Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 93/2020

Περίληψη

Η σύμβαση για την πώληση και μεταβίβαση της κυριότητας ακινήτου, καθώς και το περί αυτής προσύμφωνο υπόκεινται στο συστατικό τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου, η μη τήρηση του οποίου συνεπάγεται την απόλυτη ακυρότητα της συμβάσεως ή του προσυμφώνου. Η τυχόν καταβολή ολόκληρου ή μέρους τουπροσυμφωνηθέντος τιμήματος, σε εκτέλεση του άκυρου προσυμφώνου, επάγεται πλουτισμό του πωλητή χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία του αγοραστή, οπότε το τίμημα αυτό αναζητείται κατά τις διατάξεις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού. Παραβίαση της καθιερουμένης από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενικής αρχής της διαθέσεως. 526 ΚΠολΔ. Δέχεται έφεση. Εξαφανίζει εκκαλούμενη. Απορρίπτει αγωγή

 

ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Αριθμός Απόφασης:   93/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

[ΤΑΚΤΙΚΗ ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ]

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τη Δικαστή Ευγενία Τσιώρα, Εφέτη, την οποία όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου και από τη Γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Νόμιμα φέρεται με την από 27-06-2018, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …../02-07-2018 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./02-07-2018 κλήση της εφεσίβλητης, στη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας,προς συζήτηση,η υπό κρίση από 10-03-2017 έφεση, η οποία κατατέθηκε στη Γραμματεία του Πρωτοδικείου Πειραιώς, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/10-03-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/10-03-2017, αντίγραφο δε αυτής κατατέθηκε στη Γραμματεία του Δικαστηρίου αυτού, με Γεν. Αριθμό Κατάθ. …/15-05-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …./15-05-2017. Η υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμό 536/08-02-2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, μετά από συζήτηση, που έγινε, στις 29/10/2016, αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της από 30-03-2015, με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. …/07-04-2015 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/07-04-2015 αγωγής της εφεσίβλητης εναντίον του εκκαλούντος, έχει ασκηθεί νόμιμα και εμπρόθεσμα, καθώς, ασκήθηκε εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση της εκκαλουμένης, στις 13-02-2017,στον εκκαλούντα (βλ. σχετ. από 13-02-2017 επισημείωση του Δικαστικού Επιμελητή ………. επί φωτ/φου της εκκαλουμένης), με την κατάθεση αυτής, στις 10-03-2017, στηΓραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου (βλ. σχετ. με Γεν. Αριθμ. Κατάθ. ../10-03-2017 και Ειδ. Αριθμ. Κατάθ. …/10-03-2017 έκθεση κατάθεσης του Πρωτοδικείου Πειραιώς) (άρθρα 495 παρ. 1, 511, 513 παρ. 1 εδ. β΄, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 και 520 του ΚΠολΔ). Επομένως, εφόσον κατατέθηκε από τον εκκαλούντα στο δημόσιο ταμείο παράβολο ποσού εκατό (100) ευρώ για την άσκηση αυτής (βλ. άρθρο 495 § 3 Α περ. γ΄ Κ.Πολ.Δ., όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο τρίτο του άρθρ. 1 του Ν. 4335/2015 –ΦΕΚ Α΄ 87/23.7.2015-, μ’ έναρξη ισχύος 1/1/2016 –άρθρο ένατο παρ. 2 του άρθρου 1 του Ν. 4335/2015- και μετά την τροποποίηση του πρώτου εδαφίου της παρ. 3 της διατάξεως του άρθρου 495 ΚΠολΔ με το άρθρο 35 παρ. 2 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-, μ’ έναρξη ισχύος ένα μήνα μετά τη δημοσίευση του νόμου αυτού -άρθρο 45 Ν. 4446/2016-) [βλ. σχετ. μεταβατική διάταξη του άρθρου 44 του Ν. 4446/2016 -ΦΕΚ Α΄ 240/22.12.2016-, όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο 40 παρ. 5 του Ν. 4465/2017 (ΦΕΚ Α΄ 47/4.4.2017)] (πρβλ. ΑΠ 1850/2013 Δημ. Νόμος, ΕφΑθ 233/2013 ΤΝΠΔΣΑθ, ΕφΑθ 4606/2012 ΤΝΠΔΣΑθ), η υπό κρίση έφεση πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί, κατά την ίδια διαδικασία, που εκδόθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση, για να κριθεί η νομική και ουσιαστική βασιμότητα των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Στην προκειμένη περίπτωση η ενάγουσα, με την υπό κρίση αγωγή της, κατ’ ορθή εκτίμηση αυτής, ισχυρίζεται ότι συμφώνησε με τον εναγόμενο, Πολιτικό Μηχανικό – κατασκευαστή πολυκατοικιών, δυνάμει του από 23.3.2011 ιδιωτικού συμφωνητικού, ν’ αγοράσει ένα υπό κατασκευή διαμέρισμα του πέμπτου ορόφου μίας υπό ανέγερση οικοδομής, η οποία βρίσκεται επί της οδού … αρ…. στο Δ.Δ. Καμινίων Πειραιώς, αντί τιμήματος 100.000 ευρώ. Ότι το διαμέρισμα αυτό θα έπρεπε να παραδοθεί σε αυτήν αποπερατωμένο, σύμφωνα με το ως άνω ιδιωτικό συμφωνητικό και την από 26.1.2011 συγγραφή υποχρεώσεων, εντός δύο ετών, ήτοι έως την 22/03/2013, σε περίπτωση δε μη παραδόσεως του διαμερίσματος στον συμφωνηθέντα χρόνο, ο εναγόμενος όφειλε να επιστρέψει νομιμοτόκως το προκαταβληθέν μέρος του τιμήματος. Ότι στα πλαίσια της συμφωνίας τους αυτής, η εναγομένη κατέβαλε στον εναγόμενο σταδιακά το ποσό των 42.100 ευρώ (όπως περιορίστηκε και διορθώθηκε το σχετικό αίτημα με τις προτάσεις της ενάγουσας ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης) και επίσης, καθ’υπόδειξη του εναγομένου, κατέβαλε το ποσό των 5.500 ευρώ σε συνεργείο, που ο τελευταίος είχε προσλάβει για την τοποθέτηση των ντουλαπιών του διαμερίσματος. Ότι στις καταβολές αυτές προέβη πειθόμενη στις απατηλές υποσχέσεις του εναγομένου ότι θα της παρέδιδε το διαμέρισμα αποπερατωμένο και ότι ήταν συνεπής στις αναληφθείσες υποχρεώσεις του, ισχυρισμοί, οι οποίοι, όμως,ήταν ψευδείς, καθόσον ο ενάγων είχε διακόψει τις εργασίες στο έργο ήδη από το 2013. Ότι, συνεπεία της αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του προκλήθηκε σε αυτήν και ηθική βλάβη. Με βάση το ιστορικό αυτό ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος, με απόφαση προσωρινώς εκτελεστή, να της καταβάλει το ποσό των 47.600 ευρώ (ήτοι 42.100 + 5.500 = 47.600 ευρώ) «ως αχρεωστήτως καταβληθέν ένεκα απάτης σε βάρος της», νομιμοτόκως από το χρόνο καταβολής του, καθώς και το ποσό των 10.000,00 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ηθικής της βλάβης,που υπέστη, ένεκα προσβολής της προσωπικότητάς της λόγω της παράνομης συμπεριφοράς του, νομιμοτόκως από την επίδοση της αγωγής. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, αφού έκρινε την αγωγή νόμιμη, στηριζόμενη στις διατάξεις των άρθρων 369, 1033, 166, 159, 180, 904 Α.Κ. (διότι κρίθηκε -με την εκκαλουμένη- ότι η αγωγή περιέχει τα στοιχεία του αδικαιολογήτου πλουτισμού, τα οποία αυτεπαγγέλτως έλαβε υπόψη) 297, 298, 299, 330, 345, 346, 914, 919, 932 του ΑΚ, 386 παρ. 1 του ΠΚ, 176, 907, 908 παρ. 1 εδ. α’ και δ’ του ΚΠολΔ, πλην του αιτήματος τοκοδοσίας του καταβληθέντος ποσού από το χρόνο καταβολής του, καθόσον η ενάγουσα δεν επικαλούνταν τις προϋποθέσεις εφαρμογής των άρθρ. 911 και 912 του ΑΚ, έκανε δεκτή εν μέρει αυτήν, ως κατ’ ουσία βάσιμη και υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στην ενάγουσα το συνολικό ποσό των σαράντα έξι χιλιάδων εξακοσίων ευρώ (46.600,00 ευρώ) με το νόμιμο τόκο υπερημερίας από την επόμενη της επίδοσης της αγωγής και μέχρι πλήρους εξόφλησης, επέβαλε δε στον εναγόμενο μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας, τα οποία όρισε στο ποσό των χιλίων εννιακοσίων ευρώ (1.900,00 ευρώ). Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος, με την υπό κρίση έφεσή του, για τους διαλαμβανόμενους σ’ αυτήν λόγους, που ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και σε πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης, ώστε ν’ απορριφθεί στο σύνολό της η υπό κρίση αγωγή.

Kατά το άρθρο 914 ΑΚ, όποιος ζημίωσε άλλον παράνομα και υπαίτια έχει υποχρέωση να τον αποζημιώσει, κατά τα οριζόμενα ειδικότερα στ’ άρθρα 297 και 298 ΑΚ, ενώ, κατά το άρθρ. 932 ΑΚ, σε περίπτωση αδικοπραξίας, ανεξάρτητα από την αποζημίωση για την περιουσιακή ζημία, το δικαστήριο μπορεί να επιδικάσει εύλογη κατά την κρίση του χρηματική ικανοποίηση, ιδίως σ’ εκείνον που έπαθε προσβολή της υγείας, της τιμής ή της αγνείας του ή στερήθηκε της ελευθερίας του. Από τις διατάξεις των άρθρων 200, 281, 297, 298, 330 και 914 ΑΚ προκύπτει ότι προϋποθέσεις της ευθύνης για αποζημίωση από αδικοπραξία είναι: 1) η υπαιτιότητα του υποχρέου, η οποία υπάρχει στην περίπτωση του δόλου και της αμέλειας, δηλαδή, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια που απαιτείται στις συναλλαγές, 2) η παράνομη συμπεριφορά του υπόχρεου σε αποζημίωση έναντι εκείνου που ζημιώθηκε, 3) η ύπαρξη αιτιώδους συνάφειας μεταξύ της παράνομης συμπεριφοράς και της ζημίας, και 4) η ύπαρξη ζημίας. Η παράνομη συμπεριφορά, ως όρος της αδικοπραξίας, μπορεί να συνίσταται όχι μόνο σε θετική πράξη, με την έννοια της παράβασης του επιβαλλόμενου από τη διάταξη του άρθρου 914 ΑΚ γενικού καθήκοντος του να μη ζημιώνει κάποιος άλλον υπαιτίως (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 967/1973), αλλά και σε παράλειψη, εφόσον στην τελευταία αυτή περίπτωση, εκείνος που υπέπεσε στην παράλειψη ήταν υποχρεωμένος σε πράξη από το νόμο ή τη δικαιοπραξία είτε από την καλή πίστη, και τα συναλλακτικά και χρηστά ήθη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη. Αιτιώδης δε συνάφεια υπάρχει, όταν η πράξη ή η παράλειψη του ευθυνομένου προσώπου ήταν, κατά τα διδάγματα της κοινής πείρας, ικανή και μπορούσε αντικειμενικά να επιφέρει, κατά τη συνηθισμένη και κανονική πορεία των πραγμάτων, το επιζήμιο αποτέλεσμα (ΟλΑΠ 2/2019 ό.π., ΑΠ 4/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 377/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 402/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1652/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 809/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 111 παρ. 2, 118 και 216 παρ. 1 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι το δικόγραφο της αγωγής πρέπει να περιέχει, με ποινή το απαράδεκτο, εκτός από άλλα στοιχεία και σαφή έκθεση των γεγονότων που τη θεμελιώνουν κατά νόμο και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, με ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς, σε τρόπο ώστε να παρέχεται στον μεν εναγόμενο η ευχέρεια της άμυνας, στο δε δικαστήριο η δυνατότητα ελέγχου του βάσιμου κατά το νόμο της αγωγής. Από το συνδυασμό των παραπάνω διατάξεων, προκύπτει ότι, για τη θεμελίωση και το ορισμένο της αγωγής, με την οποία επιδιώκεται αποζημίωση λόγω αδικοπραξίας (άρθρα 914, 297, 298 ΑΚ), πρέπει στο δικόγραφό της να αναφέρονται, κατ’ άρθρο 216 ΚΠολΔ, όλα εκείνα τα στοιχεία που αποτελούν τις προϋποθέσεις της αποζημίωσης και κυρίως η παράνομη ενέργεια του υπόχρεου (πράξη ή παράλειψη), η υπαιτιότητα αυτού, η ζημία και ο αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ αυτής και της παράνομης συμπεριφοράς του, καθώς και τα αναγκαία στοιχεία για τον προσδιορισμό της θετικής και αποθετικής ζημίας του ζημιωθέντος (ΑΠ 462/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 926/2004).Εξάλλου, από την ίδια διάταξη του άρθρου 914 Α.Κ., σε συνδυασμό προς εκείνες των άρθρων 147-149 Α.Κ. και 386 Π.Κ., προκύπτει ότι η απάτη σε βάρος του ζημιωθέντος, ως γενεσιουργός λόγος της υποχρεώσεως σε αποζημίωση, υπάρχει όταν κάποιος από δόλο προκαλεί, ενισχύει ή διατηρεί με κάθε μέσο ή τέχνασμα σε άλλον την εσφαλμένη αντίληψη πραγματικών γεγονότων, ένεκα της οποίας αυτός προβαίνει σε δήλωση βουλήσεως ή σε επιχείρηση πράξεως από την οποία υφίσταται ζημία, εφόσον το χρησιμοποιηθέν απατηλό μέσο υπήρξε αποφασιστικό για τη γενομένη δήλωση βουλήσεως ή την επιχειρηθείσα πράξη, ενώ δεν αποκλείεται η τυχόν χρησιμοποιηθείσα για την απάτη ψευδής παράσταση να αναφέρεται σε μελλοντικό γεγονός ή να συνδέεται με απόκρυψη κρίσιμων γεγονότων αναγομένων στο παρόν, την ύπαρξη των οποίων αγνοούσε ο ζημιωθείς και γνώριζε αυτός που τον εξαπάτησε (ΑΠ 316/2018 Δημ. Νόμος, Α.Π. 41/2010). Ειδικότερα, η απατηλή συμπεριφορά συνίσταται είτε σε παράσταση ανύπαρκτων γεγονότων ως υπαρκτών, κατά παράβαση του καθήκοντος αλήθειας, είτε στην απόκρυψη ή αποσιώπηση ή ατελή ανακοίνωση υπαρκτών γεγονότων, των οποίων η αποκάλυψη σε αυτόν, που τα αγνοούσε, επιβαλλόταν από το καθήκον διαφωτίσεώς του, με βάση την καλή πίστη ή την υπάρχουσα ιδιαίτερη σχέση μεταξύ του δηλούντος ή επιχειρούντος την πράξη και εκείνου προς τον οποίο απευθύνεται η δήλωση ή του ωφελουμένου από την πράξη (ΑΠ 316/2018 ό.π., ΑΠ 247/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 209/2018 Δημ. Νόμος, Α.Π.541/2012, 41/2010). Κατά την έννοια της ως άνω διάταξης του άρθρου 386 Π.Κ., ερμηνευομένης, ενόψει και του άρθρου 27 του Ποινικού Κώδικα, δόλος συντρέχει όχι μόνον όταν ο δράστης επιδιώκει την πρόκληση της ζημίας αυτής, αλλά και όταν την γνωρίζει ως ενδεχόμενη και αποδέχεται την δυνατότητα πρόκλησης της ίδιας ζημίας είτε ως αναγκαία είτε ως ενδεχόμενη συνέπεια της παράνομης συμπεριφοράς του. Σε κάθε περίπτωση δεν ενδιαφέρει το είδος της πλάνης που δημιουργήθηκε από την απάτη, δηλαδή αν αυτή είναι ή δεν είναι συγγνωστή, ουσιώδης ή επουσιώδης, καθώς και αν αναφέρεται αποκλειστικά στα παραγωγικά αίτια της βούλησης, αρκεί η πλάνη να υφίσταται κατά το χρόνο, που δηλώνεται η βούληση (ΑΠ 209/2018 ό.π., ΑΠ 1269/2017, ΑΠ 373/2008). Εξάλλου, υπαίτια ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται σύμβαση, μπορεί, πέρα από την αξίωση, που πηγάζει από τη σύμβαση, να επιστηρίζει και αξίωση από αδικοπραξία, εάν και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη θα ήταν παράνομη ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον να μη ζημιώνει κανείς υπαιτίως άλλον (Ολομ. ΑΠ 967/1973, ΑΠ 345/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1636/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 920/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 ό.π.). Και ναι μεν, κατ’ αρχάς, μόνη η αθέτηση προϋφιστάμενης ενοχής δεν συνιστά αδικοπραξία. Βέβαια αποτελεί πράξη παράνομη, όμως, οι έννομες συνέπειες της παραβάσεως ρυθμίζονται όχι από τις περί αδικοπραξιών διατάξεις, αλλά από τις διατάξεις για τη μη εκπλήρωση της παροχής (αδυναμία παροχής, υπερημερία του οφειλέτη, πλημμελής εκπλήρωση της συμβάσεως κλπ). Πλην, όμως, μερικές φορές είναι δυνατό ένα και το αυτό βιοτικό γεγονός να συγκεντρώνει τις προϋποθέσεις τόσο της αθέτησης της συμβάσεως, όσο και της αδικοπραξίας. Στην περίπτωση αυτή το πραγματικό γεγονός υπόκειται σε πολλαπλή αξιολόγηση και αντιμετωπίζεται από διαφορετικές απόψεις. Όπως δε κρατεί στη νομολογία, η υπαίτια (από δόλο ή αμέλεια) και ζημιογόνος πράξη ή παράλειψη, με την οποία παραβιάζεται μία σύμβαση και γεννάται ενδοσυμβατική ευθύνη του οφειλέτη, μπορεί, πέρα από την αξίωση, που πηγάζει από τη σύμβαση, να θεμελιώσει ευθύνη και από αδικοπραξία, αν, και χωρίς τη συμβατική σχέση διαπραττόμενη, θα ήταν καθαυτή παράνομη, ως αντικείμενη στο γενικό καθήκον που επιβάλλει το άρθρο 914 Α.Κ., να μη ζημιώνει κάποιος υπαιτίως άλλον, στην έννοια της οποίας περιλαμβάνεται και κάθε προσβολή του προσώπου ή των προστατευόμενων έννομων αγαθών (υλικών ή ηθικών) του άλλου (ΑΠ Ολ 967/1973, ΑΠ 920/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1424/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 345/2018 ό.π., EA 980/2014 Δημ. Νόμος). Στην περίπτωση αυτή, ο δικαιούχος της αποζημιώσεως αποκτά συρροή αξιώσεων, την καθεμία από τις οποίες μπορεί να επιλέξει ή να τις ασκήσει και παραλλήλως, μία, όμως, φορά θα αποζημιωθεί, σε τρόπο ώστε, αν ικανοποιηθεί πλήρως βάσει της μιας ευθύνης, να μην μπορεί να ζητήσει ικανοποίηση βάσει της άλλης, εκτός αν αυτή έχει αντικείμενο αποζημιώσεως μεγαλύτερο από εκείνη, οπότε σώζεται ως προς το επιπλέον (ΑΠ 345/2018 ό.π., ΑΠ 1636/2018 ό.π., ΑΠ 1354/2015 ό.π., ΑΠ 1500/2014 Δημ. Νόμος).Περαιτέρω, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 158, 159, 180, 181, 361, 369, 513, 1033 του ΑΚ και 13 παρ. 3 του ν. 1587/1950, οι οποίες εφαρμόζονται αναλόγως και επί του προσυμφώνου πωλήσεως, προκύπτει ότι όπου ο νόμος απαιτεί την τήρηση τύπου για την κατάρτιση της δικαιοπραξίας, όπως την πώληση ακινήτου, ο τύπος αυτός απαιτείται για ολόκληρο το περιεχόμενό της. Έτσι, στον τύπο του συμβολαιογραφικού εγγράφου υπόκειται όχι μόνο η εμπράγματη σύμβαση μεταβίβασης ακινήτου, αλλά και η ενοχική της πωλήσεώς του ως προς όλα τα ουσιώδη στοιχεία της, δηλαδή το πράγμα και το τίμημα (ΑΠ 480/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1397/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 945/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 652/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 554/2011 Δημ. Νόμος, ΑΠ 249/2009 Δημ. Νόμος, ΜονΕφΠειρ 258/2016 Δημ. Νόμος), με ποινή ακυρότητας, η οποία εξετάζει αυτεπαγγέλτως (ΑΠ 1397/2017 ό.π., ΑΠ 652/2015 ό.π., ΜονΕφΠειρ 258/2016 ό.π.), όταν τα περιστατικά υποβάλλονται σ’ αυτό, διότι οι διατάξεις για τον τύπο των δικαιοπραξιών είναι δημοσίας τάξεως (ΑΠ 945/2017 Δημ. Νόμος). Συνεπώς, δεν γεννάται κανένα δικαίωμα από τη σύμβαση, δηλαδή ούτε προς νόμιμη σύναψή της με την κατάρτιση αυτής ενώπιον συμβολαιογράφου, ούτε προς αποζημίωση (ΑΠ 652/2015 ό.π.). Στον ίδιο τύπο (συμβολαιογραφικό) υποβάλλονται και οι συμφωνίες, με τις οποίες τροποποιείται η εν λόγω σύμβαση, εκτός αν πρόκειται για όρους, με τους οποίους αυτή καταργείται ολικά ή μερικά ή περιορίζεται η ενέργειά της ή με τους οποίους γίνεται παραίτηση από όρο αυτής. Ως τροποποιήσεις για τις οποίες πρέπει να τηρηθεί ο τύπος της δικαιοπραξίας, νοούνται οι ουσιώδεις που ασκούν έννομη επιρροή στους όρους της δικαιοπραξίας, όπως είναι ο όρος που καθορίζει το χρόνο και τον τρόπο καταβολής του τιμήματος, τη διεύρυνση της δικαιοπραξίας κατά τις υποχρεώσεις των μερών (ΑΠ 1397/2017 ό.π.). Αν σε εκτέλεση του άκυρου κατά τ’ ανωτέρω προσυμφώνου καταβλήθηκε ολόκληρο ή μέρος του προσυμφωνηθέντος τιμήματος, αυτό αναζητείται κατά τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. Α.Κ. περί αδικαιολογήτου πλουτισμού (ΑΠ 1709/2013 Δημ. Νόμος, ΑΠ828/2003, ΜονΕφΠειρ 258/2016 ό.π.).Κατά το άρθρο δε 904 παρ. 1 ΑΚ “όποιος έγινε πλουσιότερος χωρίς νόμιμη αιτία από την περιουσία ή με ζημία άλλου έχει υποχρέωση να αποδώσει την ωφέλεια. Η υποχρέωση αυτή γεννιέται ιδίως σε περίπτωση παροχής αχρεώστητης, δηλαδή εκείνης που επέρχεται χωρίς δόση ανταλλάγματος από τον λήπτη και δεν μπορεί να στηριχθεί σε ισχυρή σύμβαση, δικαιολογούσα τον πλουτισμό, ούτε σε νόμιμη υποχρέωση. Κατά την ως άνω διάταξη, προϋποθέσεις αξιώσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι: α) ο πλουτισμός του υπόχρεου, β) η επέλευση του πλουτισμού από την περιουσία ή με ζημία του άλλου, γ) η αιτιώδης συνάφεια μεταξύ πλουτισμού και ζημίας και δ) η έλλειψη νόμιμης αιτίας. Από τα παραπάνω προκύπτει, ότι στοιχείο του πραγματικού κάθε απαιτήσεως αδικαιολογήτου πλουτισμού είναι, εκτός των άλλων και η ανυπαρξία ή η ελαττωματικότητα της αιτίας, βάσει της οποίας έγινε η περιουσιακή μετακίνηση και επήλθε ο πλουτισμός του λήπτη. Αν λείπει το στοιχείο αυτό, δηλαδή αν η ως άνω αιτία δεν είναι ανύπαρκτη ή ελαττωματική, δεν στοιχειοθετείται απαίτηση από τον αδικαιολόγητο πλουτισμό, αφού η απαίτηση αυτή προϋποθέτει έλλειψη αξιώσεως από την αιτίαή παροχής για αιτία που δεν επακολούθησε ή έληξε ή αιτία παράνομη ή ανήθικη” και κατά το άρθρο 908 εδ. α του ιδίου Κώδικα “ο λήπτης οφείλει να αποδώσει το πράγμα που έλαβε ή το αντάλλαγμα που τυχόν έλαβε από αυτό” (ΑΠ 1480/2018 Δημ. Νόμος). Από το συνδυασμό δε των διατάξεων των άρθρων του Α.Κ. 904 παρ. 1 εδ. α΄ και 938, που ορίζει, ότι όποιος οφείλει αποζημίωση από αδικοπραξία έχει την υποχρέωση, κατά τις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, να αποδώσει ό,τι περιήλθε σ` αυτόν, ακόμη και αν η απαίτηση από την αδικοπραξία έχει παραγραφεί, προκύπτει, ότι αν από την τέλεση αδικοπραξίας δεν επήλθε μόνο ζημία σε άλλον, αλλά συγχρόνως και ωφέλεια αδικοπραγήσαντος από την περιουσία ή με ζημία του αδικηθέντος, τότε, παρά την παραγραφή της αξίωσης από αδικοπραξία, υφίσταται αξίωση από αδικαιολόγητο πλουτισμό, η οποία υπόκειται εφεξής στη ρύθμιση των άρθρων 904 επ. ΑΚ. Ειδικότερα, αν μεν η αδικοπραξία έγινε με αμέλεια από τη διάταξη του άρθρο 909 Α.Κ., κατά την οποία υποχρεούται σε απόδοση ο λήπτης της ωφελείας, εφόσον είναι πλουσιότερος κατά το χρόνο επιδόσεως της αγωγής, διότι απόδοση ανύπαρκτου πλουτισμού δεν νοείται, ούτε στο σκοπό του νομοθέτη ανταποκρίνεται, αν δε έγινε με πρόθεση, από τη διάταξη του άρθρου 911 αρ. 2 Α.Κ., με ανάλογη εφαρμογή αυτής, η οποία, όπως προκύπτει από τη διατύπωση του άρθρου 904 παρ. 1 εδαφ. β΄ Α.Κ., που εφαρμόζεται στην περίπτωση αποδόσεως ωφέλειας, που αποκτήθηκε από παράνομη ή ανήθικη αιτία, η οποία θεμελιώνεται σε δικαιοπραξία, διότι η ωφέλεια από αδικοπραξία με πρόθεση, αποτελεί πλουτισμό από παράνομη αιτία και ο νόμος αποσκοπεί να αποδοθεί η κτηθείσα από την αιτία αυτή ωφέλεια. Από τα ανωτέρω συνάγεται, ότι για να τύχουν εφαρμογής οι προπαρατεθείσες διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού και να αποτελέσουν βάση αγωγής, πρέπει να συντρέχουν οι όροι της αδικοπραξίας, να έχει παραγραφεί η εξ αυτής αγωγή (άρθρο 937 Α.Κ.) και να συντρέχουν και οι προϋποθέσεις, ως άνω, εκ του αδικαιολογήτου πλουτισμού. Η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού, από άποψη ουσιαστικού δικαίου είναι επιβοηθητική, ασκούμενη όταν δεν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για τη θεμελίωση αξίωσης από σύμβαση ή αδικοπραξία, αφού σε αντίθετη περίπτωση δεν δύναται να γίνει λόγος για έλλειψη νόμιμης αιτίας και υπό την ενδοδιαδικαστική αίρεση (επικουρικώς) της απορρίψεως της κυρίας βάσεως της αγωγής από τη σύμβαση ή από την αδικοπραξία (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, ΟλΑΠ 8/2018 Δημ. Νόμος, Ολ. Α.Π. 22/2003). Στην περίπτωση αυτή, αν ασκηθεί αγωγή, με την οποία αναζητείται ευθέως από τον ενάγοντα ο πλουτισμός (ωφέλεια) του εναγομένου, εξαιτίας ακυρότητας συμβάσεως, για να είναι ορισμένη η αγωγή, θα πρέπει να αναφέρονται στο δικόγραφο αυτής, σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 εδ. α του ΚΠολΔ, τα περιστατικά, που συνεπάγονται την ακυρότητα της συμβάσεως, και συνιστούν τον λόγο για τον οποίο η αιτία της εντεύθεν ωφέλειας του εναγομένου δεν είναι νόμιμη. Αν, όμως, η αξίωση του αδικαιολόγητου πλουτισμού σωρεύεται κατά δικονομική επικουρικότητα (άρθρο 219 ΚΠολΔ) υπό την αίρεση της απορρίψεως της κύριας βάσεως από σύμβαση ή αδικοπραξία, τότε για την πληρότητα της επικουρικής αυτής αγωγής, αν μεν η κύρια βάση στηρίζεται στη σύμβαση, πρέπει να γίνεται στο αγωγικό δικόγραφο απλή επίκληση της ακυρότητας της συμβάσεως, χωρίς να απαιτείται να αναφέρονται και οι λόγοι στους οποίους οφείλεται η ακυρότητα, ήτοι να γίνεται επίκληση απλή των προαναφερθεισών τεσσάρων προϋποθέσεων με στοιχεία α΄ έως δ΄ για τη θεμελίωση της αντίστοιχης αξιώσεως της στηριζομένης, στη διάταξη του άρθρου 904 εδ. α του Α.Κ., δηλαδή ότι μεσολάβησε παροχή (καταβολή) εκ μέρους του ενάγοντος για την εκπλήρωση οφειλής (αιτίας) ανύπαρκτης, (εκτός άλλων) γιατί έληξε ή δεν επακολούθησε (Α.Π. 749/2008). Και τούτο διότι στην τελευταία περίπτωση η επικουρική βάση της αγωγής θα εξετασθεί μόνον αν η στηριζομένη, σε έγκυρη σύμβαση, κυρία βάση της αγωγής απορριφθεί μετά παραδοχή της ακυρότητας της συμβάσεως για συγκεκριμένο λόγο, ο οποίος, είτε κατ` αυτεπάγγελτη έρευνα, είτε κατ` ένσταση του εναγομένου, αποτέλεσε ήδη αντικείμενο της δίκης και πληρούται έτσι ο σκοπός της διατάξεως του άρθρου 216 του ΚΠολΔ, η οποία απαιτεί τη σαφή έκθεση των γεγονότων που θεμελιώνουν την αγωγή. Αν δε η κύρια βάση στηρίζεται στην αδικοπραξία, τότε πρέπει να αναφέρεται μόνον η ωφέλεια, που αποκόμισε ο εναγόμενος από την αδικοπραξία, αφού την παραγραφή της σχετικής αξιώσεως απόκειται στον εναγόμενο να την προτείνει κατ` ένσταση (άρθρο 277 ΑΚ), ώστε μετά την απόσβεση της κύριας αξιώσεως από αδικοπραξία να ενεργοποιηθεί η από το άρθρο 938 ΑΚ επικουρική αγωγική αξίωση για το περιελθόν στον αδικοπραγήσαντα και να δημιουργηθεί η υποχρέωση του δικαστηρίου να εξετάσει την ουσιαστική βασιμότητά της (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος). Περαιτέρω, η νομική αοριστία της αγωγής συντρέχει αν το δικαστήριο της ουσίας για τη θεμελίωση της αγωγής στον συγκεκριμένο κανόνα ουσιαστικού δικαίου αρκέσθηκε σε στοιχεία λιγότερα ή αξίωσε περισσότερα από εκείνα που ο κανόνας αυτός απαιτεί για τη γένεση του οικείου δικαιώματος, κρίνοντας αντιστοίχως νόμιμη ή μη στηριζομένη στο νόμο αγωγή (Ολ. ΑΠ 18/1998, ΑΠ 3/2019 ό.π., ΑΠ 462/2017 Δημ. Νόμος). Αντίθετα, η ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής υπάρχει όταν δεν εκτίθενται στην αγωγή όλα τα στοιχεία, που απαιτούνται κατά νόμο για τη στήριξη του αιτήματος της αγωγής, τα πραγματικά δηλαδή περιστατικά που απαρτίζουν την ιστορική βάση της αγωγής και προσδιορίζουν το αντικείμενο της δίκης(ΑΠ 462/2017 ό.π.).Ο κανόνας δικαίου παραβιάζεται δε, αν δεν εφαρμοσθεί, ενώ συνέτρεχαν οι πραγματικές προϋποθέσεις για την εφαρμογή του, ή αν εφαρμοστεί, ενώ δεν συνέτρεχαν οι προϋποθέσεις αυτές, καθώς και αν εφαρμοσθεί εσφαλμένα, η δε παραβίαση εκδηλώνεται είτε με ψευδή ερμηνεία, είτε με κακή εφαρμογή, δηλαδή με εσφαλμένη υπαγωγή (ΟλΑΠ 2/2019 Δημ. Νόμος, Ολ. ΑΠ 11/2017, ΑΠ 3/2019 Δημ. Νόμος). Προς εξεύρεση της παραβιάσεως ελέγχεται ο δικαστικός συλλογισμός και δυνατόν η παραβίαση να εντοπισθεί και στην ελάσσονα πρόταση, όταν οι πραγματικές παραδοχές του δικαστηρίου της ουσίας καθιστούν φανερή την παραβίαση (Ολ. ΑΠ 36/1988, ΑΠ 3/2019 ό.π.).Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 224 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη κάθε μεταβολή της (ιστορικής) βάσης της αγωγής, ενώ, κατά τη διάταξη του άρθρου 526 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη στην κατ’ έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής, είτε γίνεται με το δικόγραφο της έφεσης, είτε με τις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, ακόμη και αν ο αντίδικος του ενάγοντος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (ΑΠ 597/2019 Δημ. Νόμος). Ως ιστορική βάση της αγωγής, κατά το άρθρο 216 παρ.1 στοιχ. α του ΚΠολΔ, νοείται το σύνολο των γεγονότων, τα οποία θεμελιώνουν κατά νόμο την αγωγή και χωρίς την επίκληση των οποίων δεν είναι εφικτή η διάγνωση της επίδικης έννομης σχέσης. Επίσης, κατά πάγια νομολογία, βάσει των άρθρων 224 και 236 ΚΠολΔ, ο ενάγων μπορεί με τις προτάσεις ενώπιον του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου να θεραπεύσει την ποσοτική ή ποιοτική αοριστία της αγωγής, αλλά όχι και την νομική αοριστία αυτής, η οποία υπάρχει όταν δεν περιέχεται στην αγωγή το βασικό περιστατικό, που απαιτείται για τη νομική θεμελίωση του αγωγικού δικαιώματος ή της αγωγικής υποχρέωσης ή έννομης σχέσης. Εξάλλου, η απαγόρευση, κατά τα άρθρα 224 και 526 του ΚΠολΔ, της μεταβολής της ιστορικής βάσης της αγωγής τόσο στον πρώτο, όσο και στο δεύτερο βαθμό, αναφέρεται μόνο σε ουσιώδες πραγματικό περιστατικό της ιστορικής βάσης της αγωγής, δηλαδή σε περιστατικό, το οποίο, μόνο του ή από κοινού με άλλα, στηρίζει το αγωγικό αίτημα. Έτσι, είναι απαράδεκτη η υποκατάσταση ή η προσθήκη με τις προτάσεις νέων ουσιωδών γεγονότων (οψιγενών ή μη), με τα οποία τροποποιείται ή αντικαθίσταται η ιστορική βάση της αγωγής με άλλη ή προστίθεται στην αγωγή και νέα ιστορική βάση (ΟλΑΠ 2/1994, ΑΠ 597/2019 ό.π., ΑΠ 1525/2013, ΑΠ 43/2011). Η κατά τα άνω απαγόρευση της μεταβολής της βάσης της αγωγής αναφέρεται στα ουσιώδη στοιχεία της ιστορικής βάσης της αγωγής και όχι της νομικής της βάσης (ΑΠ 597/2019 ό.π., ΑΠ 78/2011, ΑΠ 1854/2011, ΑΠ 1653/2010), καθόσον ο διάδικος δεν είναι υποχρεωμένος να επικαλεσθεί νομικές διατάξεις, επί των οποίων στηρίζει την αγωγή του, αφού η υπαγωγή των πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν την ιστορική βάση της αγωγής στον κατάλληλο νομικό κανόνα, γίνεται αυτεπάγγελτα από το δικαστήριο της ουσίας, βάσει της αρχής juranovitcuria. Έτσι ο διάδικος μπορεί να επικαλεσθεί οποιεσδήποτε άλλες διατάξεις από εκείνες, που τυχόν είχε επικαλεσθεί με το δικόγραφο της αγωγής του (ΑΠ 597/2019 ό.π.). Ειδικότερα, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 106, 111 παρ.2, 216 παρ. 1, 224, 335, 338 και 559 αριθ. 1, 8 και 10 του ΚΠολΔ, προκύπτει ότι ο νομικός χαρακτηρισμός των επικαλουμένων περιστατικών, στα οποία θεμελιώνεται το προβαλλόμενο με την αγωγή δικαίωμα, δεν είναι δεσμευτικός για το δικαστήριο της ουσίας (πρωτοβάθμιο ή δευτεροβάθμιο), το οποίο οφείλει αυτεπαγγέλτως να προβεί στην ορθή νομική υπαγωγή των εννόμων σχέσεων, που αναδύονται, εκ των επικαλουμένων κατά τρόπο σαφή πραγματικών περιστατικών, που θεμελιώνουν την αγωγή και, όπως στη συνέχεια αυτά προκύπτουν, κατά την ανέλεγκτη περί τα πράγματα κρίση του δικαστηρίου από τις διεξαχθείσες αποδείξεις, έστω και διαφορετική από εκείνη στην οποία προβαίνει ο ενάγων, χωρίς αυτό να συνιστά ανεπίτρεπτη μεταβολή της βάσης της αγωγής, αφού η βάση αυτή συγκροτείται από τα θεμελιούντα το αίτημα πραγματικά περιστατικά και όχι από το διδόμενο από τον ενάγοντα νομικό χαρακτηρισμό τους, αλλά και χωρίς, κατά τη διαφορετική αυτή νομική εκτίμηση, το δικαστήριο, να λαμβάνει υπόψη του πράγματα μη προταθέντα ή να λαμβάνει υπόψη του πράγματα ως αληθινά χωρίς απόδειξη (ΑΠ 1181/2017 Δημ. Νόμος). Η αρχή της διαθέσεως, όμως, που καθιερώνει το άρθρο 106ΚΠολΔ, έχει την έννοια ότι δικαστική προστασία παρέχεται μόνο αν ζητείται, στην έκταση που ζητείται και εφόσον εξακολουθεί να ζητείται από τους διαδίκους (ΑΠ 790/2019 Δημ. Νόμος). Στο πλαίσιο της καθιερωμένης από το άρθρο 106 ΚΠολΔ θεμελιακής δικονομικής αρχής της ελευθέρας διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας διαφοράς, παρά μόνο ύστερα από σχετική αίτηση διαδίκου. Αν παρά ταύτα προβεί σε εκδίκαση και έκδοση αποφάσεως, τότε αυτή είναι ελαττωματική, διότι αντίκειται στην εν λόγω διαθετική αρχή (ΑΠ 139/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1033/2018 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, από το άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ. προκύπτει ότι, με την άσκηση της έφεσης η υπόθεση μεταβιβάζεται στα όρια, που καθορίζονται από αυτήν και τους πρόσθετους λόγους στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο (ΑΠ 1003/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 747/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015), κατά το άρθρο δε 536 του ίδιου Κώδικα, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο δεν μπορεί να εκδώσει απόφαση επιβλαβέστερη για τον εκκαλούντα, χωρίς ο εφεσίβλητος να ασκήσει δική του έφεση ή αντέφεση, εκτός αν το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, μετά την εξαφάνιση της πρωτόδικης απόφασης, δικάζει την υπόθεση κατ’ ουσίαν (ΑΠ 207/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 1344/2015 Δημ. Νόμος). Η διάταξη αυτή ρυθμίζει ειδικώς, σε σχέση με την έφεση, την καθιερούμενη από το άρθρο 106 Κ.Πολ.Δ. γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποία το δικαστήριο ενεργεί μόνο ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά. Το αίτημα, συνεπώς, της εφέσεως και οι λόγοι αυτής, που το στηρίζουν, οριοθετούν το μεταβιβαστικό αποτέλεσμα της εφέσεως. Κατόπιν αυτού, το εφετείο αποκτά εξουσία να εξετάσει όλους τους ισχυρισμούς που υποβάλλονται, κατά τις διατάξεις των άρθρων 525 έως 527 ΚΠολΔ, τόσο από τη μία πλευρά όσο και από την άλλη (βλ. σχετ. ΑΠ 140/2019 Δημ. Νόμος, ΑΠ 806/2018 Δημ. Νόμος, ΑΠ 791/2017 Δημ. Νόμος, ΑΠ 224/2016 Δημ. Νόμος, ΑΠ 591/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 258/2015 Δημ. Νόμος, ΑΠ 92/2015, ΑΠ 1951/2007). Η αρχή αυτή, σε επίπεδο αναιρετικού ελέγχου, φρουρείται αποτελεσματικά από το λόγο αναίρεσης, που προβλέπεται στον αριθμό 9 του άρθρου 559 ΚΠολΔ, κατά το οποίο αναίρεση επιτρέπεται (και) αν το δικαστήριο επιδίκασε κάτι που δεν ζητήθηκε ή επιδίκασε περισσότερα από όσα ζητήθηκαν ή άφησε αίτηση αδίκαστη (ΑΠ 790/2019 Δημ. Νόμος). Τέλος, από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 522, 535 και 536 παρ. 2 ΚΠολΔ, προκύπτει ότι, όταν η αγωγή στηρίζεται σε περισσότερες βάσεις ή σε μία κυρία βάση και μια επικουρική, και ύστερα από έφεση του εναγομένου κατά της οριστικής αποφάσεως που δέχθηκε τη μια βάση και απέρριψε ενδεχομένως τις λοιπές, εξαφανισθεί η εκκαλουμένη απόφαση και απορριφθεί η αγωγή κατά τη βάση της αυτή, το δευτεροβάθμιο δικαστήριο στερείται εξουσίας για αυτεπάγγελτη έρευνα των βάσεων που απορρίφθηκαν, εκτός εάν στην περίπτωση αυτή έχει ασκηθεί έφεση εκ μέρους του ενάγοντος (ΑΠ 1514/2018 Δημ. Νόμος). Στην προκειμένη περίπτωση, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, κατά την κατ’ ουσίαν έρευνα της υποθέσεως, μετά από συνεκτίμηση του συνόλου των αποδεικτικών στοιχείων, που προσκομίστηκαν ενώπιόν του, δέχθηκε ότι υφίσταται αξίωση αδικαιολογήτου πλουτισμού της ενάγουσας σε βάρος του εναγομένου, συνολικού ύψους 46.600 ευρώ, λόγω της ακυρότητας της επικαλούμενης στην αγωγή συμφωνίας πωλήσεως και μεταβιβάσεως του επιδίκου ακινήτου, συνεπεία της μη τηρήσεως του απαιτούμενου κατά νόμο συμβολαιογραφικού τύπου, απορρίπτοντας, όμως, ως κατ’ ουσίαν αβάσιμη την αξίωση χρηματικής ικανοποίησης της ενάγουσας, λόγω ηθικής βλάβης, δεχόμενο ότι ο εναγόμενος δεν επέδειξε την επικαλούμενη με την αγωγή αδικοπρακτική συμπεριφορά σε βάρος της και δη απάτη. Ωστόσο, εν προκειμένω, δεν ετίθετο ζήτημα έρευνας περί αδικαιολόγητου πλουτισμού του εναγομένου, συνιστάμενου σε ωφέλειά του από την περιουσία ή με ζημία της ενάγουσας, λόγω της ακυρότητας του επικαλούμενου στην αγωγή ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο συνήφθη μεταξύ των διαδίκων, όπως δέχθηκε η εκκαλουμένη, καθώς λαμβάνεται μεν υπόψη αυτεπαγγέλτως η απόλυτη ακυρότητα αυτού, λόγω της μη συντάξεώς του με συμβολαιογραφικό έγγραφο, πλην, όμως, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της υπό κρίση αγωγής, την οποία επισκοπεί το Δικαστήριο για τον έλεγχο της βασιμότητας του προταθέντος πρώτου λόγου έφεσης, σε αυτήν (υπό κρίση αγωγή), κατ’ ορθή εκτίμηση,δεν περιλαμβανόταν και αίτημα περί επιδικάσεως του ως άνω ποσού των 46.600 ευρώ, λόγω αδικαιολογήτου πλουτισμού, συνεπεία της ακυρότητας της ένδικης συμφωνίας, είτε κυρίως, είτε κατά δικονομική επικουρικότητα. Συνεπώς, εφόσον το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, αφενός μεν κατά την εκτίμηση της νομικής βασιμότητας της αγωγής, έκρινε νόμιμη αυτήν, στηριζόμενη και στις διατάξεις των άρθρων 369, 1033, 166, 159, 180, 904 Α.Κ., αφετέρου δε εφάρμοσε εσφαλμένα τις ουσιαστικού δικαίου ως άνω διατάξεις, παραβίασε την καθιερουμένη από το άρθρο 106 του ΚΠολΔ γενική αρχή της διαθέσεως, σύμφωνα με την οποίατο Δικαστήριο ενεργεί μόνον ύστερα από αίτηση διαδίκου και αποφασίζει με βάση τους πραγματικούς ισχυρισμούς, που προτείνουν και αποδεικνύουν οι διάδικοι και τις αιτήσεις, που υποβάλλουν, εκτός αν ο νόμος ορίζει διαφορετικά, καθώς οι πραγματικές παραδοχές της εκκαλουμένης καθιστούν εμφανή αυτήν την παράβαση. Στο πλαίσιο της καθιερωμένης από το άρθρο 106 ΚΠολΔ θεμελιακής δικονομικής αρχής της ελευθέρας διαθέσεως του αντικειμένου της δίκης, κατά τ’ αναφερόμενα στη μείζονα σκέψη της παρούσας, το δικαστήριο δεν έχει εξουσία να επιληφθεί αυτεπαγγέλτως μιας διαφοράς, παρά μόνο ύστερα από σχετική αίτηση διαδίκου.Επισημαίνεται, ότι, εν προκειμένω,με βάση τη διάταξη του άρθρου 106 ΚΠολΔ και την απορρέουσα από αυτήν αρχή της διαθέσεως, κατά την οποία η δικαστική προστασία παρέχεται μόνο εφόσον ζητείται, δεν είναι δυνατή η εκτίμηση του περιεχομένου της αγωγής από το παρόν Δικαστήριο, σε τέτοιο τρόπο ώστε να θεωρηθεί ότι η ενάγουσα επιδιώκει την ικανοποίηση της αξίωσής της, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε η υπόθεση ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, με βάση τις διατάξεις των άρθρων 904 επ. Α.Κ., λόγω της ακυρότητας της ως άνω συμφωνίας, καθώς, όπως προκύπτει από την επισκόπηση του αγωγικού δικογράφου, είναι σαφής η βούλησή της να ασκήσει αγωγή αδικοπραξίας, διαλαμβάνοντας, μεταξύ άλλων,και τη φράση «ένεκα απάτης» στο αιτητικό της αγωγής, αδιαφόρως εάν στην ιστορική βάση της αγωγής διαλαμβάνονται και τα πραγματικά περιστατικά, περί ακυρότητας της ένδικης συμφωνίας, εφόσον δεν υπάρχει, έστω και επικουρικά, σχετικό αίτημα (πρβλ. ΑΠ 1181/2017 Δημ. Νόμος). Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 526 του ΚΠολΔ, είναι απαράδεκτη στην κατ` έφεση δίκη κάθε μεταβολή της βάσης, του αντικειμένου και του αιτήματος της αγωγής, είτε γίνεται με το δικόγραφο της έφεσης, είτε με τις προτάσεις ενώπιον του Εφετείου, ακόμη και αν ο αντίδικος του ενάγοντος συναινεί. Το απαράδεκτο λαμβάνεται και αυτεπαγγέλτως υπόψη από το δικαστήριο (βλ. σχετ. ΑΠ 597/2019 ό.π.).Συνεπώς, το Πρωτοβάθμιο συνεπώς Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφαση έκρινε ως νόμω βάσιμη την αγωγή και προχώρησε στην έρευνα της ουσιαστικής της βασιμότητας, κατά το ως άνω ποσό, έσφαλε ως προς την ερμηνεία και εφαρμογή των παραπάνω διατάξεων και πρέπει, δεκτού γενομένου, ως κατ’ ουσία βασίμου, του σχετικού πρώτου λόγου της υπό κρίση έφεσης, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου. Σημειώνεται ότι, με την άσκηση της εφέσεως από τον εναγόμενο, η υπόθεση μεταβιβάσθηκε στο Εφετείο μόνο κατά το μέρος που δέχθηκε ως νόμιμη και βάσιμη την αγωγή, στηριζόμενη, κατά το ποσό των 46.600 ευρώ, στις διατάξεις του αδικαιολογήτου πλουτισμού, ενώ δεν μεταβιβάσθηκε ως προς την απορριφθείσα κύρια βάση της αγωγής περί επιδικάσεως χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, συνεπεία της επικαλούμενης στην αγωγή αδικοπρακτικής συμπεριφοράς του εναγομένου, την οποία το Εφετείο, μετά την εξαφάνιση της πρωτοβάθμιας αποφάσεως, δεν έχει εξουσία να την ερευνήσει, χωρίς την άσκηση εφέσεως από την ενάγουσα (πρβλ. ΑΠ 1514/2018 ό.π.).Στη συνέχεια, αφού η υπόθεση κρατηθεί και δικαστεί από το παρόν Δικαστήριο (άρθρο 535 ΚΠολΔ), καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε, πρέπει, κατά τον αυτεπάγγελτο έλεγχο της νομικής βασιμότητας της αγωγής, στον οποίο προβαίνει το παρόν δικαστήριο, να απορριφθεί η ένδικη αξίωση ως μη νόμιμη, διότι, υπό το εκτεθέν περιεχόμενο κατ’ ορθή εκτίμηση του δικογράφου και αληθή υποτιθέμενα τα πραγματικά περιστατικά, που εκτίθενται σε αυτήν, η επικαλούμενη αθέτηση των συμβατικών υποχρεώσεων, δεν συνιστά, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, αδικοπρακτική συμπεριφορά του εναγομένου σε βάρος της ενάγουσας, ώστε να δύναται να στηριχθεί η ένδικη αξίωση καταβολής του ποσού των 46.600 ευρώ στις διατάξεις περί αδικοπραξιών. Κατόπιν τούτων, πρέπει να γίνει δεκτή η υπό κρίση έφεση, ως κατ’ ουσία βάσιμη, να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη με αριθμ. 536/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, και, αφού κρατηθεί η υπόθεση από το Δικαστήριο τούτο (άρθ. 535 § 1 ΚΠολΔ) και δικαστεί η από 30-03-2015,απευθυνόμενη, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, αγωγή, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, ν’ απορριφθεί αυτή ωςνόμω αβάσιμη. Λόγω δε της νίκης του εκκαλούντος, ο οποίοςκατέθεσε παράβολο ύψους εκατό (100) ευρώ στο δημόσιο ταμείο, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου σε αυτόν (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ). Τέλος, πρέπει να συμψηφισθούν στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, κατά τ’ άρθρα 179 και 183 ΚΠολΔ, καθώς ορίζεται ειδικότερα στο διατακτικό της παρούσας.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την υπό κρίση έφεση, κατά της με αριθμ. 536/2017 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμ. 536/2017 οριστική απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία εκδόθηκε κατά την τακτική διαδικασία, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του καταθέσαντος από τον εκκαλούντα παραβόλου σε αυτόν.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση και δικάζει την από 30-03-2015 απευθυνόμενη ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά την τακτική διαδικασία, αγωγή, καθ’ ο μέρος μεταβιβάστηκε ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την από 30-03-2015 αγωγή.

ΣΥΜΨΗΦΙΖΕΙ στο σύνολό τους τα δικαστικά έξοδα μεταξύ των διαδίκων και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριό του σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση, στις 04/02/2020, στον Πειραιά, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξουσίων Δικηγόρων τους.

Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ