Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 105/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός απόφασης       105      /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Αγγελική Δέτση, Εφέτη, που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς, και από τη γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση της ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό ενάγουσας κατά της υπ’ αριθμ.  4080/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε  αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική  διαδικασία των περιουσιακών-εργατικών διαφορών, επί της με ημερομηνία  1-11-2016 (αρ. κατάθ………../2016) αγωγής  της, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα με κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του εκδόντος την προσβαλλόμενη απόφαση δικαστηρίου στις 23-7-2018 και εντός προθεσμίας τριάντα ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, η οποία έλαβε χώρα στις 21-6-2018, όπως προκύπτει από την επισημείωση επί του αντιγράφου της απόφασης του δικαστικού επιμελητή ….. (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ ως ισχύουν), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ. Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 533 και 535 § 1 ΚΠολΔ), χωρίς να απαιτείται για το παραδεκτό της άσκησης της η κατάθεση του κατ’ άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ παραβόλου, διότι πρόκειται για εργατική διαφορά.

Από τα άρθρα 914 και 932 ΑΚ και 1 και 16 του Ν. 551/1915, που κωδικοποιήθηκε με το ΒΔ της 24-7/25-8-1920 και διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά την εισαγωγή του ΑΚ (άρθρο 38 § 1 ΕισΝΑΚ), προκύπτει ότι χρηματική ικανοποίηση για ηθική βλάβη ή ψυχική οδύνη οφείλεται και επί εργατικού ατυχήματος, όταν συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας. Οι διατάξεις του άρθρου 16 § 1 του ΚΝ 551/1915, κατά τις οποίες ο παθών σε εργατικό ατύχημα δικαιούται να εγείρει την αγωγή του κοινού αστικού δικαίου και να ζητήσει πλήρη αποζημίωση μόνο όταν το ατύχημα μπορεί να αποδοθεί σε δόλο του εργοδότη ή των προστηθέντων του ή όταν επήλθε σε εργασία στην οποία δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις νόμων, διαταγμάτων ή κανονισμών για τους όρους ασφαλείας των εργαζομένων και εξαιτίας της μη τήρησης των διατάξεων αυτών, αναφέρονται στην επιδίκαση αποζημίωσης για περιουσιακή ζημία και όχι στη χρηματική ικανοποίηση, για την οποία δεν υπάρχει πρόβλεψη στον ανωτέρω νόμο και εφαρμόζονται γι’ αυτή μόνο οι γενικές διατάξεις (ΟλΑΠ 1117/1986, ΑΠ 80/2016). Επομένως, για να δικαιούται ο παθών σε εργατικό ατύχημα χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης ή, σε περίπτωση θανάτου του, οι συγγενείς του χρηματική ικανοποίηση λόγω ψυχικής οδύνης, αρκεί να συντέλεσε στην επέλευση του ατυχήματος πταίσμα του εργοδότη ή των προστηθέντων από αυτόν με την έννοια του άρθρου 914 του ΑΚ, δηλαδή αρκεί να συντρέχει οποιαδήποτε αμέλεια αυτών και όχι μόνο η ειδική αμέλεια ως προς την τήρηση των όρων ασφαλείας του άρθρου 16 § 1 του ΚΔ 551/1915 (ΑΠ 80/2016). Εξάλλου από τα άρθρα 297, 300, 330 και 914 ΑΚ συνάγεται ότι, προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση είναι η υπαιτιότητα του υπόχρεου, που υπάρχει και στην περίπτωση της αμέλειας του, να είναι παράνομη η πράξη ή η παράλειψή του και να υπάρχει αιτιώδης συνάφεια μεταξύ της πράξης ή της παράλειψης και της ζημίας. Αιτιώδης συνάφεια υπάρχει όταν η πράξη ή η παράλειψη του υπαιτίου ήταν, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας, δηλαδή κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, ικανή να επιφέρει τη ζημία και την επέφερε στη συγκεκριμένη περίπτωση (ΑΠ 1191/2019, ΑΠ 218/2018, ΕΑ 70/2018 ΝΟΜΟΣ).

Με την αγωγή της, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου

Πειραιώς, η ενάγουσα, ήδη εκκαλούσα, ιστορούσε ότι εργαζόταν στην εναγομένη εταιρεία, ήδη εφεσίβλητη, με σύμβαση εξαρτημένης εργασίας ως τμηματάρχης στο τμήμα δεξαμενών, ενώ έχει πλέον συνταξιοδοτηθεί. Ότι την 18-2-2018 εξαιτίας της ολισθηρότητας της κλίμακας, που οδηγούσε στο κτίριο της εργασίας της, συνεπεία προηγηθείσας έντονης χιονόπτωσης,  έπεσε και τραυματίστηκε στον αριστερό ώμο. Ότι υπαίτια του ως άνω εργατικού ατυχήματος τυγχάνει η εναγομένη, η οποία δεν φρόντισε ως όφειλε, να απομακρύνει το χιόνι από τις εγκαταστάσεις της, ώστε αυτές να καταστούν ασφαλείς για τους εργαζόμενους της. Ζητούσε δε, μετά τον παραδεκτό περιορισμό του αιτήματος της, κατά ένα μέρος, από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, 1) να υποχρεωθεί η εναγομένη να της καταβάλλει ως χρηματική ικανοποίηση της ηθικής βλάβης, που υπέστη από τη σε βάρος της τελεσθείσα αδικοπραξία, το χρηματικό ποσό των 20.000 ευρώ, 2) να αναγνωριστεί η υποχρέωσή της να της καταβάλλει, για την ίδια αιτία, επιπλέον το ποσό των 40.000 ευρώ, όλα δε τα ποσά νομιμότοκα από την 28-5-2008, ήτοι την ημέρα που έλαβε γνώση της βλάβης της συνεπεία του επίδικου ατυχήματος, άλλως από την επίδοση της αγωγής μέχρι την εξόφληση, 3) να κηρυχθεί η απόφαση προσωρινά εκτελεστή και να καταδικαστεί η εναγομένη στη δικαστική της δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, απέρριψε αυτήν ως ουσία αβάσιμη, δεχόμενη ότι δεν αποδείχθηκε αιτιώδης σύνδεσμος  ανάμεσα στην αδικοπρακτική συμπεριφορά της εναγομένης και του επιζήμιου για την ενάγουσα αποτελέσματος. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ήδη η ενάγουσα με τους λόγους της ένδικης έφεσής της, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε στη συνέχεια να γίνε δεκτή η αγωγή της.

Από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα απόδειξης και της ανωμοτί κατάθεσης της ενάγουσας, οι οποίοι εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, καθώς και από όλα ανεξαιρέτως τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε για να χρησιμεύσουν προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική μνεία παρακάτω, χωρίς ωστόσο να παραληφθεί κάποιο για την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, αποδείχθηκαν τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Η ενάγουσα διορίστηκε την 31-5-1973 στην εναγομένη εταιρεία με την επωνυμία «ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΛΙΜΕΝΟΣ ΠΕΙΡΙΑΩΣ ΑΕ (ΟΛΠ)» και μονιμοποιήθηκε στο τακτικό προσωπικό του Α1 κλάδου Διοικητικού Α’ κατηγορίας την 8-10-1975, ενώ με την υπ’ αρ. …………./9-1-2006 απόφαση του Διευθύνοντος Συμβούλου της εναγομένης μετακινήθηκε από τη Δ/νση Εκπαίδευσης στη Δ/νση Λιμενικών Εξυπηρετήσεων ως Προϊσταμένη στο Τμήμα Εκμετάλλευσης Δεξαμενών, όπου και παρέμεινε έως την αποχώρησή της λόγω συνταξιοδότησης την 31-5-2008.  Την 18-2-2008 και περί  ώρα 08:00, κατά την προσέλευσή στην εργασία της και ενώ ανέβαινε τις σκάλες του κτιρίου «…..», προκειμένου να μεταβεί στον χώρο της εργασίας της, η ενάγουσα γλίστρησε και έπεσε με την αριστερή πλευρά του σώματός της τραυματίζοντας το αριστερό χέρι της. Η πτώση της προκλήθηκε λόγω ολισθηρότητας  της κλίμακας, καθώς, παρά τη σφοδρή χιονόπτωση της προηγούμενης ημέρας, η οποία  είχε δημιουργήσει κατάσταση πάγου μεταξύ άλλων και στην εν λόγω κλίμακα, η εναγομένη παρέλειψε από αμέλειά της να λάβει τα αναγκαία μέτρα για την ασφάλεια των εργαζομένων της και συγκεκριμένα να απομακρύνει το χιόνι από τα σημεία εκείνα, από όπου διέρχονταν οι εργαζόμενοι της. Παρά την πτώση της, η ενάγουσα παρέμεινε στην εργασία της καθ’ όλο το ωράριο της, ενώ ούτε τις επόμενες ημέρες επισκέφτηκε κάποιον ιατρό, αλλά εξακολούθησε να προσέρχεται κανονικά στην εργασία της. Μετά πάροδο τριών μηνών περίπου και συγκεκριμένα στις 30-5-2008 –μία ημέρα πριν τη συνταξιοδότησή της- η ενάγουσα εισήχθη  στην κλινική  «ΙΑΣΩ» λόγω τραυματικής μερικής ρήξεως μακράς κεφαλής τενοντίου πετάλου (δικεφάλου) αριστερού ώμου και ρήξης υπερακανθίου αριστερού ώμου, για την αποκατάσταση των οποίων υποβλήθηκε αυθημερόν σε αρθροσκοπική τενοντόδεση μακράς κεφαλής δικεφάλου, συρραφή υπερακανθίου και σε ακρωμοπλαστική αριστερού ώμου (βλ. εξιτήριο της εν λόγω κλινικής). Η ενάγουσα εξήλθε της κλινικής την 31-5-2008 με αναρρωτική άδεια τριών μηνών, τα δε νοσήλια και τα λοιπά έξοδα της ως άνω χειρουργικής επέμβασης καλύφθηκαν από τον ασφαλιστικό της φορέα (ΟΠΑΔ), και όχι από την εναγομένη, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται με την αγωγή της. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα δεν προέβη αμέσως σε αναγγελία του ως άνω ατυχήματος στην εργοδότριά της, παρά μόνο στις 22-7-2008, ήτοι πέντε μήνες μετά από αυτό και δύο περίπου μήνες μετά τη χειρουργική επέμβαση, όπως η ίδια παραδέχεται με τις πρωτοδίκως κατατεθείσες προτάσεις της, ενώ η έκθεση εργατικού ατυχήματος, που προσκομίζει, υπογεγραμμένη από την προϊσταμένη της Διεύθυνσης Λιμενικών Εξυπηρετήσεων και την τμηματάρχη του Τμήματος ΕΚΜ Δεξαμενών, δεν φέρει ημερομηνία σύνταξης. Ωστόσο, από τα προσκομιζόμενα αποδεικτικά μέσα  δεν προέκυψε  ότι  η σωματική βλάβη, που εμφανίστηκε στην ενάγουσα στις 30-5-2008 (η μερική ρήξη μακράς κεφαλής δικεφάλου και η ρήξη υπερακανθίου ώμου) οφείλεται αιτιωδώς στην προαναφερόμενη στις 18-2-2008 πτώση της στον χώρο εργασίας της. Στην μοναδική ιατρική γνωμάτευση, που προσκομίζει η ενάγουσα, αυτή του ορθοπεδικού χειρούργου του «ΙΑΣΩ», ……….., αναφέρεται  ότι «Η ασθενής κα ………….. εισήχθη στις 30-5-2008 στην Κλινική ΙΑΣΩ General λόγω ρήξεως τενοντίου πετάλου αριστερού ώμου συνεπεία αναφερόμενης πτώσεως από τριμήνου», γίνεται δηλαδή απλή μνεία στο γεγονός της πτώσης, που η ίδια η ενάγουσα ανέφερε στον ιατρό, χωρίς περαιτέρω ιατρική εκτίμηση εάν αυτό ήταν και η αιτία της σωματικής βλάβης ή άλλη προϋπάρχουσα κατάσταση. Εξάλλου,  από το ιατρικό ιστορικό της ενάγουσας, όπως αυτό προκύπτει από τις άδειες ασθενείας, που λάβανε κατά τη διάρκεια της υπηρεσίας της στην εναγομένη –κατά τις οποίες αυτή ήταν ιδιαίτερα τυπική ως προς την άμεση ενημέρωση της εργοδότριάς της για την υγεία της και την υποβολή αιτήσεων για χορήγηση αναρρωτικής άδειας, σε αντίθεση με ό,τι έπραξε για το επίδικο συμβάν, το οποίο ανήγγειλε περίπου δύο μήνες μετά την χειρουργική επέμβαση-, αποδεικνύεται ότι κατά το παρελθόν αυτή είχε εμφανίσει παθήσεις στην περιοχή του αριστερού ώμου, παρά τα όσα αντιθέτως κατέθεσε η ίδια στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, αρνούμενη κατηγορηματικά ότι αντιμετώπισε οποιοδήποτε άλλο πρόβλημα στη συγκεκριμένη περιοχή του σώματος πλην της οστεοπόρωσης. Ειδικότερα, αποδείχθηκε ότι το έτος 1982 η ενάγουσα υπέστη εξάρθρωση αριστερού ώμου, το 1988 έπασχε από οξεία περιαρθρίτιδα αριστερού ώμου καθ’ υποτροπή λόγω της ως άνω εξάρθρωσης, το 2004 διεγνώσθη ασβεστοποιός τενοντίτιδα αριστερού ώμου και συνεστήθη φαρμακευτική αγωγή, το 2006 υπέστη ενδαρθρικό κάταγμα κάτω πέρατος κερκίδας ΑΡ, συνεπεία πτώσης, ενώ παράλληλα έπασχε τα τελευταία έτη από οστεοπόρωση. Ανεπιτυχής υπήρξε, άλλωστε, και η προσπάθεια του μάρτυρα απόδειξης να συνδέσει το συμβάν της πτώσης με τη μετέπειτα βλάβη της υγείας της ενάγουσας καταθέτοντας ότι, μετά το συμβάν  η ενάγουσα υπέφερε διαρκώς από  έντονους πόνους στην περιοχή του ώμου, πλην όμως επισκέφτηκε ιατρό τρεις μήνες μετά την πτώση λόγω μη επίδειξης επιμέλειας στο θέμα της υγείας της, γεγονός, που δεν βρίσκει έρεισμα στη λογική. Αντίθετα, ο μεγάλος  διαδραμών χρόνος από την ημέρα της πτώσης μέχρι την ημέρα που η ενάγουσα εισήχθη στην κλινική συνάδει περισσότερο με την κρίση ότι, μετά την πτώση αυτής στις 18-2-2008, μεσολάβησε άλλο συμβάν, που οδήγησε αιτιωδώς στην πιο πάνω αναφερόμενη σωματική βλάβη. Σύμφωνα με τα ανωτέρω, λοιπόν, δεν δημιουργείται δικανική πεποίθηση περί ύπαρξης αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της περιγραφόμενης στην αγωγή αδικοπρακτικής συμπεριφοράς της εναγομένης και του επιζήμιου για την ενάγουσα αποτελέσματος, της τελευταίας μη ανταποκριθείσας στο δικονομικό βάρος απόδειξης των σχετικών ισχυρισμών της.  Επομένως, η υπό κρίση αγωγή είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη και άρα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που με την ίδια αιτιολογία την απέρριψε, δεν έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου ενώ εκτίμησε σωστά τις αποδείξεις. Συνεπώς, είναι απορριπτέοι ως ουσία αβάσιμοι οι σχετικοί λόγοι έφεσης, με τους οποίους η εκκαλούσα υποστηρίζει τα αντίθετα, και συνακόλουθα και η έφεση στο σύνολο της. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας πρέπει να επιβληθούν σε βάρος της εκκαλούσας λόγω της ήττας της, όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183, 191 παρ. 2 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 19-7-2018 (αρ. κατάθ. …………./2018) έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν κατ’ ουσία.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα της εφεσίβλητης, για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, σε βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει σε εξακόσια  (600) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύτηκε στον Πειραιά, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους στις 7-2-2020.

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                         Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ’ αυτής, λόγω μετάθεσης και αναχώρησης,

ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του

Εφετείου Πειραιώς

 

Αντώνιος Πλακίδας

Πρόεδρος Εφετών