Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 73/2020

Αριθμός  73/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τους Δικαστές, Σπυριδούλα Μακρή,  Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο,  Εφέτη, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη-Εισηγήτρια και από τη Γραμματέα,  Ε.Τ..

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

   Η  κρινόμενη έφεση του  πρωτοδίκως ηττηθέντος εναγόμενου Ελληνικού Δημοσίου κατά των εφεσιβλήτων-εναγόντων και κατά της υπ` αριθμό 4187/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων κατά την τακτική  δικαιοδοσία,  ασκήθηκε νομότυπα και εμπρόθεσμα,  (άρθρα 495 επ., 511, 513 § 1 εδ. α` περ. β`, 516 § 1, 517 εδ. α`, 518 § 1 και 532 ΚΠολΔ), εντός τριάντα (30) ημερών από την επίδοση  σ αυτό της εκκαλουμένης απόφασης χωρίς να απαιτείται η κατάθεση του παραβόλου, που ορίζεται από το άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, αφού το εκκαλούν  δεν υποχρεούται στην καταβολή του, σύμφωνα με το άρθρο 19 § 1 του ν.δ. από 26.6/10.7.1944 και την αναλογικώς εφαρμοζόμενη, για την ταυτότητα του νομικού λόγου, διάταξη του άρθρου 30 ν.δ. 22.4/16.5.1926  (βλ.και  ΕΑ 2280/2016, δημοσιευμένη στη Νόμος). Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 § 1 ΚΠολΔ) κατά την ίδια διαδικασία, κατά την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση.

Με την ένδικη  από 25.10.2017  και με αριθμό καταθέσεως …………/2017 αγωγή τους που άσκησαν ενώπιον του Πολυμελούς  Πρωτοδικείου Πειραιώς οι ενάγοντες  και ήδη εφεσίβλητοι, κατ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, εξέθεταν ότι  στις 20-8-1997 απεβίωσε χωρίς να αφήσει διαθήκη ο Δ.Μ.,  κάτοικος εν ζωή Αγίου Ιωάννη Ρέντη,  που ήταν αδελφός του συζύγου της πρώτης και θείος των λοιπών εναγόντων. Ότι την κληρονομία του ως άνω αποβιώσαντος αποποιήθηκαν από το Δεκέμβριο του έτους 1997 οι κληρονόμοι της πρώτης τάξης κληρονόμων, ήτοι η σύζυγός του, τα τρία νόμιμα τέκνα του και ο εγγονός του, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο δικόγραφο, διότι υφίσταντο ληξιπρόθεσμες οφειλές του αποβιώσαντος προς το εναγόμενο  Ελληνικό Δημόσιο. Ότι για πρώτη φορά οι ενάγοντες πληροφορήθηκαν το παραπάνω γεγονός, ήτοι αυτό της αποποίησης της κληρονομίας των ως άνω κληρονόμων, όταν κλήθηκαν από το τελευταίο (Ελληνικό Δημόσιο) με την από 14-6-2017 επιστολή γνωστοποίησης του Δικαστικού Τμήματος της Δ.Ο.Υ. Καλλιθέας  να καταβάλλουν τις οφειλές του ως άνω αποβιώσαντος ως κληρονόμοι του, ενόψει  του ότι ο  Χ.Μ., αδερφός του αποβιώσαντος, σύζυγος της πρώτης των εναγόντων και πατέρας των λοιπών απ αυτούς,  είχε ήδη  αποβιώσει από το έτος 2006. Ότι μετά την κοινοποίηση της ως άνω επιστολής οι ενάγοντες ερεύνησαν το λόγο για τον οποίο καλούνταν ως κληρονόμοι στην κληρονομία του ως άνω αποβιώσαντος- συγγενούς τους και τότε διαπίστωσαν ότι οι κληρονόμοι του της πρώτης τάξης και η σύζυγος του Δ.Μ. είχαν προβεί σε εμπρόθεσμη δήλωση αποποίησης κληρονομίας ενώπιον του Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιά,  το μήνα Δεκέμβριο του έτους 1997, κατά τα προαναφερόμενα, χωρίς όμως οι ίδιοι να ενημερωθούν από αυτούς για την ως άνω αποποίηση και για το ότι η κληρονομία  θα επαγόταν σε εκείνους αν δεν αποποιούνταν αυτήν. Τέλος, εκθέτουν ότι, όταν πληροφορήθηκαν τα παραπάνω γεγονότα (στις 14-6-2017), προέβησαν εντός της νομίμου 4μηνης προθεσμίας ενώπιον του αρμοδίου Δικαστηρίου σε υποβολή δηλώσεως αποποίησης κληρονομιάς με σύνταξη σχετικής εκθέσεως. Με βάση τα παραπάνω πραγματικά περιστατικά οι ενάγοντες αιτούνταν, κατά την προσήκουσα εκτίμηση του αιτητικού του δικογράφου τους, κυρίως να ακυρωθεί η υπό του συζύγου  της πρώτης ενάγουσας (και πατέρα των λοιπών εναγόντων) αλλά και υπό των εναγόντων (κληρονόμων του συζύγου της πρώτης ενάγουσας κα πατέρα των λοιπών διαδίκων) πλασματική αποδοχή της κληρονομίας του αποβιώσαντος Δ.Μ,  διότι τόσο ο ως άνω κληρονομούμενος απ αυτούς,  Χ.Μ. όσο και οι ίδιοι οι ενάγοντες τελούσαν σε ουσιώδη πλάνη περί το δίκαιο και συνεπώς η εκ μέρους τους πλασματική αποδοχή της κληρονομιάς του ως άνω συγγενούς τους είναι ακυρωτέα, επικουρικώς, δε, επειδή οι δηλώσεις αποποίησης κληρονομίας στις οποίες προέβησαν στις 3-7-2017, 11-7-2017 και 26-6-2017 αντίστοιχα είναι εμπρόθεσμες, να αναγνωρισθεί το εμπρόθεσμό της υποβολής τους, ενοψει του ότι η τετράμηνη  προθεσμία προς αποποίηση ξεκίνησε από την γνώση των γεγονότων που τους καθιστούσαν κληρονόμους, ήτοι από την επίδοση σε αυτούς των γνωστοποιήσεων των βεβαιωμένων οφειλών του αποβιώσαντος στις 14-6-2017. Τέλος, ζητούσαν να καταδικασθεί το εναγόμενο στη δικαστική τους δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, εκδόθηκε η με αριθμό 4187/2018 οριστική απόφαση του ως άνω πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, που δέχθηκε την αγωγή, κατά την ως άνω κύρια βάση της, ως και ουσιαστικά βάσιμη και ακύρωσε τις   πλασματικές αποδοχές  κληρονομίας από τους ενάγοντες και τον κληρονομούμενο απ αυτούς, Χ.Μ, του εξ αδιαθέτου κληρονομικού δικαιώματός τους επί του  1/5 εξ αδιαιρέτου επί της κληρονομίας του αποβιώσαντος αδιάθετου, στις 20.8.1997, Δ.Μ., κατοίκου εν ζωή Αγίου Ρέντη, λόγω ουσιώδους πλάνης τους.   Κατά της απόφασης αυτής  παραπονείται με την παρούσα έφεσή του το εναγόμενο και ήδη εκκαλούν   για εσφαλμένη ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων  από το πρωτοδίκως δικάσαν Δικαστήριο και ζητά την εξαφάνιση της εκκαλουμένης ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1711 εδ. β`, 1846, 1847, 1848, 1849,1850, 1851 και 1856 ΑΚ συνάγεται ότι ο κληρονόμος,  είτε καλείται από διαθήκη είτε εξ αδιαθέτου, αποκτά αυτοδίκαια την κληρονομία με μόνο το θάνατο του κληρονομουμένου, χωρίς να απαιτείται οποιαδήποτε ενέργεια από μέρους του, ακόμα και χωρίς τη γνώση ή θέλησή του. Το δικαίωμα όμως αυτό της αυτοδίκαιης κτήσης της κληρονομιάς είναι προσωρινό και μετακλητό, γιατί τελεί υπό την τιθέμενη από το νόμο διαλυτική αίρεση της εμπρόθεσμης αποποίησης της κληρονομίας (άρθρο 1847 ΑΚ), δηλαδή δικαιούται ο κληρονόμος να αποποιηθεί κατά βούληση την κληρονομία που έχει επαχθεί σ` αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου, οπότε η κτήση αναιρείται εξαρχής και θεωρείται σαν να μην έγινε ποτέ. Κατά το άρθρο δε 1854 ΑΚ το δικαίωμα για αποποίηση της κληρονομίας μεταβαίνει στους κληρονόμους του κληρονόμου. Η αποποίηση της κληρονομίας είναι δήλωση του προσωρινού κληρονόμου ότι αποκρούει ήτοι δεν δέχεται την κληρονομία που έχει επαχθεί σ` αυτόν από διαθήκη ή εξ αδιαθέτου. Η αποποίηση συνιστά μονομερή δικαιοπραξία διαπλαστικού χαρακτήρα, μη απευθυντέα σε τρίτο, υποκείμενη σε συστατικό τύπο και είναι ανεπίδεκτη οποιασδήποτε αίρεσης ή προθεσμίας, χάριν της ασφάλειας των συναλλαγών (άρθρο 1851 εδ. β` ΑΚ) . Η σχετική δήλωση αποποίησης γίνεται ενώπιον του γραμματέα του δικαστηρίου της κληρονομίας, μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών (με τη διαφοροποίηση του άρθρου 1847 παρ. 2 ΑΚ), που αρχίζει από τότε που ο κληρονομούμενος έλαβε γνώση της επαγωγής και του λόγου αυτής (ΑΠ 725/2014, δημοσιευμένη στη Νόμος). Κατά δε τα άρθρα 1847 παρ. 1 εδ. α` και 1850 εδ. β` του ΑΚ, ο κληρονόμος μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της. Αν περάσει η προθεσμία, η κληρονομία θεωρείται ότι έχει γίνει αποδεκτή. Γνώση της επαγωγής, ως γεγονός της έναρξης της τετράμηνης προθεσμίας, νοείται η γνώση από τον κληρονόμο του θανάτου του κληρονομούμενου, γνώση δε του λόγου επαγωγής συνιστά η εκ διαθήκης ή κατά την εξ αδιαθέτου διαδοχή κλήση του κληρονόμου στην κληρονομιά. Εξάλλου, όταν πρόκειται για εξ αδιαθέτου διαδοχή, οπότε η συγγενική σχέση μεταξύ κληρονόμου και κληρονομουμένου είναι από την αρχή δεδομένη και γνωστός στον κληρονόμο ο χρόνος του θανάτου του κληρονομούμενου, η τετράμηνη προς αποποίηση προθεσμία αρχίζει κατά κανόνα (εκτός συνδρομής μεταγενέστερων της επαγωγής γεγονότων, όπως έκπτωση του προηγουμένου, αποποίηση κλπ) από τότε που ο κληρονόμος έλαβε γνώση του θανάτου του κλήρονομουμένου συγγενούς του. Όταν ο κληρονόμος αποποιηθεί νομίμως και εμπροθέσμως την επαχθείσα σε αυτόν κληρονομία, θεωρείται η προς τον αποποιηθέντα επαγωγή ότι δεν έγινε και η κληρονομιά επάγεται σ` εκείνον, ο οποίος θα καλούνταν  αν ο αποποιηθείς δε ζούσε κατά το χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου. Στην περίπτωση αυτή η προθεσμία της αποποίησης της κληρονομίας στη  μερίδα εκείνου που αποποιήθηκε δεν αρχίζει από τη γνώση του θανάτου του κληρονομουμένου, αλλά από τη γνώση της αποποίησης, διότι στην περίπτωση αυτή η επαγωγή της κληρονομίας συνδέεται με γεγονότα       μεταγενέστερα     του θανάτου του κληρονομουμένου (αποποίηση). Και ναι μεν και πάλι κατά πλάσμα του νόμου ο χρόνος επαγωγής ανατρέχει στο χρόνο του θανάτου του κληρονομουμένου σαν να μην υπήρχε εκείνος που αποποιήθηκε, όμως, όπου ο νόμος απαιτεί για κάποια νομική ενέργεια γνώση της επαγωγής εννοεί και τα μεταγενέστερα αυτά γεγονότα προ της γνώσεως των οποίων η προς αποποίηση προθεσμία δεν αρχίζει (ΑΠ 1534/2011, ΑΠ 1570/2010, ΑΠ 426/2002, ΕφΘεσ 1920/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος).  Περαιτέρω, κατά το άρθρο 1857 εδ. β` περ. α`, γ` και δ` του ΑΚ, η αποδοχή της κληρονομιάς που οφείλεται σε πλάνη κρίνεται σύμφωνα με τις διατάξεις για τις δικαιοπραξίες. Η πλάνη σχετικά με το ενεργητικό ή το παθητικό της κληρονομιάς δεν θεωρείται ουσιώδης. Οι διατάξεις του άρθρου αυτού εφαρμόζονται και σε αποδοχή που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας για αποποίηση. Κατά τα άρθρα δε 140 και 141 ΑΚ, αν κάποιος καταρτίζει δικαιοπραξία και η δήλωσή του δε συμφωνεί, από ουσιώδη πλάνη, με τη βούληση του, έχει δικαίωμα να ζητήσει την ακύρωση της δικαιοπραξίας. Η πλάνη είναι ουσιώδης όταν αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την όλη δικαιοπραξία, ώστε αν το πρόσωπο γνώριζε την πραγματική κατάσταση, δε θα επιχειρούσε τη δικαιοπραξία. Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει ότι η αποδοχή της κληρονομίας που συνάγεται από την παραμέληση της προθεσμίας αποποίησης, μπορεί να προσβληθεί από τον κληρονόμο ή από τον κληρονόμο του κληρονόμου, κατ άρθρο 1854 ΑΚ, κατά τα προαναφερόμενα,  λόγω πλάνης, όταν η με τον τρόπο αυτό συναγόμενη κατά πλάσμα του νόμου αποδοχή δε συμφωνεί με τη βούλησή του, όταν αυτή αναφέρεται σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, ώστε ο κληρονόμος αν γνώριζε την αληθινή κατάσταση ως προς το σημείο αυτό, δε θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η προθεσμία αποποίησης. Η εσφαλμένη δε γνώση ή άγνοια, που δημιουργεί τη μεταξύ βούλησης και δήλωσης διάσταση, η οποία όταν είναι ουσιώδης θεμελιώνει δικαίωμα προσβολής της δήλωσης λόγω πλάνης, μπορεί να οφείλεται και σε άγνοια ή εσφαλμένη γνώση των προαναφερόμενων νομικών διατάξεων για την αποδοχή της κληρονομιάς (ΟλΑΠ 3/1989, ΑΠ 189/2017, ΑΠ 496/2013, δημοσιευμένες στη Νόμος, ΑΠ 1534/2011, ΑΠ 1570/2010, όπ.α). Υπάρχει δε πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομιάς και όταν ο κληρονόμος τελεί σε άγνοια που ανάγεται: α) στο σύστημα της κτήσης της κληρονομιάς κατά τον ΑΚ που επέρχεται αμέσως μετά το θάνατο του κληρονομούμενου, οπότε η προθεσμία του άρθρου 1847 ΑΚ δεν αρχίζει γιατί η άγνοια αποκλείει την γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς και β) σε άγνοια μόνο της υπάρξεως της προθεσμίας του άρθρου 1847 ΑΚ προς αποποίηση ή της κατά το άρθρο 1850 ΑΚ νομικής σημασίας της παρόδου της προθεσμίας αυτής άπρακτης. Έτσι ο κληρονόμος κατά την άνω διάταξη 1847 παρ. 1 εδ. α` ΑΚ μπορεί να αποποιηθεί την κληρονομιά μέσα σε προθεσμία τεσσάρων μηνών, που αρχίζει από τότε που έμαθε την επαγωγή και το λόγο της (ΑΠ 1087/2011, 1211/2008, δημοσιευμένες στη Νόμος). Εξάλλου απαιτουμένης θετικής γνώσης της επαγωγής και του λόγου της και μη αρκούσης της υπαίτιας άγνοιας αυτής, η κίνηση της πιο πάνω προθεσμίας δεν άρχεται σε περίπτωση πλάνης του κληρονόμου ως προς την επαγωγή και το λόγο της, ως γεγονότων που αφετηριάζουν την εν λόγω προθεσμία. Ειδικότερα η από τον κληρονόμο μη γνώση της προς αυτόν επαγωγής και του λόγου της εξ αιτίας άγνοιας ή εσφαλμένης γνώσης των νομικών ρυθμίσεων περί αποδοχής κληρονομιάς, αποτρέπει την έναρξη της κρίσιμης προθεσμίας (ΕφΘεσ 2120/2015, δημοσιευμένη στη Νόμος).        Στην προκειμένη περίπτωση, από  όλα τα έγγραφα  τα οποία νομότυπα με επίκληση προσκομίζονται από τους διαδίκους, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση απόδειξη (άρθρο 395 ΚΠολΔ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), τις υπ’αρ. ../18.1.2018 και ../18.1.2018  ένορκες βεβαιώσεις του Κ.Μ. και της Κ. Μ., αντίστοιχα,  που ληφθηκαν με την επιμελεία  των εναγόντων ενώπιον του Ειρηνοδικείου Νίκαιας, μετά από νομότυπη και εμπρόθεσμη κλήτευση του εναγόμενου να παραστεί σ αυτές ( βλ. την με αριθμ. ……./12-1-2017 έκθεση  επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών,  ………..) και  από  τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρο  336 παρ. 4 ΚΠολΔ)  αποδείχθηκαν  τα εξής πραγματικά περιστατικά:    Στις 20/08/1997 απεβίωσε ο Δ.Μ (όπως προκύπτει από τη με αριθμό ………/21-08-1997 ληξιαρχική πράξη θανάτου του Ληξιαρχείου Πειραιά), κάτοικος εν ζωή Αγίου Ιωάννη Ρέντη, αδερφός του ήδη αποβιώσαντος στις 30-12-2006, Χ.Μ., συζύγου της πρώτης ενάγουσας-πρώτης εφεσίβλητης  και θείος του δεύτερου και της τρίτης των εναγόντων-δευτέρου και τρίτης των εφεσιβλήτων, χωρίς να αφήσει διαθήκη (όπως προκύπτει από το υπ’αρ. ………./2018 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Ειρηνοδικείου Νίκαιας και το υπ’αρ. ../2018 πιστοποιητικό της Γραμματείας του Πρωτοδικείου Πειραιώς). Ο ως άνω αποβιώσας (Δ.Μ) κατέλειπε κατά την ημέρα του θανάτου του μόνους πλησιέστερους συγγενείς του τη νόμιμη από πρώτο γάμο σύζυγο του,  Α.Κ, τα νόμιμα τέκνα του ………., και τον εγγονό του ……….. (όπως προκύπτει από το με αριθμ. πρωτοκ. …/26-3-1998 πιστοποιητικό του Δημάρχου Αγίου Ιωάννη Ρέντη). Οι παραπάνω πλησιέστεροι συγγενείς του ως άνω αποβιώσαντος (πλην του εγγονού του) κλήθηκαν κατά τα άρθρα 1813 και 1820 Α.Κ. στην πρώτη τάξη της εξ αδιαθέτου διαδοχής,  όμως επειδή γνώριζαν ότι η κληρονομία είχε αυξημένο παθητικό αποποιήθηκαν την επαχθείσα σε αυτούς κληρονομιά τον Δεκέμβριο του έτους 1997, υποβάλλοντας εμπροθέσμως στη Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς την με αριθμό …./1997 δήλωση αποποιήσεως κληρονομιάς. Συνεπεία της αποποιήσεως της θυγατέρας του κληρονομούμενου Σ.Σ. ακολούθησε η διαδοχή κατά ρίζες και εκλήθη στην κληρονομία ο ανήλικος υιός της και εγγονός του κληρονομούμενου Ν.Σ., σύμφωνα με τα άρθρα 1856 και 1813 του Α.Κ. Εν συνεχεία οι γονείς του Σ.Σ. και Σπ.Σ, ως ασκούντες τη γονική μέριμνά του και δυνάμει της με αριθμό 2107/1998 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς που εκδόθηκε, κατά την εκούσια δικαιοδοσία, μετά από αίτησή τους, σύμφωνα με τα οριζόμενα στο άρθρο 1526 Α.Κ,  αποποιήθηκαν για λογαριασμό του την κληρονομία με τη με αριθμό ,,,,/10-4-1998 δήλωση αποποίησης κληρονομίας που κατέθεσαν  νομότυπα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς. Μετά την αποποίηση της κληρονομίας από τους συγγενείς της πρώτης τάξης, στην κληρονομία του ως άνω αποβιώσαντος,  κατ άρθρα 1856 και 1814 ΑΚ κλήθηκαν οι κληρονόμοι της δεύτερης τάξης,  ήτοι  τα αδέρφια του και τα τέκνα των προαποβιωσάντων αδερφών του. Ειδικότερα κατά το χρόνο θανάτου του ως άνω κληρονομούμενου είχαν ήδη αποβιώσει οι γονείς του (……….) και κάποιοι εκ των αδελφών του. Συγκεκριμένα,  ως προκύπτει  από το με αρ. πρωτ. …/17-07-2017 Πιστοποιητικό Οικογενειακής Κατάστασης, ο κληρονομούμενος είχε οκτώ αδέρφια, εκ των οποίων τα τέσσερα προαποβίωσαν αυτού, μεταξύ των οποίων τα τρία αδέρφια χωρίς κατιόντες, ήτοι η …. απεβίωσε την 5/1/1925 , η … απεβίωσε την 11/71926 και η … απεβίωσε την 20/7/1927, ο δε τέταρτος Ι.Μ προαποβίωσε του κληρονομουμένου από εικοσαετίας λόγω ατυχήματος, μοναδικά δε τέκνα του αυτού ήταν ο ……….. Τα υπόλοιπα τέσσερα αδέρφια του, ήτοι ο ……. (γεννηθείς την 1/1/1930) , η ……… (γεννηθείσα την 12/8/1933), ο σύζυγος της πρώτης ενάγουσας και πατέρας των λοιπών εναγόντων Χ.Μ. γεννηθείς την 14/5/1938) και ο Κ.Μ. (γεννηθείς την 4/3/1941) βρίσκονταν εν ζωή κατά το θάνατο του κληρονομούμενου. Συνεπώς, τα τέκνα του προαποβιώσαντος αδερφού του θανόντος Ι.Μ. και τα τέσσερα εν ζωή αδέρφια του, μεταξύ αυτών και ο Χ.Μ., κλήθηκαν στη δεύτερη τάξη της εξ αδιαθέτου κληρονομικής διαδοχής συνεπεία των αποποιήσεων των κληρονόμων της πρώτης τάξης,  κατά ποσοστό 1/5 της κληρονομικής μερίδας έκαστος τούτων, ήτοι ο Χ.Μ., κλήθηκε ως κληρονόμος, κατά το πιο πάνω ποσοστό, λόγω παρέλευσης της τετράμηνης προθεσμίας περί αποποιήσεως, που άρχισε να τρέχει από την ημέρα που έλαβε χώρα ο λόγος επαγωγής, δηλαδή από την ημέρα που έλαβαν χώρα οι αποποιήσεις της συζύγου, των τέκνων του και του εγγονού του ( κληρονόμοι της πρώτης τάξης εξ αδιαθέτου διαδοχής) και παρήλθε ολόκληρο το τετράμηνο, χωρίς ο ανωτέρω κληρονόμος της δεύτερης τάξης να προβεί στην εντός αυτού δήλωση αποποίησης, θεωρηθείς, κατά πλάσμα δικαίου, ως αποδεχθείς σιωπηρώς αυτήν. Περαιτέρω, αποδείχθηκε  ότι λόγω του ότι δεν διατηρούσε οικογενειακές σχέσεις με τους συγγενείς του πατέρα της, η θυγατέρα του ως άνω αποβιώσαντος κληρονομούμενου ………,  δεν ενημέρωσε τους συγγενείς της αναφορικά με το θάνατο του πατέρα της και μάλιστα δεν τους κάλεσε ούτε στην κηδεία του,  ούτε τους ενημέρωσε για τις οφειλές του πατέρα της αφού η ίδια δεν γνώριζε τις επιπτώσεις από την αποποίηση της κληρονομίας    του πατέρα της που ήταν κατάχρεη,  όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της ένορκης βεβαίωσης της (βλ. την υπ’αρ. …./2018 ένορκη βεβαίωσή της) η οποία επιβεβαιώνεται από την υπ’αρ. ../2018 ένορκη βεβαίωση του έτερου αδερφού του αποβιώσαντος  Δ.Μ.. Περαιτέρω αποδείχθηκε ότι λίγο πριν από το θάνατο του αποβιώσαντος ως άνω κληρονομούμενου ο Χ.Μ.  νοσηλευόταν στη Νευρολογική Κλινική του Π.Γ.Ν.Α. «Γεώργιος Γεννηματάς» λόγω ενδοεγκεφαλικής αιμορραγίας (βλ. το από 13-08-1997 εξιτήριο). Επιπλέον όπως προκύπτει από τις με αριθμ. πρωτ. …/27-08-1999 και …./04- 10-2006 ιατρικές βεβαιώσεις νοσηλείας του Νευρολογικού Τμήματος του  ίδιου ως άνω Νοσοκομείου, ο τελευταίος  έπασχε έκτοτε και μέχρι το τέλος της ζωής του από βαρέα δεξιά ημιπληγία και αφασία με μεγάλη δυσχέρεια επικοινωνίας καθώς και συχνές και ανθεκτικές επιληπτικές κρίσεις λόγω του προαναφερομένου βαρέως αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (03-07-1997) και είχε μεγάλη δυσχέρεια επικοινωνίας, στάσης – βάδισης, αδυνατούσε να αυτοεξυπηρετηθεί και έχρηζε συνεχούς φαρμακευτικής αγωγής καθώς και συνεχούς παρουσίας, επίβλεψης και φροντίδας έτερου προσώπου, κρίθηκε δε ανάπηρος εφ όρου ζωής, με ποσοστό αναπηρίας άνω του 80%,  εν συνεχεία δε η κατάσταση της υγείας του επιδεινώθηκε και εν τέλει απεβίωσε στην Κάρυστο, στις 30.12.2006 (βλ. το με αριθμ…/2017 απόσπασμα ληξιαρχικής πράξης θανάτου του Δήμου Καρύστου). Ως  εκ τούτου  ότι η μη αποποίηση της κληρονομίας εκ μέρους του Χ.Μ.,  μέσα στη νόμιμη προθεσμία, οφείλονταν σε ουσιώδη πλάνη του και συγκεκριμένα,  αφ ενός μεν τόσο στην άγνοια των πραγματικών περιστατικών του λόγου της επαγωγής, δηλαδή σε άγνοια του γεγονότος  του θανάτου του αδελφού του, του ότι η σύζυγος, οι κόρες και ο εγγονός του είχαν αποποιηθεί την επαχθείσα σ` αυτούς  κληρονομία αλλά και σε άγνοια των νομικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα περί την επαγωγή και κτήση της κληρονομιάς και των συνεπειών της παραμέλησης της προθεσμίας αποποίησης,  εξαιτίας της έλλειψης σχέσεων με την οικογένεια του αδελφού του σε συνδυασμό με την ως άνω κατάσταση της υγείας του.  Αν ο τελευταίος γνώριζε τα ως άνω γεγονότα, δε θα άφηνε να παρέλθει άπρακτη η νόμιμη προθεσμία αποποίησης,  αφού η κληρονομία μόνο χρέη είχε. Η άγνοιά του αυτή εξομοιώνεται προς τη μη γνώση της επαγωγής της κληρονομίας  και αποκλείει την έναρξη της προθεσμίας αποποίησης, η οποία συνεχίστηκε μέχρι το θάνατό του. Εξάλλου, μετά το θάνατο του Χ.Μ., που απεβίωσε αδιάθετος, στην κληρονομία του κλήθηκαν οι εγγύτεροι συγγενείς του, ήτοι οι ενάγοντες ως πρώτης τάξης κληρονόμοι του, σύζυγος και τέκνα του αντίστοιχα, στους οποίος μετέβη το δικαίωμα προς αποποίηση της κληρονομίας του ως άνω κληρονομουμένου, κατ άρθρο 1854 ΑΚ, αφού αυτός ουδέποτε το άσκησε λόγω της ουσιώδους πλάνης στην οποία ευρισκόταν, κατά τα προαναφερόμενα, έως το θάνατό του. Εξ αυτών ( εναγόντων) η πρώτη ενάγουσα, σύζυγος του ως άνω κληρονομουμένου, πάσχει από καταθλιπτική διαταραχή με ανο’ι’κές εκδηλώσεις,  προοδευτικά επιδεινούμενες, τόσο δε αυτή, όσο και ο δεύτερων ενάγων, που  είναι ναυτικός στο επάγγελμα, δεν έχουν  ιδιαίτερες γραμματικές και δη νομικές γνώσεις ως και η τρίτη ενάγουσα, η οποία ήδη από το 2003 πάσχει από σκλήρυνση κατά πλάκας και λαμβάνει επίδομα αναπηρίας, με ποσοστό αναπηρίας 67%. Και οι ως άνω ενάγοντες, ως και ο κληρονομηθείς απ αυτούς Χ.Μ.,  δεν γνώριζαν ότι η σύζυγος,  κόρες και εγγονός του κληρονομούμενου κουνιάδου της πρώτης και θείου των λοιπών εναγόντων είχαν αποποιηθεί, λόγω  χρεών της, την επαχθείσα  σ αυτούς κληρονομία,  καθόσον και αυτοί δεν είχαν σχέσεις με τον αποβιώσαντα ως άνω οικείο τους, ούτε με τους προαναφερόμενους συγγενείς τους. Πληροφορήθηκαν (ενάγοντες-εφεσίβλητοι) για πρώτη φορά ότι έχουν καταστεί κληρονόμοι του Δ.Μ., σε ποσοστό 1/5 της κληρονομίας του, λόγω μη αποποιήσεως αυτής από τον κληρονομηθέντα απ αυτούς αδελφό του, Χ.Μ., στις  14.6.2017,  όταν το δικαστικό τμήμα της ΔΟΥ Καλλιθέας, τους  κοινοποίησε το με αριθμ.πρωτ. …/14.6.2017 έγγραφό του με τους οποίο τους γνωστοποιούσε ότι υπάρχει βεβαιωμένη οφειλή σε βάρος του. Τότε για πρώτη φορά πληροφορήθηκαν ότι ο αποβιώσας Δ.Μ, κατά το χρόνο του θανάτου του, είχε μεγάλο χρέος προς την εφορία, ύψους  άνω των 50.000 ευρώ, στην ΔΟΥ Καλλιθέας και άνω του 1.700.000 ευρώ στη ΔΟΥ Αθηνών, ότι η σύζυγος, τα τέκνα του ως άνω θανόντος και ο εγγονός του είχαν αποποιηθεί, λόγω του χρέους, την κληρονομία του ως κληρονομουμένου και ότι αυτοί έχουν καταστεί κληρονόμοι του, ως κληρονόμοι του Χ.Μ, λόγω μη αποποίησης απ αυτόν της ως άνω επαχθείσας σ αυτόν κληρονομίας του αποβιώσαντος σε ποσοστό  1/5 εξ αδιαιρέτου. Αμέσως οι ενάγοντες έσπευσαν να αποποιηθούν την ως άνω κληρονομία προβαίνοντας στις με αριθμούς …/23.7.2017, …/11.7.2017 και …/26.6.2017 δηλώσεις αποποίησης κληρονομίας ενώπιον του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Νίκαιας. Αποδείχθηκε, περαιτέρω, ότι η μη αποποίηση της κληρονομιάς εκ μέρους των εναγόντων μέσα στη νόμιμη προθεσμία, οφείλονταν σε ουσιώδη πλάνη τους και συγκεκριμένα τόσο στην άγνοια των πραγματικών περιστατικών του λόγου της επαγωγής, όσο και στην άγνοια των νομικών διατάξεων του Αστικού Κώδικα περί την επαγωγή και κτήση της κληρονομίας  και των συνεπειών της παραμέλησης της προθεσμίας αποποίησης (πλάνη περί το δίκαιο της αποδοχής της κληρονομιάς). Αγνοούσαν, δηλαδή,  αφ ενός μεν το γεγονός ότι η σύζυγος, οι κόρες και ο εγγονός  του αποβιώσαντος, Δ.Μ. είχαν αποποιηθεί την επαχθείσα σ` αυτούς κληρονομία,  εξαιτίας της έλλειψης σχέσεων με την οικογένεια του προαναφερομένου, κατά τα ανωτέρω,  αφ ετέρου δε, λόγω του γεγονότος ότι οι μη εμπροθέσμως αποποιηθέντες ενάγοντες, στερούνται ιδιαίτερων γραμματικών και δη νομικών γνώσεων, ενόψει  του ως άνω μορφωτικού τους επιπέδου, την κλήση    τους στην εν λόγω εξ αδιαθέτου κληρονομία, ως κληρονόμοι του μη εγκαίρως αποποιηθέντος δικαιοπαρόχου τους Χ.Μ., το περιεχόμενο των νομικών εννοιών της αποδοχής και της αποποιήσεως της κληρονομίας, τα έννομα αποτελέσματά τους, την ύπαρξη της προειρημένης προθεσμίας για την αποποίηση καθώς και τη νομική σημασία της παρόδου της εν  λόγω προθεσμίας άπρακτης, που έχει ως απότοκο να θεωρείται, κατά πλάσμα δικαίου, ότι αυτοί έχουν αποδεχθεί την προμνηθείσα εξ αδιαθέτου κληρονομία κατά το ως άνω ποσοστό εξ αδιαιρέτου. Αλλωστε τόσο οι ενάγοντες όσο και ο ως άνω κληρονομηθείς απ αυτούς, ΧΜ,  ουδέποτε αναμείχθηκαν στην πιο πάνω κληρονομία ούτε, άλλωστε, είχαν συμφέρον. Η άγνοιά τους αυτή εξομοιώνεται προς τη μη γνώση της επαγωγής της κληρονομιάς και αποκλείει την έναρξη της προθεσμίας αποποίησης, η οποία συνεχίστηκε μέχρι τις 14.6.2017,  ημερομηνία κατά την οποία έλαβαν για πρώτη φορά γνώση του λόγου της επαγωγής, οπότε και αρχίζει να τρέχει η προθεσμία αυτή – αποποίησης. Η αιτίαση της εκκαλούσας εναγομένης ότι η πλάνη τόσο των εναγόντων όσο και του ως άνω δικαιοπαρόχου τους αφορούσε μόνο το παθητικό της κληρονομίας και ως εκ τούτου δεν θεωρείται ουσιώδης, κατά τη διάταξη του άρθρου 1857 παρ. 3 ΑΚ, ελέγχεται ως αβάσιμη και δεν αναιρεί την παραπάνω κρίση του Δικαστηρίου περί ουσιώδους πλάνης τους, αφού αυτή, κατά τα προαναφερόμενα, δε σχετίζεται με το κατάχρεο της κληρονομίας, αλλά οφείλεται στην  προπεριγραφείσα άγνοιά τους περί την επαγωγή και το δίκαιο της αποδοχής και αποποιήσεως της κληρονομίας, κατά προαναφερόμενα, η  πλάνη τους δε αυτή είναι ουσιώδης, γιατί αναφερόταν σε σημείο τόσο σπουδαίο για την αποδοχή της κληρονομίας, λόγω των έννομων συνεπειών που συνεπάγονταν αυτή, δηλαδή να βαρύνεται με τα χρέη της κληρονομίας, ώστε αν γνώριζαν την αληθινή κατάσταση, δεν θα άφηναν να παρέλθει άπρακτη η σχετική τετράμηνη προθεσμία αποποιήσεως της κληρονομίας αλλά θα αποποιούνταν εμπρόθεσμα την κληρονομία. Ως εκ τούτου ενόψει των ανωτέρω σε συνδυασμό με την προηγηθείσα νομική σκέψη, συντρέχει νόμιμη περίπτωση ώστε να ακυρωθούν, λόγω ουσιώδους πλάνης, ως αιτούνται, κυρίως οι ενάγοντες με την ένδικη αγωγή τους  α)  η υπό του συζύγου  της πρώτης ενάγουσας (και πατέρα των λοιπών εναγόντων) Χ.Μ.  αλλά και υπό των εναγόντων (κληρονόμων του ανωτέρω)  πλασματικές  αποδοχές κληρονομίας του αποβιώσαντος Δ.Μ.,  και δη του επαχθέντος σ αυτούς ποσοστού κληρονομίας του 1/5 εξ αδιαιρέτου. Κατά συνέπεια το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  που με την εκκαλούμενη απόφασή του,   με παρόμοιες με την παρούσα αιτιολογίες,  τα ίδια δέχτηκε και έκανε δεκτή την  αγωγή των εναγόντων, ως προς την ανωτέρω κύρια βάση της, δεν έσφαλε,  αλλά ορθά εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις όσα δε αντίθετα υποστηρίζει το εκκαλούν, με την ένδικη έφεσή του, είναι απορριπτέα ως αβάσιμα και συνακόλουθα τυγχάνει  απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη η κρινόμενη έφεση στο σύνολό της. Τα δικαστικά έξοδα, τέλος, των εφεσιβλήτων,  του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά παραδοχή του σχετικού αιτήματός τους  πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος,  λόγω της ήττας του στη δίκη(άρθρα 106,176, 183,191 παρ.2  ΚΠολΔ), ως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό,  μειωμένα, όμως, κατ’ επιταγή των άρθρων 22 παρ. 1, 3 του ν. 3693/1957, που διατηρείται σε ισχύ με το άρθρο 52 παρ. 18 ΕισΝΚΠολΔ, 5 παρ. 12 του ν.1738/1987 και 2 της 134423/1992 Κ.Υ.Α.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των λοιπών διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ ουσίαν την έφεση.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος  τα δικαστικά έξοδα των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των δικαοσίων (200) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε, σε μυστική διάσκεψη,   στον Πειραιά,  στις  16 Ιανουαρίου 2020 και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου τούτου  σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του,  στις 23 Ιανουαρίου 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 Η  ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                      Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ