Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 94/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Αριθμός: 94/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Αποτελούμενο από τον Δικαστή Νικόλαο Κουτρούμπα, Εφέτη, ο οποίος ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Τ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η από 15.9.2017 (κατατεθείσα στη γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …./2017 και Ε.Α.Κ. …/2017 και στη γραμματεία του Εφετείου Πειραιά με Γ.Α.Κ. …/2019 και Ε.Α.Κ. …/2019) έφεση της ηττηθείσας πρωτοδίκως εκκαλούσας κατά της 3127/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (Τμήμα Ναυτικών Διαφορών) που δίκασε κατά την τακτική διαδικασία την από 1.10.2015 (με Γ.Α.Κ. …./2015 και Ε.Α.Κ. …./2015) αγωγή της εφεσίβλητης κατά εκείνης (εκκαλούσας-εναγόμενης) ερήμην της και τη δέχθηκε στο σύνολό της, έχει ασκηθεί νόμιμα με κατάθεσή της στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου κατ’ άρθρο 495 παρ.1 ΚΠολΔ κι εμπρόθεσμα κατ’ άρθρο 518 παρ.1 ΚΠολΔ, καθώς η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εναγόμενη στις 17.7.2017 σύμφωνα με την επισημείωση του δικ. επιμελητή …. . στο προσκομιζόμενο αντίγραφο της εν λόγω απόφασης, η δε εναγόμενη άσκησε την ένδικη έφεση στις 15.9.2017, ήτοι εντός τριάντα ημερών από την παραπάνω επίδοση, αναστελλομένης της προθεσμίας ασκήσεως εφέσεως κατά το διάστημα από 1η έως 31 Αυγούστου, κατ’ άρθρο 147 παρ.2 ΚΠολΔ. Επομένως, η υπό κρίση έφεση, η οποία αρμοδίως κατ’ άρθρο 19 του ΚΠολΔ σε συνδυασμό με το άρθρο 51 παρ.6-2 Β στοιχ.α’ του ν. 2172/1993 εισάγεται στο ναυτικό τμήμα του παρόντος Δικαστηρίου για να δικασθεί με την τακτική διαδικασία, πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, καθώς για το παραδεκτό της έχει κατατεθεί το απαιτούμενοκατ’ άρθρο 495 παρ.3 στοιχ.Α’ ΚΠολΔ παράβολο και δη το με κωδικό ……….. e- παράβολο του Υπουργείου Οικονομικών ποσού 100 ευρώ, εξοφλημένο (βλ. το συνημμένο στο εφετήριο αντίγραφο του παραπάνω e-παραβόλου και τη βεβαίωση εξόφλησηςe-παραβόλου της winbank).

Με την από 5.11.2015 αγωγή της η ενάγουσα-ήδη εφεσίβλητη υποστήριξε ότι δυνάμει του από 20.3.2014 ιδιωτικού συμφωνητικού πώλησης επαγγελματικού σκάφους που συνήφθη στον Πειραιά, αυτή πώλησε και μεταβίβασε στην εναγόμενη την κυριότητα του επαγγελματικού σκάφους με το όνομα «Κ», με αριθμό νηολογίου Πειραιά .. και ΔΔΣ …., ιδιοκτησίας της, έναντι τιμήματος 70.000 ευρώ, εκ του οποίου 2.000 ευρώ θα καταβάλλονταν με την υπογραφή του συμφωνητικού και το υπόλοιπο ποσό των 68.000 ευρώ θα εξοφλείτο τμηματικά σε εννέα δόσεις των 7.555 ευρώ εκάστη, καταβλητέες την 30η ημέρα εκάστου μηνός στο διάστημα από 30.6.2014 έως και 30.9.2015 και με τον όρο ότι η μεταβίβαση κυριότητας του πωλούμενου σκάφους τελεί υπό τη διαλυτική αίρεση της μη πλήρους εμπρόθεσμης εξόφλησης του τιμήματος εκ μέρους της αγοράστριας. Ότι εντούτοις η εναγόμενη δεν εξόφλησε το συμφωνηθέν τίμημα, αλλά άφησε οφειλόμενο υπόλοιπο ύψους 38.670 ευρώ, με συνέπεια να πληρωθεί η ως άνω διαλυτική αίρεση, να ανατραπούν τα αποτελέσματα της πώλησης και να επανέλθει η κυριότητα του σκάφους στην ενάγουσα. Επειδή η εναγόμενη αρνήθηκε, παρόλα αυτά, να αποδώσει τη νομή του σκάφους στην ενάγουσα, η τελευταία, ζήτησε να αναγνωρισθεί ότι η κυριότητα και η νομή του σκάφους ανήκουν σε αυτή λόγω πληρώσεως της παραπάνω διαλυτικής αίρεσης και να υποχρεωθεί η εναγόμενη να της αποδώσει τη νομή και κατοχή του εν λόγω σκάφους. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφαση δέχθηκε την αγωγή λόγω του τεκμηρίου ομολογίας, εξαιτίας της ερημοδικίας της εναγόμενης κατ’ άρθρο 271 παρ.3 ΚΠολΔ, αναγνώρισε την ενάγουσα κυρία του ένδικου επαγγελματικού σκάφους και διέταξε την απόδοσή του σε αυτή, επιβάλλοντας τα δικαστικά της έξοδα σε βάρος της εναγόμενης. Ήδη με την υπό κρίση έφεσή της, η εκκαλούσα-εναγόμενη ζητεί να εξαφανισθεί η προσβαλλόμενη απόφασηστο σύνολό της, να συζητηθεί εκ νέου η αγωγή και να απορριφθεί στην ουσία της, για λόγους που ανάγονται σε άρνηση αυτής, σε εξόφληση του τιμήματος και σε καταχρηστική άσκηση του αγωγικού δικαιώματος. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 528 ΚΠολΔ, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 44 παρ. 2 του ν. 3994/2011: “Αν ασκηθεί έφεση από διάδικο που δικάστηκε ερήμην, η εκκαλουμένη απόφαση εξαφανίζεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους προσθέτους λόγους, ανεξάρτητα από τη διαδικασία που τηρήθηκε. Ο εκκαλών δικαιούται να προβάλει όλους τους ισχυρισμούς που μπορούσε να προτείνει πρωτοδίκως”. Με το ανωτέρω περιεχόμενο, επαναφέρθηκε η διάταξη του άρθρου 528 ΚΠολΔ, όπως ίσχυε πριν την τροποποίησή της με το ν. 2915/2001, προσαρμοσμένη στο καθεστώς της μιας και μοναδικής συζήτησης,οπότε η εμπρόθεσμη και παραδεκτή άσκηση έφεσης του δικασθέντος ερήμην πρωτοδίκως επιφέρει την εξαφάνιση της ερήμην απόφασης, χωρίς να απαιτείται να ευδοκιμήσει κάποιος λόγος έφεσης, αλλά αρκεί η “τυπική” παραδοχή της, κατά το άρθρο 532 ΚΠολΔ, καθόσον αυτή έχει τα αποτελέσματα της καταργηθείσης αναιτιολόγητης ανακοπής ερημοδικίας (ΑΠ 432/2019, 546/2014, ΑΠ 1015/2005 στην ΤΝΠ Νόμος), με αποτέλεσμα η υπόθεση να αναδικάζεται από το εφετείο που μετατρέπεται, στην περίπτωση αυτή, ουσιαστικά, σε πρωτοβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 495/2017 στην ΤΝΠ Νόμος). Η εξαφάνιση της εκκαλούμενης απόφασης γίνεται μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση και τους πρόσθετους λόγους έφεσης. Και με τη διάταξη αυτή εφαρμόζεται η καθιερούμενη από το άρθρο 106 ΚΠολΔ γενική αρχή της διάθεσης, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, την οποία αρχή ρυθμίζει ειδικά η διάταξη του άρθρου 522 ΚΠολΔ (βλ.ΑΠ 579/2018 στην ΤΝΠ Νόμος). Έτσι, στην περίπτωση που ο διάδικος ο οποίος δικάστηκε ερήμην στον πρώτο βαθμό, αρνείται τους αγωγικούς ισχυρισμούς ή προβάλλει εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων ως προς τη βάση της αγωγής, η απόφαση πλήττεται στο σύνολό της και εξαφανίζεται, ως προς όλες τις διατάξεις της, μετά την τακτική παραδοχή της έφεσης χωρίς έρευνα των λόγων της (ΑΠ 2150/2014 ΑΠ 927/2014, ΕφΠειρ 121/2014, ΜονΕφΠατρ 307/2018 στην ΤΝΠ Νόμος). Επομένως, στην προκειμένη περίπτωση, που η εκκαλούσα με τους λόγους της υπό κρίση έφεσης αμφισβητεί στο σύνολό της την ουσιαστική κρίση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου που δέχθηκε την αγωγή και αφού η έφεση έχει γίνει τυπικά δεκτή, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, πριν ακόμη την εξέταση της βασιμότητας των λόγων της.

Περαιτέρω, με τον δεύτερο λόγο έφεσής της η εκκαλούσα προβάλλει ισχυρισμό περί εμπρόθεσμης εξοφλήσεως του τιμήματος των 70.000 ευρώ, με αποτέλεσμα να μην έχει πληρωθεί η διαλυτική αίρεση της μη εμπρόθεσμης αποπληρωμής του τιμήματος και να μην έχει ανατραπεί η προς αυτή μεταβίβαση της κυριότητας του ένδικου πλοίου. Υποστηρίζει δε ότι μεταξύ άλλων, πραγματοποίησε καταβολές έναντι του τιμήματος, ποσού 9.000 ευρώ την 31.3.2014 και ποσού 19.000 ευρώ την 16.4.2014 στον ………, Πρόεδρο του Δ.Σ. της εφεσίβλητης, για λογαριασμό της και ότι προς απόδειξη των παραπάνω καταβολών συνετάγησαν ιδιοχείρως και υπογράφηκαν από τον ανωτέρω, οι από 31.3.2014 και από 16.4.2014 αντίστοιχες υπεύθυνες δηλώσεις, θεωρημένες ως προς το γνήσιο της υπογραφής του. Κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο του παρόντος Δικαστηρίου και την εξέταση της μάρτυρος της εκκαλούσας, ……….., η πληρεξούσια δικηγόρος της εφεσίβλητης ρώτησε τη μάρτυρα εάν οι παραπάνω υπεύθυνες δηλώσεις έχουν υπογραφεί ενώπιον της και όταν εκείνη απάντησε καταφατικά, ρώτησε την πληρεξούσια δικηγόρο της εκκαλούσας εάν προσκομίζει τα πρωτότυπα των δηλώσεων αυτών, καθώς εκείνη αμφισβητεί τη γνησιότητά τους κι έλαβε ομοίως καταφατική απάντηση.Στη συνέχεια δε, όπως οι σχετικές δηλώσεις έχουν καταγραφεί στα ταυτάριθμα με την παρούσα απομαγνητοφωνημένα πρακτικά, διεμείφθησαν τα εξής: «-Τις προσκομίζετε πρωτότυπα συνάδελφε; Θα ήθελα να προσκομιστούν γιατί αμφισβητείται από εμάς η γνησιότητά τους. –Βεβαίως.- Σας ευχαριστώ. Δεν έχω άλλο αίτημα αλλά έχω αίτημα να προσκομιστούν πρωτότυπες. –Τις έχετε εδώ μαζί σας να τις δει η άλλη πλευρά;- Πρωτότυπες όχι. Έχω φέρει τα αντίγραφα αλλά θα προσκομίσω τα πρωτότυπα. –Προσκομίζετε επικυρωμένο αντίγραφο;…- Θα ήθελα να προσκομιστούν οι πρωτότυπες. Δεν έχω άλλη ερώτηση κύριε Πρόεδρε.» Ακολούθως, η εκκαλούσα κι ενώ στις προτάσεις της επικαλείται ότι προσκομίζει ως σχετικά 13 και 13α τις ίδιες τις από 31.3.14 και 16.4.14 υπεύθυνες δηλώσεις, χωρίς να κάνει λόγο για ακριβή αντίγραφα, προσκόμισε εντέλει με σχετική επίκληση στην προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της, μόνο επικυρωμένα από την πληρεξούσια δικηγόρο της φωτοαντίγραφα των παραπάνω δύο υπεύθυνων δηλώσεων και όχι τα πρωτότυπα, όπως είχε δεσμευτεί στο ακροατήριο, η δε εφεσίβλητη με την προσθήκη-αντίκρουση των προτάσεών της επανέλαβε ότι αμφισβητεί τη γνησιότητα των παραπάνω υπεύθυνων δηλώσεων και ζήτησε κατ’ εφαρμογή των άρθρων 450-452 ΚΠολΔ, ως έχουσα έννομο συμφέρον, να υποχρεωθεί η εκκαλούσα, όπως άλλωστε είχε ζητήσει στο ακροατήριο, να προσκομίσει τις υπεύθυνες δηλώσεις στα πρωτότυπά τους, καθώς κατά την ίδια, ο ήδη αποθανών νόμιμος εκπρόσωπός της είχε υπογράψει υπεύθυνες δηλώσεις μόνο για αποδοχή συμψηφισμού με το τίμημα της πώλησης ποσού 18.000 ευρώ, το οποίο η εκκαλούσα κατέβαλε στο Τελωνείο για λογαριασμό της εφεσίβλητης, για οφειλή του ένδικου πλοίου και όχι άλλη υπεύθυνη δήλωση. Κατά τη διάταξη του άρθρου 457 §§ 2 και 3 του ΚΠολΔ, εκείνος, κατά του οποίου προσάγεται ιδιωτικό έγγραφο, οφείλει να δηλώσει αμέσως, αν αναγνωρίζει ή αρνείται τη γνησιότητα της υπογραφής, διαφορετικά το έγγραφο θεωρείται ως αναγνωρισμένο, με συνέπεια να θεωρείται ότι έχει διαπιστωθεί η γνησιότητα του περιεχομένου του, με την επιφύλαξη της προσβολής του ως πλαστού. Από τις διατάξεις αυτές, συνάγονται τα ακόλουθα: α) Τα ιδιωτικά έγγραφα, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει επί δημοσίων εγγράφων (ΚΠολΔ 455), δεν έχουν το τεκμήριο της γνησιότητας. Η επίκληση και προσαγωγή, προς απόδειξη ουσιώδους ισχυρισμού, του ιδιωτικού εγγράφου εμπεριέχει, εντεύθεν, τον ισχυρισμό του διαδίκου περί της γνησιότητάς του. Ο αντίδικός του έχει το βάρος της δηλώσεως περί αρνήσεως της γνησιότητάς του, ο δε διάδικος που το επικαλείται και το προσκομίζει το βάρος της αποδείξεως της γνησιότητας αυτής, όταν αμφισβητηθεί. β) Εφόσον το έγγραφο είναι ενυπόγραφο, αδιάφορα αν φέρει την υπογραφή εκείνου, κατά του οποίου προσάγεται ή τρίτου, η αμφισβήτηση της γνησιότητας αναφέρεται στην υπογραφή (μία ή περισσότερες), η γνησιότητα της οποίας δημιουργεί αμάχητο τεκμήριο περί της γνησιότητας του υπερκείμενου περιεχομένου του εγγράφου, που καλύπτεται από την υπογραφή, κάτι που ανατρέπεται μόνο με την προσβολή του εγγράφου ως πλαστού. γ) Η απόδειξη από εκείνον που προσήγαγε το ιδιωτικό έγγραφο της αμφισβητηθείσας από τον αντίδικό του υπογραφής επιβάλλεται, όχι μόνο αν γίνεται χρήση του εγγράφου τούτου για άμεση απόδειξη, αλλά και όταν από αυτό συνάγονται δικαστικά τεκμήρια. Τέλος, από την ανωτέρω διάταξη σε συνδυασμό με τις διατάξεις του άρθρου 237 §§ 1-3 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι η αμφισβήτηση της γνησιότητας της υπογραφής ιδιωτικού εγγράφου πρέπει να γίνει κατά την ίδια συνεδρίαση, κατά την οποία το έγγραφο προσάγεται, με προσθήκη στις προτάσεις, επιβάλλεται δε αυτή να είναι ρητή, σαφής και ειδική, χωρίς ενδοιαστικές ή υποθετικές εκφράσεις. Αν αυτό δεν γίνει, θεωρείται ότι αναγνωρίστηκε σιωπηρώς η γνησιότητα του ιδιωτικού εγγράφου και τυχόν αμφισβήτηση της γνησιότητας αυτού σε μεταγενέστερη συζήτηση είναι απαράδεκτη (ΑΠ 1349/2018, 718/2010, 1338/2008, 106/2007 στην ΤΝΠ Νόμος). Περαιτέρω, από τις διατάξεις των άρθρων 450 παρ. 2 και 451 παρ. 1 ΚΠολΔ προκύπτει ότι κάθε διάδικος υποχρεούται να επιδείξει τα έγγραφα, τα οποία κατέχει και που μπορούν να χρησιμεύσουν για απόδειξη, ο δε αντίδικος του κατέχοντος το έγγραφο, εφ’ όσον δικαιολογεί έννομο συμφέρον, μπορεί να ζητήσει την επίδειξη του εγγράφου με τις προτάσεις του ακόμη και για πρώτη φορά ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 1180/2017 στην ΤΝΠ Νόμος, 61/1960 ΕΕΝ 27 (1960) σελ. 341, ΕφΘεσ 3796/1990 Αρμ. ΜΕ΄ (1991) σελ. 592. Ε. Κρουσταλλάκη, Η αξίωσις προς επίδειξιν εγγράφων μετά τον ΚΠολΔ, Δίκη 1 (1970) σελ. 647 επ., 650). Η παράλειψη του δικαστηρίου της ουσίας να αποφανθεί στην αίτηση για επίδειξη εγγράφων θεμελιώνει τον από τον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ λόγο αναιρέσεως, υπό την προϋπόθεση ότι η αίτηση αυτή ήταν παραδεκτή και σύννομη, τουτέστιν να γίνεται επίκληση της κατοχής του εγγράφου από τον αντίδικο, να προσδιορίζεται σαφώς το έγγραφο και το περιεχόμενο του και να εκτίθενται περιστατικά από τα οποία να προκύπτει το έννομο συμφέρον του αιτούντος, δηλαδή ότι το έγγραφο είναι πρόσφορο προς άμεση ή έμμεση απόδειξη λυσιτελούς ισχυρισμού του αιτούντος ή προς ανταπόδειξη τέτοιου ισχυρισμού του αντιδίκου του (ΑΠ 2035/2009, ΑΠ 1402/2008, ΑΠ 1701/2007, ΤΝΠ Νόμος, ΑΠ 1045/2004 ΕλλΔνη 48 σελ. 542, ΜονΕφΘεσ 514/2017, Αρμ 2017, σελ. 420). Κατά κανόνα, η επίδειξη του εγγράφου ζητείται με τις προτάσεις και ενώπιον του δευτεροβαθμίου δικαστηρίου (ΑΠ 414/2016), όχι όμως και με την προσθήκη σε αυτές μετά τη συζήτηση της έφεσης (βλ. ΑΠ 1180/2017, ό.π.). Όταν, όμως, η επίδειξη των εγγράφων ζητείται προς απόδειξη ισχυρισμού που προβλήθηκε το πρώτον κατά τη συζήτηση της υπόθεσης στο ακροατήριο, όπως είναι η αμφισβήτηση της γνησιότητας αντιγράφων που προσκομίσθηκαν από τον αντίδικο και ήδη κατά τη συζήτηση της υπόθεσης ζητήθηκε από τον αιτούντα διάδικο η επίδειξη των πρωτοτύπων εγγράφων για να φανεί το μη γνήσιο της υπογραφής του φερόμενου ως εκδότη τους, το αίτημα της επίδειξης θα συμπεριληφθεί εκ των πραγμάτων στην προσθήκη των προτάσεων του αιτούντος, αφού κατά τον χρόνο σύνταξης της προτάσεων του δεν ήταν γνωστή σε αυτόν η δικονομική επιλογή του αντιδίκου του να προσκομίσει τα αντίγραφα και όχι τα πρωτότυπα των εγγράφων που επικαλείται και των οποίων τη γνησιότητα ο πρώτος αμφισβητεί. Στην προκειμένη περίπτωση, δεδομένου ότι οι ως άνω δύο υπεύθυνες δηλώσεις που αφορούν η μεν πρώτη της 31.3.2014 σε καταβολή ποσού 9.000 ευρώ, η δε δεύτερη της 16.4.2014 σε καταβολή ποσού 19.000 ευρώ έναντι του τιμήματος, είναι ουσιώδεις για την απόδειξη του ισχυρισμού της εκκαλούσας περί εξοφλήσεως του τιμήματος του ένδικου πλοίου και δεδομένου ότι η αντίδικός της εφεσίβλητη ζητεί να επιδειχθούν τα πρωτότυπα των δηλώσεων αυτών, αμφισβητώντας τη γνησιότητα των σχετικών εγγράφων, κρίνεται αναγκαίο να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης κατ’ άρθρο 254 παρ.1ΚΠολΔ που εφαρμόζεται και στον δεύτερο βαθμό κατ’ άρθρο 524 παρ.1 του ίδιου Κώδικα, προκειμένου να διαταχθεί η επίδειξη των πρωτοτύπων των ως άνω υπεύθυνων δηλώσεωνμε φερόμενο εκδότη τον ……….., γενομένου δεκτού του σχετικού αιτήματος της εφεσίβλητης, ούτως ώστε αυτή να μπορεί να υποβάλει τις παρατηρήσεις της ως προς τη γνησιότητα των υπογραφών που έχουν τεθεί στα παραπάνω έγγραφα και σε σύγκριση με τις λοιπές προσαγόμενες αποδείξεις, να μπορέσει το Δικαστήριο αυτό να καταλήξει σε κρίση για το εάν τα παραπάνω έγγραφα είναι γνήσια ή μη. Δικαστικά έξοδα δεν επιβάλλονται με την παρούσα, δεδομένου ότι η κρίση του Δικαστηρίου δεν είναι οριστική ως προς την ουσία της διαφοράς.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Εξαφανίζει την 3127/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά που εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

Κρατεί και δικάζει την από 1.10.2015 (με Γ.Α.Κ. ../2015 και Ε.Α.Κ. …./2015) αγωγή.

Αναβάλλει την έκδοση οριστικής απόφασης.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου προς τον σκοπό, σε επομένη δικάσιμο, που θα οριστεί με τη φροντίδα του επιμελέστερου διαδίκου, να προσκομισθούν προς επίδειξη από την εκκαλούσα-εναγόμενη τα πρωτότυπα της από 31.3.2014 και της από 16.4.2014 υπεύθυνης δήλωσης με φερόμενο εκδότη τον Πρόεδρο του Δ.Σ. της εφεσίβλητης-ενάγουσας, ………, όπου δηλώνεται ότι του καταβλήθηκαν από την εκκαλούσα-εναγόμενη τα ποσά των 9.000 ευρώ και 19.000 ευρώ αντίστοιχα ως μέρος του τιμήματος για την αγορά του πλοίου «Κ».

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 5.2.2020.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ