Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 66/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΕΙΔΙΚΗ  ΔΙΑΔΙΚΑΣΙΑ

Εργατική,  δέσμευση εργοδότη από ΣΣΕ, (συμβεβλημένος,  μέλος εργοδοτικών οργανώσεων) υπερεργασία, υπερωρία. Εκκαλεί απόφαση,  επιδίκαση απαιτήσεων με την επιλογή της ορθής ΣΣΕ.

 

Αριθμός  απόφασης : 66/ 2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

 Συγκροτήθηκε από το Δικαστή Δημήτριο Καβαλλάρη, Εφέτη, που ορίστηκε από ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Στο  παρόν Δικαστήριο εκκρεμούν οι  (άρθρα 19, 31 παρ. 1, 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.): α) η από 12-12-2014  και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2014 έφεση, β)οι από 2.4.2017 με αρ. καταθ……../2017 πρόσθετοι λόγοι έφεσης,  οι γ) η από 2-4-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./2017 και  δ)η από 3.11.2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2017 πρόσθετες παρεμβάσεις  υπέρ των εκκαλούντων, οι οποίες  πρέπει να ενωθούν και να συνεκδικαστούν, ενόψει του ότι η άνω έφεση και οι άνω πρόσθετοι λόγοι αυτής πλήττουν την ίδια απόφαση, υπάγονται στην ίδια διαδικασία και κατά την κρίση του Δικαστηρίου τούτου ενώπιον του οποίου εκκρεμούν, από τη συνεκδίκαση αυτών και των άνω πρόσθετων παρεμβάσεων, διευκολύνεται και επιταχύνεται η διεξαγωγή της δίκης και επέρχεται μείωση των εξόδων (άρθρο 246 Κ.Πολ.Δ.).

Η από  12-12-2014 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………/2014  έφεση των εναγόμενων κατά  της με αριθμό 4746/2014 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασίας εργατικών διαφορών) έχει ασκηθεί κατά τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 παρ.1 και 2, 500, 511, 513 παρ.1 περ. β’ εδ. α’, 516 παρ.1, 517 εδ. α’ και 518 παρ.1 Κ.Πολ.Δ, όπως τα άρθρα 495 και 518 ίσχυαν πριν τροποποιηθούν με το άρθρο τρίτο του άρθρου 1 του Ν.4335/2015), δεδομένου ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στις εκκαλούσες στις 1-12-2014, όπως προκύπτει από τις με ίδια ημερομηνία υπ’ αριθ. ………Εκθέσεις Επίδοσης του δικαστικού Επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών ………, ενώ η έφεσή τους κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου στις 22-12-2014. Επομένως, η άνω έφεση – για την οποία δεν απαιτείτο η κατάθεση παραβόλου εκ μέρους των εκκαλουσών, λόγω της φύσης της προκείμενης διαφοράς ως εργατικής (άρθρο 495 παρ. 4 εδάφ. τελευτ. Κ.Πολ.Δ, ως προστέθηκε με το άρθρο 12 παρ. 2 Ν.4055/2012) –  πρέπει να γίνει τυπικά δεκτή και να εξεταστεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της, μέσα στα όρια που καθορίζονται απ’ αυτούς (άρθρο 522 Κ.Πολ.Δ.), κατά την ίδια ως άνω διαδικασία (άρθρα 532, 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Ομοίως, οι από 2.4.2017 με αρ. καταθ. ……/2017 πρόσθετοι λόγοι έφεσης, των ιδίων εναγομένων, που πλήττουν την προαναφερόμενη απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, έχουν ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και εμπρόθεσμα (άρθρα 520 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ.), δεδομένου ότι αναφέρονται σε κεφάλαια της απόφασης που πλήττονται με την έφεση και συνέχονται αναγκαστικά με αυτά, έχουν δε ασκηθεί με ιδιαίτερο δικόγραφο που έχει κατατεθεί στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου και έχει επιδοθεί στον ενάγοντα – εφεσίβλητο τουλάχιστον τριάντα ημέρες πριν από τη συζήτηση της έφεσης στο Δικαστήριο τούτο, που για πρώτη φορά έλαβε χώρα κατά τη δικάσιμο που αναφέρεται στην αρχή της παρούσας (βλ. την υπ’ αριθ. …./5.4.2017  έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιά ………). Είναι, επομένως, παραδεκτοί και πρέπει να ερευνηθούν και αυτοί κατά την ίδια διαδικασία, για να κριθούν ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων τους(άρθρα 522, 533 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ.). Ακόμη, οι από 2-4-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2017 και από 3-11-2017 με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2017 και πρόσθετες παρεμβάσεις  υπέρ των εκκαλούντων των ναυτικών εταιριών «……………..» αντίστοιχα, πρόσθετες παρεμβάσεις των ναυτικών εταιριών οι οποίες κατατέθηκαν στη Γραμματεία του Δικαστηρίου τούτου προς υποστήριξη της άμυνας των υπέρ ων η πρόσθετη παρέμβαση (εναγομένων) και υπέρ της έφεσής τους, ασκήθηκαν νόμιμα, κατά τα άρθρα 68, 76-78, 80, 81 παρ. 1, 82, 83, 84, 180, 182 παρ. 3 και 215 επ. Κ.Πολ.Δ, ενώπιον του δευτεροβαθμίου Δικαστηρίου τούτου με αυτοτελή δικόγραφα, κατά τις, περί ασκήσεως της αγωγής, διατάξεις (Α.Π. 651 & 652/2009, Εφ.Θεσ. 2471/2017, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Εφ.Α.θ 5920/2011, Εφ.Αθ. 1813/2011, Τ.Ν.Π. Δ.Σ.Α.). Θεμελιώνεται δε ειδικό έννομο συμφέρον των προσθέτως παρεμβαινόντων να παρέμβουν στην παρούσα δίκη, αφού, κατά το κρίσιμο για την αγωγή χρονικό διάστημα, φέρεται ότι αποτελούσαν μέλη και μετόχους κατά λόγο κέρδους και ζημίας στην πρώτη εναγομένη κοινοπραξία (όπως και οι λοιπές εκκαλούσες – εναγόμενες ναυτικές εταιρίες) και ότι κινδυνεύουν, σε περίπτωση που απορριφθεί η έφεση των εναγομένων αναγκαίων ομοδίκων τους, να κληθούν να συμμετάσχουν, κατά το αναφερόμενο μερίδιο συμμετοχής τους στην πρώτη εναγομένη, στην καταβολή παντός ποσού που θα επιδικαστεί στον ενάγοντα και ήδη εφεσίβλητο, αφού η ισχύς της απόφασης που θα εκδοθεί επί της κύριας δίκης θα επεκταθεί και στις δικές τους έννομες σχέσεις προς τον τελευταίο. Να σημειωθεί εδώ ότι οι πρόσθετες αυτές παρεμβάσεις, οι οποίες συνιστούν αυτοτελείς πρόσθετες παρεμβάσεις, δεν περιέχουν αίτημα, αφού δεν ζητούν οι παρεμβαίνουσες παροχή έννομης προστασίας για τις ίδιες ούτε υποβάλλουν δικαίωμα προς διάγνωση, γι’ αυτό δεν γεννιέται ζήτημα παραδεκτού ή απαράδεκτου, βάσιμου ή αβασίμου αυτών, αλλά εγκυρότητας ή ακυρότητας αυτών και συνεπώς δεν απαιτείται στην απόφαση ή στο διατακτικό αυτής να περιλαμβάνεται διάταξη γι’ αυτές (Εφ.Πειρ. 111/2016, Εφ.Αθ. 5722/ 2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, π.ρ.β.λ. και Β. Βαθρακοκοίλη, Κ.Πολ.Δ, Τόμο, Α, υπ’ άρθρο 80, αριθ. 2-3, σ. 560 και υπ’ άρθρο 83, αριθ. 4, 5, 20, σ.σ. 586, 589).

Με την από 7-6-2013 και με αριθ. έκθ. κατάθ. …./2013   αγωγή ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, όπως το δικόγραφό της εκτιμάται από το Δικαστήριο μετά και την παραδεκτή συμπλήρωσή του με τις πρωτόδικες προτάσεις του ενάγοντος (άρθρο 224 εδάφ. β’ Κ.Πολ.Δ.), ο  ενάγων εξέθετε ότι, δυνάμει συμβάσεως εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προσλήφθηκε στις 1-1-2005 από την  πρώτη εναγόμενη  κοινοπραξία με αντικείμενο  τη μεταφορά οχημάτων και επιβατών, από τα Παλούκια Σαλαμίνας στο Πέραμα και αντιστρόφως με τα Ε/Γ-Ο/Γ πλοία πλοιοκτησίας των λοιπών εναγομένων μετόχων της και οιονεί ομορρύθμων μελών της, και εργάσθηκε σ΄αυτή έως την 29.8.2012 που απολύθηκε ως ελεγκτής εισιτηρίων. Ότι απασχολείτο με κυλιόμενο ωράριο  από τις 6.00 το πρωϊ έως τις 14.00 και από τις 14.00 έως τις 22.00, εργαζόταν όμως επιπλέον 2 ώρες ημερησίως δηλαδή 10 ώρες αντί για 8 ώρες. Ότι κατά το χρονικό διάστημα από 1-1-2008 έως 29.8.2012 οι δεδουλευμένες αποδοχές που του κατέβαλε η πρώτη εναγόμενη ήταν κατώτερες των νομίμων αποδοχών που ορίζονταν από την οικεία ισχύουσα Σ.Σ.Ε. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», η οποία ήταν αυτή του έτους 2008-2009, σε συνδυασμό µε την αντίστοιχη του έτους 2012, που άρχισε να ισχύει αναδρομικά από την 1-1-2010.  Ζήτησε  δε να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, να του καταβάλουν η κάθε μία εις ολόκληρον, το συνολικό ποσό των 33.967 ευρώ για την υπερεργασία και  υπερωριακή εργασία, και αναλογίας δώρου Χριστουγέννων του 2012 που πραγματοποίησε  το χρονικό διάστημα από 1.1.2008 έως 29.8.2012, όπως τα επιμέρους κονδύλια αναλύονται στην αγωγή και να καταδικαστούν οι εναγόμενες στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με τη με αριθ. 4746/2014 οριστική του απόφαση, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των εργατικών διαφορών, ερήμην της δεύτερης, τρίτης, πέμπτης, έβδομης, όγδοης, ένατης, δέκατης, ενδέκατης, δωδέκατης, δέκατης τρίτης, δέκατης τέταρτης και δέκατης πέμπτης των εναγομένων (ως προς τις οποίες ερευνήθηκε η υπόθεση κατ’ ουσίαν σαν να ήταν παρούσες) και αντιμωλία των λοιπών διαδίκων, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη, στη συνέχεια την απέρριψε ως παθητικά ανομιμοποίητη ως προς την τέταρτη εναγόμενη, ενώ τη δέχθηκε εν μέρει ως βάσιμη κατ’ ουσίαν ως προς τις λοιπές εναγόμενες, τις οποίες ακολούθως υποχρέωσε να καταβάλλουν στον ενάγοντα, από κοινού και εις ολόκληρον έκαστη, το συνολικό ποσό των 32.141,99 ευρώ, με απόφαση που κήρυξε προσωρινά εκτελεστή κατά το ποσό των 7.000,00 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι εκκαλούσες με την κρινόμενη έφεση και τους συνεκδικαζόμενους πρόσθετους λόγους αυτής, για μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου και εσφαλμένη εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων και ζητούν να εξαφανιστεί η παραπάνω απόφαση, ώστε η αγωγή εναντίον τους να απορριφθεί στο σύνολό της.

Από το άρθρο 51 παρ. 1, 2, 6 και 9 β’ του Ν. 2172/1993, ο οποίος, ως προς το άρθρο 51, άρχισε να ισχύει από 16-3-1994, συνάγονται τα εξής: Για την υπαγόμενη στην καθ’ ύλην αρμοδιότητα των πρωτοδικείων πρωτοβάθμια δίκη επί ναυτικών διαφορών, συνιστάται ειδικό τμήμα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, με περιφέρεια εκείνη του Νομού Αττικής, το οποίο και καθίσταται καθ’ ύλην αρμόδιο γι’ αυτή τη δίκη, ενώ η αντίστοιχη καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Πρωτοδικείου Αθηνών καταργείται, για δε τη σχετική δευτεροβάθμια δίκη συνιστάται ειδικό τμήμα στο Εφετείο Πειραιώς, το οποίο και καθίσταται καθ’  ύλην αρμόδιο γι’ αυτή τη δίκη, ενώ η αντίστοιχη καθ’ ύλην αρμοδιότητα του Εφετείου Αθηνών επίσης καταργείται. Ενώπιον του Εφετείου Πειραιώς ασκούνται υποχρεωτικά και εισάγονται στο τμήμα ναυτικών διαφορών αυτού και οι εφέσεις που αφορούν ναυτική διαφορά για την οποία εκδόθηκε απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών μετά την έναρξη ισχύος του άρθρου 51 του Ν. 2172/1993. Περαιτέρω, κατά τη διάταξη του άρθρου 3Α του ίδιου νόμου, ναυτικές διαφορές είναι οι ιδιωτικές διαφορές που πηγάζουν από πράξεις του θαλάσσιου εμπορίου, τη χρησιμοποίηση, λειτουργία ή ναυσιπλοΐα πλοίου ή την παροχή εργασίας σ’ αυτό. Κατά την έννοια της διατάξεως αυτής δεν είναι ναυτική η διαφορά που πηγάζει από την παροχή χερσαίας και όχι ναυτικής εργασίας σε πλοίο (Α.Π. 1285/2006, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της έφεσης και τον πρώτο λόγο των προσθέτων παρεμβάσεων προβάλλεται ότι το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την προσβαλλόμενη απόφαση, εσφαλμένα δέχθηκε ότι ήταν καθ’ ύλην αρμόδιο για εκδίκαση της επίδικης αγωγής, η οποία στηριζόταν σε αξίωση από ναυτική διαφορά. Ο λόγος αυτός είναι απορριπτέος ως μη νόμιμος, σύμφωνα με όσα εκτέθηκαν στην παραπάνω νομική σκέψη, εφόσον όπως ιστορείτο στο δικόγραφο ο ενάγων εργαζόταν ως ελεγκτής, στα κουβούκλια  έκδοσης εισιτηρίων της πρώτης εναγόμενης στην ξηρά, ώστε να πρόκειται για σύμβαση χερσαίας εργασίας και επομένως δεν είναι ναυτική. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που δέχτηκε τα ίδια, ερμήνευσε και εφάρμοσε το νόμο ορθά, ώστε ο σχετικός λόγος εφέσεως θα πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1β’, 8 παρ. 2 και 11 παρ. 2 και 3 του Ν 1876/1990 προκύπτει ότι οι κλαδικές ή ομοιοεπαγγελματικές Σ.Σ.Ε δεσμεύουν μόνο τους μισθωτούς και τους εργοδότες που είναι μέλη των συμβαλλομένων συνδικαλιστικών οργανώσεων, εκτός αν κηρύχθηκαν γενικώς υποχρεωτικές, οπότε η ισχύς τους επεκτείνεται από τον χρόνο εκδόσεως της σχετικής αποφάσεως του Υπουργού Εργασίας και στους εργαζόμενους και εργοδότες του ίδιου κλάδου ή επαγγέλματος που δεν είναι μέλη των ως άνω οργανώσεων (ΑΠ 376/2006, Ε.Εργ.Δ. 2006, 808, Α.Π. 425/2004, ΕλλΔικ. 2006, 145, Α.Π. 1351/2001, ΕλλΔικ. 2003, 753,). Περαιτέρω, σύμφωνα με τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 και 4, 6 παρ. 2 και 11 παρ. 2 του ν. 1876/1990, οι κλαδικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας αφορούν τους εργαζόμενους σε περισσότερες ομοειδείς ή συναφείς εκμεταλλεύσεις ή επιχειρήσεις ορισμένης πόλης ή περιφέρειας ή και όλης της χώρας, συνάπτονται δε μεταξύ πρωτοβάθμιων ή δευτεροβάθμιων συνδικαλιστικών οργανώσεων που καλύπτουν εργαζόμενους, ανεξάρτητα από επάγγελμα ή ειδικότητα, σε ομοειδείς ή συναφείς επιχειρήσεις (και εκμεταλλεύσεις) και εργοδοτικών οργανώσεων που εκπροσωπούν τον αντίστοιχο κλάδο στην τοπική έκταση ισχύος της κλαδικής συλλογικής σύμβασης εργασίας. Από τις διατάξεις των άρθρων 3 παρ. 1 περ. β’, 8 παρ. 2 και 11, παρ. 2 και 3 του ίδιου του ν. 1876/1990 προκύπτει ότι οι ίδιες κλαδικές και ομοιοεπαγγελματικές συλλογικές συμβάσεις εργασίας δεσμεύουν κατ’ αρχήν τα μέλη των συμβαλλόμενων εργοδοτικών και συνδικαλιστικών οργανώσεων (Α.Π. 1405/2014, Α.Π. 1137/2013, Α.Π. 1561/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Έτσι, σύμφωνα με τον ανωτέρω κανόνα της αμφιμερούς δέσμευσης, δεν αρκεί το ένα μέρος της εργασιακής σχέσης (εργαζόμενος ή εργοδότης) να είναι μέλος της αντίστοιχης εργατικής ή εργοδοτικής οργάνωσης που συμβλήθηκε για τη σύναψη κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής συλλογικής σύμβασης εργασίας, αλλά αυτό θα πρέπει να συμβαίνει ταυτόχρονα και για τα δύο μέρη (βλ.Κουκιάδης Εργατικό Δίκαιο, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις 2017, σ. 657, Ιωάννης Ληξουριώτης, Συλλογικές Εργασιακές Σχέσεις, έκδ. 2013, σελ 290). Ωστόσο, αν η κλαδική συλλογική σύμβαση εργασίας κηρυχθεί, με απόφαση του Υπουργού Εργασίας, γενικώς υποχρεωτική, η ισχύς της επεκτείνεται από τον χρόνο έκδοσης της σχετικής Υπουργικής απόφασης (όχι αναδρομικώς) σε όλους τους εργοδότες και τους εργαζομένους του κλάδου ή του επαγγέλματος που αυτή αφορά, που δεν είναι μέλη των συμβληθεισών οργανώσεων, εφόσον αυτοί θα μπορούσαν να είναι μέλη των οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψή τους, με την επιφύλαξη ότι μία κλαδική Σ.Σ.Ε. (ή Δ.Α.) υπερισχύει σε περίπτωση συρροής αυτής με άλλη ομοιοεπαγγελματική Σ.Σ.Ε. (Α.Π. 132/2016, Α.Π. 1409/2014, Α.Π. 56/2012, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), ενώ για το προηγούμενο της κήρυξης της Σ.Σ.Ε. ως γενικά υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η, αυτεπάγγελτα εφαρμοζόμενη, προηγουμένως ισχύουσα Σ.Σ.Ε. που ήδη είχε κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική, από τον χρόνο κήρυξής της ως γενικά υποχρεωτικής (Α.Π. 43/2017, Α.Π. 1405/2014, Α.Π. 1137/2013, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Ενόψει αυτών, η ιδιότητα του μέλους των παραπάνω συνδικαλιστικών οργανώσεων, ως στοιχείο προσδιοριστικό των υποκειμενικών ορίων της κανονιστικής ισχύος των ως άνω συλλογικών συμβάσεων εργασίας, αποτελεί προϋπόθεση της γένεσης των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων που απορρέουν από αυτές και συνακόλουθα στοιχείο που απαιτείται για τη θεμελίωση της αγωγής. Το στοιχείο αυτό, όμως, ενόψει της πιο πάνω φύσης των συλλογικών συμβάσεων εργασίας δεν είναι απαραίτητο να αναφέρεται πανηγυρικά στο δικόγραφο της αγωγής, αλλά αρκεί να συνάγεται από το περιεχόμενό του, τούτο δε συμβαίνει και όταν ο εργαζόμενος ζητεί μισθούς ή άλλες παροχές από κλαδική ή ομοιοεπαγγελματική συλλογική σύμβαση εργασίας που δεν έχει κηρυχθεί γενικά υποχρεωτική ή για χρόνο προγενέστερο της κήρυξής της ως υποχρεωτικής, θεωρώντας την έτσι δεσμευτική για τον εργοδότη του. Στην περίπτωση αυτή, αν ο εναγόμενος εργοδότης αμφισβητήσει ειδικά την ιδιότητα αυτού ή του εργαζομένου ως μελών των συνδικαλιστικών οργανώσεων, οι οποίες κατάρτισαν τη συλλογική σύμβαση εργασίας, ο ενάγων εργαζόμενος δικαιούται και οφείλει να επικαλεστεί, κατ’ επιτρεπτή συμπλήρωση της αγωγής του με τις προτάσεις, σύμφωνα με το άρθρο 224 εδ. β’ Κ.Πολ.Δ. και να αποδείξει, σύμφωνα με τους ορισμούς των άρθρων 335 και 338 παρ. 1 Κ.Πολ.Δ, ότι αυτός και ο εναγόμενος είναι μέλη των οικείων συνδικαλιστικών οργανώσεων. Τούτο όμως, δεν απαιτείται στην περίπτωση κατά την οποία, η ισχύς της συλλογικής σύμβασης εργασίας ή διαιτητικής απόφασης, στην οποία ο ενάγων στηρίζει την αγωγή του, έχει επεκταθεί, κατά τα πιο πάνω, με την κήρυξή της ως γενικώς υποχρεωτικής με υπουργική απόφαση, και πέραν από τα πρόσωπα που είναι μέλη των εργατικών και εργοδοτικών οργανώσεων που την έχουν συνάψει, οπότε αρκεί να αναφέρονται στην αγωγή τα πραγματικά γεγονότα που επισύρουν την εφαρμογή της, όπως είναι, όπως ήδη προαναφέρθηκε, η υφιστάμενη μεταξύ των διαδίκων εργασιακή σχέση, το είδος της ασκούμενης από τον εργοδότη επιχείρησης, το επάγγελμα ή η ειδικότητα του εργαζομένου και ο χρόνος για τον οποίο αξιώνονται οι αποδοχές, ενώ για το προηγούμενο της κήρυξης της Σ.Σ.Ε ή Δ.Α ως γενικώς υποχρεωτικής χρονικό διάστημα ισχύει η αυτεπαγγέλτως εφαρμοζόμενη προηγουμένως ισχύουσα Σ.Σ.Ε ή Δ.Α που είχε ήδη κηρυχθεί ως γενικώς υποχρεωτική από τον χρόνο κήρυξης της ως γενικώς υποχρεωτικής (Α.Π. 1561/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, από το σύνολο των διατάξεων του ν. 1876/1990 συνάγεται ότι οι όροι εργασίας, που ρυθμίζει Σ.Σ.Ε. ή Δ.Α. μπορούν να τροποποιηθούν με νεότερη συλλογική σύμβαση ή διαιτητική απόφαση (διαδοχή Σ.Σ.Ε). Διαδοχή Σ.Σ.Ε υπάρχει όταν νεότερη χρονικά Σ.Σ.Ε. αντικαθιστά προγενέστερη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος. Κατά τη διαδοχή Σ.Σ.Ε, η νεότερη Σ.Σ.Ε. μπορεί να τροποποιεί τους όρους εργασίας της παλαιότερης τόσο υπέρ όσο και εις βάρος των εργαζομένων, δηλαδή κατά τη διαδοχή Σ.Σ.Ε. δεν ισχύει η αρχή της προστασίας ή της εύνοιας υπέρ των μισθωτών, αλλά η αρχή της τάξης (αρχή της διαδοχής των ρυθμίσεων). Κατά συνέπεια, νεότερη Σ.Σ.Ε. καταργεί την προηγούμενη του αυτού είδους και πεδίου ισχύος, έστω κι αν περιέχει δυσμενέστερες για τους μισθωτούς διατάξεις και δεν εφαρμόζεται η διάταξη του άρθρου 7 παρ. 2 του ανωτέρω νόμου, κατά την οποία οι όροι των ατομικών συμβάσεων εργασίας που αποκλίνουν από τους κανονιστικούς όρους των συλλογικών συμβάσεων είναι επικρατέστεροι εφόσον παρέχουν μεγαλύτερη προστασία στους εργαζομένους. Εκτός εάν με την ατομική σύμβαση εργασίας έχει γίνει παραπομπή στους κανονιστικούς όρους της Σ.Σ.Ε, οπότε οι όροι αυτοί καθίστανται περιεχόμενο της ατομικής σύμβασης και εφόσον είναι ευνοϊκότεροι για τον μισθωτό δεν μπορούν να μεταβληθούν σε μεταγενέστερη Σ.Σ.Ε. που περιέχει όρους δυσμενέστερους από τους όρους της προηγούμενης που με συμφωνία εργοδότη και μισθωτού κατέστησαν όροι της ατομικής σύμβασης εργασίας. Για να καταστεί όμως, όρος της ατομικής σύμβασης εργασίας, πρέπει η παραπομπή να γίνει σε συγκεκριμένη Σ.Σ.Ε. και όχι αορίστως στις εκάστοτε ισχύουσες στις σχέσεις του εργοδότη και του μισθωτού Σ.Σ.Ε, διότι στην τελευταία περίπτωση θα ισχύει η νεότερη Σ.Σ.Ε. (διαδοχή τάξεων), έστω κι αν περιέχει δυσμενέστερες για τον μισθωτό διατάξεις, αφού ρητά συμφωνήθηκε με την ατομική σύμβαση εργασίας ότι θα ισχύσει η εκάστοτε συλλογική Σ.Σ.Ε. (Α.Π. 256/2016, Α.Π. 228/2014, Α.Π. 252/2012, Α.Π. 1690/2011, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ, Α.Π. 806/2005, Δ.Ε.Ε. 2006, 317). Χωρίς δε την ύπαρξη ειδικής συμφωνίας μεταξύ εργοδότη και μισθωτού, με την οποία να γίνεται ρητή παραπομπή στους κανονιστικούς όρους ορισμένης συλλογικής σύμβασης εργασίας, μόνη η έγγραφη ενημέρωση του εργαζομένου, κατά τις διατάξεις του π.δ 156/1994, για τις ισχύουσες κατά τον χρόνο της ενημέρωσης συλλογικές ρυθμίσεις, δεν καθιστά αυτοδικαίως τους όρους της συγκεκριμένης Σ.Σ.Ε. και όρους της ατομικής σύμβασης του μισθωτού, αφού η ενημέρωση αυτή δεν μπορεί να θεωρηθεί ως πρόταση του εργοδότη για κατάρτιση σύμβασης και συνεπακόλουθα δε νοείται η κατάρτιση οιασδήποτε σύμβασης με την από τους εργαζόμενους αποδοχή της παραπάνω ενημέρωσης. Με την εκτέλεση, δηλαδή, εκ μέρους του εργοδότη των όσων επιβάλλουν οι διατάξεις του π.δ156/1994, γίνεται απλώς ενημέρωση του εργαζομένου για τους ισχύοντες όρους, που διέπουν τη σύμβαση ή σχέση εργασίας, όπως αυτοί καθορίζονται ήδη από τον νόμο και την ατομική σύμβαση και δεν επέρχεται κάποια μεταβολή στη συγκεκριμένη σύμβαση ή τη σχέση εργασίας από μόνη την ενέργεια αυτή (Α.Π. 651/2009, ΕλλΔικ. 2011, 1622). Περαιτέρω από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 6 της από 26.9.1975 ΕΓΣΣΕ, που κυρώθηκε με το ν.133/1975, 6 της από 14.2.1984 ΕΓΣΣΕ (που δημοσιεύθηκε με την ΥΑ 11770/2030/1984, ΦΕΚ Β΄ 81) και των από 19.1.1985 (ΦΕΚ Β΄ 50) και 13.3.1986 (ΦΕΚ Β΄123), 6 της 6/1979 απόφασης του ΔΔΔΔ Αθηνών, που κυρώθηκε με το άρθρο 15 ν.1082/1980, της ΠΝΠ της 30.12.1980, που κυρώθηκε με το άρθρο πρώτο του ν.1157/1981, της ΚΥΑ 8900/1946 (όπως ερμηνεύθηκε με την 25825/1951 όμοια και άρθ.2ν.435/1976), του άρθρου 2 ν.3755/1957, του άρθρου 1 ν.435/1976, των άρθρων 1 και 10 του ΒΔ 748/1966 με αυτή του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 1 του Ν. 3385/2005, (έναρξη ισχύος από 1.10.2005) που ίσχυε για το επίδικο χρονικό διάστημα,  προκύπτει ότι για τους εργαζομένους με το σύστημα της πενθήμερης εβδομαδιαίας εργασίας ως υπερεργασία θεωρείται η κατά τις εργάσιμες μόνο ημέρες της εβδομάδας απασχόληση πέραν των 40 και μέχρι τη συμπλήρωση των 45 ωρών εβδομαδιαίως, δεδομένου  ότι με το άρθρο 6 της από 26.2.1975 ΕΓΣΣΕ οι ώρες εργασίας δε μπορούν να υπερβαίνουν τις 9 ημερησίως και ως υπερωριακή εργασία, στην οποία αφορούν οι παροχές του άρθρου 1 του ν. 435/1976, η απασχόληση πέραν των 9 ωρών ημερησίως, έστω και αν με την απασχόληση αυτή δεν πραγματοποιείται υπέρβαση του νομίμου ανωτάτου ορίου της εβδομαδιαίας εργασίας. Τα ως άνω ποσοστά προσαύξησης των 25% και 100%, καθορίσθηκαν, με το άρθρο 74 παρ.10 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ Α΄115/15.7.2010) σε 20% και 80%, για υπερεργασία και κατ’εξαίρεση υπερωρία αντίστοιχα. Εξάλλου από την τελευταία αυτή διάταξη, του άρθρου 4 του Ν. 2874/2000, σαφώς συνάγεται επίσης ότι η αξίωση αμοιβής της κατ’ εξαίρεση υπερωρίας στηρίζεται ευθέως στο νόμο και όχι στις περί αδικαιολογήτου πλουτισμού διατάξεις. (ΑΠ665/2019, ΑΠ 314/2017, 498/2016, ΑΠ 313/2010 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ)

Από τις ένορκες καταθέσεις  των μαρτύρων  που εξετάστηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, της με αρ. …../2014  ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά που ελήφθη με την επιμέλεια του ενάγοντος (βλ. την με αρ. ……/31.12.2013 έκθεση επιδόσεως  του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Αθηνών  …….)  της με αρ.  ……/2019 ένορκης βεβαίωσης ενώπιον του ιδίου Ειρηνοδίκη που ελήφθη με την επιμέλεια του ενάγοντος – εφεσίβλητου κατόπιν νομότυπης κι εμπρόθεσμης κλήτευσης των εκκαλούντων – προσθέτων παρεμβάντων (βλ.  τις με αρ. ……./14.1.2019 εκθέσεις επιδόσεως  του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο  Αθηνών ……… προς τους πληρεξουσίους τους Δικηγόρους που υπογράφουν τα δικόγραφα),  των με αρ.  …. και …./2014 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιώς των μαρτύρων ……… και ……, η λήψη των οποίων γνωστοποιήθηκε με προφορική δήλωση των πληρεξούσιων Δικηγόρων εναγόμενων στα πρακτικά του  πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που λαμβάνονται υπόψη επιτρεπτώς στα πλαίσια της κατ΄έφεσης δίκης, κατ΄άρθρο 671 ΚΠολΔ (βλ. ΑΠ 689/2011 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), των με αρ…… και …./2017 ενόρκων βεβαιώσεων ενώπιον  του Ειρηνοδίκη Πειραιώς που ελήφθησαν με την  επιμέλεια των της προσθέτως παρεμβαίνουσας «……» (βλ. την με αρ. …../5.4.2017 έκθεση επιδόσεως του δικ. επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……..), απ’ όλα τα έγγραφα που οι διάδικοι νόμιμα επικαλούνται και προσκομίζουν, τα οποία μπορούν να χρησιμεύσουν είτε προς άμεση απόδειξη είτε ως βάση για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρα 336 παρ. 3, 339 και 395 Κ.Πολ.Δ.), μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και οι νόμιμα προσκομιζόμενες από την εκκαλούσα και προσθέτως παρεμβάντες με αρ. .……/2017,  ένορκες βεβαιώσεις μαρτύρων τους ενώπιον του Ειρηνοδίκη Πειραιά, οι οποίες λήφθηκαν στα πλαίσια άλλων δικών και εκτιμώνται για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (Α.Π. 192/2017, Α.Π. 173/2016, Τ.Ν.Π. ΝΟΜΟΣ), καθώς και απ’ όσα οι διάδικοι συνομολογούν, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία  δραστηριοποιείται στη μεταφορά οχημάτων και επιβατών από τα Παλούκια Σαλαμίνας στο Πέραμα Πειραιώς  µετ’ επιστροφής, εισπράττοντας τα σχετικά κόμιστρα.  Μέλη της είναι οι λοιπές εναγόμενες και οι προσθέτως παρεμβαίνουσες, οι οποίες τυγχάνουν ναυτικές εταιρίες και είναι πλοιοκτήτριες των επιβατηγών – οχηματαγωγών πλοίων μέσω  των οποίων γίνεται η άνω μεταφορά. Σύμφωνα με τα παραπάνω, ο σκοπός της πρώτης εναγόμενης κοινοπραξίας είναι εμπορικός, όμως  δεν προκύπτει ότι έχει υποβληθεί στις διατυπώσεις δημοσιότητας του άρθρου 42 του Εμπορικού Νόμου και συνεπώς δεν έχει αποκτήσει νομική προσωπικότητα, ούτε μπορεί να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, αλλά έχει μόνο τη δικονομικού χαρακτήρα ικανότητα να ενάγει ή να ενάγεται, υποκείμενα δε της ουσιαστικής έννομης σχέσης είναι τα μέλη της. Ειδικότερα, η πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία συνιστά «εν τοις πράγμασι» ομόρρυθμη εταιρία, για τις υποχρεώσεις της οποίας ευθύνεται, κατ’ ανάλογη εφαρμογή του άρθρου 22 του Εμπορικού Νόμου, κάθε µία των κοινοπρακτούντων μελών ναυτική εταιρία ευθέως, απεριόριστα και εις ολόκληρον, ανεξαρτήτως του ποσοστού συμμετοχής, απορριπτομένου του σχετικού λόγου εφέσεως των προσθέτων λόγων. Εξάλλου ο ενάγων  προσλήφθηκε  δυνάμει της από 1-1-2005 σύμβασης εξαρτημένης εργασίας αορίστου χρόνου, προκειμένου να εργασθεί στην πρώτη εναγόμενη – κοινοπραξία, ως ελεγκτής εισιτηρίων, απασχολούμενος πέντε ημέρες την εβδομάδα, επί οκτώ ώρες ημερησίως. Ως εφαρμοστέα Συλλογική ρύθμιση (Σ.Σ.Ε, Δ.Α, Υ.Α.) συμφωνήθηκε αυτή των υπαλλήλων γραφείου, τόπος παροχής της εργασίας του ενάγοντος το κατάστημα ή γραφείο της πρώτης εναγόμενης, ενώ το επίδικο  διάστημα, τα κουβούκλια έκδοσης εισιτηρίων αυτής,  που βρίσκονται στην προκυμαία Περάματος ή Σαλαμίνας, ακριβώς προ των υπό αναχώρηση πλοίων. Ο ενάγων επικαλείται ότι εκτελούσε καθαρώς καθήκοντα πρακτορειακού υπαλλήλου, και  σε κάθε περίπτωση, είχε την ιδιότητα του υπαλλήλου ναυτιλιακής εταιρίας, ώστε ενέπιπτε στις ρυθμίσεις των οικείων  Σ.Σ.Ε. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας». Ωστόσο  η πορθμειακή  γραμμή Παλούκια Σαλαμίνας – Πέραμα που δραστηριοποιείται η πρώτη εναγόμενη,  είναι τοπική πορθμειακή γραμμή απόστασης 1,5 ναυτικού μιλίου, που απαλλάσσεται  της υποχρέωσης πρακτόρευσης, καθώς  από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 3 του Π.Δ 814/1974 και 9 § 1 του Π.Δ 229/1995 «Ναυτικοί Πράκτορες», συνάγεται ότι δεν είναι υποχρεωτική η πρακτόρευση επιβατηγών οχηματαγωγών πλοίων που εκτελούν τοπικές δρομολογιακές γραμμές εκτεινόμενες μέσα στα όρια του ίδιου νομού και επί απόστασης μέχρι 3 ναυτικών μιλίων. Τα ανωτέρω σαφώς αναφέρονται  στο υπ’ αριθ. 3127/8-4-2015 έγγραφο του Υπουργείου Οικονομίας, Υποδομών, Ναυτιλίας και Τουρισμού, σαφώς αναφέρεται ότι τα πλοία που δραστηριοποιούνται στη γραμμή Πέραμα – Παλούκια Σαλαμίνας δεν υποχρεούνται σε πρακτόρευση. Επίσης, η Πανελλήνια Ένωση Ναυτικών Πρακτόρων Ακτοπλοΐας, στην από 16-11-2016 βεβαίωσή της αναφέρει ότι, τα Ε/Γ – O/Γ πλοία ανοικτού τύπου της πρώτης εναγόμενης που εκτελούν δρομολόγια στην τοπική δρομολογιακή γραμμή Περάματος – Παλουκιών Σαλαμίνας δεν μπορούν να ασκούν πρακτόρευση, όπως δεν ασκούν και δεν μπορούν να ασκήσουν οι τοπικές δρομολογιακές γραμμές στον Ελλαδικό χώρο αποστάσεως μέχρι 3 ναυτικά μίλια και επομένως δεν δύνανται να είναι µέλη του ανωτέρω σωματείου. Ούτε ακόμη αποδείχθηκε ότι η πρώτη εναγόμενη είχε ποτέ την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα, αφού δεν προκύπτει, ούτε ο ενάγων επικαλείται, ότι συνέτρεχαν στο πρόσωπό της οι προϋποθέσεις του άρθρου 2 του Π.Δ 229/1995, ούτε ότι της χορηγήθηκε σχετική άδεια από την αρμόδια λιμενική αρχή. Ο ενάγων εξάλλου, δεν ασκούσε, καθήκοντα όμοια με αυτά του ναυτικού πράκτορα, καθώς αντικείμενο της εργασίας του μπορεί να ήταν η χορήγηση εισιτηρίων επιβατών και οχημάτων και η είσπραξη του αντιτίμου,  τα εισιτήρια όμως αυτά είχαν εκδοθεί από την πρώτη εναγόμενη και όχι με  ευθύνη του ενάγοντος, όπως ορίζεται  στο άρθρο 9 § 2 του ως άνω Π.Δ, ο δε ενάγων μετά το πέρας της βάρδιας απέδιδε τις εισπράξεις στην εναγόμενη για λογαριασμό της οποίας εισέπραττε το αντίτιμο των εισιτηρίων.  Εφόσον λοιπόν, η πρώτη εναγόμενη κοινοπραξία – εργοδότρια του ενάγοντος και οι λοιπές εναγόμενες – μέλη αυτής δεν είχαν την ιδιότητα του ναυτικού πράκτορα, ούτε  στα Ε/Γ-Ο/Γ πλοία που εκτελούσαν τη συγκεκριμένη τοπική δροµολογιακή γραµµή Παλούκια Σαλαµίνας – Πέραµα, δεν είχε οριστεί ναυτικός πράκτορας, ο ενάγων δεν μπορούσε να έχει την ιδιότητα υπαλλήλου πρακτορειακής επιχείρησης.  Εξάλλου, η πρώτη εναγόμενη δεν ήταν μέλος των εργοδοτικών οργανώσεων που είχαν προβεί στην κατάρτιση των από 3-6-2008 και 23-12-2011 Εθνικών Κλαδικών Σ.Σ.Ε. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», που ίσχυσαν το επίδικο χρονικό διάστημα.  Ειδικότερα,  η από 3-6-2008 κλαδική  Σ.Σ.Ε, που  ίσχυσε από  1-1-2008 έως  31-12-2009, παρατάθηκε η ισχύς της επί ένα εξάμηνο, σύμφωνα µε το άρθρο 9 παρ. 4 Ν. 1876/1990, όπως ίσχυε πριν την κατάργησή του από το άρθρο 2 παρ., 5 της Π.Υ.Σ. 6/2012 και κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική µε την Υ.Α. 58032/2713/2008, υπεγράφη από το «Σύνδεσμο Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας», την «Ένωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας» και την «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων» από πλευράς των εργοδοτών και από τον «Πανελλήνιο Σύνδεσμο Εργαζομένων στη Ναυτιλία και Τουρισµό» (ΠΑΝΣΕΝΤ) από πλευράς των εργαζομένων. Σύμφωνα με την  υπ’ αριθ. πρωτ. Φ01.2/07/11-1-2016 βεβαίωση του «Συνδέσµου Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας», η πρώτη εναγόμενη Κοινοπραξία ουδέποτε υπήρξε µέλος του εν λόγω Συνδέσμου και ότι δεν θα μπορούσε να είναι µέλος του, καθώς η γραμμή που εκτελούν τα πλοία της (Πέραμα – Παλούκια) δεν είναι ακτοπλοϊκή, αλλά τοπική πορθμειακή γραμμή. Επίσης, με δεδομένο ότι  τα πλοία µε τα οποία δραστηριοποιείται η πρώτη εναγόμενη, είναι επιβατηγά – οχηματαγωγά και όχι φορτηγά ακτοπλοϊκά, αυτή δεν θα μπορούσε να είναι µέλος ούτε της συμβαλλόμενης εργοδοτικής οργάνωσης «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων», όπως επίσης δεν θα μπορούσε να είναι µέλος της εργοδοτικής Οργάνωσης «Ένωση Επιχειρήσεων Ακτοπλοΐας», η οποία μετονομάστηκε και διαλύθηκε το έτος 2012. Τα πλοία ΕΓ/ΟΓ ανοιχτού τύπου  της εναγόμενης είναι μέλη της Εργοδοτικής οργάνωσης «Ένωσης Πλοιοκτητών Πορθμείων Εσωτερικού», όμως σύμφωνα με το µε το υπ’ αριθ. 3972/11-01-2016 έγγραφο της τελευταίας η Ένωση αυτή ουδέποτε συμμετείχε στην κατάρτιση και υπογραφή των συλλογικών συμβάσεων εργασίας των υπαλλήλων ναυτιλιακών πρακτορείων, ούτε έχει υπογράψει την από 23-12-2011 Εθνική Κλαδική Συλλογική Σύμβαση Εργασίας που αφορά τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας και δεν θα ήταν δυνατό να συμμετάσχει,  σ΄αυτές, καθώς η εν λόγω δρομολογιακή γραμμή αποστάσεως 1,5 ν.µ. απαλλάσσεται της πρακτόρευσης, σύμφωνα µε τις διατάξεις του άρθρου 9 του Π.Δ. 229/1990. Τα παραπάνω επιβεβαιώνονται και  από το υπ’ αριθ. πρωτ.  ……./13-1-2016 έγγραφο του Προϊσταμένου της Δ/νσης Αμοιβής Εργασίας του Τμήματος Συλλογικών Ρυθμίσεων Εργασίας του Υπουργείου Εργασίας, Κοινωνικής Ασφάλισης και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, που,  απαντώντας στην από 11-1-2016 αίτηση της πρώτης εναγόμενης, γνωμοδότησε, για τους ως άνω λόγους, ότι η πρώτη εναγόμενη δεν είχε υποχρέωση εφαρμογής της από 3-6-2008 Σ.Σ.Ε, η οποία κηρύχθηκε γενικώς υποχρεωτική. Εξάλλου η   από 23-12-2011 Κλαδική Σ.Σ.Ε. (η οποία ίσχυσε από την 1-1-2010, έληξε βάσει του άρθρου 2 παρ. 2 της Π.Υ.Σ. 6/2012 την 14-2-2013 και παρατάθηκε η ισχύς της επί ένα τρίμηνο) δεν κηρύχθηκε υποχρεωτική, οπότε ίσχυσε μόνο για τα μέλη των συμβαλλόμενων συνδικαλιστικών οργανώσεων, τα οποία ήταν από πλευράς των εργοδοτών ο «Σύνδεσμος Επιχειρήσεων Επιβατηγού Ναυτιλίας» και η «Πανελλήνια Ένωση Πλοιοκτητών Ακτοπλοϊκών Φορτηγών Πλοίων» και από πλευράς εργαζομένων ο «Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εργαζομένων στη Ναυτιλία και Τουρισμό», στους οποίους δεν περιλαμβάνεται η πρώτη εναγόμενη και ο ενάγων. Σημειώνεται ότι οι ανωτέρω ΣΣΕ ίσχυσαν για τους συγκεκριμένους κλάδους εργοδοτών – εργαζόμενων και δεν ήταν ομοιοεπαγγελματικές, ώστε να καταλαμβάνουν κάθε εργαζόμενο του επαγγέλματος, ανεξαρτήτως το είδος της επιχείρησης και να περιλαμβάνεται  και ο ενάγων (με την κήρυξη της πρώτης υποχρεωτικής)  και  ακόμα οι όροι αυτών δεν  ενσωματώθηκαν στην ατομική σύμβαση εργασίας του ενάγοντος. Ούτε ακόμα μπορεί να θεωρηθεί γενικώς  ότι η τοπική πορθμειακή γραμμή Περάματος – Παλουκίων Σαλαμίνας, που συνδέει λιμένες εντός του αυτού νομού και σε απόσταση μικρότερη των τριών ναυτικών μιλίων, ανήκει στην ακτοπλοΐα.   Συνεπώς, με βάση τα όσα προεκτέθηκαν  η πρώτη εναγόμενη δεν ήταν,  ούτε μπορούσε να είναι  μέλος των εργοδοτικών οργανώσεων που μετείχαν στη σύναψη των παραπάνω Σ.Σ.Ε, ούτε η εργασία του ενάγοντος ενέπιπτε στο πεδίο εφαρμογής τους, ώστε να μην μπορεί να εφαρμοσθούν  οι ρυθμίσεις τους για την εξεύρεση της υπερεργασίας/ υπερωριακής εργασίας του ενάγοντος. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο έκρινε ότι για την εργασία του ενάγοντος  ήταν  εφαρμοστέες  οι από 3-6-2008 και 23-12-2011 Εθνικές Κλαδικές Σ.Σ.Ε. «για τους όρους αμοιβής και εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού των ναυτιλιακών πρακτορείων και ναυτιλιακών επιχειρήσεων όλης της χώρας», ερμήνευσε εσφαλμένα το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις. Επομένως κατά παραδοχή  του σχετικού λόγου της έφεσης των εναγόμενων και των πρόσθετων λόγων αυτής, πρέπει να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 535 § 1 ΚΠολΔ), να διακρατηθεί η αγωγή από το παρόν Δικαστήριο και να ερευνηθούν οι αξιώσεις του ενάγοντος από υπερεργασία και υπερωριακή εργασία με την εφαρμογή της ορθής ΣΣΕ.  Με δεδομένο ότι δεν προκύπτει  η κατάρτιση άλλης κλαδικής ή ομοιοεπαγγελματικής ΣΣΕ,  εφαρμοστέα είναι η ΣΣΕ περί παροχής υπηρεσιών Δ.Α. 11/2008, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. 51871/2440/11-7-2008 (ΦΕΚ Β΄ 1448/23-7-2008) και ισχύει για ολόκληρο το επίδικο χρονικό διάστημα,  καθώς η  Δ.Α. 51/2010 για το έτος 2010  δεν κηρύχθηκε υποχρεωτική, οπότε ίσχυσε μόνο μεταξύ των αντισυμβαλλόμενων αυτής, στους οποίους από πλευράς εργοδοτικών οργανώσεων δεν περιλαμβάνονται η εργοδοτική οργάνωση «Ένωση Πλοιοκτητών Πορθμείων Εσωτερικού», που ανήκε η πρώτη εναγόμενη. Εξάλλου, από τα ίδια αποδεικτικά μέσα τα εξής αποδείχθηκαν και τα εξής :  Κύριο αντικείμενο της εργασίας  του ενάγοντος, ήταν, όπως εκτέθηκε, η έκδοση εισιτηρίων στα κουβούκλια της πρώτης εναγόμενης για τους επιβάτες/οχήματα της πορθμειακής γραμμής Περάματος – Παλουκίων Σαλαμίνας,  με πενθήμερη εβδομαδιαία εργασία. Στην άνω  πορθμειακή δραστηριοποιούνται  δύο  κοινοπραξίες, η πρώτη εναγόμενη – εκκαλούσα και η κοινοπραξία πορθμείων Σαλαμίνας   «………….», τα δρομολόγια  των οποίων  καθορίζονται από το λιμεναρχείο Πειραιώς. Τα ημερήσια  δρομολόγια είναι κατανεμημένα  σε 2 οχτάωρες  βάρδιες, τις καθημερινές από  τις 6.00 πμ., έως τις 14.00  και από τις 14.00 έως τις 22.00 τα δε Σάββατα και Κυριακές/ αργίες από 8.00 έως 16.00 και από 16.00 έως 24.00. Ο ενάγων ισχυρίζεται στην αγωγή του  ότι απασχολείτο 2 ώρες ημερησίως επιπλέον από το ωράριο των 8 ωρών,   στην πρωϊνή βάρδια  από τις   14.00   έως τις 16.00 (δηλαδή 2 ώρες μετά το πέρας αυτής) στη δε απογευματινή βάρδια από τις 12.00 έως τις 16.00 (δηλαδή πριν την έναρξη αυτής) και σύνολο 10 ώρες. Ο μάρτυρας αποδείξεως (βλ. πρακτικά πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου) κατέθεσε γενικώς  ότι ο ενάγων απασχολείτο επί 2 ώρες  παραπάνω από το νόμιμο ωράριο, όμως εσφαλμένα ανέφερε ότι η απασχόληση αυτή για την απογευματινή βάρδια ήταν από τις 22.00 έως  24.00. Ο ίδιος ο ενάγων εξεταζόμενος επί αντίστοιχων αγωγών συναδέλφων του (των ……………, βλ. τα με αρ. 1943/2017 και 3321/2017 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς)  ανέφερε ότι το ωράριο της υπεραπασχόλησης ήταν από τις 14.00   έως τις 16.00 και 12.00 έως τις 16.00, όπως δηλαδή αναφερόταν στο δικόγραφο της αγωγής. Όμως, ο ίδιος ανέφερε επίσης ότι «δουλεύαμε πάντα Σάββατο και Κυριακή και  τα ρεπό ήταν κυλιόμενα από Δευτέρα έως Παρασκευή» που σημαίνει ότι  τα Σαββατοκύριακα που το ωράριο ήταν 8.00-16.00 και 16.00 – 24.00 δεν θα μπορούσε να πραγματοποιεί υπερεργασία- υπερωρία, αφού οι ώρες που αναφέρει στην αγωγή ως πρόσθετες (14.00 -16.00  και 12.00-16.00)  περιλαμβάνονταν στο κανονικό ωράριο. Παραδέχθηκε επίσης ότι λάμβανε κανονικά την άδειά του, η οποία του χορηγείτο τμηματικά, ώστε επίσης κατά το διάστημα αυτής (1 μήνας) να μη έχει πραγματοποιήσει καμία ώρα υπερεργασίας και υπερωρίας. Εξάλλου, η πρώτη εναγόμενη – εκκαλούσα στις έγγραφες προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και την έφεσή της συνομολογεί εν μέρει ότι ο ενάγων από τις 15.6.2009 πραγματοποιούσε υπεραπασχόληση, ισχυρίζεται όμως ότι αυτή  ήταν το πολύ  5 ώρες  υπερεργασίας και 5 ώρες  υπερωρίας μηνιαίως. Ότι  είχε συμφωνηθεί με όλους τους εργαζόμενους – ελεγκτές εργασία 4 ημερών και χορήγηση μίας επιπλέον άδειας αναπαύσεως την εβδομάδα, ώστε ο ενάγων  κάποιες ημέρες  να υπερβαίνει το νόμιμο ωράριο  κατά  1-1,5 ώρα, απασχολείτο όμως την εβδομάδα  με ελαφρώς λιγότερες ώρες (35-38), ενώ λάμβανε πλήρως τις  νόμιμες αποδοχές του κι επιπλέον αυτών, έχοντας κατά συνέπεια εξοφληθεί για όλες τις αξιώσεις του. Για τον ισχυρισμό αυτό κατέθεσε επίσης γενικά ο μάρτυρας ανταποδείξεως (όπως και οι εξετασθέντες στον Ειρηνοδίκη Πειραιώς, βλ. ένορκες βεβαιώσεις) «δουλεύαμε 4 ημέρες και  μας χορηγείτο ένα επιπλέον ρεπό». Ο ισχυρισμός αυτός,  αν θεωρηθεί ως  συμφωνία συμψηφισμού της αμοιβής για προσαυξήσεις υπερεργασίας/υπερωριακής εργασίας, με χορήγηση επιπλέον μίας ημέρας ανάπαυσης, η οποία αμειβόταν (βλ. ΑΠ 180/2015 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ), είναι αόριστος, διότι δεν προσδιορίζονται οι πρόσθετες  ημέρες ανάπαυσης του ενάγοντος για το επίδικο χρονικό διάστημα. Από την άλλη μεριά όμως από  μόνη την κατάθεση του μάρτυρα αποδείξεως (και του ……….. της  με αρ. …./2009  ένορκης βεβαίωσης με ταυτόσημο γενικό περιεχόμενο)  δεν αποδεικνύεται χωρίς άλλο ότι ο ενάγων απασχολείτο κάθε ημέρα επί 2 ώρες επιπλέον (δηλαδή επί 10ωρο) καθώς παρόλη την απειλή της απόλυσης όπως υπαινίχθηκε, δεν δικαιολογείται να μην έχει διαμαρτυρηθεί εγγράφως (Επιθεώρηση Εργασίας) καθόλου όλα αυτά τα χρόνια  ο ίδιος, αλλά ούτε και κάποιος από τους λοιπούς εργαζόμενους που άσκησαν αντίστοιχες αγωγές (………….). Εξάλλου  από τις εναγόμενες – εκκαλούσες προσκομίζονται ενδεικτικώς σήματα του λιμεναρχείου Πειραιώς με τα δρομολόγια των κοινοπραξιών, όχι όμως το σύνολο αυτών για το επίδικο χρονικό διάστημα, ώστε να προκύψει με ασφάλεια το ωράριο των  δρομολογίων της  εναγόμενης και κατ΄επέκταση το ωράριο των εργαζόμενων αυτής και του ενάγοντος. Είναι όμως γεγονός ότι για το διάστημα από τον Ιούνιο του 2009 έως  τέλος του 2011 ήταν ενταγμένα περισσότερα πλοία στην εναγόμενη, ώστε εκ των πραγμάτων να αναλογούν σ΄αυτή περισσότερα δρομολόγια (δηλαδή άνω του οχταώρου), ενώ πλοία της μίας κοινοπραξίας δεν κινούνταν τη διάρκεια της βάρδιας της άλλης. Με αυτά τα δεδομένα και αν  ληφθεί υπόψη  ότι για την πραγματοποίηση της βάρδιας  χρειαζόταν η απασχόληση 4 -5 ατόμων κάθε φορά και όχι το σύνολο του προσωπικού της εναγόμενης (25 άτομα),   κρίνεται  ότι για το  διάστημα από 1.6.2009 έως τέλος του 2011, όπως προκύπτει από τη φύση και τις συνθήκες απονομής της εργασίας, ο ενάγων πραγματοποιούσε κατά μέσο το μήνα 8 ώρες υπερεργασίας και 4 ώρες υπερωρίας και όχι παραπάνω(δηλαδή 2 ώρες υπερεργασίας και 1 ώρες υπερωρία την εβδομάδα, ένα  9ωρο και ένα 10ωρο), γεγονός που σταμάτησε όμως το έτος 2012, όταν πλέον ο δύο κοινοπραξίες διέθεταν ίσο αριθμό πλοίων. Σημειώνεται ότι είναι  επιτρεπτός ο προσδιορισμός των ωρών υπερεργασίας, και  παράνομης υπερωρίας κατά μέσο όρο την εβδομάδα ή τον μήνα (ΑΠ 232/2018).  Με αυτά τα δεδομένα ο ενάγων δικαιούται, με βάση την εφαρμοστέα ΣΣΕ περί παροχής υπηρεσιών Δ.Α. 11/2008, η οποία κηρύχθηκε υποχρεωτική με την Υ.Α. 51871/2440/11-7-2008 (ΦΕΚ Β΄ 1448/23-7-2008) : Α) Για το χρονικό διάστημα  από  15.6.2009  έως τέλος  Αυγούστου 2009,855,65 (με δεδομένο ότι  είχε 4-6 χρόνια  προϋπηρεσίας) + 10 % το επίδομα γάμου = 941,22 Χ 0,006 = 5,64 το ωρομίσθιο Χ 25 % για την υπερεργασία = 7,05  € το ωρομίσθιο της υπερεργασίας και 5,64 Χ 100% = 11,28 €   το ωρομίσθιο  της υπερωρίας, με δεδομένο ότι για τις πραγματοποιηθείσες υπερωρίες του δεν τηρήθηκαν  από την εργοδότριά του οι προβλεπόμενες από το νόμο (άρθρο 3 του ν.δ. 515/1970) διατυπώσεις και διαδικασίες έγκρισης. Για τον μήνες Ιούνιο και  Ιούλιο του 2009 8 ώρες Χ 7,05 Χ 1,5 = 84,6και 4  ώρες  Χ 11,28 Χ 1,5= 67,68 €. Ο Αύγουστος παραλείπεται καθώς, όπως εκτέθηκε ο ενάγων έλαβε κανονικά την άδειά του το επίδικο χρονικό διάστημα(θεωρούμενου ως μήνα της άδειας). Από τον Σεπτέμβριο του 2009 έως το Δεκέμβριο του 2009 οι αποδοχές του ενάγοντος διαμορφώθηκαν στο ποσό των 987,87 € , οπότε αντίστοιχα το ωρομίσθιο της υπερεργασίας σ’ αυτό των 987,87 € Χ 0,006 = 5,87   Χ 25 % =7,33 και αυτό της υπερωρίας σ΄αυτό των 5,87 Χ  100 % = 11,74 €.  Κατά συνέπεια  για τους άνω μήνες 8 ώρες  Χ 7,33 Χ 4 = 234,96 €  αμοιβή υπερεργασίας και 4 ώρες Χ 11,74 Χ 4 =187,84€ σύνολο υπερωρίας. Συνεπώς το έτος 2009 δικαιούται 84,6 +  234,96 = 319,56€ για υπερεργασία και 67,68 + 187,84= 255,52 € για υπερωρίες. Το έτος 2010 έως την 15.7.2010 δεν υπήρχε μεταβολή στις αποδοχές του ενάγοντος,  καθώς η  Δ.Α. 51/2010  δεν κηρύχθηκε υποχρεωτική, όπως εκτέθηκε, ώστε από τον Ιανουάριο έως τέλος Ιουνίου 2010 να δικαιούται8 Χ 7,33 Χ 6,5 = 381,16 € και αντίστοιχα 4 Χ 11,28   Χ 6,5 =293,28€. Στις 15.7.2010 όμως,  τα  ποσοστά προσαύξησης μειώθηκαν με το άρθρο 74 § 10 του ν. 3863/2010 (ΦΕΚ Α΄115/15.7.2010) σε 20% και 80%. Συνεπώς για τους υπόλοιπους μήνες του 2010 (παραλειπομένου του Αυγούστου)987,87 €  Χ 0,006 = 5,87   Χ 20 % =   7,044 Χ 8 Χ 4,5 = 253,58 και 987,87 €  Χ 0,006 = 5,87   Χ 80  % =  10,56 Χ 4 Χ 4,5 = 190,08. Σύνολο έτους  2010 για υπερεργασία381,16 + 253,58 =634,74 € και υπερωρίας 293,28+190,08=483,36€. Για το έτος 2011, λόγω συμπλήρωσης 6 ετών οι αποδοχές του ενάγοντος διαμορφώθηκαν στο ποσό των 1.057,96 €  X0,006 = 6,34 X 20 % = 7,60  € το ωρομίσθιο της υπερεργασίας και 6,34 Χ 80 % =11,41 €,  ώστε 7,60 € Χ 8 ώρες Χ 11 μήνες (χωρίς τον Αύγουστο)= 668,8 €, για υπερεργασία και  11,41€    Χ 4 ώρες Χ 11 μήνες = 502,04€ Κατόπιν αυτών ο ενάγων δικαιούται το συνολικό ποσό  των 1.623,1 € και   1.240,92 € ως αμοιβή του για υπερεργασία και υπερωρία  αντίστοιχα και σύνολο 2.864,02 €. Η πρώτη  εναγόμενη – εκκαλούσα, με την έφεσή της και τις προτάσεις της στο πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  ισχυρίστηκε ότι ο  ενάγων  έχει εξοφληθεί με τις  υπέρτερες αποδοχές σε σχέση με τις νόμιμες,  που έλαβε το  επίδικο χρονικό διάστημα, όπως επικαλείτο ο ίδιος  σε δικόγραφο άλλης αγωγής του (διαφοράς αποδοχών) στο Μονομελές Πρωτοδικείο Αθηνών.  Για την πληρότητα όμως  του ισχυρισμού της (συμψηφισμός με υπέρτερες αποδοχές – ένσταση εξοφλήσεως) η εναγόμενη – εκκαλούσα δεν ανέφερε το ποσό που καταβλήθηκε για κάθε  αιτία  (μηνιαίες αποδοχές-  υπερεργασία – υπερωρία) και το χρόνο της καταβολής, παρά το συνολικό ποσό που έλαβε κάθε μήνα ο ενάγων, ώστε ο ισχυρισμός να  είναι αόριστος (ΑΠ 900/2018, ΑΠ 232/2018,  ΑΠ 429/2016 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Εκτός όμως από αυτά ο σχετικός ισχυρισμός είναι και μη νόμιμος, καθώς με βάση τη διάταξη του άρθρου 8 § 4 του Ν.Δ/τος 4020/1959, η οποία διατηρήθηκε σε ισχύ και μετά το Ν. 435/1976,συμφωνία καταλογισμού των αξιώσεων του μισθωτού από υπερωριακή απασχόληση με τις  καταβαλλόμενες υπέρτερες των νομίμων αποδοχών είναι άκυρη, ώστε πολύ περισσότερο να μην επιτρέπεται ο  μονομερής συμψηφισμός. Σε κάθε περίπτωση  δεν αποδεικνύεται η σύναψη συμφωνίας μεταξύ του ενάγοντος και της  πρώτης εναγόμενης κοινοπραξίας,  περί καταλογισμού των αμοιβών για  με τις υπέρτερες των νομίμων καταβαλλόμενες αποδοχές, ούτε παρόμοια συμφωνία επικαλέσθηκαν οι εκκαλούντες. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, που  απέρριψε τον σχετικό ισχυρισμό ως ουσιαστικά αβάσιμο  εκτίμησε ορθά τις αποδείξεις. Εξάλλου ο ενάγων δικαιούται επιπλέον την καταβολή του δώρου Χριστουγέννων του έτους 2012, ενόψει του ότι η σχέση εργασίας διήρκεσε από 1-5 έως 29-8-2012 την μη καταβολή του οποίου δεν αμφισβήτησε ειδικώς με λόγο εφέσεως η εκκαλούσα, το οποίο θα υπολογισθεί ομοίως με βάση τη  Σ.Σ.Ε. περί παροχής υπηρεσιών. Κατόπιν αυτών ο ενάγων δικαιούται   ως  αναλογία του δώρου Χριστουγέννων 2012 1.057,96   Χ 2/25    Χ 120/19 ημέρες = 534,54 € , ώστε   το σύνολο των αξιώσεών του ανέρχεται σε 2.864,02  + 534,54 = 3.398,56  €. Με βάση τις παραπάνω παραδοχές η αγωγή θα πρέπει να γίνει εν μέρει δεκτή και ως ουσιαστικά βάσιμη και να υποχρεωθούν οι εναγόμενες, η κάθε μία εις ολόκληρον, να καταβάλουν στον ενάγοντα το ποσό των 3.398,56 €, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.  Σε βάρος των εναγόμενων εκκαλούντων θα πρέπει να επιβληθούν τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, μειωμένα όμως, αναλόγως της εν μέρει νίκης και ήττας των διαδίκων και της ιδιαίτερης δυσχέρειας των κανόνων δικαίου που εφαρμόσθηκαν. (άρθρα 178, 183 εδάφ. τελευτ. και 191 παρ. 2 Κ.Πολ.Δ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΣΥΝΕΚΔΙΚΑΖΕΙ  αντιμωλία των διαδίκων τις από α) από 12-12-2014  και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……./2014 έφεση, β) από 2.4.2017 με αρ. καταθ. ………./2017 πρόσθετους λόγους  έφεσης,  γ) από 2-4-2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../2017 και  δ) η από 3.11.2017 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ………../2017 πρόσθετες παρεμβάσεις.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και κατ’ ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ τη με αριθ. 4746/2014 οριστική απόφαση του Moνομελούς Πρωτοδικείου Πειραιά (διαδικασία εργατικών διαφορών).

ΚΡΑΤΕΙ και δικάζει επί της από 7-6-2013 και με αριθ. έκθ. κατάθ. ……../2013   αγωγής.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τις εναγόμενες να καταβάλουν στον ενάγοντα, η κάθε μία εις ολόκληρον, το ποσό των τριών χιλιάδων τριακοσίων ενενήντα οχτώ € και πενήντα έξι λεπτών (3.398,56),με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος των εναγόμενων τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος των δύο βαθμών δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των τριακοσίων (300) €.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά σε έκτακτη, δημόσια στο ακροατήριό του συνεδρίαση, στις 22 Ιανουαρίου 2020, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

        Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ