Μενού Κλείσιμο

Αριθμός Απόφασης 162/2020

ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

Προσβολή προσωπικότητας. Αυτή μπορεί να συνίσταται και σε ποινικά κολάσιμες πράξεις όπως η εξύβριση. Κριτήρια που συνεκτιμώνται από το δικαστήριο για τον καθορισμό του «εύλογου» χαρακτήρα του επιδικαζόμενου ποσού για χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης που δεν πρέπει να αντίκειται στην αρχή της αναλογικότητας.

 

Αριθμός     162 /2020

ΤΟ ΤΡΙΜΕΛΕΣ ΕΦΕΤΕΙΟ ΠΕΙΡΑΙΩΣ

——————-

Αποτελούμενο από τους Δικαστές Αντώνιο Πλακίδα, Πρόεδρο Εφετών, Ιωάννη Αποστολόπουλο, Εφέτη – Εισηγητή, Εμμανουηλία – Αλεξάνδρα Κεχαγιά, Εφέτη και από τη Γραμματέα Γ.Λ.

ΑΦΟΥ ΜΕΛΕΤΗΣΕ ΤΗ ΔΙΚΟΓΡΑΦΙΑ

ΚΑΙ ΣΚΕΦΤΗΚΕ ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΟ ΝΟΜΟ

Η κρινόμενη έφεση, η οποία στρέφεται κατά της υπ’ αριθ. 879/2018 οριστικής αποφάσεως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, που εκδόθηκε, κατά την τακτική διαδικασία, αντιμωλία των διαδίκων, επί της από 11-4-2010 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. ……/2010) αγωγής του ενάγοντος και ήδη εφεσίβλητου κατά του εναγομένου και ήδη εκκαλούντος (η οποία ασκήθηκε ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς, το οποίο με την υπ’ αριθ. 5017/2011 απόφασή του κηρύχθηκε καθ’ ύλην αναρμόδιο και παρέπεμψε αυτήν προς εκδίκαση στο Πολυμελές Πρωτοδικείο Πειραιώς), έχει ασκηθεί εμπροθέσμως, ενόψει του ότι η επίδοση της εκκαλούμενης αποφάσεως στον εκκαλούντα διενεργήθηκε στις 16-4-2018 (βλ. τη με την ίδια ημερομηνία σχετική σημείωση επί του αντιγράφου της εκκαλούμενης αποφάσεως του δικαστικού επιμελητή . ..) και η έφεση ασκήθηκε στις 14-5-2018 (βλ. την υπ’ αριθ. ………/14-5-2018 έκθεση κατάθεσης ενδίκου μέσου της γραμματέως του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς) και κατά τις νόμιμες διατυπώσεις, ενόψει του ότι καταβλήθηκε το ανάλογο παράβολο (άρθρα 19, 495 παρ. 1 και 4, 511, 513 παρ 1 περ. β, 516 παρ. 1, 517 και 518 παρ. 1 του ΚΠολΔ). Επομένως, πρέπει η υπό κρίση έφεση να γίνει τυπικώς δεκτή και να ερευνηθεί περαιτέρω ως προς το παραδεκτό και το βάσιμο των λόγων της, κατά την ίδια ως άνω διαδικασία, που εκδόθηκε η εκκαλούμενη απόφαση (άρθρο 533 του ΚΠολΔ).

Ο ενάγων και ήδη εφεσίβλητος, με την προαναφερθείσα αγωγή του, εξέθεσε ότι, στις 8-7-2009, κατά τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου … Αττικής, ο εναγόμενος, αναφερόμενος στο πρόσωπό του (ενάγοντος),  διέλαβε, μεταξύ άλλων, τη φράση «… έχει δείξει ανήθικη στάση απέναντι σε θεσμούς αθλητικούς και τον Αθλητικό Οργανισμό και την Ελληνική Ομοσπονδία Πυγμαχίας …», το οποίο είναι ψευδές και  ο εναγόμενος γνώριζε την αναλήθειά του, αλλά είχε σκοπό να πλήξει την τιμή και την υπόληψή του (ενάγοντος). Ότι ο εναγόμενος, με την προαναφερθείσα υπαίτια και παράνομη συμπεριφορά, η οποία παράλληλα στοιχειοθετεί την αντικειμενική και υποκειμενική υπόσταση της αξιόποινης πράξης της συκοφαντικής δυσφήμησης, προσέβαλε την προσωπικότητά του (ενάγοντος) και προκάλεσε σ’ αυτόν ηθική βλάβη. Επίσης, βάσει των προαναφερθέντων, ο ενάγων ζήτησε, μετά από παραδεκτό εν μέρει περιορισμό του καταψηφιστικού αιτήματος της αγωγής σε αναγνωριστικό, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος  να του καταβάλει το ποσό των 10.000 ευρώ και να αναγνωρισθεί ότι υποχρεούται να του καταβάλει το ποσό των 40.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση λόγω της ως άνω ηθικής βλάβης του, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής, να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να παραλείπει στο μέλλον να αναφέρεται στο πρόσωπό του (ενάγοντος) με την ίδια ανωτέρω φράση του, καθώς και με κάθε παρομοίου περιεχομένου φράση, με την απειλή χρηματικής ποινής 5.900 ευρώ και προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός μηνός, επιπλέον, να χορηγηθεί η άδεια σ’ αυτόν (ενάγοντα) να καταχωρίσει περίληψη της εκδοθησομένης απόφασης στις εφημερίδες ……………., με δαπάνες του εναγομένου.

Με την εκκαλούμενη απόφαση, η προαναφερθείσα αγωγή έγινε δεκτή κατά ένα μέρος και υποχρεώθηκε ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.000 ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα της επιδόσεως της αγωγής, ενώ απορρίφθηκε το αίτημα της αγωγής περί της υποχρεώσεως του εναγομένου να παραλείπει στο μέλλον να αναφέρεται στο πρόσωπό του (ενάγοντος) με την ίδια ανωτέρω φράση του, καθώς και με κάθε παρομοίου περιεχομένου φράση, με την απειλή χρηματικής ποινής 5.900 ευρώ και προσωπικής κράτησης διάρκειας ενός μηνός (ως αόριστο) και περί της χορηγήσεως στον ενάγοντα της άδειας να καταχωρίσει περίληψη της εκδοθησομένης απόφασης στις ανωτέρω εφημερίδες (ως μη νόμιμο). Κατά της ως άνω αποφάσεως παραπονείται ο εκκαλών με την κρινόμενη έφεσή του, για λόγους που στο σύνολό τους ανάγονται σε μη ορθή ερμηνεία και εφαρμογή του νόμου, καθώς και εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, και ζητεί να εξαφανιστεί, άλλως να μεταρρυθμιστεί, η προσβαλλόμενη απόφαση, ώστε η ανωτέρω αγωγή να απορριφθεί στο σύνολό της, όπως ειδικότερα εκτίθεται σ’ αυτήν (έφεση).

Ι. Κατά τη διάταξη του άρθρου 520 παρ. 1 του ΚΠολΔ, το δικόγραφο της έφεσης πρέπει να περιέχει τα κατά τα άρθρα 118 – 120 του ΚΠολΔ στοιχεία και τους λόγους της έφεσης, δηλαδή τις πλημμέλειες της προσβαλλομένης απόφασης, οι οποίες συνίστανται σε νομικά ή πραγματικά σφάλματα του δικαστηρίου ή, σε ορισμένες περιπτώσεις, και του ίδιου του εκκαλούντος. Οι λόγοι της έφεσης πρέπει να είναι σαφείς και ορισμένοι, ώστε να μπορεί να οριοθετηθεί η εξουσία του εφετείου, ενόψει, μάλιστα, της διάταξης του άρθρου 522 του ΚΠολΔ, που ορίζει ότι η υπόθεση μεταβιβάζεται στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο μέσα στα όρια που καθορίζονται από την έφεση (και τους τυχόν πρόσθετους λόγους αυτής) και να είναι σε θέση το δευτεροβάθμιο δικαστήριο να κρίνει για τη νομική και ουσιαστική βασιμότητά τους, αλλά και να μπορεί ο εφεσίβλητος να αμυνθεί, αποκρούοντας και ανασκευάζοντας αυτούς. Οι αόριστοι λόγοι έφεσης εξομοιώνονται με ανύπαρκτους και απορρίπτονται ως απαράδεκτοι και κατ’ αυτεπάγγελτη έρευνα του δικαστηρίου. Ειδικότερα, όταν αποδίδεται στην εκκαλούμενη απόφαση η πλημμέλεια της παραβίασης κανόνα ουσιαστικού δικαίου, πρέπει να αναφέρεται στο δικόγραφο της έφεσης ο κανόνας δικαίου που φέρεται ότι παραβιάσθηκε και τα περιστατικά, που κατά τον εκκαλούντα στοιχειοθετούν την αποδιδομένη νομική πλημμέλεια. Εάν, όμως, αποδίδεται στην εκκαλούμενη απόφαση η πλημμέλεια της εσφαλμένης εκτίμησης των αποδείξεων, ο σχετικός λόγος της έφεσης επαρκώς προσδιορίζεται εκ της μνείας ότι από την εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων οδηγήθηκε το πρωτοβάθμιο δικαστήριο σε εσφαλμένο πόρισμα και διατακτικό, ενώ δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση των επί μέρους σφαλμάτων περί την εκτίμηση των αποδείξεων, αφού το δευτεροβάθμιο δικαστήριο, λόγω του μεταβιβαστικού αποτελέσματος της έφεσης (άρθρο 522 ΚΠολΔ), είναι υποχρεωμένο να κρίνει την ορθότητα του διατακτικού της εκκαλούμενης απόφασης μετά από καθολική εκτίμηση της ουσίας της υπόθεσης και όχι μόνο βάσει των μερικότερων παραπόνων του εκκαλούντος, που συνδέονται με αυτή, τούτο δε επανεκτιμά εξ υπαρχής την ουσία της υπόθεσης και κρίνει την ορθότητα του διατακτικού (βλ. ΑΠ 202/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 574/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 356/2002 ΠειρΝομ 2002.139).

Στην προκείμενη περίπτωση, με τον πρώτο λόγο της ένδικης εφέσεως, ο εκκαλών, μεταξύ άλλων, ισχυρίζεται ότι «… η εκκαλουμένη απόφαση … εσφαλμένως και παρά το νόμο δέχθηκε ότι η επίδικη φράση μου “ανήθικη στάση’’ συνιστά εξύβριση – ή έστω φράση με σκοπό εξύβρισης – η χρησιμοποίηση της οποίας από εμένα υπερβαίνει καταφανώς την προσήκουσα ευπρέπεια και μετριότητα, με ειδικό σκοπό να προσβάλω την τιμή και την υπόληψη του αντιδίκου … Κατά συνέπεια η εκκαλουμένη όλως εσφαλμένως απέρριψε τον προβληθέντα πρωτοδίκως ισχυρισμό μου ότι η χρησιμοποίηση από εμένα της φράσεως “ανήθικη στάση’’ δεν υπερέβαινε σε καμία περίπτωση τα αντικειμενικώς αναγκαία μέτρα προς ικανοποίηση του δικαιολογημένου ενδιαφέροντος … ».  Ειδικότερα, με τον λόγο αυτό της εφέσεως, ο εκκαλών παραπονείται σχετικώς με την απόρριψη από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, με την εκκαλούμενη απόφαση, του ισχυρισμού του περί του ότι, ακόμη και αν ήθελε κριθεί ότι τα όσα ισχυρίσθηκε αποτελούν δυσφημιστικά γεγονότα και ως εκ τούτου προσβλητικά για την τιμή και την υπόληψη του ενάγοντος, αυτός (εκκαλών) τα ισχυρίσθηκε προκειμένου να εκδηλώσει το δικαιολογημένο ενδιαφέρον του και να προασπίσει το συμφέρον των αναφερομένων φορέων που εκπροσωπούσε, δηλαδή της εκ του άρθρου 367 παρ. 1 στοιχ. γ΄ του ΠΚ ένστασής του. Επίσης, από την επισκόπηση του δικογράφου της εφέσεως προκύπτει ότι το ως άνω παράπονο του εκκαλούντος δεν περιορίζεται στην εφαρμογή του νόμου, τις σχετικές διατάξεις του οποίου ουδόλως εκθέτει, αλλά περιλαμβάνει την εκτίμηση των αντίστοιχων περιστατικών από το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, δηλαδή ο λόγος αυτός της εφέσεως αφορά στην εκτίμηση των σχετικών αποδείξεων. Επομένως, ενόψει του ότι, κατά την ορθή εκτίμηση του δικογράφου της ένδικης εφέσεως, ο πρώτος λόγος αυτής  ανάγεται στην εσφαλμένη εκτίμηση των αποδείξεων, ως προς την οποία  δεν είναι αναγκαία η εξειδίκευση των επί μέρους σφαλμάτων,  σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο Ι), ο ισχυρισμός του εφεσίβλητου περί αοριστίας του πρώτου λόγου της εφέσεως, ο οποίος περιλαμβάνεται στις κατατεθείσες ενώπιον του Δικαστηρίου τούτου προτάσεις του, είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

ΙΙ. Α. Περαιτέρω, με τις διατάξεις των άρθρων 57 και 59 του ΑΚ προστατεύεται η προσωπικότητα και κατ’ επέκταση η αξία του ανθρώπου ως ατομικό δικαίωμα, το οποίο κατοχυρώνεται στο άρθρο 2 παρ 1 του Συντάγματος, και η οποία (προσωπικότητα) αποτελεί πλέγμα αγαθών που συνθέτουν την υπόσταση του προσώπου και είναι αναπόσπαστα συνδεδεμένα μαζί του. Τα αγαθά αυτά δεν αποτελούν μεν αυτοτελή δικαιώματα, αλλά επί μέρους εκδηλώσεις – εκφάνσεις (πλευρές) του ενιαίου δικαιώματος επί της προσωπικότητας, όμως η προσβολή της προσωπικότητας σε σχέση με οποιαδήποτε από τις εκδηλώσεις αυτές συνιστά προσβολή της συνολικής έννοιας αυτής. Τέτοια προστατευόμενα αγαθά είναι, μεταξύ άλλων, η τιμή και η υπόληψη κάθε ανθρώπου, είναι δε τιμή η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία βάσει της ηθικής αξίας που έχει λόγω της συμμόρφωσής του με τις νομικές και ηθικές του υποχρεώσεις, ενώ υπόληψη είναι η εκτίμηση που απολαμβάνει το άτομο στην κοινωνία βάσει της κοινωνικής του αξίας, συνεπεία των ιδιοτήτων και ικανοτήτων του για την εκπλήρωση των ιδιαίτερων κοινωνικών του έργων ή του επαγγέλματός του. Επίσης, προϋποθέσεις για την προστασία της προσωπικότητας, της οποίας η παράνομη και συγχρόνως υπαίτια προσβολή συνιστά ειδικότερη μορφή αδικοπραξίας, οπότε συνδυαστικά εφαρμόζονται και οι διατάξεις των άρθρων 914, 919, 920, 932 του ΑΚ, είναι, σύμφωνα με τις διατάξεις των ανωτέρω άρθρων, α)η ύπαρξη προσβολής της προσωπικότητας με πράξη ή παράλειψη άλλου που διαταράσσει μια ή περισσότερες εκδηλώσεις της σωματικής, ψυχικής, πνευματικής και κοινωνικής ατομικότητας του βλαπτόμενου κατά τη στιγμή της προσβολής, β)η προσβολή να είναι παράνομη, που συμβαίνει όταν η σχετική συμπεριφορά αντίκειται σε απαγορευτικό ή επιτακτικό κανόνα δικαίου, ο οποίος προστατεύει δικαίωμα ή συγκεκριμένο συμφέρον του ζημιωθέντος, μπορεί δε να συνίσταται σε θετική ενέργεια ή παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας από διάταξη νόμου ή από προηγούμενη συμπεριφορά του δράστη ή από υπάρχουσα έννομη σχέση μεταξύ αυτών ή από την καλή πίστη κατά την κρατούσα κοινωνική αντίληψη, δηλαδή η παράνομη συμπεριφορά συντελείται χωρίς δικαίωμα ή κατ’ ενάσκηση δικαιώματος, το οποίο όμως από άποψη έννομης τάξης είναι μικρότερης σπουδαιότητας, είτε ασκείται υπό περιστάσεις που καθιστούν την άσκηση αυτού καταχρηστική, σύμφωνα με το άρθρο 281 του ΑΚ ή το άρθρο 25 παρ. 3 του Συντάγματος, γ)υπαιτιότητα (πταίσμα) του προσβολέα, όταν πρόκειται για επιδίκαση χρηματικής ικανοποίησης λόγω ηθικής βλάβης, εξαιτίας της παράνομης προσβολής της προσωπικότητας, εκδηλούμενη είτε με τη μορφή του δόλου, είτε με τη μορφή της αμέλειας, η οποία υπάρχει, όταν δεν καταβάλλεται η επιμέλεια, που απαιτείται στις συναλλαγές (άρθρο 330 παρ. 2 ΑΚ) και δ)επέλευση ηθικής βλάβης στον προσβληθέντα, τελούσα σε αιτιώδη σύνδεσμο με την παράνομη και υπαίτια προσβολή. Σημειωτέον ότι ο νόμος καθιερώνει αντικειμενική ευθύνη του προσβάλλοντος μόνον ως προς την αξίωση για την άρση της προσβολής, ενώ για την αξίωση αποζημίωσης, καθώς και για τη χρηματική ικανοποίηση λόγω ηθικής βλάβης, εκείνου που έχει προσβληθεί, ο νόμος απαιτεί η προσβολή να είναι παράνομη και υπαίτια, όπως προαναφέρθηκε (βλ. ΟλΑΠ 8/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1212/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 97/2018 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 285/2012 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 273/2008 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1987/2007 ΕλλΔνη 2008. 500, Καράκωστα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου εκδ. 2η τομ. ΙΑ αρθρ. 57 αρ. 139-177 σελ. 811επ.,  Φουντεδάκη σε ΣΕΑΚ τομ. Ι. αρθρ. 57 αρ. 2-10 σελ. 138). Ακόμη, πρέπει να σημειωθεί ότι υπάρχει περίπτωση να συντρέχει κάποιος λόγος, ο οποίος να αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της εν λόγω προσβολής, τέτοιοι λόγοι προβλέπονται στο νόμο (όπως στα άρθρα 282-286 και 985 του ΑΚ, 20, 22, 25, 367, 371 παρ. 4, 304 παρ. 4 και 5 του ΠΚ) ή συνάγονται κατ’ αναλογία από τις αντίστοιχες διατάξεις ή από το γενικότερο πνεύμα της νομοθεσίας και ιδίως τους κανόνες της καλής πίστης (όπως η συναίνεση του παθόντος, η σύγκρουση καθηκόντων κ.λπ.).

Τέλος, από δικονομικής απόψεως, όσον αφορά το σχετικό βάρος της αποδείξεως, ο αιτών (ενάγων) την προστασία της προσωπικότητάς του πρέπει να επικαλεστεί και να αποδείξει τα γεγονότα που συνιστούν την παράνομη προσβολή αυτής, ενώ, ο εναγόμενος πρέπει να επικαλεσθεί και να αποδείξει την ύπαρξη του λόγου που αίρει τον παράνομο χαρακτήρα της σχετικής συμπεριφοράς του (βλ. Καράκωστα σε ΑΚ Γεωργιάδη – Σταθόπουλου ο.π. αρθρ. 57 αρ. 196 σελ. 829, Φουντεδάκη ο.π. αρθρ. 57 αρ. 50 σελ. 146).

Β. Εξάλλου, παράνομη προσβολή της προσωπικότητας δημιουργείται και από ποινικά κολάσιμη πράξη, όπως συμβαίνει όταν το άτομο προσβάλλεται στην τιμή και στην υπόληψή του με εξυβριστικές εκδηλώσεις ή με ισχυρισμούς δυσφημιστικούς ή πολύ περισσότερο, συκοφαντικούς κατά την έννοια των άρθρων 361-363 του ΠΚ. Ειδικότερα, κατά τις διατάξεις αυτές, εξύβριση διαπράττει όποιος προσβάλλει την τιμή άλλου με λόγο ή έργο ή με οποιονδήποτε άλλο τρόπο, δηλαδή προκαλεί αμφισβήτηση της ηθικής και κοινωνικής αξίας του προσώπου του παθόντος, είτε περιφρόνηση γι’ αυτόν από το δράστη, ο οποίος γνωρίζει ότι με τέτοια ενέργειά του προσβάλλεται η τιμή του άλλου (βλ. ΑΠ 1432/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 686/2017 ΝΟΜΟΣ). Επίσης, το έγκλημα της δυσφήμησης διαπράττει όποιος με οποιονδήποτε τρόπο ισχυρίζεται ενώπιον τρίτου ή διαδίδει για κάποιον άλλον γεγονός που μπορεί να βλάψει την τιμή ή την υπόληψή του, και αν το γεγονός είναι ψευδές και ο υπαίτιος γνώριζε το ψεύδος, τότε διαπράττει το έγκλημα της συκοφαντικής δυσφήμησης. Ως γεγονός, κατά τις ανωτέρω διατάξεις, νοείται κάθε περιστατικό του εξωτερικού κόσμου ή αντίθετη προς την ηθική ή την ευπρέπεια σχέση ή συμπεριφορά, εφόσον ανάγονται στο παρελθόν ή στο παρόν και υποπίπτουν στις αισθήσεις, ώστε να είναι δεκτικά απόδειξης, συνιστά δε ισχυρισμό του γεγονότος κάθε σχετική με αυτό ανακοίνωση, που βασίζεται είτε σε προσωπική αντίληψη ή γνώμη, είτε σε υιοθέτηση της γνώμης άλλου. Επίσης, διάδοση γεγονότος συνιστά η περαιτέρω απλή μετάδοση της σχετικής ανακοίνωσης που έγινε από άλλον. Αντιθέτως, δεν συνιστά γεγονός η έκφραση γνώμης ή συγκεκριμένης αξιολογικής κρίσης ή άλλοι χαρακτηρισμοί, εκτός αν αυτά σχετίζονται και συνδέονται άμεσα με γεγονός που συνιστά το κρίσιμο του αδικήματος στοιχείο, έτσι, ώστε ουσιαστικά να προσδιορίζουν την ποσοτική και ποιοτική βαρύτητά του, πράγμα που δεν συμβαίνει, όταν εκφράζονται ή εκδηλώνονται ανεξάρτητα και άσχετα με τον τρόπο αυτό (βλ. ΑΠ 841/2019 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1264/2016 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 611/2015 ΠοινΔνη 2016 583).

Γ. Περαιτέρω, κατά το άρθρο 367 παρ. 1 περ. α΄- δ΄ του ΠΚ, το άδικο των προβλεπόμενων στα άρθρα 361 επ. του ίδιου Κώδικα πράξεων αίρεται, μεταξύ των άλλων περιπτώσεων, που προβλέπονται στο άρθρο αυτό, και όταν πρόκειται για εκδηλώσεις που γίνονται για την εκτέλεση νόμιμων καθηκόντων, την άσκηση νόμιμης εξουσίας ή για τη διαφύλαξη (προστασία) δικαιώματος ή από άλλο δικαιολογημένο ενδιαφέρον ή σε ανάλογες περιπτώσεις (περ. γ΄ και δ΄). Η τελευταία αυτή διάταξη (άρθρου 367 ΠΚ) για την ενότητα της έννομης τάξης εφαρμόζεται αναλογικά και στο χώρο του ιδιωτικού δικαίου, όπως αυτός οριοθετείται από τις προαναφερθείσες διατάξεις των άρθρων 57-59 και 914 επ. του ΑΚ. Επομένως, με την κατά τα ως άνω άρση του άδικου χαρακτήρα των προαναφερθεισών αξιόποινων πράξεων, αποκλείεται και το στοιχείο του παρανόμου της επιζήμιας συμπεριφοράς ως όρου της αντίστοιχης αδικοπραξίας του αστικού δικαίου. Έτσι, η προβολή περιπτώσεως του άρθρου 367 παρ. 1 ΠΚ αποτελεί αυτοτελή ισχυρισμό καταλυτικό της αγωγής του προσβληθέντος (ένσταση), λόγω άρσεως του παρανόμου της προσβολής. Όμως, ο άδικος χαρακτήρας της πράξης, ως προς τις εξυβριστικές ή δυσφημιστικές εκφράσεις που περιέχει, δεν αίρεται στις προαναφερθείσες περιπτώσεις (λόγω δικαιολογημένου ενδιαφέροντος κ.λπ.) και συνεπώς παραμένει η ποινική ευθύνη του δράστη, άρα και η υποχρέωσή του προς αποζημίωση και χρηματική ικανοποίηση κατά το αστικό δίκαιο, όταν συντρέχει μία από τις περιπτώσεις της παρ. 2 του άρθρου 367 του ΠΚ, δηλαδή, όταν οι σχετικές κρίσεις περιέχουν τα συστατικά στοιχεία του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης των άρθρων 363-362 του ΠΚ, ή όταν από τον τρόπο εκδηλώσεως, ή από τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε η πράξη, προκύπτει σκοπός εξυβρίσεως, δηλαδή πρόθεση που κατευθύνεται ειδικά στην προσβολή της τιμής του άλλου. Ειδικότερα, κατά τις προαναφερθείσες διατάξεις, στην περίπτωση που δεν στοιχειοθετείται ούτε το έγκλημα της δυσφήμησης (άρθρο 366 παρ. 1 ΠΚ), είναι δυνατό να στοιχειοθετείται το από το άρθρο 361 του ΠΚ προβλεπόμενο έγκλημα της εξύβρισης, αν ο ισχυρισμός ή η διάδοση έγιναν κακόβουλα, δηλαδή από τον τρόπο που εκδηλώθηκε ή από τις περιστάσεις, υπό τις οποίες τελέστηκε η δυσφήμηση, προκύπτει σκοπός εξύβρισης από μέρους του δράστη, που υπάρχει, όταν ο συγκεκριμένος τρόπος εκδήλωσης της προσβλητικής συμπεριφοράς εν γνώσει του επιλέχθηκε, για να προσβληθεί η τιμή και η υπόληψη του άλλου. Τέλος, τα τελευταία περιστατικά περί του σκοπού εξύβρισης προτείνονται κατ’ αντένσταση από τον ενάγοντα κατά της ένστασης του εναγομένου, η οποία στηρίζεται στις ανωτέρω διατάξεις του άρθρου 367 παρ. 1 του ΠΚ (βλ. ΑΠ 611/2019, ΑΠ 169/2019, ΑΠ 521/2018, ΑΠ 1394/2017, ΑΠ 1264/2016, ΑΠ 134/2016 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).

ΙΙΙ. Επίσης, κατά την έννοια του άρθρου 932, το δικαστήριο της ουσίας, αφού δεχθεί ότι συνεπεία αδικοπραξίας προκλήθηκε σε κάποιο πρόσωπο ηθική βλάβη, καθορίζει στη συνέχεια το ύψος της οφειλόμενης γι’ αυτήν χρηματικής ικανοποίησης, βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και της λογικής, λαμβάνοντας ιδίως υπόψη, ως κριτήρια, το είδος της προσβολής, την έκταση της βλάβης, τις συνθήκες τέλεσης της αδικοπραξίας, τη βαρύτητα του πταίσματος του υπόχρεου, το τυχόν συντρέχον πταίσμα του δικαιούχου και την οικονομική και κοινωνική κατάσταση των διαδίκων μερών, χωρίς να απαιτείται η ειδικότερη αιτιολόγηση καθενός στοιχείου. Επίσης, κρίσιμος χρόνος για τον υπολογισμό του εύλογου αυτού χρηματικού ποσού είναι ο χρόνος της συζήτησης της υπόθεσης ενώπιον του πρωτοβάθμιου δικαστηρίου. Ακόμη, ο προσδιορισμός του ποσού της εύλογης χρηματικής ικανοποίησης αφέθηκε στην ελεύθερη εκτίμηση του δικαστηρίου. Ωστόσο, στη σχετική κρίση του τελευταίου, επιβάλλεται να τηρείται, κατά τον καθορισμό του ποσού που επιδικάζεται, η αρχή της αναλογικότητας, ως γενική νομική αρχή και μάλιστα αυξημένης τυπικής ισχύος (άρθρα 2 παρ. 1 και 25 του Συντάγματος), υπό την έννοια ότι η κρίση αυτή δεν πρέπει να υπερβαίνει τα ακραία όρια της διακριτικής του ευχέρειας, όπως αυτά διαπιστώνονται από τα δεδομένα τη κοινής πείρας και την κοινή περί δικαίου συνείδηση σε ορισμένο τόπο και χρόνο, που αποτυπώνονται στη συνήθη πρακτική των δικαστηρίων. Και τούτο, διότι μία απόφαση, με την οποία επιδικάζεται ένα ευτελές ή υπέρμετρα μεγάλο ποσό, ως δήθεν εύλογο, κατά την ελεύθερη κρίση του δικαστηρίου, προς αποκατάσταση της ηθικής βλάβης, ευτελίζει, στην πρώτη περίπτωση (όσον αφορά στο δικαιούχο – παθόντα), το σεβασμό της αξίας του ανθρώπου και στη δεύτερη (όσον αφορά στον υπόχρεο), το δικαίωμα της περιουσίας του, αφού το δικαστήριο, επεμβαίνοντας στη διαφορά μεταξύ ιδιωτών, πρέπει να τηρεί μια δίκαιη ισορροπία ανάμεσα στα αντιτιθέμενα συμφέροντα, με παράλληλη προστασία των θεμελιωδών δικαιωμάτων (βλ. ΑΠ 1146/2019, ΑΠ 1008/2019, ΑΠ 574/2019, ΑΠ 142/2019, ΑΠ 65/2019 άπασες εις ΝΟΜΟΣ).

ΙV. Εξάλλου, κατ’ άρθρον 281 του ΑΚ, η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται, αν υπερβαίνει προφανώς τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη, ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος. Κατά την έννοια της ως άνω διατάξεως ως «καλή πίστη» θεωρείται η συμπεριφορά του χρηστού και συνετού ανθρώπου, που επιβάλλεται κατά τους συνηθισμένους τρόπους ενεργείας, ενώ ως κριτήριο των «χρηστών ηθών» χρησιμεύουν οι ιδέες του κατά γενική αντίληψη χρηστώς και εμφρόνως σκεπτόμενου ανθρώπου. Επίσης, για την εφαρμογή της διατάξεως αυτής απαιτείται, κατά περίπτωση, συνδυασμός των σχετικών στοιχείων ή συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγόμενων στη συμπεριφορά τόσο του δικαιούχου όσο και του υποχρέου (εφόσον όμως του τελευταίου τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του δικαιούχου και δεν είναι άσχετη με αυτήν), ώστε η άσκηση του δικαιώματος να αποβαίνει αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου (βλ. ΑΠ 94/2010 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 1460/2005 ΕλλΔνη 2006. 185, ΑΠ 1518/2004 ΝΟΜΟΣ, ΑΠ 563/2003 ΝοΒ 2004. 24).

Στην προκείμενη περίπτωση, από την επανεκτίμηση της ένορκης κατάθεσης της μάρτυρος, που εξετάσθηκε ενώπιον του πρωτοβάθμιου Δικαστηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την εκκαλούμενη απόφαση πρακτικά του ίδιου Δικαστηρίου, και όλων, ανεξαιρέτως, των εγγράφων, που διάδικοι νομίμως προσκομίζουν και επικαλούνται είτε για να ληφθούν υπόψη ως αυτοτελή αποδεικτικά μέσα, είτε ως δικαστικά τεκμήρια, μεταξύ των οποίων και τα υπ’ αριθ. 5017/2011 πρακτικά του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς (στα οποία περιλαμβάνονται οι σχετικές καταθέσεις των μαρτύρων αποδείξεως και ανταποδείξεως ……… και …………, αντιστοίχως), που λαμβάνονται υπόψη για τη συναγωγή δικαστικών τεκμηρίων, ενόψει του ότι, κατά τα προεκτεθέντα, το προαναφερθέν Δικαστήριο κηρύχθηκε αναρμόδιο (βλ. ΑΠ 1505/1995 ΕλλΔνη 1997. 1541, ΑΠ 1458/1990 ΕΕΝ 1991. 617, Β. Βαθρακοκοίλη ΚΠολΔ Συμπλ. Τομ. 2001 αρθρ. 339 αρ. 14 σελ. 378), καθώς και της υπ’ αριθ. …../25-1-2011 ένορκης βεβαίωσης, η οποία συντάχθηκε ενώπιον της συμβολαιογράφου Πειραιώς ………, με την επιμέλεια του εναγομένου – εκκαλούντος, κατόπιν νομότυπης (κατ’ άρθρον 422 παρ. 1 του ΚΠολΔ) κλητεύσεως του ενάγοντος – εφεσίβλητου (βλ. την υπ’ αριθ. …./20-1-2011 έκθεση επίδοσης του δικαστικού επιμελητή στο Πρωτοδικείο Πειραιώς ………….), αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Ο ενάγων είναι ιδρυτικό μέλος και προπονητής του αθλητικού σωματείου με την επωνυμία «Αθλητικός Πυγμαχικός Σύλλογος …..», το οποίο έχει ως σκοπό, μεταξύ άλλων, την ανάπτυξη του αθλητισμού και ιδιαίτερα του αθλήματος της πυγμαχίας. Ο εναγόμενος είναι δικηγόρος Πειραιώς και ήταν, μέχρι την 24-2-2008, μέλος και γενικός γραμματέας του Διοικητικού Συμβουλίου (Δ.Σ.) του προαναφερθέντος αθλητικού σωματείου («Αθλητικός Πυγμαχικός Σύλλογος …..») και, έως το έτος 2009, γενικός γραμματέας του «Αθλητικού Οργανισμού Δήμου ……..», ο οποίος είναι φορέας για τα θέματα αθλητισμού του Δήμου ….. Αττικής, και ειδικός γραμματέας και πρόεδρος της Δικαστικής Επιτροπής της «Ελληνικής Ομοσπονδίας Πυγμαχίας». Κατά το έτος 2001, δυνάμει της υπ’ αριθ. …/10-5-2001 αποφάσεως του «Αθλητικού Οργανισμού Δήμου …», παραχωρήθηκε, βάσει συμβάσεως μισθώσεως, στο αθλητικό σωματείο με την επωνυμία «Αθλητικός Πυγμαχικός Σύλλογος Δήμου ….» μία αίθουσα, επιφανείας 200 τμ., που βρίσκεται στο … Αττικής, προκειμένου να χρησιμοποιηθεί από το προαναφερθέν αθλητικό σωματείο, ως χώρος γυμναστηρίου των αθλητών του, μέχρι το έτος 2020, αντί ετησίου μισθώματος (συμβολικού) ποσού 100 ευρώ. Κατά το χρονικό διάστημα, που επακολούθησε την κατάρτιση της εν λόγω συμβάσεως μισθώσεως το αθλητικό σωματείο αυτό έκανε, ακώλυτα, χρήση του ανωτέρω χώρου. Ωστόσο, την 1-6-2009, το Δ.Σ. του «Αθλητικού Οργανισμού Δήμου …» έλαβε την απόφαση (υπ’ αριθ. πρωτ. …./2009) να καταγγείλει την ανωτέρω σύμβαση μίσθωσης με το προαναφερθέν αθλητικό σωματείο, προκειμένου να του αποδοθεί η χρήση του ως άνω χώρου για τη δημιουργία δημοτικού γυμναστηρίου. Επίσης, η απόφαση αυτή για να εφαρμοσθεί θα έπρεπε να εγκριθεί από το Δημοτικό Συμβούλιο του Δήμου .. Αττικής. Έτσι, στις 8-7-2009, κατά τη συνεδρίαση του Δημοτικού Συμβουλίου του Δήμου …., ως το ένατο θέμα της σχετικής ημερήσιας διάταξης, είχε ορισθεί η λήψη της απόφασης για την έγκριση ή μη της καταγγελίας της εν λόγω μισθώσεως, δηλαδή αυτής, η οποία  αφορά στην παραχώρηση του ανωτέρω χώρου στο προαναφερθέν αθλητικό σωματείο από τον «Αθλητικό Οργανισμό Δήμου …..», κατόπιν της ανωτέρω απόφασης του Δ.Σ. του τελευταίου. Στην συνεδρίαση αυτή του Δημοτικού Συμβουλίου …… παρίσταντο ο Δήμαρχος …. (……), ο Πρόεδρος του Δημοτικού Συμβουλίου (……….), δεκαοκτώ δημοτικοί σύμβουλοι, κάποια μέλη του «Αθλητικού Οργανισμού Δήμου …..», ο ενάγων, εκπροσωπώντας ατύπως το προαναφερθέν σωματείο («Αθλητικός Πυγμαχικός Σύλλογος ….») με προφορική εντολή του Προέδρου του Δ.Σ. αυτού, ο εναγόμενος, με την ιδιότητα του γενικού γραμματέα του «Αθλητικού Οργανισμού Δήμου …..», καθώς και μερικοί δημότες του …… Κατά την έναρξη της συζήτησης περί του ανωτέρω (ενάτου) θέματος, έλαβε το λόγο η δημοτική σύμβουλος και μέλος του Δ.Σ. του «Αθλητικού Οργανισμού Δήμου …» …. …, η οποία ισχυρίσθηκε ότι η ανωτέρω απόφαση περί καταγγελίας της προαναφερθείσας μίσθωσης από το Δ.Σ. του «Αθλητικού Οργανισμού Δήμου …….» ήταν μη νόμιμη, γιατί ως μέλος του Δ.Σ. αυτού δεν είχε κληθεί, ούτε συμμετείχε στη σχετική συνεδρίασή του και ζήτησε, για το λόγο αυτό, να αναβληθεί η συζήτηση του Δημοτικού Συμβουλίου επί του θέματος αυτού. Επίσης, ο ενάγων, κατά την έναρξη της συζητήσεως του εν λόγω θέματος, ζήτησε την αναβολή της συζήτησής του, προκειμένου να παρασχεθεί η δυνατότητα στο προαναφερθέν αθλητικό σωματείο να παρέμβει στη σχετική διαδικασία και να εκθέσει τις απόψεις του, καθόσον, όπως ανέφερε, αυτό δεν είχε ενημερωθεί εγκαίρως για τον ορισμό της συζήτησης του αντίστοιχου θέματος ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου. Ακόμη, έλαβε το λόγο ο εναγόμενος, ο οποίος αντιτάχθηκε, σθεναρώς, στο αίτημα περί αναβολής της συζήτησης επί του εν λόγω θέματος και ζήτησε την πρόοδο αυτής (συζήτησης) και τη λήψη της σχετικής απόφασης. Στη συνέχεια, έγινε συζήτηση, στην οποία έλαβαν μέρος, ιδίως, ο εναγόμενος και η ……………, κατά την οποία αυτοί είχαν έντονη αντιπαράθεση, σχετικώς με το εάν η τελευταία είχε κληθεί στη σχετική συνεδρίαση του Δ.Σ. του «Αθλητικού Οργανισμού Δήμου …..» και για το εάν η ανωτέρω απόφασή του ήταν νόμιμη, εμμένοντας στις προαναφερθείσες απόψεις τους, αντιστοίχως, μάλιστα, ο εναγόμενος ισχυρίσθηκε ότι, σε κάθε περίπτωση, έπρεπε να προχωρήσει η συζήτηση και η λήψη της απόφασης του Δημοτικού Συμβουλίου επί του εν λόγω θέματος, ενόψει του ότι η ανωτέρω απόφαση του Δ.Σ. του «Αθλητικού Οργανισμού Δήμου ……» ήταν ομόφωνη. Σημειωτέον ότι ο ενάγων δεν συμμετείχε στην αντιπαράθεση αυτή, ούτε έλαβε το λόγο κατά τη σχετική συζήτηση. Ακολούθως, ο Δήμαρχος εισηγήθηκε στον Πρόεδρο του Δημοτικού Συμβουλίου την αναβολή της συζήτησης επί του θέματος αυτού, αναφέροντας ότι το Δ.Σ. του «Αθλητικού Οργανισμού Δήμου …….» θα έπρεπε να συνεδριάσει εκ νέου για τη λήψη της ανωτέρω απόφασης, έχοντας καλέσει προς τούτο όλα τα μέλη του, καθώς και προκειμένου να δοθεί η δυνατότητα στο προαναφερθέν αθλητικό σωματείο («Αθλητικός Πυγμαχικός Σύλλογος …….») να εκθέσει τις απόψεις του στο Δημοτικό Συμβούλιο σχετικώς με το εν λόγω ζήτημα, μάλιστα, υπέβαλε παράκληση προς τον εναγόμενο να αποδεχθεί την εισήγησή του αυτή. Κατόπιν, ο εναγόμενος λαμβάνοντας το λόγο ανέφερε τα ακόλουθα: «Δεν έχω κανένα προσωπικό και ιδιαίτερα με θέματα πυγμαχίας είμαι ιδιαίτερα ευαίσθητος, γιατί είμαι μέλος του Διοικητικού Συμβουλίου και Ειδικός Γραμματέας και Πρόεδρος Δικαστικής Επιτροπής της Ελληνικής Ομοσπονδίας για όλα τα σωματεία. Το συγκεκριμένο σωματείο [«Αθλητικός Πυγμαχικός Σύλλογος …..»] και όχι το σωματείο, αλλά συγκεκριμένα ο προπονητής του [ο ενάγων] έχει δείξει ανήθικη στάση απέναντι σε θεσμούς αθλητικούς και τον Αθλητικό Οργανισμό και την Ελληνική Ομοσπονδία Πυγμαχίας. Δεν έχω προσωπικά …». Στο σημείο αυτό, έλαβε το λόγο, αρχικώς, ο ενάγων, ο οποίος ερώτησε: «Καταγράφεται αυτό το ¨ανήθικος¨» και μετά η ………. λέγοντας: «Ναι, ναι καταγράφεται» και αμέσως μετά ο εναγόμενος αναφέροντας: «Βεβαίως, βεβαίως». Στη συνέχεια, μετά από νέα παρέμβαση στη συζήτηση του Δημάρχου και πρόταση του Προέδρου του Δημοτικού Συμβουλίου περί της ως άνω αναβολής, το τελευταίο αποφάσισε, ομοφώνως, να αναβληθεί η συζήτηση επί του εν λόγω θέματος. Τα ως άνω αναφερθέντα από τον εναγόμενο για το πρόσωπο του ενάγοντος δεν συνιστούν γεγονότα, καθόσον δεν αποτελούν έκθεση κάποιου συγκεκριμένου περιστατικού του εξωτερικού κόσμου, εμπίπτοντος στις αισθήσεις και δυνάμενο να καταστεί αντικείμενο αποδείξεως, αλλά αποτελούν αξιολογική κρίση και έκφραση γνώμης του εναγομένου σχετική με τη συμπεριφορά του ενάγοντος. Ειδικότερα, ο εναγόμενος, με την ανωτέρω φράση του, παρουσίασε τον ενάγοντα ως άτομο που συμπεριφέρεται προς τρίτους (θεσμούς του αθλητισμού, τον «Αθλητικό Οργανισμό Δήμου …..» και την «Ελληνική Ομοσπονδία Πυγμαχίας»), με τρόπο που αντίκειται στους εν γένει κανόνες της ηθικής, χωρίς, όμως, να συνδέεται η συμπεριφορά αυτή με κάποια περιστατικά. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ. Β.), δεν τελέσθηκε εις βάρος του ενάγοντος η αξιόποινη πράξη της συκοφαντικής δυσφήμησης (όπως ο τελευταίος επικαλείται στην αγωγή του), ούτε της δυσφήμησης (άρθρα 362, 363 του ΠΚ), ενόψει του ότι τα ως άνω αναφερθέντα από τον εναγόμενο δεν συνδέονται με κάποιο γεγονός, αλλά τελέσθηκε εις βάρος αυτού (ενάγοντος) η αξιόποινη πράξη της εξύβρισης. Συγκεκριμένα, ο εναγόμενος, με την ανωτέρω φράση του, προσέβαλε την τιμή του ενάγοντος, δηλαδή προκάλεσε την αμφισβήτηση της ηθικής αξίας του και της εν γένει εκτίμησης προς το πρόσωπο αυτού από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον, έχοντας ως σκοπό την καταφρόνησή του. Εξάλλου, ο εναγόμενος – εκκαλών ισχυρίζεται ότι δεν είχε την πρόθεση να προσβάλει την τιμή του ενάγοντος, αλλά ενήργησε ως ανωτέρω με αποκλειστικό σκοπό την προστασία του συμφέροντος του «Αθλητικού Οργανισμού Δήμου …….» και της «Ελληνικής Ομοσπονδία Πυγμαχίας», που εκπροσωπούσε, προκειμένου να μην υπάρξει καθυστέρηση στη δημιουργία δημοτικού γυμναστηρίου, με δωρεάν παροχές προς τους δημότες, στον ανωτέρω χώρο, που είχε παραχωρηθεί η χρήση του στο προαναφερθέν αθλητικό σωματείο. Ωστόσο, η χρησιμοποίηση από τον εναγόμενο της ανωτέρω περιφρονητικής φράσης κρίνεται ότι δεν ήταν αναγκαία για να καταστεί εφικτή από τα μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου η εκτίμηση των στοιχείων του σχετικού θέματος, δηλαδή της έγκρισης ή μη της ανωτέρω απόφασης του Δ.Σ. του «Αθλητικού Οργανισμού Δήμου ……..» περί της καταγγελίας της εν λόγω μισθώσεως και η μη αναβολή της λήψης της αντίστοιχης απόφασης, αφού τα σχετικά περιστατικά, τα οποία αφορούν το θέμα αυτό, μπορούσαν να εκτεθούν με πληρότητα, χωρίς να περιληφθεί η ανωτέρω φράση περί της ανήθικης στάσης του ενάγοντος, όμως, χρησιμοποιήθηκε αυτή με σκοπό την εξύβρισή του. Σημειωτέον ότι το ανωτέρω θέμα δεν αφορούσε προσωπικώς τον ενάγοντα, αλλά το προαναφερθέν αθλητικό σωματείο, μάλιστα, ο ενάγων, εκτός από την υποβολή του ως άνω αιτήματος αναβολής, ουδόλως μετείχε στη σχετική συζήτηση, ούτε είχε γίνει από κάποιο από τα μετέχοντα στη συζήτηση αυτή πρόσωπα αναφορά σ’ αυτόν (ενάγοντα). Επίσης, η ανωτέρω κρίση περί του σκοπού εξύβρισης του ενάγοντος ενισχύεται και από το ότι, όπως προαναφέρθηκε, κατά τη διάρκεια της ως άνω συζήτησης ενώπιον του Δημοτικού Συμβουλίου, αμέσως μετά την ανωτέρω αναφορά του εναγομένου περί της «ανήθικης στάσης» του ενάγοντος και αφού έλαβαν το λόγο επί ολίγον ο ενάγων και η ………….., διαδοχικώς, ο εναγόμενος λαμβάνοντας εκ νέου το λόγο επιβεβαίωσε το ως άνω περιεχόμενο της φράσης του («ανήθικος»), χωρίς να εκδηλώσει τη βούληση να την επαναδιατυπώσει, αλλά ενέμεινε στα αρχικώς λεχθέντα από αυτόν. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙ. Γ.), είναι απορριπτέα ως ουσιαστικώς αβάσιμη η σχετική ένσταση (άρθρο 367 παρ. 1 του ΠΚ), περί άρσης του αδίκου χαρακτήρα της εν λόγω πράξης, που προέβαλε (πρωτοδίκως) και επαναφέρει με την έφεσή του ο εναγόμενος, ενόψει του ότι, σε κάθε περίπτωση, από τον τρόπο της εκδήλωσης και τις περιστάσεις υπό τις οποίες τελέσθηκε αυτή προκύπτει σκοπός εξύβρισης, που κατευθύνεται ειδικώς στην προσβολή της τιμής του ενάγοντος, με αμφισβήτηση της ηθικής αξίας του προσώπου του, κατά το σχετικό βάσιμο ισχυρισμό (αντένσταση κατ’ άρθρον 367 παρ. 2 του ΠΚ) αυτού (ενάγοντος). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε για τον ίδιο λόγο την ανωτέρω ένσταση, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων και κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου λόγος (1ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, ο εναγόμενος – εκκαλών ισχυρίζεται ότι η ως άνω αναφορά του σε «ανήθικη στάση» του ενάγοντος, αφορούσε στην επιδειχθείσα αχαριστία εκ μέρους του (ενάγοντος). Ειδικότερα, κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου, αυτός είχε μεσολαβήσει, ως ιδρυτικό μέλος του προαναφερθέντος αθλητικού σωματείου για την ως άνω παραχώρηση του ανωτέρου χώρου και με δικές του ενέργειες είχε προσληφθεί ο ενάγων – εφεσίβλητος ως προπονητής από την «Εθνική Ομοσπονδία Πυγμαχίας», χωρίς να διαθέτει σχετικό πτυχίο, καθώς και, κατά το έτος 2006, ο τελευταίος (ενάγων) είχε επιλεγεί από αυτόν (εναγόμενο) ως συνοδός προπονητής της εθνικής ομάδας στο πανευρωπαϊκό πρωτάθλημα ανδρών στη Βουλγαρία το 2006. Επίσης, κατά τους ισχυρισμούς του εναγομένου, ο ενάγων, προς ανταπόδοση των ανωτέρω ευεργετημάτων, «μεθόδευσε» τη διεξαγωγή αρχαιρεσιών στο προαναφερθέν αθλητικό σωματείο, στις 24-2-2008, όταν αυτός (εναγόμενος) απουσίαζε στο εξωτερικό, ως αρχηγός της εθνικής ομάδας πυγμαχίας (κατά τη διεξαγωγή του προολυμπιακού τουρνουά στην Πεσκάρα της Ιταλίας) για να μην μπορέσει να συμμετάσχει σ’ αυτές και είχε καταθέσει στο Δικηγορικό Σύλλογο … αναφορά – καταγγελία του αθλητικού σωματείου αυτού εναντίον του (εναγομένου), επιπλέον δε επιμελήθηκε της διαγραφής του από το ανωτέρω σωματείο λόγω αντισωματειακής συμπεριφοράς.  Ωστόσο, δεν αποδείχθηκαν από κάποιο στοιχείο οι ως άνω επικληθείσες «ευεργεσίες» προς το πρόσωπο του ενάγοντος, ούτε η επικληθείσα αχάριστη συμπεριφορά αυτού. Ειδικότερα, όσον αφορά στην ως άνω παραχώρηση του ανωτέρου χώρου στο προαναφερθέν αθλητικό σωματείο, ανεξαρτήτως παντός άλλου, αυτή δεν συνιστά τυχόν ευνοϊκή μεταχείριση προσωπικώς στον ενάγοντα, αλλά στο σωματείο αυτό, ενώ η σχετική απόφαση δεν λήφθηκε από τον εναγόμενο, αλλά από το Δ.Σ. του «Αθλητικού Οργανισμού Δήμου …», μάλιστα, κατά τη σχετική συνεδρίασή του δεν συμμετείχε ο εναγόμενος (βλ. την υπ’ αριθ. …/10-5-2001 απόφαση του Δ.Σ. του «Αθλητικού Οργανισμού Δήμου ….»). Επίσης, η επιλογή του ενάγοντος ως προπονητή της εθνικής πυγμαχικής ομάδας (γυναικών) διενεργήθηκε με απόφαση του Δ.Σ. της «Ελληνικής Ομοσπονδίας Πυγμαχίας», στη σχετική συνεδρίαση του οποίου απουσίαζε ο εναγόμενος (βλ. το υπ’ αριθ. πρωτ. …./18-1-2012 απόσπασμα πρακτικού τακτικής συνεδρίασης του ανωτέρω Δ.Σ.), επιπλέον, ο ενάγων διαθέτει σχετικό πτυχίο και άδεια άσκησης του επαγγέλματος του προπονητή (βλ. το από 20-7-1998 δίπλωμα σχολής προπονητών πυγμαχίας της Γενικής Γραμματείας Αθλητισμού και την υπ’ αριθ. 31102/20-1-1999 απόφαση του Υφυπουργού Πολιτισμού). Σημειωτέον ότι τα ανωτέρω δεν αναιρούνται από τα σχετικώς αναφερθέντα στην υπ’ αριθ. …/25-1-2011 ένορκη βεβαίωση του ……….., ενόψει του ότι ο τελευταίος δεν έχει ιδία αντίληψη περί των σχετικών περιστατικών, αλλά ανέφερε, αποκλειστικώς, όσα σχετικώς είχαν μεταφερθεί σ’ αυτόν από τον ίδιο τον εναγόμενο, όπως προκύπτει από τις από 20-1-2012 έγγραφες εξηγήσεις αυτού (…………) προς τον Εισαγγελέα Πλημμελειοδικών Αθηνών (δια του Πταισματοδίκη Αθηνών) και την από 12-12-2016 έγγραφη δήλωση του ιδίου. Ακόμη, προέκυψε ότι, λόγω της αρχικής δυστροπίας του εναγομένου για την παράδοση στο προαναφερθέν αθλητικό σωματείο των βιβλίων του μητρώου των μελών του και των πρακτικών της γενικής συνέλευσής του, καθώς και της σφραγίδας του, προκειμένου να διεξαχθούν οι σχετικές αρχαιρεσίες, το σωματείο αυτό είχε ασκήσει ενώπιον του Μονομελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς κατά του εναγομένου την από 8-10-2008 (υπ’ αριθ. καταθ. ……./15-10-2008) αγωγή του, με την οποία ζητούσε να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να αποδώσει τα ανωτέρω στοιχεία, επιπλέον, με αντίστοιχο περιεχόμενο της αγωγής αυτής, είχε συνταχθεί η ως άνω επικληθείσα από 6-4-2009 αναφορά του ίδιου αθλητικού σωματείου κατά του εναγόμενου δικηγόρου, με την οποία ζητήθηκε η πειθαρχική δίωξή του, η οποία κατατέθηκε στο  Δικηγορικό Σύλλογο ….. από τον ενάγοντα, τελικώς, όμως, δεν συζητήθηκε η αγωγή αυτή, ούτε επιβλήθηκε πειθαρχική ποινή στον εναγόμενο, καθόσον ο τελευταίος, στις 29-5-2009, παρέδωσε, οικιοθελώς, τα ανωτέρω στοιχεία στην πληρεξούσια δικηγόρο του σωματείου αυτού ………… (βλ. το από 29-5-2009 ιδιωτικό συμφωνητικό διευθέτησης υπόθεσης). Από τα προαναφερθέντα, δεν συνάγεται η ύπαρξη στοιχείων, ούτε η συνδρομή ιδιαίτερων περιστάσεων, αναγόμενων στη συμπεριφορά τόσο του ενάγοντος όσο και του εναγομένου, η οποία (του τελευταίου) να τελεί σε αιτιώδη σχέση με εκείνη του ενάγοντος, ώστε η άσκηση του ένδικου δικαιώματός του (ενάγοντος) να αποβαίνει, προφανώς, αντίθετη στις περί δικαίου και ηθικής αντιλήψεις του μέσου κοινωνικού ανθρώπου, όπως αντίθετα, αλλά αβάσιμα ισχυρίζεται ο εναγόμενος. Ως εκ τούτου, σύμφωνα με τις προεκτεθείσες σκέψεις (υπό στοιχείο ΙV), είναι απορριπτέα ως ουσιαστικώς αβάσιμη η σχετική ένσταση (άρθρο 281 του ΑΚ), περί καταχρηστικής άσκησης του ένδικου δικαιώματος του ενάγοντος, που προέβαλε (πρωτοδίκως) και επαναφέρει με την έφεσή του ο εναγόμενος. Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του απέρριψε την ανωτέρω ένσταση, δεν έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά συνέπεια, ο περί του αντιθέτου λόγος (2ος) της εφέσεως είναι απορριπτέος ως αβάσιμος.

Περαιτέρω, αποδείχθηκε ότι από την ως άνω παράνομη και υπαίτια προσβολή της προσωπικότητας του ενάγοντος, η οποία αφορά στην ανωτέρω αξιόποινη πράξη της εξύβρισης, που τέλεσε ο εναγόμενος εις βάρος του ενάγοντος, ο τελευταίος υπέστη ηθική βλάβη. Επίσης, λαμβανομένων υπόψη των εν γένει συνθηκών τελέσεως της ανωτέρω προσβολής, του είδους και της έκτασης αυτής, του βαθμού του πταίσματος του εναγομένου, καθώς και της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των διαδίκων, όπως τα στοιχεία αυτά προαναφέρθηκαν και εκτιμώνται βάσει των κανόνων της κοινής πείρας και λογικής, σε συνδυασμό με την αρχή της αναλογικότητας, το Δικαστήριο κρίνει ότι ο ενάγων δικαιούται ως χρηματική ικανοποίηση, λόγω της ηθικής βλάβης αυτής, το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, ποσό που κρίνεται εύλογο μετά τη στάθμιση των κατά νόμο στοιχείων, σύμφωνα με τις προεκτεθείσεις σκέψεις (υπό στοιχείο ΙΙΙ). Επομένως, το πρωτοβάθμιο Δικαστήριο, το οποίο με την εκκαλούμενη απόφασή του υποχρέωσε τον εναγόμενο να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των 3.000 ευρώ, ως χρηματική ικανοποίηση για την ως άνω αιτία, έσφαλε ως προς την εκτίμηση των αποδείξεων, κατά το σχετικό βάσιμο λόγο (3ο) της εφέσεως.

Κατ’ ακολουθίαν των προεκτεθέντων, η ένδικη έφεση πρέπει να γίνει δεκτή ως κατ’ ουσίαν βάσιμη και να εξαφανιστεί η εκκαλούμενη απόφαση, αφού δε η εν λόγω υπόθεση κρατηθεί προς εκδίκαση κατ’ ουσίαν στο Δικαστήριο αυτό, πρέπει η προαναφερθείσα αγωγή να γίνει κατά ένα μέρος δεκτή ως ουσιαστικώς βάσιμη και να υποχρεωθεί ο εναγόμενος να καταβάλει στον ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής. Ακόμη, τα δικαστικά έξοδα, και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, πρέπει να κατανεμηθούν μεταξύ των διαδίκων, αναλόγως της μερικής νίκης και ήττας τους (άρθρο 178 παρ. 1 του ΚΠολΔ) και να επιβληθεί μέρος των δικαστικών εξόδων του ενάγοντος – εφεσίβλητου, κατόπιν σχετικού αιτήματός του, εις βάρος του εναγομένου – εκκαλούντος, όπως ειδικότερα ορίζεται στο διατακτικό (άρθρα 176, 183 του ΚΠολΔ, σε συνδυασμό με τα άρθρα 63 επ. του ν. 4194/2013 «Κώδικας Δικηγόρων»). Τέλος, πρέπει να διαταχθεί η επιστροφή του παραβόλου που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως στον εκκαλούντα (άρθρο 495 παρ. 4 του ΚΠολΔ), όπως εκτίθεται στο διατακτικό.

ΓΙΑ ΤΟΥΣ ΛΟΓΟΥΣ ΑΥΤΟΥΣ

Δικάζει αντιμωλία των διαδίκων.

Απορρίπτει όσα στο σκεπτικό κρίθηκαν ως απορριπτέα.

Δέχεται τυπικώς και κατ’ ουσίαν την έφεση.

Εξαφανίζει την εκκαλούμενη υπ’ αριθ. 879/2018 απόφαση του Πολυμελούς Πρωτοδικείου Πειραιώς.

Κρατεί και δικάζει επί της ουσίας την υπόθεση, που αφορά στην αναφερθείσα στο σκεπτικό από 11-4-2010 (υπ’ αριθ. εκθ. καταθ. ………/2010) αγωγή.

Δέχεται κατά ένα μέρος την ανωτέρω αγωγή.

Υποχρεώνει τον εκκαλούντα – εναγόμενο να καταβάλει στον εφεσίβλητο – ενάγοντα το ποσό των δύο χιλιάδων (2.000) ευρώ, με το νόμιμο τόκο από την επομένη ημέρα επίδοσης της αγωγής.

Καταδικάζει τον εκκαλούντα – εναγόμενο στην καταβολή μέρους της δικαστικής δαπάνης του εφεσίβλητου – ενάγοντα και για τους δύο βαθμούς δικαιοδοσίας, το οποίο ορίζει στο ποσό των  πεντακοσίων (500) ευρώ.

Διατάσσει την επιστροφή στον εκκαλούντα του παραβόλου (υπ’ αριθ. ………./14-5-2018 της Γ΄ Δ.Ο.Υ. Πειραιώς, ποσού 153,60 ευρώ), που κατατέθηκε για την άσκηση της εφέσεως.

Κρίθηκε, αποφασίσθηκε στον Πειραιά στις 21 Νοεμβρίου 2019 και δημοσιεύθηκε στις 17 Φεβρουαρίου 2020 σε έκτακτη και δημόσια συνεδρίαση στο ακροατήριο του Δικαστηρίου αυτού, με απόντες τους διαδίκους και την πληρεξούσια δικηγόρο του εφεσίβλητου.

       Ο ΠΡΟΕΔΡΟΣ                             Η ΓΡΑΜΜΑΤΕΑΣ