Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 98/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΜΗΜΑ ΝΑΥΤΙΚΩΝ ΔΙΑΦΟΡΩΝ

Αριθμός απόφασης 98 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————————————————–

Αποτελούμενο από τη Δικαστή Μαρία Δανιήλ, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Εισάγονται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου οι κάτωθι εφέσεις: α) Η από 19.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./19.11.2018 και ………./19.11.2018) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης της ασκηθείσας ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς από 9.6.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………/18.7.2017) αγωγής, και β) η από 17.1.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../21.1.2019 και ……../21.1.2019) έφεση του επίσης εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος της προαναφερθείσας αγωγής, αμφότερες στρεφόμενες κατά της υπ’αριθμ.3741/2108 οριστικής απόφασης του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία η αγωγή αυτή έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, οι οποίες (εφέσεις) πρέπει να ενωθούν και συνεκδικασθούν λόγω της προφανούς μεταξύ τους συνάφειας και προς διευκόλυνση της διεξαγωγής της δίκης (άρθρα 246 του ΚΠολΔ).

Η από 19.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……./19.11.2018 και ………./19.11.2018) έφεση της εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό εναγομένης κατά της υπ’αριθμ.  3741/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών – εργατικών διαφορών, και με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη η σε βάρος της ασκηθείσα από 9.6.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………./18.7.2017) αγωγή του εφεσιβλήτου, διώκουσα την επιδίκαση σ’αυτόν  διαφόρων χρηματικών απαιτήσεών του, απορρεουσών από την απασχόλησή του ως θαλαμηπόλου σε πλοίο, πλοιοκτησίας της εκκαλούσας, σε εκτέλεση καταρτισθεισών μεταξύ τους συμβάσεων ναυτολόγησής του, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα και σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 495, 499, 511, 513 παρ.1 εδαφ.β΄, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ.2, 520 παρ.1 του ΚΠολΔ), με την κατάθεση του δικογράφου της στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 19.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………../19.11.2018), προ της επίδοσης της εκκαλουμένης στον ενάγοντα, που έλαβε χώρα με την επιμέλεια της εναγομένης στις 23.11.2018, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. …./23.11.2018 έκθεση επίδοσης του διορισμένου στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικού Επιμελητή ……., πλην όμως εντός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.2 του ΚΠολΔ προθεσμίας των δύο (2) ετών από τη δημοσίευση της προσβαλλομένης απόφασης στις 6.8.2018 [όπως η ανωτέρω διάταξη ισχύει μετά την τροποποίησή της με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015 (ΦΕΚ Α΄87), καθώς η ένδικη έφεση ασκήθηκε στις 19.11.2018, όπως προεκτέθηκε, ήτοι μετά την 1η.1.2016 (άρθρο 1 άρθρο ένατο παρ. 2 του ίδιου νόμου), αλλά και η πρωτόδικη απόφαση εκδόθηκε, χωρίς να επιδοθεί στις 6.8.2018, όπως έχει επίσης ήδη αναφερθεί, μετά την έναρξη ισχύος του ανωτέρω νόμου (στις 23.7.2015)], και, επιπροσθέτως, δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, αρμόδια δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ενόψει της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της κατά την ίδια ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση (άρθρα 522 και 533 παρ.1 του ΚΠολΔ).

Από τη διάταξη του άρθρου 523 παρ.1 του ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, εάν κατά της αυτής απόφασης ασκήθηκαν αντίθετες εφέσεις, και η μία από αυτές είναι εμπρόθεσμη και παραδεκτή, ενώ η άλλη είναι εκπρόθεσμη, η τελευταία, εφόσον αφορά τα κεφάλαια της απόφασης που προσβάλλονται με την άλλη έφεση ή συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, ισχύει ως αντέφεση, χωρίς να απαιτείται προς τούτο ειδικό αίτημα, αφού και η αντέφεση, αποβλέπουσα στο ίδιο για τον ασκήσαντα εκπρόθεσμη έφεση εκκαλούντα αποτέλεσμα, δε χρειάζεται διαφορετικό αίτημα από εκείνο της έφεσης. Ως κεφάλαια δε κατά την έννοια της ως άνω διάταξης νοούνται οι οριστικές διατάξεις της εκκαλουμένης πρωτοβάθμιας απόφασης που ανάγονται σε αυτοτελείς αιτήσεις για παροχή έννομης προστασίας, ενώ ως αναγκαστικά συνεχόμενα κεφάλαια με εκείνα που προσβάλλονται με την έφεση θεωρούνται οι διατάξεις της εκκαλουμένης απόφασης που αφορούν παρεπόμενα ή παρακολουθήματα της κυρίας απαίτησης ή προέρχονται από την ίδια ιστορική και νομική αιτία κατά την εξέλιξη της ίδιας έννομης σχέσης (ΑΠ 1322/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, η έφεση και η αντέφεση πλήττουν το ίδιο κεφάλαιο της εκκληθείσας απόφασης όταν με αυτές προσβάλλονται αντιστοίχως η ολική ή μερική παραδοχή της αγωγής (βλ. σχετ. ΜονΕφΠειρ 369/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Στην κρινόμενη περίπτωση η εκ των συνεκδικαζομένων δικογράφων από 17.1.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……./21.1.2019 και ……./21.1.2019) αντίθετη έφεση του επίσης εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος της προαναφερθείσας αγωγής κατά της ιδίας πρωτόδικης απόφασης έχει ασκηθεί εκπρόθεσμα, ήτοι εκτός της προβλεπομένης στη διάταξη του άρθρου 518 παρ.1 του ΚΠολΔ προθεσμίας των τριάντα (30) ημερών από την επίδοση προς τον ανωτέρω εκκαλούντα της εκκαλουμένης, που έλαβε χώρα στις 23.11.2018 με την επιμέλεια της εναγομένης, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ενώ η εν λόγω έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου στις 21.1.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ………./21.1.2019), πλην όμως παραταύτα θα ισχύσει ως αντέφεση, καθώς αφορά σε κεφάλαια της απόφασης, που πλήττονται και με την έτερη έφεση της αντιδίκου του κατά τα κατωτέρω διαλαμβανόμενα, και, επιπροσθέτως, ακριβές επικυρωμένο αντίγραφο αυτής επιδόθηκε στην εφεσίβλητη/εναγόμενη στις 22.1.2019, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη υπ’αριθμ. ……/22.1.2019 έκθεση επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας ……….., δηλαδή πλέον των οκτώ (8) ημερών πριν από την προσδιορισθείσα συζήτησή της κατά την αναγραφόμενη στην αρχή της παρούσας απόφασης δικάσιμο, που εφαρμόζεται εν προκειμένω ενόψει της ειδικής διαδικασίας εκδίκασης της υπόθεσης (άρθρο 591 παρ.1 ζ΄του ΚΠολΔ), σύμφωνα με όσα έχουν προεκτεθεί στη μείζονα σκέψη, ενώ, επιπροσθέτως, δε συντρέχει άλλος λόγος απαραδέκτου, και αρμόδια φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου ενόψει της ναυτικής φύσης της διαφοράς (άρθρα 19 του ΚΠολΔ και 51 παρ.6 στοιχ.α΄του ν.2172/1993). Πρέπει, επομένως, ως αντέφεση ισχύουσα, να γίνει τυπικά δεκτή και να διερευνηθεί περαιτέρω κατά το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, κατά την αυτή ως άνω ειδική διαδικασία, κατά την οποία εκδικάσθηκε η αγωγή στον πρώτο βαθμό.

Ο ενάγων, Έλληνας απογεγραμμένος ναυτικός, με την ανωτέρω αγωγή του, που άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ζήτησε να υποχρεωθεί η εναγόμενη, ναυτική εταρία/πλοιοκτήτρια του υπό ελληνική σημαία επιβατηγού/οχηματαγωγού πλοίου με την ονομασία «ΙΣ», ακολούθως μετονομασθέντος σε «ΜΛ», να του καταβάλει το συνολικό ποσό των 31.600,46 ευρώ, το οποίο, κατά τους ισχυρισμούς του, του οφείλεται, λόγω της απασχόλησής του στο εν λόγω πλοίο με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, κατά τα χρονικά διαστήματα από 21.7.2015 έως 26.1.2016, από 1.3.2016 έως 11.4.2016, και από 10.5.2016 έως 11.11.2016, δυνάμει αντιστοίχων προσυμφώνων σύμβασης ναυτολόγησης μεταξύ του ιδίου και εκπροσώπου της πλοιοκτήτριας, σε εκτέλεση των οποίων επιβιβάσθηκε κάθε φορά αυθημερόν της κατάρτισής τους στο πλοίο και ναυτολογήθηκε στη συνέχεια από τον Πλοίαρχό του σ’αυτό ως μέλος του πληρώματός του, παρέχοντας τις υπηρεσίες του επί 18 ώρες καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων όλων των Σαββάτων, Κυριακών και αργιών των προαναφερθεισών χρονικών περιόδων διάρκειας των εργασιακών του συμβάσεων, αντί των αποδοχών και όρων των καθοριζομένων από τις Σ.Σ.Ν.Ε. των ετών 2014 και 2016, που αφορούν τους ναυτικούς των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών πλοίων, και συμφωνήθηκαν εν προκειμένω εφαρμοστέες στις εργασιακές του σχέσεις κατά τις εκάστοτε ναυτολογήσεις του, και δη α) το ποσό των 20.846,77 ευρώ ως διαφορά αμοιβής του για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία στο ως άνω πλοίο, β) το ποσό των 3.503,50 ευρώ ως διαφορά αποζημίωσης μη χορηγηθείσης προς αυτόν αδείας, και γ) το ποσό των 7.250,19 ευρώ, ως διαφορά αναλογίας επιδομάτων Χριστουγέννων των ετών 2015 και 2016, όπως κάθε επιμέρους αξίωση ειδικότερα παρατίθεται στο δικόγραφο, αφαιρεθέντων των ήδη καταβληθέντων προς αυτόν από την αντίδικό του δι’έκαστο κονδύλιο ποσών, με το νόμιμο τόκο από την επομένη της απόλυσής του, που έλαβε χώρα στις 12.11.2016, άλλως από την επίδοση της αγωγής του μέχρι την εξόφληση, κυρίως μεν με βάση τις εργασιακές του συμβάσεις, επικουρικώς δε τις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις, καθώς και να καταδικασθεί η εναγόμενη στην εν γένει δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών – περιουσιακών διαφορών, η υπ’αριθμ.3741/2018 οριστική απόφαση του ανωτέρω Δικαστηρίου, με την οποία, αφού κρίθηκε η αγωγή ως πλήρως και επαρκώς ορισμένη και απορρίφθηκαν οι περί του αντιθέτου προβληθείσες αιτιάσεις της εναγομένης, και νόμιμη, πλην της κατά δικονομική επικουρικότητα σωρευομένης στο δικόγραφο βάσης του αδικαιολόγητου πλουτισμού, ως προς την οποία η αγωγή απορρίφθηκε ως νόμω αβάσιμη, στη συνέχεια έγινε αυτή εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη, και υποχρεώθηκε η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το συνολικό ποσό των 5.776,31 ευρώ, ως διαφορά της οφειλομένης αμοιβής του για την παροχή υπερωριακής εργασίας στο εν λόγω πλοίο, στο οποίο κρίθηκε ότι απασχολείτο επί 14 ώρες καθημερινά κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του, των Σαββάτων, των Κυριακών και των αργιών συμπεριλαμβανομένων, το ποσό των 2.234,10 ευρώ ως διαφορά αποζημίωσης για μη χορηγηθείσα προς αυτόν άδεια, και το ποσό των 1.519,61 ευρώ ως διαφορά αναλογούντων επιδομάτων Χριστουγέννων των ετών 2015 και 2016, με το νόμιμο τόκο σύμφωνα με τις σ’αυτήν ειδικότερα αναφερόμενες διακρίσεις, μέχρι την εξόφληση, απορριφθείσης της προβληθείσης από την εναγόμενη ένστασης συμφηφισμού ως ουσιαστικά αβάσιμης, επιπροσθέτως δε κηρύχθηκε η απόφαση προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των 4.000 ευρώ. Περαιτέρω με την ίδια απόφαση κρίθηκε ότι κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο συγκεκριμένο πλοίο τυγχάνουν εφαρμογής ως προς τους όρους της αμοιβής και της εργασίας του οι Σ.Σ.Ε. των Πληρωμάτων των Πορθμείων Εσωτερικού των ετών 2014 και 2016 με βάση τους πλόες, που εκτελούσε το πλοίο αυτό, πλην του χρονικού διαστήματος από 6.10.2015 έως 26.1.2016, κατά το οποίο έγινε δεκτό ότι τα σχετικά θέματα ρύθμιζαν οι Σ.Σ.Ε. των Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων των ιδίων ετών. Κατά της απόφασης αυτής ασκήθηκαν: 1) Η από 19.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………../19.11.2018 και ………./19.11.2018) έφεση της έχουσας έννομο συμφέρον εναγομένης ως εν μέρει ηττηθείσας στον πρώτο βαθμό διαδίκου, με την οποία η τελευταία παραπονείται για τους λόγους, που αναλυτικά παρατίθενται στο δικόγραφο του ως άνω ένδικου μέσου, και συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται, αφενός μεν σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ως προς την κρίση του περί του ορισμένου της αγωγής αναφορικά με το κονδύλιο της αμοιβής του ενάγοντος για την παροχή υπερωριακής εργασίας στο πλοίο της, καθώς και σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τις κρίσεις της εκκαλουμένης, που αφορούν στις εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε. κατά τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο πλοίο αυτό και τη διάρκεια ισχύος εκάστης, αφετέρου δε σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων αναφορικά με την ουσία της υπόθεσης, και την εν μέρει παραδοχή της σε βάρος της ασκηθείσας αγωγής ως κατ’ουσίαν βάσιμης, πλήττοντας ειδικότερα την πρωτόδικη κρίση ως προς όλες τις επιμέρους αξιώσεις του ενάγοντος, για τις οποίες έγινε δεκτό ότι του οφείλονται χρηματικά ποσά, και ως προς τις οποίες επαναφέρει την πρωτοδίκως προβληθείσα και απορριφθείσα ένστασή της περί πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησής τους (ενδεικτικά αναφέρεται ότι προσβάλλονται και οι κρίσεις της πρωτόδικης απόφασης, που αφορούν στα δρομολόγια, που εκτελούσε το συγκεκριμένο πλοίο, διαρκούσης της ναυτολόγησης του ενάγοντος σ’αυτό ως θαλαμηπόλου, το ημερήσιο ωράριο εργασίας του, και τα καθήκοντά του), καθώς και την απόρριψη της προβληθείσης ένστασής της συμψηφισμού των αγωγικών απαιτήσεων με ανταπαιτήσεις της σε βάρος του ενάγοντος, ζητώντας να γίνει δεκτή η έφεσή της, ούτως ώστε, αφού εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το εκκληθέν μέρος που την βλάπτει, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, ν’απορριφθεί καθ’ολοκληρίαν η αγωγή, σωρεύοντας παραδεκτά στο δικόγραφο της έφεσής της (άρθρο 914 του ΚΠολΔ) αίτηση επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα της εγγράφως προαποδεικνυομένης εκτέλεσης της προσβαλλομένης απόφασης κατάσταση κατά το ποσό των 4.000 ευρώ, κατά το οποίο η απόφαση αυτή κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή, και διώκοντας, σε περίπτωση που γίνει δεκτή η έφεσή της οριστικά και κατ’ουσίαν, να υποχρεωθεί ο εφεσίβλητος να της επιστρέψει το ανωτέρω χρηματικό ποσό, το οποίο του κατέβαλε στις 21.9.2018, οικειοθελώς συμμορφωθείσα με το διατακτικό της εκκαλουμένης, σύμφωνα με την προσκομιζόμενη με την ίδια ημερομηνία απόδειξη, που φέρει την υπογραφή του (ενάγοντος) και αυτή της πληρεξουσίας του δικηγόρου, νομιμοτόκως από την ημερομηνία της καταβολής του. 2) Η  από 17.1.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ. ……../21.1.2019 και ……../21.1.2019) εκπρόθεσμη έφεση του επίσης εν μέρει ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό ενάγοντος της προαναφερθείσας αγωγής, που ισχύει ως αντέφεση κατά τα προεκτεθέντα, καθώς αφορά στα αυτά κεφάλαια, τα οποία πλήττονται με την έτερη έφεση της εναγομένης (συγκεκριμένα προσβάλλονται οι κρίσεις του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που αναφέρονται στις εφαρμοστέες Σ.Σ.Ν.Ε. κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του στο συγκεκριμένο πλοίο, καθώς και σε όλες τις επιμέρους αγωγικές αξιώσεις, ως προς τις οποίες η αγωγή του έγινε εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη), ζητώντας για τους ειδικότερα εκτιθέμενους στο δικόγραφο λόγους, που συνιστούν αιτιάσεις, οι οποίες, στο σύνολό τους εκτιμώμενες, ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων, να γίνει δεκτό το ένδικο μέσο, που άσκησε, προκειμένου, αφού μεταρρυθμισθεί η προσβαλλόμενη απόφαση κατά το μέρος, που τον βλάπτει, και κρατηθεί και εκδικασθεί εξαρχής η υπόθεση, να γίνει δεκτή στο σύνολό της η αγωγή του.

Κατά το άρθρο 216 παρ.1 του ΚΠολΔ το δικόγραφο της αγωγής, εκτός από τα άλλα στοιχεία, πρέπει να περιέχει α) σαφή έκθεση των γεγονότων, που θεμελιώνουν την αγωγή β) ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ) ορισμένο αίτημα. Η μη πλήρης αναφορά των περιστατικών αυτών καθιστά την αγωγή αόριστη και συνεπάγεται την απόρριψή της ως απαράδεκτης για έλλειψη προδικασίας, η οποία αποτελεί προϋπόθεση του παραδεκτού της αγωγής (ΑΠ 1611/2008 Δ.2008.1131, 187/2006 Δ.2006.907). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή, με την οποία επιδιώκεται η επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών ναυτικού, στοιχεία της βάσης της, που πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και αποδείξει, είναι, κατά το άρθρο 53 του ΚΙΝΔ, η σύμβαση ναυτολόγησης, η παροχή από το ναυτικό της εργασίας του στον εργοδότη (πλοιοκτήτη ή εφοπλιστή) και ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός, σε συνδυασμό με το είδος ή τη χωρητικότητα του πλοίου, ώστε να εφαρμοστεί η αρμόζουσα Σ.Σ.Ν.Ε. (ΑΠ 365/2005 ΕλλΔνη 47.1663, ΑΠ 225/2002, ΕφΠειρ 567/2005, ΕφΠειρ 892/2002, ΜονΕφΠειρ 168/2014, άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο του δικογράφου της αγωγής για την καταβολή υπερωριακής αμοιβής, το είδος των κατ’ ιδίαν εργασιών που εκτελέσθηκαν, εφόσον σε αυτήν αναφέρεται η ειδικότητα και ο βαθμός του ναυτικού. Διότι το είδος των καθηκόντων κάθε ναυτικού και των εργασιών που εκτελεί αυτός, κατά τον πλου ή όταν το πλοίο ναυλοχεί, καθορίζονται λεπτομερώς από τους κανονισμούς εργασίας και τις ναυτικές συνήθειες, εφόσον βεβαίως δεν πρόκειται για εργασίες που αμείβονται ειδικά με βάση τις Συλλογικές Ναυτικές Συμβάσεις. Εξάλλου, δεν αποτελεί αναγκαίο στοιχείο για το ορισμένο της αγωγής, με την οποία ζητείται η καταβολή διαφοράς αποδοχών για παρασχεθείσα κατά τις καθημερινές, Σάββατα, Κυριακές και τις αργίες υπερωριακή εργασία συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος, ο χρόνος έναρξης και λήξης της υπερωρίας κάθε ημέρα, αφού αυτός ορίζεται από το νόμο, ούτε η ανάγκη, η οποία παρέστη για την εκτέλεσή της και το πρόσωπο από το οποίο δόθηκε η σχετική εντολή (ΕφΠειρ 892/2002 ΠειρΝομ 2002.479), καθώς και τα δρομολόγια του πλοίου (ΕφΠειρ 1312/1997 δημοσιευμένη σε ΤΝΠ Νόμος), ούτε απαιτείται ειδικότερος προσδιορισμός των συγκεκριμένων ημερών, κατά τις οποίες ο ναυτικός απασχολήθηκε υπερωριακά, ούτε ο αριθμός των ημερών αυτών, αλλά αρκεί να αναφέρεται στην αγωγή το σύνολο των ωρών της υπερωριακής εργασίας, που παρέσχε ο εργαζόμενος κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (ΑΠ 1600/2006 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 50/2016, 321/2016, 218/2016, 369/2016, 22/2015, 28/2015, 191/2015, 323/2015, 376/2015, 442/2015, 528/2015, 553/2015, 739/2015, 590/2014, 168/2014 άπασες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 994/2007 ΕΝΑΥΤΔ 2007.385), Ενόψει των ανωτέρω απορριπτέος ως αβάσιμος κρίνεται ο πρώτος λόγος της από 19.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ. ……./19.11.2018 και ……../19.11.2018) έφεσης της εναγομένης και ήδη εκκαλούσας, με τον οποίο η τελευταία επαναφέρει τον πρωτοδίκως απορριφθέντα ισχυρισμό της περί αοριστίας της αγωγής όσον αφορά στο κονδύλιο της διαφοράς της αμοιβής του ενάγοντος για την παροχή απ’αυτόν υπερωριακής εργασίας στο πλοίο της, όπου είχε ναυτολογηθεί και απασχολήθηκε, καθόσον η αγωγή περιέχει όλα τα απαιτούμενα για την πληρότητα και το ορισμένο του δικογράφου της στοιχεία κατά τα άρθρα 118, 119 και 216 του ΚΠολΔ, όπως αυτά εξειδικεύονται ανωτέρω. Συγκεκριμένα προσδιορίζεται στο αγωγικό δικόγραφο το είδος του πλοίου (επιβατηγό – οχηματαγωγό), πλοιοκτησίας της εναγομένης, στο οποίο εργάσθηκε ο ενάγων, η καθαρή χωρητικότητά του, τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ανωτέρω στο πλοίο αυτό με την ειδικότητα του θαλαμαμηπόλου, οι κάθε φορά συμφωνηθείσες κατά τις ναυτολογήσεις του ως εφαρμοστέες στις εν γένει εργασιακές του σχέσεις και τις αποδοχές του Συλλογικές Συμβάσεις (των Πληρωμάτων των Επιβατηγών – Ακτοπλοϊκών Πλοίων των ετών 2014 και 2016), καθώς και οι ώρες της ημερήσιας απασχόλησής του (18), αλλά, ως εκ περισσού, και της υπερωριακής του απασχόλησης κάθε ημέρα, διότι τούτο ορίζεται από τις ανωτέρω Συλλογικές Συμβάσεις που καθορίζουν τις ώρες της υποχρεωτικής ημερήσιας εργασίας των ναυτικών στα πλοία της συγκεκριμένης κατηγορίας, και, συνακόλουθα, της εργασίας που θεωρείται ότι εκτελείται υπερωριακά, αλλά και συνολικά για τα επίδικα χρονικά διαστήματα, του συνολικού αριθμού των ωρών της υπερωριακής του απασχόλησης, για τις οποίες αιτείται της προβλεπομένης στις εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. πρόσθετης αμοιβής, προσδιοριζομένου ειδικότερα στο δικόγραφο ως το γινόμενο του πολλαπλασιασμού του αριθμού των ωρών, που αυτός ισχυρίζεται ότι απασχολείτο κάθε ημέρα καθ’υπέρβαση του νομίμου ωραρίου, με τον επίσης αναφερόμενο συνολικό αριθμό των καθημερινών ημερών, καθώς και των Κυριακών, Σαββάτων και αργιών των επίμαχων χρονικών διαστημάτων, ξεχωριστά για το κάθε χρονικό διάστημα, κατόπιν αφαίρεσης των ήδη καταβληθέντων προς αυτόν για την εν λόγω αιτία από την εναγόμενη χρηματικών ποσών. Πρέπει, επίσης, να σημειωθεί ότι δεν αποτελούν κατά νόμο απαραίτητα στοιχεία για το ορισμένο της αγωγής αναφορικά με το συγκεκριμένο κονδύλιο, η έλλειψη μνείας των οποίων θα καθιστούσε το δικόγραφο αόριστο και απορριπτέο, το είδος των εργασιών, που αυτός εκτελούσε, και η κατανομή τους εντός του 24ώρου, αλλά και τα ειδικότερα καθήκοντά του, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, τα οποία μπορούν να προκύψουν από τις αποδείξεις, πολλώ δε μάλλον που εν προκειμένω αναφέρεται στο δικόγραφο η ειδικότητά του, με την οποία ναυτολογήθηκε, με αποτέλεσμα τα με αυτήν συναρτώμενα καθήκοντα να καθορίζονται εκ του νόμου, ούτε τα δρομολόγια, που εκτελούσε το συγκεκριμένο πλοίο, με βάση τα οποία, όπως διατείνεται η εναγόμενη, θα ανευρεθεί η εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση Εργασίας για τον υπολογισμό των τυχόν οφειλομένων αξιώσεών του από τις συμβάσεις ναυτολόγησής του, ισχυριζόμενη ότι δεν αρκεί προς τούτο μόνον η μνεία του είδους του πλοίου ως επιβατηγού, διότι, όπως έχει ήδη εκτεθεί, διαλαμβάνονται στο δικόγραφο οι κατά τον ενάγοντα εφαρμοστέες εν προκειμένω Σ.Σ.Ν.Ε. (και δη αυτές, που αφορούν στα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών – Ακτοπλοϊκών Πλοίων των ετών 2014 και 2016), δυνάμει επικαλουμένης μεταξύ τους συμφωνίας, που περιλήφθηκε στις εργασιακές του συμβάσεις, όπερ αρκεί για την πληρότητα του δικογράφου της αγωγής αναφορικά με την μνεία των αναγκαίων στοιχείων για τον προσδιορισμό των Σ.Σ.Ν.Ε. που καταλαμβάνουν τις ναυτολογήσεις του, με την περαιτέρω επισήμανση ότι η κατάρτιση της συγκεκριμένης συμφωνίας και το ακριβές περιεχόμενό της, αφού αμφισβητούνται από την εναγόμενη, θα αποτελέσουν σε κάθε περίπτωση αντικείμενο της αποδεικτικής διαδικασίας.

Με το άρθρο 1 παρ. 1 του Α.Ν. 3276/1944, ο οποίος εκδόθηκε στη Μέση Ανατολή και αναδημοσιεύθηκε, κατά το άρθρο 8 της 21 /1945 Συντακτικής Πράξεως, στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως (τ.Α. 182), ορίζεται ότι “δύνανται να συνάπτωνται συλλογικαί συμβάσεις μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης εκ των κρινόμενων ελευθέρως υπό του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας ως περισσότερον αντιπροσωπευτικών, καθορίζουσαι τον μισθόν, τα πολεμικά επιδόματα, την αποταμίευσιν, ως και τας πάσης φύσεως προσθέτους εκ της συμβάσεως ναυτολογίας αμοιβάς, ων ο εργάτης θαλάσσης θα δικαιούται αναλόγως προς τον βαθμόν, την ειδικότητα και την κατηγορίαν εις την οποίαν το πλοίον ανήκει”. Εξάλλου, με το άρθρο 5 παρ. 1 του ίδιου Α.Ν. ορίζεται ότι “συλλογικαί συμβάσεις συναφθείσαι συμφώνως προς τους ορισμούς του παρόντος νόμου, εφ’όσον ήθελον κυρωθή δι αποφάσεως του Υπουργού της Εμπορικής Ναυτιλίας, θεωρούνται ισχυραί και δεσμεύουσι κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν και οιασδήποτε τυχόν υφιστάμενες εργοδοτικές ή εργατικές οργανώσεις, ως και άπαντας εν γένει τους Έλληνας πλοιοκτήτας και εργάτας θαλάσσης, πληρώματα πλοίων ανηκόντων εις την κατηγορίαν ήτις προεβλέφθη υπό των συλλογικών συμβάσεων”. Από το συνδυασμό των διατάξεων αυτών προκύπτει ότι 1) ο Υπουργός Εμπορικής Ναυτιλίας εξουσιοδοτήθηκε, όπως με απόφασή του, η οποία έχει χαρακτήρα κανονιστικής διοικητικής πράξης και χρήζει, για το λόγο αυτό, δημοσίευσης στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως, επεκτείνει την ισχύ των συλλογικών συμβάσεων που έχουν συναφθεί κατά τις διατάξεις του νόμου αυτού, και σε μέλη οργανώσεων, οι οποίες δεν έχουν συμβληθεί ή και σε άλλα πρόσωπα, δηλαδή σε τρίτους, υπό την προϋπόθεση όμως ότι αφορούν πλοία τα οποία ανήκουν στην ίδια κατηγορία, η οποία προβλέφθηκε από τη συλλογική σύμβαση, 2) η ισχύς της συλλογικής σύμβασης που κυρώθηκε, για να δεσμεύονται οι τρίτοι, αρχίζει γι’αυτούς από την κύρωση, έστω και αν η επικυρούμενη συλλογική σύμβαση καθορίζει χρόνο έναρξης της ισχύος της προγενέστερο, γιατί η κανονιστική διοικητική πράξη ορίζει για το μέλλον, εκτός αν υπάρχει νομοθετική, για το λόγο αυτό, εξουσιοδότηση. Από την προπαρατεθείσα όμως διάταξη του άρθρου 5 παρ. 1, που ορίζει ότι οι κυρούμενες συλλογικές συμβάσεις δεσμεύουν τους τρίτους “κατά την εν αυταίς χρονικήν διάρκειαν”, δε συνάγεται ότι παρασχέθηκε νομοθετική εξουσιοδότηση αναδρομικής επέκτασης των κυρουμένων συλλογικών συμβάσεων, αλλά προσδιορίζεται, με αυτήν η χρονική διάρκεια της δέσμευσης των τρίτων, η οποία αρχίζει από την επέκταση και συνεχίζεται μέχρι τη λήξη της χρονικής διάρκειας της επεκτεινόμενης συλλογικής σύμβασης και 3) οι επεκτεινόμενες συλλογικές συμβάσεις καταλαμβάνουν και αποτελούν περιεχόμενο εκείνων των ατομικών συμβάσεων, που υφίσταντο και δεν είχαν λυθεί κατά το χρόνο έναρξης της ισχύος του (ΜονΕφΠειρ 285/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝΑΥΤΔ 2008.275, ΕφΠειρ 1132/2005 ΕΝΑΥΤΔ 2005.425, ΕφΠειρ 1277/1990 ΕΝΔ 1991.226, ΕφΠειρ 844/1994 ΝομΝαυτΤμΕφ-Πειρ 1994-1995.451). Με τον Α.Ν 3276 της 26/27 Ιουν. 1944 (ΦΕΚ Α΄24) (Αναδημ.ΦΕΚ. 172 της 6 Ιουλ. 1945) «Περί Συλλογικών Συμβάσεων εν τη Ναυτική Εργασία» ορίζονται οι όροι και οι προϋποθέσεις σύναψης και ισχύος συλλογικών συμβάσεων εργασίας αποκλειστικά μεταξύ οργανώσεων εφοπλιστών και εργατών θαλάσσης. Ο άνω Α.Ν. δεν καταργήθηκε ούτε ανεστάλη η ισχύς του μετά την ψήφιση του ν. 4046/2012 και την ισχύ της ΠΥΣ 6/2012. Οι μόνες τροποποιήσεις που επήλθαν μετά το νόμο αυτόν είναι οι ακόλουθες: Α) Με το άρθρο πρώτο υποπαρ. ΣΤ.3 του Ν.4254/2014 (ΦΕΚ Α΄ 85/7.4.2014) προστέθηκε στο πρώτο άρθρο του Α.Ν. η παρ. 4 , η οποία αντικαταστάθηκε με το άρθρο 38 παρ.1 Ν.4262/2014 (ΦΕΚ Α΄ 114/10.5.2014) ως εξής : «4.α) Προκειμένου περί Επιβατηγών και Επιβατηγών-Οχηματαγωγών πλοίων που εκτελούν δρομολογιακούς πλόες μεταξύ λιμένων στην ημεδαπή, κάθε θέμα από τα οριζόμενα στην παράγραφο 1 του παρόντος άρθρου, που δύναται να καθορίζεται με συλλογική σύμβαση, επιτρέπεται να ρυθμίζεται και με επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις. β) Κατά τη διάρκεια εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής, οι επιχειρησιακές συλλογικές συμβάσεις εργασίας υπερισχύουν των αντίστοιχων συλλογικών συμβάσεων εργασίας, ανεξαρτήτως εάν περιλαμβάνουν όρους που αποκλίνουν από αυτούς των αντίστοιχων συλλογικών συμβάσεων εργασίας με την επιφύλαξη των διεθνών Συμβάσεων που έχουν κυρωθεί.» Β) Με το άρθρο 38 παρ.2 του Ν. 4262/2014 (ΦΕΚ Α΄ 114/10.5.2014) προστέθηκε στην παρ.1 του άρθρου 5 και 2ο εδάφιο ως εξής: «Κατά τη διάρκεια εφαρμογής του Μεσοπρόθεσμου Πλαισίου Δημοσιονομικής Στρατηγικής και προκειμένου περί Επιβατηγών και Επιβατηγών – Οχηματαγωγών πλοίων, που εκτελούν δρομολογιακούς πλόες μεταξύ λιμένων στην ημεδαπή, συλλογικές συμβάσεις που έχουν συναφθεί, σύμφωνα με τα οριζόμενα στον παρόντα νόμο, εφόσον ήθελε με απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου να κυρωθούν, θεωρούνται ισχυρές και δεσμεύουν κατά την αναφερόμενη σε αυτές χρονική διάρκεια μόνο τους πλοιοκτήτες και τους ναυτικούς που είναι μέλη των συμβαλλόμενων οργανώσεων με την επιφύλαξη των Διεθνών Συμβάσεων που έχουν κυρωθεί.» Συνεπώς, στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται από 14.5.2012 οι διατάξεις της ΠΥΣ 6/2012 που αφορούν τις συλλογικές συμβάσεις στη χερσαία και όχι στη ναυτική εργασία, στην οποία επήλθαν μόνο οι τροποποιήσεις που προεκτέθηκαν (ΜονΕφΠειρ 366/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Εξάλλου, Στις ΣΣΝΕ δεν εφαρμόζονται οι διατάξεις του άρθρου 9 του Ν. 1876/1990 για την επιβίωση των κανονιστικών όρων της συλλογικής σύμβασης που έληξε ή καταγγέλθηκε υπό τη μορφή αρχικώς της παράτασης της ισχύος τους για ένα διάστημα και ακολούθως, μετά την παρέλευσή του, της μετενέργειάς τους επί των ατομικών συμβάσεων εργασίας (ΑΠ 1107/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Συνεπώς, με τη λήξη της χρονικής διάρκειας της ΣΣΝΕ παύει ευθύς αυτή να ισχύει και τις συνθήκες παροχής και τις αμοιβές της εργασίας των ναυτικών ρυθμίζουν στο εξής οι όροι της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας για την υπόλοιπη συμφωνημένη διάρκειά της. Συναφώς, αν ατομική σύμβαση ναυτικής εργασίας συναφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της λήξης της ισχύος της τελευταίας σχετικής ΣΣΝΕ, το εργασιακό καθεστώς δεν διέπεται πλέον από τη λήξασα ΣΣΝΕ αλλά προσδιορίζεται αυτοτελώς από τους όρους της ατομικής σύμβασης. Άλλως, βέβαια, θα έχει το πράγμα αν οι συμβαλλόμενοι κατά τη σύναψη της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας συμφωνήσουν να καταστούν περιεχόμενο της σύμβασης αυτής οι όροι κάποιας ΣΣΝΕ και μέλλουσας ακόμα (ΑΠ 692/2014 Α’ δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος) ή και αυτής που έληξε. Τούτο είναι σύμφωνο με τις αρχές της αυτονομίας της ιδιωτικής βούλησης και της ελευθερίας των συμβάσεων, που απορρέουν από τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ, από την οποία συνάγεται ότι είναι δυνατόν να συμφωνηθεί εγκύρως λ.χ. το ύψος του μισθού με παραπομπή σε συλλογικές συμβάσεις εργασίας ή διαιτητικές αποφάσεις, οι οποίες καλύπτουν άλλη κατηγορία εργαζομένων ή θέτουν προϋποθέσεις, που δε συγκεντρώνει ο συγκεκριμένος μισθωτός (ΑΠ 1109/2017, ΑΠ 1150/2017, ΑΠ 51/2017 “Νόμος”, ΑΠ 228/2014, ΔΕΕ 2014/864, ΑΠ 251/2012, ΑΠ 1494/2010, ΑΠ 637/2004, δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος. ΑΠ 225/2002 ΔΕΕ 2003/331 = ΕΕΔ 2003/1166, ΑΠ 443/1999 ΕλλΔνη 1999/1559 = ΔΕΝ 2000/151 = ΕΕΔ 2000/567 = ΕπιθΙΚΑ 2000/203, ΑΠ 332/1997, ΔΕΕ 1997/1104 = ΕΕργΔ 1998/696, ΤριμΕφΠειρ. 720/2015 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΤριμΕφΘεσ. 262/2011 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος,  Γ. Λεβέντης – Κ. Παπαδημητρίου, Ατομικό Εργατικό Δίκαιο, 2011, σελ. 521, Ι. Ληξουριώτης, Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2013, σελ. 301). Αν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει ρητή παραπομπή στους όρους συγκεκριμένης ΣΣΕ, τότε οι όροι αυτοί αποκτούν συμβατική δύναμη (ΑΠ 773/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), δηλαδή καθίστανται και θεωρούνται εξαρχής περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης εργασίας σαν να είχαν συμφωνηθεί με ελεύθερη των μερών διαπραγμάτευση σε ατομικό επίπεδο και γενεσιουργός όρος της δεσμευτικότητάς τους είναι τότε η ατομική βούληση του εργοδότη και του προσλαμβανόμενου εργαζομένου (ΑΠ 256/2016 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, Στ. Βλαστός, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, 2017, αρ. 124, σελ. 263 – 264). Η παραπομπή μπορεί να γίνει και σε ΣΣΝΕ της οποίας η ισχύς έχει ήδη λήξει, καθόσον στην περίπτωση αυτή τα μέρη δεν ενδιαφέρει η δεσμευτική της δύναμη αλλά η ποιότητα των κανονιστικών ρυθμίσεων που περιείχε. Για το κύρος της συμφωνίας αυτής δεν απαιτείται η τήρηση τύπου (ΑΠ 874/2018 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 567/2004 ΕΕΔ 2005/589, ΕφΑθ 6808/1994, ΔΕΝ 1995/665 = ΕπιθΑσφΔ 1995/392). Για να καταστεί, όμως, οποιοσδήποτε όρος ΣΣΝΕ και όρος της ατομικής σύμβασης ναυτικής εργασίας πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη ΣΣΝΕ και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και των ναυτικών ΣΣΝΕ, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει είτε η νεότερη, αν υπάρχει, ΣΣΝΕ, έστω και αν περιέχει δυσμενέστερες για τους ναυτικούς διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε µε την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα εφαρμοσθεί η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ (ΑΠ 277/2009 ΕΕΔ 2010/1353, ΑΠ 860/2010 ΔΕΝ 2010/1061, Δ. Ζερδελής, Εργατικό Δίκαιο – Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις, 2011, αριθμ. 1050α, σελ.662) είτε, ελλείψει νεότερης, η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ εωσότου συναφθεί νέα ΣΣΝΕ, η οποία για τον ίδιο λόγο θα καταλάβει και την ατομική σύμβαση. Αποτελεί δε, αυτονόητα, ζήτημα πραγματικό το περιεχόμενο της σχετικής συμφωνίας των μερών (ΑΠ 515/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), και το δικαστήριο κρίνει περί αυτού με βάση καταρχάς τους όρους που αποτυπώθηκαν στο έγγραφο της ατομικής συμφωνίας και, σε περίπτωση άτυπης κατάρτισης της σύμβασης ναυτολόγησης, με βάση το σύνολο των αποδεικτικών μέσων (MονΕφΠειρ 205/2019 Ιστότοπος Εφετείου Πειραιώς). Περαιτέρω,στο άρθρο 170 του ν. δ. 187/1973 “περί Κωδικός Δημοσίου Ναυτικού Δικαίου” και υπό τον τίτλο “κατηγορίαι δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότης δρομολογήσεως”, ορίστηκε στην παραγρ.1 ότι ” διά π.δ/τος εκδιδομένου προτάσει του αρμοδίου υπουργού καθορίζονται: α) Αι κατηγορίαι των προς εξυπηρέτησιν της μεταξύ των ελληνικών λιμένων μεταφοράς επιβατών δρομολογιακών γραμμών, β) η αρμοδιότης προς δρομολόγησιν πλοίων και καθορισμόν δρομολογίων εις τας γραμμάς αυτάς…..”.Βάσει της ως άνω εξουσιοδότησης εκδόθηκε το π. δ. 814/1974 “περί καθορισμού κατηγοριών δρομολογιακών γραμμών και αρμοδιότητος δρομολογήσεως”, με το άρθρο 1 του οποίου ορίσθηκε ότι κατά την εφαρμογή του διατάγματος τούτου και υπό τον όρο “δρομολογιακή γραμμή” νοείται η σειρά των λιμένων προσέγγισης του επιβατηγού πλοίου προς εξυπηρέτηση δρομολογιακής γραμμής (περιπτ. ε΄). Εξάλλου, με την ΥΑ 3525/1.5./01/2014 (ΦΕΚ, τεύχος Β΄ αριθμ.1664/24.6.2014) κυρώθηκε, για το έτος 2014 η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Πλοίων, η οποία εφαρμόζεται, σύμφωνα με το άρθρο 38 αυτής, σε όλα τα επιβατηγά πλοία που εκτελούν πλόες απόστασης άνω των 30 ναυτικών μιλίων, ενώ για τα πλοία (πορθμεία) που εκτελούν πλόες απόστασης μέχρι 30 ναυτικών μιλίων, εφαρμόζεται η ΣΣΕ Αμοιβών Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού, η οποία για το έτος 2014 κυρώθηκε με την ΥΑ 3525/1.6/01/2014 (ΦΕΚ Β΄ υπ’αριθμ. 2500/19.9.2014). Όπως συνάγεται από τις ανωτέρω διατάξεις, με τον όρο της εκτέλεσης πλόων μεταξύ λιμένων εσωτερικού μέχρι 30 ναυτικών μιλίων ή άνω των 30 ναυτικών μιλίων από την αφετηρία στον λιμένα προορισμού, νοείται το σύνολο της δρομολογιακής γραμμής, όπως αυτή προκύπτει από την περί δρομολόγησης του πλοίου σχετική διοικητική πράξη, είναι δε αδιάφορο εάν κατά την εκτέλεσή του το δρομολόγιο πραγματοποιείται εκάστοτε εξολοκλήρου ή εν μέρει. Περαιτέρω, το μήκος της δρομολογιακής γραμμής, το οποίο έχει σημασία για την εφαρμοστέα εκάστοτε συλλογική σύμβαση ή υπουργική απόφαση, δηλαδή εάν θα εφαρμοστούν οι ΣΣΕ για πλοία, που εκτελούν πλόες απόστασης μέχρι 30 ναυτικών μιλίων ή οι αναφερόμενες σε ακτοπλοϊκά πλοία τα οποία εκτελούν μεγαλύτερες διαδρομές, εξευρίσκεται λαμβανομένων υπόψη και των αποστάσεων των ενδιαμέσων λιμένων, στους οποίους προσεγγίζει το πλοίο κατά τους ορισμούς της περί δρομολόγησης αυτού διοικητικής πράξης, αναφέρεται δε σε καθαρά τεχνικής φύσης ζήτημα, γι’ αυτό και λαμβάνεται υπόψη η περί τούτου βεβαίωση της αρμόδιας κρατικής υπηρεσίας, κατά τις γενόμενες επίσημες μετρήσεις. Επίσης, αν ένα πλοίο έχει δρομολογηθεί παράλληλα σε περισσότερες γραμμές, για τις οποίες ισχύουν διαφορετικές συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας (ως λ.χ. πορθμείων και οχηματαγωγών καθώς και επιβατηγών τουριστικών πλοίων), πρέπει οι αποδοχές των εργαζομένων να υπολογίζονται ανάλογα με τον αριθμό των δρομολογίων που εκτελεί το πλοίο σε κάθε δρομολογιακή γραμμή (ΑΠ 871/2018, 109/2009, αμφότερες δημοσιευμένες σε ΤΝΠ Νόμος, η δεύτερη εξ αυτών και σε ΕΝΑΥΤΔ 2010.25). Τέλος, από τις διατάξεις των άρθρων 339 και 352 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι, η δικαστική ομολογία, που αποτελεί πλήρη απόδειξη εναντίον εκείνου που ομολόγησε, είναι εκείνη που αφορά την ύπαρξη ή την ανυπαρξία πραγματικών περιστατικών που συνιστούν την ιστορική βάση της αγωγής ή της ένστασης και έγινε ενώπιον του δικαστηρίου που δικάζει την υπόθεση ή του εντεταλμένου δικαστή. Από τις ίδιες διατάξεις συνάγεται, ότι, δικαστική ομολογία δεν είναι, κατά την έννοια του άρθρου 352 του ΚΠολΔ κάθε τέτοια ομολογία, αλλά μόνον αυτή που γίνεται με σκοπό αποδοχής αμφισβητούμενου και επιβλαβούς για τον ομολογούντα γεγονότος, ως προς το οποίο ο αντίδικός του έχει το δικονομικό βάρος της επίκλησης και της απόδειξής του (ΑΠ 137/2012, ΑΠ 845/2012, ΑΠ 814/2011, ΑΠ 158/2009). Κατά την διάταξη δε του άρθρου 354 του ιδίου Κώδικα, όποιος ομολόγησε μπορεί να ανακαλέσει την ομολογία του μόνο αν αυτός αποδείξει ότι δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Από τις διατάξεις αυτές συνάγεται, ότι, η δικαστική αλλά και εξώδικη ομολογία μπορεί να ανακληθεί σε οποιαδήποτε στάση της δίκης, μη υποκειμένη σε οποιοδήποτε χρονικό περιορισμό, ούτε εκ της, ως άνω, διατάξεως του άρθρου 354, αλλά ούτε και εκ των διατάξεων των άρθρων 269, 527 του ΚΠολΔ, διότι η ανάκληση της ομολογίας “δεν ενέχει προβολή νέου πραγματικού ισχυρισμού” με την έννοια των άρθρων 269 και 527 ΚΠολΔ, ώστε να υπόκειται στους χρονικούς περιορισμούς των άρθρων αυτών. Επομένως, αυτή μπορεί να ανακληθεί και ενώπιον του Εφετείου, με δήλωση του ομολογήσαντος, η οποία περιέχεται στην έφεση ή στο δικόγραφο προσθέτων λόγων έφεσης ή στις προτάσεις αδιαφόρως αν έγινε ή όχι επίκληση από τον αντίδικο του ομολογούντος. Μετά την ανάκληση της ομολογίας, δηλαδή την απόδειξη ότι αυτή δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια, παύει να αποτελεί απόδειξη κατά του διαδίκου που προέβη σ’αυτήν και κατ’ ακολουθίαν να είναι δεσμευτική για το δικαστήριο, επερχόμενης ανατροπής των δικονομικών συνεπειών της (ΑΠ 319/2015, ΑΠ 1176/2009, ΑΠ 1414/2007, ΑΠ 255/2003, ΑΠ184/2001). Εξάλλου, η ανάκληση της δικαστικής ή της εξώδικης ομολογίας επιφέρει την αντιστροφή του βάρους απόδειξης, αφού ο ανακαλέσας είναι πλέον υποχρεωμένος, κατά το άρθρο 354 του ΚΠολΔ, να αποδείξει ότι η ομολογία του δεν ανταποκρίνεται στην αλήθεια. Η απόδειξη αυτή γίνεται με βάση μόνο τα υπάρχοντα αποδεικτικά στοιχεία, ενόψει της υποχρέωσης του ανακαλούντος προς προαπόδειξη (ΑΠ 265/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος).

Το παρόν Δικαστήριο εκτιμά: α) Την ένορκη κατάθεση του μάρτυρα του ενάγοντος ………., που δόθηκε κατά τη συζήτηση της αγωγής στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου και περιέχεται, κατόπιν απομαγνητοφώνησής της, στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του,  β) τις καταθέσεις των εκτός δίκης εξετασθέντων με πρωτοβουλία της εναγομένης μαρτύρων ………., οι οποίες λήφθηκαν κατόπιν εμπρόθεσμης και νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος να παραστεί, σύμφωνα με τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ. ../20.10.2017 (για τις δύο πρώτες) και υπ’αριθμ…./27.10.2017 (γα την τρίτη κατά σειράν) εκθέσεις επίδοσης της διορισμένης στο Πρωτοδικείο Πειραιώς Δικαστικής Επιμελήτριας . .., και περιέχονται στις υπ’αριθμ. …/25.10.2017, ../25.10.2017 και …/1.11.2017 αντίστοιχα ένορκες βεβαιώσεις, που δόθηκαν ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς,  δ) όλα τα έγγραφα, που οι διάδικοι επικαλούνται και προσκομίζουν, προκειμένου απ’όσα δεν οδηγούν σε άμεση απόδειξη να συναχθούν δικαστικά τεκμήρια, χωρίς να παραλείπεται κανένα για την εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης, ασχέτως αν μνημονεύεται ή όχι ειδικά, πλην της προσκομιζομένης από την εναγομένη και ήδη εκκαλούσα/εφεσίβλητη από 30.10.2017 δήλωσης του ……….., η οποία αποτελεί  ανυπόστατο (και όχι απλώς μη επιτρεπόμενο) αποδεικτικό μέσο και δεν λαμβάνεται υπόψη ούτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, διότι, πρόκειται περί μαρτυρίας τρίτου, που δόθηκε χωρίς να τηρηθούν οι διατυπώσεις των διατάξεων του ΚΠολΔ για την εξέταση των μαρτύρων, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί, κατά την κρίση και του παρόντος Δικαστηρίου, ως αποδεικτικό μέσο στη συγκεκριμένη δίκη (βλ.σχετ. ΑΠ 1192/2018 και 297/2019 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος), όπως, ορθά ερμηνεύοντας και εφαρμόζοντας το νόμο, έκρινε και το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, μη λαμβάνοντας υπόψη τη συγκεκριμένη δήλωση του ανωτέρω προσώπου, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενο με το αντίστοιχο σκέλος του πέμπτου λόγου της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων, και δ) τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής (άρθρο 336 παρ.4 του ΚΠολΔ). Από την επανεκτίμηση και συνεκτίμηση του ανωτέρω αποδεικτικού υλικού το δικαστήριο κρίνει ότι αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά, τα οποία ασκούν ουσιώδη επιρροή στην έκβαση της δίκης: Δυνάμει σύμβασης παροχής εξαρτημένης ναυτικής εργασίας αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκε εγγράφως στη Ζάκυνθο στις 21.7.2015 μεταξύ του ενάγοντος, Έλληνα απογεγραμμένου ναυτικού (με αριθμό μητρώου ναυτικού φυλλαδίου ….), και του πλοιάρχου του κάτωθι πλοίου, που ενεργούσε κατ’εντολή και για λογαριασμό της εναγομένης, πλοιοκτήτριας εταιρίας, ο πρώτος προσλήφθηκε και ναυτολογήθηκε με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου στο υπό ελληνική σημαία επιβατηγό – οχηματαγωγό πλοίο με την ονομασία «ΙΣ», στη συνέχεια μετονομασθέντος σε «ΜΛ», νηολογίου Πειραιώς (με αριθμό ….), κόρων ολικής χωρητικότητας 4.058,77, και εργάσθηκε σ’αυτό μέχρι και τις 26.1.2016, όταν και απολύθηκε στη Ζάκυνθο «αμοιβαία συναινέσει» αυτού και του πλοιάρχου. Στην ίδια ως άνω σύμβαση προβλέφθηκε ως μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ο υπολογιζόμενος σύμφωνα με τα οριζόμενα στη Συλλογική Σύμβαση Πληρωμάτων Πορθείων Εσωτερικού του έτους 2014, ανερχόμενος ειδικότερα στο συνολικό ποσό των 1.100,10 ευρώ, εκ των οποίων ποσό 901,72 ευρώ αφορούσε στο μισθό ενεργείας και το υπόλοιπο ποσό των 198,38 ευρώ στο επίδομα Κυριακών, ενώ περαιτέρω ορίσθηκε ως εφαρμοστέα Συλλογική Σύμβαση στην εργασιακή του σχέση η αρμόζουσα με βάση τους εκτελούμενους πλόες του πλοίου (επί λέξει αναφέρεται στη σύμβαση σχετικά με τον καθορισμό της εφαρμοστέας ΣΣΕ «αναλόγως των εκτελούμενων πλόων»). Στη συνέχεια με νεότερη συμφωνία των μερών, που έλαβε χώρα στις 6.10.2015, ορίσθηκε ότι: «Ήδη με την παρούσα συμφωνείται η τροποποίηση του όρου που αφορά την εφαρμοστέα ΣΣΕ και συγκεκριμένα ότι ο δεύτερος συμβαλλόμενος (αναφέρεται στον ενάγοντα) για χρονική περίοδο από την υπογραφή της παρούσης μέχρι την 31.10.2015 θα υπάγεται στη ΣΣΕ των Πληρωμάτων Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων». Αποδείχθηκε επίσης ότι ακολούθως ο ενάγων επαναπροσλήφθηκε στο ίδιο πλοίο για αόριστο χρόνο δυνάμει προφορικά καταρτισθείσας με τον πλοίαρχό του σύμβασης εργασίας την 1η.3.2016 στη Ζάκυνθο, με τους αυτούς όρους και με την αυτή ειδικότητα, με την οποία και απασχολήθηκε σ’αυτό συνεχώς μέχρι και τις 11.4.2016, όταν και απολύθηκε στη Ζάκυνθο «αμοιβαία συναινέσει». Τέλος, στις 10.5.2016 ναυτολογήθηκε και πάλι προφορικά για αόριστο χρόνο στο ίδιο πλοίο στη Ζάκυνθο με την ίδια ειδικότητα και τους αυτούς εργασιακούς όρους, και εργάσθηκε σ’αυτό μέχρι και τις 11.11.2016, οπότε και απολύθηκε στη Ζάκυνθο, επίσης για τον προαναφερθέντα λόγο. Τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο συγκεκριμένο πλοίο προκύπτουν σαφώς από τις αντίστοιχες εγγραφές στο προσκομιζόμενο ναυτικό του φυλλάδιο, και δεν αμφισβητήθηκαν από την εναγόμενη. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω πλοίο κατά τη διάρκεια των προαναφερθεισών ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό, πλην του χρονικού διαστήματος από 6.10.2015 έως 26.1.2016, κατά το οποίο εκτελούσε δρομολόγια ακτοπλοΐας, όπως θα εκτεθεί αναλυτικά κατωτέρω, και του χρονικού διαστήματος από 27.1.2016 έως 27.3.2016 (ο ενάγων επαναπροσλήφθηκε την 1η.3.2016 και απολύθηκε στις 11.4.2016), κατά το οποίο τελούσε σε ακινησία λόγω της διενέργειας επισκευών, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες υπ’αριθμ. πρωτ. 3314.1/166/14/31.10.2014 και 2251.1./33678/15/30.10.2015 ανακοινώσεις δήλωσης δρομολόγησης του Υπουργού Ανάπτυξης, Ανταγωνιστικότητας και Ναυτιλίας, που το αφορούν και αναφέρονται στα χρονικά διαστήματα από 1.11.2014 έως 31.10.2015 και από 1.11.2015 έως 31.10.2016 αντίστοιχα, ήταν δρομολογημένο παραλλήλως σε περισσότερες γραμμές και συγκεκριμένα: α) Στη γραμμή Κυλλήνης -Ζακύνθου κυρίως, και β) στη γραμμή Κυλλήνης –  Πόρου Κεφαλληνίας δευτερευόντως. Το μήκος εκάστης των ως άνω δρομολογιακών γραμμών, στις οποίες είχε ενταχθεί, και τις οποίες εκτελούσε, σύμφωνα με τις οικείες διοικητικές πράξεις της αρμόδιας αρχής (κατά τις διατάξεις περί ακτοπλοΐας των άρθρων 164 έως 180α του ν.δ. 187/1973, της ΥΑ 333/2002 περί καθορισμού ορίων ακτοπλοϊκών γραμμών κ.λ.π. και του ν. 2932/2011 για τις θαλάσσιες ενδομεταφορές), το οποίο (μήκος) έχει σημασία για την ανεύρεση της εκάστοτε εφαρμοστέας συλλογικής σύμβασης εργασίας των μελών των πληρωμάτων των πλοίων, που έχουν δρομολογηθεί σε τέτοιες γραμμές, δεν  υπερβαίνει τα τριάντα (30) ναυτικά μίλια από το λιμάνι αφετηρίας (Κυλλήνη) μέχρι το λιμάνι του προορισμού του κάθε δρομολογίου (Ζάκυνθο ή Πόρος Κεφαλληνίας αντίστοιχα), και συγκεκριμένα το μήκος της δρομολογιακής γραμμής Κυλλήνης – Ζακύνθου είναι δέκα οκτώ (18) ναυτικά μίλια και της δρομολογιακής γραμμής Κυλλήνης – Πόρου Κεφαλληνίας είναι είκοσι τρία (23) ναυτικά μίλια.  Σημειωτέον ότι το εν λόγω πλοίο: α) Κατά την εκτέλεση των ως άνω δρομολογίων δεν προσέγγιζε ενδιάμεσους λιμένες, ει μη μόνον κατέπλεε απευθείας στους ανωτέρω λιμένες προορισμού, και β) τα προαναφερόμενα δρομολόγια εκτελούνταν μεμονωμένα και ποτέ συνεχόμενα, υπό την έννοια ότι ουδέποτε εκτελέσθηκε δρομολόγιο από Κυλλήνη προς Ζάκυνθο και αμέσως ακολούθως προς Πόρο Κεφαλληνίας, ενώ ακόμα και στην περίπτωση που κατά την ίδια ημέρα το πλοίο εκτελούσε το ένα δρομολόγιο και στη συνέχεια ακολουθούσε το άλλο, μεσολαβούσε μεγάλο χρονικό διάστημα, κατά το οποίο το πλοίο παρέμενε στο λιμένα της αφετηρίας, και δη σ’αυτό της Κυλλήνης. Συνεπώς, κατά το ανωτέρω επίδικο χρονικό διάστημα το συγκεκριμένο πλοίο εκτελούσε ως επί το πλείστον (πλην μίας συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, για την οποία θα γίνει λόγος κατωτέρω), τοπικές διαπορθμεύσεις μεταξύ λιμένων εσωτερικού, απόστασης μέχρι τριάντα ναυτικών μιλίων από το λιμένα αφετηρίας μέχρι το λιμένα προορισμού, εκτελώντας, επομένως, πλόες και όντας δρομολογημένο σε γραμμές, οι οποίες ήταν αμφότερες πορθμειακές, όπως η έννοια των γραμμών αυτών προσδιορίσθηκε στη μείζονα σκέψη της παρούσας απόφασης, και όχι ακτοπλοϊκές.  Ο ενάγων αντίθετα ισχυρίζεται ότι το συγκεκριμένο πλοίο ήταν δρομολογημένο σε ακτοπλοϊκές και όχι σε πορθμειακές γραμμές, διότι κατά τα έτη 2015 και 2016 (με μικρές διαφοροποιήσεις το έτος 2016 ως προς τις ώρες αναχώρησης από Κυλλήνη) εκτελούσε στη γραμμή Κυλλήνης – Ζακύνθου τέσσερα (4) κυκλικά δρομολόγια καθημερινά (αναχώρηση από Κυλλήνη, άφιξη στη Ζάκυνθο και επιστροφή στο λιμένα αφετηρίας), όπερ συνομολογεί και η εναγόμενη, με αποτέλεσμα το μήκος των ημερήσιων εκτελούμενων πλόων του να υπερβαίνει τα τριάντα (30) ναυτικά μίλια, ανερχόμενο συνολικά σε 144 ναυτικά μίλια (18 ναυτικά μίλια Χ 2 Χ 4 φορές). Ο ισχυρισμός, όμως, αυτός δεν ευσταθεί και ελέγχεται ως αβάσιμος με βάση όσα έχουν ήδη αναφερθεί στη μείζονα σκέψη περί του εκ του νόμου προβλεπομένου τρόπου καθορισμού της δρομολογιακής γραμμής ως πορθμειακής ή ακτοπλοϊκής, και συνακόλουθα του με αυτό συναρτώμενου προσδιορισμού της εφαρμοστέας εκάστοτε συλλογικής σύμβασης εργασίας ως προς τους όρους εργασίας και τις αποδοχές των μελών των πληρωμάτων των πλοίων, που εκτελούν τα αντίστοιχα δρομολόγια (ειδικότερα η ΣΣΕ, που τυγχάνει εφαρμογής θα εξαρτηθεί από το εάν πρόκειται για πλοία, που εκτελούν πλόες απόστασης μέχρι 30 ναυτικών μιλίων, ή για ακτοπλοϊκά πλοία, τα οποία εκτελούν μεγαλύτερες διαδρομές), σύμφωνα με τα οποία λαμβάνεται υπόψη αποκλειστικά η απόσταση μεταξύ του λιμένος αφετηρίας και του λιμένος προορισμού του πλοίου, ήτοι το σύνολο της δρομολογιακής γραμμής, όπως αυτή προκύπτει από την περί δρομολόγησής του σχετική διοικητική πράξη, είτε το δρομολόγιο πραγματοποιείται κάθε φορά εξ ολοκλήρου, είτε εν μέρει, των αποστάσεων των ενδιάμεσων λιμένων, στους οποίους προσεγγίζει το πλοίο κατά τους ορισμούς της ως άνω διοικητικής πράξης επίσης συμπεριλαμβανομένων, με βάση τις επίσημες μετρήσεις των αποστάσεων αυτών, και όχι το σύνολο των ναυτικών μιλίων, που το πλοίο διανύει κάθε ημέρα, μέχρι την ολοκλήρωση όλων των προγραμματισμένων κυκλικών δρομολογίων του της συγκεκριμένης δρομολογιακής γραμμής της ημέρας αυτής. Συνεπώς, εφόσον το πλοίο κατά το επίδικο χρονικό διάστημα (πλην μίας χρονικής περιόδου αυτού, για την οποία θα γίνει εκτενώς λόγος κατωτέρω) πραγματοποιούσε κυρίως πορθμειακούς πλόες, ήτοι δρομολογιακές γραμμές, με συνολικό μήκος εκάστης μικρότερο των 30 ναυτικών μιλίων, αν και δεν πρόκειται περί πορθμείου, αλλά περί επιβατηγού/οχηματαγωγού πλοίου, εφαρμοστέες τυγχάνουν κατά βάση επί των ναυτολογήσεων του ενάγοντος οι κανονιστικού χαρακτήρα διατάξεις των ΣΣΕ, που αφορούν τις αμοιβές των πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού, καθόσον αυτές αναφέρονται στους εργαζομένους σε πλοία, τα οποία, όπως είναι το πλοίο της εναγομένης, εκτελούν τοπικές διαπορθμεύσεις μεταξύ λιμένων εσωτερικού, απόστασης μέχρι τριάντα (30) ναυτικών μιλίων από αφετηρίας μέχρι προορισμού. Επιπροσθέτως, ο ισχυρισμός του ενάγοντος, που περιλαμβάνεται στην αγωγή του, και, απορριφθείς από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο αναφορικά με το μεγαλύτερο μέρος των χρονικών διαστημάτων, κατά τα οποία αυτός ήταν ναυτολογημένος στο ανωτέρω πλοίο, επαναφέρεται με την ισχύουσα ως αντέφεση εκπρόθεσμη έφεσή του, περί ειδικότερης, έγκυρης κατ’άρθρο 361 του ΑΚ, συμφωνίας του με την εναγόμενη κατά την κατάρτιση εκάστης των εργασιακών του συμβάσεων σχετικά με την εφαρμογή σ’αυτές των κανονιστικού χαρακτήρα διατάξεων των ΣΣΝΕ για τα μέλη των πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών/Επιβατηγών Πλοίων, και μάλιστα σε κάθε περίπτωση, ήτοι ανεξαρτήτως των πλόων, που εκτελούσε το πλοίο αυτό, οι οποίες (ρυθμίσεις των  Συλλογικών Συμβάσεων των ναυτικών της εν λόγω κατηγορίας πλοίων), τοιουτοτρόπως, κατέστησαν δεσμευτικές στις μεταξύ τους σχέσεις, με αποτέλεσμα εν προκειμένω να τυγχάνουν εφαρμοστέες επί των εργασιακών όρων και των αποδοχών του ολοκλήρου του επίδικου χρονικού διαστήματος οι αντίστοιχες ΣΣΝΕ των ετών 2014 και 2016, ουδόλως αποδείχθηκε, πλην ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος ναυτολόγησής του, κατά το οποίο όντως αυτές εφαρμόζονται στην κρινόμενη υπόθεση, περί ου ο λόγος στη συνέχεια. Μάλιστα τα περί  τέτοιας συμφωνίας κατατεθέντα από το μάρτυρα του ενάγοντος …….., επίσης ναυτολογηθέντα θαλαμηπόλο στο ανωτέρω πλοίο την ίδια περίοδο, στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου κατά τη συζήτηση της αγωγής, ο οποίος σημειωτέον ότι ουδέν περί προφορικής συμφωνίας του πληρώματος με την εναγόμενη/πλοιοκτήτρια με αυτό το περιεχόμενο αναφέρει (επί λέξει κατέθεσε «είχαμε υπογράψει για σύμβαση ακτοπλοΐας», όπερ κατά την κοινή πείρα και λογική παραπέμπει σε έγγραφη συμφωνία μεταξύ τους) δεν επιρρωνύονται από κανένα άλλο αποδεικτικό στοιχείο, αντίθετα αναιρούνται από τα αναφερόμενα στην από 21.7.2015 σύμβαση ναυτολόγησης του ιδίου του ενάγοντος (του αυτού περιεχομένου σύμβαση υπέγραψε την ίδια ημέρα και ο ανωτέρω εξετασθείς μάρτυρας), στην οποία, όπως έχει ήδη εκτεθεί, η εφαρμοστέα ΣΣΝΕ στην εργασιακή του σχέση προσδιορίσθηκε από τα συμβαλλόμενα μέρη με βάση το είδος των εκάστοτε εκτελούμενων από το πλοίο πλόων, και όχι ανεξαρτήτως αυτών. Αποδείχθηκε επίσης ότι κατά το χρονικό διάστημα από 6.10.2015 έως 26.1.2016 το πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, και όχι πορθμειακά, με αποτέλεσμα εφαρμοστέα κατά τη συγκεκριμένη περίοδο της ναυτολόγησης του ενάγοντος να τυγχάνει η αντίστοιχη ΣΣΝΕ, που αφορά στα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών – Ακτοπλοϊκών πλοίων, και όχι αυτή των ναυτικών των Πορθμείων Εσωτερικού, όπως άλλωστε ρητά συμφωνήθηκε από τους διαδίκους για το χρονικό διάστημα από 6.10.2015 έως 31.10.2015 με την προαναφερθείσα τροποποιητική της αρχικής σύμβασης ναυτολόγησης του ενάγοντος συμφωνία τους, η οποία είναι έγκυρη, με βάση τη διάταξη του άρθρου 361 του ΑΚ, και δεσμευτική. Σημειωτέον ότι η εναγόμενη, με τις προτάσεις της, που κατέθεσε στον πρώτο βαθμό κατά τη συζήτηση της αγωγής, συνομολόγησε ότι το πλοίο κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο από 6.10.2015 έως 26.1.2016 εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, χωρίς να τα προσδιορίζει συγκεκριμένα, και όχι τα αυτά δρομολόγια καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα, όπως αβάσιμα ισχυρίζεται ο ενάγων με την ισχύουσα ως αντέφεση εκπρόθεσμη έφεσή του, με αποτέλεσμα να γίνει συνακόλουθα δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο ότι εφαρμοστέα επί των όρων εργασίας και των αποδοχών του, με βάση το σχετικό όρο της αρχικής του σύμβασης ναυτολόγησης, τυγχάνει για το διάστημα αυτό η αντίστοιχη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας, ενώ για όλα τα υπόλοιπα χρονικά διαστήματα, πλην του χρονικού διαστήματος από 27.1.2016 έως 27.3.2016, κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, αλλά βρισκόταν σε ακινησία, λόγω της διενέργειας σ’αυτό επισκευών, για τα οποία η εναγόμενη ισχυρίσθηκε ότι το πλοίο πραγματοποιούσε τοπικές διαπορθμεύσεις, κρίθηκε ότι επί των ναυτολογήσεων των ναυτικών του εφαρμόζονται οι ΣΣΝΕ, που αφορούν στα πληρώματα των Πορθμείων Εσωτερικού. Συνεπώς, ως προς το πραγματικό γεγονός της εκτέλεσης από το εν λόγω πλοίο ακτοπλοϊκών δρομολογίων κατά τη συγκεκριμένη χρονική περίοδο η ανωτέρω δικαστική ομολογία της εναγομένης αποτελεί πλήρη απόδειξη, κατά τη διάταξη του άρθρου 352 του ΚΠολΔ, όπως ορθά έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο. Και ναι μεν η εναγόμενη σε κάθε περίπτωση στο πλαίσιο του τρίτου λόγου της κρινόμενης έφεσης της ρητά και πανηγυρικά δηλώνει ότι ανακαλεί την ανωτέρω ομολογία της, πλην όμως αυτή εξακολουθεί να είναι δεσμευτική για το παρόν Δικαστήριο, μη επελθούσης ανατροπής των δικονομικών συνεπειών της, διότι σε μία τέτοια περίπτωση ο ανακαλών, προκειμένου η ομολογία να παύσει να αποτελεί απόδειξη κατ’αυτού, φέρει το βάρος να αποδείξει ότι δεν απηχεί την αλήθεια, όπως προεκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, όπερ, όμως, δε συνέβη εν προκειμένω. Και τούτο διότι η εναγόμενη, προκειμένου να ανταποκριθεί στο βάρος αυτό, επικαλείται το πρώτον στη δίκη ενώπιον του παρόντος δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου τις προαναφερθείσες ανακοινώσεις δήλωσης δρομολόγησης του Υπουργείου Ναυτιλίας και Αιγαίου, με βάση τις οποίες το συγκεκριμένο πλοίο κατά τα έτη 2015 και 2016, για τις ανωτέρω χρονικές περιόδους εντός των οποίων ο ενάγων είχε ναυτολογηθεί και απασχολείτο σ’αυτό, εκτελούσε δρομολόγια κατά βάση στις γραμμές Κυλλήνης Αχαΐας – Ζακύνθου, και δευτερευόντως Κυλλήνης – Πόρου Κεφαλληνίας, δηλαδή πραγματοποιούσε τοπικές διαπορθμεύσεις, αν και προϋπήρχαν, και θα μπορούσε ευχερώς να τα προσκομίσει πρωτοδίκως, προφανώς γνωρίζοντας την ύπαρξή τους, πλην όμως εκ των εν λόγω εγγράφων δεν συνάγεται άνευ ετέρου και κατά λογική αναγκαιότητα το συμπέρασμα ότι το πλοίο είχε δρομολογηθεί για ολόκληρο το χρονικό διάστημα, που ενδιαφέρει εν προκειμένω, μόνον στις γραμμές αυτές, καθώς, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, ένα πλοίο μπορεί να δρομολογηθεί παραλλήλως σε περισσότερες γραμμές, για τις οποίες μάλιστα να ισχύουν διαφορετικές συλλογικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας για το πλήρωμά του, πολλώ δε μάλλον που εν προκειμένω άπαντες οι εκτός δίκης εξετασθέντες ενώπιον της Ειρηνοδίκη Πειραιώς μάρτυρες της εναγομένης στις ένορκες βεβαιώσεις, που έδωσαν, και προσήχθησαν πρωτοδίκως, εκ των οποίων μάλιστα οι …. και ….. είχαν ναυτολογηθεί στο ίδιο πλοίο κατά το ίδιο χρονικό διάστημα με τον ενάγοντα, επίσης ως θαλαμηπόλοι, ρητά και κατηγορηματικά καταθέτουν ότι το πλοίο αυτό κατά το διάστημα από 6.10.2015 έως 26.1.2016 εκτελούσε δρομολόγια ακτοπλοϊκά, και όχι πορθμειακά. Μάλιστα η εναγόμενη συνομολόγησε στον πρώτο βαθμό την εκτέλεση από το πλοίο δρομολογίων ακτοπλοΐας κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο, παρότι προσεκόμισε τότε, μεταξύ άλλων εγγράφων, όπως αναφέρεται στις κατά τη συζήτηση της αγωγής κατατεθείσες προτάσεις της, βεβαίωση της ιδίας περί των δρομολογίων, που πραγματοποίησε το εν λόγω πλοίο καθόλο το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεων σ’αυτό του ενάγοντος, το οποίο δεν επαναπροσκομίζεται στην κατ’έφεση δίκη, και στο οποίο προφανώς δεν αναφέρονταν τα συγκεκριμένα ακτοπλοϊκά δρομολόγια, που εκτελέσθηκαν, διότι διαφορετικά θα προσδιορίζονταν αυτά ειδικότερα και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στην εκκαλουμένη απόφασή του. Με βάση τις ανωτέρω παραδοχές το παρόν Δικαστήριο κρίνει ότι κατά τα κάτωθι χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο εν λόγω πλοίο, και δη από 21.7.2015 έως 5.10.2015, από 28.3.2016 έως 11.4.2016 και από 10.5.2016 έως 11.11.2016, εφαρμοστέα τυγχάνει όσον αφορά τους όρους εργασίας και τις αποδοχές του, σύμφωνα με τους πλόες που εκτελούσε το πλοίο κατά τα χρονικά αυτά διαστήματα και το σχετικό όρο της εγγράφως καταρτισθείσας αρχικής ατομικής σύμβασης εργασίας του, η Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού, η οποία για το έτος 2014 κυρώθηκε με την ΥΑ 3525/1.6/01/10.9.2014 (ΦΕΚ Β΄ υπ’αριθμ. 2500/19.9.2014), και η οποία, ναι μεν, κατά το χρόνο σύναψης της πρώτης κατά σειράν ναυτολόγησής του στις 21.7.2015, είχε λήξει ήδη από τις 31.1.2015, χωρίς να παραταθεί η ισχύς της και χωρίς να συναφθεί νέα για το έτος 2015 [τέτοια συνήφθη το έτος 2016, και δη στις 29.11.2016, η οποία κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242/5.5568/24.1.2017 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Αιγαίου, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 9.2.2017 (ΦΕΚ, τεύχος δεύτερο με αριθμό 355), ήτοι συνήφθη και κυρώθηκε μετά την τελευταία των επιδίκων αποναυτολόγηση του ενάγοντος στις 11.11.2016 και συνεπώς δε τυγχάνει εφαρμογής εν προκειμένω, βλ. σχετ. ΑΠ 1267/1987, ΕΕΔ 1988/1128 = ΕΕΝ 1988/673, ΕφΠειρ 770/2008 ΕΝαυτΔ 2008/275, ΕφΠειρ. 1132/2005 ΕΝαυτΔ 2005/429,], ωστόσο, σύμφωνα με όσα ανωτέρω αναφέρονται, η βούληση των μερών, όπως χωρίς αμφιβολία αποδεικνύεται από το κείμενο της ανωτέρω σύμβασης εργασίας, όπου δε γίνεται ρητή παραπομπή σε συγκεκριμένη ΣΣΕ, αλλά η εκάστοτε εφαρμοστέα ΣΣΕ προσδιορίζεται με βάση τους κάθε φορά εκτελούμενους από το πλοίο πλόες, σε συνδυασμό με τις αποδείξεις μισθοδοσίας του ενάγοντος, που αφορούν τους ένδικους χρόνους, ήταν να ρυθμίζεται ο μισθός του σύμφωνα με τους όρους της τελευταίας ισχύσασας ΣΣΝΕ, και σε περίπτωση σύναψης νέας ΣΣΝΕ η εφαρμογή αυτής, κατά τα προεκτεθέντα στη μείζονα σκέψη. Η κρίση αυτή του Δικαστηρίου επιρρωνύεται και από το ότι στην αρχική έγγραφη σύμβαση εργασίας του ενάγοντος, τροποποίηση της οποίας ουδόλως αποδείχθηκε ότι έλαβε χώρα ακολούθως κατά την άτυπη σύναψη των επόμενων ναυτολογήσεών του, στις οποίες, επομένως, εξακολούθησαν να ισχύουν οι αυτοί όροι, πλην της ήδη αναφερθείσας τροποποιητικής συμφωνίας τους περί εφαρμογής στην εργασιακή του σύμβαση για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα των ΣΣΝΕ, που αφορούν στους όρους εργασίας και τις αποδοχές των πληρωμάτων των Επιβατηγών – Ακτοπλοϊκών πλοίων,  περιλήφθηκε όρος, σύμφωνα με τον οποίο “ως ελάχιστες νόμιμες αποδοχές (εννοείται του ενάγοντος) νοούνται οι προβλεπόμενες από την εκάστοτε εφαρμοστέα ΣΣΕ εφόσον υφίσταται σε ισχύ”, ενώ ο το πρώτον προβληθείς στην κατ’έφεση δίκη ισχυρισμός της εναγομένης περί συμφωνίας τους στην σύμβαση εργασίας του για “κλειστό”μηνιαίο μισθό, και συνακόλουθα περί της βούλησής τους κατά την αρχική ναυτολόγησή του, όπως αποτυπώθηκε στο συμβατικό κείμενο, να εφαρμόζεται στην εργασιακή του σύμβαση η εκάστοτε ισχύουσα ΣΣΝΕ της κατηγορίας του συγκεκριμένου πλοίου (εν προκειμένω αυτή των πορθμείων εσωτερικού), και ελλείψει τέτοιας ΣΣΝΕ εν ισχύ (να εφαρμόζεται) ο συμφωνηθείς “κλειστός” μισθός, όπως συμβαίνει εν προκειμένω, και όχι η τελευταία ισχύσασα ΣΣΝΕ, ουδόλως αποδείχθηκε. Ειδικότερα στη σύμβαση προβλέφθηκε ως μηνιαίος μισθός του ενάγοντος ο υπολογιζόμενος σύμφωνα με τα οριζόμενα στη Συλλογική Σύμβαση Πληρωμάτων Πορθείων Εσωτερικού του έτους 2014, και ειδικότερα ορίσθηκε στο συνολικό ποσό των 1.100,10 ευρώ, εκ των οποίων το ποσό των 901,72 ευρώ αναφέρεται ότι αφορά στο  μισθό ενεργείας του, και το ποσό των 198,38 ευρώ στο επίδομα των Κυριακών του, ακριβώς δηλαδή όπως αυτά καθορίζονται στην προαναφερθείσα Συλλογική Σύμβαση για τη συγκεκριμένη ειδικότητα ναυτικών, όπερ σημαίνει ότι ουσιαστικά ορίσθηκαν εφαρμοστέες στη σύμβαση οι ρυθμίσεις της τελευταίας ισχύσασας ΣΣΝΕ, παρά την ήδη κατά την κατάρτισή της επελθούσα λήξη της, με τις περαιτέρω επισημάνσεις ότι, σύμφωνα με το ναυτικό του φυλλάδιο, παραπλεύρως της λέξης «μισθός» σε κάθε ναυτολόγησή του αναγράφονται τα κεφαλαία γράμματα «Σ.Σ.», δηλαδή «Συλλογική Σύμβαση», καθώς και ότι από τις μηνιαίες αποδείξεις μισθοδοσίας του,  οι οποίες εκδίδονταν ανελλιπώς από την εναγόμενη, και στις οποίες αναγράφεται το σύνολο των προς αυτόν καταβληθέντων κάθε μήνα των επίδικων ναυτολογήσεών του ποσών, σαφώς προκύπτει ότι ουδέποτε καταβλήθηκε σ’αυτόν μόνον το ανωτέρω χρηματικό ποσό, φερόμενο ως “κλειστός” μηνιαίος μισθός του, αλλά μεγαλύτερα ποσά ως μηνιαίες αποδοχές του, ενώ επιπροσθέτως καταβάλλονταν σ’αυτόν και χρηματικά ποσά, τα οποία ειδικά προβλέπονται ως καταβλητέα στους ναυτικούς από την Σ.Σ.Ν.Ε. των Πορθμείων Εσωτερικού (π.χ. αμοιβή για “διπλές” υπερωρίες, ήτοι για εργασία πέραν των τεσσάρων πρώτων ωρών κατά την ημέρα του Σαββάτου), παρότι τέτοια σύμβαση δεν είχε συναφθεί και η ισχύς της αμέσως προηγουμένης είχε λήξει προ της αρχικής ναυτολόγησής του, πολλώ δε μάλλον που ο ισχυρισμός αυτός αντικρούεται από τα αναφερόμενα στις πρωτόδικες προτάσεις της εναγομένης, στις οποίες ουδέν περί τέτοιας συμφωνίας τους για πάγιο μηνιαίο μισθό διαλαμβάνεται, αντίθετα γίνεται ρητή μνεία περί εφαρμογής στην κρινόμενη περίπτωση κατά το επίδικο χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος αναφορικά με τους όρους εργασίας και τις αποδοχές του των αντίστοιχων ΣΣΝΕ ανά περιόδους, που επίσης προσδιορίζονται, αναλόγως του είδους των δρομολογίων, τα οποία εκτέλεσε το πλοίο κατά τις αντίστοιχες περιόδους, όπως άλλωστε σαφώς και πέραν πάσης αμφιβολίας ορίσθηκε και στη σύμβαση εργασίας του. Και ναι μεν στην ΣΣΝΕ των μελών των πληρωμάτων των Πορθμείων Εσωτερικού του έτους 2016 αναφέρεται ότι ισχύει αναδρομικά για το χρονικό διάστημα από 1.2.2016 έως 31.1.2017, πλην όμως δεν θα εφαρμοσθεί εν προκειμένω, δεδομένου ότι οι κυρούμενες ΣΣΝΕ, η ισχύς των οποίων επεκτείνεται και σε μη συμβληθέντες τρίτους (όπως εδώ η εναγόμενη, για την οποία δεν προκύπτει, ούτε ο ενάγων επικαλείται, ότι ήταν μέλος της συνδικαλιστικής εργοδοτικής οργάνωσης που συμβλήθηκε για τη σύναψή της), δεν έχουν δεσμευτική ισχύ πριν την διά της κύρωσής τους επέκτασή τους και δεν εφαρμόζονται σε ατομικές συμβάσεις ναυτικής εργασίας που είχαν λυθεί πριν την έναρξη της ισχύος τους, όπως συμβαίνει στην κρινόμενη περίπτωση (ΑΠ 1905/1987 ΕλλΔνη 1988.1387 = ΕΕΝ 1989/49 = ΕΕΔ 1989/275 = ΕΝαυτΔ 1989/181, ΑΠ 1267/1987 ο.π., ΜονΕφΠειρ 842/2014, ο.π., ΜονΕφΠειρ 582/2014 ΕλλΔνη 2015.532, ΕφΠειρ.65/2013 ΠειρΝομ 2013.56, ΕφΠειρ 770/2008, ο.π., Αθ. Καρδαράς, Συλλογικές Συμβάσεις στη ναυτική εργασία, σε ΔΕΕ 2008/444 επομ., 447). Περαιτέρω, για την ταυτότητα του λόγου, εφαρμοστέα κατά το χρονικό διάστημα που το ανωτέρω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, ήτοι από 6.10.2015 έως 26.1.2016, επί των όρων εργασίας και αμοιβής του ενάγοντος ήταν η ΣΣΝΕ των μελών των πληρωμάτων των Ακτοπλοϊκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, η οποία κυρώθηκε με την ΥΑ 3525/1.5./01/13.6.2014, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 24.6.2014 (ΦΕΚ, τεύχος Β΄ αριθμ.1664/24.6.2014), και έληξε μεν, χωρίς να συναφθεί νέα κατά το έτος 2015, ούτε μέχρι και τις 26.1.2016, όταν το πλοίο έπαυσε να εκτελεί τέτοιους πλόες, και ο ενάγων αποναυτολογήθηκε, καθώς η επόμενη ΣΣΝΕ του έτους 2016 για τα μέλη των πληρωμάτων της συγκεκριμένης κατηγορίας πλοίων καταρτίσθηκε μετά τη λήξη της σύμβασης εργασίας του, και δη στις 16.6.2016, και κυρώθηκε με την υπ’αριθμ.2242.5-1.5./72672/23.8.2016 Απόφαση του Υπουργού Ναυτιλίας και Νησιωτικής Πολιτικής, που δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως στις 5.9.2016 (ΦΕΚ, τεύχος δεύτερο, με αριθμό φύλλου 2796/5.9.2016), όταν και άρχισε να ισχύει για τους τρίτους, ως προς τους οποίους, συνεπώς, και δεν εφαρμόζεται αναδρομικά για το σ’αυτήν αναφερόμενο ως χρονικό διάστημα ισχύος της (από 1.1.2016 έως 31.12.2016), της ένδικης περίπτωσης συμπεριλαμβανομένης, κατά τα προεκτεθέντα. Κατ’ακολουθίαν των ανωτέρω το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε ότι κατά τη διάρκεια των επίδικων ναυτολογήσεων του ενάγοντος επί των εν γένει όρων εργασίας και των αποδοχών του εφαρμοστέες τυγχάνουν κυρίως οι ΣΣΝΕ, που αφορούν στα μέλη των πληρωμάτων των Πορθμείων Εσωτερικού, πλην του χρονικού διαστήματος από 6.10.2015 έως 26.1.2016, κατά το οποίο εφαρμοστέες τυγχάνουν οι ΣΣΝΕ, που αφορούν στα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών/Ακτοπλοϊκών πλοίων, ορθά τις σχετικές διατάξεις ερμήνευσε και εφήρμοσε και τις αποδείξεις εκτίμησε, καταλήγοντας, αν και με εν μέρει διάφορη και συνοπτικότερη αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, στο σωστό συμπέρασμα, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με τους δεύτερο, τρίτο και τέταρτο λόγους της κρινόμενης έφεσής της, αλλά και από τον ενάγοντα με τον πρώτο λόγο της ισχύουσας ως αντέφεσης εκπρόθεσμης έφεσής του, απορριπτομένων ως αβασίμων, με την περαιτέρω επισήμανση ότι εσφαλμένα μεν έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση ότι κατά τα σ’αυτήν ειδικότερα αναφερόμενα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος εφαρμοστέες τυγχάνουν οι ΣΣΝΕ (για τα μέλη των πληρωμάτων των Πορθμείων Εσωτερικού και τα μέλη των πληρωμάτων των Επιβατηγών/Ακτοπλοϊκών Πλοίων) του έτους 2016, πλην όμως οι Συλλογικές αυτές Συμβάσεις περιέχουν ακριβώς τις ίδιες ρυθμίσεις με τις εν προκειμένω εφαρμοστέες αντίστοιχες του έτους 2014 όσον αφορά τις συγκεκριμένες αγωγικές αξιώσεις, και, συνεπώς, δε θα εξαφανισθεί κατά τούτο η πρωτόδικη απόφαση, αντικαθισταμένης μόνον της αιτιολογίας της, κατά τα προεκτεθέντα.

Η από 10.9.2014 Συλλογική Σύμβαση Εργασίας Πληρωμάτων Πορθμείων Εσωτερικού, που κυρώθηκε με την απόφαση 3525.1.6/01/2014 του Υπουργού Θαλασσίων Υποθέσεων, Νήσων και Αλιείας (ΦΕΚ Β΄2500/19.9.2014), έχει εκδοθεί μετά από νομοθετική εξουσιοδότηση, δυνάμει του άρθρου 5 Ν. 3276/1944, και αφορά τους όρους εργασίας και αμοιβής των πληρωμάτων, που εργάζονται σε πλοία, τα οποία εκτελούν τοπικές διαπορθμεύσεις μεταξύ λιμένων εσωτερικού σε απόσταση μέχρι 30 ναυτικών μιλίων από την αφετηρία μέχρι τον προορισμό τους. Ειδικότερα, σύμφωνα μετά άρθρα 1, 2, και 3 της ανωτέρω ΣΣΝΕ, οι μηνιαίες αποδοχές για την ειδικότητα του θαλαμηπόλου διαμορφώνονται ως εξής: Μηνιαίος μισθός ενεργείας 901,72 ευρώ, επίδομα Κυριακών 198,38 ευρώ, επίδομα βαρείας και ανθυγιεινής εργασίας 19,37 ευρώ, μηνιαίο ειδικό επίδομα 23,97 ευρώ, αντίτιμο τροφής 387,17 ευρώ. Περαιτέρω, οι ώρες εργασίας ορίζονται σε σαράντα εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ ώρες ανά εικοσιτετράωρο από τη Δευτέρα μέχρι και την Παρασκευή, ενώ το Σάββατο και η Κυριακή θεωρούνται ημέρες αργίας. Για κάθε εργασία που εκτελείται από το ναυτικό πέραν του ως άνω καθοριζόμενου ωραρίου καταβάλλεται υπερωριακή αμοιβή, η οποία υπολογίζεται ίση προς το 1/73 του μηνιαίου μισθού ενεργείας για κάθε ώρα υπερωριακής απασχόλησης, κατά τις καθημερινές προσαυξημένου για το πρώτο τετράωρο κατά ποσοστό 25% και για το δεύτερο τετράωρο κατά ποσοστό 100%. Επίσης και η εργασία του Σαββάτου και των αργιών αμείβεται υπερωριακώς, δηλαδή οι πρώτες τέσσερις ώρες με προσαύξηση 25% και οι επόμενες διπλές. Από τη διάταξη του άρθρου 6 παρ. 3 της εν λόγω ΣΣΝΕ διευκρινίζεται ότι το προαναφερόμενο επίδομα Κυριακών καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής ή μη εκ μέρους αυτού υπηρεσίας, για την απασχόληση τους μέχρι οκτώ ώρες, ενώ για την πέρα του οκταώρου απασχόληση κατά τις Κυριακές καταβάλλεται στο πλήρωμα διπλή υπερωριακή αμοιβή, δηλαδή το ωρομίσθιο (1/173 του μισθού ενεργείας) αυξημένο κατά 100%. Στην ίδια διάταξη του άρθρου 6 παρ. 7 ορίζεται ότι με βάση τις ρυθμίσεις του άρθρου αυτού, ανέρχονται για την ειδικότητα του θαλαμηπόλου α) το ωρομίσθιο ενεργείας σε 5,21 ευρώ, β) το προσαυξημένο κατά 25% ωρομίσθιο σε 6,52 ευρώ και γ) το προσαυξημένο κατά 100% ωρομίσθιο σε 10,42 ευρώ. Εξάλλου, στο άρθρο 10 της ανωτέρω ΣΣΝΕ απαριθμούνται οι θρησκευτικές εορτές, που θεωρούνται ως ημέρες αργίας (1η του έτους, εορτή των Θεοφανείων, Καθαρή Δευτέρα, 25η Μαρτίου, Μεγάλη Παρασκευή, Δευτέρα του Πάσχα, εορτή του Αγίου Γεωργίου, 1η Μαΐου, εορτή της Αναλήψεως, 15η Αυγούστου, 14η Σεπτεμβρίου, 28η Οκτωβρίου, εορτή του Αγίου Νικολάου, ημέρα των Χριστουγέννων, 26η Δεκεμβρίου και οι αναγνωρισμένες σαν ημέρες αργίας τοπικές εορτές στους Ελληνικούς λιμένες εφόσον το πλοίο ναυλοχεί σε κάποιο λιμάνι. Με το ίδιο άρθρο προβλέπεται ότι ο ναυτικός που εργάζεται κατά τις ημέρες αυτές δικαιούται υπερωριακή αμοιβή, δηλαδή αμείβεται με προσαύξηση 25% για τις πρώτες τέσσερις ώρες και διπλές για τις επόμενες. Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 11 και 13 § 1 της Σ.Σ.Ν.Ε. των Πληρωμάτων Ακτοπλοΐκών Επιβατηγών Πλοίων του έτους 2014, που επίσης τυγχάνει εφαρμοστέα εν προκειμένω κατά το προαναφερθέν χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεων του ενάγοντος στο ανωτέρω πλοίο, οι ώρες υποχρεωτικής εβδομαδιαίας εργασίας εν πλω και στο λιμένα για όλους τους ναυτικούς που αφορούν, ορίζονται σε σαράντα (40) εβδομαδιαίως, δηλαδή οκτώ (8) ώρες ημερησίως από Δευτέρα μέχρι Παρασκευή, ενώ, σύμφωνα με το άρθρο 6, για τις διανυόμενες μηνιαίως Κυριακές εν πλω και στο λιμένα καταβάλλεται ιδιαίτερη αμοιβή, υπό τύπο επιδόματος, για τις μέχρι οκταώρου εργασίες κατά Κυριακή, ανερχόμενη μηνιαίως σε ποσοστό 22% επί του βασικού μισθού. Όπως διευκρινίζεται δε με την § 2 του ίδιου άρθρου, το επίδομα αυτό θα καταβάλλεται σε όλο το πλήρωμα και για όλες τις Κυριακές, ανεξαρτήτως παροχής εκ μέρους τούτου υπηρεσίας. Η διευκρίνιση αυτή έχει προδήλως την έννοια ότι, εάν παρασχεθεί παρά ταύτα εργασία εντός του οκταώρου, αυτή δεν θεωρείται υπερωριακή, αλλά εμπίπτει στην αμοιβή του 22% του βασικού μισθού, που καλύπτει το επίδομα αυτό, ενώ υπερωριακή είναι η πέραν του οκταώρου εργασία της Κυριακής (ΜονΕφΠειρ 328/2014 ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 626/2014 ΕλλΔνη 2015.508, όπου και περαιτέρω παραπομπές στη νμλγ), αμειβομένη, όμως, με προσαύξηση 25% και όχι 50% (ΕφΠειρ 630/2014 ΤΝΠ Νόμος,  ΕφΠειρ 735/2006 ΕΝαυτΔ 34/351, ΕφΠειρ 567/2005 ΕΝαυτΔ 33/345). Επίσης, εξ ολοκλήρου υπερωριακά αμείβεται και η εργασία που παρέχεται κατά τα Σάββατα και τις αργίες, δηλαδή την 1η του έτους, την εορτή των Θεοφανείων, την Καθαρά Δευτέρα, την 25η Μαρτίου, τη Μεγάλη Παρασκευή, την Δευτέρα του Πάσχα, την εορτή του Αγίου Γεωργίου, την 1η Μαΐου, την εορτή της Αναλήψεως, την 15η Αυγούστου, την 14η Σεπτεμβρίου, την 28η Οκτωβρίου, την εορτή του Αγίου Νικολάου, την εορτή των Χριστουγέννων, την 26η Δεκεμβρίου και τις καθορισμένες ως ημέρες αργίας τοπικές εορτές ελληνικών λιμένων ναυλοχίας του πλοίου, όπως προκύπτει από το σχετικό άρθρο 18 των εν λόγω Σ.Σ.Ν.Ε. Η πρόσθετη υπερωριακή απασχόληση κατά τα Σάββατα και τις ως άνω αργίες αμείβεται ανά ώρα με βάση το ωρομίσθιο, που κατ’ άρθρο 13 § 1 της ιδίας Σ.Σ.Ν.Ε. εξευρίσκεται δια της διαίρεσης του μισθού ενεργείας, όπως αυτός καθορίζεται στη διάταξη του άρθρου 1 § 1 αυτής, δια του αριθμού των ωρών της μηνιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης των ναυτικών, δηλαδή δια του αριθμού εκατόν εβδομήντα τρία (52 εβδομάδες του έτους 12 μήνες = 4,33 Χ 40 ώρες εβδομαδιαίας υποχρεωτικής απασχόλησης = 173). Ακολούθως, το ωρομίσθιο προσαυξάνεται κατά 50% (άρθρο 13 § 5). Επίσης, η υπερωριακή εργασία, που παρέχεται κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές (πέραν του πρώτου οκταώρου εργασίας), αμείβεται ανά ώρα με το ωρομίσθιο προσαυξημένο κατά 25% (άρθρο 13 § 2). Εν προκειμένω εκ των προαναφερθέντων αποδεικτικών μέσων αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων, κατά τα επίδικα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της εναγομένης, με την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, κατά τα οποία επίσης είχαν ναυτολογηθεί και απασχολούνταν στο ίδιο πλοίο 4 θαλαμηπόλοι, και 3 – 4 επίκουροι θαλαμηπόλοι, είχε επιφορτισθεί, καθημερινά, συμπεριλαμβανομένων Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, πέραν της επιστασίας και επίβλεψης της καλής εκτέλεσης της εργασίας των άλλων θαλαμηπόλων και επίκουρων, οι οποίοι σημειωτέον ότι στο εν λόγω πλοίο δεν απασχολούντο σε φυλακές (βάρδιες), με την προετοιμασία, καθαρισμό, ευπρεπισμό και ευταξία των χώρων των σαλονιών του πλοίου, που σημειωτέον ότι δε διαθέτει καμπίνες, για την υποδοχή των επιβατών, επί μία (1) ώρα κάθε πρωΐ, προ της έναρξης των ημερησίων δρομολογίων του, αλλά και μετά τον κατάπλου του στο λιμένα αφετηρίας άμα τη εκτελέσει και του τελευταίου δρομολογίου της ημέρας επί 30 λεπτά κατά μέσο όρο, προκειμένου να είναι έτοιμοι προς χρήση για την πραγματοποίηση των δρομολογίων της επόμενης ημέρας, με την τροφοδοσία και ανεφοδιασμό των συνολικά τριών (3) μπαρ του πλοίου κατά τη θερινή περίοδο (ενός κατά τη χειμερινή), και τον έλεγχο της επάρκειας των πωλουμένων προς τους επιβάτες ειδών, όπερ περιελάμβανε και τη διενέργεια τηλεφωνικώς των απαιτουμένων παραγγελιών, αλλά ενίοτε και την προμήθεια (αγορά) από τον ίδιο στους λιμένες αφετηρίας ή προορισμού των ειδών, που διατίθεντο σ’αυτά, προς εξασφάλιση της διαθεσιμότητάς τους προς κατανάλωση από τους επιβάτες και το πλήρωμα, κατόπιν καταγραφής των ελλείψεων, με την κατά τον πλου εξυπηρέτηση των πελατών του συγκεκριμένου μπαρ, στο οποίο απασχολείτο με τη συνδρομή ενός επίκουρου, με την υποδοχή και επιτήρηση της επιβίβασης και αποβίβασης των επιβατών στις κυλιόμενες κλίμακες του πλοίου, με τη μέριμνα για την ικανοποίηση των αναγκών τους κατά τη διάρκεια του πλου διά της παροχής προς αυτούς κάθε δυνατής περιποίησης και άνεσης, με τη φροντίδα των τυχόν μεταφερομένων με το πλοίο ασθενών, την εν πλω διενέργεια επιθεωρήσεων στους χώρους των σαλονιών για την τήρηση της καθαριότητας και της τάξης, αλλά ενίοτε και με την εξυπηρέτηση του πληρώματος στη γέφυρα, την εκτέλεση και κατά τον πλου όσο αυτό ήταν δυνατόν, όσο και κυρίως πριν αλλά και μετά το πέρας κάθε δρομολογίου, εργασιών καθαριότητας και τακτοποίησης του χώρου στο μπαρ, στο οποίο εργαζόταν, καθώς και με την εκφώνηση των ανακοινώσεων όποτε έδει. Αποδείχθηκε επίσης ότι το συγκεκριμένο πλοίο κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεων του ενάγοντος σ’αυτό εκτελούσε ως επί το πλείστον ημερησίως 4 κυκλικά πορθμειακά δρομολόγια κυρίως από Κυλλήνη προς Ζάκυνθο, διάρκειας εκάστου (ήτοι από το λιμένα αφετηρίας στο λιμένα προορισμού μετ’επιστροφής) 2 ωρών και 30 λεπτών, χωρίς την προσέγγιση ενδιάμεσων λιμένων, με αποτέλεσμα οι πλεύσιμες ώρες του να ανέρχονται καθημερινά κατά βάση σε 10, με ώρα έναρξης των πορθμειακών δρομολογίων περί την 6.00 και λήξης τους περί τις 22.30, και διάρκεια παραμονής στο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού 30 – 40 λεπτών κάθε φορά κατά μέσο όρο προ του απόπλου, ενώ τα ακτοπλοϊκά δρομολόγια του πλοίου, που εκτελέσθηκαν κατά το χρονικό διάστημα από 6.10.2015 έως 26.1.2016, άρχοντο συνήθως στις 6.40 και ολοκληρώνονταν ενίοτε περί τις 16.45 και ενίοτε κατά τις βραδυνές ώρες από ώρα 21.00 έως ώρα 22.50.  Με βάση όλα τα προεκτεθέντα και ενόψει ιδίως: α) Των συνθηκών και περιστάσεων που επικρατούσαν κατά την απασχόληση του ενάγοντος επί του εν λόγω πλοίου, το οποίο ήταν δρομολογημένο σε τακτικές πορθμειακές, αλλά για το προαναφερθέν χρονικό διάστημα και σε ακτοπλοϊκές γραμμές,  όπως συνομολογήθηκε από την εναγόμενη, και της αυξομείωσης της επιβατικής κίνησης ανάλογα με τις περιόδους του έτους, καθώς, σύμφωνα με τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, κατά τους θερινούς μήνες η κίνηση είναι αυξημένη, και μειωμένη κατά τους λοιπούς, με συνακόλουθη μείωση, όμως, του ναυτολογημένου προσωπικού της υπηρεσίας ενδιαιτημάτων του πλοίου, συνεκτιμωμένων των ως άνω δρομολογιακών γραμμών, που εξυπηρετούσε, της διάρκειας αυτών και του μεταξύ του κάθε δρομολογίου χρόνου παραμονής του πλοίου στο λιμένα αφετηρίας ή προορισμού, αλλά και του αριθμού των θαλαμηπόλων, που ήταν ναυτολογημένοι στο ίδιο πλοίο συγχρόνως με τον ενάγοντα, β) της σταθερής καταβολής σ’αυτόν από την εναγόμενη κάθε μήνα χρηματικών ποσών για αμοιβή υπερωριακής εργασίας, όπως προκύπτει από τις προσκομιζόμενες  μηνιαίες αποδείξεις μισθοδοσίας του ολοκλήρου του επιδίκου χρονικού διαστήματος, γ) της φύσης και του αντικειμένου της απασχόλησής του με βάση την ειδικότητα, με την οποία ναυτολογήθηκε και εργάσθηκε, κατά τα προεκτεθέντα, και των εν γένει ιδιαιτεροτήτων της ναυτικής εργασίας, στην οποία οι ώρες ευθύνης ή ετοιμότητας του ναυτικού στο πλοίο δε μπορούν να χαρακτηριστούν ως χρόνος υπερωριακής εργασίας του, εφόσον λόγω της φύσης του επαγγέλματός του βρίσκεται εκ των πραγμάτων σε διαρκή ετοιμότητα παροχής υπηρεσιών υπακούοντας στις διαταγές των προϊσταμένων του, κατ’ άρθρον 57 παρ 1 του ΚΙΝΔ (βλ. ΕφΠειρ 45/2010 ΕΝαυτΔ 2010.405, ΜονΕφΠειρ 231/2013 ΕΝαυτΔ 2013.220, ΕφΠειρ 548/2001 ΕΕργΔ 61.340, Ι. Ληξουριώτη «Ατομικές Εργασιακές Σχέσεις» εκδ. 3η σελ. 160), με αποτέλεσμα ο χρόνος παραμονής του στο πλοίο να μην ισοδυναμεί εκ των πραγμάτων με χρόνο πραγματικής απασχόλησής του σ’αυτό, και δ) των διδαγμάτων της κοινής πείρας και λογικής, το Δικαστήριο οδηγείται στην κρίση ότι ο μέσος όρος της συνολικής ημερήσιας εργασίας του στο συγκεκριμένο πλοίο ανερχόταν σε 14 ώρες, ήτοι ότι αυτός, προκειμένου να ανταποκριθεί στα καθήκοντά του, που αφορούν τις ως άνω εργασίες, πραγματοποιούσε υπερωριακή εργασία, πέραν του προβλεπομένου στις εφαρμοστέες ΣΣΝΕ οκταώρου της ημερήσιας απασχόλησής του, για την εκτέλεση των οποίων δεν επαρκεί εκ των πραγμάτων απασχόληση μόνον οκτώ ωρών, όπως ορθά εκτιμώντας τις αποδείξεις, δέχθηκε και το  πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του, απορριπτομένων, συνακόλουθα, ως αβασίμων, αφενός μεν του πέμπτου λόγου της ένδικης έφεσης της εναγομένης, με τον οποίο αυτή ισχυρίζεται ότι ο ενάγων ουδέποτε απασχολήθηκε υπερωριακά στο πλοίο της, αφετέρου δε του δεύτερου λόγου της ισχύουσας ως αντέφεσης εκπρόθεσμης έφεσης του ιδίου του ενάγοντος, με τον οποίο αυτός καθ’υπερβολήν διατείνεται ότι εργαζόταν καθημερινά επί 18 ώρες. Το γεγονός ότι το ως άνω πλοίο τα ένδικα χρονικά διαστήματα ταξίδευε με πλήρη σύνθεση πληρώματος δεν αναιρεί την κρίση του Δικαστηρίου ως προς την ανάγκη παροχής από τον ενάγοντα εργασίας ημερησίως πέραν των ως άνω καθορισμένων ορίων, καθώς η πληρότητα ως προς την οργανική σύνθεση του πληρώματος του πλοίου αποσκοπεί στην ασφάλεια αυτού κατά τη διάρκεια των πλόων του και δεν συνεπάγεται αυτονοήτως την ανυπαρξία ανάγκης για υπερωριακή εργασία. Επιπροσθέτως, όσον αφορά τις προσκομιζόμενες από την εναγόμενη μηνιαίες καταστάσεις, οι οποίες τιτλοφορούνται ως «ΑΡΧΕΙΟ ΩΡΩΝ ΑΝΑΠΑΥΣΗΣ ΝΑΥΤΙΚΩΝ», και αφορούν στον ενάγοντα, έχουν υπογραφεί από τον πλοίαρχο του ως άνω πλοίου και τον ίδιο τον ενάγοντα, από τον οποίο και συντάσσονταν κατόπιν οδηγιών του πλοιάρχου, και θεωρηθεί από το αρμόδιο λιμεναρχείο, και στις οποίες φέρεται να απεικονίζονται οι ώρες εργασίας και ανάπαυσης του ενάγοντος για όλους τους μήνες των ανωτέρω διαστημάτων των ναυτολογήσεών του στο πλοίο αυτό, εκ του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων, που λήφθηκαν υπόψη, προέκυψε ότι οι σχετικές επ’αυτών εγγραφές δεν είναι ακριβείς και δεν ανταποκρίνονται στην πραγματικότητα αναφορικά με τη διάρκεια της ημερήσιας απασχόλησης του ενάγοντος, όπως βασίμως ο τελευταίος ισχυρίζεται, καθώς πράγματι αυτός εργαζόταν υπερωριακώς κατά τα προεκτεθέντα, και η τήρηση αυτών είχε τυπικό και μόνον χαρακτήρα, καθώς συντάσσονται από όλα τα πλοία και παραδίδονται στις αρμόδιες λιμενικές αρχές, προκειμένου να εμφαίνεται συμμόρφωση με τη νομοθεσία για την ανάπαυση των ναυτικών, η δε υπογραφή από πλευράς του των εγγράφων αυτών, στα οποία έχουν καταχωρηθεί λιγότερες ώρες υπερωριακής εργασίας του από τις πραγματικές, δεν ενέχει χωρίς άλλο, παραίτησή του από τα νόμιμα δικαιώματά του. Ακόμη όμως κι αν ήθελε γίνει δεκτό ότι η υπογραφή αυτή συνιστά παραίτηση, υπό τη μορφή της άφεσης χρέους κατ’άρθρο 454 του ΑΚ, και πάλι στερείται εννόμου επιρροής, καθώς κατά γενική αρχή του εργατικού δικαίου, συναγόμενη από τις διατάξεις των άρθρων 3, 174, 180, 679 ΑΚ, 8 Ν 2112/1920, 5 παρ. 1 α.ν. του 539/1945, 8 παρ.4 του νδ 4020/1920 και 8 παρ.4 του ν.δ/τος 4020/1959, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά, δε συγχωρείται και άρα είναι άκυρη η παραίτηση του εργαζομένου από το δικαίωμα να λάβει τα κατά νόμο ελάχιστα όρια των αποδοχών του, καθώς και η παραίτηση από άλλα δικαιώματά του, που απορρέουν από τη σχέση εργασίας του, και αναγνωρίζονται από κανόνες δημόσιας τάξης, όπως είναι το δικαίωμά του για την καταβολή της νόμιμης αμοιβής του από την υπερωριακή του απασχόληση, ανεξαρτήτως αν η οικεία αξίωση έχει ή δεν έχει ακόμη γεννηθεί (ΑΠ 1554/2011, ΑΠ 1569/2017, Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος). Αποδείχθηκε επίσης ότι ο ενάγων κατά το χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του από 1.3.2016 έως 27.3.2016, κατά το οποίο το πλοίο τελούσε σε ακινησία διότι πραγματοποιούσε εργασίες επισκευής, δεν εργάσθηκε υπερωριακά, όπως επίσης έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται από τους διαδίκους με τα ένδικα μέσα, που άσκησαν. Επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ο ενάγων δικαιούται πρόσθετης αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση στο πλοίο της εναγομένης. Ειδικότερα για τα χρονικά διαστήματα των ναυτολόγησεών του, κατά τα οποία το εν λόγω πλοίο εκτελούσε δρομολόγια πορθμείου, και συγκεκριμένα από 21.7.2015 έως 5.10.2015, από 28.3.2016 έως 11.4.2016, και από 10.5.2016 έως 11.11.2016, με αποτέλεσμα, όπως προεκτέθηκε, εφαρμοστέα να τυγχάνει επί των όρων εργασίας και των αποδοχών του η ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων των Πορθμείων Εσωτερικού του έτους 2014, δικαιούται τα κάτωθι αναφερόμενα ποσά: A) Για το χρονικό διάστημα από 21.7.2015 έως 5.10.2015 για την εργασία του επί 66 καθημερινές το συνολικό ποσό των 3.096,72 ευρώ, για την εργασία του επί 11 Σάββατα και 3 αργίες, το συνολικό ποσό των 1.823,92 ευρώ, και για την εργασία του επί 11 Κυριακές το συνολικό ποσό των 687,72 ευρώ,  και συνολικά το ποσό των 5.608,36 ευρώ. Β) Για το χρονικό διάστημα από 28.3.2016 έως 11.4.2016, για την εργασία του επί 11 καθημερινές το ποσό των 516,12 ευρώ, για την εργασία του επί 2 Σάββατα το ποσό των 260,56 ευρώ, και για την εργασία του επί 2 Κυριακές το ποσό των 125,04 ευρώ, και συνολικά το ποσό των 901,72 ευρώ, όπως έγινε δεκτό και με την εκκαλουμένη απόφαση. Πρέπει, επίσης, να επισημανθεί ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί του ύψους της οφειλομένης στον ενάγοντα αμοιβής για την υπερωριακή του απασχόληση στο εν λόγω πλοίο της εναγομένης κατά τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα, και ειδικότερα οι παραδοχές του, που αναφέρονται στο συγκεκριμένο τρόπο μαθηματικού υπολογισμού των χρηματικών ποσών, τα οποία έγινε τελικά δεκτό ότι δικαιούται να λάβει για τη συγκεκριμένη αιτία,  μεταξύ δε αυτών οι παραδοχές, που αναφέρονται στο ύψος του ωρομισθίου του ενάγοντος, όπως αυτό διαμορφώνεται με τις προβλεπόμενες στην εφαρμοστέα ΣΣΝΕ προσαυξήσεις, με βάση το οποίο λαμβάνει χώρα ο αριθμητικός υπολογισμός της αμοιβής του, και στον αριθμό των καθημερινών, Σαββάτων, Κυριακών και αργιών, που περιλαμβάνονται στα ως άνω χρονικά διαστήματα, δεν πλήττονται ειδικά από τους διαδίκους με τα ένδικα μέσα, που άσκησαν, αλλά μόνον οι παραδοχές, που αφορούν στη διάρκεια της ημερήσιας εργασίας του στο πλοίο αυτό και στις εφαρμοστέες ΣΣΝΕ κατά τα προεκτεθέντα. Γ) Για το χρονικό διάστημα από 10.5.2016 έως 11.11.2016: 1) Για την υπερωριακή εργασία του κατά 6 ώρες πέραν του οκταώρου (συνολική ημερήσια απασχόλησή του επί 14 ώρες κατά τα προεκτεθέντα) επί 128 καθημερινές, και όχι επί 130, όπως εσφαλμένα δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, διότι στις 22 και 23 Σεπτεμβρίου του ανωτέρω έτους (ημέρες Πέμπτη και Παρασκευή αντίστοιχα) δεν εργάσθηκε, λόγω συμμετοχής του στην εξαγγελθείσα και πραγματοποιηθείσα κατά τις ημέρες αυτές 48ωρη απεργία της Πανελλήνιας Ναυτικής Ομοσπονδίας (Π.Ν.Ο.), και βασίμως ισχυρίζεται η εναγόμενη με τον έκτο λόγο της ένδικης έφεσής της, και δεν αμφισβητείται από τον ενάγοντα, με το ωρομίσθιό του προσαυξημένο κατά 25% για τις 4 πρώτες ώρες εργασίας του πέραν του οκταώρου, και κατά 100% για τις υπόλοιπες 2 ώρες, όπως αναφέρθηκε στη μείζονα σκέψη, του οφείλεται το συνολικό ποσό των 6.005,76 ευρώ [3.338,24 ευρώ (6,52 ευρώ Χ 4 ώρες Χ 128 ημέρες =3.338,24 ευρώ) +2.667,52 ευρώ (10,42 ευρώ Χ 2 ώρες Χ 128 ημέρες = 1.589,76 ευρώ)], 2) για την υπερωριακή εργασία του επί 26 Σάββατα και επί 4 αργίες του ιδίου χρονικού διαστήματος το συνολικό ποσό των 3.908,40 ευρώ και 3) για την υπερωριακή εργασία του επί 26 Κυριακές του ιδίου χρονικού διαστήματος το συνολικό ποσό των 1.625,52 ευρώ, με την επισήμανση ότι ο τρόπος υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο των υπ’αριθμ. 2 και 3 ποσών, που κρίθηκαν με την εκκαλουμένη απόφαση ως οφειλόμενα, δεν πλήττεται από τους διαδίκους, και συνολικά για το ανωτέρω χρονικό διάστημα δικαιούται το ποσό των 11.539,68 ευρώ. Περαιτέρω για το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του από 6.10.2015 έως 26.1.2016, κατά το οποίο το εν λόγω πλοίο εκτελούσε ακτοπλοϊκά δρομολόγια, όπως προεκτέθηκε, εφαρμοστέα τυγχάνει επί των όρων εργασίας και των αποδοχών του η ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων του έτους 2014, σύμφωνα με την οποία, εφόσον εργάσθηκε πέραν των 8 ωρών, που καθορίζονται στο άρθρο 11 αυτής ως ώρες υποχρεωτικής ημερήσιας εργασίας για όλους τους ναυτικούς, εν πλω και στο λιμάνι, και δη επί 6 ώρες επιπλέον κατά τις καθημερινές και τις Κυριακές, και επί 14 ώρες κατά τα Σάββατα και τις αργίες της συγκεκριμένης χρονικής περιόδου, όπερ θεωρείται παροχή υπερωριακής εργασίας εξ ολοκλήρου, όπως εκτέθηκε στη μείζονα σκέψη, δικαιούται τα κάτωθι αναφερόμενα ποσά: Α) Για το χρονικό διάστημα από 6.10.2015 έως 30.11.2015 για την εργασία του επί 34 καθημερινές, εκτός από 2/11, 3/11, 4/11, 5/11 και 12/11, όταν και δεν εργάσθηκε λόγω συμμετοχής του σε απεργία, και επί 8 Κυριακές, καθώς και επί 8 Σάββατα και 1 αργία, το ποσό των 2.109,24 ευρώ και των 1.265,04 ευρώ αντίστοιχα, και συνολικά το ποσό των 3.374,28 ευρώ. Β) Για το χρονικό διάστημα από 1.12.2015 έως 17.12.2015, για την εργασία του επί 10 καθημερινές, πλην των 3/12 και 15/12, κατά τις οποίες δεν εργάσθηκε, διότι το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια και επί 2 Κυριακές, καθώς και επί 2 Σάββατα και 1 αργία, το ποσό των 602,64 ευρώ και των 421,68 ευρώ αντίστοιχα, ήτοι συνολικά το ποσό των 1.024,32 ευρώ. Γ) Για το χρονικό διάστημα από 18.12.2015 έως 26.1.2016, για την εργασία του επί 17 καθημερινές εκτός των 19,20,21 και 26/1, κατά τις οποίες δεν εργάσθηκε διότι το πλοίο δεν εκτέλεσε δρομολόγια και επί 6 Κυριακές, καθώς και επί 6 Σάββατα και 4 αργίες, το ποσό των 1.155,06 ευρώ και των 1.405,60 ευρώ αντίστοιχα, και συνολικά το ποσό των 2.560,66 ευρώ, με την επισήμανση ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί των οφειλομένων ποσών της αμοιβής της υπερωριακής απασχόλησης του ενάγοντος για το χρονικό διάστημα από 6.10.2015 έως 2016, και ειδικότερα ο τρόπος υπολογισμού τους στο ανωτέρω ύψος, δεν πλήττεται ειδικά από τους διαδίκους με τα ένδικα μέσα που άσκησαν. Αποδείχθηκε επίσης ότι η εναγόμενη έχει καταβάλει στον ενάγοντα ως αμοιβή του για υπερωρίες για το χρονικό διάστημα από Αύγουστο του 2015 έως Ιανουάριο του 2016 το συνολικό ποσό των 9.819,37 ευρώ, δεδομένου ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου επί των επιμέρους χρηματικών ποσών, που καταβλήθηκαν σ’αυτόν κάθε μήνα του ανωτέρω χρονικού διαστήματος για την ως άνω αιτία, και ειδικότερα αναφέρονται στην εκκαλούμενη απόφαση, αθροιζόμενα στο ανωτέρω ποσό, δεν πλήττεται από τους διαδίκους με τα ένδικα μέσα που άσκησαν. Ο ισχυρισμός της εναγομένης, που ουσιαστικά προβάλλεται με τον έβδομο λόγο της έφεσής της, όπως αυτός εκτιμάται δεόντως από το παρόν Δικαστήριο, ότι έχει επίσης καταβληθεί για την ίδια αιτία στον ενάγοντα κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2015 επιπλέον και το ποσό των 1.924,55 ευρώ, όπως προκύπτει από την προσκομιζόμενη απόδειξη μισθοδοσίας του για το μήνα αυτό, που εσφαλμένα δεν συνυπολογίσθηκε από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στα προς αυτόν καταβληθέντα για τη συγκεκριμένη αιτία χρηματικά ποσά, πρέπει ν’απορριφθεί ως ουσιαστικά αβάσιμος, καθώς το εν λόγω ποσό η ίδια η εναγόμενη με τις προτάσεις της, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, αιτιολογημένα δεν το συμπεριέλαβε στα ποσά, που ανέφερε ότι του κατέβαλε ως αμοιβή του για πραγματοποιηθείσες υπερωρίες κατά το μήνα Ιούλιο του έτους 2015, στο πλαίσιο της προβληθείσας ένστασής της πλήρους και ολοσχερούς εξοφλησης της αξίωσής του αυτής (υπολογίζοντας, όμως, εσφαλμένα, τα ποσά, που κατά την ίδια του οφείλονται για υπερωριακή του απασχόληση με βάση τις ώρες εργασίας του, που έχουν καταγραφεί στα μηνιαία αρχεία ωρών ανάπαυσης ναυτικού) και προς θεμελίωση της βάσης της ως άνω ένστασής της, μη αθροίζοντάς το με τις λοιπές καταβολές της. Ενόψει τούτων, καθώς  ο ενάγων εδικαιούτο το συνολικό ποσό των 12.567,62 ευρώ ως αμοιβή του για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες του κατά το εν λόγω χρονικό διάστημα (5.608,36 ευρώ + 3.374,28 ευρώ + 1.024,32 + 2.560,66 ευρώ), αφαιρεθέντος του ως άνω συνολικού ποσού, που έλαβε για την αιτία αυτή κατά το συγκεκριμένο διάστημα των 9.819,37 ευρώ, κατά παραδοχήν της προβληθείσας σχετικής ένστασης της εναγομένης, εξακολουθεί να του οφείλεται η διαφορά ποσού 2.748,25 ευρώ. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι ο ενάγων έλαβε ως αμοιβή για υπερωριακή του απασχόληση κατά τους μήνες Μάρτιο και Απρίλιο του 2016  το συνολικό ποσό των 1.611,30 ευρώ, ενώ, σύμφωνα με όσα προεκτέθηκαν, για το διάστημα της ναυτολόγησής του από 1.3.2016 έως 11.4.2016 εδικαιούτο το ποσό των 901,72 ευρώ, με αποτέλεσμα ουδέν να του οφείλεται πλέον, όπως ορθά έγινε δεκτό από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά παραδοχήν της υποστηρίζουσας τα ανωτέρω ένστασης εξόφλησης της εναγομένης, χωρίς η κρίση του αυτή να πλήττεται ειδικά από τους διαδίκους με τα ένδικα μέσα που άσκησαν. Τέλος, για το χρονικό διάστημα από 10.5.2016 έως 11.11.2016 ο ενάγων έλαβε από την εναγόμενη ως αμοιβή του για υπερωρίες το συνολικό ποσό των 8.635,46 ευρώ, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που δέχθηκε τη σχετική ένσταση της εναγομένης, και δεν προσβάλλεται από τους διαδίκους με τα ένδικα μέσα, που άσκησαν, ενώ εδικαιούτο το συνολικό ποσό των 11.539,68 ευρώ, κατά τα προεκτεθέντα, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά ποσού 2.904,22 ευρώ, και όχι του ποσού των 3.028,06 ευρώ, όπως εσφαλμένα εκτιμώντας τις αποδείξεις δέχθηκε το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, κατά παραδοχήν ως βασίμου του έκτου λόγου της έφεσης της εναγομένης, απορριπτομένου ως αβασίμου του δευτέρου λόγου της ισχύουσας ως αντέφεσης εκπρόθεσμης έφεσης του ενάγοντος.

Σύμφωνα με το άρθρο 5 της εν προκειμένω εφαρμοστέας ΣΣΝΕ του έτους 2014 για τα Πληρώματα Πορθμείων Εσωτερικού ο ενάγων δικαιούται αδείας 3,5 ημερών για κάθε μήνα της ναυτολόγησής του και η αποζημίωση αυτής, όταν δε χορηγείται, υπολογίζεται με βάση το μισθό ενεργείας του της ειδικότητας του θαλαμηπόλου των 901,72 ευρώ, πλέον επιδόματος Κυριακής (198,38 ευρώ) και αντιτίμου τροφής, το οποίο ανέρχεται μηνιαίως στο ποσό των 387,17 ευρώ (άρθρο 3 της Σύμβασης αυτής), ενώ το ημερομίσθιο για την αποζημίωση υπολογίζεται στο 1/22 του βασικού μισθού. Αντίστοιχα με βάση την εν προκειμένω εφαρμοστέα ΣΣΝΕ για τα Πληρώματα των Επιβατηγών – Ακτοπλοϊκών Πλοίων του ιδίου έτους και δη το άρθρο 15 αυτής, η αποζημίωση της αδείας, που ορίζεται σε 5 ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας για όσους έχουν συμπληρώσει διετή θαλάσσια υπηρεσία, όπως ο ενάγων, υπολογίζεται ομοίως επί του μισθού ενεργείας των 1.157,99 ευρώ για την ειδικότητα του θαλαμηπόλου, πλέον του επιδόματος Κυριακών των 254,76 ευρώ και του αντιτίμου τροφής, που καθορίζεται στο άρθρο 3 της ανωτέρω ΣΣΝΕ σε 19,21 ευρώ ημερησίως. Εν προκειμένω αποδείχθηκε ότι στον ενάγοντα κατά το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του στο ανωτέρω πλοίο δε χορηγήθηκαν οι προβλεπόμενες στις εν προκειμένω εφαρμοστέες ΣΣΝΕ ημέρες αδείας, που ανέρχονται για τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του, για τα οποία εφαρμόζεται η ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων των Πορθμείων Εσωτερικού του έτους 2014, σε 3,5 ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας του, όπως ορίζεται στο άρθρο 5 της ανωτέρω Συλλογικής Σύμβασης, και σε 5 ημέρες για κάθε μήνα υπηρεσίας του για τα κατωτέρω αναφερόμενα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του, για τα οποία εφαρμόζεται η ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων των Επιβατηγών Οχηματαγών Πλοίων του έτους 2014, ήτοι για το χρονικό διάστημα από 6.10.2015 έως 26.1.2016, όπως έχει ήδη αναφερθεί, αλλά και για το διάστημα από 1.3.2016, έως 27.3.2016, κατά τα κατωτέρω αναφερόμενα, με αποτέλεσμα να δικαιούται της οριζόμενης αποζημίωσης, της κρίσης αυτής του Δικαστηρίου τούτου μη αναιρουμένης πειστικά εκ των εγγραφών των ανωτέρω μηνιαίων καταστάσεων (έντυπα που τιτλοφορούνται «ώρες ανάπαυσης ναυτικού»), που προσκομίζει η εναγόμενη, η οποία σημειωτέον ότι στον πρώτο βαθμό ουσιαστικά συνομολόγησε το γεγονός της μη χορήγησης στον ενάγοντα αδείας κατά τις ναυτολογήσεις του, και εκ των οποίων (εγγραφών) προκύπτει, όπως η ανωτέρω αβάσιμα ισχυρίζεται με τον όγδοο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, ότι ο ενάγων έλαβε τις προβλεπόμενες ημέρες αδείας του για τους μήνες Σεπτέμβριο έως και Δεκέμβριο του έτους 2015, όπερ εσφαλμένα δεν έγινε δεκτό με την εκκαλουμένη απόφαση, καθώς οι ως άνω εγγραφές κρίνονται ως ανακριβείς και έχουσες τυπικό και μόνον χαρακτήρα, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ενώ οι επίσης αναφερόμενες στο εφετήριο ημέρες συμμετοχής του ενάγοντος σε απεργία είναι προφανές, και αληθούς τούτου υποτιθεμένου, ότι δε μπορούν να θεωρηθούν ως ημέρες χορηγηθείσης προς αυτόν αδείας. Πρέπει επίσης να σημειωθεί ότι για τον υπολογισμό της αποζημίωσης αδείας του ενάγοντος, που αφορά στο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του από 1.3.2016 έως 27.3.2016, κατά το οποίο το πλοίο δεν εκτελούσε δρομολόγια, αλλά παρέμεινε σε ακινησία για τη διενέργεια επισκευών, θα εφαρμοσθούν οι διατάξεις της ΣΣΝΕ για τα μέλη των Πληρωμάτων των Επιβατηγών/Ακτοπλοϊκών Πλοίων, εν προκειμένω του έτους 2014, όπερ συνομολογήθηκε από την εναγόμενη, με τις προτάσεις, τις οποίες κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στον πρώτο βαθμό, στο σημείο αυτών, που αναφέρεται στο σχετικό αγωγικό κονδύλιο. Επομένως, οι προβαλλόμενες από τον ενάγοντα αιτιάσεις με τον τρίτο λόγο της ισχύουσας ως αντέφεσης εκπρόθεσμης έφεσής του, που αφορούν σε σφάλμα του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, το οποίο δε δέχθηκε την επικαλούμενη στην αγωγή του εφαρμογή καθόλο το χρονικό διάστημα των ναυτολογήσεών του, ως προς την αξίωσή του για την επιδίκαση της αποζημίωσης των μη χορηγηθεισών αδειών του, των ΣΣΝΕ των Μελών των Πληρωμάτων των Επιβατηγών/Ακτοπλοϊκών Πλοίων, καθώς και οι αιτιάσεις της εναγομένης, που περιλαμβάνονται στον όγδοο λόγο της δικής της έφεσης, σύμφωνα με τις οποίες α) εσφαλμένα με την εκκαλουμένη απόφαση κρίθηκε ότι για τα ανωτέρω χρονικά διαστήματα το εν λόγω αγωγικό κονδύλιο θα πρέπει να υπολογισθεί με βάση τη ΣΣΝΕ της ακτοπλοΐας, και β) ο ενάγων, άλλως, ουδέν ποσό δικαιούται για την αιτία αυτή πέραν του συμφωνηθέντος κλειστού μηνιαίου μισθού του, πρέπει ν’απορριφθούν ως αβάσιμες. Ενόψει τούτων ο ενάγων δικαιούται ως αποζημίωση για τη μη χορήγηση προς αυτόν των προβλεπομένων στις εκάστοτε ισχύσασες ΣΣΝΕ ημερών αδείας κατά τη διάρκεια των ναυτολογήσεών του τα κάτωθι αναφερόμενα χρηματικά ποσά:1) Για το χρονικό διάστημα από 21.7.2015 έως 5.10.2015 το ποσό των 567,92 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε κατά το διάστημα αυτό το συνολικό ποσό των 150,03 ευρώ, και, συνεπώς, του οφείλεται η διαφορά ποσού 417,89 ευρώ, 2) για το χρονικό διάστημα από 6.10.2015 έως 26.1.2016 το ποσό των 1.659,95 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε συνολικά κατά το διάστημα αυτό το ποσό των 565,11 ευρώ, και, επομένως, του οφείλεται η διαφορά ποσού 1.094,84 ευρώ, 3) για το χρονικό διάστημα από 1.3.2016 έως 27.3.2016 το ποσό των 408,66 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε το ποσό των 150,03 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 258,63 ευρώ, 4) για το χρονικό διάστημα από 28.3.2016 έως 11.4.2016 το ποσό των 116,96 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε κατά το μήνα Απρίλιο το ποσό των 100,02 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 16,94 ευρώ και 5) για το χρονικό διάστημα από 10.5.2016 έως 11.11.2016 το ποσό των 1.360,97 ευρώ, έναντι του οποίου έλαβε συνολικά κατά το διάστημα αυτό το ποσό των 915.17 ευρώ, και, συνεπώς, του οφείλεται η διαφορά ποσού 445,80 ευρώ. Λεκτέον ότι α) για τους μήνες των ναυτολογήσεων του ενάγοντος,  κατά τους οποίους ο ανωτέρω δεν εργάσθηκε και τις 30 ημέρες, ορθά το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο υπολόγισε την αποζημίωση λόγω της μη χορήγησης προς αυτόν αδείας, την οποία εδικαιούτο, με βάση τον αριθμό των ημερών αδείας, που αναλογούν στις ημέρες, κατά τις οποίες πράγματι είχε ναυτολογηθεί και εργάσθηκε στο πλοίο κατά το συγκεκριμένο μήνα, και όχι των ημερών αδείας, που προβλέπεται στις εν προκειμένω εφαρμοστέες ΣΣΝΕ ότι δικαιούται ο ναυτικός εφόσον έχει εργασθεί έναν πλήρη μήνα, του επίσης περιληφθέντος στον όγδοο λόγο της κρινόμενης έφεσης της εναγομένης ισχυρισμού της ότι ο ενάγων κατά τους μήνες αυτούς δεν εδικαιούτο καθόλου αδείας, συνακόλουθα, απορριπτομένου ως αβασίμου, β) τα χρηματικά ποσά, που αναφέρεται από την εναγόμενη στο πλαίσιο του ιδίου λόγου της έφεσής της, και δη στο τελευταίο σκέλος αυτού, πως καταβλήθηκαν από την ίδια στον ενάγοντα ως αποζημίωση αδείας του καθόλο το επίδικο χρονικό διάστημα, προς θεμελίωση της επαναπροβληθείσας ένστασής της πλήρους και ολοσχερούς εξόφλησης της ως άνω αγωγικής απαίτησης, λήφθηκαν υπόψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και αφαιρέθηκαν από το ποσό, που έγινε δεκτό ότι ο ενάγων δικαιούται να λάβει για την αιτία αυτή, και γ) κατά τα λοιπά ο τρόπος μαθηματικού υπολογισμού του κριθέντος ως οφειλομένου στον ενάγοντα χρηματικού ποσού ως αποζημίωση αδείας του δεν πλήττεται ειδικά από τους διαδίκους, προς τούτο και δεν επαναλαμβάνεται στην παρούσα απόφαση. Ενόψει των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο δέχθηκε επίσης τα προαναφερθέντα, ορθά ερμήνευσε και εφήρμοσε τις σχετικές διατάξεις, και τις αποδείξεις εκτίμησε, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από τον ενάγοντα με τον τρίτο λόγο της ισχύουσας ως αντέφεσης εκπρόθεσμης έφεσής του, αλλά και από την εναγόμενη με τον όγδοο λόγο της επίσης ένδικης δικής της έφεσης, απορριπτομένων στο σύνολό τους ως αβασίμων.

Οι ισχυρισμοί της εναγομένης, που προβάλλονται με τον ένατο λόγο της έφεσής της, ότι ο ενάγων δε δικαιούται αναλογία επιδόματος Χριστουγέννων για τα χρονικά διαστήματα των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της κατά τα έτη 2015 και 2016, ει μη μόνον του συμφωνηθέντος κλειστού μηνιαίου μισθού του, καθώς και ότι εσφαλμένα συμπεριλήφθηκαν από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο στις πράγματι καταβαλλόμενες πάγιες και σταθερές μηνιαίες αποδοχές του, με βάση τις οποίες υπολογίσθηκαν τα ποσά, που κρίθηκε ότι του οφείλονται για την αιτία αυτή (ειδικότερα με την εκκαλούμενη απόφαση έγινε δεκτό ότι δικαιούται για αναλογία δώρου Χριστουγέννων του έτους 2015 για το χρονικό διάστημα της εργασίας του από 21.7.2015 έως 5.10.2015 το ποσό των 454 ευρώ και για το χρονικό διάστημα από 6.10.2015 έως 31.12.2015 το ποσό των 1.581,22 ευρώ, ήτοι συνολικά το ποσό των 2.035,22 ευρώ, αλλά ότι του οφείλεται για την αιτία αυτή το ποσό των 1.173,39 ευρώ, κατόπιν αφαίρεσης του ποσού των 861,83 ευρώ, που κρίθηκε ότι έχει ήδη λάβει έναντι της απαίτησής του, και για επίδομα Χριστουγέννων του έτους 2016, που αναλογεί στο χρονικό διάστημα της ναυτολόγησής του από 10.5.2016 έως 11.11.2016 το ποσό των 1.038,05 ευρώ, έναντι του οποίου κρίθηκε ότι έχει εισπράξει από την εναγόμενη το ποσό των 691,83 ευρώ, με αποτέλεσμα να του οφείλεται η διαφορά, ποσού 346,22 ευρώ), το επίδομα, οι αποδοχές αδείας, το αντίτιμο τροφής των ημερών της αδείας του, καθώς και η αμοιβή του για υπερωρίες (ο μέσος όρος της), διότι όσο ήταν ναυτολογημένος στο πλοίο της, αφενός μεν έλαβε κανονικά την προβλεπόμενη άδειά του, αφετέρου δε ουδέποτε εργάσθηκε υπερωριακά, πρέπει, ενόψει όσων έχουν ήδη εκτεθεί ως αποδειχθέντα, ν’απορριφθούν ως αβάσιμοι, ενώ τα χρηματικά ποσά, που παρατίθενται στο τελευταίο σκέλος του ίδιου λόγου της έφεσής της ως καταβληθέντα από την ίδια στον ενάγοντα προς πλήρη και ολοσχερή εξόφληση της ανωτέρω απαίτησής του, λήφθηκαν υπόψη και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφαιρέθηκαν από τα ποσά, που κρίθηκε ότι δικαιούται αυτός, και έγινε τελικά δεκτό ότι του οφείλεται η διαφορά, όπως έχει ήδη αναφερθεί. Τέλος, ο περιληφθείς στον τέταρτο λόγο της ισχύουσας ως αντέφεσης εκπρόθεσμης έφεσης του ενάγοντος ισχυρισμός του ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εσφαλμένα υπολόγισε τα ποσά, που του οφείλονται ως επίδομα Χριστουγέννων των ετών 2015 και 2016, τα οποία αναλογούν στα χρονικά διαστήματα της εργασίας του από 21.7.2015 έως 5.10.2015 και από 10.5.2016 έως 11.11.2016 αντίστοιχα, διότι έκρινε εφαρμοστέα επί των διαστημάτων αυτών την ΣΣΝΕ των Πληρωμάτων των Πορθμείων Εσωτερικού και όχι την ορθώς εφαρμοστέα ΣΣΝΕ των Μελών των Πληρωμάτων των Επιβατηγών Ακτοπλοϊκών Πλοίων, καθώς και διότι στις μηνιαίες αποδοχές του συμπεριέλαβε ως μέσο όρο της αμοιβής του για υπερωρίες μικρότερο ποσό αυτού, που πράγματι εδικαιούτο για την παρασχεθείσα υπερωριακή του εργασία (ο ενάγων στην αγωγή του επικαλείται ότι εργαζόταν 18 ώρες ημερησίως στο πλοίο της εναγομένης, ενώ με την εκκαλουμένη απόφαση έγινε ορθά δεκτό ότι εργαζόταν 14 ώρες), πρέπει, ενόψει όσων έχουν ήδη αναφερθεί περί των ΣΣΝΕ, που τυγχάνουν εφαρμογής κατά τις ναυτολογήσεις του ενάγοντος, καθώς και περί της διάρκειας της ημερήσιας απασχόλησής του, ν’απορριφθεί ως αβάσιμος, με την περαιτέρω επισήμανση ότι κατά τα λοιπά ο τρόπος υπολογισμού από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο του επιδικασθέντος με την απόφασή του ποσού για την αιτία αυτή δεν πλήττεται ειδικά με τα ασκηθέντα από τους διαδίκους ένδικα μέσα.

Κατά το άρθρο 3 παρ. 1 του Ν. 3239/1955, ατομική σύμβαση εργασίας, καταρτιζόμενη από κάποιον που δεσμεύεται από συλλογική σύμβαση, θεωρείται ότι περιέχει αυτοδικαίως τους καθορισθέντες στη συλλογική σύμβαση όρους, οι δε αντίθετες ατομικές συμφωνίες είναι άκυρες. Όροι, όμως, ατομικής σύμβασης εργασίας ευνοϊκότεροι για το μισθωτό από τους διαλαμβανόμενους σε συλλογική σύμβαση εργασίας είναι επικρατέστεροι. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι, εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας συμφωνήθηκαν αποδοχές, υπέρτερες των προβλεπομένων από τη συλλογική σύμβαση, και περιλήφθηκε όρος ότι κάθε άλλη παροχή θα καλύπτεται από τις καταβαλλόμενες πέραν των νομίμων, ο όρος είναι ισχυρός. Τούτο ισχύει όχι μόνο για τις υφιστάμενες κατά το χρόνο σύναψης της ατομικής εργασιακής σύμβασης, αλλά και για τις μέλλουσες, δηλαδή και για εκείνες οι οποίες θεσπίσθηκαν μετά την κατάρτιση της σχετικής ατομικής σύμβασης. Τούτο ισχύει και για τις αξιώσεις από ναυτική εργασία, οι οποίες στηρίζονται σε ειδικές διατάξεις (ΑΠ 516/2017 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΕφΠειρ 465/2009 ΕΝαυτΔ 2009.276). Συνεπώς, εάν συμφωνηθεί μεταξύ των συμβληθέντων στη σύμβαση ναυτικής εργασίας και καταβάλλεται τακτικώς και παγίως στο ναυτικό, κατά τη διάρκεια της παροχής των υπηρεσιών του, εκτός του προβλεπομένου από την οικεία Σ.Σ.Ν.Ε. μισθού, και πρόσθετο χρηματικό ποσό, αποκαλούμενο στη ναυτική ορολογία «επιμίσθιο», ως αντάλλαγμα της παρεχομένης εργασίας του, της δραστηριότητας και του ζήλου του κατά την εκτέλεση των καθηκόντων του, χωρίς πρόβλεψη περί καταλογισμού αυτού προς άλλες αποδοχές, το πρόσθετο τούτο ποσό αποτελεί μέρος του μισθού και όχι δωρεάν παροχή του πλοιοκτήτη, ελευθέρως ανακλητή ή δυνάμενη να καταλογισθεί μονομερώς προς άλλες συμβατικές αξιώσεις του ναυτικού. Όμως το ως άνω πρόσθετο χρηματικό ποσό («επιμίσθιο») μπορεί να συμψηφισθεί προς τις προβλεπόμενες από τις οικείες ΣΣΝΕ αποδοχές, μόνο τότε, όταν υπήρξε σχετική συμφωνία στη σύμβαση ναυτικής εργασίας περί καταλογισμού του στις παρεχόμενες συμβατικές αποδοχές. Σε διαφορετική περίπτωση, εάν δηλαδή δεν έχει συμφωνηθεί κάτι τέτοιο, ορισμένως και ειδικώς, μεταξύ των συμβαλλομένων μερών, ο εργοδότης δεν έχει τη δυνατότητα να προβεί στον ως άνω συμψηφισμό,  γιατί με τον τρόπο αυτό θα περιόριζε μονομερώς τις συμβατικές αποδοχές του εργαζομένου (ΑΠ 1013/2003 ΕΝΔ 2003.345, ΑΠ 225/2002 ΔΕΝ 2002.1314, ΜονΕφΠειρ 369/2016, 213/2016, 50/2016, 322/2015, άπασες σε ΤΝΠ Νόμος, ΜονΕφΠειρ 221/2015 ΕλλΔνη 2016.1405, ΜονΕφΠειρ 647/2014 Α΄δημοσίευση ΤΝΠ Νόμος, ΤριμΕφΠειρ 185/2012 ΕΝαυτΔ 2012.397, ΤριμΕφΠειρ 471/2011 ΕΝαυτΔ 2011.257, Ι.Κοροτζής, Ναυτικό Δίκαιο, τόμος πρώτος, 2004, άρθρο 60, σελ.326). Εν προκειμένω, η εναγόμενη με προφορική δήλωση της πληρεξουσίας της δικηγόρου κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά, προέβαλε επιγραμματικά ένσταση συμψηφισμού αγωγικών απαιτήσεων του ενάγοντος με δική της ανταπαίτηση σε βάρος του, την οποία (ένσταση) εξέθεσε αναλυτικότερα στις προτάσεις της. Ειδικότερα, σύμφωνα με τα αναφερόμενα στις προτάσεις της, στο συνολικό χρηματικό ποσό των προς τον ενάγοντα οφειλομένων εκ των ναυτολογήσεών του στο πλοίο της ποσών της διαφοράς αποζημίωσης αδείας των 3.440,79 ευρώ, και της διαφοράς επιδομάτων Χριστουγέννων των 1.142,23 ευρώ, θα πρέπει να καταλογισθεί το ποσό των 3.918,41 ευρώ, που ο ενάγων έχει ήδη εισπράξει ως αμοιβή του για υπερωρίες, επιπλέον αυτού, που πράγματι δικαιούται, όπως τα ανωτέρω χρηματικά ποσά προκύπτουν με βάση τους επίσης διαλαμβανόμενους στις προτάσεις της υπολογισμούς, δυνάμει σχετικής συμφωνίας τους στην από 21.7.2015 αρχική έγγραφη σύμβαση  ναυτικής εργασίας του, που έχει περιληφθεί αυτούσια στις προτάσεις της, με αποτέλεσμα να εξακολουθεί να του οφείλεται μόνον το υπόλοιπο ποσό των 664,61 ευρώ. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλουμένη απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω ένσταση ως αβάσιμη κατ’ουσίαν, διότι δέχθηκε ότι «αφενός μεν η συμφωνία που επικαλείται η εναγόμενη για τον καταλογισμό αυτόν περιέχεται στην από 21.7.2015 σύμβαση ναυτολόγησης του ενάγοντος, ήτοι αφορά σε προγενέστερο χρονικό διάστημα ναυτολόγησης αυτού, αφετέρου διότι δεν αποδείχθηκε ειδική και συγκεκριμένη συμφωνία των μερών, που να επιφέρει τον αιτούμενο από την εναγόμενη συμψηφισμό, καθώς θεωρείται μεν επιτρεπτός και έγκυρος ύστερα από συμφωνία των μερών ο συμψηφισμός των υπέρτερων των νομίμων καταβαλλομένων αποδοχών με αξιώσεις για επιδόματα εορτών (Χριστουγέννων και Πάσχα) και αδείας, εφόσον όμως με τη σχετική συμφωνία προσδιορίζεται το τμήμα των επιπλέον των νομίμων αποδοχών, που αντιστοιχεί σε κάθε μία από τις αξιώσεις αυτές».Την κρίση αυτή του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου πλήττει η εναγόμενη με τον δέκατο και τελευταίο λόγο της ένδικης έφεσής της, αιτιώμενη εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως προκύπτει από τον με αριθμό 7.1. όρο της από 21.7.2015 σύμβασης ναυτικής εργασίας του ενάγοντος, που καταρτίσθηκε εγγράφως, και δεν αμφισβητήθηκε από τους διαδίκους ότι εξακολούθησε να διέπει και τις επόμενες επίδικες άτυπες συμβάσεις του, ρητά συμφωνήθηκε με αυτόν ότι: «Κάθε ποσό που καταβάλλει η εταιρία στο ναυτικό πάνω από τις ελάχιστες νόμιμες αποδοχές μπορεί να συμψηφίζεται με τυχόν πραγματοποιούμενες από το ναυτικό υπερωρίες, ή άλλες υποχρεώσεις της εταιρίας σχετικές με την παρούσα σύμβαση». Πλην όμως ο συμβατικός αυτός όρος, ερμηνευόμενος κατά τις υποδείξεις των διατάξεων των άρθρων 173 και 200 του ΑΚ, δεν επιτρέπει οποιονδήποτε συμψηφισμό, εφόσον με αυτόν δεν προσδιορίζονται ειδικά και ορισμένα οι υπέρτερες των ελαχίστων νομίμων αποδοχές του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με πραγματοποιηθείσες υπερωρίες του, ή με άλλες συμβατικές υποχρεώσεις της εργοδότριάς του. Δε συνέτρεξαν, επομένως, εν προκειμένω οι νόμιμες προϋποθέσεις του επιτρεπτού συμβατικού συμψηφισμού, αφού δεν προσδιορίσθηκαν ειδικά  οι υπέρτερες αποδοχές (ως επιμίσθιο, τακτικά και παγίως καταβαλλόμενο) του ενάγοντος, που θα μπορούσαν να συμψηφίζονται με μελλοντικές υποχρεώσεις της εναγομένης προς αυτόν, προερχόμενες από οποιαδήποτε νόμιμη αιτία, ούτε προσδιορίσθηκε κατά τρόπο συγκεκριμένο και αναμφίβολο ότι τα επιπλέον ποσά, που τυχόν θα εισέπραττε ο ενάγων ως αμοιβή του για υπερωρίες, υπόκεινται αυτά (και όχι οποιοδήποτε άλλα) σε συμψηφισμό με ενδεχόμενες νόμιμες αξιώσεις του από την εργασιακή του σύμβαση, πολλώ δε μάλλον που εν προκειμένω, και ανεξαρτήτως όσων προεκτέθηκαν, αποδείχθηκε ότι δεν έχουν καταβληθεί στον ενάγοντα από την εναγόμενη χρηματικά ποσά, ως αμοιβή του για την παροχή υπερωριακής εργασίας στο πλοίο της, επιπλέον αυτών, που πράγματι δικαιούται για την αιτία αυτή, όπως έχει ήδη αναφερθεί, ώστε να μπορούν οι υπέρτερες αυτές αποδοχές να καταλογισθούν στις αξιώσεις του για αποζημίωση αδείας και για επιδόματα Χριστουγέννων, όπως ζητά η εναγόμενη με την προβληθείσα ένστασή της συμψηφισμού, αλλά ποσά, που υπολείπονται των οφειλομένων, με αποτέλεσμα να δικαιούται της προκύψασας διαφοράς. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο, αν και με διαφορετική αιτιολογία, που αντικαθίσταται με την αιτιολογία της παρούσας απόφασης, κατέληξε σε ορθό συμπέρασμα, απορρίπτοντας ως αβάσιμη την ανωτέρω ένσταση, δεν έσφαλε ως προς την εφαρμογή του νόμου και την εκτίμηση των αποδείξεων, των περί του αντιθέτου υποστηριζομένων από την εναγόμενη με το δέκατο λόγο της κρινόμενης έφεσής της απορριπτομένων ως αβασίμων.

Πρέπει, επομένως, ενόψει των ανωτέρω, ν’απορριφθεί στο σύνολό της η ισχύουσα ως αντέφεση από 17.1.2019 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……/21.1.2019 και ………./21.1.2019) εκπρόθεσμη έφεση του ενάγοντος και, λόγω της ήττας του τελευταίου, να επιβληθεί σε βάρος του η δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, για την επιδίκαση της οποίας υποβλήθηκε απ’αυτήν σχετικό αίτημα με τις προτάσεις της, που κατέθεσε κατά τη συζήτηση της υπόθεσης (άρθρα 176, 183 και 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σύμφωνα με τα ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας απόφασης οριζόμενα. Περαιτέρω, η έτερη των συνεκδικαζομένων εφέσεων, και δη η από 19.11.2018 (με αυξ. αριθμ. εκθ. καταθ……./19.11.2018 και ………./19.11.2018) έφεση της εναγομένης, πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και κατ’ουσίαν, κατά παραδοχήν ως βασίμου του έκτου λόγου αυτής, και να εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση μόνον ως προς το κεφάλαιο αυτής, που αφορά στο αγωγικό κονδύλιο της διαφοράς της αμοιβής του ενάγοντος για υπερωρίες, ως προς το οποίο και θα κρατηθεί και θα εκδικασθεί εξαρχής η αγωγή, η οποία, συνακόλουθα, και πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή ως κατ’ουσίαν βάσιμη,  και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 2.748,25 ευρώ ως αμοιβή του για υπερωρίες του χρονικού διαστήματος των ναυτολογήσεών του Ιούλιος του 2015 έως Ιανουάριος του 2016, με το νόμιμο τόκο από 27.1.2016 μέχρι την εξόφληση, και το ποσό των 2.904,22 ευρώ ως αμοιβή του για υπερωρίες του χρονικού διαστήματος της εργασίας του από το μήνα Μάιο του 2016 έως το μήνα Νοέμβριο του ιδίου έτους, με το νόμιμο τόκο από τις 12.11.2016 μέχρι την εξόφληση, ενόψει του ότι η κρίση του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου περί των ανωτέρω χρονικών σημείων έναρξης της τοκοφορίας των επιδικασθέντων στον ενάγοντα με την εκκαλουμένη για την αιτία αυτή χρηματικών ποσών δεν πλήττεται ειδικά από τους διαδίκους, απορριπτομένης, συνακόλουθα, της επίσης σωρευομένης στο δικόγραφο της ως άνω έφεσης αίτησης της εκκαλούσας περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης κατάσταση ως προς το ήδη καταβληθέν προς τον ενάγοντα χρηματικό ποσό των 4.000 ευρώ, ως προς το οποίο η απόφαση αυτή κηρύχθηκε προσωρινά εκτελεστή. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας ως προς το ανωτέρω κεφάλαιο της εκκαλουμένης, ως προς το οποίο και αυτή εξαφανίσθηκε, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ.1 του ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος, κατόπιν σχετικού αιτήματός του (άρθρο 191 παρ.2 του ΚΠολΔ), σε βάρος της εναγομένης, που, παρά την παραδοχή της έφεσής της, ηττήθηκε στην ουσία της υπόθεσης, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ, αντιμωλία των διαδίκων, α) την από 19.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. …../19.11.2018 και ……./19.11.2018) έφεση, και β) την από 17.1.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ………/21.1.2019 και ……../21.1.2019) έφεση, κατά της υπ’αριθμ. 3741/2108 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά ως αντέφεση την από 17.1.2019 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ……../21.1.2019 και ……./21.1.2019) εκπρόθεσμη έφεση, και απορρίπτει αυτήν κατ’ουσίαν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος της ανωτέρω έφεσης τη δικαστική δαπάνη της εφεσίβλητης του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ουσίαν την από 19.11.2018 (με αυξ.αριθμ.εκθ.καταθ. ……../19.11.2018 και ……../19.11.2018) έφεση μόνον ως προς το κεφάλαιο της εκκαλουμένης απόφασης, που αφορά στο αγωγικό κονδύλιο της αμοιβής του ενάγοντος για υπερωριακή εργασία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη απόφαση ως προς το κεφάλαιο αυτό.

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει εξαρχής την υπόθεση επί της από 9.6.2016 (με αυξ. αριθμ. εκθ.καταθ………/18.7.2017) αγωγής ως προς το ανωτέρω κονδύλιο.

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει ως προς το κονδύλιο αυτό την ανωτέρω αγωγή.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ την εναγόμενη να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων επτακοσίων σαράντα οκτώ ευρώ και είκοσι πέντε λεπτών (2.748,25), με το νόμιμο τόκο από την 27.1.2016 έως την εξόφληση, και το ποσό των δύο χιλιάδων εννιακοσίων τεσσάρων ευρώ και είκοσι δύο λεπτών (2.904,22), με το νόμιμο τόκο από την 12η.11.2016 έως την εξόφληση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος της εναγομένης μέρος της δικαστικής δαπάνης του ενάγοντος αμφοτέρων των βαθμών δικαιοδοσίας, το ύψος της οποίας ορίζει στο ποσό των επτακοσίων ευρώ (700).

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ τη σωρευόμενη στο δικόγραφο της ανωτέρω έφεσης αίτηση της εκκαλούσας περί επαναφοράς των πραγμάτων στην προτέρα της εκτέλεσης της πρωτόδικης απόφασης κατάσταση.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς να παρίστανται οι διάδικοι και οι πληρεξούσιοι δικηγόροι τους, στις

 

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ