσιμου νερού (βλ. σχετ. 10), β) το ποσό των € 7.026,97 για την προμήθεια τροφοεφοδίων και αναλώσιμων ειδών (βλ. σχετ. 11, 12, 13) και γ) το ποσό των € 152,02 για έξοδα ιατροφαρμακευτικής περίθαλψης μέλους του πληρώματος (βλ. σχετ. 14) οι οποίες αποτελούν έξοδα συντήρησης του πλοίου στο τελευταίο λιμάνι (τα οποία δεν ισχυρίζεται η εκκαλούσα ότι περιλαμβάνονται στο επίδομα τροφής των έξι πρώτων εφεσιβλήτων) και συνεπώς το δεύτερο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως με το οποίο πλήττεται το είδος της αξίωσης της καταταγείσας κατά τα ανωτέρω αξίωσης της έβδομης εκκαλούσας είναι απορριπτέο ως αβάσιμο, αφού από το αποδεικτικό υλικό προκύπτει αναλυτικά σε τι αφορούν τα ποσό για τα οποία κατετάγη η έβδομη εφεσίβλητη τις προσκομιζόμενες αποδείξεις και τιμολόγια αποδεικνύεται η καταβολή των ποσών αυτών που εντάσσονται στις δαπάνες συντήρησης.

Ως προς την ένατη εφεσίβλητη αλλοδαπή τραπεζική εταιρεία µε την επωνυµία «…………» (…………), η οποία εδρεύει στη Ρίγα της Λετονίας, και το τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγο εφέσεως πρέπει να αναφερθεί ότι όπως αποδεικνύεται από το προαναφερόμενο αποδεικτικό υλικό αυτή είχε αναγγείλει τις απαιτήσεις της, συνολικού ποσού 3.229.626,17 ευρώ, προερχόµενες από Σύµβαση Δανείου µε αρ. ……… και υπό ηµεροµηνία 14 Ιανουαρίου 2014 (βλ. προσκ. Σχετ. 3), όπως τροποποιήθηκε µε το Παράρτηµα της 15ης Ιουλίου 2014 (βλ. προσκ. Σχετ. 7), το Συµπληρωµατικό Παράρτηµα της 19ης Ιουνίου 2015 (βλ. προσκ. Σχετ. 5) και το Παράρτηµα της 3ης Σεπτεμβρίου 2015 (βλ. προσκ. Σχετ. 6) και έτερη Σύµβαση Δανείου µε αρ. ……… (σχετ. 4) (όπως τροποποιήθηκε µε το Συµπληρωµατικό Παράρτηµα µε αρ. 1 της 26ης Ιουνίου 2015 (σχετ. 8) και το Συµπληρωµατικό Παράρτηµα της 3ης Σεπτεμβρίου 2015 (σχετ. 9). Προς εξασφάλιση των απαιτήσεών της εκ της µε αριθ. ……… Συµβάσεως Δανείου, η καθ’ ης η εκτέλεση πλοιοκτήτρια εταιρεία είχε παραχωρήσει στην Τράπεζα, σύµφωνα µε το δίκαιο της σηµαίας του πλοίου, την από 28.2.2014 ναυτική υποθήκη επί του προαναφερθέντος πλοίου για ποσό 1.770.000 δολ. ΗΠΑ, η οποία ενεγράφη στις 14.3.2014 στα υποθηκικά βιβλία του Νηολογίου της Μπελίζ ως δεύτερης (κατά τον χρόνο εκείνο) τάξεως (σχετ. 10). Επιπλέον, προς εξασφάλιση των απαιτήσεών της εκ της έτερης µε αριθ. ……… Συµβάσεως Δανείου, και στη συνέχεια παραχώρησε και την από 6.8.2014 ναυτική υποθήκη επί του πλοίου της πλοιοκτησίας της για ποσό 2.781.482,55 δολ. ΗΠΑ, η οποία ενεγράφη στις 22.8.2014 στα ως άνω υποθηκικά βιβλία ως τέταρτης (κατά τον χρόνο εκείνο) τάξεως (σχετ. 11). Ήδη σήµερα, όπως προκύπτει από το από 13-4.2018 Πιστοποιητικό Βαρών του Νηολογίου (IMMARBE) της Μπελίζ, στο πλοίο «AC», πλοιοκτησίας της καθ’ ης η εκτέλεση εταιρείας (σχετ. 12), οι υποθήκες αυτές είναι πλέον πρώτης και δεύτερης τάξης αντίστοιχα. Επειδή η καθ’ ης η εκτέλεση πλοιοκτήτρια εταιρεία δεν υπήρξε συνεπής στην αποπληρωµή των προαναφερθεισών δανειακών συµβάσεων, η ένατη εφεσίβλητη προέβη στην καταγγελία αυτών καθιστώντας το σύνολο του ανεξόφλητου κεφαλαίου αυτών άµεσα απαιτητό. Ακολούθως, άσκησε την από 4.8.2016 διαιτητική αγωγή της ενώπιον του Διαιτητικού Δικαστηρίου της Ένωσης Εµπορικών Τραπεζών της Λετονίας, του οποίου η δικαιοδοσία δεν αμφισβητήθηκε αλλά προβλέφθηκε και ρητά σύμφωνα με την απόφαση στο άρθρο 14.2 των δανειακών συμβάσεων και η διαιτητική ρήτρα δεν έχει ακυρωθεί ούτε έχει κριθεί άκυρη. Το τελευταίο εξέδωσε την από 17.10.2016 Απόφασή του (αριθ. υπόθεσης ………), µε την οποία επιδικάσθηκε υπέρ της ένατης εφεσίβλητης το ποσό των 3.229.626,17 ευρώ (βλ. σχετ. 1). Στη συνέχεια με την από 12.12.2016 πράξη του Περιφερειακού Δικαστηρίου της Ρίγα (αρ. υπόθεσης ……….), η προαναφερόμενη απόφαση κηρύχθηκε εκτελεστή (σχετ. 2) και ήδη εκκρεµεί ενώπιον του Μονοµελούς Πρωτοδικείου Αθηνών η από 21.9.2018 αίτηση της ένατης εφεσίβλητης µε την οποία ζητείται να κηρυχθεί εκτελεστή στην Ελλάδα η ως άνω από 17.10.2016 τελεσίδικη διαιτητική απόφαση του Διαιτητικού Δικαστηρίου της Ένωσης Εµπορικών Τραπεζών της Λετονίας η συζήτηση της οποίας προσδιορίστηκε για την 1.11.2018. Με τον τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως η εκκαλούσα επαναφέρει τον τέταρτο λόγο ανακοπής της (σελ. 33επ.) του δικογράφου ανακοπής με τον οποίο ισχυρίζεται ότι η ένατη εφεσίβλητη δεν διατηρεί καµία απαίτηση σε βάρος της πλοιοκτήτριας εταιρείας µε την επωνυµία «……….», καθόσον σε όλα τα έγγραφα που µνηµονεύει στην από 18.4.2018 αναγγελία της αναφέρονται ως διάδικοι (εναγόµενοι) της προαναφερθείσας διαιτητικής απόφασης οι εταιρείες «……..» και «…………» (που ήταν η εγγυήτρια των δανείων) καθώς και ο ……….., µέλος του Διοικητικού Συµβουλίου της εταιρείας «…………». Ο ισχυρισµός αυτός, προτάθηκε παραδεκτά ως λόγος ανακοπής στον πρώτο βαθμό (και πρέπει να αντικατασταθεί ως προς αυτό κατ’άρθρο 534 του ΚΠολΔ η αιτιολογία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που έκρινε ότι ο ισχυρισμός δεν εμπεριέχετο στους λόγους ανακοπής, αλλά μόνο στο δικόγραφο των προτάσεων της ήδη εκκαλούσας, εξετάστηκε δε ο λόγος αυτός ανακοπής κατ’ουσία μόνο επειδή προτάθηκε παραδεκτά από τον απλό ομόδικο και ανακόπτοντα εδώ απολιπόμενο όγδοο εφεσίβλητο.  Πρέπει όμως να απορριφθεί το σκέλος αυτό του πρώτου λόγου εφέσεως ως αβάσιμο διότι σε όλα τα επισυναφθέντα στην από 18-4.2018 αναγγελία της ενάτης εφεσίβλητης έγγραφα, αναφέρεται η εταιρεία «…………», η οποία, άλλωστε, ως νοµικό πρόσωπο ταυτίζεται µε την αναφερόµενη στις προσκοµιζόµενες µετ’ επικλήσεως αγγλικές µεταφράσεις των συµβατικών κειµένων και των αποφάσεων εταιρεία «………» (άλλως Εταιρεία Περιορισµένης Ευθύνης …), δεδοµένου ότι η λέξη «..» αποτελεί εταιρικό ακρωνύµιο, προερχόµενο από τη σύντµηση του λετονικού όρου «sabiedriba ar ierobezotu atbildϊbu», όπως ισχυρίζεται και δεν αμφισβητείται η αλλοδαπή τραπεζιτική εταιρία, που σηµαίνει Εταιρεία Περιορισµένης Ευθύνης (ΕΠΕ), αγγλιστί «limited liability company» (LTD) και συνεπώς καµία αµφιβολία για την ταυτότητα του νοµικού αυτού προσώπου δεν προκύπτει. Κρίνοντας τα ίδια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ορθά τις αποδείξεις εκτίμησε και συνεπώς όσα περί του αντιθέτου υποστηρίζοννται με το σχετικό τέταρτο σκέλος του πρώτου λόγου εφέσεως κρίνονται απορριπτέα ως αβάσιμα.

Σύμφωνα με το άρθρο 262 παρ. 2 ΚΠολΔ, ενστάσεις από δικαίωμα τρίτου επιτρέπονται μόνο στις περιπτώσεις που ορίζει ο Νόμος. Ο κανόνας της παρ. 2, κατά τον οποίον οι ενστάσεις από δικαίωμα τρίτου δεν επιτρέπονται (είναι απαράδεκτες), είναι κανόνας του ουσιαστικού δικαίου (σχεδ. Πολ.Δ ΙΙ/199), ισχύ έχει μόνο για τις γνήσιες ενστάσεις, δηλ. τις θεμελιούμενες σε ίδιο και αυθύπαρκτο δικαίωμα, το οποίο καθιστά πρόσωρινώς ή οριστικώς αδρανές το δικαίωμα που ασκείται με την αγωγή (διακωλυτικές ή καταλυτικές ενστάσεις) (βλ. Μπέη, 1131, Κεραμέα 238, Δεληκωστόπουλο – Σινανιώτη 273, Νικολόπουλο Γ., η έννοια και η λειτουργία της ενστάσεως, 100 επ., ΑΠ 1614/90, ΕΕΔ 51/496). Έτσι μόνον ο φορέας του δικαιώματος της ένστασης νομιμοποιείται να την προβάλει. Ο κανόνας όμως αυτός δεν είναι ανεξαίρετος, καθόσον το ουσιαστικό δίκαιο σε ορισμένες περιπτώσεις επιτρέπει την από τον οφειλέτη επίκληση αντίμαχου δικαιώματος που φορέας είναι τρίτος, όπως στη σύμβαση υπέρ τρίτου (414 ΑΚ), στην εκχώρηση (463 ΑΚ), στην εγγύηση (853 ΑΚ) και στο ενέχυρο (1219 ΑΚ) (βλ. Βαθρακοκοίλη Κώδικας Πολιτικής Δικονομίας, έκδοση 1994, Τόμος β` σελ. 193 παρ. 20). Με δεδομένο λοιπόν ότι η ένταση παραγραφής είναι γνήσια αυτοτελής ένσταση (Εφ.Θεσ. 796/92, Δνη 33/1289, Βαθρακοκοίλης κατ` άρθρο ερμηνεία ΚπολΔ έκδοση 2001 σελ. 299 παρ. 4), καλύπτεται από την απαγόρευση της παρ. 2 του άρθρου 262 ΚΠολΔ  και, άρα, δεν μπορεί να προταθεί από τρίτο πρόσωπο, παρά μόνο από τον δικαιούχο αυτής.

Περαιτέρω και αναφορικά με την απαίτηση που ισχυρίζεται ότι διατηρεί η εκκαλούσα έναντι της καθής η εκτέλεση πλοιοκτήτριας πρέπει να αναφερθεί ότι πρωτίστως σύμφωνα με τα προαναφερόμενα αυτή δεν μπορεί σε καμία περίπτωση να προηγηθεί της ναυτικής υποθήκης της ένατης εφεσίβλητης και των αξιώσεων όλων των παρισταμένων εφεσιβλήτων καθώς ναι μεν σύμφωνα με το δίκαιο της σημαίας του πλοίου η εκκαλούσα έχει ναυτικό προνόμιο 10ης τάξης, πλην όμως δεν έχει προνόμιο σύμφωνα με το άρθρο 205 του ΚΙΝΔ και επομένως η απαίτηση της δεν μπορεί να καταταγεί προνομιακά. Σε κάθε περίπτωση όμως η αξίωση αυτή προέρχεται από εκχώρηση της αξίωσης από τη σύμβαση ναυλώσεως και αυτή ισχυρίζεται ότι έχει ήδη ασκήσει σε βάρος της την από 4.4.2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2018 αγωγή της ενώπιον του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Όμως η αξίωση της έχει ενιαύσια παραγραφή (βλ. 289 ΚΙΝΔ) κατά το ελληνικό δίκαιο, με βάση το οποίο ερευνάται η ύπαρξη της απαιτήσεως όπως προαναφέρθηκε ήδη, και η αγωγή έπρεπε να είχε κατατεθεί πριν το τέλος του επόμενου έτους (βλ. 291 ΚΙΝΔ). Την ένσταση αυτή παραγραφής μπορεί να προτείνει η καθής η εκτέλεση ή πλοιοκτήτρια αν γίνει δεκτό ότι με την αναγγελία της απαίτησης που ισχυρίζεται ότι έχει η εκκαλούσα αναγγέλθηκε ταυτόχρονα και η σύμβαση εκχωρήσεως. Επομένως σε κάθε περίπτωση η απαίτηση της βρίσκεται υπό την αίρεση της πρότασης της ενστάσεως παραγραφής και συνεπώς η αξίωση της ορθώς δεν κατετάγη από την υπάλληλο του πλειστηριασμού που συνέταξε το σχετικό πίνακα, αν θεωρηθεί ότι έχει έρεισμα στη ναύλωση ενώ δεν γίνεται νομίμως επίκληση με το δικόγραφο της εφέσεως στο οποίο επαναφέρονται οι λόγοι ανακοπής των διατάξεων περί αδικοπρακτικής ευθύνης.

Ακολούθως των ανωτέρω εφόσον δεν υφίσταται άλλος λόγος προς έρευνα, ο δεύτερος λόγος που αφορά το παρεπόμενο κεφάλαιο περί δικαστικής δαπάνης κρίνεται επίσης απορριπτέος καθώς απορρίφθηκαν τα σκέλη του πρώτου λόγου που πλήττουν τα υπόλοιπα κεφάλαια της εκκαλουμένης απόφασης. Συνεπώς  πρέπει να απορριφθεί η κρινόμενη έφεση ως ουσιαστικά αβάσιμη, να διαταχθεί η απόδοση του ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως με αριθμό …../2019 ποσού 100 ευρώ, στο δημόσιο ταμείο αφού η έφεση απορρίπτεται και τα δικαστικά έξοδα των παρισταμένων εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της ηττηθείσας στην παρούσα έκκλητη δίκη εκκαλούσας, (αρθ.176,183 Κ.Πολ.Δ.) κατά τα ειδικότερα στο διατακτικό οριζόμενα.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει ερήμην του όγδοου εφεσίβλητου και με τη δικονομική παρουσία των λοιπών διαδίκων τη με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………../2019 έφεση κατά της εκκαλουμένης με αριθμό 428/2019 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία με τη δικονομική παρουσία των διαδίκων μερών επί της από 19.6.2018 με αριθμό έκθεσης κατάθεσης ………./19.6.2018 ανακοπής

Απορρίπτει την έφεση ως προς τον όγδοο μη παριστάμενο εφεσίβλητο

Δέχεται τυπικά την έφεση και απορρίπτει αυτή κατ΄ουσίαν ως προς τους παρισταμένους εφεσιβλήτους

Διατάσσει την απόδοση του ηλεκτρονικού παραβόλου εφέσεως με αριθμό …../2019 ποσού 100 ευρώ στο δημόσιο ταμείο

Επιβάλλει σε βάρος της εκκαλούσας τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια πενήντα (650) ευρώ για κάθε δικόγραφο προτάσεων που κατέθεσαν οι εφεσίβλητοι.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση,  στις 12 Φεβρουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                            Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ