Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 107/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης    107         /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και  τη γραμματέα Ε.Τ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ                      

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ανακόπτοντος κατά της  με αρ.  1296/2016 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την τακτική διαδικασία, επί της με ημερομηνία 10-5-2012 (αρ. κατάθ. …./2012) ανακοπής του, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 23-2-2017 και εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την επίδοση της προσβαλλόμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις  26-1-2017, όπως προκύπτει από την επισημείωση της δικαστικής επιμελήτριας . … στο επιδοθέν αντίγραφο της εκκαλουμένης (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η έφεση, για το παραδεκτό της οποίας έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το απαιτούμενο παράβολο δημοσίου (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και  βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).

Με την κρινόμενη ανακοπή, που άσκησε ο ανακόπτων κατά της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς ζητούσε, για τους λόγους που εξέθετε σ’ αυτήν, να ακυρωθεί  η με αρ. …./2012 διαταγής πληρωμής του Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλλει στην καθ’ ης η ανακοπή, για απαίτησή της από την με αρ. …../26-4-2005 σύμβαση πίστωσης και την από 18-5-2006 πρόσθετη πράξη, το ποσό των 52.206,94 ευρώ με τους νόμιμους τόκους καθώς και να καταδικαστεί η αντίδικος στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ανακοπής εκδόθηκε η με αρ. 1296/2016 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία την απέρριψε και απέβαλε σε βάρος του ανακόπτοντος τα δικαστικά έξοδα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο τελευταίος με τους λόγους της ένδικης έφεσής του, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε στη συνέχεια να γίνει δεκτή η ανακοπή του.

            Κατά την παρ. 2 του άρθρου 626 ΚΠολΔ, το δικόγραφο της αίτησης για έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να περιέχει: α) όσα ορίζουν τα άρθρα 117 ή 118 και η παράγραφος 1 του άρθρου 119 του Κώδικα αυτού, β) αίτηση για την έκδοση διαταγής πληρωμής και γ) την απαίτηση και το ακριβές ποσό των χρημάτων ή των χρεογράφων, με τους τυχόν οφειλόμενους τόκους, των οποίων ζητείται η καταβολή, κατά δε την παρ. 3 του ίδιου άρθρου, στην αίτηση του δικαιούχου για την έκδοση διαταγής πληρωμής πρέπει να επισυνάπτονται και όλα τα έγγραφα, από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της. Από τις διατάξεις αυτές, που δεν περιλαμβάνουν παραπομπή στο άρθρο 216 § 1 περ. α’ του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με εκείνη του άρθρου 623 του ίδιου Κώδικα, προκύπτει ότι στο δικόγραφο της αίτησης για την έκδοση διαταγής πληρωμής, για τον προσδιορισμό της χρηματικής απαίτησης, για την οποία ζητείται η έκδοσή της, ούτως ώστε να πληρούται ο αντίστοιχος νόμιμος όρος, δεν απαιτείται να παρατίθεται το σύνολο των γενεσιουργών της απαίτησης περιστατικών, αλλά αρκεί η παράθεση πραγματικών περιστατικών, που να εξατομικεύουν την απαίτηση, καθόσον αφορά στο αντικείμενο, το είδος και τον τρόπο γέννησής της και που να δικαιολογούν συμπέρασμα αντίστοιχης συγκεκριμένης οφειλής εκείνου, κατά του οποίου απευθύνεται η αίτηση έναντι του αιτούντος (ΑΠ 15/2007), και, περαιτέρω, απαιτείται να επισυνάπτονται στην αίτηση τα έγγραφα εκείνα από τα οποία προκύπτει η απαίτηση και το ποσό της (ΑΠ 999/2019, ΑΠ 1071/2017 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 626 § 2, 627 εδ. γ’, 630 και 631 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η διαταγή πληρωμής, η οποία αποτελεί μόνο τίτλο εκτελεστό και δεν είναι δικαστική απόφαση, ώστε να έχει ανάγκη από πλήρες αιτιολογικό, απαιτείται, εκτός από άλλα στοιχεία, να αναφέρει απλώς την αιτία της πληρωμής, δηλαδή να προσδιορίζεται το είδος της δικαιοπραξίας, από την οποία γεννήθηκε η απαίτηση, έστω και συνοπτικά, αρκεί να μη δημιουργείται καμία αμφιβολία από ολόκληρο το περιεχόμενο της, ως προς την αιτία της πληρωμής, και δεν είναι ανάγκη να περιγράφονται τα πραγματικά περιστατικά, που συνιστούν την αιτία αυτή (ΕΔωδ 7/2017 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 669 ΕμπΝ, 874 ΑΚ και 112 ΕισΝΑΚ, σαφώς προκύπτει ότι σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως υφίσταται, όταν ο ένας από τους συμβαλλόμενους υποχρεούται να θέσει στη διάθεση του άλλου ορισμένη πίστωση για ορισμένο χρόνο και ο άλλος, δηλαδή ο πιστούχος, μπορεί να κάνει χρήση εν όλω ή εν μέρει, είτε με τη λήψη του χρηματικού ποσού, είτε με προεξόφληση και από αυτή γεννιέται απαίτηση κατ’ αυτού υπέρ του οποίου έχει καταρτισθεί, όταν και στο μέτρο που θα εκτελεσθεί. Η σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως συνιστά, κατά την ορθότερη άποψη, δάνειο που καταρτίζεται με μόνη την κοινή συναίνεση των συμβαλλομένων. Αυτή είναι δυνατό να συνδυάζεται με αλληλόχρεο (ανοικτό) λογαριασμό, οπότε έχουν εφαρμογή και οι σχετικοί με τον αλληλόχρεο λογαριασμό κανόνες. Συνεπώς, επί ανοίγματος πιστώσεως με ανοικτό λογαριασμό υπάρχουν δύο συμβάσεις που διακρίνονται μεταξύ τους, δηλαδή από το ένα μέρος το άνοιγμα της πιστώσεως (δάνειο) και από το άλλο μέρος, παραλλήλως προς εξυπηρέτηση της πιστώσεως, ο αλληλόχρεος λογαριασμός. Για τις συμβάσεις αυτές εφαρμόζονται οι κανόνες δικαίου που αφορούν την καθεμία. Ειδικότερα, το άνοιγμα πιστώσεως (δάνειο) λήγει, είτε από λόγους γενικούς, όπως κάθε σύμβαση, δηλαδή π.χ. με την πάροδο προθεσμίας, με αντίθετη συμφωνία, είτε ως διαρκής σύμβαση με καταγγελία, εάν συμφωνήθηκε για αόριστο χρόνο. Μόλις λήξει η σύμβαση ανοίγματος πιστώσεως (κυρία σχέση), κλείνεται και η παρεπόμενη σύμβαση του αλληλοχρέου λογαριασμού (ΕΛαμ 117/2018, ΕΔωδ 7/2017 ΝΟΜΟΣ). Ακόμη, αλληλόχρεος ή ανοικτός ή τρεχούμενος λογαριασμός υπάρχει, όταν δύο πρόσωπα, από τα οποία τουλάχιστον το ένα είναι έμπορος, συμφωνούν να καταχωρίζουν τις μεταξύ τους δοσοληψίες σε κονδύλια πιστώσεων και χρεώσεων, τα οποία, μολονότι διατηρούν τον νομικό τους χαρακτήρα, αποβάλλουν από την καταχώρισή τους την αυτοτέλειά τους και δεν μπορούν να επιδιωχθούν ή διατεθούν χωριστά, με αποτέλεσμα να οφείλεται μόνο το κατάλοιπο που προ­κύπτει, κατά το κλείσιμο του λογαριασμού, με την αντιπαραβολή των κονδυλίων (ΟλΑΠ 31/1997). Αναγκαία προϋπόθεση για τη σύμβαση αλληλοχρέου λογαρια­σμού είναι η ύπαρξη δυνατότητας να προκύψουν απαιτήσεις και οφειλές και από τις δύο πλευρές και να μην είναι δεδομένο, από το περιεχόμενο και τη φύση της σύμβασης, ότι ένας από τους συμβαλλομένους θα είναι μόνο πιστωτής και ο άλ­λος μόνο οφειλέτης. Ειδικότερα, για την ύπαρξη αλληλοχρέου λογαριασμού, και ανεξάρτητα από τον χαρακτηρισμό που δίνουν τα συμβαλλόμενα μέρη στη συνδέουσα αυτά σχέση, απαιτείται να μην είναι εκ των προτέρων γνωστό, ποιος από τους συμβαλλομένους κατά την τελική εκκαθάριση των δοσοληψιών τους θα είναι οφειλέτης ή πιστωτής του άλλου και, συνεπώς, δεν υπάρχει τέτοιος λογαριασμός, όταν κατά τη σύμβαση, ο ένας καθίσταται μόνο πιστωτής και ποτέ οφειλέτης, ο άλλος δε μόνο οφειλέτης και ποτέ πιστωτής, δυνάμενος μόνο να εξοφλεί τμημα­τικά το χρέος του και οι εκάστοτε καταβολές γίνονται προς αντίστοιχη απαλλαγή του από το χρέος (ΑΠ 857/2006 ΝΟΜΟΣ, ΕΘ 996/2000 Αρμ 2001.483). Χαρακτηριστικό, επίσης, της σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού είναι η απώλεια της αυτοτέλειας και ατομικότητας των επιμέρους απαιτήσεων και η μεταβολή τους σε απλά λογιστικά στοιχεία χρεοπίστωσης ενός ενιαίου λογαριασμού, με συνέπεια να είναι δικαστικά επιδιώξιμη μόνον η απαίτηση από το τυχόν υπόλοιπο του λογαριασμού (ΑΠ 857/2006 ΝοΒ 55.705, ΑΠ 1291/2005 ΕλΔνη 48.1024, ΑΠ 667/2001 ΕλΔνη 42.1543, ΕΑ 4058/2012 ΔΕΕ 2013.149, ΕΑ 5514/2003, ΕΤρΑξΧρΔ 2004.675). Η τήρηση, όμως λογαριασμού, που απεικονίζει κατά τους κανόνες της λογιστικής τις εκατέρωθεν τμηματικές παροχές, από τις οποίες οι παροχές του ενός αποτελούν καταβολές απέναντι στις εκ των παροχών του άλλου δημιουργούμενες απαιτήσεις εξαιτίας της μη άμεσης τακτοποίησης των δοσοληψιών τους χωρίς ύπαρξη ρητής ή έστω σιωπηρής ρυθμιστικής συμφωνίας για υποβολή των εκατέρωθεν παροχών σε μη αυτοτελή διαθέσιμα κονδύλια πίστωσης και χρέωσης του τηρούμενου λογαριασμού προς εκκαθάριση κατά το κλείσιμο του και προς επιδίωξη του καταλοίπου από την εκκαθάριση, δεν αποτελεί αλληλόχρεο λογαριασμό κατά την ανωτέρω έννοια, αλλά έχει το χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού  (ΕΘ 1164/2018 ΕπισκΕμπΔ 2018.635, ΕΘ 672/2010 Αρμ 2011.616, ΕΠειρ 613/2009 ΝΟΜΟΣ, ΕΘ 1301/2000 Αρμ 2001.494).

 

Από την επανεκτίμηση όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που προσκόμισαν οι διάδικοι ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και επαναπροσκομίζονται και στο παρόν Δικαστήριο, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Μεταξύ της καθ’ ης η ανακοπή τράπεζας με την επωνυμία «………… AE» και του ανακόπτοντος καταρτίστηκε η με αριθμό ……… σύμβαση πίστωσης σε εκτέλεση της οποίας η πιστώτρια τράπεζα χορήγησε στον αντισυμβαλλόμενο πιστούχο της για κεφάλαιο κίνησης το ποσό των 30.000 ευρώ. Την 18-5-2006 καταρτίστηκε πρόσθετη πράξη μεταξύ των ίδιων συμβαλλομένων, με την οποία αυξήθηκε το όριο της πίστωσης σε 50.000 ευρώ. Με τους όρους της ανωτέρω σύμβασης πίστωσης συμφωνήθηκαν, μεταξύ άλλων και τα εξής,  «ο οφειλέτης θα έχει την ευχέρεια να χρησιμοποιεί την πίστωση για αόριστο χρόνο και κατ’ επανάληψη, με μερικές ή ολικές αναλήψεις, μέχρι το ποσό που συμφωνήθηκε ως πιστωτικό όριο στον όρο 1.1. Οι καταβολές του οφειλέτη προς την τράπεζα στα πλαίσια της πίστωσης είναι επίσης ελεύθερες με τον περιορισμό της ελάχιστη μηνιαίας καταβολής που αναφέρεται στον όρο 4 (όρος 2.01). Η πίστωση εξυπηρετείται και αποδεικνύεται από λογαριασμό που θα τηρείται μεταξύ της τράπεζας και του οφειλέτη, στον οποίο θα καταχωρούνται όλες οι αναλήψεις και οι έναντι αυτών καταβολές, που γίνονται με βάση την παρούσα, χωρίς όμως να χάνεται η αυτοτέλεια των κονδυλίων των εν λόγω αναλήψεων και έναντι αυτών καταβολών (όρος 3.01). Ο λογαριασμός ουδέποτε θα αποβαίνει χρεωστικός σε βάρος της τράπεζας και σε κάθε περίπτωση ο οφειλέτης δεν θα δικαιούται τόκο σε περίπτωση τυχόν πιστωτικού υπέρ αυτού υπολοίπου (όρος 3.03). Ο οφειλέτης έχει την υποχρέωση να καταβάλλει στην τράπεζα ως ελάχιστη μηνιαία καταβολή ποσό τουλάχιστον ίσο προς τους δεδουλευμένους τόκους του προηγούμενου μήνα την τελευταία ημέρα κάθε ημερολογιακού μήνα, με έναρξη την ημέρα του επόμενου μήνα από αυτόν μέσα στον οποίο υπογράφηκε η παρούσα. Η ως άνω ημέρα καταβολής συμφωνείται δήλη κατά την έννοια του νόμου (όρος 4.01). Εάν οποιοδήποτε ποσό εκ κεφαλαίου, τόκων, εξόδων κλπ. που οφείλεται με βάση την παρούσα, δεν καταβληθεί εμπρόθεσμα από τον οφειλέτη θα βαρύνεται αυτοδικαίως και χωρίς καμία όχληση με τόκο συμβατικό μεν για τις δεκαπέντε πρώτες ημέρες από την επομένη της ημερομηνίας καταβολής (περίοδος χάριτος), υπερημερίας δε από την επομένη της λήξης της ως άνω περιόδου (16η ημέρα από τη επομένη της ημερομηνίας καταβολής) μέχρις ολοσχερούς εξόφλησης των ληξιπροθέσμων (όρος 5.04). Ο οφειλέτης και ο εγγυητής αναγνωρίζουν πλήρη αποδεικτική δύναμη των αποσπασμάτων και αντιγράφων από τα βιβλία της τράπεζας. Τα παραπάνω αποσπάσματα ή αντίγραφα θα εκδίδονται από εξουσιοδοτημένο υπάλληλο ή εκπρόσωπο της τράπεζας και ο οφειλέτης και ο εγγυητής αναγνωρίζουν ότι θα αποτελούν πλήρη απόδειξη των απαιτήσεων της τράπεζας κατά της οποίας όμως επιτρέπεται ανταπόδειξη (όρος 6.04). Η τράπεζα έχει το δικαίωμα οποτεδήποτε και κατά την ελεύθερη κρίση της είτε να αναστέλλει ολικά ή μερικά την πίστωση είτε να καταγγέλλει την παρούσα σύμβαση ανακαλώντας την πίστωση και κλείνοντας τον λογαριασμό, οπότε ο οφειλέτης θα υποχρεούται να εξοφλήσει το σύνολο της οφειλής του, ειδάλλως θα καθίσταται αυτοδικαίως υπερήμερος. Στην περίπτωση αυτή η τράπεζα θα αποστέλλει επιστολή προς τον οφειλέτη με το συνολικό οφειλόμενο υπόλοιπο, όπως τούτο θα προκύπτει από το άθροισμα των ποσών που οφείλονται με βάση τη παρούσα, κατά την ημερομηνία της καταγγελίας της παρούσας και του οριστικού κλεισίματος του λογαριασμού, μετά τον συνυπολογισμό και τη συνένωση των οφειλόμενων υπολοίπων των τυχόν περισσότερων λογαριασμών της πίστωσης (όρος 7.01)». Προς εξυπηρέτηση της παραπάνω πίστωσης ανοίχθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή ο με αριθμό ………… λογαριασμός, όπου καταχωρούνταν όλες οι αναλήψεις και καταβολές που πραγματοποιούσε ο ανακόπτων, ο οποίος λογαριασμός, μετά από σχετική  καταγγελία εκ μέρους της πιστώτριας τράπεζας, της επίδικης σύμβασης, λόγω της μη τήρησης των συμβατικών υποχρεώσεών του από τον πιστούχο, έκλεισε στις 27-10-2011, ημερομηνία κατά την οποία το υπόλοιπο αυτού ανερχόταν σε 52.206,94 ευρώ. Από τα ανωτέρω εκτιθέμενα και σύμφωνα με το περιεχόμενο της επίδικης σύμβασης πίστωσης  συνάγεται ότι, ο λογαριασμός που τηρήθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή προς εξυπηρέτηση της επίδικης πίστωσης, δεν είχε τον χαρακτήρα αλληλόχρεου λογαριασμού, όπως διατείνεται η καθ’ ης τράπεζα, αφού με βάση ρητό όρο στη σύμβαση συμφωνήθηκε ότι αυτός (ο λογαριασμός) δεν θα αποβαίνει σε καμία περίπτωση χρεωστικός σε βάρος της τράπεζας, η οποία άρα πάντα θα είναι πιστώτρια, ο δε πιστούχος πάντα οφειλέτης (βλ. όρο 3.03 της επίδικης σύμβασης). Ως εκ τούτου ελλείπει βασικό χαρακτηριστικό της έννοιας του αλληλόχρεου λογαριασμού, που είναι να μην είναι εκ των προτέρων γνωστό, ποιος από τους συμβαλλομένους κατά την τελική εκκαθάριση των δοσοληψιών τους θα είναι οφειλέτης ή πιστωτής του άλλου. Επιπλέον, οι συμβαλλόμενοι συμφώνησαν ρητά στην επίδικη σύμβαση ότι τα καταχωρούμενα   στον λογαριασμό αυτόν κονδύλια, αναλήψεις ή καταβολές, δεν θα χάνουν την αυτοτέλειά τους (βλ. όρο 3.01 της επίδικης σύμβασης), ώστε να οφείλεται μόνο το κατά το κλείσιμο του λογαριασμού κατάλοιπο. Όπως δε αναφέρθηκε και στην παραπάνω μείζονα σκέψη, βασικό χαρακτηριστικό της σύμβασης αλληλόχρεου λογαριασμού είναι και η απώλεια της αυτοτέλειας και ατομικότητας των επιμέρους απαιτήσεων και η μεταβολή τους σε απλά λογιστικά στοιχεία χρεοπίστωσης ενός ενιαίου λογαριασμού, με συνέπεια να είναι δικαστικά επιδιώξιμη μόνον η απαίτηση από το τυχόν υπόλοιπο του λογαριασμού, στοιχείο που δεν συντρέχει εν προκειμένω. Η τήρηση όμως του παραπάνω λογαριασμού μεταξύ των διαδίκων, που απεικονίζει, κατά τους κανόνες της λογιστικής, τις εκατέρωθεν τμηματικές παροχές, από τις οποίες οι παροχές του ενός, εν προκειμένω του ανακόπτοντος πιστούχου, αποτελούν καταβολές απέναντι στις εκ των παροχών του άλλου δημιουργούμενες απαιτήσεις εξαιτίας της μη άμεσης τακτοποίησης των δοσοληψιών τους, έχει τον χαρακτήρα απλού δοσοληπτικού λογαριασμού. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι μετά  την πρόσκληση προς εξόφλησή του ανωτέρω οφειλόμενου ποσού, που απηύθυνε η πιστώτρια τράπεζα  στον ανακόπτοντα, χωρίς αποτέλεσμα, αυτή ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής προς ικανοποίηση της ανωτέρω απαίτησής της. Ειδικότερα, με την από 17-3-2012 αίτησή της, επικαλούμενη α) την προαναφερόμενη σύμβαση πίστωσης και την πρόσθετη αυτής πράξη, β)τις χρεοπιστώσεις καθ’ όλο το διάστημα, που λειτούργησε ο πιο πάνω λογαριασμός, ήτοι από την 26-4-2005 οπότε ξεκίνησε η πίστωση μέχρι την 27-10-2011 που έκλεισε, επισυνάπτοντας σ’ αυτήν (την αίτηση) απόσπασμα όλης της κίνησης των χρεοπιστώσεων σε πρωτότυπο, εξηγμένο από το μηχανογραφικά τηρούμενο αρχείο της, γ) ότι το απόσπασμα από τα εμπορικά της βιβλία συνιστά με βάση όρο της σύμβασης πλήρη απόδειξη της απαίτησης της  έναντι του πιστούχου, δ) την μη τήρηση εκ μέρους του τελευταίου των όρων της σύμβασης, ε) την καταγγελία αυτής και το κλείσιμο του λογαριασμού καθώς και στ)το συνολικά οφειλόμενο υπόλοιπο κατά το κλείσιμο, που συνιστά την απαίτησή της έναντι του πιστούχου, ζήτησε την έκδοση διαταγής πληρωμής, ενώ ταυτόχρονα με την αίτηση προσκόμισε στον αρμόδιο Δικαστή, σύμφωνα με τους ορισμούς  του άρθρου 623 §§ 2 και 3 ΚΠολΔ, την σχετική αίτηση, την σύμβαση πίστωσης με την αποτελούσα με αυτήν ενιαίο σώμα πρόσθετη πράξη, το απόσπασμα από το μηχανογραφικό σύστημα της, από το οποίο φαίνεται η κίνηση του προαναφερόμενου λογαριασμού καθώς και το ποσό της οφειλής, όπως είχε διαμορφωθεί σύμφωνα με την πιστωτική σύμβαση καθώς και την εξώδικη δήλωσή της με την οποία κατήγγειλε τη σύμβαση μαζί με την σχετική έκθεση επίδοσης. Ακολούθως, με βάση τα προσκομιζόμενα από την καθ’ ης η ανακοπή αποδεικτικά έγγραφα εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αρ. …./2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, στην οποία αναφέρεται η αιτία της πληρωμής, δηλαδή η σύμβαση πίστωσης, η καταγγελία αυτής, το κλείσιμο του λογαριασμού και το συνολικά οφειλόμενο ποσό, επιτάσσεται δε με αυτή ο ανακόπτων να καταβάλλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 52.206,94 ευρώ εντόκως από 29-10-2010 έως την 26-10-2011 με το συμβατικό επιτόκιο και από 27-10-2011 με το συμβατικό επιτόκιο υπερημερίας, των τόκων κεφαλαιοποιούμενων και ανατοκιζόμενων έκτοτε ανά εξάμηνο μέχρις ολοσχερούς εξοφλήσεως. Κατά της ανωτέρω διαταγής πληρωμής ο ανακόπτων άσκησε την ένδικη ανακοπή. Με τον πρώτο λόγο της κρινόμενης ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυριζόταν ότι η αίτηση για έκδοση της διαταγής πληρωμής ήταν αόριστη, διότι δεν αναφερόταν το ύψος των καταβληθέντων ποσών, έτσι ώστε να προκύπτει το χρεωστικό υπόλοιπο, επιπλέον δε εκδόθηκε για αόριστη άλλως ανεκκαθάριστη απαίτηση της καθ’ ης,. Με βάση, όμως, όσα εκτέθηκαν παραπάνω η αίτηση της καθ’ ης η ανακοπή, αλλά και η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, είχε τα αναγκαία προς έκδοση αυτής στοιχεία, ήτοι την κατάρτιση της πιστωτικής σύμβασης, όλες τις χρεοπιστώσεις καθ’ όλο το διάστημα λειτουργίας της σύμβασης μέχρι την καταγγελία της, το κλείσιμο του λογαριασμού λόγω της καταγγελίας της σύμβασης καθώς και το συνολικά οφειλόμενο ποσό, τα δε καταβληθέντα ποσά αναφέρονται στο απόσπασμα από τα εμπορικά βιβλία της καθ’ ης, το οποίο επισυνάφθηκε στην αίτηση ως τμήμα αυτής. Εξάλλου, η απαίτηση της καθ’ ης είναι βέβαιη και εκκαθαρισμένη, αφού αυτή προσδιορίζεται συγκεκριμένα και επακριβώς κατά ποσό, αποδεικνύεται δε από τα εμπορικά βιβλία της καθ’ ης, τα οποία κατά τη ρητή συμφωνία των διαδίκων αποτελούν  πλήρη απόδειξη, χωρίς ο ανακόπτων να προσβάλλει οποιοδήποτε από τα κονδύλια των καταχωρηθέντων χρεοπιστώσεων. Επομένως, ο πρώτος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος και άρα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο που απέρριψε τον λόγο αυτό  ορθώς κατέληξε. Συνεπώς, ο πρώτος λόγος έφεσης κατά το πρώτο σκέλος του, με τον οποίο ο εκκαλών ισχυρίζεται τα αντίθετα, πρέπει να απορριφθεί ως ουσία αβάσιμος. Αναφορικά με το δεύτερο και τρίτο σκέλος του λόγου αυτού, με τα οποία ο εκκαλών παραπονείται ότι εσφαλμένα το δικαστήριο έκρινε ορισμένη την απαίτηση, για την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, θεωρώντας ως νόμιμη την χρέωση τόκων υπολογιζόμενων με βάση έτος 360 ημερών  και ότι τα αποσπάσματα λογαριασμού από τα εμπορικά βιβλία της καθ’ ης συνιστούν πλήρη απόδειξη, απαραδέκτως προβάλλονται, δεδομένου ότι δεν αποτέλεσαν βάση λόγων της ένδικης ανακοπής, ήτοι δεν προβλήθηκαν στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο. Με τον δεύτερο  και τελευταίο λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτων ισχυρίστηκε ότι η διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα,  διότι επιτασσόταν να καταβάλλει τόκους υπερημερίας από την 27-10-2011, ήτοι την επομένη του κλεισίματος του λογαριασμού, ενώ θα έπρεπε το έντοκο να αρχίζει από την επομένη της καταγγελίας της σύμβασης, που έλαβε χώρα στις 12-1-2012. Κατ’ αρχήν από τη διάταξη του άρθρου 112 § 1 ΕισΝΑΚ συνάγεται ότι, στην περίπτωση αλληλόχρεου λογαριασμού το κατάλοιπο, που προκύπτει από οποιοδήποτε περιοδικό ή οριστικό κλείσιμο φέρει ipso jure τόκο, που αρχίζει από την ημέρα που κλείστηκε ο λογαριασμός. Ωστόσο, στην προκειμένη υπόθεση, όπως αναφέρθηκε και πιο πάνω, μεταξύ των διαδίκων δεν συμφωνήθηκε η τήρηση αλληλόχρεου λογαριασμού (αλλά πρόκειται για απλό δοσοληπτικό λογαριασμό) και συνεπώς δεν μπορεί να τύχει εφαρμογής η προαναφερόμενη διάταξη. Εντούτοις, σύμφωνα με ρητό όρο στην επίδικη σύμβαση, στην περίπτωση που η καθ’ ης τράπεζα  προβεί σε καταγγελία αυτής και κλείσει τον λογαριασμό, ο ανακόπτων πιστούχος υποχρεούται  να εξοφλήσει το σύνολο της οφειλής του διαφορετικά θα καθίσταται αυτοδικαίως υπερήμερος. Συνεπώς, ο ανακόπτων εφόσον ο λογαριασμός έκλεισε στις 27-10-2011 και δεν εξοφλήθηκε, κατέστη αυτοδικαίως υπερήμερος για το συνολικά οφειλόμενο ποσό και υποχρεούμενος να καταβάλλει τόκους από την ως άνω ημερομηνία, κατ’ άρθρο 345 ΑΚ. Επομένως, και ο δεύτερος λόγος ανακοπής είναι απορριπτέος ως ουσία αβάσιμος και άρα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που κατέληξε στο ίδιο αποτέλεσμα, έστω και με εσφαλμένη  αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, ορθώς έκρινε και πρέπει να απορριφθεί ο τρίτος λόγος έφεσης ως ουσία αβάσιμος. Εξάλλου, ο δεύτερος λόγος έφεσης, με τον οποίο παραπονείται ο εκκαλών, διότι το πρωτοβάθμιο δικαστήριο δέχτηκε αφενός τη χρέωση τόκων με υπολογισμό έτους 360 ημερών αφετέρου τη χρέωση μη δικαστικών εξόδων, οι οποίες χρεώσεις παραβιάζουν τον Ν. 2251/1994, είναι απορριπτέος ως απαράδεκτος, διότι με την ένδικη ανακοπή δεν προβλήθηκε τέτοιος λόγος ακυρότητας της ένδικης διαταγής πληρωμής. Κατόπιν των ανωτέρω, μη υπάρχοντος άλλου λόγου έφεσης πρέπει αυτή να απορριφθεί κατ’ ουσίαν και να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα της καθ’ ης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας σε βάρος του ανακόπτοντος λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα καθορίζονται στο διατακτικό. Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 23-2-2017 (αρ. κατάθ. …………/2017) έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτή κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό   δικαιοδοσίας σε βάρος του εκκαλούντος, τα οποία ορίζει σε εξακόσια (600) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 7-2-2020.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ’ αυτής λόγω μεταθέσεως

και αναχωρήσεώς της, ο Πρόεδρος του

Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του

Εφετείου Πειραιώς

 

Αντώνιος Πλακίδας

Πρόεδρος Εφετών