Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 95/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αδικαιολόγητος πλουτισμός. Αξίωση για αχρεώστητη παροχή. Απόσβεση της αξίωσης λόγω ένστασης περί συμψηφισμού. Υποχρέωση καταβολής τόκων.

 

Αριθμός       95/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Οι κρινόμενες εφέσεις: Α) η από 23-2-2012 (υπ’ αριθ. ……/2012 έκθεσης κατάθεσης) έφεσή της εταιρίας με την επωνυμία «………..» κατά του Νομικού Προσώπου Ιδιωτικού Δικαίου (Ν.Π.Ι.Δ.) με την επωνυμία «……….» και Β) η από 29-2-2012 (υπ’ αριθ. …/2012 έκθεσης κατάθεσης) έφεση του Ν.Π.Ι.Δ. με την επωνυμία «…….» κατά της εταιρίας με την επωνυμία «………..», οι οποίες στρέφονται κατά της ίδιας πρωτόδικης απόφασης, είναι συναφείς, και πρέπει, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 31 και 246 του ΚΠολΔ, να συνεκδικαστούν, γιατί έτσι διευκολύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επιτυγχάνεται μείωση των εξόδων. Οι ανωτέρω εφέσεις, οι οποίες στρέφονται κατά της υπ’ αριθ. 4970/2011 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 επ. του ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το άρθρο ένατο παράγραφος 2 του ν. 4335/2015), αντιμωλία των διαδίκων, επί των α) από 12-03-2010 (υπ’ αριθ. ../2010 εκθ. κατάθεσης) και β) την από 12-03-2010 (υπ’ αριθ. …./2010 εκθ. κατάθεσης) αγωγών  της ενάγουσας και ήδη εκκαλούσας της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις (αφού κατά το χρόνο κατάθεσής τους δεν ίσχυε η υποχρέωση καταβολής σχετικού παραβόλου) και εμπροθέσμως, αντιστοίχως (άρθρα 495, 511, 513 παρ. 1, 516-518 παρ. 2, 520 παρ. 1, 524 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), δεδομένου ότι δεν προκύπτει η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως, ούτε οι διάδικοι επικαλούνται τέτοια επίδοση, ενώ, από τη δημοσίευση της απόφασης αυτής (στις 16-9-2011), μέχρι την κατάθεση των εφέσεων, δεν παρήλθε χρονικό διάστημα υπερβαίνον την τριετία. Επομένως, πρέπει, οι υπό κρίση εφέσεις, να γίνουν τυπικά δεκτές και να ερευνηθούν περαιτέρω, ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων τους (άρθρα 522 και 533 παρ. 1 σε συνδ. με 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ), κατά την ίδια ειδική διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Με την  ως άνω υπό στοιχείο α΄ (από 12-3-2010 και υπ’ αριθ. …../2010 εκθ. καταθ.) αγωγή, η ενάγουσα, και ήδη εκκαλούσα, της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως, εξέθεσε ότι δυνάμει του από 1-4-1998 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως, που συνήφθη μεταξύ αυτής και του εναγομένου- εκμισθωτή νομικού προσώπου ιδιωτικού δικαίου, μίσθωσε τους αναφερόμενους σ’ αυτήν (αγωγή) χώρους, κείμενους στον περιβάλλοντα χώρο του «Σταδίου Ειρήνης και Φιλίας», συνολικού εμβαδού 1.476 τ.μ., προκειμένου να τους χρησιμοποιήσει ως εστιατόριο και καφετέρια, για χρονικό διάστημα εννέα ετών, αρχομένης της μίσθωσης από την 1-4-1998 και λήγουσας την 31-3-2007. Ότι δυνάμει του από 7-8-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως συμβάσεως μισθώσεως, η ανωτέρω μίσθωση επεκτάθηκε σε πρόσθετους χώρους, με αποτέλεσμα οι μισθωμένοι απ’ αυτήν χώροι να έχουν συνολική επιφάνεια 3.124,74 τ.μ., η διάρκεια δε της μισθώσεως παρατάθηκε για επιπλέον εννέα (9) έτη, δηλαδή για το χρονικό διάστημα από 7-08-2006 έως την 6-8-2015, και το μηνιαίο μίσθωμα συμφωνήθηκε στο ποσό των 31.000 ευρώ για το πρώτο έτος, μετά την τροποποίηση της μίσθωσης, κατά  το  έτος  δε άσκησης της αγωγής, δηλαδή το 2011, το μηνιαίο μίσθωμα ανερχόταν στο ποσό των 36.809,74 ευρώ. Ότι στο άρθρο 13 του από 1-4-1998 αρχικού ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης οριζόταν ότι «Το μίσθιο εκμισθώνεται, με τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις ύδρευσης και ηλεκτροδότησης. Γίνεται όμως σαφές ότι τα έξοδα κατανάλωσης ρεύματος και νερού βαρύνουν αποκλειστικά και μόνο την μισθώτρια», και στο άρθρο 3.6 του από 7-08-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως συμβάσεως μισθώσεως οριζόταν ότι «Η μισθώτρια υποχρεούται επίσης να καταβάλλει τη δαπάνη του αναγκαίου για τη λειτουργία του μισθίου ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος, πλέον ΦΠΑ, βάσει των ενδείξεων των μετρητών καταναλώσεως, οι οποίοι υπάρχουν, ειδικώς για το σκοπό αυτό. Η μισθώτρια υποχρεούται να καταβάλει την εν λόγω δαπάνη στο ΣΕΦ, εντός δεκαημέρου από τον καταλογισμό της, ειδοποιούμενη σχετικώς από αυτό». Επιπλέον, εξέθετε ότι, το μίσθιο δεν διαθέτει ανεξάρτητη παροχή ηλεκτρικού ρεύματος από τη «Δημόσια Επιχείρηση Ηλεκτρισμού (Δ.Ε.Η.)», ούτε μετρητή εγκατεστημένο από τη «Δ.Ε.Η.» και ηλεκτροδοτείται απευθείας από τον εγκατεστημένο στο χώρο του ανωτέρω Σταδίου (Σ.Ε.Φ.) υποσταθμό της «Δ.Ε.Η.». Ότι η τελευταία (Δ.Ε.Η.) εκδίδει και αποστέλλει προς το εναγόμενο τους λογαριασμούς του εκάστοτε καταναλωθέντος ηλεκτρικού ρεύματος, και το εναγόμενο υπολογίζει την κατανάλωση που πραγματοποιείται από κάθε σχετική επιχείρηση και αποστέλλει μηνιαίως σε αυτήν το αντίστοιχο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών. Ακόμη, εξέθετε ότι το εναγόμενο παρανόμως υπολόγισε (τιμολόγησε) το σχετικώς καταναλωθέν ηλεκτρικό ρεύμα, πέραν των επίσημων τιμών πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας μέσης και χαμηλής τάσης της «Δ.Ε.Η.», και συγκεκριμένα ότι από τον Ιανουάριο του έτους 2003 μέχρι τον Ιούνιο του έτους 2008, το εναγόμενο απέστειλε σε αυτήν  (ενάγουσα), προς πληρωμή, τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια, με τις αναφερόμενες χρεώσεις, συνολικού ποσού, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., 411.833,10 ευρώ, ενώ, βάσει των νομίμων τιμων πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας μέσης και χαμηλής τάσης, όπως αυτές καθορίζονται από τη  «Δ.Ε.Η.», οι χρεώσεις για την ανωτέρω χρονική περίοδο θα έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 127.126,84 ευρώ, κατά τα ειδικότερα εκτιθέμενα στην αγωγή. Ότι, κατά τους ισχυρισμούς της,  για την ανωτέρω χρονική περίοδο (από τον Ιανουάριο 2003 μέχρι τον Ιούνιο 2008), αυτή (ενάγουσα) κατέβαλε προς το εναγόμενο, αχρεωστήτως, δηλαδή χωρίς να υπάρχει νόμιμη αιτία, κατά τα ως άνω, το συνολικό ποσό των 284.706,25 ευρώ. Τέλος, ανέφερε ότι με το ίδιο ιστορικό και αίτημα, είχε ασκήσει την προγενέστερη από 2-10-2008 αγωγή της (υπ’ αριθ. 9740/7-10-2008 κατάθεσης), η οποία είχε επιδοθεί στο εναγόμενο στις 14-10-2008, και η οποία αγωγή απερρίφθη ως αόριστη με την υπ’ αριθ. 566/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Επίσης, βάσει των προαναφερθέντων, κατόπιν παραδεκτού περιορισμού του αιτήματος της αγωγής από καταψηφιστικό σε έντοκο αναγνωριστικό, η ενάγουσα ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι το εναγόμενο οφείλει να της καταβάλλει το ως άνω ποσό (284.706,25 ευρώ), νομιμοτόκως από την επομένη ημέρα που κατεβλήθη κάθε επιμέρους αχρεώστητο ποσό, άλλως από την επίδοση της αγωγής, και μέχρι ολοσχερούς εξοφλήσεως.

Με την ως άνω υπό στοιχείο β΄ (από 12-3-2010 υπ’ αριθ. …../2010 εκθ. καταθ.) αγωγή, η ενάγουσα, και ήδη εκκαλούσα της ως άνω υπό στοιχείο Α’ εφέσεως, εξέθεσε ότι, κατά τα ίδια ως άνω περιστατικά της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής, για τη χρονική περίοδο από τον Ιούλιο 2008 έως τον Ιανουάριο 2010, το εναγόμενο απέστειλε σε αυτή (την ενάγουσα), προς πληρωμή, τα αναφερόμενα στην αγωγή τιμολόγια, συνολικού ποσού, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., 234.410,16 ευρώ, ενώ, βάσει των νομίμων τιμών πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας μέσης και χαμηλής τάσης, όπως αυτές καθορίζονται από τη «Δ.Ε.Η.», οι χρεώσεις για την ανωτέρω χρονική περίοδο θα έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 70.375,24 ευρώ, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα σ’ αυτήν (αγωγή). Ακόμη, εξέθεσε ότι, κατά την ανωτέρω χρονική περίοδο (από τον Ιούλιο 2008 έως τον Ιανουάριο 2010) το εναγόμενο καταλόγισε σ’ αυτήν (ενάγουσα) για το αντιστοίχως καταναλωθέν ηλεκτρικό  ρεύμα, το συνολικό ποσό των 164.034,92 ευρώ, το οποίο το εναγόμενο ζήτησε να του καταβάλει αυτή (ενάγουσα), χωρίς, όμως, κατά τους ισχυρισμούς της, να υπάρχει νόμιμη υποχρέωση της από την εν λόγω σύμβαση μίσθωσης. Επίσης, βάσει των προαναφερθέντων, η ενάγουσα, επικαλούμενη σχετικό έννομο συμφέρον, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι δεν οφείλει στο εναγόμενο το ανωτέρω ποσό (164.034,92 ευρώ).

Με την εκκαλούμενη απόφαση, η οποία εκδόθηκε επί των ανωτέρω (υπό στοιχεία α΄ και β΄) αγωγών, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφού συνεκδίκασε αυτές, απέρριψε την ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή, με την αιτιολογία ότι αποσβέσθηκε η σχετική απαίτηση (ενόψει του ότι έγινε δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη η σχετική ένσταση συμψηφισμού που προέβαλε, επικουρικώς, το εναγόμενο), ενώ, δέχθηκε την ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγή και αναγνώρισε ότι η ενάγουσα δεν οφείλει στο εναγόμενο για την κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος, που αφορά στη χρονική περίοδο από τον Ιούλιο 2008 έως τον Ιανουάριο 2010, το επιπλέον ποσό των 164.034,92 ευρώ. Κατά της ανωτέρω αποφάσεως του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου παραπονούνται οι προαναφερθέντες εκκαλούντες με τις ως άνω υπό στοιχεία Α΄ και Β΄ κρινόμενες εφέσεις τους, αντιστοίχως, για λόγους που στο σύνολο τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτές, και ζητούν: α) η εκκαλούσα της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως (δηλαδή η ενάγουσα) να μεταρρυθμισθεί, η εκκαλούμενη απόφαση, αποκλειστικώς, ως προς το μέρος της, με το οποίο απορρίφθηκε η ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή της και ειδικώς όσον αφορά στην αξίωσή της περί καταβολής των σχετικών τόκων, ώστε η ανωτέρω αγωγής της να γίνει δεκτή κατά το αντίστοιχο μέρος της και β) το εκκαλούν της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως (δηλαδή το εναγόμενο) να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να απορριφθούν στο σύνολο τους οι ανωτέρω αγωγές. Σημειωτέον ότι το εκκαλούν της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως νομιμοποιείται στην άσκηση εφέσεως και ως προς το κεφάλαιο της εκκαλούμενης αποφάσεως, το οποίο αφορά στην ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή, ενόψει του ότι αυτή απορρίφθηκε κατά παραδοχή σχετικής ένστασης περί συμψηφισμού, που είχε προταθεί (πρωτοδίκως) επικουρικώς, και όχι ως νομικά και ουσιαστικά αβάσιμη, όπως ζητεί με την έφεση αυτή το εκκαλούν (βλ. ΕφΑθ 11384/1995 ΕλλΔνη 1997 680, Π. Γιαννόπουλο εις «Η ΕΦΕΣΗ» Κ. Οικονόμου αρθρ. 516 αρ. 40 σελ. 93).

Ι. Στο άρθρο 70 του ΚΠολΔ ορίζεται ότι «Όποιος έχει έννομο συμφέρον να αναγνωρισθεί η ύπαρξη ή μη ύπαρξη έννομης σχέσης, μπορεί να εγείρει σχετική αγωγή». Κατά τις διατάξεις αυτές, αντικείμενο της αναγνωριστικής αγωγής είναι η αυθεντική βεβαίωση της υπάρξεως (θετική αναγνωριστική αγωγή) ή ανυπαρξίας (αρνητική αναγνωριστική αγωγή) έννομης σχέσεως, δηλαδή, συνήθως δικαιωμάτων και υποχρεώσεων υπό στενή έννοια, αλλά και έννομων σχέσεων. Ειδικότερα, στην περίπτωση αναγνωριστικής αγωγής, το έννομο συμφέρον αποτελεί ειδική και αναγκαία προϋπόθεση του παραδεκτού, το οποίο πρέπει, για το ορισμένο της, να εκτίθεται, με επίκληση (από την πλευρά του ενάγοντος) και των γεγονότων, που το εξειδικεύουν, ιδίως ότι η ένδικη έννομη σχέση αμφισβητείται, στο ίδιο το δικόγραφο της αναγνωριστικής αγωγής. Διαφορετικά, δηλαδή, στην περίπτωση έλλειψης της προϋπόθεσης του εννόμου συμφέροντος, απορρίπτεται η αγωγή αυτή, ως απαράδεκτη. Επίσης, υφιστάμενο θεωρείται το ανωτέρω έννομο συμφέρον, όταν από τη συμπεριφορά του εναγομένου ή τρίτου δημιουργείται, αντικειμενικώς, αβεβαιότητα ως προς την ύπαρξη ή ανυπαρξία ορισμένης έννομης σχέσεως, η οποία αφορά στον ενάγοντα, και από την οποία δημιουργείται κίνδυνος για τα συμφέροντα του, άμεσος, είτε επικείμενος, είτε εξαρτώμενος από τη συνδρομή και άλλου μελλοντικού περιστατικού, σε αποτροπή του οποίου τείνει η αιτούμενη αναγνώριση μέσω της (αναγνωριστικής) αποφάσεως. Ακόμη, ως έννομη σχέση θεωρείται η βιοτική σχέση ενός προσώπου προς άλλο πρόσωπο ή πράγμα, η οποία ρυθμίζεται από το εξ αντικειμένου δίκαιο. Το έννομο συμφέρον που μπορεί να είναι υλικό ή ηθικό, εξαρτάται από τις εκάστοτε περιστάσεις, υφίσταται δε γενικά όταν πρόκειται για αβεβαιότητα της έννομης σχέσης από την οποία δημιουργείται ο ανωτέρω κίνδυνος για τα συμφέροντα του ενάγοντος (βλ. ΑΠ 508/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 356/2013 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 640/2003 ΕλλΔνη 2004 1347).

ΙΙ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 904 εδ. α’ του ΑΚ όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια, ενώ κατά το εδ. β’ περ. α’ του ίδιου άρθρου η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης,  δηλαδή εκείνης που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος από το λήπτη και που δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις της αξίωσης αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από την ίδια διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ προκύπτει ότι η αγωγή του αδικαιολόγητου πλουτισμού είναι, επιβοηθητικής ουσιαστικά φύσης και μπορεί να ασκηθεί μόνον όταν λείπουν οι προϋποθέσεις της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία, εκτός εάν θεμελιώνεται σε πραγματικά περιστατικά διαφορετικά ή πρόσθετα από εκείνα στα οποία στηρίζεται η αγωγή από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απόρριψης της κύριας βάσης της αγωγής από τη σύμβαση ή την αδικοπραξία (βλ. ΑΠ 16/2008 ΝΟΜΟΣ). Επομένως, εάν η αγωγή στηρίζεται ως προς τη σωρευόμενη, ακόμα και επικουρικώς, βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό στα ίδια πραγματικά περιστατικά στα οποία θεμελιώνεται και η αγωγή από σύμβαση ή αδικοπραξία, είναι νομικά αβάσιμη ως προς την αγωγική βάση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, γιατί αφού, κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή, υπάρχει σύμβαση ή αδικοπραξία ο ενάγων μπορεί να ασκήσει τις αξιώσεις του από αυτές, όχι όμως να προσφύγει, έστω και επικουρικά, στη βάση του αδικαιολόγητου πλουτισμού (βλ. ΑΠ 2019/2007 ΝΟΜΟΣ). Εν όψει, όμως, των οριζομένων από τις διατάξεις των άρθρων 219 και 106 του ΚΠολΔ, από τα οποία προκύπτει ότι αρκεί στην αγωγή η πλήρης έκθεση των πραγματικών γεγονότων, όχι όμως και της νομικής βάσης του προβαλλόμενου αιτήματος, παραδεκτά η αγωγή μπορεί να στηριχθεί αποκλειστικά από την αρχή στις διατάξεις για τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, εάν κατά τα εκτιθέμενα σ’ αυτήν πρόκειται για παροχή αχρεωστήτου και δεν συντρέχουν τα αναγκαία στοιχεία για τη θεμελίωση της συμβατικής ευθύνης ή εκείνης από αδικοπραξία, γιατί ο πλουτισμός του εναγομένου επήλθε χωρίς δόση ανταλλάγματος και δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή (έγκυρη και μη ελαττωματική) βούληση του ενάγοντος, ούτε σε νόμιμη υποχρέωσή του (βλ. ΑΠ 1009/2010 ΝοΒ 2011 106, ΑΠ 493/2010 και ΑΠ 725/2004 ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Εξάλλου, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 346, 904 και 910 του ΑΚ σε περίπτωση αξιώσεως προς απόδοση της ωφέλειας, που αποκτήθηκε χωρίς νόμιμη αιτία, ο λήπτης της χρηματικής παροχής οφείλει τόκους από την επίδοση της αγωγής, εκτός εάν είχε γίνει υπερήμερος περί την απόδοση της ωφέλειας κατά τις γενικές διατάξεις των άρθρων 340 επ. του ΑΚ από κάποιο χρονικό σημείο προγενέστερο της αγωγής. Κατά το τελευταίο αυτό άρθρο (340 ΑΚ), ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή, ενώ κατά το άρθρο 345 εδαφ. α΄ του ίδιου Κώδικα, όταν πρόκειται για χρηματική οφειλή ο δανειστής σε περίπτωση υπερημερίας έχει δικαίωμα να απαιτήσει τον τόκο υπερημερίας χωρίς να είναι υποχρεωμένος να αποδείξει ζημία (βλ. ΑΠ 653/2011 ΝΟΜΟΣ). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 340 και 345 του ΑΚ προκύπτει ότι για να υπάρχει υποχρέωση καταβολής τόκων πρέπει ο υπερήμερος οφειλέτης να έχει υποχρέωση για ληξιπρόθεσμη χρηματική οφειλή και η όχληση (δικαστική ή εξώδικη), που περιάγει αυτόν σε υπερημερία, πρέπει να αφορά στη ληξιπρόθεσμη χρηματική παροχή, δηλαδή να ζητείται με αυτήν (όχληση) από τον οφειλέτη με τρόπο σαφή, ορισμένο και χωρίς όρο ή αίρεση, η καταβολή συγκεκριμένου ποσού για συγκεκριμένη αιτία, κατά τρόπο ώστε να μην ανακύπτει καμία αμφιβολία για την υποχρέωση του οφειλέτη να καταβάλει ορισμένη παροχή σε συγκεκριμένο χρόνο (βλ. ΑΠ 376/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 72/2001 ΕλλΔνη 2001 943, ΑΠ 1266/2000 ΕΕΝ 2002 150, ΕφΠατρ744/2002 ΝΟΜΟΣ). Άλλωστε, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 340, 345, 346 του ΑΚ, 215 παρ. 1 εδαφ. α΄ και 221 παρ. 1 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι η επίδοση στον εναγόμενο αγωγής για επιδίκαση χρηματικής απαιτήσεως δεν είναι μόνον διαδικαστική πράξη, αλλά έχει και χαρακτήρα οιονεί δικαιοπραξίας οχλήσεως που εμπεριέχει πρόσκληση του δανειστή απευθυντέα προς τον οφειλέτη για την εκπλήρωση της παροχής ανεξαρτήτως του διαδικαστικού χαρακτήρος της ως στοιχείου ασκήσεως της αγωγής και μέσου ενάρξεως της δίκης, ώστε ως εναρκτήρια αυτής διαδικαστική πράξη να συνεπάγεται την τοκογονία του ληξιπροθέσμου χρέους, χωρίς την υπερημερία του εναγόμενου οφειλέτη (ΑΚ 346), και ως όχληση να καθιστά τον οφειλέτη υπερήμερο (υπό την επιφύλαξη της ενστάσεως του άρθρου 342 ΑΚ) και υπόχρεο να καταβάλει το νόμιμο τόκο υπερημερίας, όχι ως άμεσο αποτέλεσμα της αγωγής, η οποία δεν έχει τέτοια συνέπεια, αλλά της οχλήσεως. Ακόμη, κατά τα άρθρα 294, 295 παρ. 1 και 297 του ΚΠολΔ η παραίτηση του ενάγοντος από το δικόγραφο της αγωγής, καθώς και ο κατά τα άρθρα 223 το 224 του ΚΠολΔ με τις προτάσεις ή με δήλωση στο ακροατήριο περιορισμός του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής ως αναγνωριστικό, που έχουν ως αποτέλεσμα το ότι η αγωγή θεωρείται ως μη ασκηθείσα στην πρώτη περίπτωση και στη δεύτερη ως μη ασκηθείσα κατά το καταψηφιστικό της αίτημα, συνεπάγεται την ανατροπή εξ υπαρχής μόνο των αποτελεσμάτων που επήλθαν με και από την άσκηση αυτής, δεν αφορά όμως και στην επίδοση της αγωγής, κατά το μέρος που αυτή (επίδοσή της) έχει χαρακτήρα οχλήσεως, δημιουργική υπερημερίας του οφειλέτη και οφειλής για αντιστοίχους τόκους σύμφωνα με το άρθρο 345 του ΑΚ (βλ. ΟλΑΠ 13/1994 ΕλλΔνη 1994 1260, ΑΠ 23/2004, ΕλλΔνη 2004 715, ΑΠ 241/2003 ΕλλΔνη 2004 487). Ακόμη το αποτέλεσμα της όχλησης που έγινε με την επίδοση καταψηφιστικής αγωγής προς τον οφειλέτη δεν ανατρέπεται αν η αγωγή αυτή απορρίφθηκε για λόγους μη ουσιαστικούς, δηλαδή για λόγους που δεν ανάγονται στο υποστατό της αξίωσης, αλλά στην έλλειψη δικονομικών προϋποθέσεων, συνεπαγομένων ακυρότητα του δικογράφου της αγωγής ή απαραδέκτου αυτής (βλ. ΑΠ 2045/2006 ΕλλΔνη 2007 1350, ΑΠ 1355/2003 ΕλλΔνη 2004 1439, ΕφΑΘ 5806/2008 ΝΟΜΟΣ).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή, με το προεκτεθέν περιεχόμενό της, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), είναι νόμιμη, ενόψει του ότι περιλαμβάνονται σ’ αυτήν τα αναγκαία εκ του νόμου στοιχεία της, (για τη θεμελίωσή της στη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ), και συγκεκριμένα η ύπαρξη του πλουτισμού του εναγομένου, ο οποίος αφορά στο ως άνω καταβληθέν από την ενάγουσα ποσό των 284.706,26 ευρώ, η επέλευση αυτού εις βάρος της περιουσίας της ενάγουσας, ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ του πλουτισμού και της ζημίας της και η έλλειψη νόμιμης αιτίας, και ειδικότερα ότι πρόκειται για παροχή αχρεωστήτου, καθόσον (κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή), ο πλουτισμός του εναγομένου επήλθε από την περιουσία της ενάγουσας, χωρίς δόση κάποιου ανταλλάγματος, αφού δεν αφορά την παροχή αντίστοιχου ηλεκτρικού ρεύματος, και αυτός (πλουτισμός) δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή (έγκυρη και μη ελαττωματική) βούληση της, ούτε σε νόμιμη υποχρέωσή της, απορρέουσα, ιδίως, από την εν λόγω σύμβαση μίσθωσης. Επιπλέον, τα ως άνω εκτιθέμενα στοιχεία, τα οποία επικαλείται η ενάγουσα στην ανωτέρω αγωγή της και τα οποία αφορούν στην προαναφερθείσα έννομη σχέση, επαρκούν για τη θεμελίωση του εννόμου συμφέροντός της για την αναγνώριση της σχετικής απαίτησή της, κατά τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι). Εξάλλου, όσον αφορά στο παρεπόμενο αίτημα της ανωτέρω αγωγής (υπό στοιχείο α΄) περί της καταβολής τόκων, κατά τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ), αυτή (αγωγή) είναι νόμιμη, μόνον όμως, για το χρονικό διάστημα από την επίδοση της από 2-10-2008 (υπ’ αριθ. ……/2008 εκθ. κατάθεσης) προηγούμενης αγωγής της, καθόσον η ενάγουσα, αφενός μεν δεν επικαλείται ότι διενεργήθηκε απ’ αυτήν εξώδικη ή δικαστική όχληση του εναγόμενου για την καταβολή του αιτούμενου απ’ αυτήν ως άνω ποσού, κατά το προγενέστερο της επίδοσης της αγωγής αυτής (της προηγούμενης) χρονικό διάστημα, και αφετέρου δεν προσδιορίζει στην αγωγή της τον ακριβή χρόνο κατά τον οποίο, σύμφωνα με τους ισχυρισμούς της, καταβλήθηκε κάθε επιμέρους ποσό, πέραν του πραγματικώς οφειλόμενου χρηματικού ποσού, αλλά το στοιχείο αυτό αναφέρεται, για πρώτη φορά, προς συμπλήρωση των αγωγικών ισχυρισμών της, απαραδέκτως, στην υπό κρίση έφεσή της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του (έστω και με ελλιπή αιτιολογία, η οποία συμπληρώνεται από την παρούσα), έκρινε την ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή ορισμένη και νόμιμη, ως προς το κύριο αγωγικό της αίτημα (δηλαδή πλην αυτού περί επιδικάσεως τόκων για το ανωτέρω χρονικό διάστημα), και προχώρησε στην κατ’ ουσίαν εξέταση της, δεν έσφαλε, κατά συνέπεια, οι περί του αντιθέτου λόγοι (2ος , 3ος και 6ος  σχετικώς με την ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή) της ως άνω  υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι. Σημειωτέον ότι, κατά τα προεκτεθέντα, ορθώς, με την εκκαλούμενη απόφαση απορρίφθηκε το παρεπόμενο αίτημα της ανωτέρω αγωγής (υπό στοιχείο α΄) περί καταβολής τόκων ως προς το μέρος του, το οποίο αφορά στο χρονικό διάστημα από την ημερομηνία, που κατεβλήθη κάθε επιμέρους χρηματικό ποσό, κατά συνέπεια είναι απορριπτέος ως αβάσιμος ο πρώτος λόγος της ως άνω υπό στοιχείο Α΄ εφέσεως (ως προς το αντίστοιχο μέρος του).

Περαιτέρω, η ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγή αποτελεί αρνητική αναγνωριστική αγωγή, διότι με αυτήν διώκεται να αναγνωριστεί η ανυπαρξία μίας έννομης σχέσης, δηλαδή να αναγνωριστεί ότι η ενάγουσα δεν οφείλει στο εναγόμενο το χρηματικό ποσό των 164.034,92 ευρώ, το οποίο, κατά τα ως άνω εκτιθέμενα, βάσει της εν λόγω συμβάσεως μισθώσεως, ζητείται από το εναγόμενο να του καταβάλει (το οποίο περιλαμβάνεται στο συνολικό ποσό των 234.410,13 ευρώ), αλλά η ενάγουσα επικαλείται ότι δεν το οφείλει (το ποσό των 164.034,92 ευρώ). Ως εκ τούτου, υφίσταται (κατά τα εκτιθέμενα στην αγωγή) έννομο συμφέρον της ενάγουσας για την άσκηση της ανωτέρω (υπό στοιχείο β΄ ) αγωγής, η οποία είναι νόμιμη στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 361 και 574 επ. του ΑΚ, και 70 του ΚΠολΔ (όχι όμως και στη διάταξη του άρθρου 904 του ΑΚ, δεδομένου ότι στην προκείμενη περίπτωση η ενάγουσα δεν επικαλείται ότι προέβη σε παροχή αχρεωστήτου προς το εναγόμενο, ώστε να υφίσταται πλουτισμός του τελευταίου). Επομένως, κατά τις προεκτεθείσες σκέψεις, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του (έστω και με διαφορετική αιτιολογία, η οποία αντικαθίσταται από την παρούσα), έκρινε την ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγή ορισμένη και νόμιμη, δεν έσφαλε, κατά συνέπεια, οι περί του αντιθέτου λόγοι (2ος, 3ος και 6ος  σχετικώς με την ως άνω υπό στοιχείο β΄αγωγή) της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως, είναι απορριπτέοι ως αβάσιμοι.

  1. Κατά το άρθρο 262 παρ. 1 του ΚΠολΔ, η ένσταση πρέπει να περιλαμβάνει ορισμένη αίτηση και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν, διαφορετικά είναι αόριστη, η δε αοριστία αυτή εξετάζεται και αυτεπαγγέλτως, μάλιστα, η έλλειψη αυτών των στοιχείων δεν μπορεί να συμπληρωθεί με παραπομπή στα έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων (βλ. ΑΠ 529/2016 ΝΟΜΟΣ). Επιπλέον, σύμφωνα με το άρθρο 527 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη η προβολή στην κατ’ έφεση δίκη των ισχυρισμών που δεν προτάθηκαν πρωτοδίκως, εκτός αν συντρέχει κάποια εκ των εξαιρετικών περιπτώσεων της διάταξης, που επιτρέπει τη βραδεία προβολή ισχυρισμού, δηλαδή: α) εάν προτείνονται από τον εφεσίβλητο, ενάγοντα, εναγόμενο ή εκείνον που είχε παρέμβει, ως υπεράσπιση κατά της έφεσης και δεν μεταβάλλεται με τους ισχυρισμούς αυτούς η βάση της αγωγής ή της παρέμβασης, ή προτείνονται από εκείνον που παρεμβαίνει για πρώτη φορά στην κατ’ έφεση δίκη με πρόσθετη παρέμβαση, θεωρείται όμως αναγκαίος ομόδικος του αρχικού διαδίκου, β) εάν γεννήθηκαν μετά τη συζήτηση στο πρωτοβάθμιο δικαστήριο και στην περίπτωση των άρθρων 237 και 238 μετά την παρέλευση της προθεσμίας για την κατάθεση των προτάσεων, γ) εάν λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως ή μπορεί να προταθούν σε κάθε στάση της δίκης, δ) εάν το δικαστήριο κρίνει ότι δεν προβλήθηκαν εγκαίρως με τις προτάσεις από δικαιολογημένη αιτία αυτό ισχύει και για την ένσταση κατάχρησης δικαιώματος, ε) εάν προέκυψαν για πρώτη φορά μεταγενέστερα και στ) αποδεικνύονται εγγράφως ή με δικαστική ομολογία του αντιδίκου. Τη συνδρομή των εξαιρετικών περιπτώσεων, που δικαιολογούν τη βραδεία προβολή, πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει ο προτείνων διάδικος (βλ. ΑΠ 536/2017, ΑΠ 105/2017, ΑΠ 9/2014 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Η απόδειξη, αυτή πρέπει να προκύπτει παραχρήμα και άμεσα, δηλαδή τα πραγματικά περιστατικά που θεμελιώνουν το νέο ισχυρισμό πρέπει να αποδεικνύονται από το επικαλούμενο και προσκομιζόμενο έγγραφο (δημόσιο ή ιδιωτικό με πλήρη απόδειξη) κατά τρόπο ευθύ και άμεσο και όχι σε συνδυασμό με δικαστικά τεκμήρια (βλ. ΑΠ 1099/2017, ΑΠ 611/2016, ΑΠ 98/2015, ΑΠ 1087/2014 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Στην απόφαση του δικαστηρίου, που δέχεται ως βάσιμο τον ως άνω ισχυρισμό, πρέπει να βεβαιώνεται το παραδεκτό της βραδείας προβολής του και να διαλαμβάνεται στις παραδοχές της η συνδρομή μιας τουλάχιστον από τις ανωτέρω περιπτώσεις, που δικαιολογούν τη βραδεία προβολή του ισχυρισμού (βλ. ΑΠ 1099/2017, ΑΠ 243/2015, ΑΠ 9/2014, ΑΠ 259/2014 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Από το συνδυασμό των ως άνω διατάξεων συνάγεται ότι για να θεωρηθεί ότι μια ένσταση έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, και επομένως παραδεκτώς, θα πρέπει να περιέχει όλα τα κατά νόμο αναγκαία περιστατικά που επάγονται την επιδιωκόμενη έννομη συνέπεια, και αν αυτά έχουν προταθεί απαραδέκτως στην πρώτη συζήτηση και επαναφέρονται σαφώς και με πληρότητα, σε μεταγενέστερη συζήτηση, ή στο εφετείο, θεωρούνται ότι προτείνονται τότε για πρώτη φορά και υπόκεινται στην απαγόρευση του 527 του ΚΠολΔ, εκτός εάν συντρέχει κάποια, από τις προβλεπόμενες στη διάταξη, εξαιρετικές περιπτώσεις (βλ. ΑΠ 728/2016 ΝΟΜΟΣ). Επίσης η ένσταση περί παραγραφής της αξίωσης λαμβάνεται υπόψη αυτεπαγγέλτως μόνον υπέρ του Δημοσίου, και όχι υπέρ ιδιωτών, ενώ δεν ανήκει στις προνομιακές ενστάσεις αφού δεν υπάρχει διάταξη νόμου που να προβλέπει τη δυνατότητα προβολής της σε κάθε στάση της δίκης, και, συνεπώς, υπόκειται και αυτή στους περιορισμούς παραδεκτής προβολής των άρθρων 269 και 527 του ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 1087/2014, ΑΠ 1275/2009, ΑΠ 1308/2006 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, η ένσταση παραγραφής για να είναι ορισμένη πρέπει να περιέχει τα γεγονότα που τη θεμελιώνουν και κυρίως το χρόνο έναρξης της παραγραφής, για να μπορεί να κριθεί αν έχει συμπληρωθεί ο απαιτούμενος από το νόμο χρόνος της. Επίσης η ένσταση αυτή πρέπει να διατυπώνεται κατά τρόπο σαφή και ορισμένο και να περιλαμβάνει σχετική αίτηση (βλ. ΑΠ 1168/2006 ΝΟΜΟΣ).
  2. Σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 281 του ΑΚ η άσκηση του δικαιώματος, απαγορεύεται αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Για την εφαρμογή των διατάξεων αυτών, θα πρέπει η προφανής υπέρβαση των θεσπιζόμενων με το άρθρο 281 του ΑΚ αντικειμενικών κριτηρίων να προκύπτει από την προηγηθείσα συμπεριφορά του δικαιούχου ή από πραγματική κατάσταση που δημιουργήθηκε ή από τις περιστάσεις που μεσολάβησαν ή από άλλα περιστατικά, τα οποία, χωρίς κατά νόμο να εμποδίζουν τη γέννηση ή να επάγονται την απόσβεση του δικαιώματος, να καθιστούν την άσκηση του μη ανεκτή κατά τις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου. Ειδικά, στην περίπτωση, της μακράς αδράνειας του δικαιούχου δεν αρκεί κατ’ αρχήν μόνον αυτή η επί μακρόν χρόνο μη άσκηση του δικαιώματος, αλλά υπάρχει τέτοια κατάχρηση μόνον εφόσον συντρέχουν προσθέτως και άλλα περιστατικά, που ανάγονται στο ίδιο διάστημα και στην όλη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου, όσο και του υποχρέου που αποκρούει το δικαίωμα, από τα οποία δημιουργείται στον τελευταίον η εύλογη πεποίθηση ότι δεν πρόκειται να ασκηθεί κατ’ αυτού, σε τρόπο που η με τη μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος ανατροπής μίας καταστάσεως που έχει δημιουργηθεί υπό ορισμένες ειδικές συνθήκες και έχει διατηρηθεί επί μακρόν χρόνο, να συνεπάγεται επαχθείς για τον υπόχρεο συνέπειες (βλ. ΟλΑΠ 6/2016 ΝΟΜΟΣ, 1154/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 871/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 222/2001 ΝοΒ 2002 26).
  3. Περαιτέρω, στο άρθρο 440 του ΑΚ ορίζεται ότι «Ο συμψηφισμός επιφέρει απόσβεση των μεταξύ δύο προσώπων αμοιβαίων απαιτήσεων, όσο καλύπτονται, αν είναι ομοειδείς κατά το αντικείμενο και ληξιπρόθεσμες», και στο άρθρο 441 του ΑΚ ορίζεται ότι «Ο συμψηφισμός επέρχεται αν ο ένας τον επικαλεστεί με δήλωση προς τον άλλο. Η πρόταση του συμψηφισμού επιφέρει απόσβεση των αμοιβαίων απαιτήσεων από τότε που συνυπήρξαν». Κατά την έννοια των ανωτέρω διατάξεων, η συνάντηση των αμοιβαίων απαιτήσεων, εφόσον είναι ομοειδείς και ληξιπρόθεσμες, παρέχει σε καθένα δικαιούχο το διαπλαστικό δικαίωμα να προβεί στη δήλωση περί συμψηφισμού. Μέχρι να γίνει η περί τούτου δήλωση, οι αμοιβαίες απαιτήσεις διατηρούν τη νομική τους υπόσταση, υποκείμενες αυτοτελώς σε κάθε μεταβολή, όπως μεταβίβαση, άφεση, παραγραφή, υπερημερία, απόσβεση κ.λ.π. Όταν όμως προταθεί ο συμψηφισμός, οι απαιτήσεις αυτές αποσβένυνται από το χρόνο που συνυπήρξαν. Λόγω δε της αναδρομικής ενέργειας της αποσβέσεως, όλες οι ανωτέρω μεταβολές ανατρέπονται αυτοδικαίως και αναδρομικώς με αποτέλεσμα να αναιρείται η τυχόν υπερημερία και οι παραχθέντες τόκοι (βλ. ΑΠ 1438/2005 ΝΟΜΟΣ). Τέτοιες μεταβολές, όμως, που έλαβαν χώρα πριν το ανωτέρω χρονικό σημείο, δηλαδή πριν οι αμοιβαίες απαιτήσεις συναντηθούν δεν θίγονται, με αποτέλεσμα να διατηρούνται οι συνέπειες της υπερημερίας για το χρόνο που προηγήθηκε (βλ. ΑΠ 343/2009 ΝΟΜΟΣ). Ως συνύπαρξη των απαιτήσεων κατά την έννοια των διατάξεων των άρθρων 440 και 441 του ΑΚ νοείται η παράλληλη ύπαρξη των δύο απαιτήσεων σε κατάσταση ώριμη προς συμψηφισμό αμφοτέρων (βλ. ΑΠ 1626/2006 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, το διαπλαστικό δικαίωμα της πρότασης του συμψηφισμού δημιουργείται από τη στιγμή που δύο αντίθετες απαιτήσεις, που πληρούν τις προϋποθέσεις του συμψηφισμού, θα συνυπάρξουν (βλ. ΑΠ 363/2014, ΑΠ 942/2010, ΑΠ 943/2010, ΑΠ 980/2009, άπασες εις ΝΟΜΟΣ).

VII. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο, παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, με απόφαση, που μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης, η οποία θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, η οποία εφαρμόζεται και στο Εφετείο (βλ. (βλ. ΟλΑΠ 1285/1982 ΝοΒ 31 (1983) 219, ΑΠ 527/1985 ΝοΒ 34 (1986) 196, ΕφΘεσ 925/2000 Αρμ 54 1132, ΕφΑθ 9839/1995 ΕλλΔνη 37 1099), η εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει επανάληψη συζήτησης δεν υπόκειται σε περιορισμούς και επομένως έχει την εξουσία να διατάσσει την επανάληψη συζήτησης και προς προσκομιδή των αναγκαίων αποδεικτικών μέσων. Σημειωτέον ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 254 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες (άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού διαφορετικά, θα ήταν αδύνατη η διάγνωση της ουσιαστικής αλήθειας, που είναι σημαντικότερη από την αρχή της οικονομίας της δίκης (βλ. ΕφΠειρΜον 291/2016 ΝΟΜΟΣ, Α. Κρητικό «Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα» εκδ. 1998 σελ. 885 παρ. 2672).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως, που εξετάσθηκαν ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, τα οποία νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, χωρίς, όμως, να ληφθεί υπόψη η υπ’ αριθ. …../2010 ένορκη βεβαίωση, η οποία συντάχθηκε με επιμέλεια της ενάγουσας – εκκαλούσας, ενώπιον του Ειρηνοδίκη Αθηνών, η οποία δεν πρέπει να ληφθεί υπόψη καθόσον η ενάγουσα – εκκαλούσα επικαλείται μεν, αλλά δεν προσκομίζει την έκθεση επιδόσεως από την οποία απαιτείται να αποδεικνύεται η νόμιμη κλήτευση του εναγομένου – εφεσιβλήτου, μη αρκούσης της σχετικής περί τούτου βεβαίωσης του Δικαστικού οργάνου ενώπιον του οποίου έγινε η εξέταση του μάρτυρα (βλ. ΑΠ 1731/2010, ΑΠ 1316/2005, ΑΠ 853/2006 άπασες εις ΝΟΜΟΣ), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα: Δυνάμει του από 1-4-1998 ιδιωτικού συμφωνητικού μισθώσεως το εναγόμενο νομικό πρόσωπο ιδιωτικού δικαίου με την επωνυμία «… (…..)», εκμίσθωσε στην ενάγουσα εταιρία με την επωνυμία «…………», νομίμως επροσωπουμένη,  διάφορους χώρους, κείμενους στον περιβάλλοντα χώρο του σχετικού Σταδίου («Σ.Ε.Φ.»), συνολικού εμβαδού 1.476 τ.μ., προκειμένου να τους χρησιμοποιήσει ως εστιατόριο και καφετέρια, για χρονικό διάστημα εννέα ετών, αρχομένης της μίσθωσης στις 1-4-1998 και λήγουσας στις 31-3-2007, το δε μηνιαίο μίσθωμα για το πρώτο έτος της μίσθωσης συμφωνήθηκε στο ποσό των 4.550.000 δραχμών (ήδη 13.352,90 ευρώ). Ειδικότερα, στο άρθρο 13 του ως άνω από 1-4-1998  (αρχικού) ιδιωτικού συμφωνητικού μίσθωσης αναφέρεται ότι «Το μίσθιο εκμισθώνεται με τις υπάρχουσες εγκαταστάσεις ύδρευσης και ηλεκτροδότησης. Γίνεται όμως σαφές ότι τα έξοδα κατανάλωσης ρεύματος και νερού βαρύνουν αποκλειστικά και μόνο την μισθώτρια». Στη συνέχεια, η ως άνω σύμβαση μίσθωσης τροποποιήθηκε, δυνάμει του από 7-8-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως συμβάσεως μισθώσεως, και αυτή (μίσθωση) επεκτάθηκε σε πρόσθετους χώρους, με αποτέλεσμα οι εκμισθωθέντες χώροι να έχουν συνολική επιφάνεια 3.124,74 τ.μ., η διάρκεια δε της μισθώσεως παρατάθηκε για επιπλέον εννέα (9) έτη, δηλαδή για το χρονικό διάστημα από 7-8-2006  έως και 6-8-2015,  και το μηνιαίο μίσθωμα καθορίστηκε στο ποσό των 31.000 ευρώ για το πρώτο έτος μετά την τροποποίηση της μίσθωσης, ενώ κατά το χρόνο άσκησης της υπό κρίση αγωγής (2010), ήδη, το μηνιαίο μίσθωμα ανερχόταν στο ποσό των 36.809,74 ευρώ. Επίσης, στο άρθρο 3.6 του ως άνω από 7-8-2006  ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποιήσεως συμβάσεως μισθώσεως αναφέρεται ότι «Η μισθώτρια υποχρεούται επίσης να καταβάλλει τη δαπάνη του αναγκαίου για τη λειτουργία του μισθίου ηλεκτρικού, ρεύματος και ύδατος, πλέον Φ.Π.Α., βάσει των ενδείξεων των μετρητών καταναλώσεως, οι  οποίοι υπάρχουν, ειδικώς για το σκοπό αυτό. Η μισθώτρια υποχρεούται να καταβάλει την εν λόγω δαπάνη στο Σ.Ε.Φ εντός δεκαημέρου από τον καταλογισμό της, ειδοποιούμενη σχετικώς από αυτό». Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι το ανωτέρω μίσθιο δεν διαθέτει ανεξάρτητη παροχή ηλεκτρικού ρεύματος από τη «Δ.Ε.Η.», ούτε μετρητή εγκατεστημένο από τη «Δ.Ε.Η.», και ηλεκτροδοτείται απευθείας από τον εγκατεστημένο στο χώρο του Σταδίου αυτού («Σ.Ε.Φ.») υποσταθμό της «Δ.Ε.Η.». Έτσι, κατά τη σχετικώς τηρηθείσα πρακτική, αφού η «Δ.Ε.Η.» εξέδιδε και απέστειλε προς το εναγόμενο («Σ.Ε.Φ.») τους λογαριασμούς για το εκάστοτε καταναλωθέν ηλεκτρικό ρεύμα στο χώρο του ανωτέρω Σταδίου (Σ.Ε.Φ), το εναγόμενο υπολόγιζε την κατανάλωση που είχε πραγματοποιηθεί από κάθε επιχείρηση, η οποία λειτουργεί στον ανωτέρω χώρο, και στη συνέχεια, διαβίβαζε, μηνιαίως, σε εκάστη ως άνω επιχείρηση το αντίστοιχο τιμολόγιο παροχής υπηρεσιών, προς καταβολή σ’ αυτό (εναγόμενο) του σχετικού ποσού. Ωστόσο, αποδείχθηκε ότι το εναγόμενο υπολόγιζε το ως άνω καταναλωθέν ηλεκτρικό ρεύμα, πέραν των επίσημων τιμών πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας μέσης τάσης, γενικής χρήσης (Β2). Συγκεκριμένα, κατά το χρονικό διάστημα από τον Ιανουάριο 2003 μέχρι τον Ιούνιο του 2008, κατά την ως άνω πρακτική, το εναγόμενο απέστειλε προς την ενάγουσα- εκκαλούσα, προς πληρωμή από αυτήν, τιμολόγια με χρεώσεις συνολικού ποσού 411.833,10 ευρώ, συμπεριλαμβανομένου Φ.Π.Α., ενώ, βάσει των τιμών πώλησης ηλεκτρικής ενέργειας μέσης τάσης, γενικής χρήσης, (Β2), όπως οι τιμές αυτές καθορίζονται από τη «Δ.Ε.Η.», οι χρεώσεις αυτές για την ανωτέρω χρονική περίοδο θα έπρεπε να ανέρχονται στο ποσό των 127.126,84 ευρώ. Ειδικότερα, κατά τη χρονική περίοδο από 1-1-2003 έως 31-8-2003, η καθορισμένη από τη «Δ.Ε.Η.» τιμή της μέσης τάσης ρεύματος ανά κιλοβατώρα, ανερχόταν σε 0,06991 ευρώ, ενώ το εναγόμενο την υπολόγιζε προς 0,15 ευρώ. Τη χρονική περίοδο από 1-9-2003 έως 31-10-2004, η καθορισμένη από τη «Δ.Ε.Η.» τιμή της μέσης τάσης ρεύματος ανά κιλοβατώρα, ανερχόταν σε 0,07166 ευρώ, ενώ, το εναγόμενο την υπολόγιζε προς 0,18 ευρώ. Τη χρονική περίοδο από 1-11-2004 έως 31-8-2005, η καθορισμένη από τη «Δ.Ε.Η.» τιμή της μέσης τάσης ρεύματος ανά κιλοβατώρα ανερχόταν σε 0,07345 ευρώ, ενώ, το εναγόμενο την υπολόγιζε προς 0,20 ευρώ. Τη χρονική περίοδο από 1-9-2005 έως 31-7-2006, η καθορισμένη από τη «Δ.Ε.Η.» τιμή της μέσης τάσης ρεύματος ανά κιλοβατώρα ανερχόταν σε 0,07602 ευρώ, ενώ, το εναγόμενο την υπολόγιζε προς 0,30 ευρώ. Τη χρονική περίοδο από 1-8-2006 έως 1-8-2007, η καθορισμένη από τη «Δ.Ε.Η.» τιμή της μέσης τάσης ρεύματος ανά κιλοβατώρα ανερχόταν σε 0,07944 ευρώ, ενώ, το εναγόμενο την υπολόγιζε προς 0,30 ευρώ. Τη χρονική περίοδο από 1-8-2007 έως 30-11-2007, η καθορισμένη από τη «Δ.Ε.Η.» τιμή της μέσης τάσης ρεύματος ανά κιλοβατώρα ανερχόταν σε 0,08222 ευρώ, ενώ, το εναγόμενο την υπολόγιζε προς 0,30 ευρώ και τέλος, τη χρονική περίοδο από 1-12-2007 έως 30-06-2008, η καθορισμένη από τη «Δ.Ε.Η.» τιμή της μέσης τάσης ρεύματος ανά κιλοβατώρα ανερχόταν σε 0,08715 ευρώ, ενώ, το εναγόμενο την υπολόγιζε προς 0,30 ευρώ. Ακόμη, αποδείχθηκε ότι, για τη χρονική περίοδο από 1-7-2008 μέχρι 31-01-2010, η καθορισμένη από τη «Δ.Ε.Η.» τιμή της μέσης τάσης ρεύματος ανά κιλοβατώρα ανερχόταν σε 0,09412 ευρώ, κατά συνέπεια, σύμφωνα με τους όρους της εν λόγω σύμβασης μισθώσεως, η ενάγουσα οφείλει στο εναγόμενο για την κατανάλωση του ηλεκτρικού ρεύματος της ως άνω περιόδου το ποσό των 70.375,24 ευρώ (πλέον ΦΠΑ 9%) και όχι το ποσό των 234.410,16 ευρώ, το οποίο, κατά τα ως άνω, το εναγόμενο υπολόγισε και ζήτησε από την ενάγουσα να του καταβάλει.

Εξάλλου, το εναγόμενο ισχυρίσθηκε πρωτοδίκως και επαναφέρει τον ίδιο ισχυρισμό με την ως άνω υπό στοιχείο Β΄ έφεση του, ότι  λαμβάνει από τη «Δ.Ε.Η.» ρεύμα μέσης τάσεως και, μέσω συστήματος υποσταθμών μετασχηματισμού του ρεύματος μετρητών και δικτύου εσωτερικής διανομής, διανέμει ρεύμα χαμηλής τάσης στους διάφορους μισθωτές και χρήστες των σχετικών χώρων, με συνέπεια να επιβαρύνεται το ίδιο με τις δαπάνες, για την παροχή ηλεκτρικής ενέργειας, οι οποίες αφορούν στο κόστος της ετήσιας συντήρησης των υποσταθμών, ηλεκτρικών πεδίων, μετασχηματιστών, εκτάκτων δαπανών από βλάβες, αμοιβές ηλεκτρολόγων κ.λ.π., και ότι το κόστος αυτό επιμερίζεται μεταξύ αυτού (εναγομένου) και των διαφόρων χρηστών καταναλωτών, σε ποσοστό ανάλογα με τη χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας και όχι με πάγιο ποσό ή ανάλογα με το εμβαδόν του χώρου χρήσης. Επίσης, το εναγόμενο ισχυρίζεται ότι η ενάγουσα γνώριζε τα ανωτέρω και είχε συναινέσει να καταβάλει τις ως άνω λειτουργικές δαπάνες, οι οποίες, είχε συμφωνηθεί μεταξύ των διαδίκων να υπολογίζονται από το εναγόμενο, κατά δίκαιη κρίση, σε ποσοστό ανάλογα με τη χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας, καθώς και ότι ενόψει των ανωτέρω, επήλθε σιωπηρή συμπλήρωση-τροποποίηση των όρων της εν λόγω μίσθωσης, κατά τέτοιο τρόπο ώστε η μισθώτρια – ενάγουσα να υποχρεούται να καταβάλλει τις λειτουργικές δαπάνες αυτές, και ότι το εμφανιζόμενο στο σχετικό τιμολόγιο του εναγομένου («………») ποσό ως «Λειτουργικά Έξοδα» να περιλαμβάνει τόσο την αξία του ηλεκτρικού ρεύματος (μέσης τάσης της «Δ.Ε.Η.») όσο και τις ανωτέρω πάγιες λειτουργικές δαπάνες, άλλως, ότι σε κάθε περίπτωση υπήρξε εκ των υστέρων έγκριση της μισθώτριας- ενάγουσας, για την καταβολή τους. Πλην όμως, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, αν πράγματι υπήρχε μία τέτοια συμφωνία μεταξύ των διαδίκων περί πρόσθετης οικονομικής επιβάρυνσης της ενάγουσας στο καταβαλλόμενο από αυτήν στο εναγόμενο ποσό για τα έξοδα καταναλώσεως ηλεκτρικού ρεύματος, με το ποσό των ως άνω λειτουργικών δαπανών του εναγομένου, αυτή δεν θα είχε καταρτισθεί προφορικώς και ατύπως, αλλά εγγράφως, ενόψει του ότι αφορά μείζονος σημασίας ζήτημα, και θα συμπεριλαμβανόταν αν όχι στο αρχικό συμφωνητικό, τουλάχιστον στην μεταγενέστερη τροποποίηση αυτού. Μάλιστα, τόσο το από 1-4-1998 ιδιωτικό συμφωνητικό μίσθωσης, όσο και το από 7-8-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό τροποποίησης μίσθωσης αναφέρουν ενδελεχώς τις υποχρεώσεις των συμβληθέντων μερών, ενώ, δεν αναφέρεται σε κάποιο σημείο τους η συμμετοχή της μισθώτριας – ενάγουσας στις ως άνω λειτουργικές δαπάνες του εναγομένου. Αντιθέτως, ρητώς αναφέρεται στον όρο υπ’ αριθ. 3.6 του από 7-8-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού τροποποίησης της μίσθωσης, ότι η ενάγουσα θα καταβάλει τη δαπάνη του αναγκαίου για την λειτουργία του μισθίου ηλεκτρικού ρεύματος και ύδατος. Επιπλέον, με το από 7-8-2006 ιδιωτικό συμφωνητικό προστέθηκε όρος (υπ’ αριθ. 13), κατά τον οποίο κάθε τροποποίηση των όρων αυτού, θα γίνεται και θα αποδεικνύεται μόνον εγγράφως, αποκλειόμενου οιουδήποτε άλλου αποδεικτικού μέσου. Τέλος, δεν προέκυψε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο ότι εχώρησε σιωπηρή συμπλήρωση – τροποποίηση των όρων της εν λόγω μίσθωσης, η οποία να περιλαμβάνει και τις ως άνω πάγιες λειτουργικές δαπάνες του εναγομένου, το ύψος των οποίων, επίσης, δεν αποδείχθηκε από κάποιο αποδεικτικό στοιχείο. Ως εκ τούτου, για τη χρονική περίοδο από τον Ιανουάριο του 2003 μέχρι τον Ιούνιο του 2008, η ενάγουσα κατέβαλε αχρεωστήτως προς το εναγόμενο, χωρίς να υπάρχει κάποια νόμιμη αιτία, ούτε για τη σχετική παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, το συνολικό ποσό των 284.706,26 ευρώ, καθόσον κατέβαλε για την ανωτέρω χρονική περίοδο το ποσό των 411.833,10 ευρώ, ενώ έπρεπε να καταβάλει το ποσό των 127.126,84 ευρώ. Επίσης, για τη χρονική περίοδο από 1-7-2008 μέχρι 31-1-2010, η ενάγουσα οφείλει στο εναγόμενο το συνολικό ποσό των 70.375,24 ευρώ και όχι το ποσό των 234.410,16 ευρώ, το οποίο ζητήθηκε από το εναγόμενο να του καταβάλει για τη σχετική παροχή ηλεκτρικού ρεύματος, βάσει της εν λόγω συμβάσεως μισθώσεως, έτσι, η ενάγουσα  δεν οφείλει το επιπλέον ποσό των 164.034,92 ευρώ. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο το οποίο με την εκκαλουμένη απόφασή του τα ίδια ως άνω δέχθηκε, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά συνέπεια οι περί του αντιθέτου λόγοι της ως άνω υπό στοιχείο Β΄ εφέσεως (4ος  και  5ος  λόγοι σχετικώς με την ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγή και 4ος  και 5ος  σχετικώς με την ως άνω υπό στοιχείο β΄ αγωγή) είναι απορριπτέοι αβάσιμοι.

Ακόμη, το εναγόμενο πρωτοδίκως προέβαλε, επικουρικώς, και επαναφέρει με την ως άνω (υπό στοιχείο Β΄) έφεσή του, τον ισχυρισμό περί καταχρηστικής ασκήσεως του ενδίκου δικαιώματος της ενάγουσας, εκθέτοντας ότι η καταβολή των ανωτέρω δαπανών για μεγάλο χρονικό διάστημα, δηλαδή από το έτος 1998 έως τον Ιούλιο του 2007 και, ειδικότερα, η συναίνεση της ενάγουσας για να υπολογίζονται από το εναγόμενο, κατά δίκαιη κρίση, οι λειτουργικές δαπάνες αυτές και να ενσωματώνονται στην δαπάνη του ηλεκτρικού ρεύματος σε ποσοστό ανάλογα με την χρήση της ηλεκτρικής ενέργειας, και σε κάθε περίπτωση η έγκριση με την καταβολή τους, του δημιούργησε την πεποίθηση ότι δεν θα ασκήσει το αντίστοιχο δικαίωμα της. Ωστόσο, ο ισχυρισμός αυτός είναι απορριπτέος ως αβάσιμος, διότι, κατά τα προαναφερθέντα, ουδόλως αποδείχθηκε η ύπαρξη τέτοιας συμφωνίας,  μεταξύ των διαδίκων, ούτε η οιαδήποτε συναίνεση της ενάγουσας περί επιβαρύνσεώς της με τις ως άνω λειτουργικές δαπάνες, τις οποίες αυτή αγνοούσε. Ως εκ τούτου, η άσκηση από την ενάγουσα του ενδίκου δικαιώματός της περί επιστροφής από το εναγόμενο του προαναφερθέντος χρηματικού ποσού των 284.706,26 ευρώ, που κατέβαλε, χωρίς νόμιμη αιτία, καθώς και η άσκηση του δικαιώματός της να αναγνωρισθεί ότι οφείλει στο εναγόμενο το συνολικό ποσό των 70.375,24 ευρώ, και όχι το ποσό των 234.410,16 ευρώ, το οποίο ζητήθηκε από το εναγόμενο να του καταβάλει, βάσει της εν λόγω συμβάσεως μισθώσεως, και συνεπώς ότι δεν οφείλει το επιπλέον ποσό των 164.034,92 ευρώ, δεν είναι καταχρηστική, αφού δεν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη, τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός και οικονομικός σκοπός του, κατά τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο V). Κατά συνέπεια, ο σχετικός λόγος (7ος) της ως άνω (υπό στοιχείο Β΄) εφέσεώς του εναγομένου, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος. Επιπλέον, με τις προτάσεις που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, το εναγόμενο (εκκαλούν – εφεσίβλητο) ισχυρίζεται ότι έχει συμπληρωθεί ο χρόνος της παραγραφής των ένδικων αξιώσεων της ενάγουσας. Ο ισχυρισμός αυτός είναι, προεχόντως, απαράδεκτος ως οψίμως προβαλλόμενος, διότι δεν προβλήθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και δεν περιλαμβάνεται στους ισχυρισμούς που εξετάζονται αυτεπαγγέλτως, ούτε γίνεται επίκληση ότι συντρέχουν οι προϋποθέσεις της διάταξης του άρθρου 527 του ΚΠολΔ, κατά τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο IV). Εξάλλου, ο ισχυρισμός αυτός τυγχάνει σε κάθε περίπτωση απορριπτέος, ως αόριστος, αφού, κατά τα προεκτεθέντα (υπό στοιχείο IV), το εναγόμενο δεν επικαλείται τα αναγκαία περιστατικά για το ορισμένο αυτού, ώστε να τύχει εκτίμησης από το Δικαστήριο.

Περαιτέρω, το εναγόμενο, πρωτοδίκως, προέβαλε επικουρικώς την ένσταση περί συμψηφισμού για το ποσό των 284.706,26 ευρώ, σχετικώς με την απαίτησή του κατά της ενάγουσας για τα οφειλόμενα και ληξιπρόθεσμα μισθώματα του χρονικού διαστήματος: α) του μηνός Ιουλίου 2009 ποσού 35.876,95 ευρώ, β)Δεκεμβρίου 2009 έως Ιουλίου 2010 ποσού 441.716,88 ευρώ, και γ)Αύγουστου 2010 έως Ιανουαρίου 2011 ποσού 237.422,88 ευρώ (39.570,48 Χ 6). Από τα ίδια ως άνω στοιχεία αποδείχθηκε ότι, όπως έγινε δεκτό και από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του, η οποία δεν προσβάλλεται ως προς το αντίστοιχο μέρος της, η ενάγουσα- μισθώτρια δεν έχει καταβάλλει στο εναγόμενο – εκμισθωτή, το ποσό των 284.706,26 ευρώ, το οποίο αφορά στα μισθώματα του μηνός Ιανουαρίου 2010 ποσού 36.809,74 (καθόσον η καταβολή του μηνός Ιανουαρίου 2010 καταλογίζεται στο ληξιπρόθεσμο μίσθωμα του μηνός Δεκεμβρίου 2009, για το οποίο δεν αποδεικνύεται ότι καταβλήθηκε) και των μηνών από Φεβρουάριο 2010 έως Ιούλιο 2010 συνολικού ποσού 220.858,44 ευρώ (36.809,74 Χ 6) και μέρος του μισθώματος του μηνός Αυγούστου 2010 ποσού 27.038,80 ευρώ. Κατά συνέπεια, η ανωτέρω ένσταση περί συμψηφισμού πρέπει να γίνει δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη (όπως και πρωτοδίκως). Εξάλλου, η ενάγουσα- εκκαλούσα με το δεύτερο λόγο της υπό κρίση εφέσεώς της (υπό στοιχείο Α΄) ισχυρίζεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφασή του,  εσφαλμένως απέρριψε (σιωπηρώς) το αίτημα της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής της περί αναγνωρίσεως της αξίωσης της για την καταβολή τόκων, οι οποίοι αφορούν στο ως άνω ποσό (164.034,92 ευρώ), που αναγνωρίσθηκε με την ίδια απόφαση (εκκαλούμενη) ότι οφείλει να της καταβάλει το εναγόμενο, κατά το μέρος του (αιτήματος) ως προς το χρονικό διάστημα από την επίδοση της προγενέστερης από 2-10-2008 αγωγής της (υπ’ αριθ. …../7-10-2008 εκθ. κατάθεσης), η οποία επιδόθηκε στο εναγόμενο στις 14-10-2008, και η οποία αγωγή απερρίφθη ως αόριστη, δηλαδή για μη ουσιαστικούς λόγους, με την υπ’ αριθ. 566/2010 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Πλην όμως, η ενάγουσα, ενώ επικαλείται την ανωτέρω προγενέστερη (από 2-10-2008) αγωγή της, δεν προσκομίζει αντίγραφο αυτής, ούτε αντίγραφο της επικληθείσας υπ’ αριθ. 566/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, προκειμένου να διαπιστωθεί εάν η αγωγή της αυτή συνιστά όχληση, που κατέστησε το εναγόμενο υπερήμερο ως προς τη σχετική απαίτησή της, δηλαδή εάν ζητείται με αυτήν από το εναγόμενο, με τρόπο σαφή, ορισμένο και χωρίς όρο ή αίρεση, η καταβολή συγκεκριμένου ποσού για συγκεκριμένη αιτία, καθώς επίσης, και εάν η αγωγή αυτή είχε απορριφθεί πράγματι για μη ουσιαστικούς λόγους. Έτσι, ενόψει της μη προσκόμισης των προαναφερθέντων εγγράφων, δεν καθίσταται εφικτός ο σχηματισμός δικανικής πεποίθησης περί του ουσιώδους για τη διάγνωση της εν λόγω υποθέσεως ζητήματος του χρόνου έναρξης της κατά τα ως άνω τοκοφορίας, της σχετικής απαίτησης της ενάγουσας. Σημειωτέον ότι, κατά τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο VI), όταν προταθεί ο συμψηφισμός, οι απαιτήσεις αποσβήνονται από το χρόνο που συνυπήρξαν, με αποτέλεσμα να αποσβήνεται και η υποχρέωση για τόκο εφεξής (στο μέλλον), δηλαδή εν προκειμένω από το χρόνο που κάθε ως άνω οφειλόμενο επιμέρους μίσθωμα κατέστη απαιτητό και ληξιπρόθεσμο, δηλαδή από την ενδέκατη ημέρα εκάστου μισθωτικού μήνα. Αντίθετα, οι μέχρι τότε δεδουλευμένοι τόκοι εξακολουθούν να οφείλονται. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι στο αίτημα της ως άνω υπό στοιχείο α΄ αγωγής περί καταβολής τόκων από τότε που κάθε επιμέρους ποσό καταβλήθηκε, αχρεωστήτως, περιλαμβάνεται και αυτό περί καταβολής τόκων από την ως άνω επικληθείσα όχληση, με την επίδοση της προγενέστερης αγωγής, ως έλασσον στο ανωτέρω μείζον.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, πρέπει να απορριφθεί κατ’ ουσίαν η ως άνω υπό στοιχείο Β΄ έφεση. Επίσης, πρέπει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, πριν από την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υποθέσεως, να αναβληθεί η έκδοση της οριστικής απόφασης και να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησής της για να προσκομισθεί αντίγραφο της από 2-10-2008 (υπ’ αριθ. …../7-10-2008 εκθ. κατάθεσης) αγωγής της ενάγουσας, καθώς και της επ’ αυτής εκδοθείσας υπ’ αριθ. 566/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό. Σημειωτέον ότι δεν πρέπει να περιληφθεί στην παρούσα απόφαση διάταξη περί της δικαστικής δαπάνης, γιατί αυτή δεν είναι οριστική (βλ. ΑΠ 608/2012 ΕΠολΔ 2012 342).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Συνεκδικάζει αντιμωλία των διαδίκων τις ως άνω αναφερθείσες υπό στοιχείο Α΄ και Β΄ εφέσεις από 23-2-2012 (υπ’ αριθ. …./2012 έκθεσης κατάθεσης) και από 29-2-2012 (υπ’ αριθ. …../2012 έκθεσης κατάθεσης), αντιστοίχως.

Δέχεται τυπικά τις ανωτέρω εφέσεις.

Απορρίπτει όσα κρίθηκαν ως απορριπτέα στο σκεπτικό και κατ’ ουσίαν την ως άνω υπό στοιχείο Β΄ έφεση.

Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση της οριστικής απόφασής του.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθεί, με την επιμέλεια του επιμελέστερου από τους διαδίκους, αντίγραφο της από 2-10-2008 (υπ’ αριθ. ……/7-10-2008 εκθ. κατάθεσης) αγωγής της ενάγουσας, καθώς και της επ’ αυτής εκδοθείσας υπ’ αριθ. 566/2010 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 6-2-2020, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ