Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 163/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Δεδικασμένο. Για τον προσδιορισμό των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου, σε περίπτωση απορρίψεως της εφέσεως κατ’ ουσίαν, λαμβάνεται υπόψη τόσο η πρωτόδικη, όσο και η κατ’ έφεση απόφαση. Ως προς το δεδικασμένο, σε περίπτωση που στη σχετική δικαστική απόφαση υφίσταται αντίφαση μεταξύ των αιτιολογιών της και του διατακτικού αυτής, υπερισχύει το διατακτικό, εκτός, εάν υπάρχει περίπτωση διόρθωσης του διατακτικού.

 

Αριθμός      163/2020     

ΤΟ ΜΟΝΟΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

Αποτελούμενο από το Δικαστή Ιωάννη Αποστολόπουλο Εφέτη, τον οποίο όρισε ο Πρόεδρος του Τριμελούς Συμβουλίου Διεύθυνσης του Δικαστηρίου τούτου, και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 1355/2018 οριστικής αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την ειδική διαδικασία των περιουσιακών διαφορών (εργατικών διαφορών), αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 11-9-2017 (υπ’ αριθ. ………../2017 εκθ. κατάθεσης) αγωγής των εναγόντων και ήδη εκκαλούντων κατά της εναγομένης και ήδη εφεσίβλητης, έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η εκκαλούμενη απόφαση επιδόθηκε στην εφεσίβλητη στις 23-3-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. …./23-3-2018 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Εφετείο Πειραιώς, με έδρα στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ……….) και η έφεση κατατέθηκε στις 28-3-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ………./29-3-2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς), και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517, 518 παρ. 1 και 591 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Με την ανωτέρω αγωγή, επί της οποίας εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση, οι ενάγοντες και ήδη εκκαλούντες εξέθεσαν ότι προσελήφθησαν από την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη εταιρία, με συμβάσεις εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, ο μεν πρώτος στις 18-7-1988, ο δε δεύτερος στις 1-11-1999, για να εργασθούν ως χειριστές ανυψωτικών μηχανημάτων, ότι αυτή (εναγομένη) τους κατέταξε στην υπό στοιχεία ΔΕ2 μισθολογική κατηγορία προσωπικού, ενώ θα έπρεπε να τους εντάξει, βάσει των αναφερομένων τυπικών προσόντων τους και την ισοτιμία των τίτλων σπουδών τους, που είχαν καταθέσει, στην υπό στοιχεία ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία. Ότι, κατόπιν άρνησης της εναγομένης, να τους εντάξει στην ως άνω ορθή μισθολογική κατηγορία (ΔΕ3), άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγομένης την από 23-12-2010 (υπ’ αριθ. …../24-12-2010 εκθ. καταθ.) αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4214/2014 απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου (όπως συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2728/2015 απόφασή του), η οποία, ήδη, έχει καταστεί τελεσίδικη, αφού οι κατ’ αυτής εφέσεις αυτών και της εναγομένης απορρίφθηκαν, δυνάμει της υπ’ αριθ. 403/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Ότι με την ανωτέρω απόφαση, από την οποία απορρέει σχετικό δεδικασμένο, υποχρεώθηκε η εναγομένη να τους εντάξει στην υπό στοιχεία ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία και αναγνωρίσθηκε ότι η εναγομένη τους οφείλει, λόγω της ως άνω εσφαλμένης υπαγωγής τους στην προαναφερθείσα  μισθολογική κατηγορία (ΔΕ2), τις σχετικές μισθολογικές διαφορές, από την 1-1-2005. Επίσης, βάσει των προαναφερθέντων, οι ενάγοντες ζήτησαν, λόγω της σχετικής παροχής της εργασίας τους, να υποχρεωθεί η εναγόμενη να καταβάλει στον πρώτο από αυτούς το συνολικό ποσό των 19.135,28 ευρώ και στο δεύτερο από αυτούς το συνολικό ποσό των 22.386 ευρώ για τις κατά τα ως άνω μισθολογικές διαφορές, βάσει των διατάξεων των επικληθεισών Ειδικών Επιχειρησιακών Συλλογικών Συμβάσεων Εργασίας του υπαλληλικού προσωπικού της εναγομένης και ειδικότερα διαφορών για μισθούς, αμοιβή απλών υπερωριών κατά τις καθημερινές, αμοιβή για νυκτερινή εργασία, αμοιβή για εργασία κατά τα Σάββατα, Κυριακές και αργίες, επιδόματα εορτών και αδείας, που αφορούν το χρονικό διάστημα των ετών 2005 έως 2010, καθώς και για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, επειδή, κατά τους ισχυρισμούς τους, η εναγόμενη, παρανόμως και υπαιτίως, δεν τους ενέταξε στην ως άνω ορθή μισθολογική κατηγορία (ΔΕ3), όπως κάθε επιμέρους κονδύλιο, αναλυτικώς, εκτίθεται στην αγωγή, με το νόμιμο τόκο από τότε που κάθε κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, άλλως από την επίδοση της προαναφερθείσας από 28-12-2010 προγενέστερης αγωγής τους, άλλως από την επίδοση της ένδικης αγωγής. Με την εκκαλούμενη απόφαση το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δέχθηκε κατά ένα μέρος την ανωτέρω αγωγή και υποχρέωσε την εναγομένη να καταβάλλει στον πρώτο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 10.009,6 ευρώ και στο δεύτερο των εναγόντων το συνολικό ποσό των 8.502,32 ευρώ, με το νόμιμο τόκο ως προς το ποσόν των δεδουλευμένων αποδοχών και υπερεργασίας από το τέλος εκάστου μηνός κατά τον οποίο έκαστο αγωγικό κονδύλιο κατέστη ληξιπρόθεσμο και απαιτητό, ως προς τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων, αποδοχές και επιδόματα αδείας από τις 31-12 εκάστου έτους, τα επιδόματα εορτών Πάσχα από 1-5 εκάστου έτους, το οποίο αφορά και όλα τα ανωτέρω ποσά μέχρι την ολοσχερή τους εξόφληση. Κατά της απόφασης αυτής παραπονούνται οι ενάγοντες- εκκαλούντες με την ένδικη έφεσή τους για λόγους, οι οποίοι ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων και ζητούν να μεταρρυθμισθεί η εκκαλούμενη απόφαση, ώστε να γίνει δεκτή η ανωτέρω αγωγή τους στο σύνολό της.

Ι. Σύμφωνα με το άρθρο 216 παρ. 1 του ΚΠολΔ για να είναι ορισμένη η αγωγή ώστε να μπορεί να αποτελέσει αντικείμενο της δικαστικής επιλύσεως της διαφοράς που έχει ανακύψει μεταξύ των διαδίκων, πρέπει να περιέχει: α)σαφή έκθεση των γεγονότων που κατά το νόμο θεμελιώνουν και δικαιολογούν την άσκησή της από τον ενάγοντα κατά του εναγομένου, β)ακριβή περιγραφή του αντικειμένου της διαφοράς και γ)ορισμένο και συγκεκριμένο αίτημα. Όταν στο δικόγραφο της αγωγής δεν περιέχονται τα προαναφερθέντα στοιχεία ή αυτά περιέχονται με ασάφεια ή είναι ελλειπή, ενόψει του ότι η έλλειψη αυτή δεν μπορεί να συμπληρωθεί με τις προτάσεις, ούτε με παραπομπή σε άλλα έγγραφα, ούτε από την εκτίμηση των αποδείξεων, καθίσταται μη νομότυπη η άσκηση της αγωγής, κατά συνέπεια, αυτή (αγωγή) να είναι απορριπτέα ως απαράδεκτη, λόγω αοριστίας. Μάλιστα, το ανωτέρω απαράδεκτο ερευνάται και αυτεπαγγέλτως, διότι ανάγεται στην προδικασία (βλ. ΑΠ 515/2016 ΝοΒ 2017 98, ΑΠ 540/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1067/2014 ΝΟΜΟΣ). Ειδικότερα, όταν πρόκειται για αγωγή με την οποία εργαζόμενος επιδιώκει την επιδίκαση δεδουλευμένων αποδοχών (ή διαφορών τέτοιων αποδοχών), επιδομάτων εορτών και αδείας, αμοιβή της εργασίας κατά τις Κυριακές και τη νύκτα και αμοιβή για παρασχεθείσα υπερωριακή εργασία, στοιχεία της βάσης της, που πρέπει ο ενάγων να επικαλεστεί και να προσδιορίσει (επαρκώς), είναι η σύμβαση εργασίας, η παροχή της εργασίας, ο συμβατικός ή νόμιμος μισθός  (ή/και της διαφοράς μεταξύ αυτού που έλαβε και έπρεπε να λάβει) και τα περιστατικά από τα οποία προκύπτουν οι αντίστοιχες για τις ανωτέρω αιτίες οφειλές του εργοδότη (βλ. ΑΠ 74/2009 ΝοΒ 2009 1166, ΑΠ 1340/2005 ΕλλΔνη 48 1070, ΕφΘεσ 584/2005 ΔΕΕ 2006 89).

Στην προκείμενη περίπτωση, η ανωτέρω αγωγή είναι ορισμένη, αφού περιέχονται σ’ αυτή, με σαφήνεια, τα στοιχεία, που αφορούν τη σχετική σύμβαση εργασίας, καθόσον οι ενάγοντες εκθέτουν σ’ αυτήν (αγωγή) ότι προσλήφθηκαν από την εναγομένη, βάσει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, αντιστοίχως, απασχολήθηκαν δε ως χειριστές ανυψωτικών μηχανημάτων, και ζητούν να τους καταβληθούν συγκεκριμένες διαφορές για τις αποδοχές τους, αναφέροντας, αναλυτικώς, τα σχετικά ποσά, τα οποία, κατά τους ισχυρισμούς τους, δικαιούνται για κάθε είδος αμοιβής τους, που αφορά στο εκάστοτε προσδιοριζόμενο χρονικό διάστημα, καθώς και τα αντίστοιχα ποσά που έχουν λάβει από την εναγομένη, χωρίς να είναι αναγκαία, κατά τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), η αναφορά επιπλέον στοιχείων για το ορισμένο αυτής, όπως αντίθετα αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται η εφεσίβλητη-εναγομένη.

ΙΙ. Κατά το άρθρο 321 του ΚΠολΔ το δεδικασμένο, το οποίο κατά το άρθρο 332 του ίδιου Κώδικα λαμβάνεται υπόψη και αυτεπαγγέλτως, σε κάθε στάση της δίκης, εμποδίζει το δικαστήριο να ερευνήσει την ίδια υπόθεση και πάλι, χάριν του δημόσιου συμφέροντος και προς αποφυγή εκδόσεως αντιφατικών αποφάσεων μεταξύ των αυτών διαδίκων, το δημιουργούν οι οριστικές αποφάσεις των πολιτικών δικαστηρίων που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας και έφεση, δηλαδή οι τελεσίδικες. Επίσης, κατά το άρθρο 324 του ΚΠολΔ το δεδικασμένο υπάρχει μεταξύ των ίδιων προσώπων, με την ίδια ιδιότητα παρισταμένων, μόνο για το δικαίωμα που κρίθηκε και εφόσον πρόκειται για το ίδιο αντικείμενο και για την ίδια ιστορική και νομική αιτία. Σημειωτέον ότι το δεδικασμένο από τελεσίδικη απόφαση δημιουργείται και όταν το αντικείμενο της δίκης που διεξάγεται μεταξύ των ιδίων προσώπων, είναι διαφορετικό από εκείνο που ζητήθηκε στη δίκη που προηγήθηκε, έχει, όμως, ως αναγκαία προϋπόθεση την ύπαρξη του δικαιώματος που κρίθηκε στη δίκη εκείνη, τούτο δε συμβαίνει, όταν στη νέα δίκη πρόκειται να κριθεί η ίδια έννομη σχέση και το ίδιο νομικό ζήτημα με αυτό το οποίο κρίθηκε με την προηγούμενη απόφαση. Το δεδικασμένο καλύπτει (ως ενιαίο σύνολο) ολόκληρο το δικανικό συλλογισμό βάσει του οποίου το δικαστήριο κατέληξε στην αναγνώριση ή όχι της επίδικης έννομης σχέσης. Συγκεκριμένα, καλύπτει όχι μόνο το δικαίωμα που κρίθηκε, δηλαδή την έννομη σχέση που διαγνώσθηκε, αλλά και την ιστορική αιτία που έγινε δεκτή από την απόφαση, υπό την έννοια των περιστατικών τα οποία ήταν αναγκαία για τη διάγνωση της έννομης σχέσης, καθώς και τη νομική αιτία, δηλαδή το νομικό χαρακτηρισμό που το δικαστήριο προσέδωσε στα πραγματικά περιστατικά, κατά την υπαγωγή τους στη σχετική διάταξη του νόμου (βλ. ΟλΑΠ 15/1998 ΕλλΔνη 39 303, ΑΠ 216/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 912/2001 ΝΟΜΟΣ, Δ. Κονδύλη «Το Δεδικασμένο κατά τον ΚΠολΔ» εκδ. 2η παρ. 12 αρ. 2 σελ. 197 επ.). Μάλιστα, το δεδικασμένο αποκλείει την αμφισβήτηση σε νεώτερη δίκη της έννομης σχέσεως που αποτελεί τη βάση της αξιώσεως, εφόσον δεν επήλθε μεταβολή του νομικού καθεστώτος, που διέπει μια έννομη σχέση ή των πραγματικών περιστατικών, που αποτελούν προϋπόθεση της σχέσης αυτής (βλ. ΑΠ 61/2006 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1570/2003 ΕλλΔνη 2004 411, ΑΠ 915/2001 ΕλλΔνη 2003 134, ΑΠ 1331/2001 ΕλλΔνη 2001 1562, ΑΠ 1174/1999 ΕλλΔνη 41 694, Δ. Κονδύλη ο.π. παρ. 19 αρ. 3 σελ. 364 επ.). Ακόμη, η εν λόγω απαγόρευση ενεργεί τόσο θετικά, με την έννοια ότι το δικαστήριο, ενώπιον του οποίου ανακύπτει, εξ αφορμής άλλης δίκης, είτε ως κύριο, είτε ως προδικαστικό, το ζήτημα που κρίθηκε με τελεσίδικη απόφαση, οφείλει να θέσει ως βάση της αποφάσεως του το δεδικασμένο που προκύπτει από την απόφαση αυτή, λαμβάνοντας το ως αμάχητη αλήθεια, έστω και αν η τελεσίδικη αυτή κρίση είναι σφαλερή (βλ. ΑΠ 61/2006 ο.π., ΑΠ 386/2000 ΕλλΔνη 2000 1312, ΑΠ 800/1994 ΕλλΔνη 37 121, ΕφΑθ 2445/2011 ΕΦΑΔ 2012 161, ΕφΑθ 2499/2008 ΕλλΔνη 2011 184), όσο και αρνητικά με την έννοια ότι απαγορεύεται η συζήτηση νέου ένδικου βοηθήματος ή μέσου για το ίδιο δικαίωμα για την ύπαρξη του οποίου υπάρχει δεδικασμένο (βλ. ΑΠ 1639/2003 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1025/1993 ΕλλΔνη 35 1565, ΕφΘεσ 564/2001 ΕλλΔνη 2001 767). Εξάλλου, στην περίπτωση κατά την οποία, ασκηθεί κατά πρωτόδικης αποφάσεως το ένδικο μέσο της έφεσης και το δευτεροβάθμιο δικαστήριο με τη σχετική απόφασή του δεχθεί τυπικώς την έφεση και απορρίψει αυτήν κατ’ ουσίαν, το αντίστοιχο δεδικασμένο θα κριθεί, τόσο ως προς το αντικείμενο του, όσο και ως προς την έκταση των ορίων του, από την απόφαση του εφετείου, σε συνδυασμό όμως και με την πρωτόδικη απόφαση. Ειδικότερα, η αναδρομή αυτή στην πρωτόδικη απόφαση επιβάλλεται, κυρίως, διότι μόνον αυτής το διατακτικό τελεί σε αναφορά με το αίτημα της αγωγής, δηλαδή δέχεται ή απορρίπτει  (ολικώς ή μερικώς) το αίτημα, ενώ το διατακτικό της εφετειακής απόφασης περιορίζεται στο να απορρίψει κατ’ ουσίαν την έφεση. Όταν, δηλαδή απορρίπτεται κατ’ ουσίαν η έφεση, το συμπέρασμα του νομικού συλλογισμού για το αντικείμενο της δίκης περιέχεται μόνο στο διατακτικό της πρωτόδικης απόφασης, η οποία αποτελεί στην περίπτωση αυτή και τον εκτελεστό τίτλο, κατά το άρθρο 904 παρ. 2 εδ. α΄ του ΚΠολΔ, αν είναι καταψηφιστική. Ως εκ τούτου, για τον προσδιορισμό των αντικειμενικών ορίων του δεδικασμένου, σε περίπτωση απορρίψεως της εφέσεως κατ’ ουσίαν, λαμβάνεται υπόψη τόσο η πρωτόδικη, όσο και η κατ’ έφεση απόφαση (βλ. Δ. Κονδύλη ο.π. παρ. 17 αρ. Ι 2 σελ. 320-321). Επίσης, όσον αφορά στο εν λόγω δεδικασμένο, σε περίπτωση που στη σχετική δικαστική απόφαση υφίσταται αντίφαση μεταξύ των αιτιολογιών της και του διατακτικού αυτής, υπερισχύει το διατακτικό, εκτός, εάν υπάρχει περίπτωση διόρθωσης του διατακτικού  (βλ. Δ. Κονδύλη ο.π. παρ. 17 αρ. ΙΙ 2 σελ. 334-335). Τέλος, από το συνδυασμό των άρθρων 315 και 319 του ΚΠολΔ προκύπτει ότι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση είναι αρμόδιο για τη διόρθωσή της, μάλιστα, αυτή (διόρθωση) μπορεί να γίνει και μετά την απόρριψη του ένδικου μέσου εναντίον της και τη μη εξαφάνισή της, οπότε κατά το χρόνο υποβολής της σχετικής αίτησης, αυτή (πρωτόδικη απόφαση) εξακολουθεί να διατηρεί τη νομική της ύπαρξη, όπως και προηγουμένως (βλ. ΑΠ 43/2007 ΙΣΟΚΡΑΤΗΣ, Μ. Μαργαρίτη – Α. Μαργαρίτη «Ερμηνεία ΚΠολΔ» εκδ. 2η αρθρ. 315 αρ. 17 σελ. 527-528).

ΙΙΙ.    Σύμφωνα με τα άρθρα 250 αριθ. 6 και 17, 251 και 253 του ΑΚ, η αξίωση για μισθούς και άλλες περιοδικώς επαναλαμβανόμενες παροχές από σύμβαση εργασίας, όπως αμοιβές για υπερωριακή απασχόληση, επιδόματα εορτών και αδείας κλπ, παραγράφεται σε πέντε έτη, (βλ. ΑΠ 768/2016, ΑΠ 695/2014, ΕφΔωΔ 12/2018 άπασες εις ΝΟΜΟΣ). Μάλιστα, στις αξιώσεις αυτές περιλαμβάνονται και αυτές από τη μη ένταξη του εργαζομένου στην προσήκουσα μισθολογική κατηγορία (βλ. ΟλΑΠ 4/2010 ΕλλΔνη 2010 666). Η παραγραφή αυτή αρχίζει μόλις λήξει το έτος, εντός του οποίου συμπίπτει η γέννηση εκάστης αξίωσης και είναι δυνατή η δικαστική επιδίωξή της. Επίσης, κατά τη διάταξη του άρθρου 261 του ΑΚ, όπως ίσχυε πριν από την αντικατάστασή του με το άρθρο 101 παρ. 1 του ν. 4139/2013, την παραγραφή διακόπτει η έγερση της αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την τελευταία διαδικαστική πράξη των διαδίκων ή του δικαστηρίου. Η ανωτέρω διάταξη αντικαταστάθηκε με το άρθρο 101 παρ. 1 του ν. 4139/20-3-2013 και στη νέα αντίστοιχη διάταξη ορίζονται τα εξής: «1. Την παραγραφή διακόπτει η άσκηση αγωγής. Η παραγραφή που διακόπηκε με τον τρόπο αυτό αρχίζει και πάλι από την έκδοση τελεσίδικης απόφασης ή την κατ’ άλλον τρόπο περάτωση της δίκης… 3. Η παρούσα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση». Το πρώτο εδάφιο της παρ. 1 δεν διαφέρει από την προϊσχύουσα ρύθμιση, παρά μόνον στην αντικατάσταση του όρου «έγερση» από τον σύγχρονο όρο «άσκηση» της αγωγής. Οι συνέπειες του ουσιαστικού δικαίου εξακολουθούν να εντοπίζονται στο χρονικό σημείο της έγκυρης επίδοσης της αγωγής, οπότε θεωρείται ότι ο εναγόμενος έλαβε γνώση της εναντίον του αγωγής. Ωστόσο, υφίσταται διαφοροποίηση από την προϊσχύσασα διάταξη του άρθρου 261 του ΑΚ, η οποία εντοπίζεται στο δεύτερο εδάφιο της πρώτης παραγράφου, το οποίο προβλέπει ταυτοχρόνως διακοπή και μία ιδιότυπη αναστολή της παραγραφής, μέχρι το χρονικό σημείο έκδοσης τελεσίδικης απόφασης ή περάτωσης της δίκης με άλλο τρόπο. Ο όρος «τελεσίδικη απόφαση» εννοεί την επερχόμενη με οποιοδήποτε τρόπο τελεσιδικία, όπως οριστική απόφαση που καθίσταται τελεσίδικη λόγω παρέλευσης των προθεσμιών για την άσκηση τακτικών ενδίκων μέσων, παραίτηση από το δικαίωμα άσκησής τους κλπ. Ακόμη, η τρίτη παράγραφος του (νέου) άρθρου 261 του ΑΚ ορίζει ότι η νέα διάταξη εφαρμόζεται και στις εκκρεμείς υποθέσεις, εφόσον δεν έχει εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση. Ως εκ τούτου, η νέα ρύθμιση ισχύει και για τις υποθέσεις, που η παραγραφή σε επιδικία έχει ήδη συμπληρωθεί, κατ’ εφαρμογή της διάταξης του άρθρου 261 του ΑΚ, όπως αυτή ίσχυε πριν την αντικατάστασή της, εφόσον βέβαια δεν είχε εκδοθεί τελεσίδικη απόφαση (βλ. ΑΠ 1117/2019 ΝΟΜΟΣ). Εξάλλου, σύμφωνα με τη διάταξη του άρθρου 268 του ΑΚ, κατά την οποία, κάθε αξίωση που βεβαιώθηκε με τελεσίδικη απόφαση ή με δημόσιο έγγραφο εκτελεστό παραγράφεται μετά είκοσι χρόνια και αν ακόμη η αξίωση καθαυτή υπαγόταν σε συντομότερη παραγραφή, εάν βεβαιωθεί με τελεσίδικη δικαστική απόφαση η ύπαρξη αξίωσης για τις προαναφερθείσες εργατικές αξιώσεις, η οποία υπόκειται κατ’ αρχήν στην ανωτέρω πενταετή παραγραφή του άρθρου 250 του ΑΚ, αρχίζει εικοσαετής παραγραφή. Η νέα, όμως, αυτή (εικοσαετής) παραγραφή προϋποθέτει αναγκαίως, κατά την έννοια του άρθρου 268 του ΑΚ, την ύπαρξη αξίωσης, που δεν έχει ήδη υποκύψει στη μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση (ή αναγνώριση) της επίδικης τότε αξίωσης, δεν επιφέρει αναβίωση της αξίωσης και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε χωρίς διακοπή κατά το άρθρο 261 του ΑΚ (βλ. ΟλΑΠ 24/2003, ΑΠ 1651/2018, ΑΠ 591/2017, ΑΠ 481/2015, άπασες εις ΝΟΜΟΣ, Παπαδοπούλου-Κλαμαρή σε ΑΚ Γεωργιάδη-Σταθόπουλου εκδ. 2η τομ. ΙΒ αρθρ. 268 αρ. 11 σελ. 1445).

ΙV. Εξάλλου, κατά τη διάταξη του άρθρου 254 παρ. 1 του ΚΠολΔ (όπως αντικαταστάθηκε με το άρθρο δεύτερο, παρ. 2 του άρθρου 1 του ν. 4335/2015), το Δικαστήριο μπορεί να διατάξει την επανάληψη της συζήτησης στο ακροατήριο, η οποία έχει κηρυχθεί περατωμένη, όταν κατά τη μελέτη της υπόθεσης ή τη διάσκεψη παρουσιάζονται κενά ή αμφίβολα σημεία, που χρειάζονται συμπλήρωση ή επεξήγηση, με απόφαση, που μνημονεύει απαραιτήτως τα ειδικά θέματα, που αποτελούν αντικείμενο της επαναλαμβανόμενης συζήτησης, η οποία θεωρείται συνέχεια της προηγούμενης. Κατά την έννοια της προαναφερθείσας διατάξεως, η οποία εφαρμόζεται και στο Εφετείο (βλ. ΟλΑΠ 1285/1982 ΝοΒ 31 (1983) 219, ΑΠ 527/1985 ΝοΒ 34 (1986) 196, ΕφΘεσ 925/2000 Αρμ 54 1132, ΕφΑθ 9839/1995 ΕλλΔνη 37 1099), η εξουσία του δικαστηρίου να διατάξει επανάληψη συζήτησης δεν υπόκειται σε περιορισμούς και επομένως έχει την εξουσία να διατάσσει την επανάληψη συζήτησης και προς προσκομιδή των αναγκαίων αποδεικτικών στοιχείων. Σημειωτέον ότι οι προαναφερθείσες διατάξεις του άρθρου 254 του ΚΠολΔ εφαρμόζονται και στις ειδικές διαδικασίες (άρθρο 591 παρ. 1 ΚΠολΔ), αφού διαφορετικά, θα ήταν αδύνατη η διάγνωση της ουσιαστικής αλήθειας, που είναι σημαντικότερη από την αρχή της οικονομίας της δίκης (βλ. ΕφΠειρΜον 291/2016 ΝΟΜΟΣ, Α. Κρητικό «Αποζημίωση από τροχαία αυτοκινητικά ατυχήματα» εκδ. 1998 σελ. 885 παρ. 2672).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος αποδείξεως, που εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου και περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης αυτού, τα οποία νομίμως προσκομίζουν οι διάδικοι, και όλων ανεξαιρέτως των εγγράφων, που οι διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, αποδείχθηκαν τα ακόλουθα:  Στις 18-7-1988, ο  πρώτος ενάγων (εκκαλών), και στις 1-11-1999, ο δεύτερος ενάγων (εκκαλών), προσελήφθησαν από την εναγόμενη και ήδη εφεσίβλητη (λειτουργούσας, αρχικώς, ως Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου και στη συνέχεια, μετά την έναρξη ισχύος του ν. 2688/1999, ως Ανώνυμη Εταιρία), βάσει συμβάσεων εξαρτημένης εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, που καταρτίσθηκαν μεταξύ των διαδίκων στις ανωτέρω ημερομηνίες, για να εργασθούν ως χειριστές ανυψωτικών μηχανημάτων. Μετά την ανωτέρω πρόσληψη,  οι ενάγοντες απασχολήθηκαν στη Διεύθυνση του Σταθμού Εμπορευματοκιβωτίων (Σ.ΕΜΠΟ) της εναγομένης σχετικώς με το χειρισμό οχημάτων στοιβασίας και μεταφοράς των εμπορευματοκιβωτίων (containers). Επίσης, ο πρώτος των εναγόντων είναι απόφοιτος και κάτοχος του από 20-1-1987 πτυχίου του 1ου  Τεχνικού  – Επαγγελματικού Λυκείου Δραπετσώνας (του ν. 1566/1985), τριετούς διάρκειας φοίτησης, του τμήματος ηλεκτρονικών εγκαταστάσεων και αυτοματισμού του ηλεκτρολογικού–ηλεκτρονικού τομέα. Ο δεύτερος των εναγόντων είναι απόφοιτος και κάτοχος του από 18-6-1986 πτυχίου του 1ου  Τεχνικού  – Επαγγελματικού Λυκείου Πειραιώς (του ν. 1566/1985), τριετούς διάρκειας φοίτησης, του τμήματος ηλεκτρονικών εγκαταστάσεων και αυτοματισμού του ηλεκτρονικού τομέα. Οι ενάγοντες είχαν υποβάλει τα ανωτέρω πτυχία τους στον αρμόδιο υπάλληλο της Διεύθυνσης Ανθρωπίνου Δυναμικού της εναγομένης, ως αποδεικτικά των τυπικών τους προσόντων, προκειμένου να ενταχθούν στο οργανόγραμμα της εναγομένης προς απασχόλησή τους στις αντίστοιχες θέσεις εργασίας. Η εναγομένη, βάσει των ως άνω τυπικών προσόντων, υπήγαγε, από την πρόσληψη τους, τους ενάγοντες στη μισθολογική κατηγορία υπό στοιχεία ΔΕ-2, στην οποία υπάγονται οι κάτοχοι πτυχίων της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης καθώς και οι κάτοχοι τίτλου σπουδών των Σχολών Μαθητείας του Ο.Α.Ε.Δ., των κατώτερων Τεχνικών Σχολών και της Υποχρεωτικής Εκπαίδευσης με την απαιτούμενη από τις σχετικές διατάξεις εμπειρία. Όταν, όμως, οι ενάγοντες ζήτησαν από την εναγομένη την υπαγωγή τους στην ανώτερη μισθολογική κατηγορία υπό στοιχεία ΔΕ-3, ισχυριζόμενοι ότι τα πτυχία των Τεχνικών και Επαγγελματικών Λυκείων (των ν. 576/1977 και 1566/1986), από τα οποία αποφοίτησαν, είναι ισότιμα με τα πτυχία των Μέσων Τεχνικών Σχολών, που λειτούργησαν σύμφωνα με την προ του ν. 576/1977 νομοθεσία, η εναγομένη αρνήθηκε να τους κατατάξει στην ανωτέρω μισθολογική κατηγορία (ΔΕ-3), επικαλούμενη ότι τα πτυχία τους δεν είναι τα προβλεπόμενα από τις οικείες συλλογικές συμβάσεις εργασίας (Σ.Σ.Ε.) του προσωπικού της για την κατάταξή τους στη μισθολογική κατηγορία αυτή‚ στην οποία κατατάσσονται μόνον οι υπάλληλοι της ΔΕ κατηγορίας που κατέχουν πτυχία μέσων Τεχνικών Σχολών που καταργήθηκαν με το ν. 576/1977. Κατόπιν, της ανωτέρω άρνησης της εναγομένης, για να εντάξει τους ενάγοντες στην προαναφερθείσα μισθολογική κατηγορία (ΔΕ3), αυτοί (μαζί με άλλους συνάδελφούς τους) άσκησαν, ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, κατά της εναγομένης, την από 23-12-2010 (υπ’ αριθ. …./24-12-2010 εκθ. καταθ.) αγωγή τους, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4214/2014 απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου (όπως συμπληρώθηκε με την υπ’ αριθ. 2728/2015 απόφασή του), η οποία, ήδη, έχει καταστεί τελεσίδικη, αφού οι κατ’ αυτής εφέσεις αυτών και της εναγομένης απορρίφθηκαν, δυνάμει της υπ’ αριθ. 403/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς. Με την ανωτέρω απόφαση, από την οποία απορρέει σχετικό δεδικασμένο, υποχρεώθηκε η εναγομένη να εντάξει τους ενάγοντες στην υπό στοιχεία ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία και αναγνωρίσθηκε ότι η εναγομένη τους οφείλει, λόγω της ως άνω εσφαλμένης υπαγωγής τους στην προαναφερθείσα μισθολογική κατηγορία (ΔΕ2), τις σχετικές μισθολογικές διαφορές. Οι ενάγοντες – εκκαλούντες ισχυρίζονται ότι, κατά το ως άνω δεδικασμένο, δικαιούνται τις ανωτέρω μισθολογικές διαφορές για το χρονικό διάστημα από 1-1-2005 έως 31-12-2010, και αιτούνται, με την ένδικη αγωγή τους, την επιδίκαση των αντίστοιχων χρηματικών ποσών. Αντιθέτως, η εναγομένη – εφεσίβλητη, με τις προτάσεις της, που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, ισχυρίζεται ότι, σύμφωνα με το ως άνω δεδικασμένο, αυτή όφειλε να εντάξει του ενάγοντες στην υπό στοιχεία ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία από την 8-10-2014, δηλαδή το χρόνο που εκδόθηκε η ανωτέρω  υπ’ αριθ. 4214/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αφού, κατά τους ισχυρισμούς της, δεν ορίσθηκε προγενέστερος χρόνος εντάξεως των εναγόντων στην προαναφερθείσα μισθολογική κατηγορία (ΔΕ3). Επίσης, στο διατακτικό της ανωτέρω υπ’ αριθ. 4214/2014 αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς αναφέρεται, μεταξύ άλλων, ότι «… Αναγνωρίζει ότι η εναγομένη [νυν εφεσίβλητη] οφείλει στους  … 7ο [νυν 1ο εκκαλούντα]  …. 11ο  [νυν 2ο εκκαλούντα] … ενάγοντες τις μισθολογικές διαφορές που προκύπτουν από την εσφαλμένη υπαγωγή τους στην ΔΕ2 μισθολογική κατηγορία αντί της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας στους μεν … 7ο [νυν 1ο εκκαλούντα]  …. 11ο  [νυν 2ο εκκαλούντα] … ενάγοντες για το χρονικό διάστημα από 01.01.2007 μέχρι την άσκηση της αγωγής …». Ωστόσο, στο σκεπτικό της ίδιας ανωτέρω αποφάσεως (υπ’ αριθ. 4214/2014) αναφέρεται (στο 14ο φύλλο), μεταξύ άλλων, ότι «… Κατ’ ακολουθίαν όλων των ανωτέρω πρέπει … β)η με αριθμ. έκθεσης κατάθεσης ……./24.12.2010 αγωγή, καθ’ ο  μέρος ασκείται από τους … 7ο [νυν 1ο εκκαλούντα]  …. 11ο  [νυν 2ο εκκαλούντα] … ενάγοντες να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη, να υποχρεωθεί η εναγομένη [νυν εφεσίβλητη] να εντάξει τους παραπάνω …7ο [νυν 1ο εκκαλούντα]  …. 11ο  [νυν 2ο εκκαλούντα] … ενάγοντες στην ΔΕ3 μισθολογική κατηγορία και να αναγνωρισθεί ότι τους οφείλει τις μισθολογικές διαφορές που προκύπτουν από την εσφαλμένη υπαγωγή τους στην ΔΕ2 μισθολογική κατηγορία αντί της ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας, για το χρονικό διάστημα από 01.01.2005 μέχρι την άσκηση της αγωγής …». Έτσι, λόγω της ύπαρξης της ως άνω αντίφασης, σχετικώς με τα προαναφερθέντα χρονικά διαστήματα, μεταξύ του διατακτικού και του σκεπτικού της προαναφερθείσας αποφάσεως (υπ’ αριθ. 4214/2014) τίθεται ζήτημα διορθώσεως αυτής κατ’ άρθρον 315 του ΚΠολΔ. Επίσης, η ως άνω αντίφαση έχει επιρροή και στην έκταση του δεδικασμένου, το οποίο αφορά στην οφειλή της εναγομένης – εφεσίβλητης προς τους ενάγοντες – εκκαλούντες για τις αιτούμενες με την ένδικη αγωγή μισθολογικές διαφορές και ειδικότερα ως προς το χρονικό διάστημα που το δεδικασμένο αυτό καλύπτει. Σημειωτέον ότι, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο ΙΙ), η έκταση του σχετικού δεδικασμένου δεν μπορεί να διαπιστωθεί αποκλειστικώς από την προαναφερθείσα υπ’ αριθ. 403/2017 απόφαση του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς, ενόψει του ότι με την τελευταία δεν εξαφανίσθηκε η ανωτέρω υπ’ αριθ. 4214/2014 απόφαση του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, αλλά απορρίφθηκαν κατ’ ουσίαν οι εφέσεις κατ’ αυτής. Επίσης, πρέπει να σημειωθεί ότι το Δικαστήριο τούτο δεν μπορεί να προβεί στην ως άνω (τυχόν) διόρθωση της αποφάσεως αυτής (υπ’ αριθ. 4214/2014), καθόσον, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο ΙΙ), αρμόδιο για τη διόρθωσή της είναι το δικαστήριο που εξέδωσε την απόφαση αυτή, ενόψει του ότι μετά την απόρριψη των εφέσεων εναντίον της και της μη εξαφάνισής της, αυτή εξακολουθεί να διατηρεί τη νομική της ύπαρξη. Ακόμη, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ), το Δικαστήριο τούτο δεν μπορεί να αποφανθεί διαφορετικά από την ανωτέρω απόφαση ως προς το ζήτημα του χρονικού διαστήματος, που αφορά στην οφειλή της εναγομένης – εφεσίβλητης προς τους ενάγοντες – εκκαλούντες για τις αιτούμενες με την ένδικη αγωγή μισθολογικές διαφορές, ενόψει του ότι δεσμεύεται από το εν λόγω δεδικασμένο. Ως εκ τούτου, για την ασφαλέστερη κρίση του Δικαστηρίου τούτου επί του ανωτέρω ζητήματος, το οποίο αφορά στην ως άνω έκταση του εν λόγω δεδικασμένου, κρίνεται αναγκαία η προσκόμιση αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς περί της (τυχόν) διορθώσεως της υπ’ αριθ. 4214/2014 αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου, ως προς το ζήτημα της αναγνωρίσεως της οφειλής της εναγομένης – εφεσίβλητης προς τους ενάγοντες – εκκαλούντες για τις μισθολογικές διαφορές που προκύπτουν από την εσφαλμένη υπαγωγή τους στην υπό στοιχεία ΔΕ2 μισθολογική κατηγορία αντί της υπό στοιχεία ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας και ειδικότερα του χρονικού διαστήματος στο οποίο αφορά αυτή.

Περαιτέρω, η εναγομένη – εφεσίβλητη, με τις προτάσεις της, που κατέθεσε ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου, επαναφέρει την και πρωτοδίκως προβληθείσα ένστασή της περί της παραγραφής των εν λόγω αξιώσεων. Ειδικότερα, η εναγομένη – εφεσίβλητη ισχυρίζεται ότι, κατά το χρόνο που επιδόθηκε σ’ αυτήν η ένδικη αγωγή (δηλαδή την 14-9-2017), ήδη, είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της πενταετούς παραγραφής, του άρθρου 250 του ΑΚ, για τις αξιώσεις των εναγόντων, που οι τελευταίοι επιδιώκουν να ικανοποιήσουν με την ένδικη αγωγή (δηλαδή των ετών 2005, 2006, 2007, 2008, 2009 και 2010). Το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω ένσταση με την αιτιολογία ότι, λόγω του ανωτέρω δεδικασμένου, δηλαδή της βεβαίωσης των ένδικων αξιώσεων με την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση, η σχετική παραγραφή είναι εικοσαετής, κατ’ άρθρον 268 του ΑΚ, και όχι πενταετής (δεχόμενο την αντίστοιχη αντένσταση των εναγόντων). Ωστόσο, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο δεν περιέλαβε στην ως άνω αιτιολογία τους το ζήτημα του εάν η βεβαίωση των ένδικων αξιώσεων με την ανωτέρω τελεσίδικη απόφαση είχε διενεργηθεί πριν τη συμπλήρωση του χρόνου της ανωτέρω πενταετούς παραγραφής (του άρθρου 250 του ΑΚ), ενόψει του ότι, όπως προεκτέθηκε (υπό στοιχείο ΙΙΙ),  για να αρχίσει η εικοσαετής παραγραφή του άρθρου 268 του ΑΚ, πρέπει να υφίσταται αξίωση, που δεν έχει ήδη υποκύψει στην μέχρι της τελεσιδικίας ισχύουσα βραχυχρόνια παραγραφή, δεδομένου ότι η τελεσίδικη επιδίκαση (ή αναγνώριση) της επίδικης τότε αξίωσης, δεν επιφέρει αναβίωση της αξίωσης και κατά το μέρος που δεν έχει ασκηθεί και έχει πλέον αποσβεστεί λόγω παραγραφής, η οποία διέδραμε χωρίς διακοπή κατά το άρθρο 261 του ΑΚ. Ειδικότερα, δεν προσκομίζεται αντίγραφο της προγενέστερης από 23-12-2010 (υπ’ αριθ. ………/24-12-2010 εκθ. καταθ.) αγωγής των εναγόντων – εκκαλούντων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4214/2014 απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, η οποία, κατέστη τελεσίδικη, μετά την απόρριψη των κατ’ αυτής εφέσεων, δυνάμει της υπ’ αριθ. 403/2017 αποφάσεως του Μονομελούς Εφετείου Πειραιώς (η οποία δημοσιεύθηκε στις 25-7-2017), καθώς και αντίγραφο της έκθεσης επίδοσης αυτής (ή αντίγραφο της αγωγής με σχετική σημείωση περί επιδόσεως της) προς την εναγομένη – εφεσίβλητη, ώστε να διαπιστωθεί το εάν είχε συμπληρωθεί ο χρόνος της ανωτέρω πενταετούς παραγραφής μέχρι τη δημοσίευση της προαναφερθείσας αποφάσεως του Δικαστηρίου τούτου (υπ’ αριθ. 403/2017), ενόψει και της διακοπής της κατ’ άρθρον 261 του ΑΚ, με την άσκηση της ανωτέρω αγωγής των εναγόντων – εκκαλούντων.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, ενόψει της μη προσκόμισης των προαναφερθέντων εγγράφων, δεν καθίσταται εφικτός ο σχηματισμός δικανικής πεποίθησης περί των ουσιωδών για τη διάγνωση της εν λόγω υποθέσεως ζητημάτων της έκτασης του εν λόγω δεδικασμένου και της τυχόν συμπλήρωσης του χρόνου παραγραφής των ενδίκων αξιώσεων. Επομένως, πρέπει κατ’ εφαρμογήν του άρθρου 254 του ΚΠολΔ, πριν από την περαιτέρω έρευνα της ένδικης υποθέσεως, να αναβληθεί η έκδοση της οριστικής απόφασης και να διαταχθεί η επανάληψη της συζήτησής της για να προσκομισθεί α)αντίγραφο αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς περί της (τυχόν) διορθώσεως της υπ’ αριθ. 4214/2014 αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου, ως προς το ζήτημα της αναγνωρίσεως της οφειλής της εναγομένης – εφεσίβλητης προς τους ενάγοντες – εκκαλούντες για τις μισθολογικές διαφορές που προκύπτουν από την εσφαλμένη υπαγωγή τους στην υπό στοιχεία ΔΕ2 μισθολογική κατηγορία αντί της υπό στοιχεία ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας και ειδικότερα του χρονικού διαστήματος στο οποίο αφορά αυτή και β)αντίγραφο της από 23-12-2010 (υπ’ αριθ. ……./24-12-2010 εκθ. καταθ.) αγωγής των εναγόντων – εκκαλούντων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4214/2014 απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, καθώς και αντίγραφο της έκθεσης επίδοσης αυτής (ή αντίγραφο της αγωγής με σχετική σημείωση περί επιδόσεως της) προς την εναγομένη – εφεσίβλητη. Σημειωτέον ότι δεν πρέπει να περιληφθεί στην παρούσα απόφαση διάταξη περί της δικαστικής δαπάνης, γιατί αυτή δεν είναι οριστική (βλ. ΑΠ 608/2012 ΕΠολΔ 2012 342).

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Δέχεται τυπικά την έφεση.

Απορρίπτει όσα κρίθηκαν ως απορριπτέα στο σκεπτικό.

Αναβάλλει κατά τα λοιπά την έκδοση της οριστικής απόφασής του.

Διατάσσει την επανάληψη της συζήτησης της υπόθεσης προκειμένου να προσκομισθεί, με την επιμέλεια του επιμελέστερου από τους διαδίκους, α)αντίγραφο αποφάσεως του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς περί της (τυχόν) διορθώσεως της υπ’ αριθ. 4214/2014 αποφάσεως του ίδιου Δικαστηρίου, ως προς το ζήτημα της αναγνωρίσεως της οφειλής της εναγομένης – εφεσίβλητης προς τους ενάγοντες – εκκαλούντες για τις μισθολογικές διαφορές που προκύπτουν από την εσφαλμένη υπαγωγή τους στην υπό στοιχεία ΔΕ2 μισθολογική κατηγορία αντί της υπό στοιχεία ΔΕ3 μισθολογικής κατηγορίας και ειδικότερα του χρονικού διαστήματος στο οποίο αφορά αυτή και β)αντίγραφο της από 23-12-2010 (υπ’ αριθ. …/24-12-2010 εκθ. καταθ.) αγωγής των εναγόντων – εκκαλούντων, επί της οποίας εκδόθηκε η υπ’ αριθ. 4214/2014 απόφαση του προαναφερθέντος Δικαστηρίου, καθώς και αντίγραφο της έκθεσης επίδοσης αυτής (ή αντίγραφο της αγωγής με σχετική σημείωση περί επιδόσεως της) προς την εναγομένη – εφεσίβλητη.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε και δημοσιεύθηκε στον Πειραιά, στις 20-2-2020, σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού με απόντες τους διαδίκους και τους πληρεξούσιους δικηγόρους τους.

Ο ΔΙΚΑΣΤΗΣ                                           Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ