Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 101/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Ως αποδοχές νοούνται οι μικτές αποδοχές δηλαδή και οι αναλογούσες ασφαλιστικές εισφορές -έννοια υπερεργασίας και κατ’εξαίρεση υπερωρίας-προέχουσα εργασία

 

Αριθμός απόφασης 101/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————-

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Εμμανουηλία-Αλεξάνδρα Κεχαγιά, την οποία όρισε ο Διευθύνων το Εφετείο, Πρόεδρος Εφετών, και τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Ι. Αρμόδια φέρονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου (άρθρο 19 του ΚΠολΔ, όπως ισχύει μετά την αντικατάστασή του με το άρθρο 4 παρ. 2 του Ν. 3994/2011, σε συνδυασμό με το άρθρο 72 § 13 του ίδιου νόμου) οι : Α) από  23-5-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……./24-5-2018) υπό στοιχ. Α΄έφεση του ενάγοντος και Β) από 7-6-2018 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ……/8-6-2018)  υπό στοιχ. Β΄έφεση της εναγομένης, ως εν μέρει ηττηθέντων διαδίκων, κατά της υπ’αριθμ. 1857/2018 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, και δέχθηκε εν μέρει την από 20-8-2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../2016) αγωγή του ενάγοντος περί καταβολής οφειλομένων αποδοχών, συμπεριλαμβανομένων και εκείνων που αφορούσαν υπερεργασία και κατ’εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση, αποδοχών και επιδομάτων αδείας, δώρου Πάσχα και Χριστουγέννων, οι οποίες πρέπει να συνεκδικαστούν, λόγω της μεταξύ τους συνάφειας, αφού στρέφονται κατά της ίδιας απόφασης, αναφέρονται στο ίδιο βιοτικό συμβάν, και με αυτόν τον τρόπο διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των δικαστικών εξόδων (άρθρα 246, 591 § 1, 592 του ΚΠολΔ). Έχουν δε ασκηθεί νομότυπα (άρθρο 495, 500, 511, 513 § 1 εδαφ.β΄, 516 § 1, 517 και 520 § 1 του ΚΠολΔ) και εμπρόθεσμα (άρθρο 518 § 1 εδ.α΄του ΚΠολΔ), δηλαδή πριν την παρέλευση τριάντα ημερών από την κοινοποίηση της εκκαλουμένης από τον εκκαλούντα στην εκκαλούσα εταιρεία που έλαβε χώρα στις 9-5-2018 (σχετ. η υπ’αριθμ. .. Γ΄/9-5-2018 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιά, ….) ενώ για το παραδεκτό τους δεν απαιτείτο η κατάθεση παραβόλου, λόγω της φύσεως των διαφορών (άρθρο 495 § 3 εδ.στ΄ του ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του ν.4335/2015).  Συνεπώς, πρέπει να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν  περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους, εντός των ορίων που καθορίζονται με αυτούς (άρθρα 522, 533 § 1 του ΚΠολΔ), κατά την αυτή διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλουμένη.

Με την ανωτέρω αγωγή του ο ενάγων ισχυρίστηκε, ότι προσελήφθη, με σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, την 1-3-2007, προκειμένου να εργαστεί, σύμφωνα με τους ειδικότερους όρους της και τους όρους και συμφωνίες της εκτάστοτε ισχύουσας Σ.Σ.Ε για τους οδηγούς των πάσης φύσεως φορτηγών αυτοκινήτων που απασχολούνται σε οποιονδήποτε εργοδότη όλης της Χώρας, και υπό καθεστώς πλήρους απασχόλησης, ως οδηγός φορτηγού αυτοκινήτου στην ατομική επιχείρηση βιοτεχνίας ζύμης που διατηρούσε ο ……….., αντί του μηνιαίου μισθού των 880 ευρώ. Ότι στις 5-3-2008 στη θέση του αρχικού εργοδότη του υπεισήλθε η εναγομένη εταιρεία, την οποία συνέστησε ο τελευταίος, συνεχίζοντας να ασκεί τα ίδια καθήκοντα και με τους ίδιους όρους, αντί μικτού μηνιαίου μισθού, που ανήλθε από την 1-11-2008 στο ποσό των 1.018,14 ευρώ, από την 1-1-2009 στο ποσό των 1.110 ευρώ και από την 1-9-2009 στο ποσό των 1.500 ευρώ. Ότι, παράλληλα με τα καθήκοντα του οδηγού, του είχε ανατεθεί και η πρόσθετη απασχόληση του αποθηκάριου, και εργαζόταν με ωράριο 07.00 έως 19.00 καθημερινά, καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου του που ήταν από τις 07.00 έως τις 15.00, αλλά και τα Σάββατα επί τρίωρο, καθ’υπέρβαση της πενθήμερης νόμιμης απασχόλησής του, κατά τα ειδικότερα αναλυτικά εκτιθέμενα, και κάθε έτος ελάμβανε άδεια μόνον δέκα εργάσιμες ημέρες. Ότι στις 30-9-2011 αναγκάστηκε να υπογράψει οικειοθελή αποχώρηση, υπό την απειλή της απόλυσής του, πλην όμως συνέχισε να παρέχει την εργασία του στην εναγομένη με τους ίδιους όρους, πλην της ασφάλισής του. Ότι  από την 1-10-2011 μέχρι και τις 14-9-2015 που αποχώρησε οικειοθελώς από την εργασία του, ελάμβανε τον ίδιο μισθό, απομειωμένο, όμως, κατά το ποσό της αναλογούσας ασφαλιστικής εισφοράς, την οποία η εναγομένη δεν απέδιδε πλέον στο ΙΚΑ, και, συγκεκριμένα, ελάμβανε το ποσό των 1.200,75 ευρώ. Ακολούθως, κατόπιν επιτρεπτής τροπής του αιτήματός της εν μέρει σε αναγνωριστικό, με δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και επαναλαμβάνεται στις προτάσεις του, ζητούσε κυρίως με βάση τη σύμβαση εργασίας του και επικουρικά, σε περίπτωση που αυτή ήθελε κριθεί άκυρη, με βάση τις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό : 1) Να υποχρεωθεί η εναγομένη να του καταβάλει για μισθολογικές διαφορές και συγκεκριμένα από την μη απόδοση των αναλογουσών ασφαλιστικών εισφορών του το ποσό των 14.204,20 ευρώ, και για αποδοχές μη ληφθείσας αδείας των ετών 2011, 2012 και  2013 το ποσό των 4.858,93 ευρώ, όπως αναλύεται ειδικότερα, 2) να αναγνωριστεί ότι του οφείλει ; α) για αμοιβή υπερεργασίας το ποσό των 12.668,40 ευρώ συνολικά, β) για αποζημίωση λόγω κατ’εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης το συνολικό ποσό των 56.991,60 ευρώ, γ) για την εργασία του κατά τα Σάββατα το συνολικό ποσό των 8.248,50 ευρώ, και δ) για τη συμπληρωματική αμοιβή της πρόσθετης εργασίας του, ως αποθηκάριου, τον πλήρη μισθό που προβλέπεται από την ΕΓΣΕΕ για το επίδικο διάστημα, ήτοι το συνολικό ποσό των 46.408,30 ευρώ, ε) για διαφορές επιδομάτων εορτών, το συνολικό ποσό των 10.841,05 ευρώ, στ) για αποδοχές μη ληφθείσας αδείας των ετών 2014 και 2015 το συνολικό ποσό των 3.193,96 ευρώ, και η) για διαφορές επιδομάτων αδείας το ποσό των 3.559,24 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, από τον χρόνο που κάθε επιμέρους κονδύλιο κατέστη απαιτητό, επικουρικά από την τελευταία ημέρα εργασίας του ήτοι την 14η-9-2015 και ακόμη επικουρικότερα από την επίδοση της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

Επί της αγωγής εκδόθηκε η εκκαλουμένη, με την οποία κρίθηκε νόμιμη η αγωγή, πλην του κονδυλίου της συμπληρωματικής αμοιβής λόγω της πρόσθετης εργασίας του ενάγοντος, ως αποθηκάριου και του κονδυλίου των μισθολογικών διαφορών, που συνίσταται στο ποσό των ασφαλιστικών εισφορών, που δεν αποδόθηκαν από την εναγομένη, ως εργοδότρια, στο ΙΚΑ, και κατά τα λοιπά έγινε δεκτή αυτή, ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ουσίαν και υποχρεώθηκε η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.700 ευρώ, για αποδοχές μη ληφθείσας άδειας των ετών 2011, 2012 και 2013,  ενώ αναγνωρίστηκε ότι του οφείλει επιπλέον το ποσό των 13.169,18 ευρώ, για τις λοιπές αναφερόμενες στο σκεπτικό της αιτίες, με τον νόμιμο τόκο, αμφότερα τα ποσά, για μεν τα δώρα Πάσχα από την 1η Απριλίου εκάστου έτους, για τα δώρα Χριστουγέννων, τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας από την 1η Ιανουαρίου του επομένου έτους, για την αμοιβή της υπερεργασίας από την πρώτη ημέρα του επομένου εκάστου μηνός, εντός του οποίου πραγματοποιήθηκε η υπερεργασία, και για την αποζημίωση λόγω κατ’εξαίρεση υπερωριακής απασχόλησης, από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση, και συμψηφίστηκαν τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονούνται ο εκκαλών και η εκκαλούσα, ο καθένας με τους λόγους της έφεσής του, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν, μετά την τυπική παραδοχή τους, την εξαφάνιση άλλως τη μεταρρύθμισή της, με σκοπό, να γίνει δεκτή στο σύνολό της και να απορριφθεί, αντίστοιχα, η αγωγή, και να επιβληθούν τα δικαστικά τους έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας σε βάρος των αντιδίκων τους.

Σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 24 εδ. α`, 25 παρ.1, 2, 4, 26 παρ.1, 3, 5 και 27 παρ.1, 2 του α.ν. 1846/1951 “περί Κοινωνικών Ασφαλίσεων”, το ποσό των ασφαλιστικών εισφορών, που βαρύνει τον εργαζόμενο, περιλαμβάνεται στον από το νόμο ή τη σύμβαση προβλεπόμενο συνολικό (ακαθάριστο) μισθό, αλλά δεν είναι καταβλητέο σε αυτόν, διότι πρέπει να παρακρατηθεί από τον εργοδότη και να αποδοθεί προς τον οικείο ασφαλιστικό οργανισμό (ΑΠ 516/2019 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, αντικείμενο της αξίωσης, άρα και της δίκης, για τις αποδοχές του μισθωτού, είναι οι ακαθάριστες (μικτές) αποδοχές του, δηλαδή εκείνες στις οποίες περιλαμβάνονται και οι κατά νόμον υπέρ ασφαλιστικών οργανισμών εισφορές, όπως οι εργατικές, προς το ΙΚΑ και το ταμείο επικουρικής ασφάλισης (άρθρο 26§5 ν.1846/1951), κρατήσεις και ο φόρος μισθωτών υπηρεσιών, τις οποίες πρέπει ο εργοδότης να παρακρατεί από τις αποδοχές του μισθωτού (ΑΠ 2126/2007, ΕφΘεσ (Μον) 713/2017, ΕφΠειρ (Μον-Ναυτ) 217/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠειρ (Μον) 661/2014 ΕλλΔνη 2015.778). Αν μεν ο εργοδότης έχει ήδη εκουσίως ή συνεπεία Π.Ε.Ε. καταβάλει στο ΙΚΑ τις εισφορές για οφειλόμενες σε εργαζόμενο αποδοχές, τούτο στηρίζει ένσταση καταβολής κατά το άρθρο 416 του ΑΚ αποσβεστική κατά το οικείο ποσό της αξιώσεως του εργαζομένου για δεδουλευμένες αποδοχές (ΑΠ 332/2008, ΑΠ 1678/2007 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), ενώ αν δεν υποβληθεί τέτοια ένσταση οι εν λόγω ασφαλιστικές εισφορές παρακρατούνται από τον εργοδότη κατά την εκτέλεση της αποφάσεως (ΑΠ 506/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 1678/2007, ΑΠ 1171/2007 ό.π, ΕφΘεσ (Μον) 712/2017, ΕφΠειρ (Μον) 166/2014, ΕφΘεσ (Μον) 148/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα απέρριψε το αίτημα περί καταβολής των αναλογούντων στις αποδοχές του ενάγοντος ασφαλιστικών εισφορών προς το ΙΚΑ, ως μη νόμιμο, και πρέπει κατά παραδοχή του πρώτου λόγου της υπό στοιχ. Α΄έφεσής του, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, κατά το οικείο σκέλος της, να διακρατηθεί η αγωγή προς εκδίκαση, ως νόμιμη, κατά το ίδιο σκέλος της και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική της βασιμότητα.

Κατά το άρθρο 1 παρ. 1 του ΒΔ της 28-01/04-02- 1938 «περί κανονισμού ωρών εργασίας του προσωπικού φορτηγού αυτοκινήτου» (ΦΕΚ Α` 35), τα φορτηγά αυτοκίνητα διακρίνονται σε τρεις κατηγορίες, (Α` Β` και Γ`), από τις οποίες η κατηγορία Α` περιλαμβάνει «τα μη εξυπηρετούντα ορισμένον εργοδότην φορτηγά αυτοκίνητα (αγοραία)», στη Β` κατηγορία υπάγονται τα φορτηγά των εταιρειών ηλεκτρισμού, ύδρευσης κλπ και στην κατηγορία Γ` τα φορτηγά των λοιπών ανώνυμων εταιρειών, βιομηχανικών εργοστασίων επιχειρήσεων πάσης φύσεως. Κατά την παρ. 2 του ίδιου άρθρου 1 του πιο πάνω ΒΔ η απασχόληση των οδηγών των φορτηγών αυτοκινήτων (Γ`) κατηγορίας δεν επιτρέπεται, να υπερβαίνει τις 8 ώρες ημερησίως, παρά μόνο καθό μέτρο κρίνεται αναγκαία για την πρόληψη διαταραχής στην κανονική διεξαγωγή της εργασίας σε περίπτωση ατυχήματος, επικειμένου η επελθόντος, επείγουσας εργασίας σε μηχανές, εργαλεία ή εγκαταστάσεις και ανωτέρας βίας, κατά δε το ΒΔ 882/61 και λόγω συσσωρεύσεως εργασίας ή προς αντιμετώπιση επείγουσας γενικά εργασίας επί δίωρο ημερησίως (πέρα δηλαδή του οκταώρου) και επί τρίμηνο ετησίως κατ` ανώτατο όριο. Περαιτέρω, με το άρθρο 13 της 12/84 αποφάσεως του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε εκτελεστή με την ΥΑ 12430/84, ο χρόνος εργασίας των οδηγών αυτοκινήτων ορίσθηκε σε 40 ώρες κατά εβδομάδα και με το άρθρο 6 της 40/85 του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κηρύχθηκε υποχρεωτική (από 29.11.85) με την ΥΑ 19533/85 (ΦΕΚ 179, Α`), καθιερώθηκε η εβδομάδα των πέντε εργάσιμων ημερών για τους οδηγούς όλων των φορτηγών αυτοκινήτων

Εξάλλου, με το άρθρο 6 της από 14-2-1984 Εθνικής Γενικής Συλλογικής Σύμβασης Εργασίας, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως με την υπ` αριθμ. 117/20-3-1984 απόφαση του Υπουργού Εργασίας (ΦΕΚ Β’ 81), η εβδομαδιαία διάρκεια της εργασίας όλων εν γένει των μισθωτών ορίσθηκε από 1-1-1984 σε 40 ώρες, για την απασχόληση δε πέρα από το συμβατικό (συλλογικό) αυτό εβδομαδιαίο ωράριο έως τη συμπλήρωση του νομίμου ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, δηλαδή για την υπερεργασία, καταβάλλεται αμοιβή, σύμφωνα με το άρθρο 9 της 1/1982 αποφάσεως του Δ.Δ.Δ.Δ. Αθηνών, στο οποίο γίνεται παραπομπή και κυρώθηκε με το άρθρο 29 του ν. 1346 /1983. Από τον συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει: 1) ότι η υπερωριακή εργασία, νόμιμη ή παράνομη, έχει ως βάση το ανώτατο ωράριο της ημερήσιας και όχι της εβδομαδιαίας απασχολήσεως του μισθωτού, υπό την έννοια ότι υφίσταται υπερωριακή εργασία όταν ο μισθωτός της προκείμενης κατηγορίας απασχοληθεί πέραν των οκτώ ωρών ημερησίως ή πέραν των εννέα ωρών, για όσους απασχολούνται ανάλογα με το σύστημα των έξι ή πέντε ημερών την εβδομάδα αντίστοιχα (άρθρο 6 της από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, που κυρώθηκε με το άρθρο μόνο του ν. 133/1975), έστω και αν με την υπεραπασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του οριζομένου από τον νόμο ανωτάτου ορίου εβδομαδιαίας εργασίας, αφού δεν χωρεί συμψηφισμός της ημερήσιας υπερωρίας με τις ολιγότερες ώρες εργασίας ή με την πραγματοποιηθείσα εργασία σε άλλη εργάσιμη ημέρα της ίδιας εβδομαδιαίας περιόδου (ΑΠ 78/2016, ΑΠ 893/2015, ΑΠ 639/2015, ΑΠ 53/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») και 2) στην περίπτωση της υπερεργασίας, δηλαδή της απασχολήσεως του μισθωτού πέρα από τις 40 ώρες μέσα στην ίδια εβδομάδα μέχρι τη συμπλήρωση των 48 ωρών ανωτάτης εβδομαδιαίας εργασίας -για τους εργαζόμενους με το σύστημα των 6 ημερών και μέχρι τη συμπλήρωση των 45 ωρών για τους εργαζόμενους με το σύστημα της πενθήμερης εργασίας (ΑΠ 1371/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 53/2015 ό.π)- κριτήριο αποτελεί όχι η ημερήσια αλλά η εβδομαδιαία απασχόληση του μισθωτού και μάλιστα εκείνη που πραγματοποιείται κατά τις εργάσιμες, ημέρες της εβδομάδας. Επομένως, αν ο μισθωτός, δεν υπερβεί κατά τις εργάσιμες ημέρες της εβδομάδας το συμβατικό εβδομαδιαίο ωράριο των 40 ωρών, δεν δικαιούται την οικεία πρόσθετη αμοιβή (ωρομίσθιο επαυξημένο κατά 25%), διότι δεν έχει πραγματοποιήσει υπερεργασία. Το ίδιο συμβαίνει και όταν ο χρόνος της εβδομαδιαίας εργασίας έχει υπερβεί το όριο των ωρών λόγω απασχολήσεως του μισθωτού το Σάββατο, την Κυριακή ή άλλη ημέρα αναπαύσεως, αφού οι ώρες της εργασίας αυτής, για την οποία υφίσταται ειδική και αυτοτελής νομοθετική πρόνοια, δεν συναριθμούνται με τις ώρες των εργάσιμων ημερών της ίδιας εβδομάδας, στις οποίες και μόνο αποβλέπει η ρύθμιση της υπερεργασίας (ΑΠ 78/2016, ΑΠ 893/2015, ΑΠ 53/2015 ό.π), εκτός εάν στην τελευταία περίπτωση υπερβαίνει το ως άνω (γενικό) ανώτατο όριο ημερήσιας απασχόλησης (ΑΠ 1317/2015, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 53/2015 ό.π), δηλαδή για κάθε μία εξ αυτών το οκτάωρο (ΕφΠειρ 19/2015 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Περαιτέρω, αφού μεσολάβησαν οι ν. 2874/2000 και ν.3385/2005 (έναρξη ισχύος από 1-10-2005), που κατήργησε και επανέφερε, αντίστοιχα, τον θεσμό της υπερεργασίας,  με το άρθρο 74 § 10 του ν. 3863/2010 ορίστηκε ότι σε επιχειρήσεις στις οποίες εφαρμόζεται συμβατικό ωράριο εργασίας έως σαράντα (40) ώρες την εβδομάδα, ο εργαζόμενος μπορεί να απασχολείται πέντε (5) επιπλέον ώρες την εβδομάδα κατά την κρίση του εργοδότη (υπερεργασία). Οι ώρες αυτές υπερεργασίας (41η, 42η, 43η, 44η, 45η ώρα) αμείβονται με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά είκοσι τοις εκατό (20%) και δεν συνυπολογίζονται στα επιτρεπόμενα, σύμφωνα με τις ισχύουσες διατάξεις, όρια υπερωριακής απασχόλησης. Μισθωτοί απασχολούμενοι  υπερωριακά δικαιούνται για κάθε ώρα νόμιμης υπερωρίας και μέχρι τη συμπλήρωση εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως αμοιβή ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά σαράντα τοις εκατό (40%). Η αμοιβή για την πέραν των εκατόν είκοσι (120) ωρών ετησίως νόμιμη υπερωριακή απασχόληση είναι το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά εξήντα τοις εκατό (60%), ενώ για κάθε ώρα κατ’ εξαίρεση υπερωρίας ο μισθωτός δικαιούται αποζημίωση ίση με το καταβαλλόμενο ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά ογδόντα τοις εκατό (80%). Επιπλέον, με το άρθρο 8 του ν. 3846/2010, ορίστηκε ότι η εργασία που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδας κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%. Η εργασία κατά την 6η ημέρα επί πενθημέρου, και μετά την εν λόγω νομοθετική παρέμβαση, παραμένει παράνομη και συνεπώς άκυρη.

Εξάλλου, από τον συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων με εκείνες των άρθρων 648, 653, 666, 679 του ΑΚ, της κυρωθείσας με το ν. 3248/1955, με αριθμό 95/1949, Διεθνούς Σύμβασης “περί προστασίας του ημερομισθίου” και των άρθρων 2 της κυρωθείσας με το ν. 133/1975 από 26-2-1975 ΕΓΣΣΕ, 1 § 1 του ν.435/1976, 1 παρ.2 του ν.1082/1980  και 3 της 19040/1981 απόφασης των Υπουργών Οικονομικών και Εργασίας “περί χορήγησης επιδομάτων εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα”, συνάγεται ότι ως “συνήθεις αποδοχές”, ταυτιζόμενες εννοιολογικά με τις “τακτικές αποδοχές”, με βάση τις οποίες υπολογίζονται οι αποδοχές και το επίδομα άδειας, καθώς και τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα, κατά τα άνω, και εξευρίσκεται το ωρομίσθιο και η προσαύξηση για την παρεχόμενη υπερωριακή εργασία, νοούνται ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός ή το ημερομίσθιο, καθώς και οποιαδήποτε άλλη πρόσθετη εργοδοτική παροχή, σε χρήμα ή σε είδος, που καταβάλλεται κατά τη διάρκεια της σύμβασης εργασίας, με την προϋπόθεση ότι η παροχή αυτή δίδεται σταθερά και μόνιμα ως αντάλλαγμα της παρεχόμενης εργασίας (ΟλΑΠ 16/2011, ΕλλΔνη 2011.1329, ΑΠ 569/2019, ΑΠ 227/2019, ΑΠ 165/2019, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Έτσι, εφόσον παρέχονται τακτικά και σταθερά, περιλαμβάνονται στις τακτικές αποδοχές, μεταξύ άλλων, η αμοιβή για υπερεργασία και για νόμιμη υπερωριακή απασχόληση, καθώς και οι προσαυξήσεις για την παροχή εργασίας κατά τη νύκτα, τις Κυριακές και τις αργίες και γενικά κάθε προσαύξηση του βασικού μισθού ή του ημερομισθίου (ΟλΑΠ 16/2011, ό.π ). Δεν συμπεριλαμβάνονται, όμως, σε αυτές το επίδομα άδειας, διότι αυτό υπολογίζεται με βάση τις αποδοχές άδειας (ΑΠ 602/2019, ΑΠ 227/2019).

Ακόμη, για να έχει νομική πληρότητα, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 εδ. α` του ΚΠολΔ, το δικόγραφο αγωγής οδηγού φορτηγού αυτοκινήτου που έχει αίτημα την καταβολή αμοιβής για υπερεργασία, υπερωριακή εργασία και εργασία κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές, θα πρέπει να αναφέρεται η εργασιακή σχέση και οι όροι αυτής, καθώς και η διάρκεια της εβδομαδιαίας και καθ` εκάστη ημέρα εργασίας, ενώ για την αμοιβή της εργασίας κατά τα Σάββατα και τις Κυριακές αρκεί να αναφέρονται στο δικόγραφο η παροχή της εργασίας κατά τις ημέρες αυτές, ο αριθμός αυτών και το χρονικό διάστημα στο οποίο αφορούν [ΕφΑθ (Μον) 5673/2015,  ΕφΑθ 3879/2012 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»]. Αντιθέτως, με δεδομένο ότι, υπό το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας η εκούσια ή εξαναγκασμένη παροχή εργασίας (εντός του 8/ώρου) κατά τα Σάββατα, ημέρα υποχρεωτικής ανάπαυσης, απαγορευομένη από κανόνα δημόσιας τάξης, είναι άκυρη και γεννά απαίτηση απόδοσης της ωφέλειας του εργοδότη από την παροχή μιας τέτοιας εργασίας κατά τις αρχές του αδικαιολόγητου πλουτισμού κατ’ αρ. 904 του ΑΚ, η οποία υπολογίζεται με βάση τον νόμιμο και όχι τον καταβαλλόμενο μισθό (ΑΠ 313/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»), δηλαδή χωρίς συνυπολογισμό των επιδομάτων που αφορούν προσωπικά τον εργαζόμενο, όπως το επίδομα γάμου και τριετίας, αφού δεν είναι βέβαιο ότι ο εργαζόμενος που θα απασχολείτο στη θέση του ενάγοντος με έγκυρη σύμβαση εργασίας θα δικαιούτο τα συγκεκριμένα επιδόματα (ΑΠ 315/2017, αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΑΠ 313/2017 όπ), δεν απαιτείται μνεία του εάν πράγματι καταβάλλονταν στον εργαζόμενο τα εν λόγω επιδόματα.  Σε κάθε περίπτωση, το καθεστώς αυτό διαφοροποιήθηκε, με το άρθρο 8 παρ. 1 του ν. 3846/2010, που ισχύει από 11.5.2010, ημερομηνία δημοσιεύσεως του νόμου (ΦΕΚ 66 Α), καθώς, σύμφωνα με το άρθρο 35 αυτού, η εργασία, που παρέχεται την έκτη ημέρα της εβδομάδος, κατά παράβαση του συστήματος πενθήμερης εργασίας, ανεξάρτητα από τις προβλεπόμενες κυρώσεις, αμείβεται με το καταβαλλόμενο ημερομίσθιο προσαυξημένο κατά 30%. Συνεπώς, με το προαναφερθέν περιεχόμενο και αιτήματα η αγωγή περιέχει όλα τα αναγκαία για τη διαδικαστική της πληρότητα στοιχεία και ειδικότερα αναφέρεται σ` αυτήν η διάρκεια της απασχόλησης του ενάγοντος και ο καταβαλλόμενος μισθός του, με βάση τον οποίο θα πρέπει να υπολογιστεί το σύνολο των οφειλομένων αποδοχών και επιδομάτων του, καθώς και η αμοιβή του για τυχόν εργασία του κατά τα Σάββατα, κατά τα προεκτεθέντα, χωρίς μάλιστα να είναι γι’αυτήν αναγκαία η επίκληση των στοιχείων του αδικαιολογήτου πλουτισμού, δηλαδή ότι η τελευταία αποκόμισε ωφέλεια από αιτία παράνομη, την οποία οφείλει να του αποδώσει διότι τα στοιχεία αυτά υπονοούνται με την εξιστόρηση των ήδη παραπάνω αναφερθέντων περιστατικών και αποτελούν έννομη συνέπειά τους (ΑΠ 920/2017 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ). Ούτε, άλλωστε, ήταν απαραίτητη η ρητή επίκληση του είδους της ειδικότερης κατηγορίας του φορτηγού που χρησιμοποιούσε ο ενάγων, αφού, από τα εκτιθέμενα στην αγωγή του πραγματικά περιστατικά, εξυπονοείται ότι επρόκειτο για όχημα Γ΄κατηγορίας, καθώς εκείνα της Α΄κατηγορίας δεν εξυπηρετούν κάποιον συγκεκριμένο εργοδότη και στη Β΄κατηγορία υπάγονται τα φορτηγά των εταιρειών ηλεκτρισμού κλπ αλλά ούτε και των συγκεκριμένων δρομολογίων, που πραγματοποίησε ο ενάγων το επίδικο χρονικό διάστημα. Συνεπώς, ορθώς το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο απέρριψε σιωπηρώς τον και πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό της εναγομένης περί αοριστίας της αγωγής, συνιστάμενης αυτής στην παράλειψη μνείας στο δικόγραφό της, του είδους του αυτοκινήτου που εργάστηκε ο ενάγων, του βιβλίου δρομολογίων, της λήψης ή μη επιδομάτων γάμου, τέκνων, προϋπηρεσίας και των στοιχείων του αδικαιολογήτου πλουτισμού για την εργασία του κατά τα Σάββατα, και πρέπει ο όμοιος κατά περιεχόμενο, πρώτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, να απορριφθεί ως νομικά αβάσιμος. Επίσης, κατ’ορθή εφαρμογή του νόμου κρίθηκε ως μη νόμιμο το κονδύλιο περί πλήρους πρόσθετης αμοιβής για την εργασία του ενάγοντος, ως αποθηκάριου, με τη σκέψη ότι αυτός δικαιούται μόνον αμοιβή λόγω υπερεργασίας ή υπερωριακής απασχόλησης, με βάση τον συνολικό χρόνο της, όπως αυτός προκύπτει από τη συνένωση των αυτοτελών απασχολήσεών του, η οποία θα έπρεπε να υπολογιστεί με βάση την προέχουσα απασχόλησή του και, επομένως, ο δεύτερος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, με τον οποίο ο ενάγων πλήττει την εκκαλουμένη ως προς την παραπάνω διάταξή της, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Εξάλλου, κατά την έννοια της διάταξης του άρθρου 281 του ΑΚ «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου (ΑΠ 123/2017, ΑΠ 119/2016, ΑΠ 38/2015  αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ») ο κοινωνικός δε ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος, είναι ο σκοπός για την εξυπηρέτηση του οποίου αναγνωρίζεται από το δίκαιο η εξουσία πραγματώσεως ορισμένου βιοτικού συμφέροντος με απώτερο πάντως γνώμονα τη θεραπεία της κοινωνικής συμβιώσεως (ΑΠ 2271/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ»). Ακόμη, προκειμένου να κριθεί, αν σε κάθε συγκεκριμένη περίπτωση υπάρχει αντικειμενική υπέρβαση των προαναφερομένων ορίων, συνεκτιμώνται τα κίνητρα, ο σκοπός του ασκούντος το δικαίωμα, το είδος των μέσων που χρησιμοποιήθηκαν και όλες οι λοιπές περιστάσεις πραγμάτωσης της συμπεριφοράς (ΑΠ 119/2016, ό.π, ΑΠ 1258/2003 ΧΡΙΔ 2004.124). Για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, πρέπει η προφανής υπέρβαση των ορίων που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο οικονομικός ή κοινωνικός σκοπός του δικαιώματος, να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του υποχρέου ή από την πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμον να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, καθιστούν μη ανεκτή την άσκησή του, κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, ως αντιτιθεμένη στο περί δικαίου αίσθημα και την ηθική τάξη και προκαλούσα έντονη εντύπωση αδικίας. Απαιτείται δηλαδή για να χαρακτηρισθεί καταχρηστική η άσκηση δικαιώματος, να έχει δημιουργηθεί στον υπόχρεο από τη συμπεριφορά του δικαιούχου, σε συνάρτηση και με εκείνη του υπόχρεου, και μάλιστα ευλόγως, η πεποίθηση ότι ο δικαιούχος δεν πρόκειται να ασκήσει το δικαίωμά του (ΟλΑΠ 6/2016 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΟλΑΠ 10/2012, ΧΡΙΔ 2013.433). Μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου και όταν ακόμη δημιούργησε στον οφειλέτη την πεποίθηση ότι δεν υπάρχει το δικαίωμα ή ότι δεν πρόκειται πλέον να ασκηθεί, δεν αρκεί για να καταστήσει καταχρηστική τη μεταγενέστερη άσκησή του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν επιπρόσθετα ειδικές συνθήκες και περιστάσεις, προερχόμενες κυρίως από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου και του οφειλέτη, ενόψει των οποίων και της αδρανείας του δικαιούχου η επακολουθούσα άσκηση του δικαιώματος που τείνει σε ανατροπή της κατάστασης που δημιουργήθηκε υπό τις παραπάνω ειδικές συνθήκες και διατηρήθηκε επί μακρό χρόνο, να εξέρχεται των ορίων που τίθενται με τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ (ΟλΑΠ 8/2018 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΟλΑΠ 6/2016, ΟλΑΠ 10/2012 ό.π). Στην υπό κρίση περίπτωση, η εναγομένη, με τον δεύτερο λόγο της υπό στοιχ. Β΄έφεσής της, επαναφέρει τον και πρωτοδίκως προταθέντα ισχυρισμό της περί καταχρηστικής ασκήσεως δικαιώματος, διατεινόμενη ότι ο ενάγων προέβη στην άσκηση της ένδικης αγωγής του, λίγο πριν τη συμπλήρωση του χρόνου της παραγραφής των αγωγικών του αξιώσεων, ενώ από την επικαλούμενη από τον ίδιο αποχώρησή του, ήτοι στις 14-9-2015 δεν έλαβε χώρα οποιαδήποτε όχληση ή διαμαρτυρία του προς την ίδια ή άλλους εργαζομένους στην επιχείρησή της, προφορικά ή εγγράφως, δημιουργώντας της έτσι τη βεβαία πεποίθηση ότι δεν θα προέβαινε σε τέτοιου είδους διεκδικήσεις. Σύμφωνα, όμως, με όσα προεκτέθηκαν, αφενός μεν δεν μπορεί να γίνει λόγος για μακροχρόνια αδράνεια εκ μέρους του ενάγοντος, δεδομένου μάλιστα ότι οι αξιώσεις του αφορούν όλο το χρονικό διάστημα από τις 30-9-2011 έως τις 14-9-2015, και η άσκηση της αγωγής ολοκληρώθηκε δια της επιδόσεώς της στην εναγομένη στις 9-9-2016, αφετέρου δε δεν γίνεται επίκληση πρόσθετων περιστατικών, συνδεόμενων με την προηγούμενη συμπεριφορά του ενάγοντος, ενόψει των οποίων δημιουργήθηκε ευλόγως η πεποίθηση στην εναγομένη ότι αυτός δεν επρόκειτο να ασκήσει το δικαίωμά του και τα οποία καθιστούν μη ανεκτή τη μεταγενέστερη άσκησή τους, δημιουργώντας έντονη την εντύπωση της αδικίας. Συνεπώς, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατ’ορθή ερμηνεία και εφαρμογή της παραπάνω διάταξης, ορθώς απέρριψε τον συγκεκριμένο ισχυρισμό, ως μη νόμιμο, και πρέπει ο άνω λόγος της έφεσης να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Από την εκτίμηση της ανωμοτί εξέτασης του ενάγοντος, και της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που νομίμως επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, ορισμένα εκ των οποίων λαμβάνονται υπόψη προς άμεση απόδειξη και άλλα για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, μεταξύ των οποίων οι προσκομιζόμενες από την εφεσίβλητη-εκκαλούσα –2 συνολικά- φωτογραφίες, των οποίων η γνησιότητα δεν αμφισβητήθηκε (άρθρα 444 § 1 περ. γ΄, 448 § 2, 457 § 4 του ΚΠολΔ), καθώς και των υπ’αριθμ. …/7-4-2017  και ../10-4-2017 ένορκων βεβαιώσεων των μαρτύρων, ….. και ……., ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά και της συμβολαιογράφου Πειραιώς, ….., αντίστοιχα, που ελήφθησαν με επιμέλεια του ενάγοντος, μετά από προηγούμενη, νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση της εναγομένης, που δεν παρέστη σε αυτές (υπ’αριθμ. .. Γ΄/4-4-2017 έκθεση επιδόσεως του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, … .),  λαμβάνοντας υπόψη και τα διδάγματα της κοινής πείρας  και λογικής (άρθρο 336 § § 3,4 του ΚΠολΔ),  αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά  :  Ο ενάγων είναι κάτοχος της υπ’αριθμ. …/18-2-2016 επαγγελματικής άδειας ικανότητας οδήγησης για οχήματα Β΄και Γ΄κατηγορίας και του υπ’αριθμ. …./25-4-2005 βιβλιαρίου υγείας. Το 2007 προσελήφθη από τον ………., που διατηρούσε ατομική επιχείρηση βιοτεχνίας ζύμης, δυνάμει προφορικά καταρτισθείσας σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, με την ειδικότητα του οδηγού και μηνιαίες μικτές αποδοχές ύψους 880 ευρώ, για εργασία επί πενθήμερο εβδομαδιαίως, και ωράριο από τις 07.00 έως τις 15.00, υπήχθη, όμως, στην ασφάλιση του ΙΚΑ μόλις την 1-10-2008 (σχετ. η από 16-8-2016 εκτύπωση από τον ενιαίο ατομικό λογαριασμό του ασφάλισης στο Εθνικό Μητρώο Ασφάλισης). Εν τω μεταξύ ο εργοδότης του συνέστησε την εναγομένη, μονοπρόσωπη εταιρεία, στην οποία μεταβίβασε ουσιαστικά την υφιστάμενη επιχείρηση, κατά την έννοια του πδ 178/2002, αφού αυτή συνέχισε να ασκεί την ίδια δραστηριότητα, με τους ίδιους εργαζόμενους, εξοπλισμό και πελατεία. Επομένως, εφόσον δεν μεταβλήθηκε η ταυτότητα της επιχείρησης, η εταιρεία υποκαταστάθηκε στις υφιστάμενες εργασιακές σχέσεις, μεταξύ των οποίων και εκείνη του ενάγοντος, που εξακολούθησε να απασχολείται με την ίδια ειδικότητα και καθήκοντα και με μηνιαίες μικτές αποδοχές που διαμορφώθηκαν, από την 1-11-2008 στο ποσό των 1.018,14 ευρώ, από 1-1-2009, στο ποσό των 1.110 ευρώ και από 1-9-2009 στο ποσό των 1.500 ευρώ, των όρων εργασίας του διεπόμενων κατά τα λοιπά από την εκάστοτε ισχύουσα συλλογική σύμβαση εργασίας των οδηγών των πάσης φύσεως φορτηγών κλπ αυτοκινήτων, που απασχολούνται σε οποιονδήποτε εργοδότη της Χώρας. Στις 4-10-2011, η εναγομένη ανήγγειλε στον Οργανισμό Απασχόλησης Εργατικού Δυναμικού την από 30-9-2011 οικειοθελή αποχώρηση του ενάγοντος, την οποία συνυπέγραψε και ο ίδιος, χωρίς ωστόσο, τη διακοπή της εργασιακής του σχέσης. Στην πραγματικότητα η αναγγελία ήταν εικονική και έγινε προκειμένου η εναγομένη να αποφύγει την καταβολή των αναλογούντων ασφαλιστικών εισφορών. Ο ενάγων τελικώς αποχώρησε στις 14-9-2014, μετά από προηγούμενη ρήξη με τον νόμιμο εκπρόσωπο της εναγομένης, λόγω των οφειλόμενων διαφορών των δεδουλευμένων αποδοχών του, για τις οποίες θα γίνει λόγος στη συνέχεια.  Υπέρ της παραδοχής αυτής, αναφορικά με τον χρόνο αποχώρησής του,  συνηγορεί η εκτίμηση των ακόλουθων αποδεικτικών στοιχείων : 1) Της υπ’αριθμ. …./5-11-2014 διαπιστωτικής πράξης τροχαίας παράβασης του υπ’αριθμ. κυκλοφορίας …. Ι.Χ αυτοκινήτου  ιδιοκτησίας ……, το οποίο οδηγούσε ο ενάγων, 2) της υπ’αριθμ. …/7-7-2014 έκθεσης ελέγχου καυσαερίων της Δ/νσης Τεχνικού Ελέγχου Οχημάτων, αναφορικά με το υπ’αριθμ. κυκλοφορίας ……. Ι.Χ.Φ αυτοκίνητο, ιδιοκτησίας ομοίως του ……, 3) Των υπ’αριθμ. …/6-4-2015 και …/8-4-2015 αποδείξεων εισπράξεως της εναγομένης, προς τον εξετασθέντα ενώπιον συμβολαιογράφου μάρτυρα, …….., που φέρουν την υπογραφή  του ενάγοντος, 4) της από 14-2-2014 (έντυπης) κατάστασης υπολοίπων πελατών, που αφορούν τον ενάγοντα, 5) της από 13-2-2014 (έντυπης) κατάστασης του τζίρου ανά πωλητή, που αφορά τον μήνα Φεβρουάριο του έτους 2014 με αναγραφή του ονόματος του ενάγοντος παραπλεύρως του ονόματος όλων των πελατών που αυτή περιλαμβάνει, 6) Της από 10-7-2015 (έντυπης) κατάστασης στην οποία αποτυπώνονται, σύμφωνα με τη σχετική χειρόγραφη επ’αυτής διευκρίνιση, οι ενεργοί πελάτες της εναγομένης κατά το έτος 2015 και τα ονόματα των οδηγών που πραγματοποίησαν παραδόσεις προϊόντων σε αυτούς, 7) Της από 6-3-2015 χειρόγραφης παραγγελίας, που συντάχθηκε από υπαλλήλους της εναγομένης και παραδόθηκε προς εκτέλεση στον ενάγοντα, 8) Της χειρόγραφης κατάστασης με τις μετρήσεις της θερμοκρασίας των θαλάμων του υπ’αριθμ. κυκλοφορίας ……. φορτηγού οχήματος, που αφορά ημεροχρονολογίες από τις 7/8 έως τις 28/8/2015 και φέρει ισάριθμες υπογραφές του ενάγοντος. Να σημειωθεί ότι η εναγομένη, με τις προτάσεις της ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου αρνήθηκε κατηγορηματικά οποιαδήποτε απασχόληση του ενάγοντος, μετά την υποτιθέμενη αποχώρησή του στις 30-9-2011. Μετά την ακροαματική διαδικασία, και  την παραδοχή εκ μέρους του μάρτυρά της, ………., αδελφού του νομίμου εκπροσώπου της, που απασχολείτο ως οδηγός, ότι πράγματι ο εναγόμενος εργάστηκε κάποιες φορές, περιστασιακά, για πρώτη φορά στην προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της, έκανε λόγο για απασχόλησή του περί τις 15-20 ημέρες όλο αυτό το χρονικό διάστημα, χωρίς ωστόσο οποιαδήποτε συγκεκριμένη αναφορά στα προαναφερθέντα αποδεικτικά στοιχεία. Στα στοιχεία αυτά αναφέρεται το πρώτον στην προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ισχυριζόμενη όψιμα και με τρόπο μη πειστικό, ειδικώς για τις καταστάσεις με οφειλόμενα υπόλοιπα πελατών της, ότι δεν δικαιολογείται η κατοχή τους από τον ενάγοντα και ότι αποτελούν προϊόν παραποίησης εκ μέρους του. Δεν αντιτείνει, όμως, αν και εκτιμάται ότι αυτό ήταν ευχερές, τα ορθά στοιχεία των συγκεκριμένων καταστάσεων, δηλαδή ποιό ή ποιά ονόματα θα έπρεπε να αναγράφονται στην από 14-2-2014 κατάσταση υπολοίπων πελατών την από 13-2-2014 κατάσταση τζίρου ανά πωλητή και από 10-7-2015 κατάσταση υπολοίπων πελατών. Αλλά και ο άνω μάρτυράς της, υπήρξε ασαφής και αντιφατικός και κατ’αποτέλεσμα μειωμένης αξιοπιστίας,  ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα. Αρχικά, άφησε να εννοηθεί ότι μετά την αποχώρησή του, ο ενάγων δεν είχε οποιαδήποτε επαφή με την εταιρεία και επικοινώνησε (ενν. ο ενάγων) τηλεφωνικά μαζί του μετά από τέσσερα (4) περίπου χρόνια, το θέρος του 2015, προβάλλοντας αξιώσεις για οφειλόμενες αποδοχές. Στη συνέχεια, παραδέχθηκε ότι επισκεπτόταν την εταιρεία, δηλώνοντας ρητά ότι ο λόγος της επίσκεψης δεν ήταν η παροχή εργασίας, για να καταλήξει να ισχυριστεί, αφότου του επιδείχθηκαν τα προαναφερθέντα τιμολόγια στο όνομα ….., ότι πράγματι εργάστηκε περιστασιακά, πραγματοποιώντας συνολικά περί τα 5-6 μεροκάματα και μάλιστα με δική του πρωτοβουλία. Σημειώνεται δε ότι, στην από 5-2-2019 μήνυσή της σε βάρος του ενάγοντος για απάτη επί Δικαστηρίω, η εναγομένη προέβαλε μια διαφοροποιημένη εκδοχή, διατεινόμενη ότι ο ενάγων επισκεπτόταν κάποιες φορές την εταιρεία, ότι ο νόμιμος εκπρόσωπός της του παραχωρούσε το προσωπικό του Ι.Χ.Ε αυτοκίνητο για προσωπικές του μετακινήσεις,  ότι εκείνος, κάποιες φορές του παρείχε εξυπηρέτηση πηγαίνοντας πχ  τα αυτοκίνητα της εταιρείας στο συνεργείο ή στο ΚΤΕΟ και ότι οι σχέσεις του με αυτόν ήταν φιλικές, χωρίς καμία αναφορά σε περιστασιακή έστω εργασία.  Η εκδοχή μάλιστα αυτή αντιστρατεύεται κάθε έννοια λογικής, αφού υπάρχει πλήρης ανακολουθία μεταξύ των γεγονότων που επικαλείται τόσο ο μάρτυράς της όσο και η ίδια η εναγομένη και σκιαγραφούν τη διατήρηση πολύ καλών σχέσεων με την πρώην εργοδότριά του, και της μεταγενέστερης άσκησης της αγωγής του. Μειωμένη, ως προς το ίδιο ζήτημα, είναι η αποδεικτική βαρύτητα και των προσκομιζόμενων από την εναγομένη ένορκων βεβαιώσεων, που δόθηκαν για τη στοιχειοθέτηση της μήνυσής της, καθώς ο ……. και ο ………, εξακολουθούσαν μέχρι και τη λήψη τους (15-10-2018 και 1-8-2018, αντίστοιχα), να εργάζονται στην εναγομένη, τελώντας σε σχέση υπηρεσιακής εξάρτησης από αυτήν, ενώ ο ………. διατηρούσε αρτοποιείο στο Μεγάλο Πεύκο προμηθευόμενος προϊόντα από την τελευταία, και δεν κάνουν οποιαδήποτε αναφορά στην περιστασιακή έστω απασχόληση του ενάγοντος μετά τη φερόμενη οικειοθελή του αποχώρηση. Στον αντίποδα των καταθέσεων αυτών, η ανωμοτί εξέταση του ενάγοντος, ως προς το συγκεκριμένο ζήτημα, υπήρξε σαφής, χωρίς λογικά κενά και αντιφάσεις, αποδίδοντας με πειστικό τρόπο την ανοχή που αυτός επέδειξε έναντι της εργοδότριάς του, κατά τη διάρκεια της δύσκολης οικονομικής συγκυρίας δηλαδή από το 2011 και μέχρι τη λήξη της εργασιακής του σχέσης. Άλλωστε, παρ’ότι η πλευρά της εναγομένης διατείνεται ότι αυτός εργαζόταν στη Λαχαναγορά, δεν προκύπτει ασφαλιστική του κάλυψη μετά τις 30-9-2011 και μέχρι τον Αύγουστο του έτους 2016. Συνεπώς, ορθώς εκτιμώντας τις αποδείξεις, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην ίδια κρίση και πρέπει ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Β΄έφεσης, κατά το οικείο σκέλος του, με τον οποίο η εναγομένη διατείνεται ότι ο ενάγων αποχώρησε οικειοθελώς στις 30-9-2011,  να απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η εναγομένη, παραλείποντας να συμπεριλάβει τον ενάγοντα στην κατάσταση προσωπικού της που ήταν ασφαλισμένοι στο ΙΚΑ, δεν απέδιδε προς τον εν λόγω ασφαλιστικό οργανισμό τις αναλογούσες εργατικές εισφορές, ως όφειλε, οι οποίες ανέρχονταν στο ποσό των 298 ευρώ μηνιαίως [1.500 Χ 19,89 % (50,6% σύνολο εισφορών-30,71 % εργοδοτικές εισφορές = 19,89 %)] και, για όλο το επίδικο χρονικό διάστημα, στο ποσό των 4.589 (298 Χ 15,4 μήνες) ευρώ.

Αποδείχθηκε, επίσης, ότι στην επιχείρηση της εναγομένης παρασκευάζονται, μεταξύ άλλων, προϊόντα ζύμης, τα οποία συσκευάζονται, καταψύχονται και αποθηκεύονται προς διανομή.  Έτσι, καθίσταται αναγκαία η απασχόληση αποθηκάριου, ο οποίος είναι επιφορτισμένος, αφενός με την παραλαβή και αποθήκευση των πρώτων υλών και αφετέρου με την προετοιμασία των παραγγελιών ανά οδηγό, που εκτελεί δρομολόγια εντός συγκεκριμένης γεωγραφικής περιοχής. Το ωράριο απασχόλησης των εργαζομένων, κατά την επίδικη χρονική περίοδο, ήτοι από τις 30-9-2011 έως τις 14-9-2015 στην επιχείρηση ήταν 07-15.00 από Δευτέρα έως Παρασκευή, και κατά το χρονικό αυτό διάστημα παραλαμβάνονταν οι παραγγελίες από τους πελάτες της, οι οποίες προωθούνταν για να εκτελεστούν, κατά κανόνα την ίδια ή την επόμενη ημέρα, αν ο χρόνος μέχρι τη λήξη του ωραρίου δεν αρκούσε. Από τις προσκομιζόμενες από την εναγομένη καταστάσεις απασχολούμενων και πίνακες εργαζομένων, αποδεικνύεται ότι αυτή απασχολούσε, με τη συγκεκριμένη ειδικότητα, τον ………., από τις 6-1-2010 έως τις 23-4-2012, τον …….. από τις 25-4-2012 (σχετ. η κατάσταση απασχολούμενων με αριθμ. πρωτ. κατάθεσης στο Σώμα Επιθεώρησης Εργασίας …./24-10-2012) έως τις 31-5-2013, τον ……. εκ νέου από την 1-6-2013 έως τις 2-6-2014  και τέλος τον ……..  από τις 12-5-2016. Μεσολάβησε, επομένως, ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και συγκεκριμένα από τις 2-6-2014 έως τις 12-5-2016, που η εναγομένη δεν διέθετε αποθηκάριο. Να σημειωθεί δε ότι, παρά την ύπαρξη αυτής της ειδικότητας κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα,  η παραλαβή και αποθήκευση πρώτων υλών, ανατίθετο εκ περιτροπής και σε άλλους υπαλλήλους της επιχείρησης και δεν αποκλείεται κάποιες φορές να εκτελείτο και από τον ίδιο τον ενάγοντα, εντός του ωραρίου του, αν δεν είχε ήδη αναχωρήσει ή είχε ολοκληρώσει το δρομολόγιό του, αφού ούτως ή άλλως ήταν υποχρεωμένος να παραμένει στον χώρο της εργασίας του καθ’όλη τη διάρκεια του ωραρίου του και διέθετε την απαραίτητη εμπειρία για να το πράξει. Ειδικότερα, όμως, κατά το χρονικό διάστημα που δεν υπήρχε στην εταιρεία αποθηκάριος, οι αρμοδιότητές του διαμοιράστηκαν σε άλλους υπαλλήλους. Έτσι, πέραν της παραλαβής και αποθήκευσης των πρώτων υλών, που γινόταν όπως προτεκτέθηκε, η προετοιμασία των παραγγελιών εκτελείτο από τον ενάγοντα, είτε πριν την αποχώρησή του το πρωϊ για την εκτέλεση του δρομολογίου του στην περιοχή του Περιστερίου, είτε μετά τις 14.30 περίπου που επέστρεφε στην έδρα της εταιρείας και μέχρι τις 17.00 που κρίνεται ότι απαιτείτο για τον σκοπό αυτό. Δηλαδή την εργασία του αποθηκάριου επί οκτάωρο, στην οποία όμως περιλαμβανόταν και η παραλαβή και αποθήκευση των πρώτων υλών, αναπλήρωνε ο ενάγων, κατά το χρονικό διάστημα από τις 07-09.00 περίπου, κατά το οποίο φόρτωνε και τις παραγγελίες του δικού του φορτηγού και από τις 14.30 έως τις 17.00 κάθε μέρα, επομένως, χρονικά προέχουσα ήταν η εργασία του ως οδηγού και οι ώρες υπερεργασίας ή υπερωριακής απασχόλησής του θα κριθούν με βάση τη συνολική χρονική διάρκεια των παράλληλων αυτών εργασιακών του σχέσεων. Ο αγωγικός ισχυρισμός ότι εκτελούσε τη συγκεκριμένη εργασία έως τις 19.00 καθημερινά και μάλιστα καθ’όλο το προαναφερθέν χρονικό διάστημα,  μετά τη φερόμενη οικειοθελή του αποχώρηση-αλλά και πιο πριν, από την πρόσληψή του, δεν ενισχύεται από κάποιο άλλο αποδεικτικό στοιχείο πέραν της εξέτασης του ιδίου, και δεν βρίσκει έρεισμα στη λογική, καθώς εκτιμάται ότι δεν θα ήταν δυνατόν να εργάζεται τόσες ώρες επί τόσα έτη-έως τις 14-9-2015 από το έτος 2007, κατά τους ισχυρισμούς του- και σε κάθε περίπτωση θα ανέμενε κανείς να έχει απαιτήσει με οποιοδήποτε τρόπο την επιπλέον αμοιβή του για τη σημαντική αυτή τυχόν υπέρβαση της χρονικής διάρκειας της εργασίας του. Επίσης, δεν  αποδείχθηκε, για τον ίδιο λόγο, απασχόλησή του σταθερά όλα τα Σάββατα, επί τρίωρον, όπως ορθώς αξιολογώντας τις αποδείξεις έκρινε και η εκκαλουμένη. Επομένως, μετ’ ορθή εφαρμογή του νόμου και εκτίμηση των αποδείξεων το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο κατέληξε στην ίδια κρίση και ακολούθως προέβη σε υπολογισμό των αποδοχών που ο ενάγων δικαιούτο για την υπερεργασία και την κατ’εξαίρεση υπερωριακή του απασχόληση, σύμφωνα με τις διακρίσεις που προαναφέρθηκαν, οι οποίες παρέχονταν σταθερά κατά το παραπάνω χρονικό διάστημα, και, συνακόλουθα ορθώς συνυπολογίστηκαν οι αμοιβές του για την υπερεργασία, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σχετικές νομικές σκέψεις, και για τον καθορισμό των οφειλόμενων διαφορών των αποδοχών του για δώρο Χριστουγέννων 2014 και αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2015,  για δώρο Πάσχα 2015, καθώς και για τις αποδοχές και επίδομα αδείας του έτους 2015, οι οποίες δεν αμφισβητούνται ειδικώς. Συνεπώς, πρέπει να απορριφθούν ως αβάσιμοι οι συναφείς, δεύτερος, τρίτος και τέταρτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης, κατά το οικείο σκέλος τους, με τους οποίους ο ενάγων πλήττει την εκκαλουμένη, ως προς το χρονικό διάστημα της υπερεργασίας του, τη διάρκεια αυτής και την εργασία του κατά τα Σάββατα, αντίστοιχα, που επηρεάζουν και τον καθορισμό των προαναφερθέντων δώρων και επιδομάτων, κατά τα άνω, καθώς και ο τρίτος λόγος της υπό στοιχ. Β έφεσης, με τον οποίο πλήττεται η εκκαλουμένη για την αποδοχή παροχής υπερεργασίας του ενάγοντος, για το χρονικό διάστημα από τις 2-6-2014 έως τις 14-9-2015.

Κατόπιν αυτών πρέπει : 1) Να απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η υπό στοιχ. Β΄έφεση, 2) Να γίνει δεκτή η υπό στοιχ. Α΄έφεση, ως προς τη διάταξή της περί των οφειλομένων στον ενάγοντα ασφαλιστικών εισφορών, κατά παραδοχή του αντίστοιχου λόγου αυτής, κατά τα προεκτεθέντα, ακολούθως δε να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη στο σύνολό της, κατ’άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ, δηλαδή και κατά τις διατάξεις της, που δεν ανατρέπονται με την παρούσα απόφαση, λόγω του ότι τούτο επιβάλλεται για την ενότητα της εκτέλεσης, η οποία θα επιτευχθεί μόνο με την εκτέλεση αυτής (ΕφΑνατΚρ 79/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΑθ 1404/2014 Αρμ 2015.288), δηλαδή και κατά τη διάταξή της περί τοκογονίας, που δεν προσβάλλεται με λόγο έφεσης, αναγκαίως δε και κατά την περί δικαστικών εξόδων διάταξή της  που θα καθορισθεί από την αρχή (ΕφΑνΚρ 79/2014, ΕφΑθ 1404/2014, ό.π), με αποτέλεσμα ο πέμπτος λόγος της υπό στοιχ. Α΄έφεσης που πλήττει τη διάταξή της περί δικαστικών εξόδων να κρίνεται αλυσιτελής (ΕφΠειρ 90/2014 αδημ. ΤΝΠ «ΝΟΜΟΣ», ΕφΠατρ 5/2011 ΑΧΑΝΟΜ 2012.148). Ακολούθως, αφού κρατηθεί η υπόθεση στο Δικαστήριο αυτό και ερευνηθεί κατ’ουσίαν η ένδικη αγωγή (άρθρο 535 § 1 του ΚΠολΔ), πρέπει να γίνει αυτή δεκτή ως εν μέρει βάσιμη και κατ’ ουσίαν, και να υποχρεωθεί η εναγομένη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 7.289 ευρώ, να αναγνωριστεί δε ότι του οφείλει επιπλέον το ποσό των 13.169,18 ευρώ, με τον νόμιμο τόκο, για τις ασφαλιστικές εισφορές από τη λήξη του επόμενου μήνα στον οποίο αφορούν, αφού τότε γεννάται η υποχρέωση απόδοσης των εργατικών εισφορών από τον εργοδότη προς το ΙΚΑ (άρθρο 26 § 3 του ν.1846/1951, όπως είχε τροποποιηθεί με το άρθρο 56 § 1 του ν.2676/1999 και στη συνέχεια αντικατασταθεί με το άρθρο 13 του ν.2972/2001 και 20 του ν.4075/2012, το οποίο καταργήθηκε με το άρθρο 73 § 1 και 77 περ.ιγ΄του ν.4144/2013), για τα δώρα Πάσχα, από την 1η Απριλίου κάθε έτους, για τα δώρα Χριστουγέννων, από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, για τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας από την 1η Ιανουαρίου του επομένου, εκείνου για το οποίο οφείλονται, έτους, για την υπερεργασία από την πρώτη ημέρα του επομένου, εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε, μήνα και για την κατ’εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των διαδίκων αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, πρέπει, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, να κατανεμηθούν μεταξύ αυτών, ανάλογα προς την έκταση της νίκης και ήττας τους, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στο διατακτικό (106, 176, 183 και 191 § 2 του ΚΠολΔ, 63 § § 1iα , 3, μετά την αναρίθμηση της παραγράφου 4 του τελευταίου αυτού άρθρου σε παράγραφο 3 με το άρθρο 7 παρ.10.α`του ν.4205/2013, 68 § 1,  69 παρ.1 εδ.α΄, 166 και παράρτημα Ι Β του ν.4194/2013).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ την από 23-5-2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./24-5-2018) υπό στοιχ. Α΄έφεση του ενάγοντος και την από 7-6-2018 (με αύξ.αριθμ. εκθ.καταθ. ………../8-6-2018) υπό στοιχ. Β΄έφεση της εναγομένης, κατά της υπ’αριθμ. 1857/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά αυτές.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την υπό στοιχ. Β΄έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την υπό στοιχ. Α΄έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη.

ΚΡΑΤΕΙ την από 20-8-2016 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ………../2016) αγωγή και τη δικάζει κατ’ουσίαν.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει αυτήν.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των επτά χιλιάδων διακοσίων ογδόντα εννέα (7.289) ευρώ και να αναγνωριστεί ότι του οφείλει επιπλέον το ποσό των δεκατριών χιλιάδων εκατόν εξήντα εννέα ευρώ και δεκαοκτώ λεπτών (13.169,18), με τον νόμιμο τόκο, για τις ασφαλιστικές εισφορές, από τη λήξη του επομένου μήνα στον οποίο αφορούν, για τα δώρα Πάσχα, από την 1η Απριλίου κάθε έτους, για τα δώρα Χριστουγέννων, από την 1η Ιανουαρίου κάθε έτους, για τις αποδοχές και τα επιδόματα αδείας, από την 1η Ιανουαρίου του επομένου, εκείνου για το οποίο οφείλονται, έτους, για την υπερεργασία από την πρώτη ημέρα του επομένου, εκείνου κατά τον οποίο παρασχέθηκε, μήνα και για την κατ’εξαίρεση υπερωριακή απασχόληση από την επομένη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εκκαλούσας-εφεσίβλητης-εναγομένης μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των οκτακοσίων (800) ευρώ.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις 7-2-2020.

         Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ