Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 169/2020

Παραδεκτή η σώρευση στο ίδιο δικόγραφο των ανακοπών του άρθρου 632 και του άρθρου 933 ΚΠολΔ. Νομιμοποίηση ομόρρυθμης εταιρείας ευρισκόμενης σε εκκαθάριση. Απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία για το κύρος της διαταγής απόδοσης μισθίου. Ένταση εξόφλησης οφειλομένων μισθωμάτων, για τα οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής και η κάτωθεν αυτής συμπροσβαλλόμενη επιταγή προς εκτέλεση.

 

ΑΡΙΘΜΟΣ ΑΠΟΦΑΣΗΣ 169 /2020

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΑΠΟΤΕΛΟΥΜΕΝΟ από τη Δικαστή Ελένη Σκριβάνου, Εφέτη, η οποία ορίστηκε από τον  Πρόεδρο του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Εφετείου Πειραιώς και από τη Γραμματέα E.T..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΚΑΤΑ ΤΟ ΝΟΜΟ

 Φέρονται προς εκδίκαση ενώπιον του δικαστηρίου τούτου: α) η με Ε.Α.Κ …./2018 έφεση και β) οι με Ε.Α.Κ …./2019 πρόσθετοι λόγοι αυτής. Των δικογράφων αυτών πρέπει να διαταχθεί η συνεκδίκαση λόγω της πρόδηλης μεταξύ τους συνάφειας (άρθρα 31, 246, 520 ΚΠολΔ).

Η κρινόμενη έφεση κατά της υπ’αρ. 2627/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών  (άρθρα 647 επ. ΚΠολΔ, όπως αυτά ίσχυαν πριν την τροποποίησή τους με το Ν.4335/23-7-2015 που, σύμφωνα με την το άρθρο 9 παρ.2 αυτού, δεν καταλαμβάνει τις αγωγές – ανακοπές που ασκήθηκαν πριν την 1η-1-2016, όπως η ένδικη), έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα (άρθρα 495 επ., 511, 513, 516 παρ.1, 518 παρ.1, 591 παρ.1 ΚΠολΔ), δεδομένου ότι η εκκαλουμένη απόφαση επιδόθηκε στην εκκαλούσα – καθ’ής η ανακοπή, στις 7-9-2018 (βλ. την υπ΄αρ. .. έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς, …………) και η κατάθεση της έφεσης, ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου, έλαβε χώρα στις 21-9-2019, όπως προκύπτει από την προαναφερθείσα έκθεση κατάθεσης. Πρέπει, επομένως, να γίνει τυπικά δεκτή και να εξετασθεί περαιτέρω από το Δικαστήριο τούτο, που είναι καθ΄ύλη και κατά τόπο αρμόδιο, κατά την ίδια διαδικασία με την οποία εκδόθηκε η εκκαλουμένη απόφαση ως προς το παραδεκτό και βάσιμο των λόγων της και μέσα στα όρια που καθορίζονται από αυτούς (άρθρα 19, 522 ,533 παρ.1,2 ΚΠολΔ), καθώς έχει κατατεθεί εκ μέρους της εκκαλούσας το προβλεπόμενο, από τη διάταξη του άρθρου 495 παρ.3 εδ.α ΚΠολΔ, παράβολο, όπως επίσης αποδεικνύεται από τη σχετική έκθεση κατάθεσης της Γραμματέα του Πρωτοδικείου Πειραιώς, κάτω από την έφεση. Επίσης, παραδεκτά ασκήθηκαν, με ιδιαίτερο δικόγραφο, κατά τα αναφερθέντα στην αρχή της παρούσας, και οι πρόσθετοι λόγοι της έφεσης, εφόσον επιδόθηκαν νομίμως στους καθ’ών, τριάντα τουλάχιστον ημέρες πριν τη συζήτηση της (έφεσης) σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 520 παρ.2 ΚΠολΔ, όπως προκύπτει από τις υπ΄αρ. ………./23-9-2019 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας του Εφετείου Πειραιώς, με έδρα το Πρωτοδικείο Αθηνών …………, παρά τους, περί του αντιθέτου, αβάσιμους ισχυρισμούς των καθ’ών. Πρέπει, συνεπώς, οι πρόσθετοι λόγοι να γίνουν τυπικά δεκτοί και να εξετασθούν περαιτέρω κατ΄ουσία, συνεκδικαζόμενοι με την έφεση, όπως προαναφέρθηκε.

Κατά την ειδική διαδικασία των άρθρων 662Α` – 662 Η` ΚΠολΔ ‘’μπορεί να ζητηθεί η έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου, αν η μίσθωση αποδεικνύεται εγγράφως, στην περίπτωση καθυστέρησης του μισθώματος από δυστροπία, εφόσον έγγραφη όχληση έχει επιδοθεί με δικαστικό επιμελητή δεκαπέντε τουλάχιστον ημέρες πριν από την κατάθεση της αίτησης…’’ (άρθρο 662 Α` ΚΠολΔ, όπως ίσχυε κατά τον κρίσιμο χρόνο, ήτοι πριν την τροποποίηση του ΚΠολΔ με το Ν. 4335/2015, μετά την ισχύ του οποίου, η διαταγή απόδοσης μισθίου ρυθμίζεται πλέον από τα άρθρα 637 – 646 ΚΠολΔ). Δυστροπία, όμως, θεωρείται ότι υπάρχει από τη μη καταβολή του μισθώματος στον προσήκοντα χρόνο και τόπο, δηλαδή, από μόνη τη μη καταβολή του μισθώματος μέσα στην προθεσμία που συμφωνήθηκε, τεκμαίρεται η δυστροπία. Με άλλα λόγια δύστροπος μισθωτής θεωρείται εκείνος που βρίσκεται σε υπερημερία, έστω και για μία ημέρα, περί τη καταβολή του μισθώματος (ΑΚ 341) εξυπακούεται δε ότι η καθυστέρηση πρέπει να είναι υπαίτια, δεδομένου, ότι κατά τις γενικές διατάξεως (ΑΚ330, 340, 342) η υπαιτιότητα είναι στοιχείο της υπερημερίας. Συνεπώς δυστροπία δεν υπάρχει και κατ` ακολουθία, το γι` αυτή τεκμήριο ανατρέπεται κατά το άρθρο 342 ΑΚ, αν ο μισθωτής ισχυριστεί και αποδείξει (με ανακοπή) ότι η καθυστέρηση οφείλεται σε εύλογη αιτία, δηλαδή σε γεγονός για το οποίο δεν υπέχει ευθύνη (ΑΠ 1395/1987 ΕΕΝ 1988.752, ΑΠ 1496/1986 Ελλ.Δ 28.1033, ΑΠ 763/1984 ΝοΒ 33.607, Παπαδάκη, ‘’Αγωγές απόδοσης μισθίου’’ εκδ. β`, αριθ. 692-694 και 698, Κρουσταλάκη ΝοΒ 21.559).

Περαιτέρω, κατά το άρθρο 662 Γ` παρ. 2 (και ήδη 639 παρ. 2) ΚΠολΔ, η αίτηση απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου πρέπει να περιλαβάνει, εκτός άλλων, και ‘’επίκληση της κατά το άρθρο 662 Α` (και ήδη 637) ΚΠολΔ περίπτωσης, σύμφωνα με την οποία ζητείται η απόδοση της χρήσης του μισθίου και μνεία των αναγκαίων περιστατικών, καθώς και της έκθεσης επίδοσης’’. Τέλος, κατά το άρθρο 662 Δ` παρ. 1 (και ήδη 640 παρ.1) του ΚΠολΔ, ‘’αν η αίτηση είναι νόμιμη και τα απαιτούμενα, σε κάθε περίπτωση, περιστατικά αποδεικνύονται εγγράφως, ο δικαστής εκδίδει διάταξη με την οποία υποχρεώνει τον καθ’ού να αποδώσει στον αιτούντα τη χρήση του μισθίου’’ και το άρθρο 662 Ε` παρ. 1 (και ήδη 641 παρ.1) του ίδιου κώδικα, ‘’ο δικαστής απορρίπτει την αίτηση α) αν δεν συντρέχουν οι απαιτούμενες προϋποθέσεις για την έκδοσή της …’’, ήτοι όταν λείπει κάποια από τις απαιτούμενες, από το παραπάνω άρθρο 662 Α` ΚΠολΔ, προϋποθέσεις για την έκδοσή της, όπως η καθυστέρηση του μισθώματος από δυστροπία ή η επίδοση στον καθ’ού της προβλεπόμενης έγγραφης όχλησης του εκμισθωτή δεκαπέντε τουλάχιστον  ημέρες πριν από την κατάθεση της αίτησης κ.λπ. δηλ. αν λείπει μία από τις  παραπάνω διαδικαστικές προϋποθέσεις, η αίτηση για έκδοση διαταγής απόδοσης της χρήσης μισθίου ακινήτου είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη. Ο δικαστής, συνεπώς, οφείλει να εξετάζει αυτεπαγγέλτως τη συνδρομή των ως άνω προϋποθέσεων και υποχρεούται να μην εκδώσει την παραπάνω διαταγή, εφόσον λείπει μία ή περισσότερες. Αν, όμως, παραβλέψει το απαράδεκτο και εκδώσει την ως άνω διαταγή τότε μπορεί να ζητηθεί η ακύρωση της με ανακοπή (Ολ.ΑΠ 10/1997, Εφ.Πειρ. 362/2000 ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ). Ομοίως, στη διαταγή απόδοσης μισθίου κατ’ άρθρο 662Δ παρ.2 (και ήδη 640 παρ.2) ΚΠολΔ, πρέπει να περιλαμβάνεται το ονοματεπώνυμο του δικαστή που εκδίδει τη διαταγή, το ονοματεπώνυμο, το πατρώνυμο και η κατοικία εκείνου που ζήτησε την έκδοση της διαταγής αυτής και εκείνου κατά του οποίου στρέφεται αυτή για τον έλεγχο της κατά τόπο αρμοδιότητας, η περιγραφή του μισθίου ακινήτου, ήτοι ο προσδιορισμός του κατά είδος, όρια, θέση και έκταση, για να είναι εφικτή η εκτέλεση, η αιτία απόδοσης με παράθεση των αναγκαίων περιστατικών και μνεία της έκθεσης επίδοσης της όχλησης, η διαταγή απόδοσης της χρήσης του μισθίου και τέλος η υπόμνηση στον καθ’ού η διαταγή για την δυνατότητα του άσκησης ανακοπής εντός της οριζόμενης από το νόμο προθεσμίας (Ολ. ΑΠ 10/1997 ο.π, Εφ.Πειρ. 362/2000 ο.π, Β. ΒαθρακοκοίληΕρμ. ΚΠολΔ, συμπλ. τόμος, έκδ. 2001, υπό το άρθρο 662Γ παρ. 6 και υπό το άρθρο 662Δ παρ. 3).

Εξάλλου, από το συνδυασμό των άρθρων 72, 777, 778 Α.Κ, 18 Ε.Ν, 46 Ν. 3190/1955, 47α Ν.2190/1920, 62, 286 ΚΠολΔ, συνάγεται ότι, η λύση του νομικού προσώπου δεν θίγει την ικανότητά του να είναι υποκείμενο δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, συνεπώς και της έννομης σχέσης της δίκης, ούτε και επιφέρει βίαιη διακοπή της, διότι και μετά τη λύση της η νομική προσωπικότητα της εταιρείας λογίζεται υφισταμένη, εφόσον τούτο απαιτείται για τις ανάγκες και προς τον σκοπό της εκκαθάρισης. Η λύση της εταιρείας και η υπαγωγή της αυτοδικαίως στο στάδιο της εκκαθάρισης δεν επιφέρει μεταβολή στην ικανότητα δικαστικής παράστασης αυτής, που ταυτίζεται με την δικαιοπρακτική ικανότητα του (νομικού) προσώπου, λογίζεται δε αυτή υφιστάμενη για τις ανάγκες της εκκαθάρισης, εξακολουθώντας έτσι να είναι υποκείμενο της έννομης σχέσης της συνεχιζόμενης δίκης. Εφεξής η εταιρεία εκπροσωπείται από τους εκκαθαριστές, οι οποίοι είναι οι ίδιοι οι εταίροι, αν δεν διορίστηκαν εκκαθαριστές με συμφωνία των εταίρων ή από το δικαστήριο. Το στάδιο της εκκαθάρισης δεν μπορεί να αποκλεισθεί με ρήτρα του καταστατικού ή με απόφαση των εταίρων, αλλά ακολουθεί υποχρεωτικώς και αυτοδικαίως τη λύση της εταιρείας. Ακόμη και μετά τη λήξη των εργασιών της εκκαθάρισης, αν διαπιστωθεί ότι υπάρχει κάποια εκκρεμότητα, όπως απαίτηση ή χρέος της εταιρείας, επαναλαμβάνονται και πάλι οι εργασίες της εκκαθάρισης και συνεχίζεται η εκπροσώπηση της λυθείσης εταιρείας από τους εκκαθαριστές. Στην τελευταία αυτή περίπτωση δεν είναι υποχρεωτικό, ούτε προκύπτει ακυρότητα, αν δεν τεθεί μετά την επωνυμία της εταιρείας η μνεία ότι τελεί υπό εκκαθάριση ή τα ονόματα των εκκαθαριστών (ΑΠ 216/2012 ΧρΙΔ 2012.450, ΑΠ 186/2011 ΕΕμπΔ 2012.869, ΑΠ 96/2005, ΑΠ 1427/2000, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1466/1996 ΕΕΝ 1998.361, Εφ.Λαρ. 140/2017, Εφ.Πειρ. 273/2013, Εφ.Αθ. 4131/2009, Εφ.Πατρ. 731/2008, Εφ.θεσ.(Μον) 1929/2013, ΤΝΠ ΝΟΜΟΣ).

Στην προκειμένη περίπτωση, η καθ’ής η ανακοπή – ήδη εκκαλούσα, παραπονείται, με τον πέμπτο πρόσθετο λόγο της έφεσής της, ότι μη ορθώς η εκκαλουμένη απέρριψε την ένσταση απαραδέκτου, λόγω έλλειψης νομιμοποίησης της τέταρτης ανακόπτουσας ομόρρυθμης εταιρείας, την οποία είχε προβάλει επικουρικώς, (επειδή αυτή άσκησε, μαζί με τους λοιπούς ανακόπτοντες, τους πρόσθετους λόγους της ανακοπής όταν βρισκόταν ήδη στο στάδιο της εκκαθάρισης), ενώ το κύριο αίτημά της, στο οποίο δεν απάντησε η εκκαλουμένη, ήταν η προσκόμιση ισολογισμού έναρξης εκκαθάρισης και έγγραφα εργασιών εκκαθάρισης της εν λόγω ανακόπτουσας εταιρείας, ώστε να προκύψει αν αυτή βρισκόταν ουσιαστικά (δηλ. αν υπήρχαν εργασίες), ή μόνο τυπικά σε εκκαθάριση, οπότε στην περίπτωση αυτή, κατά τους ισχυρισμούς της καθ’ής η ανακοπή, υφίσταται έλλειψη νομιμοποίησής της. Σύμφωνα, όμως, με τα όσα αναφέρθηκαν στην προπαρατεθείσα μείζονα σκέψη, εφόσον, με τη λύση της, η ομόρρυθμη εταιρεία μπαίνει αυτοδικαίως στο στάδιο της εκκαθάρισης, γεγονός που δεν επιφέρει μεταβολή στην ικανότητα δικαστικής παράστασης αυτής, η οποία ταυτίζεται με την δικαιοπρακτική ικανότητα του (νομικού) προσώπου, χωρίς καν να είναι απαραίτητο να τεθεί μετά την επωνυμία της εταιρείας η μνεία ότι τελεί υπό εκκαθάριση, όπως σωστά κρίθηκε και με την εκκαλουμένη, ενώ και μόνο το γεγονός της εκκρεμούσας ένδικης υπόθεσης, εμπίπτει στις εργασίες της εκκαθάρισης, καθώς αφορά χρέος της εταιρείας, η εταιρεία βρίσκεται ουσιαστικά σε εκκαθάριση. Συνεπώς, η προσκόμιση των αιτούμενων από την καθ’ής εγγράφων είναι άνευ αντικειμένου και ορθώς απορρίφθηκε, έστω σιγή, από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, υφίσταται δε νομιμοποίηση της ανακόπτουσας εταιρείας, οπότε ο πρόσθετος λόγος αυτός της έφεσης, πρέπει να απορριφθεί ως αβάσιμος.

Εξάλλου η εκκαλούσα, με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου της ενώπιον του ακροατηρίου του δικαστηρίου τούτου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά αυτού, ζήτησε να προσκομιστούν τα αποδεικτικά στοιχεία της διαδοχής της εκκαθάρισης της τέταρτης εφεσίβλητης – ανακόπτουσας ομόρρυθμης εταιρείας, ενόψει του του θανάτου του εκκαθαριστή αυτής πρώτου εφεσίβλητου -ανακόπτοντος, άλλως, προβάλει την ένσταση έλλειψης παθητικής νομιμοποίησής της. Δεδομένου, όμως, ότι, όπως ανέφερε ο πληρεξούσιος δικηγόρος των εφεσίβλητων, ενώπιον επίσης του ακροατηρίου του δικαστηρίου τούτου και καταχωρήθηκε στα πρακτικά, αφενός μεν δεν υπάρχουν τέτοια έγγραφα, πράγμα άλλωστε που ούτε η εκκαλούσα ισχυρίζεται, αφετέρου δε, στο προσκομιζόμενο από τους εφεσίβλητους καταστατικό της παραπάνω εταιρείας αναφέρεται ότι, ο διαχειριστής αυτής θα είναι και εκκαθαριστής, χωρίς περαιτέρω ειδική πρόβλεψη της διαδοχής της εκκαθάρισης σε περίπτωση θανάτου του, ισχύουν οι γενικές διατάξεις και υπεισέρχονται στη θέση του οι κληρονόμοι του (Εφ.Πατρ. 486/2004 ΑΧΑΝΟΜ 2005.396), όπως προαναφέρθηκαν, οι οποίοι, άλλωστε αποτελούν και τους ομόρρυθμους εταίρους της εν λόγω εταιρείας. Επομένως το αίτημα αυτό της εκκαλούσας είναι, επίσης, άνευ αντικειμένου, ενώ δεν τίθεται θέμα έλλειψης παθητικής νομιμοποίησης της τέταρτης εφεσίβλητης εταιρείας, απορριπτομένης της σχετικής ένστασης.

Οι ανακόπτοντες, ζητούσαν με την αναφερθείσα στην αρχή της παρούσας ανακοπή τους και τους πρόσθετους λόγους αυτής, που άσκησαν ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά της καθ’ής η ανακοπή – ήδη εκκαλούσας, να ακυρωθούν η υπ’ αρ. ……/20-12-2013 διαταγή απόδοσης μισθίου και διαταγή πληρωμής του Δικαστή του ως άνω δικαστηρίου, καθώς και η από 23-12-20l3 επιταγή προς εκτέλεση που συντάχθηκε κάτωθεν αντιγράφου εκ του πρώτου εκτελεστού απογράφου της προαναφερόμενης διαταγής πληρωμής,δυνάμει της οποίας επιτάσσονταν (οι ανακόπτοντες):1) να αποδώσουν στην καθ’ής η ανακοπή – εκμισθώτρια το αναφερόμενο στη διαταγή μίσθιο ακίνητο και 2) να καταβάλουν σε αυτήν το ποσό των 7.400 ευρώ για ληξιπρόθεσμα μισθώματα, Αυγούστου, Σεπτεμβρίου, Οκτωβρίου, Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 2013, πλέον του ποσού των 572,4 ευρώ, που αφορά χαρτόσημο 1,8% επί του μηνιαίου μισθώματος για τους μήνες Ιανουάριο έως Δεκέμβριο (47,7 ευρώ μηνιαίως).

Με την εκκαλουμένη απόφασή του (υπ΄αρ. 2627/2018), το Μονομελές Πρωτοδικείο Πειραιώς, συνεκδικάζοντας κατά τη διαδικασία των μισθωτικών διαφορών (άρθρα 647 επ. ΚΠολΔ, όπως ίσχυαν πριν την κατάργησή τους με το Ν. 4335/2015),  την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, αφού έκρινε ότι παραδεκτά έχει ασκηθεί η ένδικη ανακοπή κι επίσης παραδεκτά, κατ΄ άρθρο 218 ΚΠολΔ, σωρεύονται στο δικόγραφό της οι ανακοπές των άρθρων 632 παρ.1 και 933 παρ.1 ΚΠολΔ, ακολούθως, δεχόμενο ως νομικά και ουσιαστικά βάσιμους τους σε αυτήν (εκκαλουμένη) αναφερόμενους λόγους της, έκανε δεκτή κι ως ουσιαστικά βάσιμη τόσο την ανακοπή όσο και τους πρόσθετους λόγους της και ακύρωσε την ως άνω διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων καθώς και την κάτωθεν αυτής συνταχθείσα επιταγή προς εκτέλεση.

Ήδη κατά της ως άνω οριστικής απόφασης παραπονείται  η καθ’ής η ανακοπή – ήδη εκκαλούσα, με την κρινόμενη έφεσή της για  τους λόγους που εκθέτει στην τελευταία και τους πρόσθετους λόγους της, πλην του ως άνω ήδη απαντηθέντος, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη ερμηνεία κι εφαρμογή του νόμου και κακή εκτίμηση των αποδείξεων, ζητεί δε την εξαφάνισή της, ώστε να απορριφθεί η ως άνω ανακοπή των αντιδίκων της και οι πρόσθετοι λόγοι αυτής.

Στο σημείο αυτό πρέπει να αναφερθεί ότι στις 4-4-2018, όπως προκύπτει από την υπ΄αρ. ……/2018 ληξιαρχική πράξη θανάτου του ληξιάρχου Αίγινας, απεβίωσε στην Αθήνα ο πρώτος των αρχικών ανακοπτόντων …….., τη δίκη συνεχίζουν δε (άρθρα 286 επ.290,291 ΚΠολΔ) οι υπεισερχόμενοι στη θέση του κληρονόμοι του (δυνάμει της από 9-11-2017 ιδιόγραφης διαθήκης που δημοσιεύθηκε με το υπ΄αρ. 60/2018 πρακτικό του Ειρηνοδικείου Αίγινας), όπως αυτοί αναφέρθηκαν στην αρχή της παρούσας απόφασης, με δήλωσή τους, που επιδόθηκε στην αντίδικό τους με την υπ΄αρ……../20-9-2019 έκθεση επίδοση του δικαστικού επιμελητή του Εφετείου Πειραιώς με έδρα το Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….., αλλά και με δήλωση του πληρεξούσιου δικηγόρου τους, ενώπιον του ακροατηρίου του δικαστηρίου τούτου, που καταχωρήθηκε στα ταυτάριθμα με την παρούσα απόφαση πρακτικά αυτού, (βλ. σχετικά υπ΄αρ. πρωτ. ……/11-4-2018 πιστοποιητικό πλησιεστέρων συγγενών του Δήμου Αίγινας, καθώς και υπ΄αρ. ……/2019  και ……/15-10-2019 πιστοποιητικά του Γραμματέα του Ειρηνοδικείου Αίγινας περί μη αποποίησης της κληρονομίας εκ μέρους των ως άνω κληρονόμων και περί μη δημοσίευσης άλλης διαθήκης του παραπάνω κληρονομούμενου, αντίστοιχα).

Από την εκτίμηση της ένορκης κατάθεσης του μάρτυρα της καθ’ής η ανακοπή ………, που εξετάστηκε ενώπιον του ακροατηρίου του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλουμένη απόφαση πρακτικά αυτού, καθώς και όλων των εγγράφων που επικαλούνται και προσκομίζουν οι διάδικοι, μεταξύ των οποίων και οι προσκομιζόμενες από αυτούς φωτογραφίες, η γνησιότητα των οποίων δεν αμφισβητήθηκε από το αντίδικο μέρος, ενώ δεν θα ληφθεί υπόψη η υπ΄αρ. ………/24-4-2014 ένορκη βεβαίωση του ………., που προσκομίζουν οι ανακόπτοντες, καθώς, εκτός του ότι δεν έλαβε χώρα νομότυπη προηγούμενη κλήτευση της καθ’ής η ανακοπή (αφού στη σχετική υπ΄αρ. ………./11-4-2014 έκθεση επίδοσης ανωτέρω δικαστικού επιμελητή ………, αναγραφόταν εσφαλμένα ως ημέρα εξέτασης ‘’Παρασκευή, 24-5-2014, και Σάββατο 25-5-2014’’, αντί του ορθού Πέμπτη 24-5-2014, με αποτέλεσμα να μην προκύπτει με σαφήνεια η ημέρα της ένορκης βεβαίωσης), σε κάθε περίπτωση ο προαναφερθείς ενόρκως βεβαιών είναι διάδικος, αποδεικνύονται τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά:

Δυνάμει του από 4-2-2006 ιδιωτικού συμφωνητικού, το οποίο κατατέθηκε στην αρμόδια ΔΟΥ Αίγινας, συνήφθη σύμβαση εμπορικής μίσθωσης, σύμφωνα με την οποία η καθ’ής η ανακοπή – εκμισθώτρια, εκμίσθωσε στην τέταρτη ανακόπτουσα ομόρρυθμη εταιρία, της οποίας οι λοιποί ανακόπτοντες ήταν ομόρρυθμοι εταίροι, ο πρώτος δε εξ αυτών (ήδη θανών κατά τα προεκτεθέντα), κατά το καταστατικό της, διαχειριστής και κατόπιν εκκαθαριστής αυτής, ένα ισόγειο κατάστημα, επιφάνειας 145 τ.μ, με πατάρι 60 τ.μ, ευρισκόμενο στη νήσο Αίγινα, επί της (παραλιακής) λεωφόρου ………… Η διάρκεια της μίσθωσης ορίστηκε 9τής, (από 1-4-2006 έως 30-3-2015), ενώ το μηνιαίο μίσθωμα ορίστηκε στο ποσό των 3.000 ευρώ, πλέον του τέλους χαρτοσήμου 1,8%,  προσαυξανόμενο ετησίως, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στο ως άνω συμφωνητικό, και καταβλητέο το πρώτο πενθήμερο κάθε μήνα. Στις 5-1-2012 οι ως άνω συμβαλλόμενοι, προέβησαν σε έγγραφη τροποποίηση της μίσθωσης, η οποία επίσης υποβλήθηκε στη ΔΟΥ Αίγινας,  ως προς το ποσό του μηνιαίου μισθώματος, το οποίο μειώθηκε και ορίστηκε εφεξής στο ποσό των 2.650 ευρώ μηνιαίως, χωρίς να γίνεται περαιτέρω αναφορά στο τέλος χαρτοσήμου, το οποίο, αφού δεν προέκυψε νεότερη διαφορετική συμφωνία, συνέχισε να βαρύνει τους ανακόπτοντες – μισθωτές, αντίθετα με τα όσα αυτοί ισχυρίστηκαν πρωτοδίκως. Στις 21-10-2010 η ΔΟΥ Αίγινας, επέβαλε, με το από 1-10-2010 έγγραφό της, κατάσχεση εις χείρας της μισθώτριας εταιρείας ως τρίτης (λόγω χρηματικής απαίτησής της, κατά της καθ’ής η ανακοπή, εξαιτίας οφειλών της τελευταίας, συνολικού ποσού 67.656,58 ευρώ) επί του 1/2 του συμφωνηθέντος και καταβαλλόμενου (τότε) μηναίου μισθώματος, ποσού 1.500 ευρώ (3.000 ευρώ χ 1/2). Η ανακόπτουσα μισθώτρια εταιρεία, μετά τη συμφωνηθείσα ως άνω μείωση, κατέβαλε ποσό μισθώματος 1.325 ευρώ στην ΔΟΥ Αίγινας και το υπόλοιπο ποσό 1.325 ευρώ στην εκμισθώτρια, χωρίς η τελευταία να παραπονεθεί και να ζητήσει τη συνέχιση της καταβολής ποσού 1.500 ευρώ στη ΔΟΥ, μέχρι τουλάχιστον την αποστολή της εξώδικης όχλησης που θα αναφερθεί παρακάτω. Τα μισθώματα προέκυψε ότι δεν καταβάλλονταν εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα, αλλά με καθυστέρηση, η δε καθ’ής η ανακοπή απέστειλε την από 15-4-2013 έγγραφη εξώδικη όχλησή της, που επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 23-4-2013 (βλ. τις υπ΄αρ………/23-4-2013 εκθέσεις επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………..) με την οποία, διαμαρτυρήθηκε για την εκ μέρους τους καθυστέρηση, από δυστροπία, καταβολής των μισθωμάτων των μηνών Ιανουάριου 2013, ποσού 900 ευρώ στη ΔΟΥ Αίγινας, Φεβρουάριου 2013, ποσού 975 ευρώ στην ίδια, και 175 ευρώ στη ΔΟΥ Αίγινας, Μαρτίου 2013, ποσού 1.150 ευρώ στην ίδια και 800 ευρώ στη ΔΟΥ Αίγινας, Απριλίου 2013 ποσού 1.150 ευρώ στην ίδια και 1.500 ευρώ στην ΔΟΥ Αίγινας. Τους καλούσε δε να καταβάλουν: α) στην ίδια το ανωτέρω ποσό των 3.275 ευρώ πλέον ποσού 47,70 ευρώ, μηνιαίως, για χαρτόσημο κάθε μισθωτικού μήνα του έτους 2013, με το νόμιμο τόκο από την 6η ημέρα κάθε μήνα και μέχρι την εξόφληση και β) στη ΔΟΥ Αίγινας το ποσό των 3.375 ευρώ, άλλως στην ίδια, για να το αποδώσει σε αυτήν, με το νόμιμο επίσης τόκο, αλλιώς θα προέβαινε στην αποβολή τους από το μίσθιο. Οι ανακόπτοντες κατέβαλαν τα παραπάνω οφειλόμενα μισθώματα  για τα οποία οχλήθηκαν, μέρος των οποίων καταβλήθηκε μετά την πάροδο της 15νθήμερης προθεσμίας που ορίζει ο νόμος (άρθρο 662Α σε συνδ. με άρθρο 66 Εισ.Ν.ΚΠολΔ) και συγκεκριμένα έως τον Ιούλιο του 2013. Στη συνέχεια, η καθ’ής η ανακοπή αιτήθηκε (με την από 1-1-2013 αίτησή της) και επέτυχε την έκδοση της ανακοπτόμενηςυπ΄αρ. …../2013 διαταγής απόδοσης της χρήσης του μισθίου ακινήτου και πληρωμής μισθωμάτων του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, ενώ κάτω από αντίγραφο του πρώτου εκτελεστού απογράφου της επίδικης διαταγής συντάχθηκε η συμπροσβαλλόμενη από 23-12-2013 επιταγή προς εκτέλεση, δυνάμει της οποίας υποχρεώθηκαν οι ανακόπτοντες (η τέταρτη ομόρρυθμη εταιρεία και οι λοιποί ως ομόρρυθμοι εταίροι αυτής) αφενός μεν να αποδώσουν στην καθ’ής η ανακοπή – τότε αιτούσα το μίσθιο κατάστημα, αφετέρου δε να της καταβάλουν για οφειλόμενα μισθώματα, από μήνα Αύγουστο του έτους 2013 έως και Δεκέμβριο του ίδιου έτους, το συνολικό ποσό των 7.400 ευρώ, καθώς και το ποσό των 572,40 ευρώ για τέλος χαρτοσήμου 1,8% επί του μηναίου μισθώματος για ολόκληρο το έτος 2013, με το νόμιμο τόκο, κάθε επιμέρους ποσού, από τότε που κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό. Κατόπιν αίτησης των ανακοπτόντων, εκδόθηκε η υπ΄αρ. 32/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (διαδικασία ασφαλιστικών μέτρων), με την οποία έγινε εν μέρει δεκτή η αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της εν λόγω διαταγής πληρωμής μισθωμάτων για το ποσό πέραν των 750 ευρώ, ενώ απορρίφθηκε η αίτηση αναστολής της εκτέλεσης της διαταγής απόδοσης μισθίου.

Η ανακοπτόμενη, όμως, υπ΄αρ. ……/20-12-2013 διαταγή απόδοσης μισθίου, δεν περιέχει τα απαιτούμενα από το νόμο στοιχεία, όπως αυτά προαναφέρθηκαν και ορίζονταν από τη διάταξη του άρθρου 662Δ ΚΠολΔ, (όπως ίσχυε κατά το κρίσιμο χρόνο) και ήδη από το άρθρο 640 παρ.2 ΚΠολΔ (μετά τις τροποποιήσεις που επέφερε ο Ν. 4335/2015). Ειδικότερα, δεν αναφέρεται σε αυτήν, η αιτία της απόδοσης του επίδικου μισθίου, όπως απαιτείται σύμφωνα με τα εκτεθέντα στη μείζονα σκέψη, ούτε επιγραμματικά, ενώ επίσης δεν γίνεται καμία αναφορά των αναγκαίων περιστατικών που τη στοιχειοθετούν. Ακόμη στην εν λόγω διαταγή, δεν περιγράφεται επαρκώς το μίσθιο ακίνητο, του οποίου η απόδοση διατάσσεται, καθώς δεν αναγράφεται, ούτε στο σκεπτικό αλλά ούτε στο διατακτικό της, η διεύθυνση του επίμαχου ακινήτου αλλά μόνο ότι βρίσκεται στη νήσο Αίγινα, χωρίς περαιτέρω προσδιορισμό της θέσης του. Τέλος, στην αναφορά από την προσβαλλόμενη διαταγή απόδοσης, στα συνημμένα στην αίτηση για την έκδοσή της έγγραφα, και συγκεκριμένα στις εκθέσεις επίδοσης, δεν γίνεται μνεία ποιο έγγραφο αφορούν αυτές, ώστε να προκύπτει με σαφήνεια, όπως επίσης απαιτείται, ποια από τις επιδόσεις αφορά στην εξώδικη όχληση. Η παράλειψη της μνείας της αιτίας της απόδοσης του μισθίου αλλά και των λοιπών ως άνω στοιχείων στην επίδικη διαταγή απόδοσης αυτού, καθιστά την τελευταία, με βάση όσα επίσης προεκτέθηκαν στη μείζονα σκέψη, άκυρη, όπως βάσιμα ισχυρίστηκαν οι ανακόπτοντες με το σχετικό δεύτερο πρόσθετο λόγο της ανακοπής τους, σε συνδυασμό και με τον πρώτο πρόσθετο λόγο της. Επομένως, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο ορθώς, δεχόμενο το λόγο αυτό και ως ουσιαστικά βάσιμο, ακύρωσε τη διαταγή. Η καθ’ής η ανακοπή με τον τέταρτο πρόσθετο λόγο της κρινόμενης έφεσής της, ισχυρίζεται ότι στην αίτησή της για την έκδοση της επίμαχης διαταγής, είχε περιλάβει τα απαιτούμενα από το νόμο περιστατικά. Ανεξάρτητα, όμως, της βασιμότητας ή μη του ισχυρισμού της αυτού, εφόσον η διαταγή απόδοσης μισθίου, που τελικά εκδόθηκε με βάση την εν λόγω αίτηση, δεν περιέχει τα ως άνω αναφερθέντα στοιχεία που απαιτούνται για το κύρος της, αυτή πάσχει από ακυρότητα. Εστιάζει δε η εκκαλούσα, τόσο με τον παραπάνω πρόσθετο λόγο της έφεσης όσο και με το δεύτερο πρόσθετο λόγο αυτής, στο ότι υφίσταται (επανειλημμένη) δυστροπία εκ μέρους των ανακοπτόντων, αφού και στο παρελθόν καθυστερούσαν την καταβολή μισθωμάτων και στο ότι η εν λόγω όχληση αφορούσε προηγούμενα και όχι τα επίδικα μισθώματα, ενώ δεν χρειαζόταν νέα όχληση (βλ. και πρώτο πρόσθετο λόγο έφεσης), χωρίς, όμως, να αναφέρει κάτι σχετικά με την έλλειψη αναφοράς στην προσβαλλόμενη διαταγή απόδοσης, της αιτίας της απόδοσης του μισθίου και της διεύθυνσης – ακριβούς θέσης αυτού, που καθιστούν άκυρη, όπως εκτέθηκε ανωτέρω, τη διαταγή απόδοσης μισθίου, η εξέταση δε της ύπαρξής τους προηγείται, έτσι ώστε να παρέλκει η εξέταση της βασιμότητας των ως άνω ισχυρισμών.

Όσον αφορά, εξάλλου, στην ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, οι ανακόπτοντες υποχρεώθηκαν με αυτήν, όπως προαναφέρθηκε, να καταβάλουν στην καθ’ής η ανακοπή: 1) το ποσό των 572,4 ευρώ για χαρτόσημο 1,8% του μηνιαίου μισθώματος καταβαλλόμενου εντός του πρώτου πενθημέρου κάθε μήνα για του μήνες από Ιανουάριο 2013 έως και Δεκέμβριο 2013 (μηνιαίο ποσό χαρτοσήμου 47,7 ευρώ) 2) το συνολικό ποσό των 7.400 ευρώ και συγκεκριμένα: α) 1.400 ευρώ για το μίσθωμα Αυγούστου 2013, β) 1.500 ευρώ για το μίσθωμα Σεπτεμβρίου 2013, γ) 1.500 ευρώ για το μίσθωμα Οκτωβρίου 2013, δ) 1.500 ευρώ για το μίσθωμα Νοεμβρίου 2013 και ε) 1.500 ευρώ για το μίσθωμα Δεκεμβρίου 2013.  Όπως προκύπτει δε από τα αποδεικτικά κατάθεσης της τράπεζας ‘’Alphabank’’ και τις βεβαιώσεις της ΔΟΥ Αίγινας, που επικαλούνται και προσκομίζουν οι ανακόπτοντες, αυτοί κατέβαλαν τα παρακάτω ποσά στις παρακάτω επίσης αναφερόμενες ημερομηνίες, οι οποίες είναι εντός του μηνός στον οποίο έπρεπε να καταβληθούν τα οφειλόμενα μισθώματα, και συγκεκριμένα οι ανακόπτοντες κατέβαλαν τα εξής ποσά: Α) Για το μίσθωμα του μηνός Σεπτεμβρίου 2013, κατέβαλαν στην μεν καθ’ής η ανακοπή το ποσό των 940 ευρώ στις 12-9-2013, στη δε ΔΟΥ Αίγινας το ποσό των 1.325 ευρώ στις 2-9-2013, ενώ συνυπολογίζουν σε αυτό κατά συμψηφισμό (άρθρο 441 και 442 ΑΚ) και το ποσό των 300 ευρώ, που κατέβαλαν για λογαριασμό της τελευταίας στις 19-9-2013 στο Δήμο Αίγινας για οφειλές ύδρευσης, καθώς και 82 ευρώ στη ΔΕΗ για ΕΕΤΗΔΕ στις 16-9-2013 (συνολικά 2.647 ευρώ). Β) Για το μίσθωμα του μηνός Οκτωβρίου 2013 κατέβαλαν στην καθ’ής το ποσό των 940 ευρώ στις 9-10-2013, στη ΔΟΥ Αίγινας το ποσό των 1.325 ευρώ στις 29-10-2013, ενώ συνυπολογίζουν σε αυτό, κατά συμψηφισμό, και το ποσό των 246 ευρώ στη ΔΕΗ για ΕΕΤΗΔΕ στις 22-7-2013, 19-8-2013 και 14-10-2013, (συνολικά 2.511 ευρώ). Γ) Για το μίσθωμα του μηνός Νοέμβριου 2013 κατέβαλαν, στην καθ’ής το ποσό των 1.040 ευρώ στις 15-11-2013, στη ΔΟΥ Αίγινας το ποσό των 1.325 ευρώ στις 19-11-2013, ενώ συνυπολογίζουν σε αυτό, κατά συμψηφισμό, και το ποσό των 200 ευρώ, που κατέβαλαν για λογαριασμό της τελευταίας στις 14-11-2013 στο Δήμο Αίγινας για οφειλές ύδρευσης και 82 ευρώ στη ΔΕΗ για ΕΕΤΗΔΕ (συνολικά 2.647 ευρώ). Δ) Για το μίσθωμα, τέλος, του μηνός Δεκεμβρίου 2013, κατέβαλαν στην καθ’ής το ποσό των 1.325 ευρώ στις 5-12-2013 και στη ΔΟΥ Αίγινας το ποσό των 1.325 ευρώ, στις 23-12-2013. Επιπλέον, αυτοί κατέβαλαν στις 27-11-2013 στη ΔΟΥ Αίγινας το ποσό των 1.325 ευρώ. Συνολικά δηλ. κατέβαλαν το ποσό των 11.780 ευρώ και συνεπώς έχουν εξοφλήσει τα οφειλόµενα ποσά, για τα οποία εκδόθηκε η επίδικη διαταγή πληρωµής. Η καθ’ής η ανακοπή ισχυρίστηκε ότι, λόγω των ‘’χαοτικών’’ καταβολών εκ μέρους των ανακοπτόντων, ήταν δύσκολο να αντιληφθεί το ακριβές ποσό της τελικής οφειλής τους. Ο ισχυρισμός της, όμως αυτός, δεν κρίνεται πειστικός, καθώς θα μπορούσε βέβαια, από τις αποδείξεις των τραπεζικών καταθέσεων που προσκομίζουν οι ανακόπτοντες, αλλά και αποτεινόμενη στην ως άνω ΔΟΥ, σχετικά με τις σε αυτήν πραγματοποιηθείσες καταβολές, να γνωρίζει το ύψος τους. Εξάλλου, η καθ’ής η ανακοπή – εκκαλούσα υποστηρίζει ότι, κακώς οι ανακόποντες, μετά την ως άνω μείωση του μισθώματος (από 3.000 ευρώ σε 2.650 ευρώ μηνιαίως), κατέβαλαν στη ΔΟΥ Αίγινας (λόγω της προαναφερθείσας αναγκαστικής κατάσχεσης εις χείρας τρίτης που επέβαλε η ΔΟΥ) το ποσό των 1.325 μηνιαίως, αντί του ποσού των 1.500, ως όφειλαν, και στην ίδια 1.325 ευρώ αντί 1.150 ευρώ. Εντούτοις, το γεγονός ότι οι ανακόπτοντες συνέχισαν να κατανέμουν ισότιμα το μίσθωμα στην εκμισθώτρια και στη ΔΟΥ, χωρίς οι ίδιοι να έχουν κάποιο όφελος από την ενέργειά τους αυτήν, αφού το συνολικό ποσό που κατέβαλαν δεν ήταν μικρότερο, και μάλιστα κατέβαλαν, κατά τους ίδιους τους ισχυρισμούς της καθ’ής η ανακοπή μεγαλύτερο ποσό στην ίδια, χωρίς η τελευταία να διαμαρτυρηθεί και να ζητήσει την καταβολή του ποσού των 1.500 ευρώ στη ΔΟΥ, όπως όψιμα ισχυρίζεται, δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον τους, ούτε ασκεί έννομη επιρροή στο γεγονός της εξόφλησης εκ μέρους τους των επίδικων μισθωμάτων. Περαιτέρω, η καθ’ής η ανακοπή – εκκαλούσα, η οποία δεν αρνείται ουσιαστικά τις ως άνω καταβολές εκ μέρους των ανακοπτόντων, υποστηρίζει, όμως, στην έφεσή της αλλά και στον τρίτο και τέταρτο πρόσθετο λόγο αυτής, ότι από τις παραδοχές των ίδιων των ανακοπτόντων στην ένδικη ανακοπή, προκύπτει ότι αυτοί κατέβαλαν για τα μισθώματα του έτους 2013 το συνολικό ποσό των 30.158 ευρώ, ενώ το συνολικό οφειλόμενο ποσό που αφορά στα μισθώματα του έτους αυτού είναι 31.800 ευρώ (2.650 ευρώ χ 12 μήνες), οπότε, σε κάθε περίπτωση, υπολείπεται ποσό 1.642 ευρώ και εσφαλμένα η εκκαλουμένη έκανε εξ ολοκλήρου δεκτή την ένσταση εξόφλησης των ανακοπτόντων, ακυρώνοντας συνολικά την προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής. Παραταύτα, στην ένδικη περίπτωση, αυτό που ενδιαφέρει είναι τα αναφερόμενα στη διαταγή πληρωμής φερόμενα ως οφειλόμενα ποσά των μισθωμάτων για τα οποία αυτή εκδόθηκε, που αφορούν τους μήνες Αύγουστο έως και Δεκέμβριο 2013, συνολικού ύψους 7.400 ευρώ, τα οποία από τα παραπάνω αναφερθέντα, αποδείχθηκε ότι έχουν εξοφληθεί. Επομένως, εφόσον προέκυψε ότι τα συγκεκριμένα μισθώματα, για τα οποία εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής, έχουν καταβληθεί, πρέπει, γενομένης δεκτής της σχετικής ένστασης εξόφλησης που προέβαλαν οι ανακόπτοντες με το σχετικό (δεύτερο) λόγο της ανακοπής τους, να ακυρωθεί αυτή και συνακόλουθα και η επιταγή προς πληρωμή κάτωθεν αυτής, όπως κρίθηκε και από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο.

Περαιτέρω, ενόψει ότι το παρόν δικαστήριο, θεωρεί ότι ορθά το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, δεχόμενο τους προαναφερθέντες λόγους της ανακοπής και τους πρόσθετους λόγους αυτής, ακύρωσε την ανακοπτόμενη διαταγή απόδοσης μισθίου και πληρωμής μισθωμάτων, καθώς και την επιταγή προς εκτέλεση, παρέλκει η εξέταση των λοιπών λόγων και πρόσθετων λόγων της ανακοπής. Άλλωστε, και το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, παρότι (εκ του περισσού) αποφάνθηκε περί της νομιμότητας όλων των λόγων της ανακοπής και των πρόσθετων λόγων της, στη συνέχεια, μετά την κρίση του περί της ουσιαστικής βασιμότητας των προαναφερθέντων λόγων αυτής, δεν εξέτασε την ουσιαστική βασιμότητα των υπολοίπων, καθώς παρείλκε, πλέον, η εξέτασή τους, επομένως, παρέλκει η εξέταση από το παρόν δικαστήριο, του λόγου της έφεσης και των πρόσθετων λόγων της, στο βαθμό που αφορούν στους λόγους αυτούς της ανακοπής, πέραν, δηλαδή, αυτών που έγιναν δεκτοί και ως ουσιαστικά βάσιμοι από την εκκαλουμένη απόφαση και οι οποίοι απαντήθηκαν παραπάνω.

Κατόπιν των ανωτέρω, το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που, με την εκκαλουμένη απόφασή του, κατέληξε στην ίδια κρίση με το παρόν και έκανε δεκτή την ανακοπή και τους πρόσθετους λόγους αυτής, σύμφωνα με τα προεκτεθέντα, δεν έσφαλε και ορθώς εφάρμοσε το νόμο και εκτίμησε τις αποδείξεις, αντίθετα με τα όσα, αβάσιμα, υποστηρίζει η εκκαλούσα, με την ένδικη έφεση και τους πρόσθετους λόγους της. Πρέπει, συνεπώς, η κρινόμενη έφεση και οι πρόσθετοι λόγοι ν΄ απορριφθούν κατ΄ ουσία. Τέλος, τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, κατόπιν σχετικού αιτήματός τους, θα επιβληθούν εις βάρος της εκκαλούσας (άρθρα 176, 183 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα προσδιορίζονται στο διατακτικό της παρούσας απόφασης, καθώς επίσης, θα διαταχθεί η εισαγωγή στο δημόσιο ταμείο του παραβόλου, που κατέθεσε η εκκαλούσα, κατ΄άρθρο 495 παρ.3 εδ.εΚΠολΔ.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει, κατ΄ αντιμωλία των διαδίκων (όπως στη θέση του πρώτου αρχικού εφεσίβλητου, που απεβίωσε, υπεισήλθαν οι κληρονόμοι αυτού ως ανωτέρω στην αρχή της παρούσας αναφέρθηκαν, που συνεχίζουν τη δίκη),  την έφεση και τους πρόσθετους λόγους αυτής κατά της υπ’αρ. 2627/2018 οριστικής απόφασης του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε κατά την ειδική διαδικασία των μισθωτικών διαφορών.

Δέχεται τυπικά την έφεση και τους πρόσθετους λόγους.

Απορρίπτει την έφεση και τους πρόσθετους λόγους στην ουσία.

Επιβάλλει τα δικαστικά έξοδα των εφεσίβλητων, για το δεύτερο βαθμό δικαιοδοσίας, εις βάρος της εκκαλούσας, τα οποία ορίζει στο ποσό των εξακοσίων (600) ευρώ.

Διατάσσει να εισαχθεί στο δημόσιο ταμείο, το κατατεθέν, από την  εκκαλούσα, παράβολο της έφεσης, ποσού 100 ευρώ.

KPIΘHKE, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στο ακροατήριό του και σε έκτακτη δημόσια αυτού συνεδρίαση, στις  20 Φεβρουαρίου 2020, απόντων των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους.

 

Η  ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                  H  ΓPAMMATEAΣ