Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 106/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης       106      /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση της ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό καθ’ ης η ανακοπή κατά της  με αρ.   2268/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, με την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (άρθρα 632 § 2β΄και 614 ΚΠολΔ), επί της με ημερομηνία 31-1-2017 (αρ. κατάθ. ………./2017) ανακοπής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 17-7-2018 και εντός προθεσμίας δύο ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλόμενης απόφασης, που έλαβε χώρα στις  11-5-2018 (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 2 ΚΠολΔ), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρο 19 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε από το άρθρο 4 § 2 του Ν. 3994/2011). Πρέπει, επομένως, η έφεση, για το παραδεκτό της οποίας έχει κατατεθεί από την εκκαλούσα το απαιτούμενο παράβολο δημοσίου (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ), να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω, κατά την ίδια διαδικασία, ως προς το παραδεκτό και  βάσιμο των λόγων της (άρθρα 522 και 533 § 1 ΚΠολΔ).

Με την κρινόμενη ανακοπή, που άσκησε ο ανακόπτων Δήμος ……….. κατά της καθ’ ης η ανακοπή εταιρείας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου  Πειραιώς, ζητούσε, με τον λόγο που εξέθετε σ’ αυτήν, να ακυρωθεί  η με αρ. …./2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του ως άνω Δικαστηρίου, με την οποία επιτάχθηκε να καταβάλλει στην καθ’ ης η ανακοπή, για απαίτησή της, που της επιδικάστηκε τελεσίδικα με την υπ’ αρ.853/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, το ποσό των 20.438,22 ευρώ πλέον τόκων και εξόδων, καθώς και να καταδικαστεί η αντίδικος στη δικαστική του δαπάνη. Επί της ανακοπής εκδόθηκε η με αρ. 2268/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, η οποία την έκανε δεκτή και ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής επιβάλλοντας σε βάρος της καθ’ ης η ανακοπή τα δικαστικά έξοδα. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται η τελευταία με τους λόγους της ένδικης έφεσής της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε στη συνέχεια να απορριφθεί η ανακοπή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 90 §  6 του Ν. 2362/1995, «χρηματική απαίτηση κατά του Δημοσίου, που έχει αναγνωρισθεί σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται από τη νομοθεσία περί Νομικού Συμβουλίου του Κράτους ή που έχει βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση ή για την οποία έχει εκδοθεί τίτλος πληρωμής, υπόκειται σε παραγραφή πέντε ετών, που αρχίζει από την αναγνώριση ή την τελεσιδικία ή την έκδοση του τίτλου πληρωμής, αντίστοιχα», ενώ κατά τη διάταξη του άρθρου 94 εδ. τελευτ. του ιδίου νόμου, «η παραγραφή λαμβάνεται υπόψη αυτεπάγγελτα από τα δικαστήρια». Σύμφωνα με την ανωτέρω διάταξη του άρθρου 90 § 6 του Ν. 2362/1995 θεσπίσθηκε συντομότερη παραγραφή (5ετής) για τις αξιώσεις κατά του Δημοσίου, που βεβαιώθηκαν με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, σε σχέση με την παραγραφή (20ετή) που θεσπίσθηκε με το άρθρο 86 § 3 του ιδίου νόμου για τις αντίστοιχες αξιώσεις του Δημοσίου κατά τρίτων αλλά και με την παραγραφή (20ετή), που θεσπίζει για τις αξιώσεις αυτές η γενική διάταξη του άρθρου 268 ΑΚ. Η διαφοροποίηση αυτή αποβλέπουσα στην ορθή άσκηση της δημόσιας εξουσίας μέσω της διαφύλαξης της δημοσιονομικής ισορροπίας και της περιουσίας του Κράτους, σε λόγους δηλαδή γενικότερου δημοσίου συμφέροντος, δεν αντίκειται κατ’ αρχήν στο άρθρο 4 § 1 του Συντάγματος ούτε στο άρθρο 26 του Διεθνούς Συμφώνου για τα ατομικά και πολιτικά δικαιώματα που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του Ν. 2462/1997 (Α΄ 25) (πρβλ ΑΕΔ 1, 2, 25/2012). Εξάλλου, η προβλεπόμενη ως άνω 5ετής παραγραφή είναι εύλογη και μέσα στα πλαίσια των συνήθη χρόνων παραγραφής, από την άποψη ότι παρέχει επαρκή χρόνο στον επιμελή διάδικο για την διεκδίκηση των αξιώσεών του, έτσι ώστε να μην καθίσταται εκ του λόγου αυτού αδύνατη ή υπερβολικά δυσχερής η αποτελεσματική άσκηση του δικαιώματός του. Κατ’ ακολουθία, η εν λόγω ρύθμιση δεν αντίκειται στο άρθρο 17 του Συντάγματος και στο 1ο Πρόσθετο Πρωτόκολλο της ΕΣΔΑ, ούτε στην κατοχυρωμένη με το άρθρο 25 § 1 του Συντάγματος αρχή της αναλογικότητας, εφόσον το θεσπιζόμενο με αυτήν μέτρο, που έχει ως σκοπό την ταχεία εκκαθάριση των υποχρεώσεων του Δημοσίου (αλλά και των ΟΤΑ, στους οποίους έχει εφαρμογή), προς αποφυγή ανατροπής, μετά την πάροδο μακρού χρονικού διαστήματος, των οικονομικών δεδομένων, κατά συνεκτίμηση των οποίων αυτά προβαίνουν στο σχεδιασμό της οργανώσεως και του τρόπου λειτουργίας τους, αλλά και στην σύνταξη και εκτέλεση του προϋπολογισμού τους, είναι κατάλληλο προς επίτευξη του σκοπού αυτού και δεν υπερβαίνει το αναγκαίο προς τούτο μέτρο (ΣτΕ 2851/2017, ΣτΕ 54/2016 ΝΟΜΟΣ, επίσης πρβλ ΑΠ 285/2013 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, όσον αφορά την παραγραφή των αξιώσεων κατά των Οργανισμών Τοπικής Αυτοδιοικήσεως, τόσον το προϊσχύσαν ΠΔ 410/1995 (Δημοτικός και Κοινοτικός Κώδικας), όσον και ο ισχύων Ν. 3463/2006 (Κώδικας Δήμων και Κοινοτήτων) αντιστοίχως στα άρθρα 304 εδ. α’, β και 276 § 2 ορίζουν με ίδιες διατάξεις ότι, «Για την παραγραφή των αξιώσεων κατά των ΟΤΑ εφαρμόζονται οι διατάξεις που διέπουν την παραγραφή των αξιώσεων κατά του Δημοσίου. Κάθε άλλη διάταξη που ορίζει μεγαλύτερο χρόνο παραγραφής των αξιώσεων κατά των ΟΤΑ καταργείται». Συνεπώς, η προαναφερόμενη διάταξη του άρθρου 90 § 6 του Ν. 2362/1995 έχει εφαρμογή και στους ΟΤΑ (ΑΠ 303/2016, ΑΠ 285/2013, ΑΠ 284/2011 ΝΟΜΟΣ), οι οποίοι, άλλωστε, εξαιρούνται από την εφαρμογή του ΝΔ 496/1974 «Περί λογιστικού των ΝΠΔΔ» κατά το άρθρο 56 § 1 αυτού (ΣτΕ 54/2016 ΝΟΜΟΣ). Ήδη, με το άρθρο 177 του Ν. 4270/2014  περί Δημόσιου Λογιστικού η διάταξη του άρθρου 90 § 6 καταργήθηκε, και στη θέση της  θεσπίστηκε το άρθρο 140 του ανωτέρω νόμου, που έχει το ίδιο περιεχόμενο με την καταργηθείσα, προβλέποντας πενταετή παραγραφή για χρηματικές απαιτήσεις κατά του δημοσίου, που έχουν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση, πλην όμως σύμφωνα με τη παράγραφο 2 περ. γ’  του άρθρου 183  του αυτού νόμου, οι διατάξεις του Υποκεφαλαίου 12 του Κεφαλαίου Β΄ του Μέρους Δ΄  (του Ν. 4270/2014), στο οποίο εμπίπτει και το άρθρο 140, ισχύουν για απαιτήσεις του Δημοσίου που βεβαιώνονται προς είσπραξη μετά την 1-1-2015 καθώς και για απαιτήσεις σε βάρος του Δημοσίου που γεννώνται μετά την ημερομηνία αυτή. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 93 του Ν. 2362/1995, «Με την επιφύλαξη ειδικών διατάξεων, παραγραφή των χρηματικών απαιτήσεων κατά του Δημοσίου διακόπτεται μόνο: α) Με την υποβολή της υποθέσεως στο δικαστήριο ή σε διαιτητές, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων, του δικαστηρίου ή των διαιτητών. β) Με την υποβολή στην αρμόδια δημόσια αρχή αιτήσεως για την πληρωμή της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγγραφη απάντηση του Διατάκτη ή της αρμόδιας για την πληρωμή της απαιτήσεως αρχής. Αν η αρμόδια δημόσια αρχή δεν απαντήσει, η παραγραφή αρχίζει μετά πάροδο έξι μηνών από τη χρονολογία υποβολής της αιτήσεως. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. γ) Με την υποβολή αιτήσεως προς το Νομικό Συμβούλιο του Κράτους για την αναγνώριση της απαιτήσεως, οπότε η παραγραφή αρχίζει εκ νέου από τη χρονολογία που φέρει η έγκριση ή μη από τον Υπουργό Οικονομικών του οικείου πρακτικού του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους. Υποβολή δεύτερης αιτήσεως δεν διακόπτει εκ νέου την παραγραφή. δ) Με την επίδοση επιταγής για εκτέλεση, όπου αυτή επιτρέπεται. ε) Με την έκδοση τίτλου πληρωμής. Η ολική ή μερική συμψηφιστική εξόφληση δεν διακόπτει την παραγραφή. στ) Με την αναγνώριση της απαιτήσεως υπό του Δημοσίου με πρακτικό του Νομικού Συμβουλίου του Κράτους, που έχει εγκριθεί από τον Υπουργό Οικονομικών. Αυτό ισχύει επί οποιασδήποτε απαιτήσεως κατά του Δημοσίου, συμπεριλαμβανομένης και της εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού». Από τις παραπάνω διατάξεις συνάγεται ότι, η διακοπή της παραγραφής επί απαιτήσεων κατά ΟΤΑ επέρχεται μόνο με τους ειδικά για το Δημόσιο  προβλεπόμενους τρόπους, μεταξύ των οποίων δεν είναι η κατά το άρθρο 260 ΑΚ αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο με οποιοδήποτε τρόπο, ενώ, άλλωστε, ο υπόχρεος προς αναγνώριση της υποχρέωσης Δήμος δεν μπορεί να πράξει τούτο ατύπως, όπως τούτο συνάγεται από το όλο περιεχόμενο των διατάξεων του Δημόσιου Λογιστικού, το οποίο επιδιώκοντας να ρυθμίσει ειδικώς τις περιπτώσεις διακοπής της παραγραφής των χρηματικών αξιώσεων κατά του Δημοσίου και των ΟΤΑ, ώστε τα νομικά αυτά πρόσωπα να γνωρίζουν, ως οφειλέτες, τον ακριβή χρόνο της παραγραφής των εναντίον τους αξιώσεων, με το άρθρο 93 του Ν. 2362/1995 απαριθμεί αποκλειστικώς τους λόγους διακοπής της παραγραφής χωρίς παραπομπή στις περί σχετικές διατάξεις του ΑΚ (ΕΠειρ 90/2014 ΝΟΜΟΣ, ΕΑ 2582/1992 ΕλΔνη 1993.124). Επίσης, από τις προπαρατεθείσες διατάξεις του Ν. 2362/1995, συνάγεται σαφώς, ότι η παραγραφή αξίωσης κατά του Δημοσίου και συνακόλουθα και κατά των ΟΤΑ λαμβάνεται υπόψη και αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο της ουσίας, ενώ η διακοπή της παραγραφής αυτής, που συντελείται με έναν από τους αναφερόμενους στο άνω άρθρο 93 του Ν. 2362/1995 τρόπους, συνιστά αντένσταση, την οποία πρέπει να προτείνει, παραδεκτώς και νομίμως, ο διάδικος που αποκρούει την παραγραφή, και δεν μπορεί να λάβει υπόψη του αυτεπαγγέλτως το δικαστήριο (ΑΠ 672/2018, ΑΠ 570/2018 ΝΟΜΟΣ).

Εν προκειμένω, με τον μοναδικό λόγο της ανακοπής του ο ανακόπτων Δήμος ισχυρίστηκε ότι η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής είναι ακυρωτέα, διότι η ενσωματούμενη σε αυτήν απαίτηση έχει υποκύψει σε παραγραφή, καθόσον η υπ’ αρ. 853/2005 αναγνωριστική τελεσίδικη απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, με την οποία υποχρεώθηκε να καταβάλλει στην καθ’ ης η ανακοπή το ποσό των 20.438,222 ευρώ, του επιδόθηκε στις 10-12-2005, χωρίς ποτέ να εκτελεστεί, ενώ η εν λόγω διαταγή πληρωμής του επιδόθηκε στις 13-1-2017. Ο λόγος αυτός είναι νόμιμος, στηριζόμενος στις διατάξεις των άρθρων 276 § 2 Ν. 3463/2006 και  90 §  6 Ν. 2362/1995, το οποίο έχει εφαρμογή στην προκειμένη περίπτωση (και όχι οι διατάξεις του Ν. 4270/2014) ως εκ του χρόνου βεβαίωσης της ένδικης απαίτησης, η οποία έλαβε χώρα πριν την 1-1-2015, και θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς την ουσιαστική του βασιμότητα. Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα ανταπόδειξης, που εξετάστηκε στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι για να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Με την υπ’ αρ. 4961/2004 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατόπιν αγωγής της καθ’ ης η ανακοπή κατά του Δήμου ……….., αναγνωρίστηκε ότι ο τελευταίος οφείλει να της καταβάλλει το ποσό των 20.438,22 ευρώ νομιμοτόκως από 24-12-2002, ως αδικαιολογήτως καταβληθέν ποσό από συναφθείσα μεταξύ τους σύμβαση μίσθωσης. Κατόπιν της από 28-1-2005 (με αρ. κατάθ. …./2005) έφεσης του ανωτέρω Δήμου κατά της παραπάνω απόφασης, εκδόθηκε η με αρ. 853/25-8-2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, η οποία την απέρριψε ως ουσία αβάσιμη και έτσι η ως άνω  πρωτόδικη απόφαση κατέστη τελεσίδικη. Η με αρ. 853/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς επιδόθηκε στον Δήμο …. στις 10-11-2005, όπως προκύπτει από τη σχετική επισημείωση του δικαστικού επιμελητή . … επί του επιδοθέντος αντιγράφου της. Ακολούθως, η καθ’ ης με τις υπ’ αρ. πρωτ. …/3-10-2007, …/14-10-2009 και …/13-9-2013 αιτήσεις της ζήτησε  επανειλημμένα από τον Δήμο …, και έπειτα από τον καθολικό διάδοχο αυτού, ανακόπτοντα Δήμο ……….., την εξόφληση του τελεσίδικα αναγνωρισθέντος χρέους του. Και ενώ αρχικά ο ανακόπτων εξέδωσε το με αρ. …../11-2-2014 ένταλμα πληρωμής, στη συνέχεια αρνήθηκε να προβεί στην εξόφληση της οφειλής. Έτσι, κατόπιν της από 17-1-2016 αίτησης της καθ’ ης, εκδόθηκε η προσβαλλόμενη με αρ. …./24-11-2016 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, με την οποία ο ανακόπτων δήμος επιτασσόταν να καταβάλλει σ’ αυτήν το ποσό των 20.438,22 ευρώ νομιμοτόκως από 24-12-2002 πλέον εξόδων. Αντίγραφο εξ απογράφου  της ανωτέρω διαταγής πληρωμής με την κάτωθι αυτού από 10-1-2017 επιταγή προς πληρωμή επιδόθηκε στις 13-1-2017 στον ανακόπτοντα, ο οποίος άσκησε, ακολούθως, την υπό κρίση ανακοπή του. Εκ των ανωτέρω συνάγεται ότι η ένδικη αξίωση της καθ’ ης ανακοπή, εφόσον βεβαιώθηκε τελεσίδικα με την υπ’ αρ. 853/2005 απόφαση του Εφετείου Πειραιώς, υπόκειται σε πενταετή παραγραφή, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 90 § 6 Ν. 2362/1995, η οποία άρχισε από την επομένη της δημοσιεύσεως της πιο πάνω απόφασης, ήτοι από 26-8-2005, και συμπληρώθηκε στις 25-8-2010. Η καθ’ ης η ανακοπή με τις προτάσεις της, που κατέθεσε ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, παραδεκτώς προέβαλε αντένσταση διακοπής της παραγραφής λόγω αναγνώρισης του χρέους και την οποία νομίμως επαναφέρει με τους λόγους της υπό κρίση έφεσης. Ειδικότερα, ισχυρίστηκε ότι, σε επανειλημμένες  αιτήσεις της προς τον οφειλέτη Δήμο …… για εξόφληση του προαναφερόμενου ποσού, αυτός αναγνώρισε την οφειλή του με τα υπ’ αρ. πρωτ. …./3-10-2007 και …./14-10-2009 έγγραφα του, ενώ μετά τη συνένωση των δήμων, στις 13-9-2013 υπέβαλε και νέα αίτηση προς τον ανακόπτοντα δήμο, ο οποίος με το υπ’ αρ. …./27-11-2013 έγγραφο του, απευθυνόμενος στην οικονομική του υπηρεσία, ανέφερε ότι  όφειλαν (τα αρμόδια όργανα του) να προβούν στην εκτέλεση της άνω τελεσίδικης απόφασης, αναγνωρίζοντας έτσι και πάλι την επίδικη απαίτησή της. Η προβληθείσα αντένσταση διακοπής της παραγραφής λόγω αναγνώρισης της οφειλής, ωστόσο, είναι απορριπτέα ως μη νόμιμη, διότι, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας, η διακοπή της παραγραφής επί απαιτήσεων κατά ΟΤΑ, όπως ο εναγόμενος Δήμος, επέρχεται  μόνο με τους ειδικά για το Δημόσιο  προβλεπόμενους τρόπους (άρθρο 93 Ν. 2362/1995), μεταξύ των οποίων δεν είναι η κατά το άρθρο 260 ΑΚ αναγνώριση της αξίωσης από τον υπόχρεο με οποιοδήποτε τρόπο, πέραν του ότι, στην προκειμένη περίπτωση ο υπόχρεος προς αναγνώριση της υποχρέωσης Δήμος δεν μπορεί να πράξει τούτο ατύπως. Συνεπώς, ο παραπάνω λόγος ανακοπής είναι ουσία βάσιμος, απορριπτομένης της αντένστασης διακοπής της παραγραφής ως ουσία αβάσιμης, και άρα είναι ακυρωτέα η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Εξάλλου, ακόμη και αν θεωρηθεί, ότι η καθ’ ης θεμελιώνει την ως άνω αντένσταση διακοπής της παραγραφής στις υποβληθείσες αιτήσεις της προς τον Δήμο για εξόφληση, κατ’ άρθρο 93 περίπτ. β’ Ν. 2362/1995, τότε, με βάση τα  ανωτέρω αποδειχθέντα πραγματικά περιστατικά,   η παραγραφή της ένδικης αξίωσης διεκόπη στις 3-10-2007 με την υπ’ αρ.  πρωτ. …/5-10-2007 (αρχική) απάντηση του Δήμου … και  ξεκίνησε νέα παραγραφή από 6-10-2007, η οποία, όμως, συμπληρώθηκε στις 6-10-2012, καθόσον οι ανωτέρω υπ’ αρ. …./14-10-2009 και …/13-9-2013, δεύτερη και τρίτη –επόμενες- αιτήσεις της καθ’ ης η ανακοπή δεν επέφεραν νέα διακοπή της παραγραφής.  Και στην περίπτωση, δηλαδή, αυτή επήλθε παραγραφή της ένδικης αξίωσης πριν την επίδοση της προσβαλλόμενης διαταγής πληρωμής και είναι ακυρωτέα αυτή, αφού ενσωματώνει παραγεγραμμένη απαίτηση, κατά ουσιαστική παραδοχή του λόγου της υπό κρίση ανακοπής. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκανε δεκτή την ανακοπή κατά παραδοχή του μοναδικού λόγου της και ακύρωσε την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής, αν και με εσφαλμένη αιτιολογία που αντικαθίσταται από την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, ορθώς κατ’ αποτέλεσμα έκρινε και πρέπει οι σχετικοί λόγοι έφεσης να απορριφθούν ως ουσία αβάσιμοι. Συνακόλουθα, η έφεση πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν και τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό, ενώ θα πρέπει να διαταχθεί και η εισαγωγή του παραβόλου της έφεσης στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 17-7-2018 (αρ. κατάθ. ……………/2018) έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν  κατ’ ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εφεσίβλητου σε βάρος της εκκαλούσας τα οποία ορίζει σε τετρακόσια πενήντα (450) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή του παραβόλου έφεσης στο δημόσιο ταμείο.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 7..-2-2020.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                       Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντι’ αυτής λόγω μετάθεσης και αναχώρησής της,

ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης

του Εφετείου Πειραιώς

 

 

Αντώνιος Πλακίδας

Πρόεδρος Εφετών