Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 170/2020

Αριθμός    170/2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Συγκροτήθηκε από τη Δικαστή, Ελένη Τοπούζη, Εφέτη,   η οποία ορίσθηκε από τον Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διευθύνσεως του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα,  Τ.Λ.

ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

  Κατά το άρθρο 517 ΚΠολΔ, η έφεση απευθύνεται κατά εκείνων που ήταν διάδικοι στην πρωτόδικη δίκη ή των καθολικών διαδόχων ή των κληροδόχων τους. Ως διάδικοι, στην προκειμένη περίπτωση, νοούνται εκείνοι, οι οποίοι ήταν στη δίκη αυτή αντίδικοι του εκκαλούντος και ωφελήθηκαν από την πρωτόδικη απόφαση . Τα παθητικά, δηλαδή, νομιμοποιούμενα πρόσωπα των διαδίκων προκύπτουν συνήθως από την προσβαλλόμενη απόφαση ως αντίδικοι του εκκαλούντος. Αν πρόκειται για απλή ομοδικία, η έφεση ενός από τους ομοδίκους απαραδέκτως στρέφεται εναντίον των ομοδίκων του, εκτός αν  η απόφαση περιέχει διάταξη επιβλαβή για τον εκκαλούντα και ωφέλιμη για τους ομοδίκους του και με την έφεση διώκεται και η διόρθωση της απόφασης αυτής και κατά τη διάταξη αυτή.  Τα ανωτέρω εξετάζονται αυτεπάγ­γελτα από το Δικαστήριο ως αναγόμενα στη συνδρομή της διαδικαστικής προϋ­πόθεσης της νομιμοποίησης των διαδί­κων (άρθ. 32, 73 ΚΠολΔ),  η έλλειψη δε της οποίας έχει ως συνέπεια την απόρριψη του ένδικου μέσου ως απαράδεκτου (ΑΠ 559/2009, ΕφΠατρ 109/2011, ΕφΔωδ 245/2006, δημοσιευμένες στη Νόμος, Β.Βαθρακοκοίλη, Η έφεση, έκδ.2015, σελ.184-185).

Στην προκειμένη περίπτωση, με την από 10.9.2013 και με αριθμό καταθέσεως ……/10.10.2013 αγωγή του, όπως τα αιτήματα αυτής παραδεκτά περιορίσθηκαν σε αναγνωριστικά, ο ενάγων και ήδη πρώτος εφεσίβλητος εξέθετε ότι δυνάμει του υπ’αριθμ. …/1982 συμβολαίου αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου Αθηνών ………., νόμιμα μεταγραφέντος, αγόρασε με τον πρώτο εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα-αδελφό του  το αναφερόμενο στην αγωγή ακίνητο κατά ποσοστό συγκυριότητας 50% ο καθένας. Ότι το ακίνητο αυτό αποτελείται από ένα οικόπεδο επιφάνειας 160 τ.μ με ένα παλαιό επ’αυτού ισόγειο κτίσμα επιφάνειας 60 τ.μ. Ότι το κτίσμα είχε διαχωριστεί και ένα τμήμα του επιφάνειας 24 τ.μ είχε παραχωρηθεί από το έτος 1982 από αμφότερους τους συγκυρίους στον δεύτερο εναγόμενο-δεύτερο εφεσίβλητο  αδελφό τους, προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως επαγγελματική στέγη (ιατρείο) άνευ ανταλλάγματος. Ότι το υπόλοιπο τμήμα εκτάσεως 36τ.μ διαμορφώθηκε από τον ίδιο ως επαγγελματική στέγη όπου στέγασε το αρχιτεκτονικό του γραφείο, το οποίο εξόπλισε με όλα τα απαραίτητα όργανα. Ότι το έτος 1986, ίδρυσαν με τον πρώτο εναγομένο, επίσης αρχιτέκτονα, τεχνική εταιρία με την επωνυμία «…………….» και συνεργάστηκαν επαγγελματικά στο ως άνω γραφείο μέχρι το έτος 2002, οπότε λόγω διαφωνιών μεταξύ τους ως προς τα οικονομικά της εταιρίας δημιουργήθηκαν έριδες, οι οποίες είχαν  ως αποτέλεσμα να αποχωρήσει ο ενάγων από την ως άνω κοινή επαγγελματική στέγη εξαιτίας της παράνομης συμπεριφοράς του πρώτου εναγόμενου, όπως αυτή αναλύεται στην αγωγή. Ότι μετά την αποχώρησή του από το ως άνω ακίνητο που του ανήκε κατά ποσοστό εξ αδιαιρέτου, προκειμένου να στεγάσει το αρχιτεκτονικό του γραφείο, μίσθωσε επαγγελματικό χώρο επί της ………..στη Νίκαια με μηνιαίο μίσθωμα κατά το χρόνο κατάθεσης της αγωγής 750 ευρώ. Ότι ο πρώτος εναγόμενος μετά την αποχώρηση του ενάγοντος κάνει αποκλειστική χρήση του χώρου αυτού καρπούμενος έτσι αποκλειστικά τους καρπούς αυτούς. Ότι στην ως άνω κοινή ιδιοκτησία τους υπάρχει χώρος στάθμευσης εκτάσεως 30 τ.μ του οποίου κάνει αποκλειστική χρήση ο πρώτος εναγόμενος μετά την εκδίωξη του ενάγοντος. Ότι συνεπεία της αποκλειστικής χρήσεως του κοινού ακινήτου από τον πρώτο εναγόμενο αυτός δικαιούται αποζημίωση χρήσεως, η οποία προσδιορίζεται από το τεκμαιρόμενο εύλογο μίσθωμα της περιοχής του ακινήτου. Ότι το σύνολο της αποζημιώσεως που δικαιούται για την ως άνω αιτία για το χρονικό διάστημα από 10-09-2008 μέχρι 10-09-2013 ανέρχεται στο ποσό των 19.894,4 ευρώ όπως αυτό αναλύεται λεπτομερώς στην αγωγή. Περαιτέρω εξέθετε ότι ο πρώτος εναγόμενος θα εξακολουθούσε κατά τη συνήθη πορεία των πραγμάτων να κάνει χρήση του ως άνω κοινού ακινήτου και για το χρονικό διάστημα μέχρι την τελεσιδικία της απόφασης (10-09-2015) επί της ένδικης αγωγής και ότι για το λόγο αυτό του οφείλει το ποσό των 9.413,68 ευρώ ως αποζημίωση, όπως αυτό λεπτομερώς αναλύεται στην αγωγή. Περαιτέρω εξέθετε ο ενάγων, ότι μετά την εκδίωξή του από το ως άνω κοινό ακίνητο από τον πρώτο εναγόμενο, στερήθηκε την χρήση αφενός μεν των κινητών πραγμάτων που ήταν της αποκλειστικής του κυριότητας αφετέρου δε άλλων κινητών πραγμάτων που είχαν αγορασθεί από κοινού με τον πρώτο εναγόμενο για τις επαγγελματικές του ανάγκες. Ειδικότερα τα κινητά πράγματα που ήταν αποκλειστικής του κυριότητας ήταν τα εξής: « 1.Πρωτότυπο δίπλωμα αρχιτεκτονικής σχολής. 2. Πρωτότυπη άδεια ασκήσεως επαγγέλματος ΤΕΕ. 3.Βιβλιάρια ασθένειας ΤΣΜΕΔΕ. 4. Βιβλία αρχιτεκτονικής, διακοσμητικά αντικείμενα, προσωπικά του έγγραφα, προσωπικά διακοσμητικά, μεταξύ των οποίων και κάτοψη σε πάπυρο της πόλεως της Φλωρεντίας. 5. Ένα σχεδιαστήριο. 6. Ένα φωτοτυπικό ξηρογραφικό μηχάνημα». Τα πράγματα που είχαν αγορασθεί από κοινού ήταν: «1. Ένας ηλεκτρονικός υπολογιστής εξοπλισμένος με ιδιαιτέρας μεγάλης αξίας αρχιτεκτονικό πρόγραμμα, 2. Ένα μηχάνημα εκτύπωσης ηλεκτρονικών σχεδίων PLOTTER», των οποίων ζητούσε να αναγνωρισθεί η υποχρέωση του πρώτου εναγόμενου να του αποδώσει αυτά αυτούσια, άλλως να του καταβάλει την αξία αυτών. Περαιτέρω ο ενάγων εξέθετε στην αγωγή όσον αφορά τον δεύτερο των εναγομένων-δεύτερο εφεσίβλητο  επίσης αδελφό του τα εξής: Ότι τμήμα του επίδικου ακινήτου εκτάσεως 24 τ.μ είχε παραχωρηθεί από αμφοτέρους δηλ. τον ίδιο και τον πρώτο εναγόμενο στον δεύτερο εναγόμενο, με προφορική συμφωνία προκειμένου να το χρησιμοποιήσει ως επαγγελματική στέγη (ιατρείο) από το έτος 1982, άνευ ανταλλάγματος. Ότι το έτος 2013 ο δεύτερος εναγόμενος άσκησε αγωγή αναγνωριστική της κυριότητας εναντίον αυτού και του πρώτου εναγόμενου εκδηλώνοντας με τον τρόπο αυτό τη βούλησή του να οικειοποιηθεί το ακίνητο που του είχε παραχωρηθεί από αυτόν και τον πρώτο εναγόμενο. Ότι εξαιτίας της συμπεριφοράς αυτής του δευτέρου εναγομένου απώλεσε τα μισθώματα που θα εισέπραττε μετά βεβαιότητας το χρονικό διάστημα από 10-08-2008 μέχρι 30-09-2013, ανερχόμενα στο ποσό των 11.603,64 ευρώ, το οποίο ζητούσε να αναγνωρισθεί ότι του οφείλει ο δεύτερος εναγόμενος. Επίσης ζητούσε από την ίδια αιτία να αναγνωρισθεί ότι ο δεύτερος εναγόμενος του οφείλει το ποσό  των 5.494,2 ευρώ, το οποίο αντιστοιχεί σε αποζημίωση για το μετά άσκηση της αγωγής χρόνο και μέχρι την πιθανή τελεσιδικία της ενδίκου αγωγής. Τέλος ζητούσε να  καταδικασθούν οι εναγόμενοι στη δικαστική του δαπάνη. Επί της αγωγής αυτής, συζητήσεως γενομένης αντιμωλία των διαδίκων,  κατά την τακτική διαδικασία, εκδόθηκε η με αριθμό 3695/2017 οριστική απόφαση του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου,  η οποία απέρριψε την αγωγή, καθ ο μέρος στρεφόταν κατά του δεύτερου εναγόμενου-δεύτερου των εφεσιβλήτων ως μη νόμιμη, για τους λόγους που ειδικότερα εκτίθενται σ αυτή. Ως προς τον πρώτο των εναγόμενων-εκκαλούντα, έκρινε αυτήν καθ όλα ορισμένη και νόμιμη, πλην των επί μέρους αιτημάτων της περί αποζημίωσης χρήσεως για τον μετά την άσκηση της αγωγής χρόνο  καθώς και απόδοσης απ αυτόν  των ως άνω κινητών πραγμάτων, έκρινε δε αυτήν εν μέρει βάσιμη και στην ουσία της, αναγνωρίζοντας την υποχρέωση του πρώτου εναγόμενου να καταβάλει στον ενάγοντα, ως αποζημίωση για τη χρήση μόνο του ως άνω χώρου των 36 τμ (καθώς για τη χρήση του προαύλιου χώρου απέρριψε την ένδικη αγωγή ως ουσία αβάσιμη) το ποσό των 8.497,5 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επίδοση της αγωγής, τον υποχρέωσε δε τέλος σε μέρος της δικαστικής του δαπάνης, που όρισε στο ποσό των 250 ευρώ. Κατά της απόφασης αυτής, που έκανε εν μέρει δεκτή την σε βάρος του αγωγή του ενάγοντος και ήδη πρώτου των εφεσιβλήτων, κατά τα προαναφερόμενα,  παραπονείται ο εν μέρει ηττηθείς πρώτος εναγόμενος και ήδη εκκαλών με την ένδικη έφεσή του και τους αναφερόμενους σ αυτή λόγους, που συνίστανται σε λανθασμένη εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο και ζητά, κατ ορθή εκτίμηση του δικογράφου, την εξαφάνισή της ώστε να απορριφθεί η σε βάρος του αγωγή, άλλως να υποχρεωθεί αυτός στην καταβολή μικρότερου του πρωτοδίκως επιδικασθέντος σε βάρος του ως άνω ποσού. Η εν λόγω έφεση, ενόψει των προαναφερομένων στην προηγηθείσα νομική σκέψη της παρούσας είναι απαράδεκτη και ως εκ τούτου απορριπτέα, καθ ο μέρος στρέφεται κατά του δεύτερου των εφεσιβλήτων, ……….., αφού αυτός ήταν συνεναγόμενός του  στην πρωτόδικη δίκη-απλός ομόδικος και δεν  περιέχει λόγο σ αυτήν (έφεση) με τον οποίο να αποδίδει πλημμέλεια στην εκκαλούμενη σχετική με την απόρριψη της αγωγής ως προς αυτόν. Κατά τα λοιπά η  ένδικη έφεση έχει ασκηθεί σύμφωνα με τις νόμιμες διατυπώσεις και είναι εμπρόθεσμη, γεγονός το οποίο δεν αμφισβητείται από τους διαδίκους, ούτε από τα έγγραφα της δικογραφίας προκύπτει το αντίθετο, αρμοδίως δε φέρεται προς συζήτηση ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου (άρθρα 19, 495,  511, 513 παρ. 1, 518 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού δε για το παραδεκτό της συζήτησής της  έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το νόμιμο παράβολο ποσού εκατό (100)  ευρώ, όπως προβλέπεται από το άρθρο 495 του ΚΠολΔ πρέπει αυτή να γίνει τυπικά δεκτή, ως προς τον  πρώτο των εφεσιβλήτων,  και να ερευνηθεί περαιτέρω κατά την ίδια διαδικασία ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της (άρθρο 533 παρ.1 ΚΠολΔ)      Από το συνδυασμό των διατάξεων των άρθρων 785, 786, 787, 792§2, 961, 962 και 1113 ΑΚ προκύπτει ότι, σε περίπτωση αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν από τους κοινωνούς, δικαιούνται οι υπόλοιποι, και αν δεν πρόβαλαν αξίωση σύγχρησης, να απαιτήσουν απ` αυτόν, που έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού, ανάλογη προς το ποσοστό του δικαιώματός τους μερίδα από το όφελος (καρπούς και γενικότερα ωφελήματα) που αυτός αποκόμισε ή εξοικονόμησε και το οποίο συνίσταται στην αξία της επιπλέον της ιδανικής του μερίδας χρήσης του κοινού (ΑΠ 1121/2017, ΑΠ 2191/2007, δημοσιευμένες στη Νόμος). Η σχετική αξίωση γεννιέται από μόνο το γεγονός της αποκλειστικής χρήσης του κοινού πράγματος από έναν εκ των κοινωνών, δεν αποκλείεται όμως να ανακύπτει παράλληλα και ευθύνη του ως κακόπιστου νομέα κατά το άρθρο 1098 ΑΚ ή και αδικοπρακτική ευθύνη του κατά τα άρθρα 914 ή και 1099 ΑΚ, αν παράνομα και υπαίτια εμπόδισε τη σύγχρηση του κοινού πράγματος από τους λοιπούς κοινωνούς (ΑΠ 362/2010, δημοσιευμένη στη Νόμος) ή πολύ περισσότερο αν τους απέβαλε από τη συννομή του κοινού (ΑΠ 1121/2017, όπ.α, ΑΠ 767/2014, δημοσιευμένη στη Νόμος). Ειδικότερα, προκειμένου περί αστικού ακινήτου, το όφελος αυτό συνίσταται στην κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσεως μισθωτική αξία της μερίδας των εκτός χρήσεως κοινωνών, η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα, ως αποζημίωση, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, ωφέλεια (ΑΠ 802/2017, ΑΠ 187/2015, δημοσιευμένες στη Νόμος). Κατά τα λοιπά ο τρόπος που ο κοινωνός χρησιμοποίησε αποκλειστικά για λογαριασμό του το κοινό πράγμα είναι κατ` αρχήν αδιάφορος και μπορεί αυτός να το έχει εκμισθώσει ή να το έχει χρησιδανείσει σε άλλον ή να το έχει ιδιοχρησιμοποιήσει με οποιοδήποτε τρόπο, δηλαδή έστω και διατηρώντας αυτό αδρανές ή προκειμένου για ακίνητο διατηρώντας το κλειστό και ανεκμετάλλευτο, εφόσον με τον τρόπο αυτό αποκλείει στην πράξη τη σύγχρηση των λοιπών κοινωνών και ο ίδιος έχει οποτεδήποτε την ευχέρεια να το εκμεταλλευτεί κατά την κρίση και το συμφέρον του (ΑΠ 767/2014, όπ.α). Συνεπώς, στη σχετική αγωγή αποζημιώσεως, καθώς και στην απόφαση του δικαστηρίου της ουσίας που θα εκδοθεί, αρκεί, για την πληρότητα και το ορισμένο αυτής, να αναφέρεται το κοινό ακίνητο, η επ` αυτού μερίδα του ενάγοντος, ότι ο εναγόμενος έκανε κατά τον επίδικο χρόνο αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου και επίσης, το κατά τον επίδικο χρόνο όφελος του εναγομένου κοινωνού από την αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου, συνιστάμενο στην αξία αυτής, η οποία προκειμένου περί αστικού ακινήτου ταυτίζεται με την μισθωτική αξία του μεριδίου του εκτός χρήσεως κοινωνού, της οποίας, συνεπώς αρκεί η αναφορά (ΑΠ 187/2015, ΑΠ 362/2010, όπ.α, ΑΠ 1761/2008, δημοσιευμένη στη Νόμος). Άλλο στοιχείο δεν απαιτείται να αναφέρεται στην αγωγή και ειδικότερα άλλη έννομη σχέση, βάσει της οποίας ο εναγόμενος συγκοινωνός κάνει χρήση του κοινού πράγματος και κατά τη μερίδα του ενάγοντος, αλλά εναπόκειται στον εναγόμενο η προβολή ισχυρισμού (ενστάσεως), ότι κατέχει το κοινό πράγμα κατά το πέραν της μερίδας του ποσοστό βάσει ορισμένης έννομης σχέσης και ότι, συνακόλουθα, δεν υποχρεούται στην καταβολή της αξιούμενης με την αγωγή αποζημιώσεως (ΑΠ 852/2019, δημοσιευμένη στη Νόμος, ΑΠ 187/2015, όπ.α).     Στην προκειμένη περίπτωση από τις καταθέσεις των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάσθηκαν νομότυπα στο ακροατήριο του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, οι οποίες (καταθέσεις) εκτιμώνται καθεμία χωριστά και σε συνδυασμό μεταξύ τους κατά το λόγο γνώσης και το βαθμό αξιοπιστίας κάθε μάρτυρα, από όλα τα επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, μεταξύ των οποίων περιλαμβάνονται και φωτογραφίες (άρθρα 444 αρ. 3, 448 παρ. 2 και 457 ΚΠολΔ), η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητείται από τον αντίδικο εκείνου που τις προσκομίζει, τα οποία (έγγραφα) λαμβάνονται υπόψη όλα ανεξαιρέτως, είτε προς άμεση, είτε προς έμμεση απόδειξη (άρθρο 395 ΚΠολΔ),  και δη για την συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, χωρίς όμως η ρητή αναφορά ορισμένων εκ των ανωτέρω εγγράφων να προσδίδει σ` αυτά αυξημένη αποδεικτική δύναμη σε σχέση με τα λοιπά επικαλούμενα και προσκομιζόμενα από τους διαδίκους έγγραφα, για τα οποία δεν γίνεται ειδική για το καθένα μνεία, που είναι όμως ισοδύναμα και όλα ανεξαιρέτως συνεκτιμώνται για την ουσιαστική διάγνωση της ένδικης διαφοράς (ΑΠ 1628/2003 ΕλλΔνη 2004.723), μεταξύ δε των τελευταίων  (τεκμηρίων) , περιλαμβάνονται και οι επικαλούμενες και προσκομιζόμενες από τον εναγόμενο και ήδη εκκαλούντα ενώπιον αυτού του Δικαστηρίου υπ’ αριθ. …/15.2.2019, …/15.2.2019 και …./4.3.2019 ένορκες βεβαιώσεις, συνταχθείσες νομότυπα,  ενώπιον του Ειρηνοδικείου Πειραιά οι δύο πρώτες εξ αυτών και ενώπιον του Ειρηνοδικείου Αμαρουσίου η τρίτη απ αυτές των αναφερόμενων σ’ αυτές μαρτύρων του, που δόθηκαν στο πλαίσιο προηγούμενης  μεταξύ των διαδίκων δίκης και δη επ αφορμή της ασκηθείσας από τον πρώτο εφεσίβλητο-ενάγοντα σε βάρος του εναγόμενου-εκκαλούντος από 30-1-2019 και με αριθμό καταθέσεως ΓΑΚ/ΕΑΚ/…………./2018 έτερης αγωγής  και όχι για να χρησιμοποιηθούν στην παρούσα δίκη, αποδείχθηκαν τα εξής πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει του με αριθμό …/1982 συμβολαίου αγοραπωλησίας του Συμβολαιογράφου ……….. νόμιμα μεταγραφέντος στα βιβλία μεταγραφών του Υποθηκοφυλακείου Νίκαιας, κατέστησαν συγκύριοι ο πρώτος εφεσίβλητος-ενάγων και ο εκκαλών-εναγόμενος  κατά ποσοστό 50% εξ αδιαιρέτου ο καθένας,  ενός οικοπέδου εκτάσεως 160 τ.μ που βρίσκεται επί της Λεωφόρου …….. στη …. Αττικής. Επί του οικοπέδου αυτού υπάρχει ένα παλαιό ισόγειο κτίσμα επιφάνειας 60 τ.μ. Το κτίσμα διαχωρίστηκε ατύπως από τους διαδίκους σε  δύο τμήματα. Το ένα τμήμα έχει επιφάνεια 24 τ.μ και το άλλο τμήμα 36τ.μ. Το δεύτερο τμήμα των 36 τ.μ ο ενάγων το διαμόρφωσε σε επαγγελματική στέγη και εγκατέστησε εκεί το αρχιτεκτονικό του γραφείο, ενώ το έτερο τμήμα των 24 τμ οι διάδικοι, δυνάμει συμβάσεως χρησιδανείου το παραχώρησαν στον έτερο αδελφό τους, δεύτερο εφεσίβλητο, ……….., το οποίο αυτός λειτουργούσε ως ιατρείο έως και τον Ιούλιο του 2014. . Το έτος 1986 ο ενάγων μαζί με τον έτερο  συγκύριο- εναγόμενο συνέστησαν την τεχνική εταιρεία με την επωνυμία «…………» και συνεργάσθηκαν μέχρι το έτος 2002, οπότε, λόγω οικονομικών διαφωνιών, ως προς τη διαχείριση της εταιρίας, που προέκυψαν ανάμεσά τους και μετά από έναν έντονο μεταξύ τους καβγά, ο ενάγων αναγκάστηκε να αποχωρήσει  από την ως άνω κοινή επαγγελματική τους στέγη, που έκτοτε χρησιμοποιεί αποκλειστικά ο εναγόμενος-εκκαλών, και να προβεί  στην εκμίσθωση έτερου ακινήτου για να συνεχίσει την επαγγελματική του δραστηριότητα. Επομένως, εφόσον ο εναγόμενος-εκκαλών έκανε αποκλειστική χρήση του κοινού ακινήτου τουλάχιστον έως και τον ένδικο στην αγωγή χρόνο, ήτοι έως και τις 10.9.2013, γεγονός, εξάλλου, που δεν αρνείται ο ίδιος, ο ενάγων έχει ανάλογη, προς το ποσοστό του δικαιώματός του, μερίδα από το όφελος, που ο εναγόμενος αποκόμισε και αντίστοιχα εξοικονόμησε, με την αποφυγή ισόποσης δαπάνης για την εκμίσθωση της ανάλογης μερίδας του ενάγοντος, για το επίδικο χρονικό διάστημα, ήτοι από τις 10.9.2008 έως και τις 10.9.2013. Οι ισχυρισμοί του εναγόμενου-εκκαλούντος τόσο πρωτόδικα όσο και στους σχετικούς λόγους της έφεσής του (1ο και 2ο) ότι αυτός ουδέποτε εκδίωξε τον ενάγοντα από το επίκοινο ακίνητο των 36 τμ και ότι αυτός (ενάγων) θα μπορούσε ευχερώς να κάνει χρήση του έτερου ακινήτου των 24 τμ, εγκαθιστώντας εκεί την επαγγελματική του στέγη  και ως εκ τούτου δεν οφείλει την αιτούμενη αποζημίωση χρήσης είναι, ενόψει των προαναφερομένων στην οικεία νομική σκέψη, αλυσιτελείς και ως εκ τούτου απορριπτέοι. Και αυτό διότι, κατά τα προαναφερόμενα, στην προηγηθείσα νομική σκέψη, ο ενάγων-συγκύριος του επιδίκου ακινήτου,  ακόμα και αν δεν προέβαλε αξίωση σύγχρησης έχει ανάλογη του δικαιώματός του μερίδα από το ανωτέρω όφελος του εναγομένου, το οποίο δεν αναιρείται από το γεγονός  ότι ο ενάγων  δεν έκανε χρήση του έτερου ακινήτου των 24 τμ, αν και μπορούσε κατά τον εναγόμενο  ή ότι, κατά τον τελευταίο, απεχώρησε οικειοθελώς από το ένδικο ακίνητο και δεν παρεμποδίστηκε στην χρήση του από  αυτόν,  αλλά αρκεί, κατά τα προαναφερόμενα,  η  αποδεδειγμένη προαναφερθείσα αποκλειστική χρήση του από τον εναγόμενο-εκκαλούντα. Ο ως άνω  ισχυρισμός του, εξάλλου, ήτοι ότι αυτός, ως συγκύριος του 50% του ενδίκου ακινήτου, δικαιούνταν, κατ άρθρο 787 ΑΚ, να κάνει αποκλειστική χρήση της ως άνω επαγγελματικής στέγης των 36 τμ, που αντιστοιχεί κατ αυτόν στο ως άνω εξ αδιαιρέτου ποσοστό του, δοθέντος ότι δεν στερούσε από τον ενάγοντα να κάνει χρήση του ετέρου ακινήτου των 24 τμ, δεν μπορεί να εκληφθεί ότι συνιστά την εκ του άρθρου 361 ΑΚ ένσταση ύπαρξης άλλης έννομης σχέσης, βάσει της οποίας αυτός ως συγκοινωνός έκανε αποκλειστική χρήση του ως άνω ακινήτου και κατά τη μερίδα του έτερου συγκοινωνού ( ενάγοντος)  και συνεπώς δεν υποχρεούται στην αιτούμενη καταβολή αποζημίωσης, αφού δεν επικαλείται ο εναγόμενος-εκκαλών ότι μεταξύ αυτού και του αντιδίκου του-ενάγοντος  υπήρξε συμφωνία, με την οποία είχε καθορισθεί τέτοιος τρόπος χρήσης του κοινού (ΑΠ 852/2019, όπ.α, ΑΠ 1980/2000 ΕλλΔνη 42.670, ΕφΘεσ 176/2008, δημοσιευμένη στη Νόμος), που,  σημειωτέον, ουδόλως αποδείχθηκε. Το όφελος δε που ο εναγόμενος απεκόμισε και δικαιούται ο ενάγων συνίσταται στην,  κατά το χρόνο της αποκλειστικής χρήσης, μισθωτική αξία της μερίδας του,  η οποία δεν αποτελεί μίσθωμα, αφού δεν υπάρχει μισθωτική σχέση, αλλά αποδοτέα ως αποζημίωση  ωφέλεια και εξοικονόμηση δαπάνης μίσθωσης της μερίδας του ενάγοντος. Περαιτέρω, από το σύνολο του εισφερόμενου στο Δικαστήριο ως άνω αποδεικτικού υλικού, αποδείχθηκε ότι η μισθωτική αξία της επίδικης επαγγελματικής στέγης κατά το αναφερόμενο στην αγωγή χρονικό διάστημα, ήτοι από 10-9-2008 έως και 10-9-2013, με βάση τις μισθωτικές συνθήκες, που κρατούσαν κατά τον ως άνω χρόνο της χρήσεως, μεταξύ των οποίων και η από το έτος 2011 αρξάμενη  ημεδαπή οικονομική κρίση, που επηρέασε καίρια το ύψος των μισθωμάτων, λαμβάνοντας προσέτι υπόψη την περιοχή όπου βρίσκεται αυτό (γωνιακό, επί της …………, που είναι  εμπορικός δρόμος), του εμβαδού του (36 τμ) αλλά και της παλαιότητάς του (πρόκειται για παλαιό ισόγειο κτίσμα) ανήλθε  για το έτος 2008 στο ποσό των 250 ευρώ μηνιαίως, για το έτος 2009 στο ποσό των 280 ευρώ μηνιαίως, για το έτος 2010 στο ποσό των 300 ευρώ μηνιαίως. Από το έτος όμως 2011 και μετέπειτα λόγω της σοβαρής οικονομικής κρίσης στην οποία περιήλθε η χώρα μας , η μισθωτική αξία του ακινήτου όχι μόνο δεν είχε αύξηση, αλλά αντιθέτως εμφάνισε κατ’αρχήν στασιμότητα και στη συνέχεια μείωση. Έτσι η μισθωτική αξία του επικοίνου ακινήτου για το έτος 2011 ανερχόταν  σε 300 ευρώ μηνιαίως, για το έτος 2012 σε 280 ευρώ μηνιαίως και για το έτος 2013 στο ποσό των 260 ευρώ μηνιαίως. Τα υποστηριζόμενα από τον εναγόμενο-εκκαλούντα, τόσο πρωτοδίκως, όσο και με την ένδικη έφεσή του (3ο λόγος αυτής) περί μηδενικής μισθωτικής αξίας του επιδίκου ακινήτου,  λόγω της παλαιότητάς του αλλά και του γεγονότος ότι  αυτό από τις 2.11.2009 στερείται ηλεκτρικού ρεύματος ουδόλως αποδείχθηκαν από το σύνολο του αποδεικτικού υλικού, δοθέντος ότι στο εν λόγω ακίνητο αφ ενός, ως προέκυψε,  ο εναγόμενος-εκκαλών  εξακολουθεί να ασκεί την επαγγελματική του δραστηριότητα αφ ετέρου δε έχει μόνιμη και κανονική σύνδεση με τη ΔΕΗ και σταθερή παροχή ρεύματος ( βλ. το με αριθμ……../13.12.2013 έγγραφο της ΔΕΔΔΗΕ).  Κατά συνέπεια, ενόψει όλων των  ανωτέρω,  το ύψος της αποζημίωσης που δικαιούται ο ενάγων από το όφελος που αποκόμισε ο εναγόμενος-εκκαλών  από την αποκλειστική χρήση του επικοίνου  για το αιτούμενο στην αγωγή ως άνω διάστημα ανέρχεται στο ποσό των (910+3360+3600+3600+3360+2165=16995:2)=8.497,5 ευρώ. Κατά συνέπεια, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με παρόμοιες με την παρούσα αιτιολογίες,  αναγνώρισε ότι ο εναγόμενος-εκκαλών οφείλει να καταβάλει στον ενάγοντα, για την ως άνω αιτία, ήτοι για την χρήση απ αυτόν του επικοίνου ακινήτου των 36 τμ, το ποσό των 8.497,5 ευρώ, κάνοντας εν μέρει δεκτή την αγωγή, ως βάσιμη και στην ουσία της, ως προς το ως άνω αγωγικό της αίτημα, και τον καταδίκασε, λόγω, της εν μέρει  ήττας του, σε μέρος της δικαστικής  δαπάνης του ενάγοντος, εξαιτίας της εν μέρει νίκης του στη δίκη αυτή, ύψους 360 ευρώ (σημειουμένου ότι για το ύψος της δικαστικής δαπάνης δεν προσβάλλεται η εκκαλουμένη με λόγο έφεσης, ήτοι ότι αυτή υπερβαίνει τη νόμιμη και ως εκ τούτου δε τίθεται θέμα εξέτασης, ενόψει του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης από το παρόν Δικαστήριο), ορθά το νόμο εφάρμοσε  και τις αποδείξεις εκτίμησε και ως εκ τούτου τα περί του αντιθέτου υποστηριζόμενα στην κρινόμενη έφεση και στον 4ο και τελευταίο λόγο αυτής τυγχάνουν απορριπτέα ως αβάσιμα και συνακόλουθα η ένδικη έφεση, ως προς τον πρώτο εφεσίβλητο, ως ουσία αβάσιμη  στο σύνολό της.  Τα δικαστικά έξοδα, τέλος, των εφεσιβλήτων, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, κατά το νόμιμο αίτημά τους, πρέπει να επιβληθούν σε βάρος του εκκαλούντος, λόγω της ήττας του, σύμφωνα με το διατακτικό της παρούσας (άρθρα 106, 176, 183, 191 παρ. 2  ΚΠολΔ) ενώ, ενόψει της απόρριψης της ένδικης έφεσης,  θα πρέπει να διαταχθεί η εισαγωγή του κατατεθέντος  απ αυτόν παραβόλου της  έφεσής του στο δημόσιο ταμείο (άρθρο 495  παρ.3  ΚΠολΔ), κατά τα διαλαμβανόμενα στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ` αντιμωλία των διαδίκων.

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ την έφεση ως απαράδεκτη,  καθ ο μέρος στρέφεται κατά του δεύτερου των εφεσιβλήτων, …………

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του ως άνω εφεσιβλήτου, του παρόντος βαθμού δικαιοδοσίας, που ορίζει στο ποσό των τετρακοσίων (400) ευρώ.

ΔΕΧΕΤΑΙ τυπικά και απορρίπτει κατ` ουσίαν την έφεση, καθ ο μέρος στρέφεται κατά του πρώτου των εφεσιβλήτων, …………….

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ σε βάρος του εκκαλούντος τα δικαστικά έξοδα του ως άνω εφεσιβλήτου,   για τον παρόντα βαθμό δικαιοδοσίας, τα οποία ορίζει σε πεντακόσια   (500) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την εισαγωγή στο Δημόσιο Ταμείο του παραβόλου,  ποσού εκατό  (100,00) ευρώ, που καταβλήθηκε εκ μέρους του εκκαλούντος κατά την άσκηση της εφέσεώς του με το με αριθμό ………..  e-παράβολο .

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε και δημοσιεύθηκε στο ακροατήριο του Δικαστηρίου σε έκτακτη δημόσια συνεδρίασή του, στον Πειραιά,  στις        20.2.2020,  απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων δικηγόρων τους.

 

 Η ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                                        Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ