Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 171/2020

 Αριθμός       171/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη που ορίστηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα,  Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

       Η υπό κρίση έφεση  του εν μέρει ηττηθέντος εναγόμενου κατά της με αριθμό  4084/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε αντιμωλία των διαδίκων, κατά την ειδική διαδικασία των διαφορών από την οικογένεια, το γάμο και την ελεύθερη συμβίωση (άρθρα 592 παρ.3, 593 επ.και 610 επ ΚΠολΔ) έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ). Πρέπει,  επομένως,  εφόσον για το παραδεκτό της συζήτησής της δεν απαιτείται η προκατάθεση παραβόλου, δεδομένου ότι η σχετική υποχρέωση   δεν ισχύει στις διαφορές του άρθρου 592 αριθμ.3 ΚΠολΔ (άρθρο 495 παρ.3εδ.τελ.ΚΠολΔ), ως η προκείμενη,  να γίνει τυπικά δεκτή  και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ).

Με την από 29-8-2016 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../29.8.2016 αγωγή της, την οποία άσκησε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η ενάγουσα και ήδη εφεσίβλητη, ζητούσε, όπως παραδεκτά περιορίστηκε εν μέρει το αγωγικό της αίτημα από καθ όλα καταψηφιστικό σε εν μέρει αναγνωριστικό α) να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου πρώην συζύγου της, με τον οποίο ο γάμος της λύθηκε αμετάκλητα δυνάμει της υπ’ αριθ. 1167/2006 απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά, να της προκαταβάλλει, την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός και για το χρονικό διάστημα από 30-6-2014 έως 29-8-2016, καθώς είχε ήδη προηγηθεί η από 21-6-2013 σχετική όχλησή του (εναγομένου), ως  διατροφή της ίδιας και για λόγους επιείκειας, το ποσό των 750 ευρώ μηνιαίως, καθώς και το ποσό των 250 ευρώ κατά μήνα για έξι έτη από την επίδοση της αγωγής για την ίδια αιτία, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και έως την εξόφληση, και β) να υποχρεωθεί ο ίδιος (εναγόμενος), με προσωρινά εκτελεστή απόφαση, να της καταβάλλει μηνιαίως, για την ίδια ως άνω αιτία, το ποσό των 500 ευρώ, υπό τους αυτούς όρους του προεκτιθέμενου υπό στοιχείο α’ αιτήματος της και για χρονικό διάστημα έξι ετών από την επίδοση της αγωγής, καθόσον αυτή (ενάγουσα) αδυνατεί να εξασφαλίσει τη διατροφή της, διότι δεν διαθέτει σημαντική περιουσία ούτε άλλους οικονομικούς πόρους, ενώ, εξάλλου, η ηλικία της και οι σοβαρές ασθένειες που αντιμετωπίζει δεν της επιτρέπουν να ασκήσει οποιοδήποτε επάγγελμα για να εξασφαλίσει τη διατροφή της, ο δε εναγόμενος έχει σημαντική ακίνητη περιουσία και εισοδήματα. Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο εξέδωσε την εκκαλουμένη ως άνω απόφασή του, με την οποία δέχτηκε εν μέρει την αγωγή ως βάσιμη και στην ουσία της και ειδικότερα α) αναγνώρισε την υποχρέωση του εναγόμενου να προκαταβάλει την πρώτη ημέρα κάθε μήνα στην ενάγουσα ως μηνιαία διατροφή της το ποσό των 350 ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 30.6.2014 έως 29.8.2016 και β) υποχρέωσε τον εναγόμενο να προκαταβάλει στην ενάγουσα την πρώτη ημέρα κάθε μήνα, ως μηνιαία διατροφή της, το ποσό των 350 ευρώ, για χρονικό διάστημα 6 ετών από την επίδοση της αγωγής, τα εν λόγω δε ποσά  (υπό στοιχ.α και β) νομιμοτόκως από την καθυστέρη καταβολής κάθε δόσης  και μέχρι την εξόφληση, ενώ καταδίκασε και αυτόν  (εναγόμενο) σε μέρος της δικαστικής δαπάνης της ενάγουσας, που όρισε στο ποσό των 1600 ευρώ, από το οποίο θα αφαιρεθεί το ποσό των 250 ευρώ που προκατέβαλε για την αιτία αυτή. Κατά της αποφάσεως αυτής παραπονείται τώρα ο εναγόμενος-εκκαλών, με τους εκτιθέμενους στην έφεσή του λόγους, που συνίστανται, κατ ορθή εκτίμηση του δικογράφου,  σε κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο  και ζητεί την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ένδικη αγωγή της ενάγουσας.

Ι. Κατά το άρθρο 1442 ΑΚ « Εφόσον ο ένας από τους πρώην συζύγους δεν μπορεί να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματά του ή από την περιουσία του, δικαιούται να ζητήσει διατροφή από τον άλλο: 1. αν κατά την έκδοση του διαζυγίου ή κατά το τέλος των χρονικών περιόδων που προβλέπονται στις επόμενες περιπτώσεις βρίσκεται σε ηλικία ή σε κατάσταση υγείας που δεν επιτρέπει να αναγκαστεί να αρχίσει ή να συνεχίσει την άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος, ώστε να εξασφαλίζει απ` αυτό τη διατροφή του 2. αν έχει την επιμέλεια ανηλίκου τέκνου και γι` αυτό το λόγο εμποδίζεται στην άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος 3. αν δεν βρίσκει σταθερή κατάλληλη εργασία ή χρειάζεται κάποια επαγγελματική εκπαίδευση, και στις δύο όμως περιπτώσεις για ένα διάστημα που δεν μπορεί να ξεπεράσει τα τρία χρόνια από την έκδοση του διαζυγίου 4. σε κάθε άλλη περίπτωση όπου η επιδίκαση διατροφής κατά την έκδοση του διαζυγίου επιβάλλεται από λόγους επιείκειας”. Εξάλλου από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 1442 και 1443 ΑΚ προς εκείνες των άρθρων 1487 και 1493 του ίδιου κώδικα, στις οποίες παραπέμπει το άρθρο 1443 ΑΚ, συνάγεται ότι γενική προϋπόθεση για τη γένεση αξιώσεως διατροφής πρώην συζύγου όταν ο γάμος λύθηκε με διαζύγιο μετά την ισχύ του ν. 1329/1983 είναι η απορία του δικαιούχου πρώην συζύγου και η ευπορία του υποχρέου, επιπλέον δε από την πλευρά του δικαιούχου πρέπει να συντρέχει και μία από τις ειδικότερες προϋποθέσεις που αναφέρονται στο άρθρο 1442 ΑΚ. Ως απορία του δικαιούχου θεωρείται η αδυναμία του πρώην συζύγου να εξασφαλίσει τη διατροφή του από τα εισοδήματα και την περιουσία του, ευπορία δε του υποχρέου (που δεν σημαίνει οπωσδήποτε και κάποιο ιδιαίτερο πλούτο) είναι η δυνατότητα αυτού να παράσχει στο δικαιούχο διατροφή χωρίς να θέσει σε κίνδυνο τη δική του διατροφή. Έτσι είναι δυνατό, ενόψει όλων των συνθηκών ηλικίας, υγείας, ικανότητας ή δυνατότητας προς εργασία, εισοδημάτων, περιουσίας και γενικώς της ζωής του πρώην συζύγου, συγκριτικώς πάντοτε προς την ευπορία του υποχρέου, να γεννηθεί δικαίωμα πλήρους ή συμπληρωματικής διατροφής και όταν ο πρώτος έχει μικρής εκτάσεως απρόσοδο περιουσία της οποίας είτε είναι δυσχερής η εκποίηση είτε επιβάλλεται η διατήρηση για λόγους πρόνοιας προς εξασφάλισή του στο μέλλον για την αντιμετώπιση έκτακτης οικονομικής ανάγκης (ΑΠ 1389/2012, ΑΠ 1427/2012, ΑΠ 294/2010, ΑΠ 88/2006, ΕΑ 114/2018, ΕφΠειρ 5.2016, δημοσιευμένες στη Νόμος).

ΙΙ. Εξάλλου, κατά το άρθρο 1498 ΑΚ διατροφή για το παρελθόν δεν οφείλεται παρά μόνο από την υπερημερία, κατά δε το άρθρο 340 του ίδιου Κώδικα ο οφειλέτης ληξιπρόθεσμης παροχής γίνεται υπερήμερος αν προηγήθηκε δικαστική ή εξώδικη όχληση του δανειστή. Από το συνδυασμό των ανωτέρω διατάξεων προκύπτει ότι η διατροφή για το παρελθόν οφείλεται μόνο αν έχει χωρήσει υπερημερία, δηλαδή αν έχει προηγηθεί δικαστική ή εξώδικη όχληση του οφειλέτη προς το δανειστή. Όταν πρόκειται για οφειλή διαδοχικών παροχών, όπως η διατροφή, η όχληση γι αυτές μπορεί να γίνει είτε για το σύνολο των μελλουσών παροχών είτε για το συγκεκριμένο μέρος τους, δηλαδή για παροχές συγκεκριμένου χρόνου. Σε κάθε περίπτωση, όμως, η όχληση πρέπει να είναι ορισμένη και σαφής κατά το περιεχόμενό της, υπό την έννοια ότι πρέπει να προκύπτουν απ αυτήν, εκτός των άλλων και το είδος και η ακριβής ποσότητα της παροχής (ΑΠ 342/2001, ΕΑ 6692/2011, ΕΑ   5878/2010, δημοσιευμένες στη Νόμος).

Στην προκειμένη περίπτωση, από την εκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων  των μαρτύρων των διαδίκων ενώπιον του πρωτοβαθμίου Δικαστηρίου, που  περιλαμβάνονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασής του,   από  όλα τα έγγραφα  τα οποία νομότυπα με επίκληση προσκομίζονται από τους διαδίκους, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση απόδειξη  είτε προς συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων (άρθρο 395 ΚΠολΔ), χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723, ΕφΠειρ 2/2017, ΕφΘεσ 531/2016, δημοσιευμένες στη Νόμος) και από  τα διδάγματα της κοινής πείρας και λογικής, τα οποία λαμβάνει υπόψη του το δικαστήριο αυτεπάγγελτα και χωρίς απόδειξη (άρθρο  336 παρ. 4 ΚΠολΔ)  αποδεικνύονται τα εξής πραγματικά περιστατικά: Οι διάδικοι τέλεσαν νόμιμο θρησκευτικό γάμο στις 2-9-1978, στον Ιερό Ναό ……. στην ……… Αττικής, από τον οποίο (γάμο) απέκτησαν έναν υιό, τον ………….., ήδη ενήλικο. Η έγγαμη συμβίωση των διαδίκων δεν εξελίχθηκε ομαλά και διασπάσθηκε οριστικά με την αποχώρηση του εναγομένου από τη συζυγική τους οικία, συνιδιοκτησίας αμφοτέρων των διαδίκων, επί της οδού ……….. στο Κερατσίνι, δυνάμει της υπ’ αριθ. 2408/1992 απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), που διέταξε τη μετοίκησή του, ενώ στη συνέχεια, δυνάμει της υπ’ αριθ. 2746/1992 απόφασης του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου, εκδοθείσας και αυτής κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, χωρίστηκε εν τοις πράγμασι η ανωτέρω οικοδομή που υφίστατο η συζυγική οικία σε δύο αυτόνομες οικίες, στις οποίες κατοικούν αντίστοιχα έκαστος των διαδίκων, αφού με την εν λόγω απόφαση επετράπη στον εναγόμενο να χρησιμοποιεί για κατοικία του το δωμάτιο επί της οδού …, που είναι συνεχόμενο με το κατάστημα εμπορίου ψιλικών, ομοίως συνιδιοκτησίας των διαδίκων, που τότε λειτουργούσε. Μετέπειτα δε ο γάμος τους λύθηκε δυνάμει της υπ’ αριθ. 1167/2006 αμετάκλητης απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιά. Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα, η οποία κατά το χρόνο έκδοσης του διαζυγίου της με τον εναγόμενο, που κατέστη αμετάκλητη στις 11-2-2007, ήταν 61 ετών, ούσα γεννημένη το 1946  και ήδη κατά την άσκηση της  ένδικης αγωγής αγωγής διήγε το 70° έτος της ηλικίας της, κατά τη διάρκεια της έγγαμης συμβίωσης με τον τελευταίο (εναγόμενο), που διήρκησε περί τα 29 έτη, δεν εργαζόταν, ασχολούμενη κυρίως με τις οικιακές εργασίες και την περιποίηση και φροντίδα του εναγομένου, του ως άνω τέκνου τους, καθώς και άλλων δύο τέκνων από τον προηγούμενο γάμο της και κυρίως απασχολείτο και απασχολείται με τη φροντίδα και επίβλεψη της ενήλικης πλέον κόρης της, …………., η οποία πάσχει από μικρή ηλικία από μόνιμη ανίατη αναπηρία 90%, λαμβάνει δε εξ αυτού του λόγου επίδομα 300 ευρώ μηνιαίως, ενώ παρουσιάζει νοητική υστέρηση, καθημερινές επιληπτικές κρίσεις και πάρεση κάτω άκρων, με συνέπεια να έχει αδυναμία βάδισης, και επιπλέον πάσχει από ψυχωσική συνδρομή. Ως αποτέλεσμα όλων αυτών η ως άνω θυγατέρα της ενάγουσας χρήζει συνεχούς παρακολούθησης και βοήθειας, που της παρέχεται από τη μητέρα της, καθόσον δεν δύναται να αυτοεξυπηρετηθεί.  Μάλιστα, και κατά τον προαναφερθέντα χρόνο που κατέστη αμετάκλητη η ως άνω απόφαση διαζυγίου, δεν αποδείχθηκε ότι η ενάγουσα απασχολούνταν σε οιαδήποτε εργασία. Περαιτέρω, η τελευταία (ενάγουσα) δεν διαθέτει ιδιαίτερες γραμματικές γνώσεις ούτε και κάποιο άλλο πτυχίο ή κάποια επαγγελματική κατάρτιση, ενώ στερείται οποιοσδήποτε προϋπηρεσίας και εξειδίκευσης. Ως εκ τούτου, κατά το χρόνο αμετάκλητης λύσης του γάμου της με τον εναγόμενο, ενόψει της ηλικίας της και σε συνδυασμό με την έλλειψη εμπειρίας και εξειδικευμένων επαγγελματικών γνώσεων, καθώς και της ανάγκης για συνεχή επίβλεψη και βοήθεια της ως άνω θυγατέρας της, δεν μπορούσε ούτε μπορεί να βρει και να αρχίσει κατάλληλη για αυτή εργασία, ήτοι εργασία που ανταποκρίνεται στο μορφωτικό της επίπεδο και στις σωματικές της δυνατότητες, καθόσον, εκτός των άλλων, αντιμετωπίζει και σοβαρά προβλήματα υγείας και συγκεκριμένα πάσχει ήδη από το χρόνο εκδόσεως του διαζυγίου της με τον εναγόμενο από καρδιακές αρρυθμίες, κατάθλιψη, δισκοπάθεια και κάταγμα στη σπονδυλική στήλη (βλ. το προσκομιζόμενο από την ίδια βιβλιάριο ασθένειας της και σχετικές ιατρικές γνωματεύσεις). Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι στην κυριότητα της ενάγουσας ανήκουν: α) κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου (του άλλου 50% ανήκοντος στον εναγόμενο) ένα οικόπεδο

επιφάνειας 161,95 τ.μ., επί της οδού ………… στο Κερατσίνι, με τα δύο επ’ αυτού (οικοπέδου) ισόγεια κτίσματα, συνολικής επιφάνειας 121,27 τ.μ., με υπόγειο 41,52 τ.μ., που αποτέλεσαν, όπως προαναφέρθηκε, την οικογενειακή οικία και στην οποία και ειδικότερα στο ένα από τα εν λόγω κτίσματα, εμβαδού περί τα 60 τ.μ., διαμένει πλέον η ίδια η ενάγουσα με τη θυγατέρα της, …….., και τον υιό της από το γάμο της με το εναγόμενο, …………, ο οποίος εργάζεται, ως πωλητής, αντί μηνιαίων αποδοχών 586,08 ευρώ. και β) μία οικοδομή, συνολικής επιφάνειας 66 τ.μ. περίπου, επί της οδού ……….. στο Κερατσίνι, που είναι διαμορφωμένη σε δύο κατοικίες, εκ των οποίων η μία, εμβαδού 50 τ.μ., εκμισθώνεται από την ίδια (ενάγουσα) έναντι μηνιαίου μισθώματος 200 ευρώ, η δε έτερη, επιφάνειας 16 τ.μ.,  την οποία εκμίσθωνε αυτή έως και το 2011, αντί μηνιαίου μισθώματος 180 ευρώ, παραμένει έκτοτε κενή, δύναται όμως, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, να εκμισθωθεί απ αυτήν,  όπως γινόταν παλαιότερα και ως εκ τούτου να αποκερδαίνει αυτή (ενάγουσα) επιπλέον, λαμβανομένης υπόψη της παλαιότητας της οικοδομής και της θέσης που αυτή βρίσκεται το ποσό των 100 ευρώ τουλάχιστον κατά μήνα.  Τα ως άνω περιουσιακά στοιχεία, πάντως, η ενάγουσα δεν ενδείκνυται να τα εκποιήσει για να αντιμετωπίσει τις ανάγκες διατροφής της, καθώς αποτελούν τα μοναδικά περιουσιακά της στοιχεία, τα οποία είναι αναγκαία για την αντιμετώπιση μίας έκτακτης ανάγκης, ενόψει των ως άνω προβλημάτων υγείας που αντιμετωπίζει τόσο η ίδια όσο και η ενήλικη κόρη της, που διαβιώνει μαζί της. Αποδείχθηκε, επίσης, ότι η ίδια (ενάγουσα) έχει στην ιδιοκτησία της ένα ΙΧΕ αυτοκίνητο TOYOTA CARINA, 1600 CC, με έτος πρώτης κυκλοφορίας το 1994. Άλλα περιουσιακά στοιχεία, εισοδήματα ή πόρους από άλλη πηγή δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει η ενάγουσα, ούτε βαρύνεται κατά το νόμο με τη διατροφή άλλου κατά νόμο προσώπου. Δε  βαρύνεται με δαπάνες στέγασης, καθώς, κατά τα προαναφερόμενα διαμένει στην προαναφερθείσα οικία συγκυριότητάς της με τον εναγόμενο, αλλά μόνο με την αναλογία της στις δαπάνες λειτουργίας της οικίας αυτής (ηλεκτρικού, νερού, θέρμανσης κλπ), που είναι οι συνήθεις, και στις οποίες συνεισφέρουν και τα διαμένοντα με αυτήν ως άνω ενήλικα τέκνα της από τα προαναφερθέντα εισοδήματά τους.Καλύπτεται δε για την ιατροφαρμακευτική της περίθαλψη  από το ΙΚΑ με αυτασφάλιση, ως διαζευγμένη  πλέον σύζυγος (βλ. την με αριθμ.πρωτοκ…../2007 απόφαση του ΙΚΑ Δραπετσώνας),  καταβάλλοντας, για το λόγο αυτό,  το ποσό των 52 ευρώ μηνιαίως. Κατά τα λοιπά οι δαπάνες διαβίωσης της ενάγουσας (διατροφής, ένδυσης, ψυχαγωγίας)  είναι παρόμοιες γυναικών αντίστοιχης ηλικίας με αυτήν, εκτιμώνται δε,  κατά την κρίση του Δικαστηρίου, ότι ανέρχονται στο ποσό των 600 ευρώ μηνιαίως.  Εξάλλου, αποδείχθηκε ότι ο εναγόμενος, γεννηθείς το έτος 1953,  είναι συνταξιούχος του ΙΚΑ, λαμβάνοντας μηνιαίως ως σύνταξη το συνολικό ποσό των 1.100 ευρώ περίπου.  Στην κυριότητά του  ανήκουν: α) κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου (του άλλου 50% ανήκοντος στην ενάγουσα) το προαναφερθέν οικόπεδο επί της οδού ………. στο Κερατσίνι, με τα δύο επ’ αυτού ισόγεια κτίσματα, στο ένα εκ των οποίων, εμβαδού περί τα 60 τ.μ., διαμένει πλέον ο ίδιος, β) ένα ισόγειο κατάστημα στην …, εμβαδού 62,80 τ.μ., με υπόγειο επιφάνειας 82,20 τ.μ., που εκμισθώνονται από τον ίδιο (εναγόμενο) έναντι μηνιαίου μισθώματος 800 ευρώ και όχι 200 ευρώ, ως αβασίμως ισχυρίζεται στις πρωτόδικες προτάσεις του και στην κρινόμενη έφεσή του (βλ. ιδίως  το από 16.7.2013 σημείωμα του εναγόμενου ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς προς αντίκρουση της από 8.5.2013 και με αριθμό καταθέσεως …/2013 αίτησης της ενάγουσας εναντίον του καθώς και τις από 29.1.2014 κατατεθείσες ενώπιον του ίδιου ως άνω Δικαστηρίου  προτάσεις του προς αντίκρουση της ασκηθείσας σε βάρος του από την ενάγουσα και τον ενήλικο υιό του, ………., αγωγή διατροφής, στις οποίες ο ίδιος χαρακτηριστικά  επί λέξει αναφέρει  στις σελίδες 11 αυτών ότι «………….. το κατάστημα στην …..μισθώνω έναντι 800 ευρώ και το ισόγειο και το υπόγειο στον ίδιο επιχειρηματία») και γ) ένα αγροτεμάχιο έκτασης 2.323 τ.μ. στη θέση «…» στα ………, που δεν του αποφέρει κάποιο εισόδημα, ενώ είναι ιδιοκτήτης και ενός Ι.Χ.Ε. επιβατηγού αυτοκινήτου BMW 520, 2.000 cc, με πρώτη άδεια κυκλοφορίας το έτος 1997. Άλλη περιουσία ή εισοδήματα από οποιαδήποτε πηγή, σε βαθμό πλήρους δικανικής πεποίθησης, δεν αποδείχθηκε ότι διαθέτει και, συγκεκριμένα, δεν αποδείχθηκε, όπως αβασίμως ισχυρίζεται η ενάγουσα ότι  αυτός αφ ενός μεν  διατηρεί τραπεζικούς λογαριασμούς με σημαντικές καταθέσεις αφ ετέρου δε ότι έχει αφανή εισοδήματα από την εργασία του στην εταιρία «…………», όπου εργαζόταν έως τη συνταξιοδότησή του ως οδηγός φορτηγών και όπου συνεχίζει, κατ αυτήν, να προσφέρει τις εργασίες του έως και σήμερα, αντί ποσού 1000 ευρώ μηνιαίως. Σε αντίθεση κρίση δεν μπορεί να οδηγηθεί το Δικαστήριο από την κατάθεση της εξετασθείσας πρωτόδικα στο ακροατήριο επιμελεία της ενάγουσας μάρτυρός της, …………., ανηψιάς της, που προς επίρρωση των ισχυρισμών της ενάγουσας περί των ως άνω «κρυφών» εισοδημάτων του εναγόμενου, κατέθεσε αορίστως  ότι ο εναγόμενος εξακολουθεί να δουλεύει στην προηγούμενη εργοδότριά του, «μαύρα», ως χαρακτηριστικά  κατέθεσε χωρίς ωστόσο, να γνωρίζει αφ ενός μεν τα εισοδήματα που εισπράττει από την εργασία του αυτή αλλά και το αντικείμενο της εργασίας του,  κατάθεση που ενόψει  των ανωτέρω σε συνδυασμό και με τον ως άνω βαθμό συγγένειας που συνδέει την εν λόγω μάρτυρα με την ενάγουσα δε κρίνεται αξιόπιστη. Δε βαρύνεται, ως και η ενάγουσα, με δαπάνες στέγασης, καθώς, κατά τα προαναφερόμενα, διαμένει στην προαναφερθείσα πρώην οικογενειακή στέγη των διαδίκων, συγκυριότητάς τους, αλλά μόνο με τις δαπάνες λειτουργίας της οικίας αυτής (φως, νερό, τηλέφωνο κλπ), που είναι οι συνήθεις. Δαπανά, επίσης, το ποσό των 709,97 ευρώ ετησίως για ΕΝΦΙΑ (βλ.δήλωση ενιαίου φόρου ιδιοκτησίας ακινήτων-ΕΝΦΙΑ 2018), πλην, όμως, το εν λόγω ποσό  δεν αφαιρείται από το εισόδημά του αλλά απλώς συνεκτιμάται ως επί πλέον βιοτική του ανάγκη (ΑΠ 1389/2012, δημοσιευμένη στη Νόμος).  Άλλες ιδιαίτερες δαπάνες, πλην των συνήθων για τη διατροφή και τη συντήρησή του, που είναι οι ειθισμένες για άτομα της ηλικίας του, δεν αποδείχθηκε ότι αντιμετωπίζει ο εναγόμενος ούτε και επιβαρύνεται με την υποχρέωση διατροφής τρίτων προσώπων,  πλην της ενάγουσας. Κατόπιν των ανωτέρω, ενόψει της απορίας της ενάγουσας, η οποία δε μπορεί να αντιμετωπίσει πλήρως τις ανάγκες διατροφής της, όπως αυτές προκύπτουν από τις μετά το διαζύγιο συνθήκες ζωής της, την ηλικία της και την κατάσταση της υγείας της και της αδυναμίας της εξαιτίας αυτών προς άσκηση κατάλληλου επαγγέλματος ώστε να εξασφαλίσει απ αυτό τη διατροφή της σε συνδυασμό με την ευπορία του εναγόμενου συγκριτικά με την ως άνω απορία της ενάγουσας, ως οι έννοιες αυτών εκτέθηκαν στην προηγηθείσα υπό στοιχ.Ι νομική σκέψη,  κρίνει το Δικαστήριο  ότι, για λόγους  επιείκειας, οφείλεται σ αυτήν από τον εναγόμενο, ως συμπληρωματική διατροφή της, το ποσό των 300 ευρώ το μήνα, το οποίο ο εναγόμενος μπορεί να καταβάλλει χωρίς να διακινδυνεύσει η δική του διατροφή, δεδομένου ότι το υπολειπόμενο εκ των ως άνω μηνιαίων εισοδημάτων του ποσό, ανερχόμενα συνολικά στο ποσό των 1.900 ευρώ,  επαρκεί για την κάλυψη των αναγκών συντηρήσεώς του  και των λοιπών υποχρεώσεων που τον βαρύνουν κατά τα ανωτέρω. Σημειωτέον ότι α) η ενάγουσα με την από 8.5.2013 αίτησή της που άσκησε σε βάρος του εναγόμενου, με την διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, η οποία επιδόθηκε στον εναγόμενο στις 21.6.2013 (βλ. την με αριθμό …../21.6.2013 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………), επικαλούμενη τις αναφέρομενες και στην ένδικη αγωγή διατροφικές της ανάγκες ζήτησε, για την αυτή αναφερόμενη στην αγωγή της αιτία,  την προσωρινή επιδίκαση μηνιαίας διατροφής σ αυτήν, ποσού  750 ευρώ, χωρίς από το δικόγραφό της να προκύπτει περιορισμός του χρονικού διαστήματος για το οποίο ζητούσε την προσωρινή επιδίκαση της αιτούμενης μελλοντικής περιοδικής διατροφικής παροχής. Ως εκ τούτου και σύμφωνα με τα αναφερόμενα στην υπό στοιχ.ΙΙ νομική σκέψη της παρούσας, με την επίδοση της εν λόγω αιτήσεως υπήρξε ορισμένη και σαφής όχληση του εναγόμενου γα το σύνολο των μελλοντικών διατροφικών αξιώσεών της, με συνέπεια, έκτοτε αυτός να καταστεί υπερήμερος ως προς αυτές β) με την με αριθμό 3893/2014 απόφαση  του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατόπιν άσκησης σε βάρος του, μεταξύ άλλων, από την ενάγουσα της από 29.6.2012 αγωγής της, για την ίδια αιτία,  υποχρεώθηκε αυτός στην καταβολή διατροφής της για χρονικό διάστημα δύο ετών από επίδοση της  εν λόγω αγωγής, διετία που συμπληρώθηκε στις 29.6.2014. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο που έκρινε ότι η ενάγουσα δικαιούται από τον εναγόμενο ως μηνιαία διατροφή της το ποσό των 350 ευρώ το μήνα έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδεικτικών στοιχείων, ως βασίμως διατείνεται ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο της έφεσής του και ως τούτου πρέπει να γίνει δεκτή η έφεση ως ουσιαστικά βάσιμη και να εξαφανισθεί η εκκαλούμενη απόφαση,  αναγκαίως δε και κατά τη διάταξή της περί δικαστικής δαπάνης,   για τον καθορισμό της οποίας (δαπάνης) από την εκκαλουμένη παραπονείται ο εκκαλών με το σχετικό δεύτερο και τελευταίο λόγο της έφεσής του, που καθίσταται πλέον,  ενόψει των προαναφερομένων αλυσιτελής. Και τούτο διότι από τον συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 535 παρ. 1, 176, 178, 183, 189 παρ. 1 περ. γ` και 191 ΚΠολΔ, σαφώς συνάγεται ότι το Εφετείο, που εξαφανίζει είτε εν όλω είτε εν μέρει την πρωτόδικη απόφαση και αποφασίζει οριστικώς επί της υποθέσεως, εξαφανίζει και την περί δικαστικών εξόδων διάταξη της τελευταίας και προσδιορίζει τα δικαστικά έξοδα για αμφοτέρους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, εφόσον, όπως εν προκειμένω, προβάλλεται σχετικό αίτημα του διαδίκου (ΑΠ 278/2019, ΑΠ 192/1998, δημοσιευμένες στη Νόμος).  Στη συνέχεια πρέπει να κρατηθεί η υπόθεση στο παρόν δικαστήριο και να δικαστεί η αγωγή, η οποία πρέπει να γίνει δεκτή κατά ένα μέρος ως ουσιαστικά βάσιμη και, ενόψει του προαναφερόμενου αγωγικού αιτήματος α)  να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του εναγομένου να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, ως μηνιαία τακτική διατροφή της, το ποσό των 300 ευρώ, την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός και για το χρονικό διάστημα από 30-6-2014 έως 29-8-2016, που αντιστοιχεί στην περίοδο από τη λήξη της με την υπ’ αριθ. 3893/2014 απόφαση του ως άνω Δικαστηρίου  ορισθείσας υποχρέωσης του εναγομένου περί καταβολής διατροφής στην ενάγουσα μέχρι την επίδοση της υπό κρίση αγωγής, που έλαβε χώρα στις 30.8.2016, καθώς είχε ήδη προηγηθεί, κατά τα προαναφερόμενα σχετική προς τούτο όχλησή του με την  επίδοση της ως άνω αίτησης της ενάγουσας περί λήψεως ασφαλιστικών μέτρων εναντίον του για την καταβολή διατροφής σ’ αυτήν για την ίδια αιτία  και ως εκ τούτου κατέστη αυτός έκτοτε υπερήμερος ως προς αυτή, και β) να υποχρεωθεί ο ίδιος (εναγόμενος), να προκαταβάλλει στην ενάγουσα, την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός, ως διατροφή της κατά μήνα, το ως άνω ποσό των 300 ευρώ, για χρονικό διάστημα έξι ετών από την επομένη της επίδοσης της αγωγής, με το νόμιμο τόκο, για αμφότερες τις ως άνω υπό στοιχεία α’ και β’ περιπτώσεις, από την καθυστέρηση πληρωμής κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την εξόφληση. Μέρος, τέλος, των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας-εφεσίβλητης και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας,  πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εναγομένου-εκκαλούντος, λόγω της εκατέρωθεν εν μέρει νίκης και ήττας  (άρθρα 178 παρ.1 και 183 ΚΠολΔ), αφαιρουμένου από τα έξοδα αυτά του ποσού εκείνου  το οποίο ο εναγόμενος έχει ήδη προκαταβάλει, κατ άρθρο 173 παρ.4 ΚΠολΔ, κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ αντιμωλία των διαδίκων.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και  κατ` ουσίαν την έφεση.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλούμενη με αριθμό 4084/2018 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ και ΔΙΚΑΖΕΙ την από 29.8.2016 και με αριθμό κατάθεσης ΓΑΚ/ΕΑΚ/………../2016 αγωγή .

ΔΕΧΕΤΑΙ εν μέρει την αγωγή.

ΑΝΑΓΝΩΡΙΖΕΙ  την υποχρέωση του εναγομένου να προκαταβάλλει την πρώτη ημέρα κάθε μήνα  στην ενάγουσα, ως μηνιαία διατροφή της, το ποσό των τριακοσίων  (300) ευρώ, για το χρονικό διάστημα από 30-6- 2014 έως 29-8-2016, με το νόμιμο τόκο από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την εξόφληση.

ΥΠΟΧΡΕΩΝΕΙ τον εναγόμενο να προκαταβάλλει την πρώτη ημέρα εκάστου μηνός στην ενάγουσα, ως μηναία διατροφή της, το ποσό των τριακοσίων (300) ευρώ, για χρονικό διάστημα έξι (6) ετών από την επομένη επίδοσης της αγωγής, νομιμοτόκως από την καθυστέρηση καταβολής κάθε μηνιαίας δόσης και μέχρι την εξόφληση.

ΚΑΤΑΔΙΚΑΖΕΙ τον εναγόμενο σε μέρος των δικαστικών εξόδων της ενάγουσας και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει στο ποσό των χιλίων πεντακοσίων (1.500) ευρώ, από το οποίο θα αφαιρεθεί το ποσό που έχει ήδη προκαταβάλει ο εναγόμενος για την αιτία αυτή, ποσού διακοσίων πενήντα (250) ευρώ.

ΚΡΙΘΗΚΕ,  αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά, στις  20-2- 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

  Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ