Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 151/2020

ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ                                  

Αριθμός απόφασης      151/2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

ΣΥΓΚΡΟΤΗΘΗΚΕ από τους Δικαστές Αμαλία Μήλιου, Πρόεδρο Εφετών,  Γεωργία Λάμπρου, Αγγελική Δέτση – Ε ι σ η γ ή τ ρ ι α, Εφέτες, και από τη γραμματέα Γ.Λ..

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΣΚΕΦΘΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η υπό κρίση έφεση του ηττηθέντος στον πρώτο βαθμό εναγομένου κατά της υπ’ αριθμ. 1226/2018 οριστικής απόφασης του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε  αντιμωλία των διαδίκων, κατά την τακτική διαδικασία, επί της με ημερομηνία 15-4-2007 και με αριθ. κατάθ.  ……../2007 αγωγής, έχει ασκηθεί νομότυπα και εμπρόθεσμα, καθόσον η προσβαλλόμενη απόφαση επιδόθηκε στον εναγόμενο στις  14-5-2018 (βλ. προσκομιζόμενη με αρ. …./14-5-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή Εφετείου Πειραιώς, …………..) και η έφεση κατατέθηκε στη γραμματεία του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου στις 11-6-2018, ήτοι εντός της τριακονθήμερης προθεσμίας από την επίδοση της εκκαλουμένης απόφασης (άρθρα 495, 499, 511, 513 § 1β, 516, 517, 518 § 1 ΚΠολΔ ως ισχύουν), αρμοδίως δε φέρεται προς εκδίκαση στο Δικαστήριο αυτό, κατ’ άρθρο 19 ΚΠολΔ. Εξάλλου, για το παραδεκτό της άσκησής της έχει κατατεθεί από τον εκκαλούντα το απαιτούμενο, κατ’ άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ, παράβολο του δημοσίου.  Πρέπει, επομένως, η έφεση να γίνει τυπικά δεκτή και να ερευνηθεί ως προς τη βασιμότητα των λόγων της, κατά το μέρος που μεταβιβάζεται στο παρόν Δικαστήριο, κατά την ίδια διαδικασία (άρθρα 522 και 533 ΚΠολΔ).

Με την υπό κρίση αγωγή του, όπως παραδεκτά διορθώθηκε με προφορική δήλωση του πληρεξουσίου δικηγόρου του καταχωρηθείσα στα πρακτικά του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου, ο ενάγων, ήδη εφεσίβλητος, ιστορούσε ότι, στις 31-10-2004 απεβίωσε στον Πειραιά η ……., η οποία με την από  4-7-2004  ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύθηκε με το υπ’ αριθμ.  891/2006 πρακτικό συνεδρίασης του Πρωτοδικείου Πειραιώς, φέρεται ότι εγκατέστησε ως μοναδικό κληρονόμο της τον εναγόμενο σύζυγό της, ήδη εκκαλούντα. Ότι η παραπάνω διαθήκη είναι άκυρη, διότι δεν έχει γραφεί και υπογραφεί από την κληρονομούμενη, αλλά από τρίτο πρόσωπο, και έτσι δεν επήλθαν οι έννομες συνέπειες της, με αποτέλεσμα να καλείται ο ίδιος ως κληρονόμος αυτής, με βάση την υπ’ αρ. …/5-3-2002 δημόσια διαθήκη της θανούσας, που δημοσιεύτηκε με το υπ’ αρ. 2232/2005 πρακτικό του Πρωτοδικείου Αθηνών. Ζητούσε δε να αναγνωρισθεί η ακυρότητα της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης και να καταδικασθεί ο εναγόμενος στη δικαστική του δαπάνη. Το πρωτοβάθμιο δικαστήριο με την υπ’ αρ. 3472/2012 μη οριστική απόφασή του, αφού έκρινε την αγωγή ορισμένη και νόμιμη,  διέταξε την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου να διενεργηθεί γραφολογική πραγματογνωμοσύνη. Ακολούθως, εκδόθηκε η με αρ. 1287/2016 μη οριστική απόφαση του ιδίου δικαστηρίου, με την οποία διατάχθηκε η επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο προκειμένου να προσκομιστεί η διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη και στη συνέχεια, όταν επανήλθε η υπόθεση προς συζήτηση, το ανωτέρω δικαστήριο εξέδωσε την προσβαλλόμενη με αρ. 1226/2018 απόφαση του, με την οποία δέχτηκε την αγωγή ως ουσία βάσιμη και αναγνώρισε ότι η από 4-7-2004 ιδιόγραφη διαθήκη της …………. είναι άκυρη, επέβαλε δε τα δικαστικά έξοδα του ενάγοντος σε βάρος του εναγομένου λόγω της ήττας του. Κατά της απόφασης αυτής παραπονείται ο εναγόμενος με τους λόγους της ένδικης έφεσής του, οι οποίοι ανάγονται σε εσφαλμένη εφαρμογή του νόμου και πλημμελή εκτίμηση των αποδείξεων και ζητεί  να εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ώστε στη συνέχεια ν’ απορριφθεί η ένδικη αγωγή.

Κατά τη διάταξη του άρθρου 1721 ΑΚ, η ιδιόγραφη διαθήκη γράφεται ολόκληρη με το χέρι του διαθέτη, χρονολογείται και υπογράφεται απ’ αυτόν χωρίς να υποβάλλεται σε κανέναν άλλο τύπο. Τα παραπάνω στοιχεία αποτελούν συστατικούς όρους εγκυρότητας της διαθήκης. Η ιδιόγραφη διαθήκη για να έχει αποδεικτική ισχύ, πρέπει ολόκληρο το περιεχόμενό της, όπως και η χρονολογία της, να έχουν γραφεί ιδιοχείρως, δεν αρκεί δηλαδή να είναι απλώς και μόνο ιδιοχείρως υπογεγραμμένο το κείμενό της, σύμφωνα με το άρθρο 443 ΚΠολΔ (ΑΠ 463/2019 ΝΟΜΟΣ). Συνεπώς, η αναγνώριση ή η απόδειξη της γνησιότητας της υπογραφής δεν αρκεί για να ισχύσει το τεκμήριο της γνησιότητας του περιεχομένου ιδιόγραφης διαθήκης. Απαιτείται και η αναγνώριση ή απόδειξη της γνησιότητας του περιεχομένου και της χρονολογίας της. Το βάρος απόδειξης της γνησιότητας έχει αυτός που επικαλείται τη γνησιότητα. Εξάλλου, από τις διατάξεις των άρθρων 68 και 70 ΚΠολΔ προκύπτει ότι, μπορεί να εγερθεί αναγνωριστική αγωγή για την αναγνώριση της ύπαρξης ή μη ύπαρξης έννομης σχέσης, η οποία τελεί σε αβεβαιότητα, εφόσον συντρέχει έννομο συμφέρον, το οποίο πρέπει να είναι άμεσο, υπό την έννοια ότι η αβεβαιότητα που περιβάλλει την επίδικη έννομη σχέση είναι ενεστώσα, δηλαδή υπάρχει κατά τη συζήτηση επί της οποίας εκδίδεται η απόφαση. Σύμφωνα δε, με τη διάταξη του άρθρου 1719 ΑΚ, η διαθήκη, για τη σύνταξη της οποίας δεν τηρήθηκαν οι διατάξεις των άρθρων 1719 έως 1757 ΑΚ, είναι άκυρη, εφόσον ο νόμος δεν ορίζει διαφορετικά. Έτσι, άμεσο έννομο συμφέρον για έγερση αναγνωριστικής αγωγής για την αναγνώριση ακυρότητας διαθήκης έχουν και οι τετιμημένοι με προγενέστερη έγκυρη διαθήκη, κληρονόμοι ή κληροδόχοι (ΑΠ 708/2015 ΝΟΜΟΣ).

Ο εκκαλών με τον πρώτο λόγο της ένδικης έφεσης παραπονείται για την απόρριψη σιγή από το πρωτοβάθμιο δικαστήριο των προταθέντων ισχυρισμών του περί αοριστίας της αγωγής και έλλειψης νομιμοποίησης και εννόμου συμφέροντος του ενάγοντος. Ο λόγος αυτός είναι αβάσιμος και πρέπει να απορριφθεί, διότι η αγωγή υπό το ανωτέρω εκτεθέν περιεχόμενο είναι πλήρως ορισμένη, ο δε ενάγων νομιμοποιείται στην άσκηση αυτής, αφού έχει έννομο συμφέρον ως τετιμημένος με προγενέστερη έγκυρη διαθήκη της ίδιας κληρονομουμένης, ενώ εξάλλου, με βάση τα επικαλούμενα στην αγωγή θεμελιωτικά του δικαιώματός του περιστατικά, νομιμοποιείται και ενεργητικά στην άσκηση της.

Περαιτέρω, από την επανεκτίμηση των ενόρκων καταθέσεων των μαρτύρων των διαδίκων, που εξετάστηκαν στο ακροατήριο του πρωτοβαθμίου δικαστηρίου και περιέχονται στα ταυτάριθμα με την υπ’ αρ. 3472/2012 μη οριστική απόφαση του πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης, από την με αρ. κατάθ. …………./24-10-2014 έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του διορισθέντος  με την προαναφερόμενη απόφαση πραγματογνώμονα, δικαστικού γραφολόγου, ……. ., από την με ημερομηνία 24-10-2013 έγγραφη γνωμοδότηση δικαστικής γραφολογίας του δικαστικού γραφολόγου ……………, που διορίστηκε τεχνικός σύμβουλος από την πλευρά του ενάγοντος, από την με ημερομηνία 27-11-2014 έκθεσης γραφολογικής γνωμοδότησης του ειδικού δικαστικού γραφολόγου ……………, που διορίστηκε τεχνικός σύμβουλος από την πλευρά του εναγομένου, και οι οποίες γνωμοδοτήσεις εκτιμώνται ελεύθερα (άρθρα 387 και 390 ΚΠολΔ), από την με αρ. …/8-5-2012 ένορκη βεβαίωση του μάρτυρα ……… ……… ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………, που λήφθηκε με επιμέλεια του εναγομένου, κατόπιν προηγούμενης νομότυπης κλήτευσης του ενάγοντος (βλ. με αρ. …/3-5-2012 έκθεση επίδοσης της δικαστικής επιμελήτριας Πρωτοδικείου Αθηνών, ………..), καθώς και από όλα ανεξαιρέτως  τα έγγραφα, που νόμιμα μετ’ επικλήσεως προσκομίζουν οι διάδικοι, είτε προς άμεση απόδειξη είτε για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, για μερικά από τα οποία γίνεται ειδική μνεία παρακάτω, χωρίς, ωστόσο, να παραληφθεί κάποιο για την ουσιαστική διερεύνηση της διαφοράς, καθώς και από τα διδάγματα της κοινής πείρας, που λαμβάνονται υπόψη αυτεπαγγέλτως, αποδείχθηκαν, κατά την κρίση του Δικαστηρίου, τα παρακάτω πραγματικά περιστατικά : Στις  31-10-2004 απεβίωσε στον Πειραιά, όπου κατοικούσε, η …………., η οποία κατέλειπε μόνους πλησιέστερους συγγενείς της τον σύζυγο της, ………., εναγόμενο στην ένδικη αγωγή, με τον οποίο δεν είχαν αποκτήσει παιδιά, και τον αδερφό της …………. Η ανωτέρω αποβιώσασα κατέλειπε την από 4-7-2004 ιδιόγραφη διαθήκη της, που δημοσιεύτηκε με τα υπ’ αρ. 891/2006 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς και κηρύχθηκε κυρία με την ταυτάριθμη με τα πρακτικά αυτά απόφασή του. Με την διαθήκη αυτή η κληρονομουμένη εγκατέστησε ως μοναδικό της κληρονόμο, στο σύνολο της κληρονομιαίας περιουσίας, τον εναγόμενο σύζυγό της. Συγκεκριμένα, το περιεχόμενο της εν λόγω ιδιόγραφης διαθήκης έχει ως εξής : «4/7/204 διαθικη ………. “οτι “εχω ε”ιναι τό άνδρα μου καί σέ κανενα άλο. (Υπογραφή)». Ωστόσο,  πριν την ανωτέρω ιδιόγραφη διαθήκη, η ανωτέρω αποβιώσασα με την υπ’ αρ. …./5-3-2002 δημόσια διαθήκη, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Μεγάρων ……… και δημοσιεύτηκε με τα υπ’ αρ. 2232/22-4-2005 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών είχε εγκαταστήσει κληρονόμους της τον μεν εναγόμενο σύζυγό της, στον οποίο κατέλειπε το 1/2 εξ αδιαιρέτου ενός διαμερίσματος επιφάνειας 54 τμ. του τέταρτου ορόφου πολυκατοικίας, που βρίσκεται επί της οδού ………..  αλλά και τον ενάγοντα (με τον οποίο δεν συνδεόταν με κάποια συγγενική σχέση), στον οποίο κατέλειπε ένα διαμέρισμα επιφάνειας 52 τμ. του δευτέρου ορόφου πολυκατοικίας, που βρίσκεται επί της οδού …………… στον Πειραιά. Την ανωτέρω διαθήκη ανακάλυψαν σε ένα συρτάρι επίπλου της κρεβατοκάμαρας του ζεύγους, η ξαδέρφη της θανούσας, …….., και η σύζυγος του αδερφού της (κουνιάδα της), .  ….., όταν πήγαν στην οικία της, μετά τον θάνατο της,  για να τακτοποιήσουν τον χώρο και να απομακρύνουν τα προσωπικά της είδη και τον ρουχισμό της. Πλην της ανωτέρω δημόσιας διαθήκης η αποβιώσασα  είχε αφήσει και άλλες προγενέστερες διαθήκες ρυθμίζοντας με διαφορετικό τρόπο κάθε φορά την τύχη της κληρονομιαίας περιουσίας της. Ειδικότερα, κατέλειπε : 1) Την υπ’ αρ. …./10-9-2001 δημόσια διαθήκη, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Μεγάρων  ……….. και δημοσιεύτηκε με τα υπ’ αρ. 52/31-3-2014 πρακτικά του Ειρηνοδικείου Μεγάρων. Με αυτήν εγκαθιστά κληρονόμο της την …………. (αδερφή του ενάγοντος) σε ένα ακίνητο εμβαδού 400 τμ. μετά της επ’ αυτού οικίας  ευρισκόμενο στη θέση «…..» Αλεποχωρίου. 2) Την από 18-9-2001 ιδιόγραφη διαθήκη, η οποία είχε κατατεθεί στον συμβολαιογράφο Πειραιά …………., εντός κλειστού φακέλου, συνταχθείσης της με αρ. ……/20-9-2001 πράξης κατάθεσης, και η οποία δημοσιεύτηκε με τα υπ’ αρ. 512/20-5-2005 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την διαθήκη αυτήν καταλείπει το διαμέρισμα επί της οδού ………  στον ανιψιό της ………… 3) Την υπ’ αρ. …../11-1-2002 δημόσια διαθήκη, που συνέταξε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά …………. και δημοσιεύτηκε με τα υπ’ αρ. 370/8-4-2005 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με την διαθήκη αυτή εγκαθιστά κληρονόμους της τον εναγόμενο σύζυγο της, στον οποίο αφήνει το 1/2 εξ αδιαιρέτου  στο διαμέρισμα επί της οδού …………, και το ποσό των 5.869,41 ευρώ, καθώς και την φίλη της …….., στην οποία αφήνει το διαμέρισμα επί της οδού ……… και το ακίνητο στο Αλεποχώρι.  4) Την υπ’ αρ. …../24-1-2002 δημόσια διαθήκη, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά ………. και δημοσιεύτηκε με τα υπ’ αρ. 302/18-3-2005 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με  αυτήν εγκαθιστά κληρονόμους της τον εναγόμενο σύζυγό της, στον οποίο αφήνει το 1/2 εξ αδιαιρέτου επί του διαμερίσματος στην οδό …….., και τον ανιψιό της ………., στον οποίο αφήνει όλη την υπόλοιπη περιουσία της. 5) Την υπ’ αρ. …./4-2-2002 δημόσια διαθήκη, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιά Αθηνάς …………. και δημοσιεύτηκε  με τα υπ’ αρ. 244/4-3-2005 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με αυτήν εγκαθιστά κληρονόμους τον εναγόμενο σύζυγο της, στον οποίο αφήνει το διαμέρισμα επί της οδού …………., και την ………, στην οποία αφήνει τα ακίνητα στην οδό …………. και στο Αλεποχώρι. 6) Την υπ’ αρ. …../13-2-2002 δημόσια διαθήκη, που συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Νίκαιας ………… και δημοσιεύτηκε με τα υπ’ αρ. 245/4-3-2005 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς. Με αυτήν εγκαθιστά κληρονόμους της τον εναγόμενο σύζυγό της, στον οποίο αφήνει το διαμέρισμα επί της οδού ………., και τον ……….., στον οποίο αφήνει το διαμέρισμα επί της οδού ……….. και το ακίνητο στο Αλεποχώρι.  Ακόμη, αποδείχθηκε ότι η θανούσα είχε παντρευτεί με τον εναγόμενο αρχές του 1970, αλλά από τον γάμο τους δεν απέκτησαν παιδιά, γεγονός που την έθλιβε βαθειά. Ζούσαν αρμονικά, μέχρι που απεβίωσε η ………., σε ιδιόκτητο διαμέρισμα τους, επί της οδού …. στον Πειραιά. Οι γραμματικές γνώσεις της κληρονομουμένης ήταν ελλιπείς, καθόσον φοίτησε μόνο στο δημοτικό σχολείο, μετά την περίοδο της κατοχής, χωρίς και πάλι η παρακολούθηση των τάξεων να είναι τακτική και σταθερή, καθόσον αυτή είχε αναλάβει την φροντίδα του σπιτιού, διότι η μητέρα της, λόγω της δεινής οικονομικής  τους κατάστασης, ήταν αναγκασμένη και αυτή να εργάζεται. Γι’ αυτό και η θανούσα είχε μεγάλη δυσχέρεια στην γραφή και την ανάγνωση. Τα ανωτέρω  βεβαιώνει ενόρκως ο αδερφός της, …………., με τον οποίο διατηρούσαν πολύ καλές σχέσεις και ο οποίος αναγνώρισε τον γραφικό χαρακτήρα και την υπογραφή της θανούσας στην επίδικη διαθήκη. Αυτή, εξάλλου, απεβίωσε σε ηλικία 61 ετών, όχι από παθολογικά αίτια, αλλά λόγω πτώσης εξ ύψους. Με τον ενάγοντα, ηλικίας κατά τον χρόνο θανάτου της, 22 ετών, η αποβιώσασα δεν είχε  φιλικές ή κοινωνικές σχέσεις,  πλην μόνο με τους γονείς του, με τους οποίους υπήρξαν γείτονες στο Αλεποχώρι. Ενίοτε δε ο πατέρας του ενάγοντος, που ήταν κτηνοτρόφος, προμήθευε την κληρονομούμενη με γάλα ή προσέφερε τις υπηρεσίες του ως εργάτης για τον καθαρισμό του κήπου τους εκεί, πλην όμως δεν αποδείχθηκε ότι είχαν αναπτύξει και στενότερες οικογενειακές σχέσεις. Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι η επίδικη διαθήκη είναι γνήσια, καθώς  έχει γραφεί εξ ολοκλήρου από το χέρι της διαθέτιδος και φέρει την ιδιόχειρη υπογραφή της. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε μετά βεβαιότητας και ο δικαστικός γραφολόγος ………. στην από 27-11-2014 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησής του. Σε αντίθετα αποτελέσματα κατέληξαν ο διορισθείς από το δικαστήριο δικαστικός γραφολόγος ………. και ο δικαστικός γραφολόγος ……….., ο μεν πρώτος εκ των οποίων  καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, η υπογραφική χάραξη και οι γραφικές χαράξεις στην επίδικη από 4-7-2004 ιδιόγραφη διαθήκη με βεβαιότητα δεν ανήκουν στην αποβιώσασα, αλλά σε γραφικό φορέα, ο οποίος προσπάθησε ανεπιτυχώς να μιμηθεί τον γραφικό και υπογραφικό τύπο της,   ενώ ο δεύτερος καταλήγει στο συμπέρασμα ότι, η ως άνω διαθήκη δεν έχει χαραχτεί από την ………….με πολύ υψηλή πιθανότητα. Αξιολογώντας το παρόν Δικαστήριο τις παραπάνω γραφολογικές εκθέσεις, οι οποίες  καταλήγουν σε διαφορετικά συμπεράσματα σε σχέση με την γνησιότητα ή μη της επίδικης διαθήκης, προέκρινε ως περισσότερο αξιόπιστη την γνωμοδότηση του δικαστικού γραφολόγου . .. με τις ακόλουθες σκέψεις. Κατ’ αρχήν, τα προς σύγκριση για την υπογραφή της αποβιώσασας έγγραφα αποτελούν οι προαναφερόμενες διαθήκες της, η με αρ. …./30-3-2001 δήλωση αποδοχής κληρονομίας της συμβολαιογράφου Πειραιά ………., η αστυνομική της ταυτότητα, που εκδόθηκε στις 1-1-1990, δύο γραμμάτια είσπραξης του ΙΚΑ  με αρ. … και …. και με ημερομηνία 16-7-1984, δύο γραμμάτια είσπραξης του ΙΚΑ με αρ. … και …. και με ημερομηνία 12-6-1984, το με αρ. …./22-10-1984 πωλητήριο αυτοκινήτου και η από 19-12-1983 υπεύθυνη δήλωση  του Ν. 105/1969, που απευθύνεται προς το γραφείο Πολεοδομίας Δυτικής Αττικής. Όσον δε αφορά  τα προς σύγκριση για την γραφή της αποβιώσασας έγγραφα είναι μόνο η από 18-9-2001 ιδιόγραφη διαθήκη της, που κατατέθηκε στον συμβολαιογράφο …………, και ο φάκελος, μέσα στον οποίο αυτή παραδόθηκε προς τον συμβολαιογράφο, στο έμπροσθεν φύλλο του οποίου έχει αναγραφεί η φράση «ο φάκελο αύτος περιεχη την ιδιοχραφη διαθικη μου ή διαθετης». Είναι ιδιαίτερα σημαντικό να τονιστεί ότι, ούτε ο διορισθείς από το δικαστήριο πραγματογνώμονας ούτε ο δικαστικός γραφολόγος-τεχνικός σύμβουλος, που διόρισε ο ενάγων, έλαβαν υπόψη τους ως συγκριτικό υλικό για την γραφή της διαθέτιδος τον προαναφερόμενο φάκελο (στοιχείο, που αξιολογήθηκε ιδιαίτερα από το Δικαστήριο υπέρ της αυξημένης αξιοπιστίας της γραφολογικής γνωμοδότησης του ……….). Ειδικότερα, τώρα, αναφορικά με τις γνήσιες υπογραφές της αποβιώσασας, που βρίσκονται στα προς σύγκριση έγγραφα (τα οποία χρονολογούνται από το 1984, το 1990, το 2001 και το 2002), σημειώνεται ότι αυτές –στοιχείο στο οποίο συμφωνούν και οι τρεις δικαστικοί γραφολόγοι- προοδευτικά εγκαταλείπουν την πλήρη αναγραφή του επωνύμου «..» και χαράσσουν τα δύο πρώτα γράμματα «Κα» του επωνύμου «….» και καταλήγουν στη μορφή των υπογραφών του Μαρτίου του 2002, οι οποίες χαράσσουν μόνο το γράμμα «Κ» εγκαταλείποντας και το γράμμα «α». Σύμφωνα με την έκθεση γραφολογικής πραγματογνωμοσύνης του πραγματογνώμονα …… ., η ελεγχόμενη υπογραφική χάραξη (αυτή στην επίδικη διαθήκη) πραγματοποιείται με τρεις κινήσεις α) με μία κάθετη καθοδική, ελαφρώς διαγώνια (στο νοητό κάθετο άξονα) γραμμής «ι» με μικρό εκκινητικό γάντζο (στη δεξιά πλευρά της γραμμής), β) με μία εγγραφή τύπου «<»,  με ελαφρώς καμπύλες τις διαγώνιες γραμμές και με κλειστή θηλιά στη μεσαία ζώνη (του σχηματιζόμενου από αυτές τις γραμμές «Κ»), που ακολουθείται από κυκλικό σχηματισμό με φορά αντίθετη των δεικτών του ρολογιού (η πρώτη από τις δύο κινήσεις εγγραφής του «α») και τέλος με τον σχηματισμό των υπολοίπων πεζών γραμμάτων και του καταληκτικού μορφώματος που ολοκληρώνει τη χάραξη, χωρίς διακοπή της συνέχειας κίνησης και ανασήκωσης του γραφικού μέσου. Η δε εγγραφή του «Κ» πραγματοποιείται σε δύο χρόνους, με μία κάθετη γραμμή «ι» και μία εγγραφή τύπου «<», με ελαφρώς καμπύλες τις διαγώνιες γραμμές και με κλειστή θηλιά στη μεσαία ζώνη. Χαρακτηριστικά της ελεγχόμενης υπογραφής αναφέρονται  από τον πραγματογνώμονα : ταχύτητα κανονική-γρήγορη, γραφική πίεση κανονική με έντονες αυξομειώσεις και ισχυρό σε σημεία ανάγλυφο, ενώ το «Κ» και το καταληκτικό μόρφωμα είναι σχηματισμένα με μικρότερη γραφική πίεση, κατεύθυνση οριζόντια-ελαφρώς ανοδική, κλίση των γραμμάτων προς τα δεξιά, χάραξη που ολοκληρώνεται σε τρεις γραφικούς χρόνους, διάσταση του κεφαλαίου γράμματος κανονική σε σχέση με τα πεζά και μεσογραμματικές αποστάσεις ασταθείς. Ως χαρακτηριστικά δε των υπογραφών της διαθέτιδος του συγκριτικού υλικού  αναφέρονται : ταχύτητα κανονική-μέτρια, γραφική πίεση κανονική χωρίς ανάγλυφο και ομοιόμορφη χωρίς αυξομειώσεις, κατεύθυνση οριζόντια, κλίση γραμμάτων όρθια και ελαφρώς δεξιά, χάραξη που ολοκληρώνεται σε δύο γραφικούς χρόνους (και σε χρονικά  μεταγενέστερες υπογραφές σε έναν), διάσταση του κεφαλαίου γράμματος «Κ» μικρή αναλογικά με τα πεζά γράμματα, μεσογραμματικές αποστάσεις ασταθείς. Σύμφωνα με την ίδια πραγματογνωμοσύνη, οι συγκρινόμενες υπογραφικές χαράξεις της κληρονομούμενης παρουσιάζουν (στη διαδρομή του χρόνου) τρεις φόρμες, την εκτενέστερη ολόγραφο –γραμματικού τύπου, την μεσαίου εύρους μεικτού τύπου και τη σύντομη μονογραφικού τύπου χάραξη, κάθε ένας δε από αυτούς τους υπογραφικούς τύπους αποτελεί μετεξέλιξη και απλοποίηση του προηγούμενου υπογραφικού τύπου. Κατά την άποψη, λοιπόν,  του πραγματογνώμονα, πρόκειται για υπογραφικές χαράξεις, οι οποίες έχουν μεν διαφορετικό υπογραφικό μοτίβο, αλλά έχουν όμοια τα βασικά δομικά τους χαρακτηριστικά καθώς και τα επιμέρους μορφολογικά τους γνωρίσματα και το κοινό χαρακτηριστικό σε όλες είναι η χάραξη του «Κ» σε μία κίνηση με ένωση εγγραφών τύπου «ν» και «ι». Αυτός καταλήγει στο ότι, όλες οι (γνήσιες) υπογραφικές χαράξεις της αποβιώσασας παρουσιάζουν σημαντικές διαφορές σχηματιστικής αποτύπωσης (διαφορετικότητα στα εξωτερικά χαρακτηριστικά και στο οπτικό αποτέλεσμα των χαράξεων), οι οποίες δικαιολογούνται πλήρως από τη μεγάλη χρονικά απόσταση, που τις χωρίζει, αφού στο πέρασμα του χρόνου είναι φυσιολογικό για κάποιους γραφικούς φορείς να μεταβάλλουν-μεταλλάσσουν την υπογραφή τους, βρίσκονται, όμως, σε ένα φυσιολογικό εύρος μεταβλητότητας, καθώς έχουν κοινά τα βασικά δομικά τους χαρακτηριστικά, τα εσωτερικά, δηλαδή, στοιχεία. Από τα ανωτέρω προκύπτει, λοιπόν, ότι, ενώ ο πραγματογνώμονας διαπιστώνει ότι οι γνήσιες υπογραφές της διαθέτιδος παρουσιάζουν μεν διαφοροποιήσεις με το πέρασμα το χρόνου, πλην όμως θεωρούνται φυσιολογικές μέσα στα πλαίσια της εξελικτικής διαδικασίας της γραφής, εντούτοις την υπογραφή στην επίδικη διαθήκη, η οποία, όπως προκύπτει τόσο από την οπτική εξέταση, στην οποία προέβη το ίδιο το Δικαστήριο, όσο και από την αντιπαραβολή των ως άνω αναφερόμενων από τον πραγματογνώμονα χαρακτηριστικών της σε σχέση με τα χαρακτηριστικά των συγκρινόμενων υπογραφών, εμφανίζεται ποιοτικά συμβατή με τις μη αμφισβητούμενες υπογραφές της, καταλήγει να  θεωρεί, όλως αντιφατικά, ότι δεν εντάσσεται σε ένα φυσιολογικό εύρος μεταβλητότητας της υπογραφής, ούτε στο πλαίσιο των γραφικών δυνατοτήτων της θανούσας. Δηλαδή, αν και ο πραγματογνώμονας διαγιγνώσκει ευρύ πεδίο μεταβλητότητας της υπογραφής της θανούσας, καταλήγει να αξιολογεί την επίδικη υπογραφή, η οποία σαφώς και έχει κοινά χαρακτηριστικά με τις γνήσιες –όπως αυτά εκτέθηκαν και στην πραγματογνωμοσύνη του και αναφέρονται πιο πάνω-, ως μη προερχόμενη από την θανούσα, επειδή παρουσιάζει ανομοιογένειες. Επιπλέον, σημαντική ανακρίβεια στην πραγματογνωμοσύνη αποτελεί η διαπίστωση του πραγματογνώμονα ότι, κοινό χαρακτηριστικό σε όλες τις υπογραφές της διαθέτιδος είναι ότι η χάραξη του αρχικού γράμματος «Κ» γίνεται σε μία κίνηση με ένωση εγγραφών τύπου «ν» και «ι» (βλ. σελ. 23 πραγματογνωμοσύνης). Ωστόσο, αυτός διαψεύδεται από αμφότερους τους τεχνικούς συμβούλους των διαδίκων, οι οποίοι εξετάζοντας τις υπογραφές του συγκριτικού υλικού διαπιστώνουν ότι, ενίοτε, η χάραξη του αρχικού γράμματος «Κ» στην υπογραφή της θανούσας γίνεται είτε με μία, είτε και με δύο κινήσεις. Συγκεκριμένα, ο δικαστικός γραφολόγος ……………. αναφέρει στην  γνωμοδότησή του (σελ. 10) ότι, «Οι γνήσιες υπογραφές της …. .. προοδευτικά εγκαταλείπουν την πλήρη αναγραφή του επωνύμου “….” και χαράσσουν τα δύο πρώτα γράμματα “Κα” του επωνύμου “…” σε έναν ή δύο χρόνους χάραξης…». Επιπλέον δε, και από την οπτική επισκόπηση της υπογραφής της διαθέτιδος στο με αρ. …………. γραμμάτιο είσπραξης του ΙΚΑ είναι εμφανές ότι, το αρχικό γράμμα του επωνύμου της «Κ» έχει χαραχθεί, όχι σε έναν, αλλά σε δύο χρόνους, όπως ακριβώς συμβαίνει και με την υπογραφή της στην επίδικη διαθήκη. Άλλη ανακρίβεια στην διενεργηθείσα πραγματογνωμοσύνη συνιστά και η παρατήρηση του πραγματογνώμονα ότι, στην γραφική χάραξη του αρχικού γράμματος «Κ» υπάρχει εκκινητικός γάντζος από την αριστερή πλευρά αυτού, ενώ η υπογραφή στην επίδικη διαθήκη φέρει τον εκκινητικό γάντζο από την δεξιά πλευρά. Εντούτοις, στην (γνήσια) υπογραφή της θανούσας, που έχει τεθεί στο με αρ. …… γραμμάτιο είσπραξης  του ΙΚΑ, ο εκκινητικός γάντζος εντοπίζεται δεξιά του γράμματος «Κ», όπως ακριβώς και στην υπογραφή, που έχει τεθεί στην επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη. Προβαίνοντας δε ο ανωτέρω πραγματογνώμονας σε συγκριτική αντιπαραβολή των γνήσιων υπογραφών της διαθέτιδος με την επίδικη υπογραφή  καταλήγει στο γενικό και  όλως αόριστο συμπέρασμα (σελ. 33 της πραγματογνωμοσύνης) ότι, «παρατηρείται διαφοροποίηση στα δομικά χαρακτηριστικά στοιχεία που αφορά κατεξοχήν στο μέγεθος των γραφικών χαρακτήρων, στις αναλογίες των γραμμάτων, στην έκταση της συνολικής χάραξης, στην ταχύτητα, στο ρυθμό, στην γραφική πίεση, στην κλίση (μερικώς), στην κατεύθυνση (μερικώς), στα διάταξη, στη μορφή, στους χρόνους χάραξης, στις συνδετικές γραμμές και στα ιδιαιτέρως προσωπικά χαρακτηριστικά των γραφικών συνηθειών (γραφικές ιδιομορφίες) καθώς επίσης απόκλιση παρατηρείται ως προς τα μορφολογικά χαρακτηριστικά στοιχεία  των επί μέρους γραμμάτων», χωρίς, όμως, να καθιστά σαφείς τις διαφοροποιήσεις αυτές, υποδεικνύοντας  τις  συγκεκριμένα και χωριστά ανά κατηγορία, η μόνη δε διαφοροποίηση, για την οποία κάνει χωριστή μνεία, είναι για την χάραξη του γράμματος «Κ» (βλ. σελ. 34 πραγματογνωμοσύνης). Η ίδια ασάφεια εντοπίζεται και στην αξιολόγηση, που κάνει ο άνω πραγματογνώμονας, της γραφικής πίεσης των υπογραφών της θανούσας, χαρακτηριστικό που, όπως και ο ίδιος αναφέρει, είναι ιδιαζόντως προσωπικό και δυσκόλως αντιγράψιμο. Ειδικότερα, ο εν λόγω πραγματογνώμονας, αντιπαραβάλλοντας την ελεγχόμενη υπογραφή με τις υπογραφές του συγκριτικού υλικού, αναφέρει για την μεν πρώτη, ότι η γραφική πίεση είναι κανονική με έντονες αυξομειώσεις και ισχυρό ανάγλυφο το δε «Κ» και το καταληκτικό μόρφωμα είναι σχηματισμένα με μικρότερη γραφική πίεση, ενώ για τις άλλες,  ότι η γραφική πίεση, όπου μπορεί να αξιολογηθεί, είναι κανονική χωρίς ανάγλυφο και ομοιόμορφη χωρίς αυξομειώσεις. Ωστόσο, όπως παρατηρείται στην γνωμοδότηση του τεχνικού συμβούλου …….. (ο τεχνικός σύμβουλος ………….. δεν κάνει καμία αναφορά στο χαρακτηριστικό αυτό της υπογραφής), σχετικά με τη γραφική πίεση της επίδικης υπογραφής, αυτή εμφανίζεται με «διαφοροποιημένη κατανομή της γραφικής πίεσης σε ανοδικής και καθοδικής κατεύθυνσης γραφικές κινήσεις με τις τελευταίες εντονότερες σε πάχος γραφικού ίχνους ή χρωματική ένταση. Το ανάγλυφο της οπίσθιας όψης του χάρτου στα σημεία της χάραξης είναι μέτριο, δεν παρατηρούνται διακοπές στην παροχή της πίεσης κατά μήκος των ιχνών, το γραφικό ίχνος είναι έντονο χρωματικά και σχετικά ευκρινές. Σε δεδομένα σημεία της χάραξης και ιδιαίτερα στις αλλαγές κατεύθυνσης της γραφικής κίνησης στο ανώτερο ή κατώτερο τμήμα των γραμμάτων (κυρίως των καμπυλόμορφων) εντοπίζονται στίγματα μελάνης λόγω μικροσπασμού της χειρός, στοιχείο που καθίσταται περισσότερο εμφανές λόγω της κακής ποιότητας ή κατάστασης της γραφίδας». Αναφορικά με το προαναφερόμενο χαρακτηριστικό, η επίδικη υπογραφή παρουσιάζει σημαντική ποιοτική συμβατότητα με τις γνήσιες υπογραφές της θανούσας, καθότι είναι κοινός, όχι μόνον ο τρόπος κατανομής της γραφικής πίεσης (όπως αναλύθηκε αμέσως παραπάνω), αλλά και ο σχηματισμός των στιγμάτων μελάνης  λόγω σπασμού της χειρός, ενώ ο συνδυασμός των στοιχείων αυτών δημιουργεί ένα τέτοιο διαγνωστικό «κράμα» γραφολογικών χαρακτηριστικών, το οποίο είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τη νευρομυική δομή της χειρός σε ανατομικό επίπεδο, στοιχείο, το οποίο υποδεικνύει την προέλευση των αντιπαραβαλλόμενων υπογραφών από το ίδιο χέρι. Αξιοσημείωτο, εξάλλου, είναι ότι ο τεχνικός σύμβουλος του ενάγοντος, …………., στην συνταχθείσα γραφολογική γνωμοδότησή του διαπιστώνει μεταξύ άλλων, και αυτός, ότι, η  επίδικη υπογραφή εμφανίζει την ίδια γραμματική μορφή αποτύπωσης του επωνύμου «……» όπως και οι παλαιότερες (προ του 2001) υπογραφές της αποβιώσασας, επιβεβαιώνοντας έτσι την επιστημονική άποψη και του τεχνικού συμβούλου του εναγομένου, ………….. Ο τελευταίος στην έγγραφη γνωμοδότησή του συμπεραίνει εν τέλει ότι, η υπογραφή της θανούσας στην επίδικη ιδιόγραφη διαθήκη είναι γνήσια, καθότι εντάσσεται στο πεδίο γραφικής μεταβλητότητας της χειρός, όχι μόνο ως μορφολογική απεικόνιση, αλλά τόσο ως ιδεολογική σύλληψη όσο και ως επιμέρους κατάτμηση των γραφικών κινήσεων της χειρός και του αντίστοιχου περιεχομένου του. Πέραν αυτών, εφόσον η θανούσα απλοποιούσε συν τω χρόνω την υπογραφή της, εφόσον η επίδικη διαθήκη προήλθε από την πλευρά του εναγομένου συζύγου της, ο οποίος προφανώς γνώριζε την υπογραφή της το τελευταίο διάστημα, δεν θα υπήρχε λόγος προσφυγής σε ένα υπογραφικό μοντέλο του παρελθόντος (του 1984), αλλά θα επιδίωκε να αναπαράξει το υπογραφικό μοντέλο της πρόσφατης περιόδου, δηλαδή τη μονογραφή. Περαιτέρω, ως προς τις γραφικές χαράξεις της αποβιώσασας, ο διορισθείς από το δικαστήριο πραγματογνώμονας, αναφερόμενος στο μόνο έγγραφο, που εξέτασε, την από 18-9-2001 ιδιόγραφη διαθήκη της, σημειώνει, μεταξύ άλλων, ότι αυτές παρουσιάζουν μία επιμελή εικόνα, διαμορφώνονται από κινήσεις αυθόρμητες και φυσικές και καταδεικνύουν ένα εξελικτικά μέτριο επίπεδο γραφής,  μικρής έντασης γραφική αστάθεια με ανεπαίσθητο τρεμούλιασμα, χωρίς ορθογραφικά λάθη, σποραδική χρήση πνευμάτων της καθαρεύουσας και συνέπεια στην χρήση τονισμού των λέξεων σε αντίθεση με την προσβαλλόμενη ιδιόγραφη διαθήκη, όπου οι χαράξεις στο σύνολό τους παρουσιάζουν μη επιμελή εικόνα, με στοιχεία αποδόμησης, με επαναχαράξεις και αστάθεια αρχικά, που όσο προχωρά μετατρέπεται σε γραφή μερικώς πιο άνετη και αυξανόμενη γραφική ευχέρεια, με ορθογραφικά λάθη, με χρήση πνευμάτων της καθαρεύουσας και χωρίς συνέπεια στην χρήση του τονισμού των λέξεων. Ιδιαιτέρως, ο ανωτέρω πραγματογνώμονας επισημαίνει ως αξιοπρόσεχτα στοιχεία διαφοροποίησης της γραφικής χάραξης  την γραφική πίεση, που στα δείγματα γραφής της αποβιώσασας είναι αισθητά πιο αδύναμη, και το τρέμουλο, τα οποία δεν παρατηρούνται στην επίδικη διαθήκη. Στο τελικό συμπέρασμά του ο πραγματογνώμονας καταλήγει ότι, το κείμενο της επίδικης διαθήκης είναι γραμμένο από άτομο, που προσπαθεί ανεπιτυχώς να αποκρύψει τον προσωπικό γραφικό του χαρακτήρα  και να παράγει γραφή, που κατά τη λογική του προσομοιάζει με γραφή ηλικιωμένου ατόμου καθώς οι αμφισβητούμενοι γραφικοί σχηματισμοί και η αμφισβητούμενη υπογραφή φέρουν χαρακτηριστικά, τα οποία, όχι μόνο απέχουν από τα αντίστοιχα οικεία των χαράξεων της …………… και δεν εντάσσονται σε ένα φυσιολογικό εύρος μεταβλητότητας, αλλά κυρίως δεν εμπεριέχονται στο πλαίσιο των γραφικών δυνατοτήτων της, εκτιμά δε ότι οι γραφικές αποτυπώσεις της επίδικης διαθήκης «έγιναν από πρόσωπο με σχετική ικανότητα και δεξιοτεχνία, που πιθανότατα μετά από εκμάθηση των ιδιαιτεροτήτων της γραφής και υπογραφής της …………. προέβη στην ελεύθερη απομίμηση της γραφής και υπογραφής της». Εξετάζοντας την γνησιότητα του κειμένου της επίδικης διαθήκης  και ο τεχνικός σύμβουλος του ενάγοντος, την αντιπαραβάλλει με την ιδιόγραφη διαθήκη της 18-9-2001 και παρατηρεί διαφορά σε πολλά χαρακτηριστικά χάραξης με περισσότερο εμφανή τη διαφορά στο γράμμα «π», το οποίο σε όλη την από 18-9-2001 διαθήκη χαράσσεται με τρεις ευθείες τύπου «ι», «-», «ι», σε αντίθεση με την υπό έλεγχο διαθήκη, όπου χαράσσεται με καλλιγραφική δομή τύπου «W» καθώς και στο γράμμα «τ», το οποίο στη διαθήκη του 2001 χαράσσεται με δύο ευθύγραμμα τμήματα «-» και «ι», ενώ σπανιότερα εμφανίζεται και χάραξη σε έναν χρόνο, σε αντίθεση με την επίδικη διαθήκη, στην οποία χαράσσεται σε έναν χρόνο καμπυλόγραμμα. Καταλήγει δε, με πολύ υψηλή πιθανότητα, ότι η επίδικη διαθήκη δεν έχει γραφτεί από την ………. Σε αντίθετα συμπεράσματα, ωστόσο, κατέληξε ο τεχνικός σύμβουλος του εναγομένου, …………, του οποίου την γνωμοδότηση αναφορικά με τη γνησιότητα της γραφής της θανούσας το Δικαστήριο θεωρεί ως περισσότερο αξιόπιστη για τους παρακάτω λόγους. Αυτός στην από 27-11-2014 έκθεση γραφολογικής γνωμοδότησης καταρχήν επισημαίνει το γεγονός ότι, μεταξύ των δειγμάτων υπογραφής και γραφής της ………… εξέτασε και τον φάκελο, μέσα στον οποίο βρισκόταν η προαναφερθείσα από 18-9-2001 ιδιόγραφη διαθήκη της, τον οποίο οι άλλοι δύο δικαστικοί γραφολόγοι δεν εξέτασαν. Συγκεκριμένα, αναφέρει ότι μετέβη στο αρχείο διαθηκών του Πρωτοδικείου Πειραιώς και εξέτασε το πρωτότυπο έγγραφο της ως άνω διαθήκης, η οποία φυλασσόταν σε φάκελο λευκού χρώματος, μεσαίων διαστάσεων, που φέρει γραφή επί της εμπρόσθιας όψης επί τεσσάρων στίχων (με υπογραφή στον τελευταίο στίχο) καθώς και δύο υπογραφές στην οπίσθια όψη του φακέλου, όλες δε οι χαράξεις έχουν χαραχθεί με γραφίδα διαρκείας τύπου BIC, μελάνης μαύρου χρώματος. Το κείμενο, εξάλλου, της διαθήκης αυτής αποτελείται από μία σελίδα και 31 στίχους γραφής και υπογραφής (στον τελευταίο στίχο) επί κόλλας αναφοράς, με οριζόντια μόνο διαγράμμιση, φέρει ως ημερομηνία στον 29ο-30ο στίχο ως «δέκα οκτώ (18) Σεπτεμβρίου του έτους 2001» και ως τίτλο «Η ΔΙΑΘΗΚΗ ΜΟΥ» στον 1ο στίχο. Το δείγμα έχει χαραχθεί με δύο διαφορετικές γραφίδες διαρκείας τύπου BIC μελάνης κυανού χρώματος (άλλης απόχρωσης μελάνης γραφίδα για τους στίχους 1-30 και άλλης για την υπογραφή στον στίχο 31). Για την ανωτέρω ιδιόγραφη διαθήκη συντάχθηκε από τον συμβολαιογράφο ………. η υπ’ αρ. …../20-9-2001 πράξη  κατάθεσης εγγράφου, η οποία φέρει υπογραφικό δείγμα της αποβιώσασας, που έχει χαραχθεί με γραφίδα διαρκείας τύπου BIC, μελάνης κυανού χρώματος. Αντιπαραβάλλοντας τα ορθογραφικά λάθη του φακέλου με το κείμενο της  ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης  ο ………… καταλήγει ότι, το κείμενο της διαθήκης αυτής, ενόψει του ότι φέρει και εκφράσεις της καθαρεύουσας ή νομικής φύσεως, που δεν συνάδουν με το μορφωτικό επίπεδο της διαθέτιδος, δεν συντάχθηκε από αυτήν. Όπως διαπιστώνει και το παρόν Δικαστήριο από την οπτική σύγκριση των δύο κειμένων, το προσεγμένο και ελεγμένο κείμενο της ως άνω ιδιόγραφης διαθήκης σε  σχέση με το κείμενο, που έχει αναγραφεί στην εμπρόσθια όψη του φακέλου, παραπέμπει στην κρίση ότι,  πρόκειται είτε για κείμενο που δόθηκε στην διαθέτιδα, το οποίο και αντέγραψε, γι’ αυτό και είναι γραμμένο κάτω από συνθήκες επιμελέστερης προσπάθειας σε σχέση με το κείμενο του φακέλου, που χαρακτηρίζεται από αυθόρμητη έκφραση της χειρός, είτε γράφτηκε από τρίτο πρόσωπο και υπογράφηκε από την διαθέτιδα, λαμβανομένου υπόψη ότι το κείμενο της διαθήκης αυτής έχει χαραχθεί με δύο διαφορετικές γραφίδες, άλλης απόχρωσης μελάνης γραφίδα για τους στίχους 1-30 και άλλης για την υπογραφή στον στίχο 31. Γι’ αυτό και ο τεχνικός σύμβουλος του ενάγοντος, …………., αντιπαραβάλλοντας τις δύο ιδιόγραφες διαθήκες (την προαναφερόμενη και την επίδικη) εντοπίζει διαφορές στην μορφολογία  κάποιων γραμμάτων. Ωστόσο, είναι αναμφισβήτητο ότι, το κείμενο, που έχει γραφεί στην εμπρόσθια όψη του φακέλου, προέρχεται από την διαθέτιδα, καθόσον η ίδια παρέδωσε τον φάκελο αυτόν προς κατάθεση στον συμβολαιογράφο, συνταχθείσης προς τούτο της με αρ. …../20-9-2001 πράξης κατάθεσης, και δεν είναι λογικό η γραφή επ’ αυτού να προέρχεται από τρίτο πρόσωπο, αν μάλιστα ληφθεί υπόψη το επίπεδο των γραμματικών γνώσεων της θανούσας και η ανάγκη της να «επικυρώσει» κατά κάποιο τρόπο τη γνησιότητα (ως προερχόμενη από την ίδια) της εσωκλειόμενης ιδιόγραφης διαθήκης της. Συγκρίνοντας, λοιπόν, την γραφή στην επίδικη διαθήκη με την γραφή του κειμένου επί του φακέλου διαπιστώνεται ότι,  αυτές είναι συμβατές τόσο σε επίπεδο μορφολογικής προσέγγισης όσο και σε επίπεδο ιδεολογικής σύλληψης όλων των γραμμάτων. Ενδεικτικά, διαπιστώνονται οι παρακάτω ομοιότητες ανάμεσα στις δύο γραφικές χαράξεις, όπως αναφέρει και ο δικαστικός γραφολόγος …………, α) σε γραφοκινητικό επίπεδο : χαμηλό γραφοκινητικό επίπεδο, μεμονωμένη χρήση πολυτονικού συστήματος, ορθογραφικά λάθη, μέτριο επίπεδο γραφικής ευχέρειας και γραφή που δεν διαφοροποιείται από το σχολικό μοντέλο (βλ. σελ. 21-22 εν λόγω γνωμοδότησης), β) σε επίπεδο γραφικού αυθορμητισμού :  διαφοροποιημένη κατανομή γραφικής πίεσης σε ανοδικής και καθοδικής κατεύθυνσης, γραφικές κινήσεις με τις τελευταίες εντονότερες σε πάχος γραφικού ίχνους ή χρωματική ένταση, αργή ταχύτητα χάραξης, ενώ η έκταση των γραφικών μαζών στον χώρο είναι επικρατέστερη κατά τον κάθετο άξονα, γ) σε επίπεδο αισθητικής επεξεργασίας : χαμηλής ποιότητας μορφολογικές προσεγγίσεις των γραμμάτων, που χαρακτηρίζονται ως σχολικού επιπέδου, με πιο χαρακτηριστικές περιπτώσεις τα γράμματα «δ» «κ» «π», «ω» και «τ» (βλ. σελ. 23-24 εν λόγω γνωμοδότησης) και δ) σε επίπεδο κλίσης των γραμμάτων, η οποία είναι σε αμφότερα τα κείμενα κυρίως προς τα δεξιά (βλ. σελ. 30 εν λόγω γνωμοδότησης). Εξάλλου, ο διορισθείς πραγματογνώμονας, αναφορικά με την γραφή της διαθέτιδος στην επίδικη διαθήκη, παρατηρεί τα εξής : «δεν παρατηρείται το τρέμουλο των γραφικών και υπογραφικών χαράξεων του συγκριτικού υλικού. Η τρεμάμενη γραφή είναι εγγενές χαρακτηριστικό των χαράξεων της ……….. που συνοδεύει όλες τις εξεταζόμενες χαράξεις της από το έτος 1984 μέχρι και το έτος 2002. Έτσι λοιπόν οι επαναχαράξεις στην αρχή της διαθήκης (ενν. της επίδικης) και η προσποιητή γραφική αστάθεια αποτελεί μια προσπάθεια του γραφικού φορέα να προσδώσει στη γραφή της επίδικης διαθήκης όψη γραφής ηλικιωμένου ατόμου…. Εδώ αντιμετωπίζουμε το παράδοξο ενός ηλικιωμένου και πιθανώς ασθενούς προσώπου που οι γραφικές χαράξεις της διαθήκης του έτους 2004, τέσσερις περίπου μήνες πριν αποβιώσει, να έχουν πολύ πιο ισχυρή γραφική πίεση, καλύτερη ποιότητα χάραξης και δυναμισμό από τις προγενέστερες. Θα ανέμενε λοιπόν κανείς η γραφική πίεση να εξασθενεί και η γραφική  δεινότητα να φθίνει με το πέρασμα του χρόνου και με την προχωρημένη ηλικία του γράφοντος και όχι το αντίθετο». Ωστόσο, η παρατήρηση αυτή του πραγματογνώμονα δεν είναι ακριβής, δεδομένου ότι, το τρέμουλο που αυτός εντοπίζει μόνο στις επαναχαράξεις στην αρχή της επίδικης διαθήκης,  διαγιγνώσκεται και σε άλλα σημεία αυτής και υποδεικνύεται από τις «εξαρθρώσεις» των ιχνών και τα σημεία δισταγμού στην κίνηση λόγω της μειωμένης γραφικής ευχέρειας, στοιχείο που εντοπίζεται συχνά κοντά στις καμπυλόμορφες γραφικές κινήσεις. Άλλωστε, η θανούσα, όπως προαναφέρθηκε, όταν απεβίωσε ήταν ηλικίας μόλις 61 ετών, χωρίς προβλήματα υγείας, δεν ήταν, δηλαδή, τόσο ηλικιωμένη ή ασθενής, όπως θεωρεί ο πραγματογνώμονας, ώστε η γραφική της ικανότητα να είναι εξασθενημένη. Με βάση τα προεκτεθέντα πραγματικά περιστατικά και τις παραπάνω σκέψεις το Δικαστήριο άγεται στην κρίση ότι, η  επίδικη από 4-7-2004 ιδιόγραφη διαθήκη της …………. είναι γνήσια, καθότι έχει γραφτεί και υπογραφεί εξ ολοκλήρου από το χέρι της. Το γεγονός, άλλωστε, ότι η θανούσα τα τελευταία χρόνια  πριν τον θάνατο της είχε προβεί στη σύνταξη  περισσότερων διαθηκών, με τετιμημένους κάθε φορά διαφορετικά πρόσωπα, με σταθερά όμως τετιμημένο τον σύζυγό της, καταδεικνύει την συναισθηματική αστάθεια αυτής, η οποία και δικαιολογεί το 2004 την μεταστροφή της επιθυμίας της από αυτή, που αποτύπωσε το 2002 με την από 5-3-2002 δημόσια διαθήκη της -με την οποία εγκατέστησε κληρονόμο αυτής και τον ενάγοντα-, αφήνοντας πλέον ως μοναδικό κληρονόμο στην περιουσία της τον σύζυγο της.

Κατόπιν όλων των ανωτέρω, επομένως, αφού αποδείχθηκε η γνησιότητα της επίδικης ιδιόγραφης διαθήκης, η ένδικη αγωγή είναι απορριπτέα ως ουσία αβάσιμη και άρα το πρωτοβάθμιο δικαστήριο, που έκανε αυτή δεκτή και αναγνώρισε την ακυρότητα  της, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, γενομένου δεκτού ως ουσία βάσιμου του σχετικού δεύτερου λόγου έφεσης. Ακολούθως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει δεκτή ως ουσία βάσιμη και, αφού εξαφανιστεί η εκκαλουμένη, ως προς όλες τις διατάξεις της,  να κρατηθεί η υπόθεση από το παρόν δικαστήριο για να δικάσει την αγωγή. Στη συνέχεια, πρέπει να απορριφθεί αυτή ως ουσία αβάσιμη και τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου-εκκαλούντος, για αμφότερους τους βαθμούς δικαιοδοσίας, να επιβληθούν σε βάρος του ενάγοντος, λόγω της ήττας του (άρθρα 176, 183, 191 § 2 ΚΠολΔ), όπως ειδικότερα ορίζονται στο διατακτικό, ενώ πρέπει να διαταχθεί και η επιστροφή του παραβόλου έφεσης στον εκκαλούντα, διότι η έφεσή του έγινε δεκτή στην ουσία της (άρθρο 495 § 3 ΚΠολΔ).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

ΔΙΚΑΖΕΙ κατ’ αντιμωλία των διαδίκων την από 8-6-2018 (άρ. κατάθ…………../2018) έφεση.

ΔΕΧΕΤΑΙ την έφεση τυπικά και κατ’ ουσίαν.

ΕΞΑΦΑΝΙΖΕΙ την εκκαλουμένη υπ’ αρ. 1226/2018 οριστική απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

ΚΡΑΤΕΙ την υπόθεση.

ΔΙΚΑΖΕΙ την αγωγή και

ΑΠΟΡΡΙΠΤΕΙ αυτήν.

ΕΠΙΒΑΛΛΕΙ τα δικαστικά έξοδα του εναγομένου –εκκαλούντος σε βάρος του ενάγοντος-εφεσίβλητου, τα οποία ορίζει σε δύο χιλιάδες τετρακόσια (2.400) ευρώ.

ΔΙΑΤΑΣΣΕΙ την επιστροφή του παραβόλου της έφεσης στον εκκαλούντα.

ΚΡΙΘΗΚΕ, αποφασίστηκε στον Πειραιά στις  5 Δεκεμβρίου 2019.

 

        Η ΠΡΟΕΔΡΟΣ                                                   Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

Και αντ΄ αυτής

λόγω μεταθέσεως

αναχωρήσεώς της,

η αρχαιότερη της

σύνθεσης Εφέτης,

Γεωργία Λάμπρου

 

 

Δημοσιεύτηκε δε στο ίδιος μέρος, σε έκτακτη δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριό του, χωρίς την παρουσία των διαδίκων και των πληρεξούσιων δικηγόρων τους, στις 18 Φεβρουαρίου 2020, με άλλη από την αναφερόμενη στην αρχή της παρούσας σύνθεση λόγω μετάθεσης και αναχώρησης των μελών του Αμαλίας Μήλιου, Προέδρου Εφετών, και Αγγελικής Δέτση, Εφέτη, ήτοι συγκροτούμενο από τους Δικαστές, Γεωργία Λάμπρου, Προεδρεύουσα Εφέτη, Αικατερίνη Κοκόλη και Ελευθέριο Γεωργίλη, Εφέτες, και με Γραμματέα τη Γεωργία Λογοθέτη, απόντων των διαδίκων και των πληρεξουσίων τους δικηγόρων.

Η ΠΡΟΕΔΡΕΥΟΥΣΑ                                                     Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ

ΕΦΕΤΗΣ